Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52002PC0023

Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί θεσπίσεως Ευρωπαϊκού Οργανισμού Σιδηροδρόμων

/* COM/2002/0023 τελικό - COD 2002/0024 */

ΕΕ C 126E της 28/05/2002, p. 323–331 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

52002PC0023

Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί θεσπίσεως Ευρωπαϊκού Οργανισμού Σιδηροδρόμων /* COM/2002/0023 τελικό - COD 2002/0024 */

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 126 E της 28/05/2002 σ. 0323 - 0331


Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ περί θεσπίσεως Ευρωπαϊκού Οργανισμού Σιδηροδρόμων

(υποβληθείσα από την Επιτροπή)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. Εισαγωγη

Η υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς στον τομέα των σιδηροδρόμων βρίσκεται ακόμη στα πρώτα της βήματα. Οι οδηγίες 2001/12/ΕΚ, 2001/13/ΕΚ και 2001/14/ΕΚ προβλέπουν, μέχρι τον Μάρτιο του 2003, την καθιέρωση ενός κοινού πλαισίου για την πρόσβαση στη σιδηροδρομική υποδομή, την παροχή αδειών και πιστοποιητικών ασφαλείας, την κατανομή της χωρητικότητας στη σιδηροδρομική υποδομή και τη χρέωση τελών για τη χρήση αυτής της υποδομής. Στο νέο αυτό πλαίσιο που διαμορφώνεται, οι διεθνείς μεταφορές εμπορευμάτων θα ανοίξουν στον ανταγωνισμό από τον Μάρτιο του 2003.

Προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα ουσιαστικής υλοποίησης αυτού του ολοκληρωμένου σιδηροδρομικού χώρου, κρίθηκε απαραίτητη η ενασχόληση με τους τεχνικούς κανόνες και πρότυπα. Πράγματι, ο σιδηροδρομικός τομέας χαρακτηριζόταν από την απουσία τεχνικών ρυθμίσεων εκ μέρους της δημόσιας αρχής σε διεθνές επίπεδο. Σε κάθε κράτος μέλος καθορίσθηκαν κανόνες και διαδικασίες, πολύ συχνά απευθείας από τις ίδιες τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις. Οι τελευταίες καθιέρωσαν μία συνεργασία μεταξύ επιχειρήσεων στο πλαίσιο της Διεθνούς Ένωσης Σιδηροδρόμων, η οποία επέτρεψε μεν τη δημιουργία ενός στοιχειώδους υπόβαθρου αλλά δεν στάθηκε ικανή να συμβάλει στην πραγματική προσέγγιση των διαφορετικών εθνικών συστημάτων.

Επομένως, η συγκρότηση ενός ολοκληρωμένου σιδηροδρομικού χώρου σε ευρωπαϊκό επίπεδο προϋποθέτει την εφαρμογή ενός κοινού τεχνικού ρυθμιστικού πλαισίου υπό την εποπτεία της δημόσιας αρχής, όπως συμβαίνει στους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας.

Σε πρώτη φάση, η Κοινότητα ανέπτυξε ένα πλαίσιο που μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για την προοδευτική εκπόνηση των προδιαγραφών διαλειτουργικότητας των σιδηροδρομικών συστημάτων (οδηγίες 96/48/ΕΚ και 2001/16/ΕΚ).

Στο πλαίσιο της δεύτερης δέσμης μέτρων για τον σιδηροδρομικό τομέα, προτείνεται η ολοκλήρωση αυτής της προσέγγισης με την ένταξη των πτυχών που αφορούν την ασφάλεια, την επέκταση των εργασιών για τη διαλειτουργικότητα και σε άλλα θέματα και με την τοποθέτηση του όλου ζητήματος σε ένα ολοκληρωμένο, σαφές και συνεκτικό πλαίσιο.

Για την υλοποίηση αυτών των εργασιών και την κατάρτιση των διαφορετικών προτάσεων, είναι αναγκαίο να επιτευχθεί μία ισορροπία ανάμεσα στη δημόσια αρχή, η οποία θα υπόκειται σε δημοκρατικό έλεγχο, και τους παράγοντες της αγοράς, των οποίων η εμπειρογνωμοσύνη βρίσκεται στο επίκεντρο της διαδικασίας. Μια τέτοια ισορροπία, που έχει επιτευχθεί σε διαφορετικό βαθμό στο πλαίσιο των κρατών μελών, θα πρέπει επίσης να εξασφαλισθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Για το σκοπό αυτό, είναι απαραίτητη η θεσμοθέτηση, σε κοινοτικό επίπεδο και στους κόλπους της δημόσιας αρχής, ενός πόλου εμπειρογνωμοσύνης ο οποίος θα καθοδηγεί την όλη διαδικασία.

Όμως η απαιτούμενη εξειδίκευση και εμπειρογνωμοσύνη δεν συνηγορούν υπέρ της άμεσης ανάληψης υποχρεώσεων εκ μέρους των υπηρεσιών της Επιτροπής. Στη Λευκή Βίβλο για την ευρωπαϊκή διακυβέρνηση [1] επισημαίνεται ότι η Επιτροπή οφείλει να επικεντρώνει τη δράση της στα καθήκοντα που της ανατίθενται από τις συνθήκες και να αποφεύγει τη διάθεση των πόρων της σε υπερβολικά τεχνικά καθήκοντα. Ο προσανατολισμός αυτός συστάθηκε και από μία μελέτη που πραγματοποιήθηκε από τη Γενική Διεύθυνση Ενέργειας και Μεταφορών με αντικείμενο την εξωτερική ανάθεση ορισμένων καθηκόντων, στην οποία εξετάζεται ειδικότερα η εκπόνηση τεχνικών προδιαγραφών για το σιδηροδρομικό τομέα.

[1] COM(2001) 428 της 25ης Ιουλίου 2001.

Κατά συνέπεια, κρίθηκε ότι το πλέον ενδεδειγμένο μέσο για τη διεξαγωγή αυτών των τεχνικών εργασιών σε συνεργασία με τους εμπειρογνώμονες του τομέα ήταν η σύσταση ενός ρυθμιστικού οργανισμού. Υπενθυμίζεται ότι η λύση αυτή είχε ήδη προβλεφθεί από το 1996 [2] και ότι είχε προταθεί από τη μελέτη του NERA σχετικά με την ασφάλεια των σιδηροδρόμων, η οποία διεξήχθη για λογαριασμό της Επιτροπής [3]. Ο συγκεκριμένος προσανατολισμός επιβεβαιώθηκε από τη Λευκή Βίβλο με τίτλο «Η ευρωπαϊκή πολιτική μεταφορών με ορίζοντα το έτος 2010: η ώρα των επιλογών [4]», που εκδόθηκε τον Σεπτέμβριο του 2001.

[2] Λευκό Βιβλίο της Επιτροπής με τίτλο: "Στρατηγική για την ανασυγκρότηση των σιδηροδρόμων της Κοινότητας", COM(96)421 - τελικό. Σε αυτήν προσδιορίζονται σαφέστατα η έλλειψη διαλειτουργικότητας και το ασυμβίβαστο μεταξύ των εθνικών κανόνων ασφαλείας ως περιοριστικοί παράγοντες της ανάπτυξης των σιδηροδρομικών μεταφορών. Στη σ. 47, στο χρονοδιάγραμμα ενεργειών, προτείνει τα ακόλουθα: " - Η Επιτροπή θα μελετήσει διάφορες επιλογές προκειμένου να βελτιώσει το θεσμικό πλαίσιο για τη μελλοντική ανάπτυξη των σιδηροδρόμων (συμπεριλαμβανομένης της ίδρυσης ενός Ευρωπαϊκού Οργανισμού Σιδηροδρόμων)".

[3] NERA - τελική έκθεση με τίτλο: "Safety regulations and standards for european railways" ("Κανόνες ασφαλείας και πρότυπα για τους ευρωπαϊκούς σιδηροδρόμους") - Φεβρουάριος 2000. Συνιστά τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού οργανισμού "που θα λειτουργεί ως θεσμικό όργανο της ΕΕ, προσφέροντας μια διεπαφή σε εκτελεστικό επίπεδο μεταξύ της ΓΔ Μεταφορών και Ενέργειας και της βιομηχανίας". Σύμφωνα με την ανάλυση του NERA, ο συγκεκριμένος οργανισμός θα πρέπει να προσφέρει τα μέσα για την ανάπτυξη της διαλειτουργικότητας και την εξεύρεση κοινών λύσεων σε θέματα που αφορούν τη σιδηροδρομική ασφάλεια προκειμένου να επιτευχθούν πρόοδοι προς την κατεύθυνση ενός ολοκληρωμένου σιδηροδρομικού χώρου σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

[4] COM(2001)370.

Για την κατάρτιση της παρούσας πρότασης μπορέσαμε να στηριχθούμε σε σχέδια ανάλογων ρυθμιστικών οργανισμών στους τομείς των θαλασσίων μεταφορών [5] και των αερομεταφορών [6], καθώς και στις εργασίες προβληματισμού σχετικά με τη διακυβέρνηση που δρομολογήθηκαν από την Επιτροπή.

[5] COM(2000)802.

[6] COM(2000)595.

Πράγματι, η Λευκή Βίβλος για την ευρωπαϊκή διακυβέρνηση αποσαφηνίζει τις προϋποθέσεις που πρέπει να τηρούνται για τη σύσταση οργανισμών σε επίπεδο ΕΕ. Υπενθυμίζει ότι οι Συνθήκες επιτρέπουν την άμεση εκχώρηση ορισμένων αρμοδιοτήτων στους οργανισμούς. Η εκχώρηση αυτή πρέπει να γίνεται, ωστόσο, με τρόπο που σέβεται την εξισορρόπηση εξουσιών μεταξύ των οργάνων και δεν παραβιάζει τους αντίστοιχους ρόλους και τις εξουσίες τους. Υπάγεται στους ακόλουθους όρους:

- «Μπορεί να εκχωρηθεί στους οργανισμούς η εξουσία να λαμβάνουν μεμονωμένου χαρακτήρα αποφάσεις σε ειδικούς τομείς αλλά δεν μπορούν να εγκρίνουν γενικά ρυθμιστικά μέτρα. Ιδιαίτερα, μπορεί να τους εκχωρηθεί εξουσία λήψης αποφάσεων σε τομείς όπου υπερισχύει το δημόσιο συμφέρον και τα καθήκοντα που πρέπει να εκπληρωθούν απαιτούν ειδική τεχνική εμπειρογνωμοσύνη.

- Δεν μπορούν να δοθούν στους οργανισμούς αρμοδιότητες σχετικά με τις οποίες η Συνθήκη έχει αναθέσει άμεση εξουσία λήψης αποφάσεων στην Επιτροπή (για παράδειγμα, στον τομέα της πολιτικής ανταγωνισμού).

- Δεν μπορεί να εκχωρηθεί στους οργανισμούς εξουσία λήψης αποφάσεων σε τομείς όπου αυτοί θα έπρεπε να διαιτητεύουν μεταξύ συγκρουόμενων δημοσίων συμφερόντων, να ασκούν πολιτική διακριτική ευχέρεια ή να διεξάγουν πολύπλοκες οικονομικές αξιολογήσεις.

