Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31982R0510

    Κανονισμός (EKAX, EOK, Ευρατόμ) αριθ. 510/82 του Συμβουλίου της 22ας Φεβρουαρίου 1982 περί τροποποίησης του κανονισμού (EKAX, EOK, Ευρατόμ) αριθ. 1860/76 περί καθορισμού του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο προσωπικό του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Όρων Διαβίωσης και Εργασίας

    ΕΕ L 64 της 8.3.1982, p. 15–28 (DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL)

    Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (ES, PT, FI, SV, CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO, HR)

    Legal status of the document In force: This act has been changed. Current consolidated version: 09/03/1982

    ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/1982/510/oj

    31982R0510

    Κανονισμός (EKAX, EOK, Ευρατόμ) αριθ. 510/82 του Συμβουλίου της 22ας Φεβρουαρίου 1982 περί τροποποίησης του κανονισμού (EKAX, EOK, Ευρατόμ) αριθ. 1860/76 περί καθορισμού του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο προσωπικό του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Όρων Διαβίωσης και Εργασίας

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 064 της 08/03/1982 σ. 0015 - 0028
    Φινλανδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 5 τόμος 2 σ. 0167
    Ισπανική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 15 τόμος 3 σ. 0130
    Σουηδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 5 τόμος 2 σ. 0167
    Πορτογαλική ειδική έκδοση : Κεφάλαιο 15 τόμος 3 σ. 0130


    ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 510/82 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 22ας Φεβρουαρίου 1982 περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1860/76 περί καθορισμού του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο προσωπικό του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Όρων Διαβιώσεως και Εργασίας

    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος,

    τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1365/75 του Συμβουλίου της 26ης Μαΐου 1975 περί δημιουργίας του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Όρων Διαβιώσεως και Εργασίας(1), και ιδίως το άρθρο 17,

    τον κανονισμό (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1860/76 του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1976 περί καθορισμού του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο προσωπικό του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη βελτίωση των Όρων Διαβιώσεως και Εργασίας(2), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 1238/80(3),

    την πρόταση της Επιτροπής,

    Εκτιμώντας:

    ότι το Συμβούλιο είναι αρμόδιο να αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, την τροποποίηση αυτού του καθεστώτος-

    ότι υπάρχει λόγος να παρασχεθούν στους υπαλλήλους του Ιδρύματος και στους εξ αυτών έλκοντες δικαίωμα τα ίδια πλεονεκτήματα, όσον αφορά την ασφάλιση έναντι των κινδύνων ασθενείας, ατυχήματος και επαγγελματικής ασθενείας, με αυτά που παρέχονται σε ορισμένους έκτακτους υπαλλήλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και στους εξ αυτών έλκοντες δικαίωμα, με εξαίρεση εν τούτοις της προσαυξήσεως συντάξεως που προβλέπεται στο άρθρο 5 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    Άρθρο 1

    Ο κανονισμός (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1860/76 τροποποιείται ως εξής:

    1. Στο άρθρο 30 παράγραφος 1 το τελευταίο εδάφιο αντικαθίσταται ως εξής:

    "Εν τούτοις ο υπάλληλος, θύμα επαγγελματικής ασθενείας ή ατυχήματος που συνέβη κατά την άσκηση των καθηκόντων του, εξακολουθεί να λαμβάνει καθ' όλη τη διάρκεια της ανικανότητος του προς εργασία το σύνολο των αποδοχών τους, εφόσον δεν του αποδίδεται η σύνταξη αναπηρίας που προβλέπεται στο άρθρο 41β."

    2. Στο άρθρο 36 προστίθεται το εξής εδάφιο:

    "Σε περίπτωση θανάτου του δικαιούχου συντάξεως, το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται για τη σύνταξη του αποθανόντος."

    3. Το άρθρο 47 παράγραφος 2 συμπληρώνεται ως εξής:

    "καθώς και τον περιορισμό του επιδόματος, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 11 του παραρτήματος VI, στην επιστροφή της εισφοράς που προβλέπεται στο άρθρο 41η, επηυξημένης κατά τους τόκους επιτοκίου 3,5 %."

    4. Ο τίτλος του κεφαλαίου 6 του τίτλου II αντικαθίσταται ως εξής:

    "Κοινωνική ασφάλιση και συντάξεις".

    5. Το κεφάλαιο 6 του τίτλου II περιέχει:

    - ένα τμήμα Α, τιτλοφορούμενο "Κάλυψη των κινδύνων ασθενείας και ατυχήματος, επιδόματα κοινωνικού χαρακτήρα", που περιλαμβάνει τα άρθρα 38 μέχρι 41,

    - ένα τμήμα Β, τιτλοφορούμενο "Καθεστώς συντάξεων και επίδομα αποχωρήσεως", που περιλαμβάνει τα άρθρα 41α μέχρι 41η.

    6. Το άρθρο 38 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    "Άρθρο 38

    1. Κατά τους όρους της ρυθμίσεως στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 του παραρτήματος V και εντός του ορίου του 80 % των δημιουργηθέντων εξόδων, ο υπάλληλος, ο σύζυγός του, τα τέκνα του και τα λοιπά συντηρούμενα πρόσωπα σύμφωνα με το άρθρο 7 του παραρτήματος IV, καλύπτονται, κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας και των αδειών ασθενείας, κατά των κινδύνων ασθενείας. Πάντως, το ποσοστό του 80 % ανέρχεται στο 100 % σε περίπτωση φυματιώσεως, πολυομελίτιδος, καρκίνου, πνευματικής νόσου και άλλων ασθενειών που έχουν αναγνωρισθεί ως εξ ίσου σοβαρές από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    Το ένα τρίτο της αναγκαίας συνεισφοράς για την εξασφάλιση αυτής της καλύψεως βαρύνει τον ασφαλιζόμενο, χωρίς η συμμετοχή αυτή να δύναται να υπερβεί το 2 % του βασικού του μισθού, ενώ τα άλλα δύο τρίτα βαρύνουν το Ίδρυμα.

    Εν τούτοις, αν από την ιατρική εξέταση, στην οποία οφείλει να υποβληθεί ο υπάλληλος βάσει των διατάξεων του άρθρου 24, προκύπτει ότι ο ενδιαφερόμενος έχει προσβληθεί από ασθένεια ή αναπηρία, ο διευθυντής δύναται να αποφασίσει ότι τα έξοδα που έχουν προκληθεί συνεπεία αυτής της ασθενείας ή αναπηρίας δεν περιλαμβάνονται στην επιστροφή εξόδων που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο.

    2. Εάν αποδείξει ότι δεν μπορεί να καλυφθεί από άλλο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, ο υπάλληλος εξακολουθεί να τυγχάνει του προβλεπομένου στην παράγραφο 1 συστήματος καλύψεως των δαπανών ασθενείας για περίοδο 60 ημερών κατ' ανώτατο όριο μετά τη λήξη της συμβάσεώς του, ή κατά την περίοδο κατά την οποία έχει προσβληθεί από σοβαρά και μακρά ασθένεια, από την οποία προσβλήθηκε κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, χωρίς να υποχρεώνεται να καταβάλει εισφορά.

    3. Ο υπάλληλος που έχει παραμείνει στην υπηρεσία του Ιδρύματος μέχρι της ηλικίας των 60 ετών ή είναι δικαιούχος συντάξεως αναπηρίας, τυγχάνει, μετά τη λήξη των καθηκόντων του, της εφαρμογής των διατάξεων της παραγράφου 1. Η συνεισφορά υπολογίζεται βάσει της συντάξεως.

    Οι ίδιες διατάξεις εφαρμόζονται και στον δικαιούχο συντάξεως επιζώντων λόγω θανάτου ενός υπαλλήλου εν ενεργεία, ή παραμείναντος στην υπηρεσία του Ιδρύματος μέχρι της ηλικίας των 60 ετών, ή ενός δικαιούχου συντάξεως αναπηρίας. Η συνεισφορά υπολογίζεται βάσει της συντάξεως.

    4. Στις διατάξεις της παραγράφου 1, υπόκεινται επίσης, υπό τον όρο ότι δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν από άλλο δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα ασθενείας:

    - ο πρώην υπάλληλος δικαιούχος συντάξεως αρχαιότητος που έχει αποχωρήσει από την υπηρεσία του Ιδρύματος προ της ηλικίας τω 60 ετών,

    - ο δικαιούχος συντάξεως επιζώντων, οφειλομένης στο θάνατο πρώην υπαλλήλου που έχει αποχωρίσει από την υπηρεσία του Ιδρύματος προ της ηλικίας των 60 ετών.

