Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32021R1352

Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2021/1352 της Επιτροπής της 6ης Μαΐου 2021 για τη συμπλήρωση του κανονισμού (EE) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που διευκρινίζουν τις προϋποθέσεις προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η μεθοδολογία για τον προσδιορισμό ενός δείκτη αναφοράς συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις ποιότητας (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

C/2021/3143

ΕΕ L 291 της 13.8.2021, p. 16–19 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg_del/2021/1352/oj

13.8.2021   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 291/16


ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2021/1352 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 6ης Μαΐου 2021

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (EE) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που διευκρινίζουν τις προϋποθέσεις προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η μεθοδολογία για τον προσδιορισμό ενός δείκτη αναφοράς συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις ποιότητας

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 (1), και ιδίως το άρθρο 12 παράγραφος 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Προκειμένου η μεθοδολογία για τον προσδιορισμό ενός δείκτη αναφοράς να είναι άρτια και αξιόπιστη, η εν λόγω μεθοδολογία θα πρέπει να προσδιορίζει τον χαρακτήρα των χρησιμοποιούμενων δεδομένων εισόδου και τυχόν κριτήρια που πρέπει να εφαρμόζονται στις περιστάσεις στις οποίες η ποσότητα ή η ποιότητα των δεδομένων εισόδου δεν πληροί τα απαιτούμενα πρότυπα ώστε η μεθοδολογία να διασφαλίζει τον ακριβή και αξιόπιστο καθορισμό του δείκτη αναφοράς, θα πρέπει να υπόκειται σε αξιολόγηση της σχέσης μεταξύ των βασικών παραδοχών που χρησιμοποιούνται και της ευαισθησίας του δείκτη αναφοράς που υπολογίζεται με βάση την εν λόγω μεθοδολογία, θα πρέπει να είναι σε θέση να αντιπροσωπεύει την υποκείμενη αγορά ή την οικονομική πραγματικότητα για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται και θα πρέπει να ενσωματώνει παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων παραμέτρων και δεδομένων εισόδου, που είναι οι πλέον κατάλληλοι για τη μέτρηση της υποκείμενης αγοράς.

(2)

Ένας δείκτης αναφοράς υπολογίζεται με τη χρήση τύπου ή άλλης μεθόδου υπολογισμού που βασίζεται σε υποκείμενες τιμές. Οι διαχειριστές διαθέτουν κάποιον βαθμό διακριτικής ευχέρειας στη διαμόρφωση του εν λόγω τύπου, στην εκτέλεση του απαραίτητου υπολογισμού και στον καθορισμό των δεδομένων εισόδου. Αυτός ο βαθμός διακριτικής ευχέρειας δημιουργεί κίνδυνο παραποίησης. Συνεπώς, οι διαχειριστές θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι εφαρμόζεται κατάλληλο σύστημα ελέγχου, όταν ασκείται η εν λόγω διακριτική ευχέρεια. Ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/1011 αναγνωρίζει ότι η διαμόρφωση της μεθοδολογίας ενός δείκτη αναφοράς μπορεί να εμπεριέχει την άσκηση διακριτικής ευχέρειας από κάθε διαχειριστή. Είναι σημαντικό η μεθοδολογία να διέπεται από σαφείς κανόνες που καθορίζουν τον τρόπο και τον χρόνο κατά τον οποίο επιτρέπεται η άσκηση της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας και ειδικότερα αν η εν λόγω διακριτική ευχέρεια βασίζεται σε αλγόριθμο ή προκαθορισμένη μεθοδολογία. Επιπλέον, στη μεθοδολογία θα πρέπει να αποσαφηνίζονται οι περιστάσεις στις οποίες θα θεωρείται ότι τα δεδομένα συναλλαγών στην υποκείμενη αγορά δεν επαρκούν.

(3)