- Οι οργανισμοί πρέπει να υπόκεινται σε αποτελεσματικό σύστημα εποπτείας και ελέγχου» [7].

[7] COM(2001)428 σ. 23.

Συνεπώς, η οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων του Οργανισμού για τον τομέα των σιδηροδρόμων, του οποίου η ίδρυση προτείνεται με τον παρόντα κανονισμό, όπως και η θεσμική του οργάνωση, στηρίζονται άμεσα στους προσανατολισμούς της Λευκής Βίβλου.

2. Ο Ευρωπαϊκοσ οργανισμοσ για την ασφαλεια και τη διαλειτουργικοτητα των σιδηροδρομων

2.1. Ο στόχος

Ο κανονισμός στοχεύει στη θέσπιση ενός Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Διαλειτουργικότητα των Σιδηροδρόμων.

2.2. Ο Οργανισμός

2.2.1. Καθήκοντα

Ο Οργανισμός θα αποτελεί συστατικό μέρος του κοινοτικού καθεστώτος. Θα αποτελεί τον τεχνικό φορέα που θα παρέχει στην Κοινότητα τα αναγκαία μέσα αποτελεσματικής δράσης για τη διαλειτουργικότητα και την ασφάλεια των σιδηροδρόμων. Αναλυτικότερη περιγραφή των καθηκόντων του Οργανισμού περιέχεται στο σημείο 5 («Σχόλια επί των άρθρων»).

2.2.2. Λειτουργία

α) Όργανα διαχείρισης

Προκειμένου να διασφαλισθεί η εύρυθμη λειτουργία του Οργανισμού, ο γενικός διευθυντής του πρέπει να διαθέτει μεγάλο βαθμό ανεξαρτησίας και ευελιξίας όσον αφορά την οργάνωση της εσωτερικής λειτουργίας του. Επιπλέον, ο γενικός διευθυντής είναι αρμόδιος για την κατάρτιση και την εκτέλεση του προϋπολογισμού και του προγράμματος εργασίας του Οργανισμού, καθώς και για όλα τα ζητήματα που αφορούν το προσωπικό.

Προκειμένου να επενδυθεί με την αναγκαία νομιμότητα, θα ήταν προτιμότερο ο γενικός διευθυντής να διορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής.

Θα συγκροτηθεί ένα διοικητικό συμβούλιο το οποίο θα λειτουργεί ως εποπτικό όργανο του Οργανισμού. Θα απαρτίζεται, αφενός, από έξι εκπροσώπους διοριζόμενους από την Επιτροπή και έξι εκπροσώπους διοριζόμενους από το Συμβούλιο και, αφετέρου, από τρεις εμπειρογνώμονες με αναγνωρισμένη κατάρτιση στον τομέα, οι οποίοι δεν διαθέτουν δικαίωμα ψήφου. Η παραπάνω σύνθεση προτείνεται με βάση τους προσανατολισμούς της Λευκής Βίβλου για τη διακυβέρνηση [8], της 25ης Ιουλίου 2001. Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει το πρόγραμμα εργασίας του Οργανισμού και την έκθεση δραστηριοτήτων, καθώς και τον προϋπολογισμό του στην αρχή του οικονομικού έτους, προσαρμόζοντάς τον σε συνάρτηση με τις εισπραχθείσες συνεισφορές και αμοιβές.

[8] COM(2001) 428. Βλ. σ. 7, σημ. 2.

Μία αναλυτικότερη περιγραφή των αρμοδιοτήτων του γενικού διευθυντή και του διοικητικού συμβουλίου περιέχεται στο σημείο 5 («Σχόλια επί των άρθρων»).

β) Προσωπικό

Για την εκτέλεση των καθηκόντων που περιγράφονται ανωτέρω, ο Οργανισμός πρέπει να διαθέτει επαρκές προσωπικό υψηλού επιπέδου. Το προσωπικό που αναμένεται να απαιτηθεί για τη λειτουργία του Οργανισμού υπολογίζεται σε περίπου εκατό άτομα.

Το προσωπικό του Οργανισμού υπάγεται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, που ισχύει για τους υπαλλήλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και στο καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Προβλέπεται ότι ο αριθμός των υπαλλήλων που θα αποσπασθούν από τα κοινοτικά θεσμικά όργανα θα είναι μικρός. Το υπόλοιπο προσωπικό θα προσληφθεί με βάση την πείρα και τα προσόντα του. Με την επιφύλαξη της αναγκαιότητας διασφάλισης επαρκούς μόνιμου εξειδικευμένου προσωπικού, οι υπάλληλοι θα προσλαμβάνονται βάσει συμβάσεων ορισμένου χρόνου μέγιστης διάρκειας πέντε χρόνων, ώστε να διασφαλίζεται η συνεχής ανανέωση του προσωπικού που είναι ενήμερο για τις τεχνολογικές εξελίξεις και, ταυτόχρονα, να εξασφαλίζεται η διαιώνιση της αποκτηθείσας πείρας.

γ) Προϋπολογισμός

Ο Οργανισμός χρειάζεται επαρκή κονδύλια προϋπολογισμού προκειμένου να προβεί στην πρόσληψη του προαναφερθέντος προσωπικού, να εκτελέσει τα καθήκοντά του και να διασφαλίσει την ομαλή και αποτελεσματική λειτουργία του. Για το πρώτο έτος, ο ετήσιος προϋπολογισμός υπολογίζεται κατά προσέγγιση σε 5 εκατ. ευρώ, ποσό που θα ανέλθει σε περίπου 14 εκατ. ευρώ όταν ο Οργανισμός καταστεί πλήρως λειτουργικός.

Ο προϋπολογισμός του Οργανισμού θα χρηματοδοτείται κυρίως με επιδότηση της Κοινότητας. Ο Οργανισμός δύναται να εισπράττει αμοιβή για τις εκδόσεις του, για δραστηριότητες κατάρτισης ή για άλλες παρεχόμενες υπηρεσίες. Ωστόσο, οι αμοιβές αυτές θα καλύπτουν ελάχιστο μέρος του συνολικού προϋπολογισμού του Οργανισμού.

Η Κοινότητα δαπανά περίπου 2.600 εκατ. ευρώ ετησίως για τη χρηματοδότηση έργων στο σιδηροδρομικό τομέα (Διευρωπαϊκά Δίκτυα, Ταμείο Συνοχής, διαρθρωτικά ταμεία, ISPA, Έρευνα...). Ο ετήσιος προϋπολογισμός του Οργανισμού αντιπροσωπεύει λιγότερο του 0,6% του προαναφερθέντος ποσού και θα επιτρέψει μια πολύ αποδοτικότερη χρησιμοποίηση των κοινοτικών πόρων που διατίθενται για την ανάπτυξη του τομέα των σιδηροδρόμων. Σε σχέση με τα ποσά που δαπανούν τα κράτη μέλη στο σιδηροδρομικό τομέα (περίπου 35 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως), ο προϋπολογισμός του Οργανισμού αντιπροσωπεύει λιγότερο του 0,04%.

δ) Έδρα

Η έδρα του Οργανισμού πρέπει να ορισθεί σε μία κατάλληλη τοποθεσία που να διευκολύνει την ανάπτυξη σχέσεων συνεργασίας με τα αρμόδια θεσμικά όργανα της Κοινότητας και τη σύγκληση συνεδριάσεων εμπειρογνωμόνων που προέρχονται από τα κράτη μέλη. Λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις αυτές, και αφού αξιολογήσει τις υποψηφιότητες που θα υποβληθούν, η Επιτροπή θα προτείνει στις αρμόδιες αρχές μία ή περισσότερες τοποθεσίες. Βάσει της εν λόγω πρότασης, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επιλέξουν μία έδρα το αργότερο έξι μήνες μετά την έγκριση του παρόντος κανονισμού.

ε) Διαφάνεια

Ο Οργανισμός υιοθετεί τους κανόνες που αφορούν τη διαφάνεια και την πρόσβαση στα έγγραφα κατ' εφαρμογή των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που λαμβάνονται στο πλαίσιο του άρθρου 255 της Συνθήκης ΕΚ.

3. Επιλογη τησ νομικησ βασησ

Το άρθρο 71 παράγραφος 1 αποτελεί τη νομική βάση του προτεινόμενου κανονισμού, και είναι συνεπές με το στόχο της πρότασης και με το σύνολο της νομοθεσίας που έχει εγκριθεί ή προταθεί μέχρι σήμερα στον τομέα των σιδηροδρόμων, ιδίως όσον αφορά την ασφάλεια, με εξαίρεση τις οδηγίες περί διαλειτουργικότητας, οι οποίες εγκρίθηκαν με βάση το άρθρο 156.

4. Αιτιολογηση του προτεινομενου μετρου

Ποιοι είναι οι στόχοι προτεινόμενης δράσης ως προς τις υποχρεώσεις της Κοινότητας και ποια είναι η κοινοτική διάσταση του προβλήματος (για παράδειγμα, πόσα κράτη μέλη ενέχονται και ποια υπήρξε η μέχρι τώρα λύση);

Η Συνθήκη προβλέπει την καθιέρωση μιας κοινής πολιτικής στον τομέα των μεταφορών. Μεταξύ των μέτρων που προβλέπονται για την υλοποίηση της εν λόγω πολιτικής συγκαταλέγονται διατάξεις που σκοπό έχουν τη θέσπιση κοινών κανόνων για τον τομέα των διεθνών μεταφορών και οι διατάξεις που αποβλέπουν στη βελτίωση της ασφάλειας των μεταφορών, όπως ορίζει το άρθρο 71 παράγραφος 1. Η ίδρυση του Οργανισμού θα συμβάλει στην επίτευξη των στόχων της κοινής πολιτικής μεταφορών ανοίγοντας το δρόμο για την πραγμάτωση ενός σιδηροδρομικού χώρου χωρίς τεχνικούς φραγμούς και με υψηλά επίπεδα ασφαλείας.

Η προτεινόμενη δράση εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας ή στην από κοινού αρμοδιότητα με τα κράτη μέλη;

Ο Οργανισμός θα ασχολείται με ζητήματα αρμοδιότητας της Κοινότητας, εφόσον θα συμβάλλει στην εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας. Εκτός αυτού, θα προσφέρει και μία μόνιμη δικτύωση των εθνικών αρχών που έχουν την ευθύνη της ασφάλειας και της διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων, βασιζόμενος στις εμπειρίες τους ώστε να εκπληρώσει καλύτερα τα καθήκοντά του.

Ποια είναι η πιο αποτελεσματική λύση λαμβάνοντας υπόψη τα μέσα της Κοινότητας και των κρατών μελών;

Η θέσπιση κοινών κανόνων για τη διαλειτουργικότητα και την ασφάλεια των σιδηροδρόμων δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο σε κοινοτικό επίπεδο. Δεδομένου ότι πρόκειται για πολύ συγκεκριμένα τεχνικά καθήκοντα τα οποία εκτελούνται στο πλαίσιο ενός τομέα που βρίσκεται σε συνεχή τεχνολογική εξέλιξη, το προσφορότερο μέσο είναι ένας εξειδικευμένος οργανισμός και όχι ένα θεσμικό όργανο με γενικές αρμοδιότητες όπως η Επιτροπή.