    Η συνεισφορά υπολογίζεται βάσει της συντάξεως του πρώην υπαλλήλου και βαρύνει κατά το ήμισυ τον δικαιούχο.

    Εν τούτοις, ο δικαιούχος συντάξεως ορφανού υπόκειται στις διατάξεις της παραγράφου 1 μόνον κατόπιν αιτήσεώς του. Η συνεισφορά υπολογίζεται βάσει της συντάξεως ορφανού.

    5. Αν τα μη επιστραφέντα έξοδα περιόδου 12 μηνών υπερβαίνουν το ήμισυ του μηνιαίου βασικού μισθού του υπαλλήλου ή της καταβαλλομένης συντάξεως, χορηγείται από τον διευθυντή του Ιδρύματος, με σύμφωνη γνώμη του Γραφείου Εκκαθαρίσεως, ειδική επιστροφή εξόδων, αφού ληφθεί υπόψη η οικογενειακή κατάσταση του ενδιαφερομένου, βάσει των διατάξεων όπου παραπέμπει το άρθρο 1 του παραρτήματος V.

    6. Ο δικαιούχος υποχρεούται να δηλώνει τις επιστροφές εξόδων, τις οποίες δύναται να διεκδικήσει βάσει μιας άλλης υποχρεωτικής ασφαλίσεως ασθενείας για τον εαυτό του ή για ένα από τα πρόσωπα που καλύπτονται από την ασφάλειά του.

    Αν το σύνολο των επιστροφών που θα ήταν δυνατό να λάβει υπερβαίνει τα ποσά επιστροφής που προβλέπονται στην παράγραφο 1, η διαφορά αφαιρείται από το δυνάμει της παραγράφου 1 επιστρεπτέο ποσό, εξαιρουμένων των επιστροφών που λαμβάνονται δυνάμει μιας ιδιωτικής συμπληρωματικής ασφαλίσεως ασθενείας για την κάλυψη του μέρους των εξόδων που δεν επιστρέφονται βάσει της παραγράφου 1."

    7. Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

    "Άρθρο 38α

    1. Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στη ρύθμιση στην οποία παραπέμπει το άρθρο 2 του παραρτήματος V, ο υπάλληλος, κατά τη διάρκεια των καθηκόντων του και των αδειών ασθενείας, καλύπτεται κατά των κινδύνων επαγγελματικής ασθενείας και ατυχήματος. Συμμετέχει υποχρεωτικά κατά 0,1 % των βασικών αποδοχών του, στην κάλυψη των κινδύνων ιδιωτικής ζωής.

    Οι κίνδυνοι που δεν καλύπτονται αναφέρονται στη ρύθμιση αυτή.

    2. Παρέχεται εγγύηση για τις ακόλουθες περιοχές:

    α) σε περίπτωση θανάτου:

    πληρωμή στα αναφερόμενα κατωτέρω πρόσωπα ενός κεφαλαίου ίσου με το πενταπλάσιο του ποσού των ετησίων βασικών αποδοχών του ενδιαφερομένου, που υπολογίζεται με βάση τις μηνιαίες αποδοχές που χορηγούνται κατά τους 12 μήνες που προηγούνται του ατυχήματος:

    - στη σύζυγο και τα παιδιά του αποβιώσαντος υπαλλήλου, σύμφωνα με τις κληρονομικού δικαίου διατάξεις που ισχύουν για τον υπάλληλο. Πάντως, το ποσό που θα πληρωθεί στη σύζυγο δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το 25 % του κεφαλαίου,

    - σε περίπτωση που δεν υπάρχουν πρόσωπα της αναφερομένης ανωτέρω κατηγορίας, στους άλλους απογόνους, σύμφωνα με τις κληρονομικού δικαίου διατάξεις που ισχύουν για τον υπάλληλο,

    - σε περίπτωση που δεν υπάρχουν πρόσωπα των αναφερομένων ανωτέρω κατηγοριών, στους προγόνους, σύμφωνα με τις κληρονομικού δικαίου διατάξεις που ισχύουν για τον υπάλληλο,

    - σε περίπτωση που δεν υπάρχουν πρόσωπα των αναφερομένων ανωτέρω τριών κατηγοριών, στο Ίδρυμα-

    β) σε περίπτωση μόνιμης ολικής αναπηρίας:

    πληρωμή στον ενδιαφερόμενο ενός κεφαλαίου ίσου με το οκταπλάσιο του ποσού των βασικών ετησίων αποδοχών του, που υπολογίζεται με βάση τις μηνιαίες αποδοχές που χορηγήθηκαν κατά τους 12 μήνες πριν από το ατύχημα-

    γ) σε περίπτωση μόνιμης μερικής αναπηρίας:

    πληρωμή στον ενδιαφερόμενο μέρους του επιδόματος που προβλέπεται στο εδάφιο β, υπολογιζομένου με βάση τον πίνακα που ορίζει η ρύθμιση στην οποία παραπέμπει το άρθρο 2 του παραρτήματος V.

    Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζει η ρύθμιση αυτή, ένα ισόβιο εισόδημα μπορεί να υποκαταστήσει τις προβλεπόμενες ανωτέρω πληρωμές.

    Οι αναφερόμενες ανωτέρω παροχές μπορούν να συντρέχουν με εκείνες που προβλέπονται στο καθεστώς συντάξεων.

    3. Επίσης καλύπτονται, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις της ρυθμίσεως στην οποία παραπέμπει το άρθρο 2 του παραρτήματος V, τα ιατρικά, φαρμακευτικά, νοσοκομειακά και χειρουργικά έξοδα, καθώς και τα έξοδα για τεχνητά μέλη, ακτινογραφίας, μαλάξεως, ορθοπεδικής, νοσηλείων ή μεταφοράς και όλα τα παρόμοια έξοδα που επιβάλλει το ατύχημα ή η επαγγελματική ασθένεια.

    Εν τούτοις, η πληρωμή αυτή πραγματοποιείται μόνο μετά την εξάντληση και ως συμπλήρωμα εκείνων που λαμβάνει ο υπάλληλος κατ' εφαρμογή του άρθρου 38.

    Άρθρο 40α

    1. Το Ίδρυμα, εντός των ορίων των υποχρεώσεων που προκύπτουν από το άρθρο 40, υποκαθίσταται αυτοδικαίως στους έλκοντες δικαίωμα εκ του υπαλλήλου, προκειμένου για προσφυγή εναντίον του τρίτου υπευθύνου για το ατύχημα που προκάλεσε το θάνατο του υπαλλήλου.

    2. Οι Κοινότητες, εντός των ορίων των υποχρεώσεων που τους επιβάλλουν τα άρθρα 38 και 38α, υποκαθίστανται αυτοδικαίως στον υπάλληλο ή στους εξ αυτού έλκοντες δικαίωμα, προκειμένου για προσφυγή εναντίον του τρίτου υπευθύνου για το ατύχημα που προκάλεσε το θάνατο ή τα τραύματα του υπαλλήλου ή των προσώπων που καλύπτονται από την ασφάλειά του.

    Άρθρο 41α

    Ο υπάλληλος που έχει συμπληρώσει τουλάχιστον 10 έτη υπηρεσίας, έχει δικαίωμα συντάξεως αρχαιότητος. Εν τούτοις δικαιούται της συντάξεως αυτής ανεξάρτητα από τη διάρκεια της υπηρεσίας εφόσον είναι ηλικίας άνω των 60 ετών.

    Το ανώτατο ύψος της συντάξεως αρχαιότητος καθορίζεται σε 70 % του τελευταίου βασικού μισθού που αντιστοιχεί στον τελευταίο βαθμό που ο υπάλληλος είχε για ένα τουλάχιστον έτος. Χορηγείται στον υπάλληλο που συμπληρώνει 35 συντάξιμα έτη, που υπολογίζονται βάσει των διατάξεων του άρθρου 3 του παραρτήματος VI. Αν ο αριθμός των συνταξίμων ετών είναι κατώτερος από 35, το ανώτατο ύψος συντάξεως μειώνεται ανάλογα.

