Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32002L0067

Οδηγία 2002/67/ΕΚ της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επισήμανση των τροφίμων που περιέχουν κινίνη και των τροφίμων που περιέχουν καφεΐνη (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΕΕ L 191 της 19.7.2002, p. 20–21 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO, HR)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 12/12/2014; καταργήθηκε από 32011R1169

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2002/67/oj

32002L0067

Οδηγία 2002/67/ΕΚ της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επισήμανση των τροφίμων που περιέχουν κινίνη και των τροφίμων που περιέχουν καφεΐνη (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 191 της 19/07/2002 σ. 0020 - 0021


Οδηγία 2002/67/ΕΚ της Επιτροπής

της 18ης Ιουλίου 2002

σχετικά με την επισήμανση των τροφίμων που περιέχουν κινίνη και των τροφίμων που περιέχουν καφεΐνη

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την οδηγία 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση, την παρουσίαση και τη διαφήμιση των τροφίμων(1), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2001/101/ΕΚ της Επιτροπής(2), και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφοι 2 και 3,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Η κινίνη και η καφεΐνη χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ή την παρασκευή ορισμένων τροφίμων είτε ως αρωματικές ύλες είτε, κυρίως για την καφεΐνη, ως συστατικό. Για τους περισσότερους καταναλωτές, η κατανάλωση αυτών των ουσιών δεν μπορεί να παρουσιάσει κινδύνους για την υγεία, εφόσον δεν είναι υπερβολική.

(2) Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της επιστημονικής επιτροπής για την ανθρώπινη διατροφή, δεν υπάρχει αντίρρηση, από τοξικολογική άποψη, για τη χρήση της κινίνης στα αναψυκτικά με πικρή γεύση, σε μια ορισμένη μέγιστη περιεκτικότητα. Ωστόσο η κατανάλωση κινίνης μπορεί να αντενδείκνυται για ορισμένα άτομα για ιατρικούς λόγους ή επίσης λόγω υπερευαισθησίας σε αυτή την ουσία.

(3) Σε ό,τι αφορά την καφεΐνη, η επιστημονική επιτροπή για την ανθρώπινη διατροφή, στη γνώμη της της 21ης Ιανουαρίου 1999 σχετικά με την καφεΐνη και άλλες ουσίες που χρησιμοποιούνται ως συστατικά στα λεγόμενα "ενεργειακά" ποτά, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι για τους ενηλίκους, εκτός των εγκύων, το ποσοστό των "ενεργειακών" ποτών στη συνολική κατανάλωση καφεΐνης δεν φαίνεται ανησυχητικό, με την προϋπόθεση ότι τα "ενεργειακά" ποτά αντικαθιστούν τις άλλες πηγές καφεΐνης. Ωστόσο, για τα παιδιά, η αύξηση της καθημερινής κατανάλωσης καφεΐνης που καταλήγει στην κατανάλωση μιας ορισμένης ποσότητας καφεΐνης ημερησίως, μπορεί να έχει ως συνέπεια προσωρινές αλλαγές στη συμπεριφορά, όπως υπερδιέγερση, ευερεθιστότητα, νευρικότητα ή άγχος. Επίσης, η εν λόγω επιτροπή εκτιμά ότι πρέπει να συνιστάται στις εγκύους μικρή κατανάλωση καφεΐνης.

(4) Από αυτές τις διαπιστώσεις προκύπτει ότι είναι αναγκαία η επισήμανση που θα παρέχει σαφείς πληροφορίες στον καταναλωτή σχετικά με την ενδεχόμενη παρουσία κινίνης ή καφεΐνης σε ένα τρόφιμο και, όσον αφορά την καφεΐνη, προειδοποίηση και ένδειξη της περιεκτικότητας που υπερβαίνει μια ορισμένη ποσότητα όσον αφορά τα ποτά στα οποία η καφεΐνη δεν είναι φυσιολογικό συστατικό.

(5) Η οδηγία 2000/13/ΕΚ δεν προβλέπει την υποχρεωτική αναφορά των αρωματικών υλών με την ειδική ονομασία τους στον κατάλογο των συστατικών. Η κινίνη ή η καφεΐνη, που χρησιμοποιούνται ως αρωματικές ύλες, μπορεί συνεπώς να μην αναγράφονται με το όνομά τους στον κατάλογο των συστατικών. Επίσης, παρόλο που η καφεΐνη αναφέρεται στον κατάλογο των συστατικών, δεν προβλέπεται καμία ένδειξη σε περίπτωση υψηλής περιεκτικότητας.