Ποια είναι η συγκεκριμένη προστιθέμενη αξία της προτεινόμενης δράσης της Κοινότητας και ποιο θα είναι το κόστος σε περίπτωση μη ανάληψης δράσης;

Η παρακμή του σιδηροδρομικού τομέα και η ανικανότητά του να ανακτήσει μερίδια της αγοράς οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην πληθώρα μη συμβιβάσιμων εθνικών κανόνων. Η ίδρυση του Οργανισμού συνιστά ένα από τα μέσα που θα συμβάλει στην πραγμάτωση ενός ολοκληρωμένου και ανταγωνιστικού σιδηροδρομικού χώρου.

Η απουσία μιας γοργής και αποφασιστικής δράσης σε αυτό τον τομέα δεν θα απέτρεπε την περαιτέρω παρακμή του σιδηροδρομικού τομέα, ιδίως όσον αφορά τη μεταφορά εμπορευμάτων, ενώ η ανάπτυξη του συγκεκριμένου τρόπου μεταφοράς είναι μία αναγκαιότητα προκειμένου να γίνει εφικτή η βιώσιμη κινητικότητα.

Ποιες μορφές δράσης διαθέτει η Κοινότητα (σύσταση, χρηματοδοτική ενίσχυση, κανονισμός, αμοιβαία αναγνώριση);

Λαμβανομένου υπόψη του στόχου του μέτρου, ο κανονισμός αποτελεί το μόνο εφικτό μέσο για την επίτευξή του. Επιπλέον, ο κανονισμός είναι το νομοθετικό μέσο που χρησιμοποιείται συνήθως για την ίδρυση ενός Οργανισμού στην Κοινότητα.

Είναι απαραίτητη η θέσπιση ενιαίας νομοθεσίας, ή θα αρκούσε μία οδηγία που θα έθετε γενικούς στόχους και θα εναπέθετε την εκτέλεσή τους στα κράτη μέλη;

Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο σημείο, το είδος του νομοθετικού μέσου υπαγορεύεται από τον ίδιο τον χαρακτήρα του στόχου του μέτρου.

5. Σχολια επι των αρθρων

Κεφάλαιο Ι: Αρχές

Άρθρο 1

Το άρθρο αυτό κηρύσσει την ίδρυση του Οργανισμού και προσδιορίζει τους στόχους του, οι οποίοι συνίστανται στην παροχή τεχνικής υποστήριξης στην Επιτροπή και τα κράτη μέλη προκειμένου να αυξηθεί το επίπεδο διαλειτουργικότητας και ασφάλειας του ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος. Στο πλαίσιο των καθηκόντων του Οργανισμού πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι διαδικασίες διεύρυνσης και οι σιδηροδρομικές διασυνδέσεις με τρίτες χώρες.

Άρθρο 2

Το άρθρο αυτό καθορίζει τον χαρακτήρα των πράξεων του Οργανισμού, διευκρινίζοντας ότι πρόκειται είτε για συστάσεις είτε για γνωμοδοτήσεις. Το άρθρο αυτό εννοεί ότι ο Οργανισμός δεν διαθέτει αυτόνομη εξουσία λήψης αποφάσεων και ότι οι αρμοδιότητές του περιορίζονται στην πραγματοποίηση τεχνικών εργασιών για λογαριασμό της Επιτροπής και των κρατών μελών.

Άρθρο 3

Το άρθρο αυτό καθιερώνει την αρχή της συμμετοχής των επαγγελματιών του τομέα στις εργασίες που πραγματοποιεί ο Οργανισμός, καθορίζοντας ταυτόχρονα τον τρόπο συμμετοχής τους.

Άρθρο 4

Το άρθρο αυτό καθιερώνει την αρχή της διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους στο πλαίσιο της Επιτροπής Κοινωνικού Διαλόγου, αναφορικά με τις εργασίες του Οργανισμού που τους αφορούν άμεσα.

Άρθρο 5

Το άρθρο αυτό καθιερώνει την αρχή της διαβούλευσης με τους χρήστες και τους πελάτες των υπηρεσιών μεταφοράς φορτίου, αναφορικά με τις εργασίες του Οργανισμού που τους αφορούν άμεσα.

Κεφάλαιο 2: Ασφάλεια

Άρθρο 6

Το άρθρο 5 της Οδηγίας για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων προβλέπει τον προσδιορισμό Κοινών Στόχων Ασφαλείας και Κοινής Μεθοδολογίας Ασφαλείας. Στον Οργανισμό ανατίθεται η καθοδήγηση της τεχνικής επεξεργασίας των εν λόγω κειμένων.

Άρθρο 7

Το άρθρο 14 της οδηγίας για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων προβλέπει την ανάπτυξη μίας εναρμονισμένης δομής για τη χορήγηση πιστοποιητικών ασφαλείας. Στον Οργανισμό ανατίθεται η επεξεργασία μίας ενιαίας μορφής πιστοποιητικού ασφαλείας και αίτησης χορήγησης πιστοποιητικού ασφαλείας.

Άρθρο 8

Το άρθρο αυτό συνδέεται με το άρθρο 8 του σχεδίου οδηγίας για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων, που αφορά την εξέταση νέων εθνικών μέτρων ασφαλείας. Αποσαφηνίζει τον τεχνικό ρόλο που διαδραματίζει ο Οργανισμός στο πλαίσιο αυτής της εξέτασης.

Κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής, ο Οργανισμός προβαίνει σε εξέταση των εν λόγω μέτρων και υποβάλλει σχετική γνωμοδότηση στην Επιτροπή.

Άρθρο 9

Το άρθρο αυτό συνδέεται με το άρθρο 6 της πρότασης οδηγίας για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων και καθορίζει τον ρόλο του Οργανισμού στο πλαίσιο της παρακολούθησης των επιδόσεων σε θέματα που αφορούν τη σιδηροδρομική ασφάλεια.

Ο Οργανισμός επιφορτίζεται με την κατάρτιση κοινών δεικτών, καθώς και με τη συλλογή και επεξεργασία των διαθέσιμων στοιχείων. Με σκοπό τη διασφάλιση του μέγιστου βαθμού διαφάνειας, ο Οργανισμός υποβάλλει ανά διετία μία έκθεση σχετικά με τις επιδόσεις ασφαλείας του σιδηροδρομικού τομέα. Για να φέρει σε πέρας αυτά τα καθήκοντα, ο Οργανισμός συνεργάζεται με την EUROSTAT.

Άρθρο 10

Η ελευθέρωση των δικαιωμάτων πρόσβασης για τη διεθνή μεταφορά φορτίου και την κυκλοφορία των φορέων εκμετάλλευσης έξω από το κράτος μέλος στο οποίο εδρεύουν θα πρέπει να εξασφαλισθεί από τους ρυθμιστικούς φορείς της αγοράς που καθιερώνονται δυνάμει της οδηγίας 2001/14/ΕΚ. Αυτή η οδηγία, όπως και η οδηγία 2001/12/ΕΚ, προβλέπει τη δημιουργία μιας επιτροπής η οποία ενδέχεται να λαμβάνει γνώση όλων των προβλημάτων που αφορούν την πρόσβαση στην υποδομή.

Οι προαναφερόμενοι ρυθμιστικοί φορείς της αγοράς δεν σχεδιάστηκαν ούτε είναι εξοπλισμένοι για να μπορούν από μόνοι τους να κρίνουν σχετικά με τεχνικά ζητήματα που άπτονται της ασφάλειας. Όμως οι υποθέσεις για τις οποίες θα λαμβάνουν γνώση ενδέχεται να ενέχουν στοιχεία που αφορούν την ασφάλεια.

Είναι λοιπόν ουσιαστικό να δοθεί η δυνατότητα στους εθνικούς ρυθμιστικούς φορείς της αγοράς, καθώς και στις επιτροπές που αναφέρονται ανωτέρω, να ζητούν μία ανεξάρτητη τεχνική γνωμοδότηση. Ο Οργανισμός θα εκδίδει αυτή την τεχνική γνωμοδότηση το αργότερο εντός δύο μηνών.

Για λόγους διαφάνειας, η γνωμοδότηση του Οργανισμού θα δημοσιοποιείται με την μορφή μίας εκδοχής η οποία δε θα περιέχει κανένα στοιχείο που συνδέεται με το εμπορικό απόρρητο.

Άρθρο 11

Στο σημερινό πλαίσιο ελευθέρωσης των αγορών, έχει σημασία κάποια έγγραφα, όπως είναι οι άδειες των οποίων η ισχύς εκτείνεται σε όλο το έδαφος της Ένωσης, όπως και τα πιστοποιητικά ασφαλείας, να είναι προσβάσιμα στον κάθε ενδιαφερόμενο με άμεσο, απλό και διαφανή τρόπο, υπό τον όρο ότι θα τηρείται το απόρρητο των εμπορικών πληροφοριών και πάντα στο πλαίσιο του σεβασμού των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

Αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία από τη σκοπιά των εθνικών αρχών, οι οποίες θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εξακριβώνουν, εάν παραστεί ανάγκη, τη συμμόρφωση των φορέων εκμετάλλευσης που ασκούν δραστηριότητα στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους.

Για το λόγο αυτό ανατίθεται στον Οργανισμό το καθήκον να συγκεντρώνει και να θέτει στη διάθεση του κοινού, μέσω μιας ιστοθέσης, το σύνολο των σχετικών εγγράφων. Για το σκοπό αυτό, ο Οργανισμός δημιουργεί ένα δίκτυο με τους φορείς που επιφορτίζονται με την έκδοση αυτών των εγγράφων και με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών.

Κεφάλαιο 3: Διαλειτουργικότητα

Άρθρο 12

Ο Οργανισμός αποτελεί το βασικό μέσο υλοποίησης των οδηγιών 96/48/ΕΚ και 2001/16/ΕΚ περί διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων. Στο πλαίσιο αυτό, καθοδηγεί το τεχνικό έργο της εκπόνησης των Τεχνικών Προδιαγραφών Διαλειτουργικότητας. Για την εκπλήρωση του συγκεκριμένου καθήκοντος διασφαλίζει τον συνυπολογισμό των τεχνικών προόδων και της συμμόρφωσης προς τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά πρότυπα.

Οι οδηγίες 96/48/ΕΚ και 2001/16/ΕΚ για τη διαλειτουργικότητα ορίζουν ότι τα κράτη μέλη συγκροτούν οργανισμούς επιφορτισμένους με την αξιολόγηση της πιστότητας ή της καταλληλότητας χρήσης των στοιχείων και με τον έλεγχο των υποσυστημάτων ενόψει της έκδοσης της δήλωσης «ΕΚ». Έχει ουσιαστική σημασία να χρησιμοποιούν οι οργανισμοί αυτοί μία κοινή προσέγγιση και μεθοδολογία και να προβαίνουν σε ανταλλαγή των εμπειριών τους. Είναι επίσης σημαντικό να είναι ενήμεροι οι οργανισμοί αυτοί για την ανάπτυξη που σημειώνεται στη διαλειτουργικότητα και, αντιστοίχως, να μπορούν να γνωστοποιούν τις πιθανές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν κατά την εφαρμογή ορισμένων προδιαγραφών. Ανατίθεται, επομένως, στον Οργανισμό το καθήκον να οργανώνει τη συνεργασία ανάμεσα στους κοινοποιημένους οργανισμούς.