    Σε περίπτωση που ο υπάλληλος δικαιούται συντάξεως αρχαιότητος, η σύνταξή του μειώνεται κατ' αναλογία του ποσού των πληρωμών που πραγματοποιούνται βάσει του άρθρου 37 του παραρτήματος VI.

    Το ποσό της συντάξεως αρχαιότητος ανά έτος υπηρεσίας δεν δύναται να είναι κατώτερο από 4 % του κατά την έννοια του άρθρου 5 του παραρτήματος VI ελαχίστου ορίου διαβιώσεως, κατ' έτος υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 3 του παραρτήματος αυτού.

    Το δικαίωμα για σύνταξη αρχαιότητος αποκτάται στην ηλικία των 60 ετών.

    Τα έτη υπηρεσίας που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο είναι εκείνα που έχουν συμπληρωθεί υπό την ιδιότητα υπαλλήλου σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2, περιλαμβανομένων των ετών πριν από την......, εφόσον ο υπάλληλος εξακολουθεί πάντοτε να είναι στην υπηρεσία υπό την ίδια ιδιότητα στο Ίδρυμα κατά την ημερομηνία αυτή.

    Άρθρο 41β

    Σύμφωνα με τους όρους του κεφαλαίου III του παραρτήματος VI, ο υπάλληλος έχει δικαίωμα συντάξεως αναπηρίας, αν υποστεί μόνιμη αναπηρία θεωρουμένη ως ολική, η οποία τον θέτει σε αδυναμία εκτελέσεως των καθηκόντων του, αν για το λόγο αυτό υποχρεούται να παύσει τις υπηρεσίες του στο Ίδρυμα.

    Σε περίπτωση που η αναπηρία προκαλείται από ατύχημα που συμβαίνει κατά την άσκηση ή επ' ευκαιρία της ασκήσεως των καθηκόντων, από επαγγελματική ασθένεια ή από πράξη αυτοθυσίας που διεπράχθη χάριν του δημοσίου συμφέροντος ή από το γεγονός της εκθέσεως της ζωής του σε κίνδυνο για τη διάσωση μιας ανθρώπινης ζωής, το ποσοστό της συντάξεως αναπηρίας καθορίζεται στο 70 % του τελευταίου βασικού μισθού του υπαλλήλου.

    Σε περίπτωση που η αναπηρία οφείλεται σε άλλη αιτία, το ποσοστό της συντάξεως αναπηρίας ισούται με το ποσοστό της συντάξεως αρχαιότητος, την οποία θα εδικαιούτο ο υπάλληλος στην ηλικία των 65 ετών, αν είχε παραμείνει στην υπηρεσία έως την ηλικία αυτή.

    Η σύνταξη αναπηρίας δεν είναι δυνατόν να είναι κατώτερη του 120 % του ελαχίστου ορίου διαβιώσεως, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 5 του παραρτήματος VI.

    Αν η αναπηρία έχει προκληθεί σκόπιμα από τον υπάλληλο, ο διευθυντής δύναται να αποφασίσει ότι ο ενδιαφερόμενος θα λάβει μόνο το επίδομα αποχωρήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 11 του παραρτήματος VI.

    Άρθρο 41γ

    Σύμφωνα με τους όρους του κεφαλαίου IV του παραρτήματος VI, η χήρα υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου έχει δικαίωμα συντάξεως επιζώντων.

    Το ύψος της μηνιαίας συντάξεως επιζώντων, της οποίας δικαιούται η χήρα υπαλλήλου αποθανόντος σε κατάσταση ενεργούς υπηρεσίας ή αδείας για εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων είναι ίσο με το 35 % του τελευταίου βασικού μισθού και δεν δύναται να είναι κατώτερο του ελαχίστου ορίου διαβιώσεως όπως ορίζεται στο άρθρο 5 του παραρτήματος VI.

    Άρθρο 41δ

    1. Σε περίπτωση που ο υπάλληλος ή ο δικαιούχος συντάξεως αρχαιότητος ή αναπηρίας αποβιώσει χωρίς να καταλείπει σύζυγο που δικαιούται συντάξεως επιζώντων, τα κατά την έννοια του άρθρου 7 του παραρτήματος IV συντηρούμενα τέκνα του έχουν δικαίωμα συντάξεως ορφανού σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 20 του παραρτήματος VI.

    2. Το αυτό δικαίωμα αναγνωρίζεται στα τέκνα που πληρούν τους ίδιους όρους σε περίπτωση θανάτου ή νέου γάμου του συζύγου που δικαιούται συντάξεως επιζώντων, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 41γ.

    3. Όταν ο υπάλληλος ή ο δικαιούχος συντάξεως αρχαιότητος ή αναπηρίας αποβιώσει και οι όροι που προβλέπονται στην παράγραφο 1 δεν πληρούνται, τα κατά την έννοια του άρθρου 7 του παραρτήματος IV συντηρούμενα τέκνα του δικαιούνται συντάξεως ορφανού υπό τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 20 του παραρτήματος VI. Εν τούτοις, η σύνταξη αυτή καθορίζεται στο ήμισυ του ποσού που προκύπτει από τις διατάξεις αυτού του τελευταίου άρθρου.

    4. Αν ο μη υπάλληλος σύζυγος υπαλλήλου αποβιώσει, τα κατά την έννοια του άρθρου 7 του παραρτήματος IV συντηρούμενα τέκνα αυτού του τελευταίου έχουν δικαίωμα συντάξεως οργανού, καθοριζομένης για το καθένα στο διπλάσιο του ποσού του επιδόματος συντηρουμένου τέκνου.

    Άρθρο 41ε

    Ο δικαιούχος συντάξεως αρχαιότητος που απεκτήθη στην ηλικία των 60 ετών ή μετά από αυτή την ηλικία, ή συντάξεως αναπηρίας ή συντάξεως χηρείας, δικαιούται των οικογενειακών επιδομάτων που προβλέπονται στα άρθρα 6, 7 και 8 του παραρτήματος IV. Το επίδομα στέγης υπολογίζεται βάσει της συντάξεως του δικαιούχου.

    Εν τούτοις, το ποσό του επιδόματος συντηρουμένου τέκνου που οφείλεται στον δικαιούχο συντάξεως χηρείας είναι ίσο με το διπλάσιο του ποσού του επιδόματος που προβλέπεται στο άρθρο 7 του παραρτήματος IV.

    Ο δικαιούχος συντάξεως ορφανού δικαιούται σχολικού επιδόματος κατά τους όρους του άρθρου 8 του παραρτήματος IV.

    Άρθρο 41στ

    Οι παροχές και εγγυήσεις που προβλέπουν τα άρθρα 41β έως 41ε αναστέλλονται εάν οι χρηματικές επιπτώσεις της προσλήψεως του υπαλλήλου ανασταλούν προσωρινά δυνάμει του καθεστώτος που ισχύει για το προσωπικό του Ιδρύματος.

    Άρθρο 41ζ

    Οι συντάξεις ορίζονται με βάση τις κλίμακες μισθοδοσίας που ισχύουν την πρώτη ημέρα του μηνός ενάρξεως του δικαιώματος συντάξεως.

    Επί των ποσών αυτών εφαρμόζεται διορθωτικός συντελεστής, ανώτερος, ίσος ή κατώτερος του 100 %, σύμφωνα με τους όρους διαβιώσεως στη χώρα διαμονής του δικαιούχου της συντάξεως. Οι συντελεστές αυτοί είναι ίσοι με εκείνους που ορίζονται από το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με βάση τα άρθρα 64 και 65 παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    Οι συντάξεις υπόκεινται στις ίδιες αναπροσαρμογές με εκείνες που αποφασίζονται από το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όσον αφορά τις συντάξεις των υπαλλήλων των Κοινοτήτων αυτών.

    Οι συντάξεις πληρώνονται σ' ένα από τα νομίσματα που προβλέπει το άρθρο 38 του παραρτήματος VI, με βάση την ισοτιμία των νομισμάτων που αναφέρει το άρθρο 63 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    Άρθρο 41η

    Οι υπάλληλοι συνεισφέρουν κατά ένα τρίτο στη χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού καθεστώτος. Η συνεισφορά κάθε υπαλλήλου ορίζεται σε 6,75 % της βασικής μισθοδοσίας του, μη λαμβανομένων υπόψη των διορθωτικών συντελεστών που προβλέπει το άρθρο 3 του παραρτήματος IV. Αφαιρείται μηνιαίως από τη μισθοδοσία του ενδιαφερομένου και εγγράφεται σαν έσοδο στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων - τμήμα Επιτροπή.