(6) Ορισμένα κράτη μέλη θέσπισαν εθνική νομοθεσίας που καθιστά υποχρεωτική την αναφορά της παρουσίας κινίνης ή/και καφεΐνης στην επισήμανση των τροφίμων που περιέχουν αυτές τις ουσίες, καθώς και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την ένδειξη της περιεκτικότητας σε καφεΐνη, με προειδοποίηση. Η ύπαρξη και η εφαρμογή αυτών των διαφορετικών εθνικών νομοθεσιών συνεπάγεται τεχνικές δυσκολίες στο ενδοκοινοτικό εμπόριο των εν λόγω τροφίμων.

(7) Πρέπει συνεπώς, για την πληροφόρηση όλων των καταναλωτών στην Κοινότητα και για τη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εν λόγω προϊόντων, να προβλεφθούν εναρμονισμένες διατάξεις που θα εφαρμόζονται στα τρόφιμα που περιέχουν κινίνη και σε εκείνα που περιέχουν καφεΐνη. Αυτές οι διατάξεις πρέπει να προβλέπουν υποχρεωτικές ενδείξεις στην επισήμανσή τους, εκτός εκείνων που περιέχονται στην οδηγία 2000/13/ΕΚ.

(8) Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 6 παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο τρίτη περίπτωση της οδηγίας 2000/13/ΕΚ, η κινίνη ή/και η καφεΐνη που χρησιμοποιούνται ως αρωματικές ύλες για την παραγωγή ή την παρασκευή ορισμένων τροφίμων πρέπει να αναφέρονται στον κατάλογο των συστατικών που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 2 της οδηγίας 2000/13/ΕΚ με την ειδική ονομασία τους, αμέσως μετά τις λέξεις "αρωματικές ύλες".

Άρθρο 2

1. Όταν ένα ποτό που προορίζεται για κατανάλωση ως έχει, ή ύστερα από ανασύσταση του συμπυκνωμένου ή αφυδατωμένου προϊόντος, περιέχει καφεΐνη, ανεξάρτητα από την πηγή, σε αναλογία μεγαλύτερη από 150 mg/l, πρέπει να αναγράφεται στην επισήμανση, στο ίδιο οπτικό πεδίο με την ονομασία πώλησης του ποτού, η ακόλουθη ένδειξη: "Υψηλή περιεκτικότητα σε καφεΐνη".

Αυτή την ένδειξη πρέπει να ακολουθεί, εντός παρενθέσεων και σύμφωνα με τους όρους που προβλέπει το άρθρο 13 παράγραφος 2 της οδηγίας 2000/13/ΕΚ, η περιεκτικότητα σε καφεΐνη εκφρασμένη σε mg/100 ml.

2. Η παράγραφος 1 δεν ισχύει για τα ποτά που παρασκευάζονται με βάση τον καφέ, το τσάι ή εκχυλίσματα καφέ ή τσαγιού, των οποίων η ονομασία πώλησης περιέχει τον όρο "καφές" ή "τσάι".

Άρθρο 3

1. Τα κράτη μέλη επιτρέπουν τις ανταλλαγές προϊόντων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία από την 1η Ιουλίου 2003.

2. Τα κράτη μέλη απαγορεύουν τις ανταλλαγές προϊόντων που δεν συμμορφώνονται με την παρούσα οδηγία από την 1η Ιουλίου 2004.

Ωστόσο, τα προϊόντα που δεν συμμορφώνονται με την παρούσα οδηγία και φέρουν επισήμανση πριν από την 1η Ιουλίου 2004 επιτρέπονται μέχρι να εξαντληθούν τα αποθέματα.

Άρθρο 4

Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο έως τις 30 Ιουνίου 2003 και ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές πρέπει να περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή να συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 5

Η παρούσα οδηγία τίθεται σε ισχύ την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 6

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 18 Ιουλίου 2002.

Για την Επιτροπή

David Byrne

Μέλος της Επιτροπής

(1) ΕΕ L 109 της 6.5.2000, σ. 29.

(2) ΕΕ L 310 της 28.11.2001, σ. 19.

Top