Άρθρο 13

Σε ορισμένες περιπτώσεις, ίσως θα είναι επιθυμητή η πραγματοποίηση μιας ουδέτερης αξιολόγησης της ποιότητας των εργασιών των κοινοποιημένων οργανισμών. Το κράτος μέλος που χορήγησε την έγκριση επωμίζεται την πρωταρχική ελεγκτική αρμοδιότητα και την ευθύνη των ελέγχων. Εντούτοις, ο Οργανισμός μπορεί να προβαίνει, επιπροσθέτως και κατά περίπτωση, σε άμεση επιθεώρηση κάποιου κοινοποιημένου οργανισμού. Επί του προκειμένου, δεν διαθέτει εξουσίες έναντι του οργανισμού που δέχεται την επιθεώρηση αλλά υποβάλλει σχετική έκθεση στην Επιτροπή, η οποία δικαιούται να προσφύγει ενώπιον της επιτροπής αντιπροσώπων των κρατών μελών που προβλέπεται από τις οδηγίες για τη διαλειτουργικότητα.

Άρθρο 14

Καθίσταται απαραίτητη μία διαρκής παρακολούθηση των προόδων της διαλειτουργικότητας που επιτυγχάνονται επί τόπου. Ο Οργανισμός προβαίνει σε αυτή την παρακολούθηση και υποβάλλει έκθεση ανά διετία.

Άρθρο 15

Προκειμένου να διασφαλισθεί η συνοχή των πολιτικών της Ένωσης στον τομέα των μεταφορών, είναι σημαντικό να εξασφαλισθεί ότι τα έργα υποδομής που δικαιούνται κοινοτική επιδότηση είναι πράγματι σύμφωνα, από τεχνικής άποψης, προς τους κανόνες και τους στόχους της διαλειτουργικότητας. Κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής, ο Οργανισμός ενεργεί ως φορέας τεχνικής αξιολόγησης των εν λόγω έργων.

Άρθρο 16

Το άρθρο αυτό αναφέρεται στην καθιέρωση ενός συστήματος πιστοποίησης των εργαστηρίων συντήρησης. Προκειμένου να περιοριστούν οι πορείες χωρίς φορτίο και να μειωθεί το κόστος συντήρησης, είναι απαραίτητο να έχουν τη δυνατότητα οι ιδιοκτήτες και οι χρήστες σιδηροδρομικού τροχαίου υλικού να προβαίνουν σε εργασίες συντήρησης στον τόπο όπου βρίσκεται το εν λόγω υλικό, άρα ενίοτε και εκτός των συνόρων του κράτους μέλους καταγραφής του υλικού. Για το σκοπό αυτό, πρέπει να τους παρέχονται εγγυήσεις ότι οι εργασίες συντήρησης θα διεξάγονται ορθώς από άποψης ποιότητας και ασφάλειας. Είναι λοιπόν αναγκαία η καθιέρωση ενός ευρωπαϊκού συστήματος πιστοποίησης των εργαστηρίων. Ανατίθεται στον Οργανισμό η προώθηση των προπαρασκευαστικών τεχνικών εργασιών και η διατύπωση συστάσεων.

Άρθρο 17

Τα επαγγελματικά προσόντα των οδηγών τρένων διαφέρουν σήμερα εντελώς από το ένα κράτος μέλος στο άλλο, και συναρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις ίδιες τις εταιρείες. Με στόχο την επίτευξη προόδων προς τη διαλειτουργικότητα αλλά και για να εξασφαλισθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζόμενων στον κλάδο, είναι απαραίτητος ο σταδιακός προσδιορισμός των κοινών και αναγνωρισμένων στοιχείων που υπάρχουν στα συστήματα επαγγελματικής κατάρτισης. Το σημαντικό αυτό έργο απογραφής, ανάλυσης και από κοινού αξιοποίησης των συστημάτων κατάρτισης και των τίτλων σπουδών θα πραγματοποιηθεί από τον Οργανισμό σε συνεννόηση με τους κοινωνικούς εταίρους. Μαζί με τους ενδιαφερόμενους, ο Οργανισμός θα πρέπει να επεξεργαστεί ένα σύστημα διαπίστευσης των ιδρυμάτων επαγγελματικής κατάρτισης και πιστοποίησης των πτυχίων οδηγού τρένου με σκοπό την εξασφάλιση της αναγνώρισής τους σε όλο το έδαφος της Κοινότητας. Επιπλέον, σύμφωνα με το αίτημα που εξέφρασε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο [9], ο Οργανισμός θα επιφορτισθεί με την ενθάρρυνση των ανταλλαγών προσωπικού, ειδικότερα οδηγών τρένων, μεταξύ των κρατών μελών.

[9] Ψήφισμα νομοθετικού περιεχομένου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού συμβατικού σιδηροδρομικού συστήματος (COM(1999) 617 - C5-0301/1999 - 1999/0252(COD)).

Άρθρο 18

Για να είναι εφικτή η κυκλοφορία πολλών φορέων εκμετάλλευσης πέρα από τα εθνικά σύνορα στο πλαίσιο ενός ανοικτού δικτύου, επιβάλλεται η ύπαρξη ενός κοινού συστήματος καταγραφής και καταχώρησης του υλικού το οποίο θα παρέχει στις εθνικές αρχές και στους διαχειριστές υποδομής εγγυήσεις όσον αφορά την πιστότητα του εν λόγω υλικού, καθώς και τη δυνατότητα άντλησης πληροφοριών σχετικά με αυτό το υλικό (ιδιοκτήτης, ημερομηνία και υπεύθυνος για την έναρξη εκμετάλλευσης, τεχνικά χαρακτηριστικά, κατάσταση συντήρησης...).

Δεν είναι αναγκαίο το σύστημα αυτό να είναι συγκεντρωτικό, αρκεί να υπάρχει μία ενιαία μορφή και μία διασύνδεση των βάσεων δεδομένων που θα επιτρέπει την εύκολη αναγνώριση του υλικού και την αναζήτηση των σχετικών πληροφοριών.

Ανατίθεται στον Οργανισμό η εκπόνηση μίας ενιαίας μορφής για την καταγραφή και την καταχώρηση του τροχαίου υλικού. Ο Οργανισμός απευθύνει σύσταση στην Επιτροπή η οποία, στη συνέχεια, εγκρίνει μία απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 14 της οδηγίας 96/48/ΕΚ και το άρθρο 14 της οδηγίας 2001/16/ΕΚ.

Άρθρο 19

Στο σημερινό πλαίσιο ελευθέρωσης των αγορών, έχει σημασία τα έγγραφα που πιστοποιούν την πιστότητα του εξοπλισμού να είναι προσβάσιμα στον κάθε ενδιαφερόμενο με άμεσο, απλό και διαφανή τρόπο, υπό τον όρο ότι θα τηρείται το απόρρητο των εμπορικών πληροφοριών και πάντα στο πλαίσιο του σεβασμού των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία από τη σκοπιά των εθνικών αρχών, οι οποίες θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εξακριβώνουν, εάν παραστεί ανάγκη, την πιστότητα του τροχαίου υλικού που κυκλοφορεί στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους.

Για το λόγο αυτό ανατίθεται στον Οργανισμό το καθήκον να τηρεί ένα δημόσιο μητρώο με το σύνολο των σχετικών εγγράφων. Προς το σκοπό αυτό, ο Οργανισμός δημιουργεί ένα δίκτυο με τους φορείς που επιφορτίζονται με την έκδοση των εν λόγω εγγράφων και με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών.

Κεφάλαιο 4: Μελέτες και προώθηση της καινοτομίας

Άρθρο 20

Το άρθρο αυτό ορίζει ότι ο Οργανισμός δικαιούται να αναθέτει τη διεξαγωγή μελετών σε περίπτωση που αυτό χρειαστεί για την προώθηση των εργασιών του.

Άρθρο 21

Το άρθρο αυτό παρέχει στον Οργανισμό τη δυνατότητα να προωθεί την καινοτομία στους τομείς της ασφάλειας και της διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων, ιδίως όσον αφορά τη χρήση των νέων τεχνολογιών.

Κεφάλαιο 5: Εσωτερική δομή και λειτουργία

Άρθρο 22

Το άρθρο αυτό ορίζει ότι ο Οργανισμός είναι όργανο της Κοινότητας και ότι διαθέτει την ευρύτερη δυνατή νομική ικανότητα σε όλα τα κράτη μέλη. Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να λάβουν απόφαση σχετικά με την έδρα του Οργανισμού το αργότερο έξι μήνες από την έγκριση του κανονισμού, βάσει προτάσεως της Επιτροπής. Ο Οργανισμός εκπροσωπείται από τον γενικό του διευθυντή.

Άρθρο 23

Η διάταξη αυτή ορίζει ότι, όπως και η Κοινότητα, ο Οργανισμός πρέπει να απολαμβάνει τα ίδια προνόμιακαι ασυλίες που περιγράφονται στο πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 24

Ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης που ισχύει για τους υπαλλήλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εφαρμόζεται για το προσωπικό του Οργανισμού. Μόνον ένας μικρός αριθμός ατόμων θα αποσπασθούν από τα κοινοτικά θεσμικά όργανα. Το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού θα προσληφθεί βάσει συμβάσεων ορισμένου χρόνου με κριτήριο την απαιτούμενη εμπειρογνωμοσύνη και πείρα. Είναι σημαντικό να εξασφαλισθεί μία σωστή ροή των ικανοτήτων ανάμεσα στον Οργανισμό, τις εθνικές διοικήσεις και το σιδηροδρομικό τομέα, προκειμένου να διατίθενται εμπειρογνώμονες οι οποίοι θα είναι ενήμεροι για τις τελευταίες τεχνολογικές εξελίξεις. Για το λόγο αυτό, η μέγιστη προβλεπόμενη διάρκεια των συμβάσεων με το προσωπικό θα είναι πενταετής (με εξαίρεση τον γενικό διευθυντή, βλ. άρθρο 26).

Άρθρο 25

Το άρθρο αυτό ορίζει τις αρμοδιότητες και τις εξουσίες του γενικού διευθυντού, ο οποίος δεν πρέπει να δέχεται καμία υπόδειξη από πλευράς οιασδήποτε κυβέρνησης ή οργανισμού. Ωστόσο, αποδέχεται τις υποδείξεις ή τις αιτήσεις για συνδρομή που διατυπώνει η Επιτροπή. Ο γενικός διευθυντής είναι επίσης υπεύθυνος για τη διαχείριση του Οργανισμού και, συνεπώς, αρμόδιος για την κατάρτιση και την εκτέλεση του προϋπολογισμού και του προγράμματος εργασίας, καθώς και για όλα τα ζητήματα που αφορούν το προσωπικό.

Άρθρο 26

Το άρθρο αυτό καθορίζει τους κανόνες των διορισμών στους κόλπους του Οργανισμού.