    Όσον αφορά την εκκαθάριση των επιδομάτων που προκύπτουν από το παρόν καθεστώς συντάξεων, ο διευθυντής του Ιδρύματος εξουσιοδοτεί τη διοικητική αρχή που περιλαμβάνει στις αρμοδιότητές της την εκκαθάριση και την πληρωμή των συντάξεων που έχουν παρασχεθεί στους πρώην υπαλλήλους της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η παροχή των επιδομάτων αυτών επιβαρύνει τον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων."

    8. Το παράρτημα I αντικαθίσταται ως εξής:

    "ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

    ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

    Επιτροπή προσωπικού

    Άρθρο 1

    Η επιτροπή προσωπικού αποτελείται από τακτικά και ενδεχομένως από αναπληρωματικά μέλη, των οποίων η διάρκεια της θητείας ορίζεται σε δύο έτη. Εν τούτοις, το Ίδρυμα δύναται να ορίσει με απόφασή του μικρότερη διάρκεια θητείας, όχι όμως μικρότερη από ένα έτος.

    Οι προϋποθέσεις εκλογής στην επιτροπή προσωπικού καθορίζονται από τη γενική συνέλευση των υπαλλήλων που υπηρετούν στον αντίστοιχο τόπο υπηρεσίας. Οι εκλογές γίνονται με μυστική ψηφοφορία.

    Η σύνθεση της επιτροπής προσωπικού πρέπει να είναι τέτοια ώστε να εξασφαλίζει την εκπροσώπηση όλων των κατηγοριών των υπαλλήλων.

    Το κύρος των εκλογών στην επιτροπή προσωπικού εξαρτάται από τη συμμετοχή των δύο τρίτων των εκλογέων. Εν τούτοις, όταν δεν επιτευχθεί απαρτία, το κύρος, κατά τον δεύτερο γύρο των εκλογών, δεν θίγεται εφόσον συμμετάσχει η πλειοψηφία των εκλογέων.

    Τα καθήκοντα που αναλαμβάνουν τα μέλη της επιτροπής προσωπικού και οι υπάλληλοι που συμμετέχουν σε όργανο που έχει δημιουργηθεί από το Ίδρυμα θεωρούνται μέρος των υπηρεσιών που υποχρεούνται να ασκούν. Η άσκηση των καθηκόντων αυτών δεν δύναται να αποβεί σε βάρος του ενδιαφερομένου.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

    Επιτροπή αναπηρίας

    Άρθρο 2

    Η επιτροπή αναπηρίας αποτελείται από τρεις ιατρούς, εκ των οποίων ο πρώτος ορίζεται από το Ίδρυμα, ο δεύτερος από τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο και ο τρίτος από κοινού από τους δύο ιατρούς που έχουν ήδη ορισθεί.

    Σε περίπτωση αμελείας του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, ένας ιατρός ορίζεται αυτεπαγγέλτως από τον πρόεδρο του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    Σε περίπτωση που δεν υπάρξει συμφωνία για το διορισμό του τρίτου ιατρού σε διάστημα δύο μηνών μετά το διορισμό του δευτέρου ιατρού, ο τρίτος ιατρός ορίζεται αυτεπαγγέλτως από τον πρόεδρο του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατόπιν πρωτοβουλίας του ενός από τα δύο μέρη.

    Άρθρο 3

    Τα έξοδα των εργασιών της επιτροπής αναπηρίας επιβαρύνουν το Ίδρυμα.

    Σε περίπτωση κατά την οποία ο ιατρός τον οποίο ορίζει ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος διαμένει έξω από τον τόπο απασχολήσεως του τελευταίου, ο ενδιαφερόμενος επιβαρύνεται με τη συμπληρωματική αμοιβή που προκαλεί ο διορισμός αυτός, με εξαίρεση τα μεταφορικά έξοδα πρώτης θέσεως, τα οποία επιστρέφονται από το Ίδρυμα.

    Άρθρο 4

    Ο υπάλληλος μπορεί να υποβάλει στην επιτροπή αναπηρίας όλες τις εκθέσεις ή πιστοποιητικά του ιατρού του ή των ασκούντων το επάγγελμα, τους οποίους έκρινε ορθό ότι έπρεπε να συμβουλευθεί.

    Τα συμπεράσματα της επιτροπής διαβιβάζονται στο Ίδρυμα και στον ενδιαφερόμενο.

    Οι εργασίες της επιτροπής είναι απόρρητες."

    9. Προστίθενται τα εξής παραρτήματα:

    το παράρτημα V τιτλοφορούμενο "Κάλυψη κινδύνων ασθενείας, ατυχήματος και επαγγελματικής ασθενείας" και το παράρτημα VI τιτλοφορούμενο "Ρύθμιση του συνταξιοδοτικού καθεστώτος".

    Τα παραρτήματα αυτά περιέχονται στα παραρτήματα 1 και 2 του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 2

    Ο υπάλληλος που υπηρετεί στο Ίδρυμα κατά τη θέση σε ισχύ του παρόντος κανονισμού έχει τη δυνατότητα να επιλέξει τη διατήρηση προς όφελός του του καθεστώτος κοινωνικής ασφαλίσεως που είχε αρχικά προβλεφθεί στο άρθρο 38 του κανονισμού (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1860/76, εφόσον υπόκειτο στις διατάξεις αυτές, ή την εφαρμογή του νέου καθεστώτος που καθιερώνει ο παρών κανονισμός. Η επιλογή αυτή πρέπει να γίνει εντός των τριών μηνών μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος κανονισμού και είναι αμετάκλητη. Το καθεστώς που προβλεπόταν αρχικά στο άρθρο 38 του κανονισμού (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) 1860/76 εξακολουθεί να ισχύει κατά την περίοδο που προηγείται της επιλογής, καθώς και σε περίπτωση που δεν υπάρξει επιλογή κατά την ανωτέρω προθεσμία, εφόσον η έλλειψη επιλογής δεν οφείλεται σε λόγους ανεξάρτητους της θελήσεως του υπαλλήλου.

    Άρθρο 3

    Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσιεύσεώς του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε Κράτος μέλος.

    Έγινε στις Βρυξέλλες, στις 22 Φεβρουαρίου 1982.

    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    L. TINDEMANS

    (1) ΕΕ αριθ. L 139 της 30. 5. 1975, σ. 1.

    (2) ΕΕ αριθ. L 214 της 6. 8. 1976, σ. 24.

    (3) ΕΕ αριθ. L 127 της 22. 5. 1980, σ. 4.

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

    "ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

    ΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ, ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ

    Άρθρο 1

    1. Υπόκεινται στο κοινό καθεστώς ασφαλίσεως ασθενείας των οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων:

    - οι υπάλληλοι του Ιδρύματος,

    - τα πρόσωπα τα οποία ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 38 παράγραφοι 2, 3 και 4 του καθεστώτος που ισχύει για το προσωπικό του Ιδρύματος.

    2. Η ρύθμιση σχετικά με την κάλυψη των κινδύνων ασθενείας των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ισχύει για τα ανωτέρω μέλη καθώς και για τους εξ αυτών έλκοντες δικαίωμα.

    Άρθρο 2

    Η ρύθμιση σχετικά με την κάλυψη των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθενείας των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ισχύει για τους υπαλλήλους του Ιδρύματος.

    Όσον αφορά την εκκαθάριση των δικαιωμάτων που μπορεί να προκύψουν από τη ρύθμιση αυτή υπέρ ενός υπαλλήλου, θύματος ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθενείας, ή των εξ αυτού ελκόντων δικαίωμα, ο διευθυντής του Ιδρύματος εξουσιοδοτεί την διοικητική αρχή που περιλαμβάνει στις αρμοδιότητές της την εκκαθάριση τέτοιων δικαιωμάτων έπειτα από ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια που συνέβη σ' έναν υπάλληλο της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    Οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες καταβάλλουν στους υπαλλήλους του Ιδρύματος και στους εξ αυτών έλκοντες δικαίωμα επιδόματα που προβλέπει η ρύθμιση αυτή."