Είναι σημαντικό ο διαχειριστής να είναι σε θέση να διαμορφώσει μια μεθοδολογία δείκτη αναφοράς η οποία να είναι ανθεκτική σε διαφορετικές συνθήκες της αγοράς και να καθιστά δυνατό τον υπολογισμό του δείκτη αναφοράς στο ευρύτερο δυνατό σύνολο πιθανών περιστάσεων της αγοράς. Ως εκ τούτου, η χρησιμοποιούμενη μεθοδολογία δείκτη αναφοράς θα πρέπει να βασίζεται σε επαρκείς και κατάλληλες ιστορικές τιμές του δείκτη αναφοράς. Για τον ίδιο λόγο, και ειδικότερα για την επικύρωση του υπολογισμού του δείκτη αναφοράς και για την αξιολόγηση της απόδοσης της μεθοδολογίας εκ των υστέρων, η μεθοδολογία του δείκτη αναφοράς θα πρέπει να υποβάλλεται σε εκ των υστέρων ελέγχους με βάση διαθέσιμα δεδομένα συναλλαγών. Αυτοί οι εκ των υστέρων έλεγχοι θα πρέπει να συνίστανται σε διαδικασία που διενεργείται εκ των υστέρων, στο πλαίσιο της οποίας είτε χρησιμοποιούνται πρόσθετα διαθέσιμα δεδομένα που δεν είχαν χρησιμοποιηθεί για τον υπολογισμό του δείκτη αναφοράς ή άλλες πηγές δεδομένων συναλλαγών είτε πραγματοποιείται ανασύσταση των ιστορικών τιμών του δείκτη αναφοράς. Προκειμένου να διασφαλίζεται η δυνατότητα επικύρωσης της μεθοδολογίας ενός δείκτη αναφοράς, είναι σημαντικό να διενεργούνται εκ των υστέρων έλεγχοι τόσο σε κάθε ετήσια επανεξέταση της μεθοδολογίας του δείκτη αναφοράς όσο και, ανάλογα με τον τύπο του δείκτη αναφοράς, είτε μετά από κάθε ουσιώδη αλλαγή της εν λόγω μεθοδολογίας, σε συνεχή βάση, είτε κατά την πρώτη παροχή του δείκτη αναφοράς. Τα πορίσματα των εκ των υστέρων ελέγχων θα πρέπει να αντικατοπτρίζονται στη μεθοδολογία.

(4)

Η μεθοδολογία ενός δείκτη αναφοράς που είναι ανθεκτική θα πρέπει να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον υπολογισμό του δείκτη αναφοράς στο ευρύτερο δυνατό σύνολο πιθανών περιστάσεων, μεταξύ άλλων και σε ακραίες συνθήκες της αγοράς. Επομένως, είναι σημαντικό, αφενός, οι διαχειριστές να αξιολογούν τον αντίκτυπο των διαφόρων συνθηκών της αγοράς στη μεθοδολογία χρησιμοποιώντας ιστορικά δεδομένα από πραγματικές ακραίες συνθήκες της αγοράς και, αφετέρου, όσον αφορά τους δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας, να χρησιμοποιούνται υποθετικά δεδομένα για μη πραγματικές ακραίες συνθήκες της αγοράς.

(5)

Η μεθοδολογία ενός δείκτη αναφοράς που είναι ανιχνεύσιμη και επαληθεύσιμη θα πρέπει να καθιστά δυνατή τη συνεχή επαλήθευση και τον έλεγχο κάθε υπολογισμού του δείκτη αναφοράς. Η ανιχνευσιμότητα θα πρέπει να περιλαμβάνει την τεκμηρίωση των διαφόρων σταδίων της μεθοδολογίας και θα πρέπει να αποτελεί τη βάση για τη δυνατότητα επαλήθευσης που θα συνεπαγόταν την ικανότητα ανασύστασης των ιστορικών τιμών του δείκτη αναφοράς.

(6)

Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, οι διαχειριστές μη σημαντικών δεικτών αναφοράς και δεικτών ρυθμιζόμενων δεδομένων δεν θα πρέπει να υπόκεινται σε υπερβολική διοικητική επιβάρυνση. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο οι εν λόγω διαχειριστές να μπορούν να εξαιρούνται από ορισμένες απαιτήσεις ποιότητας που ισχύουν για αυτούς τους δείκτες αναφοράς. Επιπλέον, όταν δικαιολογείται από τον χαρακτήρα, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους, την πιθανότητα να προκύψει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ της παροχής του δείκτη αναφοράς και οποιωνδήποτε άλλων δραστηριοτήτων του διαχειριστή, καθώς και από τον βαθμό διακριτικής ευχέρειας που ασκείται στο πλαίσιο της διαδικασίας παροχής του δείκτη αναφοράς, οι διαχειριστές ορισμένων δεικτών αναφοράς θα πρέπει να είναι σε θέση να επιλέξουν την εξαίρεσή τους από ορισμένες απαιτήσεις σε σχέση με την ανθεκτικότητα της μεθοδολογίας του δείκτη αναφοράς.

(7)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) στην Επιτροπή.