Άρθρο 27

Προκειμένου να επιτευχθεί άμεσος δημοκρατικός έλεγχος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκτός από την άσκηση των αρμοδιοτήτων του αναφορικά με τον προϋπολογισμό, δύναται να καλέσει σε ακρόαση τον γενικό διευθυντή του Οργανισμού επ' ευκαιρία της υποβολής της έκθεσης δραστηριοτήτων ή σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή.

Άρθρο 28

Το άρθρο 28 ορίζει τις αρμοδιότητες του διοικητικού συμβουλίου. Διορίζει τον γενικό διευθυντή και ασκεί εξουσίες λήψης αποφάσεων ενόψει της έγκρισης του εσωτερικού κανονισμού, του προϋπολογισμού, του προγράμματος εργασίας και της έκθεσης δραστηριοτήτων. Επιπλέον, διασφαλίζει ότι ο Οργανισμός λειτουργεί με την αναγκαία διαφάνεια και ουδετερότητα.

Άρθρο 29

Το άρθρο αυτό ορίζει ότι το εποπτικό συμβούλιο απαρτίζεται από έξι διοριζόμενους από το Συμβούλιο εκπροσώπους των κρατών μελών, έξι εκπροσώπους της Επιτροπής και τρεις ανεξάρτητες προσωπικότητες που επιλέγονται από τα υπόλοιπα μέλη του διοικητικού συμβουλίου με κριτήριο την αναγνωρισμένη εμπειρογνωμοσύνη τους στον τομέα, βάσει καταλόγου έξι υποψηφίων οι οποίοι προτείνονται από την Επιτροπή.

Από τη μία πλευρά, η σύνθεση του εποπτικού συμβουλίου αντικατοπτρίζει τον διαχωρισμό μεταξύ εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που οφείλει να διασφαλίζει την ανεξαρτησία του ρόλου του ως οργάνου άσκησης δημοκρατικού ελέγχου, δεν πρέπει να αναμειγνύεται στη λήψη αποφάσεων ενός Οργανισμού που αποτελεί σκέλος μίας εκτελεστικής εξουσίας την οποία καλείται να ελέγξει. Από την άλλη, η σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου εκφράζει την αρχή της ίσης εκπροσώπησης των φορέων εκτελεστικής εξουσίας σε κοινοτικό επίπεδο.

Προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στο διοικητικό συμβούλιο να ασκεί τα καθήκοντά του με αποτελεσματικό και υπεύθυνο τρόπο, έχει ουσιαστική σημασία η σύνθεσή του να είναι ολιγομελής.

Άρθρο 30

Το άρθρο αυτό ορίζει ότι το διοικητικό συμβούλιο εκλέγει τον πρόεδρο και τον αναπληρωτή πρόεδρό του μεταξύ των μελών του και καθορίζει τη διάρκεια της θητείας τους σε μία τριετία η οποία μπορεί να ανανεωθεί μία φορά.

Άρθρο 31

Το άρθρο αυτό αναφέρεται σε ζητήματα που αφορούν τις τακτικές και έκτακτες συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου, επισημαίνοντας συγκεκριμένα ότι σε αυτές παρίσταται ο γενικός διευθυντής.

Άρθρο 32

Το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνει τις αποφάσεις του με πλειοψηφία δύο τρίτων και κάθε μέλος του διαθέτει μία ψήφο, με εξαίρεση τους τρεις εμπειρογνώμονες, οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα ψήφου.

Άρθρο 33

Το άρθρο αυτό καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι υπάλληλοι του Οργανισμού μπορούν να πραγματοποιούν επισκέψεις στα κράτη μέλη με σκοπό την εκπλήρωση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί.

Άρθρο 34

Το καθεστώς της συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης του Οργανισμού είναι αντίστοιχο με το καθεστώς που εφαρμόζεται στην Κοινότητα, δυνάμει του άρθρου 288 της Συνθήκης.

Άρθρο 35

Ο Οργανισμός υιοθετεί ως γλώσσες εργασίας αυτές που περισσότερο χρησιμοποιούνται στον σιδηροδρομικό τομέα. Συγκεκριμένα, αυτό αντιστοιχεί στις γλώσσες εργασίας που χρησιμοποιούνται σήμερα κατά τις εργασίες για τη διαλειτουργικότητα. Προτείνεται επομένως η χρησιμοποίηση των ίδιων αυτών γλωσσών, για λόγους αποτελεσματικότητας, στο πλαίσιο των εσωτερικών εργασιών του Οργανισμού.

Άρθρο 36

Το άρθρο αυτό ορίζει ότι ο Οργανισμός θα είναι ανοικτός σε συνεργασία με ευρωπαϊκές χώρες οι οποίες έχουν συνάψει συμφωνίες με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, βάσει των οποίων έχουν εγκρίνει και εφαρμόζουν την κοινοτική νομοθεσία στον τομέα που καλύπτει ο παρών κανονισμός.

Άρθρο 37

Το άρθρο αυτό ορίζει ότι ο Οργανισμός εφαρμόζει τον κανονισμό (ΕΚ) 1049/2001 σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

Κεφάλαιο 6: Δημοσιονομικές διατάξεις

Άρθρο 38

Ο προϋπολογισμός του Οργανισμού χρηματοδοτείται κυρίως με επιδότηση της Κοινότητας. Ο Οργανισμός δύναται να εισπράττει αμοιβή για τις υπηρεσίες που παρέχει (δημοσιεύσεις, δραστηριότητες κατάρτισης και άλλες υπηρεσίες). Επιπλέον, υπάρχει η δυνατότητα συνεισφοράς των τρίτων χωρών που συμμετέχουν στις εργασίες του Οργανισμού δυνάμει του άρθρου 36.

Ο Οργανισμός πρέπει να διαθέτει επαρκή κονδύλια προϋπολογισμού για την πρόσληψη του προσωπικού του, όπως περιγράφεται ανωτέρω, για την εκτέλεση των καθηκόντων του και για την ομαλή και αποτελεσματική λειτουργία του.

Ο γενικός διευθυντής καταρτίζει προσχέδιο προϋπολογισμού, που υποβάλλεται για έγκριση στο διοικητικό συμβούλιο και ακολούθως διαβιβάζεται στην Επιτροπή, η οποία με τη σειρά της προβαίνει στην επεξεργασία του σύμφωνα με τις συνήθεις δημοσιονομικές διαδικασίες.

Άρθρο 39

Το άρθρο αυτό ορίζει ότι ο γενικός διευθυντής είναι αρμόδιος για την εκτέλεση του προϋπολογισμού. Ο δημοσιονομικός έλεγχος διασφαλίζεται από το δημοσιονομικό ελεγκτή της Επιτροπής. Το Ελεγκτικό Συνέδριο εξετάζει τους λογαριασμούς του Οργανισμού και δημοσιεύει σχετική ετήσια έκθεση. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο χορηγεί απαλλαγή στον γενικό διευθυντή σχετικά με τον προϋπολογισμό του Οργανισμού, κατόπιν συστάσεως του διοικητικού συμβουλίου.

Άρθρο 40

Το άρθρο αυτό ορίζει ότι, για την καθοδήγηση του Οργανισμού κατά την κατάρτιση και την εκτέλεση του προϋπολογισμού, θα εγκριθεί από το διοικητικό συμβούλιο ένας δημοσιονομικός κανονισμός, μετά από έγκριση της Επιτροπής και γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Άρθρο 41

Στον Οργανισμό, στους υπαλλήλους του και στους ενδεχόμενους συμβεβλημένους φορείς του έχουν εφαρμογή όλες οι κοινοτικές διατάξεις που αφορούν την καταπολέμηση της απάτης.

Κεφάλαιο 7: Γενικές και τελικές διατάξεις

Άρθρο 42

Το άρθρο αυτό προβλέπει τη σταδιακή αύξηση των δραστηριοτήτων του Οργανισμού για χρονική περίοδο δύο ετών.

Άρθρο 43

Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι, εντός πενταετίας από την έναρξη λειτουργίας του Οργανισμού, η Επιτροπή θα διεξαγάγει μία ανεξάρτητη αξιολόγηση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 44

Το άρθρο αυτό ορίζει την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού.

6. Τελικα θεματα

Ένα δημοσιονομικό δελτίο επισυνάπτεται στην παρούσα πρόταση. Η πρόταση δε συνοδεύεται από δελτίο αξιολόγησης επιπτώσεων επειδή αυτή δεν έχει άμεσο αντίκτυπο στις επιχειρήσεις.

2002/0024 (COD)

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ περί θεσπίσεως ενός Ευρωπαϊκού Οργανισμού Σιδηροδρόμων

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 71, παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής [10],

[10] ΕΕ C της , σ. .

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [11],

[11] ΕΕ C της , σ. .

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών [12],

[12] ΕΕ C της , σ. .

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης [13],

[13] ΕΕ C της , σ. .

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Η προοδευτική υλοποίηση ενός ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου δίχως σύνορα επιβάλλει την ανάληψη μιας κοινοτικής δράσης αναφορικά με τις τεχνικές ρυθμίσεις που εφαρμόζονται στον τομέα των σιδηροδρόμων, όσον αφορά τόσο τις τεχνικές πλευρές όσο και τα ζητήματα ασφαλείας, δύο πτυχές, άλλωστε, οι οποίες είναι αλληλένδετες.

(2) Η οδηγία 91/440/ΕΟΚ περί ανάπτυξης των κοινοτικών σιδηροδρόμων, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2001/12/ΕΟΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [14], προβλέπει την ελευθέρωση των δικαιωμάτων πρόσβασης στην υποδομή για κάθε κοινοτική σιδηροδρομική επιχείρηση η οποία διαθέτει άδεια και επιθυμεί να παράσχει διεθνείς υπηρεσίες μεταφοράς εμπορευμάτων.

[14] ΕΕ L 75 15.3.2001, p1.

(3) Η οδηγία 95/18/ΕΚ του Συμβουλίου περί παροχής αδειών σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις [15], όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2001/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [16], ορίζει ότι όλες οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις πρέπει να είναι κάτοχοι άδειας και ότι μία άδεια που χορηγείται σε ένα κράτος μέλος ισχύει σε όλο το έδαφος της Κοινότητας.

[15] ΕΕ L 143 της 27.6.1995, σ.70.

[16] ΕΕ L 75 της 15.3.2001, σ. 26.

(4) Η οδηγία 2001/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας της σιδηροδρομικής υποδομής, τις χρεώσεις για τη χρήση της σιδηροδρομικής υποδομής και την πιστοποίηση ασφαλείας, καθιερώνει ένα νέο πλαίσιο με στόχο τη συγκρότηση ενός ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου δίχως σύνορα.

(5) Οι διαφορές τεχνικού και επιχειρησιακού χαρακτήρα που υπάρχουν ανάμεσα στα σιδηροδρομικά συστήματα των κρατών μελών κατέστησαν στεγανές τις εθνικές σιδηροδρομικές αγορές και δεν επέτρεψαν τη δυναμική ανάπτυξη του συγκεκριμένου τομέα σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Η οδηγία 96/48/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1996, σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας [17] και η οδηγία 2001/16/ΕΚ για τη διαλειτουργικότητα του συμβατικού διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος [18] προσδιόρισαν ουσιαστικές απαιτήσεις και καθιέρωσαν έναν μηχανισμό που αποβλέπει στην εκπόνηση τεχνικών προδιαγραφών διαλειτουργικότητας υποχρεωτικής εφαρμογής.