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2

    "ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

    ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

    ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    Άρθρο 1

    Αν η ιατρική εξέταση που προηγείται της αναλήψεως των καθηκόντων υπαλλήλου δείξει ότι έχει προσβληθεί από ασθένεια ή αναπηρία, ο διευθυντής δύναται, για τα επακόλουθα ή τις συνέπειες αυτής της ασθενείας ή αναπηρίας, να αποφασίσει να του αναγνωρισθούν οι εγγυήσεις που προβλέπονται σε περίπτωση αναπηρίας ή θανάτου μόνο κατά τη λήξη περιόδου πέντε ετών που αρχίζει από την ημερομηνία αναλύψεως καθηκόντων στο Ίδρυμα.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

    ΣΥΝΤΑΞΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΠΟΧΩΡΗΣΕΩΣ

    Τμήμα 1

    Σύνταξη αρχαιότητος

    Άρθρο 2

    Η σύνταξη αρχαιότητος εκκαθαρίζεται βάσει του συνολικού αριθμού συνταξίμων ετών του υπαλλήλου. Κάθε έτος που λαμβάνεται υπόψη, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 3, δίνει δικαίωμα σε ένα συντάξιμο έτος και κάθε ολόκληρος μήνας σε ένα δωδέκατο συνταξίμου έτους.

    Ο ανώτατος αριθμός των συνταξίμων ετών που δύνανται να ληφθούν υπόψη για τη σύσταση του δικαιώματος συντάξεως αρχαιότητος καθορίζεται στα 35 έτη.

    Άρθρο 3

    Λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των συνταξίμων ετών κατά την έννοια του άρθρου 2 πρώτο εδάφιο:

    α) η διάρκεια της υπηρεσίας που εξεπληρώθη υπό την ιδιότητα του υπαλλήλου μετά την........, καθώς και ο χρόνος της άδειας για εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων μετά την ημερομηνία αυτή, με την προϋπόθεση ότι γι' αυτές τις περιόδους έχουν καταβληθεί εκ μέρους του υπαλλήλου οι προβλεπόμενες εισφορές-

    β) το σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 υπολογιζόμενο διάστημα, με την προϋπόθεση ότι έχει καταβληθεί το εκεί προβλεπόμενο στατιστικό ισοδύναμο ή κατ' αποκοπή ποσό εξαγοράς.

    Άρθρο 4

    Ο υπάλληλος, ο οποίος, αφού απεχώρησε από την υπηρεσία του Ιδρύματος, επανήλθε στην υπηρεσία του Ιδρύματος, αποκτά νέα συνταξιοδοτικά δικαιώματα.

    Δύναται να ζητήσει τη διατήρηση, για τον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων λόγω αρχαιότητος, του δικαιώματος της συνολικής διαρκείας παροχής των υπηρεσιών του στο Ίδρυμα, με την επιφύλαξη ότι θα επιστρέψει τα ποσά τα οποία ενδεχομένως του είχαν καταβληθεί δυνάμει του άρθρου 11 ή που είχε εισπράξει λόγω συντάξεως αρχαιότητος, εντόκως, βάσει επιτοκίου 3,5 %.

    Αν δικαιούχος συντάξεως αρχαιότητος δεν προβεί στην επιστροφή που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο, το κεφάλαιο που του αποδίδεται αντιπροσωπεύει το στατιστικό ισοδύναμο της συντάξεως αρχαιότητος κατά την ημερομηνία που έπαυσαν να του καταβάλλονται τα καθυστερούμενα ποσά αυτής της συντάξεως, εντόκως, βάσει επιτοκίου 3,5 %, με τη μορφή συντάξεως αρχαιότητος που καταβάλλεται κατά την ηλικία που θα παύσει να ασκεί τα καθήκοντά του.

    Άρθρο 5

    Το ελάχιστο ποσό διαβιώσεως που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των παροχών αντιστοιχεί στο βασικό μισθό ενός υπαλλήλου του βαθμού D 4 στο πρώτο κλιμάκιο.

    Άρθρο 6

    Το στατιστικό ισοδύναμο της συντάξεως αρχαιότητος δεν είναι δυνατό να είναι κατώτερο από το ποσό που ο υπάλληλος θα λάμβανε σε περίπτωση που θα είχε τύχει της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 11.

    Σε περίπτωση που το στατιστικό ισοδύναμο της συντάξεως αρχαιότητος, που εκκαθαρίζεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, αποδεικνύεται κατώτερο αυτού του ποσού, ο υπάλληλος απολαύει συντάξεως αρχαιότητος της οποίας το στατιστικό ισοδύναμο ισούται με το ποσό που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο.

    Άρθρο 7

    Το στατιστικό ισοδύναμο της συντάξεως αρχαιότητος ισούται με το ποσό της παροχής που αναλογεί στον υπάλληλο, υπολογιζομένης σύμφωνα με τους κατά το άρθρο 32 τελευταίους πίνακες θνησιμότητος, που εκδίδονται από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και βάσει επιτοκίου 3,5 % ετησίως.

    Άρθρο 8

    Με αίτηση του υπαλλήλου του οποίου τα καθήκοντα λήγουν πριν από τη ηλικία των 60 ετών, η έναρξη της καταβολής της συντάξεως αρχαιότητος μπορεί:

    - να αναβληθεί μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που έπεται εκείνου κατά τη διάρκεια του οποίου συμπληρώνει την ηλικία των 60 ετών,

    - να είναι άμεση, με την επιφύλαξη ότι συμπλήρωσε τουλάχιστον την ηλικία των 50 ετών. Στην περίπτωση αυτή, η σύνταξη αρχαιότητος μειώνεται σε συνάρτηση με την ηλικία του ενδιαφερομένου κατά το χρόνο ενάρξεως της συνταξιοδοτήσεώς του, βάσει του πίνακα που εμφαίνεται κατωτέρω:

    Σχέση μεταξύ της πρόωρης συντάξεως αρχαιότητος και της συντάξεως στην ηλικία των 60 ετών

    Σχέση μεταξύ της πρόωρης συντάξεως αρχαιότητος και της συντάξεως στην ηλικία των 60 ετών "" ID="1">50> ID="2">0,50678"> ID="1">51> ID="2">0,53834"> ID="1">52> ID="2">0,57266"> ID="1">53> ID="2">0,61009"> ID="1">54> ID="2">0,65099"> ID="1">55> ID="2">0,69582"> ID="1">56> ID="2">0,74508"> ID="1">57> ID="2">0,79936"> ID="1">58> ID="2">0,85937"> ID="1">59> ID="2">0,92593">

    Άρθρο 9

    Το δικαίωμα συντάξεως αρχαιότητος γεννάται την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που έπειται εκείνου στη διάρκεια του οποίου ο υπάλληλος καλείται, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεώς τους, να λάβει αυτή τη σύνταξη.

    Άρθρο 10

    1. Ο υπάλληλος του οποίου λήγουν τα καθήκοντα, για να εισέλθει στην υπηρεσία διοικήσεως ή ενός εθνικού ή διεθνούς οργανισμού κατόπιν συνάψεως σχετικής συμφωνίας με το Ίδρυμα, δικαιούται να μεταφέρει στο ταμείο συντάξεως αυτής της διοικήσεως ή οργανισμού το στατιστικό ισοδύναμο των δικαιωμάτων του επί της συντάξεως αρχαιότητος στο Ίδρυμα.

    2. Ο υπάλληλος που εισέρχεται στην υπηρεσία του Ιδρύματος μετά τη λήξη των καθηκόντων του σε μια διοίκηση, σε εθνικό ή διεθνή οργανισμό ή σε επιχείρηση έχει την ευχέρεια, κατά τον τερματισμό της πρακτικής ασκήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 25 του καθεστώτος, να καταβάλει στο Ίδρυμα:

    - είτε το στατιστικό ισοδύναμο των δικαιωμάτων επί της συντάξεως αρχαιότητος που έχει αποκτήσει στη διοίκηση, τον εθνικό ή διεθνή οργανισμό ή την επιχείρηση όπου είχε υπαχθεί,

    - είτε το κατ' αποκοπή ποσό της εξαγοράς που του οφείλεται από το ταμείο συντάξεως αυτής της διοικήσεως, του οργανισμού ή της επιχειρήσεως κατά το χρόνο της αποχωρήσεώς του.