(8)

Η ΕΑΚΑΑ διεξήγαγε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, ανέλυσε τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες και ζήτησε τις συμβουλές της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2).

(9)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέπεια με την ημερομηνία εφαρμογής του άρθρου 5 του κανονισμού (EE) 2019/2175 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), με το οποίο εισήχθη στον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1011 το άρθρο 12 παράγραφος 4 του εν λόγω κανονισμού, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμοστεί από την 1η Ιανουαρίου 2022,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Προϋποθέσεις προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η μεθοδολογία ενός δείκτη αναφοράς είναι άρτια και αξιόπιστη

1.   Η μεθοδολογία δείκτη αναφοράς, όπως αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011:

α)

είναι σε θέση να αντιπροσωπεύει την υποκείμενη αγορά ή την οικονομική πραγματικότητα για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται και ενσωματώνει παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων παραμέτρων και δεδομένων εισόδου, που είναι οι πλέον κατάλληλοι για τη μέτρηση της υποκείμενης αγοράς·

β)

υπόκειται σε αξιολόγηση της σχέσης μεταξύ των βασικών παραδοχών που χρησιμοποιούνται και της ευαισθησίας του δείκτη αναφοράς που υπολογίζεται με βάση την εν λόγω μεθοδολογία·

γ)

προσδιορίζει τον χαρακτήρα των δεδομένων εισόδου που χρησιμοποιούνται στη μεθοδολογία·

δ)

προσδιορίζει τα κριτήρια τα οποία πρέπει να εφαρμόζονται σε περιστάσεις στις οποίες η ποσότητα ή η ποιότητα των δεδομένων εισόδου δεν πληροί τα πρότυπα που προβλέπονται στη μεθοδολογία για τον ακριβή και αξιόπιστο καθορισμό του δείκτη αναφοράς.

2.   Οι διαχειριστές μη σημαντικών δεικτών αναφοράς μπορούν να επιλέξουν να μην εφαρμόσουν την παράγραφο 1 στοιχείο β) για τους εν λόγω δείκτες αναφοράς.

3.   Οι διαχειριστές δεικτών αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων μπορούν να επιλέξουν να μην εφαρμόσουν την παράγραφο 1 στοιχεία β) και γ) για τους εν λόγω δείκτες αναφοράς.

Άρθρο 2

Προϋποθέσεις προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η μεθοδολογία ενός δείκτη αναφοράς διέπεται από σαφείς κανόνες που καθορίζουν τον τρόπο και τον χρόνο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας στο πλαίσιο του καθορισμού του δείκτη αναφοράς

Η μεθοδολογία δείκτη αναφοράς, όπως αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, προσδιορίζει όλα τα ακόλουθα:

α)

το στάδιο του υπολογισμού του δείκτη αναφοράς στο οποίο ασκείται διακριτική ευχέρεια·

β)

τα κριτήρια που πρέπει να χρησιμοποιούνται κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας·

γ)

τα δεδομένα εισόδου που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη·

δ)

κατά περίπτωση, μη εξαντλητικό κατάλογο των προϋποθέσεων υπό τις οποίες:

i)

τα δεδομένα συναλλαγών στην υποκείμενη αγορά πρέπει να θεωρούνται ανεπαρκή και απαιτείται η χρήση δεδομένων συναλλαγών σε συναφείς αγορές·

ii)

η εφαρμογή της μεθοδολογίας δεν αποφέρει αποτέλεσμα και πρέπει να ασκείται διακριτική ευχέρεια κατά τον προσδιορισμό του δείκτη αναφοράς·

ε)

το είδος των συναφών αγορών που πρέπει να θεωρούνται κατάλληλες για τους σκοπούς του στοιχείου δ) σημείο i).

Άρθρο 3

Προϋποθέσεις προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η μεθοδολογία ενός δείκτη αναφοράς είναι αυστηρή και συστηματική και καθιστά δυνατή την επαλήθευση, συμπεριλαμβανομένων, όπου είναι σκόπιμο, εκ των υστέρων ελέγχων με βάση διαθέσιμα δεδομένα συναλλαγών

1.   Η μεθοδολογία δείκτη αναφοράς, όπως αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011, περιλαμβάνει όλα τα ακόλουθα:

α)

αξιολόγηση της επάρκειας και της καταλληλότητας των ιστορικών τιμών του δείκτη αναφοράς που παράγονται από την εν λόγω μεθοδολογία·

β)

αξιόπιστα δεδομένα εισόδου, συμπεριλαμβανομένου του κατάλληλου μεγέθους των δειγμάτων δεδομένων, εάν υπάρχουν.