[17] ΕΕ L 235 της 17.9.1996, σ. 6.

[18] ΕΕ L 110 της 20.4.2001, σ. 1.

(6) Η ταυτόχρονη αναζήτηση των στόχων της ασφάλειας και της διαλειτουργικότητας προϋποθέτει ένα σημαντικό τεχνικό έργο το οποίο πρέπει να καθοδηγείται από έναν εξειδικευμένο οργανισμό. Γι' αυτό προκύπτει η ανάγκη της ίδρυσης ενός Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Διαλειτουργικότητα των Σιδηροδρόμων, που θα λειτουργεί στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο και με τρόπο που σέβεται την εξισορρόπηση εξουσιών στους κόλπους της Κοινότητας. Η δημιουργία ενός τέτοιου οργανισμού θα επιτρέπει τον συνυπολογισμό, με βάση υψηλά επίπεδα εμπειρογνωμοσύνης, των στόχων της ασφάλειας και της διαλειτουργικότητας του ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού δικτύου και, επομένως, θα συμβάλει στην αναζωογόνηση του σιδηροδρομικού τομέα και στην επίτευξη των γενικότερων στόχων της κοινής πολιτικής μεταφορών.

(7) Η οδηγία .../.../ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της ... [για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων] [19] προβλέπει τον προσδιορισμό κοινών δεικτών ασφαλείας, κοινών στόχων ασφαλείας και κοινής μεθοδολογίας ασφαλείας. Για την ανάπτυξη αυτών των μέσων χρειάζεται μία ανεξάρτητη τεχνική εμπειρογνωμοσύνη.

[19] ΕΕ L...

(8) Προκειμένου να διευκολυνθούν οι διαδικασίες χορήγησης πιστοποιητικών ασφαλείας στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και με απώτερο στόχο την αμοιβαία αναγνώριση των εν λόγω πιστοποιητικών, είναι αναγκαίο να εφαρμοστεί μία σταδιακή μέθοδος αμοιβαίας αναγνώρισης του μέγιστου δυνατού αριθμού στοιχείων τους.

(9) Η οδηγία .../.../ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της ... [για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων] [20] προβλέπει την εξέταση των μέτρων ασφαλείας που λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο από τη σκοπιά της διαλειτουργικότητας. Για το σκοπό αυτό, καθίσταται απαραίτητη μία γνωμοδότηση, η οποία θα στηρίζεται σε ανεξάρτητη και ουδέτερη εμπειρογνωμοσύνη.

[20] ΕΕ L...

(10) Επί θεμάτων που άπτονται της ασφάλειας, είναι σημαντικό να διασφαλισθεί ο μέγιστος βαθμός διαφάνειας και να εξασφαλισθεί μία αποτελεσματική ροή των πληροφοριών. Επί του παρόντος δεν προβλέπεται ακόμη μία ανάλυση των επιδόσεων, η οποία θα διεξάγεται με βάση κοινούς δείκτες και θα συσχετίζει όλους τους παράγοντες του τομέα, και θα ήταν σκόπιμο να αναπτυχθεί ένα τέτοιο μέσο. Όσον αφορά τις στατιστικές πτυχές, χρειάζεται μία στενή συνεργασία με την EUROSTAT.

(11) Οι αρμόδιοι εθνικοί οργανισμοί για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων, οι ρυθμιστικοί φορείς και οι υπόλοιπες εθνικές αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ζητούν μία ανεξάρτητη τεχνική γνωμοδότηση όταν χρειάζεται να λάβουν γνώση για υποθέσεις που αφορούν πολλά κράτη μέλη.

(12) Η συντήρηση του τροχαίου υλικού συνιστά ένα σημαντικό στοιχείο του συστήματος ασφαλείας. Τη στιγμή αυτή δεν υπάρχει μία πραγματική ευρωπαϊκή αγορά στον τομέα της συντήρησης σιδηροδρομικού υλικού, ελλείψει ενός συστήματος πιστοποίησης των εργαστηρίων συντήρησης. Η κατάσταση αυτή συνεπάγεται πρόσθετο κόστος για τον τομέα και την πραγματοποίηση πορειών χωρίς φορτίο. Προκύπτει λοιπόν η ανάγκη να προχωρήσουμε στην προοδευτική εγκαθίδρυση ενός ευρωπαϊκού συστήματος πιστοποίησης των εργαστηρίων συντήρησης.

(13) Η οδηγία 2001/16/ΕΚ ορίζει ότι το αργότερο μέχρι τις 20 Απριλίου 2004 θα πρέπει να εκπονηθεί μία πρώτη ομάδα τεχνικών προδιαγραφών διαλειτουργικότητας. Η Επιτροπή ανέθεσε εντολή για την εκτέλεση αυτών των εργασιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση για τη Διαλειτουργικότητα των Σιδηροδρόμων (AEIF), στην οποία συμμετέχουν οι κατασκευαστές σιδηροδρομικού υλικού καθώς και οι φορείς εκμετάλλευσης και διαχειριστές υποδομής. Έχει σημασία η διαφύλαξη της εμπειρίας που αποκτήθηκε από τους επαγγελματίες του κλάδου στο πλαίσιο της AEIF. Η συνεχής διεξαγωγή των εργασιών, όπως και η εξέλιξη των ΤΠΔ με την πάροδο του χρόνου, προϋποθέτουν την ύπαρξη ενός μόνιμου τεχνικού πλαισίου.

(14) Η διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού δικτύου πρέπει να ενισχυθεί και η επιλογή των νέων επενδυτικών σχεδίων που χρηματοδοτούνται από την Κοινότητα πρέπει να γίνεται με κριτήριο την τήρηση του στόχου της διαλειτουργικότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις της Απόφασης αριθ. 1692/96/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1996, περί των κοινοτικών προσανατολισμών για την ανάπτυξη του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών [21].

[21] ΕΕ L 228 της 9.9.1996, σ. 1. Απόφαση τροποποιηθείσα με την Απόφαση αριθ. 1346/2001/ΕΚ (ΕΕ L 185 της 6.7.2001, σ. 1).

(15) Τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα για την οδήγηση των τρένων αποτελούν ένα σημαντικό στοιχείο τόσο για την ασφάλεια όσο και για τη διαλειτουργικότητα στην Ευρώπη. Επιπλέον, συνιστούν και προϋπόθεση για την εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζόμενων στον σιδηροδρομικό τομέα. Η προσέγγιση αυτού του ζητήματος θα πρέπει να γίνει μέσα στο υφιστάμενο πλαίσιο για τον κοινωνικό διάλογο. Ο Οργανισμός οφείλει να παράσχει την αναγκαία τεχνική υποστήριξη για το συνυπολογισμό αυτού του ζητήματος σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

(16) Η καταγραφή αποτελεί, πρώτα και κύρια, μία πράξη αναγνώρισης της ικανότητας ενός τροχαίου υλικού να κυκλοφορεί στο πλαίσιο προδιαγεγραμμένων όρων. Η καταγραφή του υλικού συνιστά αρμοδιότητα της δημόσιας αρχής και πρέπει να πραγματοποιείται με διαφάνεια και χωρίς διακρίσεις. Ο Οργανισμός οφείλει να παράσχει τεχνική υποστήριξη ενόψει της εγκαθίδρυσης ενός συστήματος καταγραφής του τροχαίου υλικού.

(17) Με στόχο τη διασφάλιση του μέγιστου βαθμού διαφάνειας και της ισότιμης πρόσβασης όλων των μερών σε χρήσιμες πληροφορίες, θα πρέπει να εξασφαλισθεί η πρόσβαση του κοινού σε όλα τα έγγραφα που αφορούν τη διαδικασία της διαλειτουργικότητας. Το ίδιο ισχύει για τις άδειες και τα πιστοποιητικά ασφαλείας. Ο Οργανισμός πρέπει να παρέχει τα μέσα για την αποτελεσματική κυκλοφορία αυτών των πληροφοριών.

(18) Η προώθηση της καινοτομίας σε θέματα που άπτονται της ασφάλειας και της διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων, ιδίως όσον αφορά τη χρήση των νέων τεχνολογιών, αποτελεί ένα σημαντικό καθήκον το οποίο ο Οργανισμός οφείλει να ενθαρρύνει.

(19) Προκειμένου να εκπληρώσει σωστά τα καθήκοντα που του ανατίθενται, ο Οργανισμός πρέπει να διαθέτει νομική προσωπικότητα και έναν αυτόνομο προϋπολογισμό ο οποίος θα χρηματοδοτείται κυρίως με επιδότηση της Κοινότητας. Για να διασφαλισθεί η ανεξαρτησία του Οργανισμού κατά τη διαχείριση των καθημερινών υποθέσεων και στο πλαίσιο των γνωμοδοτήσεων και συστάσεων που εκδίδει, είναι σημαντικό να διαθέτει ο γενικός του διευθυντής πλήρεις αρμοδιότητες και να διασφαλισθεί η ανεξαρτησία του προσωπικού του Οργανισμού.

(20) Η σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου του Οργανισμού πρέπει να αντικατοπτρίζει την ισορροπία ανάμεσα στα δύο σκέλη της κοινοτικής εκτελεστικής εξουσίας και να διασφαλίζει την αρχή της ανάληψης ευθύνης των εκτελεστικών οργάνων απέναντι στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Με βάση τους προσανατολισμούς που περιλαμβάνονται στη Λευκή Βίβλο για τη διακυβέρνηση [22] της 25ης Ιουλίου 2001, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη πρέπει, συνεπώς, να έχουν ίση εκπροσώπηση στους κόλπους ενός διοικητικού συμβουλίου το οποίο θα διαθέτει την αναγκαία εξουσία για να καταρτίζει τον προϋπολογισμό, να ελέγχει την εκτέλεσή του, να εγκρίνει τον κατάλληλο δημοσιονομικό κανονισμό, να θέτει σε εφαρμογή διαφανείς μεθόδους εργασίας ενόψει της λήψης των αποφάσεων του Οργανισμού και να διορίζει τον γενικό διευθυντή. Προκειμένου να εξασφαλισθεί η διαφάνεια κατά τη λήψη αποφάσεων από το διοικητικό συμβούλιο, κάποιοι εκπρόσωποι των ενδιαφερόμενων τομέων θα συμμετέχουν μεν στις συζητήσεις αλλά δεν θα διαθέτουν δικαίωμα ψήφου, δεδομένου ότι το δικαίωμα αυτό ανήκει αποκλειστικά στους εκπροσώπους της δημόσιας εξουσίας που θα κληθούν να γνωμοδοτήσουν ενώπιον των αρχών δημοκρατικού ελέγχου. Οι τελευταίοι διορίζονται από την Επιτροπή με κριτήριο την εμπειρογνωμοσύνη και την πείρα τους στον τομέα των σιδηροδρόμων και όχι υπό την ιδιότητα του εκπροσώπου ιδιαίτερων επαγγελματικών οργανώσεων.

[22] COM (2001)428.