    Σε παρόμοια περίπτωση, η αρμόδια για τις εκκαθαρίσεις των συντάξεων αρχή καθορίζει, λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό κατατάξεως, τον αριθμό των συνταξίμων ετών, που τον υπολογίζει, σύμφωνα με το καθεστώς που τον διέπει, βάσει του ποσού του στατιστικού ισοδυνάμου ή του κατ' αποκοπή ποσού της εξαγοράς.

    Η ευχέρεια που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο υπάρχει επίσης για τον υπάλληλο εν ενεργεία πριν από την........, για ό,τι αφορά τα αποκτηθέντα δικαιώματα συντάξεως από της εισόδου του στην υπηρεσία του Ιδρύματος. Τα έτη που μπορούν να ληφθούν υπόψη για τα δικαιώματα αυτά προσδιορίζονται βάσει του βαθμού και κλιμακίου που ο ενδιαφερόμενος είχε την........

    Τμήμα 2

    Επίδομα αποχωρήσεως

    Άρθρο 11

    1. Ο υπάλληλος ηλικίας κάτω των 60 ετών, του οποίου τα καθήκοντα λήγουν οριστικά για άλλο λόγο εκτός από θάνατο ή αναπηρία και ο οποίος δεν δύναται να απολαύει συντάξεως αρχαιότητος ή της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 10 παράγραφος 1, δικαιούται κατά την αποχώρησή του να λάβει:

    α) το ποσό που παρακρατείται από το βασικό μισθό του ως συνεισφορά συντάξεως, εντόκως, βάσει επιτοκίου 3,5 %-

    β) εφόσον η πρόσληψή του δεν έχει ανακληθει βάσει του άρθρου 47 του καθεστώτος, επίδομα αποχωρήσεως ανάλογο προς τον πραγματικό χρόνο υπηρεσίας που συμπληρώθηκε, υπολογιζομένου βάσει ενός και ημίσεως μηνός του τελευταίου βασικού μισθού που υποβλήθηκε σε κρατήσεις κατ' έτος υπηρεσίας.

    Υπολογίζεται ομοίως ως πραγματική υπηρεσία, σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 10 παράγραφος 2, η διάρκεια προγενέστερης υπηρεσίας βάσει των συνταξίμων ετών, που το Ίδρυμα υπολόγισε σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2-

    γ) του συνόλου του ποσού που καταβλήθηκε στο Ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2, εφόσον το ανάλογο ποσό αντιστοιχεί σε περιόδους προγενέστερες της........ και του ενός τρίτου του ποσού αυτού για περιόδους που αρχίζουν κατά τη θέση σε ισχύ του κανονισμού, προσαυξημένου κατά το ποσό των τόκων προς 3,5 % ετησίως.

    2. Το επίδομα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιπτώσεις α, β και γ μειώνεται κατά το ποσό των πληρωμών που πραγματοποιούνται δυνάμει του άρθρου 37.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

    ΣΥΝΤΑΞΗ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ

    Άρθρο 12

    Με την επιφύλαξη του άρθρου 1, ο υπάλληλος ηλικίας κάτω των 65 ετών ο οποίος, στο διάστημα της περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας απέκτησε δικαιώματα προς σύνταξη, κρίνεται από την προβλεπόμενη στο παράρτημα I επιτροπή αναπηρίας ότι έχει προσβληθεί από μόνιμη αναπηρία που θεωρείται ως ολική και τον καθιστά ανίκανο για την άσκηση καθηκόντων αντιστοίχων προς εργασία της σταδιοδρομίας του, και ο οποίος γι' αυτό το λόγο υποχρεώνεται να παύσει τις υπηρεσίες του στο Ίδρυμα, δικαιούται, όσο χρόνο διαρκεί αυτή η ανικανότης, της συντάξεως αναπηρίας που προβλέπεται το άρθρο 41β του καθεστώτος.

    Το δικαίωμα συντάξεως αναπηρίας δεν δύναται να σωρευθεί με το δικαίωμα συντάξεως αρχαιότητος.

    Άρθρο 13

    Το δικαίωμα συντάξεως αναπηρίας γεννάται από την επομένη της ημέρας κατά την οποία η άσκηση των καθηκόντων του ενδιαφερομένου υπαλλήλου παύει κατ' εφαρμογή των άρθρων 45 και 46 του κανονισμού.

    Άρθρο 14

    Ο διευθυντής μπορεί οποτεδήποτε να απαιτήσει, εκ μέρους διακαιούχου συντάξεως αναπηρίας, την απόδειξη ότι εξακολουθεί να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την καταβολή της συντάξεως αυτής. Αν η επιτροπή αναπηρίας διαπιστώσει ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνται πλέον, το συνταξιοδοτικό δικαίωμα παύει.

    Εάν ο ενδιαφερόμενος δεν επανέλθει στην υπηρεσία του Ιδρύματος, δικαιούται του επιδόματος του άρθρου 11, το οποίο υπολογίζεται βάσει του πραγματικού χρόνου υπρεσίας.

    Άρθρο 15

    Σε περίπτωση που ο υπάλληλος που απολαύει συντάξεως αναπηρίας έχει επανενταχθεί στο Ίδρυμα, ο χρόνος κατά τον οποίον εισέπραξε τη σύνταξη αναπηρίας λαμβάνεται υπόψη, χωρίς υποχρέωση επιστροφής της εισφοράς, για τον υπολογισμό της συντάξεως αρχαιότητος.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

    ΣΥΝΤΑΞΗ ΕΠΙΖΩΝΤΩΝ

    Άρθρο 16

    Η χήρα υπαλλήλου, ο οποίος απεβίωσε ενώ ήταν σε ενεργό υπηρεσία ή σε άδεια για εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων δικαιούται, εφόσον είχε διατελέσει σύζυγός του επί ένα τουλάχιστον έτος, και με την επιφύλαξη των άρθρων 1 και 21, συντάξεως επιζώντων, ίσης με το 35 % του τελευταίου βασικού μηνιαίου μισθού που εισεπράχθη από τον υπάλληλο, η οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερη από το ελάχιστο ποσό διαβιώσεως, όπως ορίζεται στο άρθρο 5.

    Η πλήρωση της χρονικής προϋποθέσεως που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο δεν απαιτείται αν ένα ή περισσότερα τέκνα προέρχονται από αυτόν ή από προγενέστερο γάμο του υπαλλήλου, εφόσον η χήρα επιμελείται ή έχει επιμεληθεί αυτών των τέκνων, ή ο θάνατος του υπαλλήλου προέκυψε από αναπηρία ή ασθένεια από την οποία προσεβλήθη κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ή από ατύχημα.

    Άρθρο 17

    Η χήρα πρώην υπαλλήλου δικαιούχου συντάξεως αρχαιότητος, εφόσον είχε διατατελέσει σύζυγός του για ένα τουλάχιστον έτος κατά το χρόνο κατά τον οποίο ο ενδιαφερόμενος έπαυσε να είναι στην υπηρεσία του Ιδρύματος, και με την επιφύλαξη του άρθρου 21, δικαιούται συντάξεως χηρείας ίσης με το 60 % της συντάξεως αρχαιότητος που εδικαιούτο ο σύζυγός της κατά την ημέρα του θανάτου του. Το ελάχιστο της συντάξεως χηρείας ανέρχεται στο 35 % του τελευταίου βασικού μηνιαίου μισθού που εισεπράχθη από τον υπάλληλο και δεν μπορεί να είναι κατώτερη από το ελάχιστο ποσό διαβιώσεως, όπως ορίζεται στο άρθρο 5- εν τούτοις, το ποσό της συντάξεως χηρείας δεν δύναται σε καμία περίπτωση να υπερβεί το ποσό της συντάξεως αρχαιότητος που εδικαιούτο ο σύζυγός της κατά την ημέρα του θανάτου του.

    Η πλήρωση της χρονικής προϋποθέσεως που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο δεν απαιτείται εάν ένα ή περισσότερα τέκνα προέρχονται από γάμο του υπαλλήλου που είχε συναφθεί πριν από τη λήξη της ενεργού υπηρεσίας του συζύγου, εφόσον η χήρα επιμελείται ή έχει επιμεληθεί αυτών των τέκνων.