2.   Οι διαχειριστές δεικτών αναφοράς διασφαλίζουν ότι κάθε εκ των υστέρων έλεγχος στον οποίο υπόκειται η μεθοδολογία ενός δείκτη αναφοράς διενεργείται πράγματι εκ των υστέρων και αναφέρεται σε κατάλληλο χρονικό ορίζοντα.

Οι εκ των υστέρων έλεγχοι διενεργούνται τουλάχιστον σε κάθε ετήσια επανεξέταση της μεθοδολογίας του δείκτη αναφοράς και μετά από οποιαδήποτε ουσιώδη αλλαγή της εν λόγω μεθοδολογίας. Για τους δείκτες αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων, οι εκ των υστέρων έλεγχοι διενεργούνται κατά την πρώτη παροχή του δείκτη αναφοράς. Για τους δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας, διενεργείται εκ των υστέρων έλεγχος σε μηνιαία βάση.

Η μεθοδολογία ενός δείκτη αναφοράς περιλαμβάνει την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των εκ των υστέρων ελέγχων, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών που διασφαλίζουν τον εντοπισμό και τη δέουσα αντιμετώπιση συστημικών ανωμαλιών που επισημαίνονται από τους εκ των υστέρων ελέγχους.

Άρθρο 4

Προϋποθέσεις προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η μεθοδολογία ενός δείκτη αναφοράς είναι ανθεκτική και διασφαλίζει ότι ο δείκτης αναφοράς μπορεί να υπολογιστεί στο ευρύτερο δυνατό σύνολο πιθανών περιστάσεων χωρίς να περιορίζεται η ακεραιότητά του

1.   Οι διαχειριστές αξιολογούν τον αντίκτυπο των διαφόρων συνθηκών της αγοράς στη μεθοδολογία χρησιμοποιώντας ιστορικά δεδομένα από ακραίες συνθήκες της αγοράς. Σε περίπτωση που δεν είναι διαθέσιμα κατάλληλα ιστορικά δεδομένα, οι διαχειριστές δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας χρησιμοποιούν υποθετικά δεδομένα που αντιπροσωπεύουν ακραίες συνθήκες της αγοράς.

2.   Οι διαχειριστές χρησιμοποιούν παραμέτρους και παραδοχές στη μεθοδολογία για την αποτύπωση ποικίλων ιστορικών ή, στην περίπτωση των διαχειριστών δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας, υποθετικών συνθηκών, συμπεριλαμβανομένων των πλέον ασταθών περιόδων που υφίστανται οι αγορές και λαμβανομένων υπόψη διαφόρων υποθέσεων για τη συσχέτιση μεταξύ των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων.

3.   Οι διαχειριστές μη σημαντικών δεικτών αναφοράς και δεικτών αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων μπορούν να επιλέξουν να μην εφαρμόσουν την παράγραφο 2 σε σχέση με τους εν λόγω δείκτες αναφοράς.

4.   Οι διαχειριστές μπορούν να επιλέξουν να μην εφαρμόσουν οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα ζητήματα:

α)

τον χαρακτήρα, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα της παροχής των δεικτών αναφοράς·

β)

την πιθανότητα να προκύψει σύγκρουση συμφερόντων κατά την παροχή των δεικτών αναφοράς·

γ)

τον βαθμό διακριτικής ευχέρειας που ασκείται στο πλαίσιο της διαδικασίας παροχής των δεικτών αναφοράς.

Άρθρο 5

Προϋποθέσεις προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η μεθοδολογία ενός δείκτη αναφοράς είναι ανιχνεύσιμη και επαληθεύσιμη

Οι διαχειριστές δεικτών αναφοράς τηρούν τεκμηριωμένη διαδρομή ελέγχου του υπολογισμού του δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε αξιολογήσεων της ανθεκτικότητας της μεθοδολογίας και των αποτελεσμάτων των εκ των υστέρων ελέγχων.

Άρθρο 6

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2022.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 6 Μαΐου 2021.

Για την Επιτροπή

Η Πρόεδρος

Ursula VON DER LEYEN


(1)   ΕΕ L 171 της 29.6.2016, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(3)  Κανονισμός (EE) 2019/2175 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2019, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και του κανονισμού (ΕΕ) 2015/847 περί στοιχείων που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών (ΕΕ L 334 της 27.12.2019, σ. 1).


Top