(21) Οι εργασίες του Οργανισμού πρέπει να διεξάγονται στο πλαίσιο της διαφάνειας και η διαχείρισή του πρέπει να υπόκειται σε όλες τις ισχύουσες διατάξεις στους τομείς της χρηστής διαχείρισης και της καταπολέμησης της απάτης. Πρέπει να εξασφαλίζεται ο ουσιαστικός έλεγχος από πλευράς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Για το σκοπό αυτό, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει να έχει τη δυνατότητα να καλεί σε ακροάσεις τον γενικό διευθυντή του Οργανισμού.

(22) Δεδομένου ότι οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης, δηλαδή η σύσταση ενός εξειδικευμένου οργανισμού που θα αναλάβει την επεξεργασία κοινών λύσεων σε θέματα που άπτονται της ασφάλειας και της διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων, δεν μπορούν να επιτευχθούν κατά τρόπο ικανοποιητικό από τα κράτη μέλη και θα μπορούσαν συνεπώς, λόγω του συλλογικού χαρακτήρα των εργασιών που προβλέπεται να δρομολογηθούν, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα δύναται να λαμβάνει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατρανώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης. Δυνάμει της αρχής της αναλογικότητας, όπως αυτή διακηρύσσεται στο προαναφερόμενο άρθρο, οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν υπερβαίνουν το απολύτως απαραίτητο για την επίτευξη των στόχων του.

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Κεφάλαιο Ι: Αρχές

Άρθρο 1

Ίδρυση και στόχοι του Οργανισμού

1. Ο παρών κανονισμός θεσπίζει έναν Ευρωπαϊκό Οργανισμό Σιδηροδρόμων, που καλείται εφεξής "Οργανισμός".

2. Στόχοι του Οργανισμού είναι η συμβολή, σε τεχνικό επίπεδο, στην εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας που αποβλέπει στην αύξηση του επιπέδου διαλειτουργικότητας των σιδηροδρομικών συστημάτων και η ανάπτυξη μιας κοινής προσέγγισης αναφορικά με τα θέματα ασφάλειας του ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος, με σκοπό τη συμβολή στην πραγμάτωση ενός ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου δίχως σύνορα που θα εξασφαλίζει υψηλές προδιαγραφές ασφάλειας.

3. Για την επίτευξη των προαναφερόμενων στόχων, ο Οργανισμός λαμβάνει πλήρως υπόψη τη διαδικασία διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και τους ειδικούς περιορισμούς που συνεπάγονται οι σιδηροδρομικές διασυνδέσεις με τρίτες χώρες.

Άρθρο 2

Χαρακτήρας των πράξεων του Οργανισμού

Ο Οργανισμός δύναται να εγκρίνει:

α) συστάσεις προς την Επιτροπή, στο πλαίσιο της εφαρμογής των άρθρων 6, 7, 12, 14, 16, 17 και 18·

β) γνωμοδοτήσεις που διαβιβάζονται στην Επιτροπή ή στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, κατ' εφαρμογή των άρθρων 8, 10, 13 και 15.

Άρθρο 3

Συμμετοχή των επαγγελματιών του τομέα

1. Για την εκπόνηση των συστάσεων που προβλέπονται στα άρθρα 6, 7, 12, 14, 16, 17 και 18, ο Οργανισμός βασίζεται στην εμπειρογνωμοσύνη που αναπτύχθηκε από τους επαγγελματίες του τομέα, και ειδικότερα στην κεκτημένη πείρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Διαλειτουργικότητα των Σιδηροδρόμων (AEIF).

2. Για το σκοπό αυτό, μετά την έγκριση του προγράμματος εργασίας, ο Οργανισμός προβαίνει σε συγκρότηση ομάδων εργασίας σε συνεννόηση με τις επαγγελματικές οργανώσεις του κλάδου, οι οποίες του απευθύνουν σχετικές προτάσεις. Ο Οργανισμός εξακριβώνει την αντιπροσωπευτικότητα και το βαθμό διαφάνειας των εργασιών αυτών των ομάδων.

3. Ένας εκπρόσωπος του Οργανισμού προεδρεύει των ομάδων εργασίας.

Άρθρο 4

Διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους

Για τη διεξαγωγή των εργασιών που προβλέπονται στα άρθρα 6, 12 και 17, και σε περιπτώσεις όπου αυτές έχουν άμεσο αντίκτυπο στο κοινωνικό περιβάλλον ή στις συνθήκες εργασίας των εργαζόμενων στον κλάδο, ο Οργανισμός προβαίνει σε διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους στο πλαίσιο της επιτροπής κοινωνικού διαλόγου.

Η διαβούλευση αυτή διεξάγεται πριν από την υποβολή των προτάσεων του Οργανισμού στην Επιτροπή. Οι γνωμοδοτήσεις που εκδίδονται από την επιτροπή κοινωνικού διαλόγου διαβιβάζονται από τον Οργανισμό στην Επιτροπή και, στη συνέχεια, η τελευταία τις διαβιβάζει στην επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 21 της οδηγίας 2001/16/ΕΚ.

Άρθρο 5

Διαβούλευση με τους χρήστες

Για τη διεξαγωγή των εργασιών που προβλέπονται στα άρθρα 6 και 12, και σε περιπτώσεις όπου αυτές έχουν άμεσο αντίκτυπο στους πελάτες, ο Οργανισμός προβαίνει σε διαβούλευση με τις αντιπροσωπευτικές οργανώσεις των χρηστών και των πελατών των σιδηροδρομικών εμπορευματικών μεταφορών. Ο κατάλογος των οργανώσεων με τις οποίες πρέπει να διεξάγονται διαβουλεύσεις καταρτίζεται από την επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 21 της οδηγίας 2001/16/ΕΚ.

Η διαβούλευση αυτή διεξάγεται πριν από την υποβολή των προτάσεων του Οργανισμού στην Επιτροπή. Οι γνωμοδοτήσεις που εκδίδονται από τις ενδιαφερόμενες οργανώσεις διαβιβάζονται από τον Οργανισμό στην Επιτροπή και, στη συνέχεια, η τελευταία τις διαβιβάζει στην επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 21 της οδηγίας 2001/16/ΕΚ.

Κεφάλαιο 2: Ασφάλεια

Άρθρο 6

Τεχνική υποστήριξη

1. Ο Οργανισμός απευθύνει στην Επιτροπή συστάσεις σχετικά με τους κοινούς στόχους ασφαλείας και την κοινή μεθοδολογία ασφαλείας που προβλέπονται στο άρθρο 5 της οδηγίας 200./../ΕΚ [για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων].

2. Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή της επιτροπής που αναφέρεται στο άρθρο 21 της οδηγίας 200./../ΕΚ [για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων], ή κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας, ο Οργανισμός απευθύνει συστάσεις σχετικά με τη λήψη άλλων μέτρων που αφορούν την ασφάλεια.

3. Στη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου που προηγείται της υιοθέτησης των ΚΣΑ, της ΚΜΑ και των τεχνικών προδιαγραφών διαλειτουργικότητας (ΤΠΔ), καθώς και για θέματα που αφορούν το υλικό και τις υποδομές που δεν διέπονται από τις ΤΠΔ, ο Οργανισμός δύναται να απευθύνει κάθε χρήσιμη σύσταση στην Επιτροπή. Ο Οργανισμός διακριβώνει τη συνέπεια αυτών των συστάσεων προς τις ΤΠΔ που ήδη εφαρμόζονται ή που βρίσκονται σε στάδιο εκπόνησης.

4. Ο Οργανισμός υποχρεούται να υποβάλλει μία ανάλυση κόστους/οφέλους προς στήριξη των συστάσεων που απευθύνει κατ' εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

5. Ο Οργανισμός οργανώνει και διευκολύνει τη συνεργασία ανάμεσα στις αρμόδιες για την ασφάλεια εθνικές αρχές και μεταξύ των οργανισμών επιθεώρησης που ορίζονται από την οδηγία 200./../ΕΚ [για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων].

Άρθρο 7

Πιστοποιητικά ασφαλείας

Ενόψει της εφαρμογής του άρθρου 14 της οδηγίας για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων, που αφορά την εναρμόνιση των πιστοποιητικών ασφαλείας, ο Οργανισμός καταρτίζει και συνιστά μία ενιαία μορφή πιστοποιητικού ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένης μιας ηλεκτρονικής μορφής, καθώς και μία ενιαία μορφή αίτησης χορήγησης πιστοποιητικού ασφαλείας, η οποία θα συμπεριλαμβάνει τον κατάλογο των βασικών στοιχείων που πρέπει να αναγράφονται.

Άρθρο 8

Εθνικά μέτρα ασφαλείας

1. Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, ο Οργανισμός προβαίνει σε εξέταση των νέων εθνικών μέτρων ασφαλείας τα οποία διαβιβάζονται σε αυτόν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 της Οδηγίας 200./../ΕΚ [για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων].

2. Ο Οργανισμός εξετάζει κατά πόσο τα μέτρα αυτά είναι σύμφωνα προς τους ΚΣΑ και την ΚΜΑ που προσδιορίζονται από την οδηγία 200./../ΕΚ [για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων], καθώς και προς τις ισχύουσες ΤΠΔ.

3. Σε περίπτωση που ο Οργανισμός, αφού συνυπολογίσει τα σχετικά στοιχεία αιτιολόγησης που ανακοινώνει το κράτος μέλος, κρίνει ότι κάποιο από αυτά τα μέτρα δεν είναι σύμφωνο προς τους κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 2, υποβάλλει γνωμοδότηση στην Επιτροπή το αργότερο δύο μήνες μετά τη διαβίβασή τους από την Επιτροπή στον Οργανισμό.

Άρθρο 9

Παρακολούθηση των επιδόσεων σε θέματα ασφαλείας

1. Ο Οργανισμός δημιουργεί ένα δίκτυο με τις αρμόδιες για την ασφάλεια εθνικές αρχές και με τις εθνικές αρχές που είναι υπεύθυνες για τις έρευνες που προβλέπονται από την οδηγία ../../ΕΚ [για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων], προκειμένου να προσδιορίσει το περιεχόμενο των κοινών δεικτών που παρατίθενται στο Παράρτημα 1 της οδηγίας .../.../ΕΚ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της ...[για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων] [23] και να συγκεντρώσει όλα τα διαθέσιμα στοιχεία που αφορούν την ασφάλεια των σιδηροδρόμων.

[23] ΕΕ L...

2. Με βάση τους δείκτες ασφαλείας, τις εθνικές εκθέσεις με αντικείμενο την ασφάλεια και τα ατυχήματα και τις πληροφορίες που ο ίδιος διαθέτει, ο Οργανισμός υποβάλλει ανά διετία μία δημόσια έκθεση σχετικά με τις επιδόσεις ασφαλείας. Η πρώτη εξ αυτών των εκθέσεων δημοσιεύεται κατά τη διάρκεια του τρίτου έτους λειτουργίας του Οργανισμού.

3. Ο Οργανισμός στηρίζεται στα στοιχεία που συλλέγονται από την EUROSTAT και συνεργάζεται με την EUROSTAT ώστε να αποφευχθεί η κάθε πλεονάζουσα επανάληψη των εργασιών και προκειμένου να διασφαλίσει την μεθοδολογική συνέπεια των δεικτών ασφαλείας του σιδηροδρομικού τομέα με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται στους άλλους τρόπους μεταφοράς.