    Άρθρο 18

    Η χήρα πρώην υπαλλήλου που έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντά του πριν από την ηλικία των 60 ετών, και ο οποίος έχει ζητήσει να αναβληθεί η χορήγηση της συντάξεώς του αρχαιότητος μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που έπεται του μήνα κατά τον οποίο συμπληρώνει το 60ό έτος της ηλικίας του, δικαιούται, εφόσον είχε διατελέσει σύζυγός του για ένα τουλάχιστον έτος κατά το χρόνο αποχωρήσεως του ενδιαφερομένου από την υπηρεσία του Ιδρύματος, και με την επιφύλαξη του άρθρου 21, συντάξεως χηρείας ίσης προς 60 % της συντάξεως αρχαιότητος της οποίας θα εδικαιούτο ο σύζυγός της στην ηλικία των 60 ετών. Το ελάχιστο της συντάξεως χηρείας είναι το 35 % του τελευταίου βασικού μηνιαίου μισθού που εισεπράχθη από τον υπάλληλο- εν τούτοις, το ποσό της συντάξεως χηρείας δεν δύναται σε καμία περίπτωση να υπερβεί το ποσό της συντάξεως αρχαιότητος της οποίας θα εδικαιούτο ο υπάλληλος στην ηλικία των 60 ετών.

    Η πλήρωση της χρονικής προϋποθέσεως που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο δεν απαιτείται αν ένα ή περισσότερα τέκνα προέρχονται από γάμο του υπαλλήλου που είχε συναφθεί πριν από τη λήξη της ενεργού υπηρεσίας του, εφόσον η χήρα επιμελείται ή έχει επιμεληθεί αυτών των τέκνων.

    Άρθρο 19

    Η πλήρωση της χρονικής προϋποθέσεως που προβλέπεται στα άρθρα 17 και 18 δεν απαιτείται αν ο γάμος, έστω και μετά από τη λήξη των καθηκόντων του υπαλλήλου, διήρκεσε τουλάχιστον πέντε έτη.

    Άρθρο 20

    1. Η σύνταξη ορφανού του άρθρου 41δ παράγραφος 1 του καθεστώτος ορίζεται για το πρώτο ορφανό στα οκτώ δέκατα της συντάξεως επιζώντων που θα εδικαιούτο η χήρα του υπαλλήλου, χωρίς τις μειώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 25.

    Δεν δύναται να είναι κατώτερη του οριζόμενου στο άρθρο 5 ελάχιστου ορίου διαβιώσεως, με την επιφύλαξη του άρθρου 21.

    2. Η σύνταξη που καθορίζεται κατ' αυτό τον τρόπο προσαυξάνεται για καθένα από τα συντηρούμενα τέκνα, από του δευτέρου, με ποσό ίσο με το διπλάσιο του επιδόματος συντηρουμένου τέκνου.

    3. Το συνολικό ποσό της συντάξεως ορφανού και των επιδομάτων που προβλέπονται στην παράγραφο 2 κατανέμεται κατά ίσα μέρη μεταξύ των δικαιούχων ορφανών.

    Άρθρο 21

    Σε περίπτωση συνυπάρξεως χήρας και ορφανών που προέρχονται από προηγούμενο γάμο ή άλλων που έλκουν δικαίωμα, η ολική σύνταξη, υπολογιζόμενη σαν σύνταξη χήρας που συντηρεί αυτά τα πρόσωπα, κατανέμεται μεταξύ των ομάδων των ενδιαφερομένων ανάλογα με τις συντάξεις που θα απενέμοντο στις διάφορες ομάδες, αν ελαμβάνοντο χωριστά.

    Σε περίπτωση συνυπάρξεως ορφανών από διαφορετικούς γάμους, η ολική σύνταξη, υπολογιζόμενη ως εάν όλα να προήρχοντο από τον ίδιο γάμο, κατανέμεται μεταξύ των ομάδων των ενδιαφερομένων ανάλογα με τις συντάξεις που θα απενέμοντο στις διάφορες ομάδες, αν ελαμβάνοντο χωριστά.

    Για τον υπολογισμό της κατανομής που προβλέπεται ανωτέρω, τα τέκνα που προέρχονται από προηγούμενο γάμο ενός των συζύγων και αναγνωρίζονται ως συντηρούμενα, κατά την έννοια του άρθρου 7 του παραρτήματος IV, συμπεριλαμβάνονται στην ομάδα των τέκνων που προέρχονται από το γάμο με τον υπάλληλο.

    Στην περίπτωση που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο, οι ανιόντες που θεωρούνται ως συντηρούμενοι, κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 4 του παραρτήματος IV, εξομοιώνονται με τα συντηρούμενα τέκνα, και για τον υπολογισμό της κατανομής συμπεριλαμβάνονται στην ομάδα των κατιόντων.

    Άρθρο 22

    Σύνταξη υπολογιζομένη βάσει του άρθρου 16 μπορεί να χορηγηθεί, με ειδική απόφαση της αναφερομένης στο άρθρο 41η του καθεστώτος αρχής, στον χήρο θήλεος υπαλλήλου που απέθανε εν υπηρεσία, αν αποδείξει ότι κατά το θάνατο της συζύγου του δεν διαθέτει ιδίους πόρους και έχει προσβληθεί από αναπηρία ή σοβαρή ασθένεια που τον καθιστούν οριστικά ανίκανο για άσκηση βιοποριστικής δραστηριότητος.

    Το άρθρο 41ε του καθεστώτος εφαρμόζεται ανάλογα.

    Η σύνταξη αυτή παύει να χορηγείται σε περίπτωση νέου γάμου του επιζώντος συζύγου.

    Άρθρο 23

    Οι εξ αποθανόντος υπαλλήλου έλκοντες δικαιώματα, όπως ορίζονται στο παρόν κεφάλαιο, δικαιούνται επίσης το επίδομα που προβλέπεται στο άρθρο 11.

    Σε περίπτωση θανάτου υπαλλήλου χωρίς επιζώντες που δικαιούνται συντάξεως επιζώντων, οι κληρονόμοι λαμβάνουν το επίδομα που προβλέπεται στο άρθρο 11.

    Το επίδομα πάντως αυτό μειώνεται κατά τα ποσά που καταβλήθηκαν βάσει του άρθρου 37.

    Άρθρο 24

    Το δικαίωμα συντάξεως επιζώντων γεννάται από την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που ακολουθεί το θάνατο του υπαλλήλου. Εν τούτοις, όταν ο θάνατος του υπαλλήλου ή του δικαιούχου συντάξεως οδηγεί στην πληρωμή που προβλέπεται στο άρθρο 36, το δικαίωμα αυτό γεννάται μόνο την πρώτη ημέρα του τετάρτου μήνα που έπεται του μήνα του θανάτου.

    Το δικαίωμα συντάξεως επιζώντων λήγει στο τέλος του ημερολογιακού μήνα κατά τον οποίο επήλθε ο θάνατος του δικαιούχου ή κατά τη διάρκεια του οποίου παύει αυτός να πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται για να απολαύει τέτοιας συντάξεως.

    Άρθρο 25

    Αν η διαφορά ηλικίας μεταξύ αποβιώσαντος υπαλλήλου και συζύγου του, αφαιρουμένου του διαστήματος του γάμου τους, είναι μεγαλύτερη από 10 έτη, η σύνταξη επιζώντων που καθορίσθηκε σύμφωνα με τις προηγούμενες διατάξεις υφίσταται, κατά πλήρες έτος διαφοράς, μείωση που καθορίζεται σε:

    - 1 % για τα έτη που συμπεριλαμβάνονται μεταξύ του 10ου και 20ού έτους,

    - 2 % για τα έτη από το 20ό ως το 25ο έτος αποκλειστικά,

    - 3 % για τα έτη από το 25ο ως το 30ό έτος αποκλειστικά,

    - 4 % για τα έτη από το 30ό ως το 35ο έτος αποκλειστικά,

    - 5% για τα έτη από το 35ο έτος και εξής.

    Άρθρο 26

    Η χήρα που τελεί νέο γάμο παύει να δικαιούται συντάξεως επιζώντων. Δικαιούται της αμέσου καταβολής κεφαλαίου ίσου με το διπλάσιο του ετησίου ποσού της συντάξεώς της επιζώντων, με την επιφύλαξη της μη εφαρμογής του άρθρου 41δ παράγραφος 2 του καθεστώτος.

    Άρθρο 27

    Η πρώην σύζυγος υπαλλήλου δικαιούται, κατά το θάνατο του τελευταίου, της συντάξεως επιζώντων που καθορίζεται στο παρόν κεφάλαιο, με την επιφύλαξη ότι η απόφαση που απήγγειλε το διαζύγιο δεν εξεδόθη με αποκλειστική της υπαιτιότητα. Η πρώην σύζυγος χάνει το δικαίωμα αυτό αν τελέσει εκ νέου γάμο πριν από το θάνατο του πρώην συζύγου της. Τυγχάνει της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 26 αν τελέσει νέο γάμο μετά το θάνατο του πρώην συζύγου της.

    Άρθρο 28

    Αν ο υπάλληλος που διεζεύχθη και ετέλεσε νέο γάμο εγκαταλείπει χήρα που έχει δικαίωμα συντάξεως επιζώντων, αυτή η σύνταξη κατανέμεται, κατ' αναλογία της αντιστοίχου διαρκείας του γάμου, μεταξύ της συζύγου την οποία διεζεύχθη και η οποία δεν ετέλεσε νέο γάμο και της χήρας, αν η απόφαση που απήγγειλε το διαζύγιο δεν έχει εκδοθεί με αποκλειστική υπαιτιότητα της συζύγου. Το ποσό που περιέρχεται στη σύζυγο που διεζεύχθη και δεν ετέλεσε νέο γάμο δεν μπορεί, παρά ταύτα, να υπερβεί το ποσό της διατροφής που της χορηγήθηκε με αυτή την απόφαση.

    Σε περίπτωση παραιτήσεως ή θανάτου μιας των δικαιούχων, η μερίδα αυτής επαυξάνει τη μερίδα των άλλων, εκτός μεταβιβάσεως του δικαιώματος της συντάξεως προς όφελος των ορφανών, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 41δ παράγραφος 2 του καθεστώτος.

    Οι μειώσεις για διαφορά ηλικίας, που προβλέπονται στο άρθρο 25, εφαρμόζονται χωριστά στις συντάξεις που συστάθηκαν σύμφωνα με την κατανομή που προβλέπεται στο παρόν άρθρο.

    Άρθρο 29

    Αν η διαζευχθείσα σύζυγος εξέπεσε των δικαιωμάτων της επί της συντάξεως κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 35, η ολική συντάξη χορηγείται στη χήρα, εκτός αν εφαρμόζεται το άρθρο 41δ παράγραφος 2 το καθεστώτος.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

    ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ

    Άρθρο 30

    Κάθε είσπραξη μισθού υπόκειται στις συνεισφορές συντάξεων που προβλέπονται στα άρθρα 41α μέχρι 41η του καθεστώτος και στο παρόν παράρτημα.

    Άρθρο 31

    Οι συνεισφορές που εισπράχθηκαν κανονικά δεν δύνανται να αναζητηθούν. Αυτές που δεν εισπράχθηκαν κανονικά δεν παρέχουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Επιστρέφονται ατόκως κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου ή των ελκόντων δικαίωμα εξ αυτού.

    Άρθρο 32

    Οι πίνακες θνησιμότητος και αναπηρίας και ο νόμος μεταβολής των μισθών που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των στατιστικών ισοδυνάμων που προβλέπονται στο παρόν παράρτημα είναι οι θεσπιζόμενοι από τις επί του προϋπολογισμού αρχές των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατ' εφαρμογή του άρθρου 39 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Κοινοτήτων αυτών.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

    ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ

    Άρθρο 33

    Η εκκαθάριση των δικαιωμάτων επιδόματος αποχωρήσεως, συντάξεως αρχαιότητος, αναπηρίας ή επιζώντων ή προσωρινής συντάξεως ανήκει στη διοικητική αρχή που ορίζεται στο άρθρο 41η του καθεστώτος, η οποία έχει λάβει την σχετική εξουσιοδότηση του διευθυντή του Ιδρύματος. Η αναλυτική κατάσταση αυτής της εκκαθαρίσεως κοινοποιείται από την αρχή αυτή στον υπάλληλο ή στους έλκοντες εξ αυτού δικαίωμα, καθώς και στο Ίδρυμα, ταυτόχρονα με την απόφαση περί παραχωρήσεως αυτών των δικαιωμάτων.

    Η σύνταξη αρχαιότητος ή αναπηρίας δεν δύναται να σωρευθεί με την παροχή μισθού που βαρύνει το Ίδρυμα ή ένα από τα όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    Η παροχή συντάξεως αρχαιότητος, αναπηρίας ή επιζώντων δεν γεννά δικαίωμα αποζημιώσεως αποδημίας.

    Άρθρο 34

    Οι συντάξεις δύνανται να αναθεωρούνται κάθε στιγμή στην περίπτωση σφάλματος ή παραλείψεως οποιασδήποτε φύσεως.

    Δύνανται να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν αν έχουν χορηγηθεί υπό όρους που αντίκειται στις διατάξεις του καθεστώτος και του παρόντος παραρτήματος.

    Άρθρο 35

    Οι έλκοντες δικαίωμα εξ αποθανόντος υπαλλήλου, οι οποίοι δεν εζήτησαν την εκκαθάριση των συνταξιοδοτικών τους δικαιωμάτων εντός του επομένου από της ημερομηνίας του θανάτου του υπαλλήλου έτους, χάνουν τα δικαιώματά τους, εκτός της περιπτώσεως ανωτέρας βίας δεόντως αποδεικνυομένης.

    Άρθρο 36

    Ο υπάλληλος ή οι εξ αυτού έλκοντες δικαίωμα, οι οποίοι δικαιούνται τις παροχές που προβλέπονται από το συνταξιοδοτικό καθεστώς, υποχρεούνται να προσκομίσουν τις γραπτές αποδείξεις που μπορεί να ζητηθούν και να κοινοποιήσουν στην αρχή που προβλέπεται στο άρθρο 41η του καθεστώτος κάθε στοιχείο ικανό να τροποποιήσει τα δικαιώματά τους επί της παροχής.

    Άρθρο 37

    Κατά τους όρους που θα ορίσει η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ο υπάλληλος μπορεί να ζητήσει από το Ίδρυμα να καταβάλει τις παροχές που ενδεχομένως οφείλει για τη σύσταση ή διατήρηση των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων στη χώρα καταγωγής του.

    Τα ποσά αυτά δεν μπορούν να υπερβούν το 13,5 % των βασικών του αποδοχών και βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Ιδρύματος.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

    ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ

    Άρθρο 38

    Οι παροχές που προβλέπονται στο καθεστώς συνταξιοδοτήσεως καταβάλλονται μηνιαίως και στο τέλος της περιόδου την οποία αφορούν.

    Η πληρωμή των παροχών αυτών αναλαμβάνεται από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και επιβαρύνει τον γενικό προϋπολογισμό των Κοινοτήτων αυτών.

    Οι παροχές δύνανται να καταβληθούν κατ' εκλογή των ενδιαφερομένων, ισχύουσα για δύο τουλάχιστον έτη, είτε στο νόμισμα της χώρας καταγωγής τους, είτε το νόμισμα της χώρας διαμονής τους, είτε στο νόμισμα της έδρας του Ιδρύματος.

    Στην περίπτωση που ούτε η χώρα καταγωγής ούτε η χώρα διαμονής αποτελούν χώρες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι παροχές καταβάλλονται στο νόμισμα της έδρας του Ιδρύματος.

    Άρθρο 39

    Όλα τα υπολειπόμενα ποσά που οφείλονται από τον υπάλληλο στο Ίδρυμα κατά την ημερομηνία που ο ενδιαφερόμενος δικαιούται μιας από τις παροχές που προβλέπονται στο συνταξιοδοτικό καθεστώς αφαιρούνται από το ποσό των παροχών του ή των παροχών που περιέρχονται στους εξ αυτού έλκοντες δικαίωμα. Η επιστροφή αυτή δύναται να κλιμακωθεί σε περισσότερους μήνες.

    Άρθρο 40

    Όταν η αιτία της αναπηρίας ή του θανάτου υπαλλήλου καταλογίζεται σε τρίτο πρόσωπο, οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες υποκαθίστανται, εντός του ορίου των υποχρεώσεων που έχουν σύμφωνα με το συνταξιοδοτικό καθεστώς, αυτοδικαίως στα δικαιώματα του εν λόγω υπαλλήλου ή των εξ αυτού ελκόντων δικαίωμα να στραφούν κατά του τρίτου υπευθύνου."

    Top