Άρθρο 10

Τεχνική γνωμοδότηση

1. Οι εθνικοί ρυθμιστικοί φορείς που αναφέρονται στο άρθρο 30 της οδηγίας 2001/14/ΕΚ μπορούν να ζητούν από τον Οργανισμό μία τεχνική γνωμοδότηση σχετικά με ζητήματα που άπτονται της ασφάλειας, τα οποία ενέχονται στις υποθέσεις για τις οποίες θα λαμβάνουν γνώση.

2. Οι επιτροπές που αναφέρονται στο άρθρο 35 της οδηγίας 2001/14/ΕΚ και στο άρθρο 11α της τροποποιημένης οδηγίας 91/440/ΕΚ μπορούν να ζητούν από τον Οργανισμό μία τεχνική γνωμοδότηση σχετικά με ζητήματα που άπτονται της ασφάλειας τα οποία εμπίπτουν στα αντίστοιχα πεδία αρμοδιότητάς τους.

3. Ο Οργανισμός εκδίδει σχετική γνωμοδότηση το αργότερο εντός δύο μηνών. Η γνωμοδότηση αυτή δημοσιοποιείται από τον Οργανισμό υπό μορφή μία εκδοχής απαλλαγμένης από οποιοδήποτε στοιχείο που συνδέεται με το εμπορικό ή βιομηχανικό απόρρητο.

Άρθρο 11

Δημόσιο μητρώο εγγράφων

1. Ανατίθεται στον Οργανισμό η τήρηση δημόσιου μητρώου που θα περιέχει τα ακόλουθα έγγραφα:

(α) τις άδειες που χορηγούνται σύμφωνα με την οδηγία 95/18/ΕΚ·

(β) τα πιστοποιητικά ασφαλείας που χορηγούνται σύμφωνα με την οδηγία 200./../ΕΚ [για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων]·

(γ) τα πορίσματα ερευνών που ανακοινώνονται στον Οργανισμό σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23 της οδηγίας 200./../ΕΚ [για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων]·

(δ) τις εθνικές ρυθμίσεις που κοινοποιούνται στην Επιτροπή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 της οδηγίας 200./../ΕΚ [για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων].

2. Οι εθνικές αρχές οι αρμόδιες για τη χορήγηση των εγγράφων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 κοινοποιούν στον Οργανισμό, το αργότερο εντός ενός μηνός, κάθε μεμονωμένη απόφαση που αφορά τη χορήγηση, την άρνηση χορηγήσεως ή την αφαίρεση οιουδήποτε εγγράφου. Ο Οργανισμός δικαιούται να ζητήσει τη διαβίβαση του φακέλου με την αιτιολόγηση της χορήγησης, της άρνησης χορηγήσεως ή της αφαίρεσης ενός εκ των προαναφερόμενων εγγράφων. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν τον συγκεκριμένο φάκελο στον Οργανισμό το αργότερο εντός δεκαπέντε εργάσιμων ημερών.

3. Ο Οργανισμός μπορεί να προσθέσει σε αυτή τη δημόσια βάση δεδομένων οποιοδήποτε έγγραφο ή κάθε χρήσιμη σύνδεση που αφορά τους στόχους του παρόντος κανονισμού.

Κεφάλαιο 3: Διαλειτουργικότητα

Άρθρο 12

Τεχνική υποστήριξη που προσφέρει ο Οργανισμός

1. Ο Οργανισμός συμβάλλει στην ανάπτυξη και στην εφαρμογή της διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων σύμφωνα με τις αρχές και τους ορισμούς που θεσπίζονται στις οδηγίες 96/48/ΕΚ και 2001/16/ΕΚ. Για το σκοπό αυτό, ο Οργανισμός:

α) διεξάγει, κατόπιν εντολής της Επιτροπής, τις εργασίες εκπόνησης των σχεδίων ΤΠΔ και διαβιβάζει στην Επιτροπή τα σχέδια ΤΠΔ·

β) μεριμνά για την αναθεώρηση των ΤΠΔ σε συνάρτηση με τις τεχνικές προόδους και τις εξελίξεις της αγοράς και των κοινωνικών απαιτήσεων, απευθύνοντας στην Επιτροπή προτάσεις για τα σχέδια αναπροσαρμογής των ΤΠΔ που θα κρίνει αναγκαία·

γ) μεριμνά για το συντονισμό ανάμεσα στην ανάπτυξη και την επικαιροποίηση των ΤΠΔ, αφενός, και την ανάπτυξη των ευρωπαϊκών προτύπων που καθίστανται αναγκαία για τη διαλειτουργικότητα, αφετέρου· και διατηρεί χρήσιμες επαφές με τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης·

δ) οργανώνει και διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των κοινοποιημένων οργανισμών.

Άρθρο 13

Επιθεώρηση και έλεγχος των κοινοποιημένων οργανισμών

Με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας των κρατών μελών έναντι των κοινοποιημένων οργανισμών που ορίζουν, ο Οργανισμός δικαιούται να προβαίνει, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή με δική του πρωτοβουλία, σε επιθεώρηση της ποιότητας των εργασιών των κοινοποιημένων οργανισμών. Εάν παραστεί ανάγκη, υποβάλλει γνωμοδότηση στην Επιτροπή.

Άρθρο 14

Παρακολούθηση του επιπέδου διαλειτουργικότητας

1. Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, ο Οργανισμός υποβάλλει συστάσεις σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής της διαλειτουργικότητας, διευκολύνοντας το συντονισμό μεταξύ φορέων εκμετάλλευσης και διαχειριστών υποδομής, ιδίως με σκοπό την οργάνωση της μετακίνησης των συστημάτων.

2. Ο Οργανισμός διασφαλίζει την παρακολούθηση των προόδων της διαλειτουργικότητας των σιδηροδρομικών συστημάτων. Υποβάλλει και δημοσιεύει ανά διετία μία έκθεση σχετικά με τις προόδους της διαλειτουργικότητας. Η πρώτη εξ αυτών των εκθέσεων θα υποβληθεί στη διάρκεια του δεύτερου έτους λειτουργίας του Οργανισμού.

Άρθρο 15

Διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού δικτύου

Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, ο Οργανισμός εξετάζει υπό το πρίσμα της διαλειτουργικότητας κάθε σχέδιο κατασκευής έργων υποδομής που αποτελεί αντικείμενο αιτήσεως για κοινοτική επιχορήγηση. Ο Οργανισμός εκδίδει σχετική γνωμοδότηση το αργότερο εντός ενός μηνός.

Άρθρο 16

Πιστοποίηση των εργαστηρίων συντήρησης

Ο Οργανισμός καθιερώνει ένα σύστημα πιστοποίησης των εργαστηρίων συντήρησης του τροχαίου υλικού και διατυπώνει συστάσεις ενόψει της δημιουργίας ενός τέτοιου συστήματος.

Άρθρο 17

Επαγγελματικά προσόντα

1. Ο Οργανισμός καταρτίζει κατάλογο των βασικών προσόντων που απαιτούνται για την οδήγηση των τρένων, καθώς και των υφιστάμενων συστημάτων επαγγελματικής κατάρτισης. Διαχωρίζει τα γενικά προσόντα που απαιτούνται για τον χειρισμό των βασικών τύπων τροχαίου υλικού από τα προσόντα που απαιτούνται ειδικότερα για την κάθε γραμμή και το κάθε είδους υλικό.

2. Όσον αφορά τα γενικά προσόντα, ο Οργανισμός καταρτίζει, για κάθε βασικό τύπο υλικού, έναν κατάλογο των ελάχιστων προσόντων και της επαγγελματικής κατάρτισης που χρειάζεται να έχουν οι οδηγοί τρένων προκειμένου να εγγυηθούν την ασφάλεια της οδήγησης.

3. Ο Οργανισμός διατυπώνει συστάσεις ενόψει της καθιέρωσης ενός συστήματος διαπίστευσης των ιδρυμάτων επαγγελματικής κατάρτισης και πιστοποίησης των τίτλων σπουδών που χορηγούν.

4. Ο Οργανισμός ενθαρρύνει και στηρίζει τις ανταλλαγές οδηγών τρένων και επιμορφωτών μεταξύ σιδηροδρομικών επιχειρήσεων που εδρεύουν σε διαφορετικά κράτη μέλη.

Άρθρο 18

Καταγραφή του υλικού

Ο Οργανισμός εκπονεί και συνιστά στην Επιτροπή μία ενιαία μορφή για την καταγραφή και την καταχώρηση του τροχαίου υλικού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 της οδηγίας 96/8/ΕΚ και του άρθρου 14 της οδηγίας 2001/16/ΕΚ.

Άρθρο 19

Μητρώο των εγγράφων διαλειτουργικότητας

1. Ο Οργανισμός τηρεί δημόσιο μητρώο που θα περιέχει τα ακόλουθα έγγραφα, τα οποία καθιερώνονται από τις οδηγίες 2001/16/ΕΚ και 96/48/ΕΚ:

(α) τις δηλώσεις ελέγχου των υποσυστημάτων·

(β) τις δηλώσεις πιστότητας των στοιχείων·

(γ) τις εγκρίσεις για τη θέση σε λειτουργία, συμπεριλαμβανομένων των αριθμών μητρώου που συνοδεύουν τη συγκεκριμένη θέση σε λειτουργία του υλικού·

(δ) τα μητρώα των υποδομών και του τροχαίου υλικού.

2. Οι αρμόδιοι φορείς διαβιβάζουν τα προαναφερόμενα έγγραφα στον Οργανισμό, ο οποίος καθορίζει τις πρακτικές λεπτομέρειες της κοινοποίησής τους.

3. Ο Οργανισμός συγκροτεί μία ηλεκτρονική βάση δεδομένων, η οποία θα περιέχει αυτά τα έγγραφα. Η συγκεκριμένη βάση δεδομένων είναι προσπελάσιμη στο κοινό μέσω μιας ιστοθέσης.

Κεφάλαιο 4: Μελέτες και προώθηση της καινοτομίας

Άρθρο 20

Μελέτες

Σε περιπτώσεις όπου η εκπλήρωση των καθηκόντων που του ανατίθενται δυνάμει του παρόντος κανονισμού το επιβάλλει, ο Οργανισμός μπορεί να διεξάγει μελέτες τις οποίες χρηματοδοτεί με τον ίδιο του τον προϋπολογισμό.

Άρθρο 21

Προώθηση της καινοτομίας

Η επιτροπή μπορεί να αναθέτει στον Οργανισμό το καθήκον να προωθεί τις καινοτομίες οι οποίες στοχεύουν στη βελτίωση της διαλειτουργικότητας και της ασφάλειας των σιδηροδρόμων, ιδίως σε ό,τι αφορά τη χρήση των νέων τεχνολογιών των πληροφοριών και των συστημάτων καθορισμού θέσεως και παρακολούθησης πορείας.

Κεφάλαιο 5: Εσωτερική δομή και λειτουργία

Άρθρο 22

Νομικό καθεστώς, έδρα

1. Ο Οργανισμός είναι όργανο της Κοινότητας και αποτελεί νομικό πρόσωπο.

2. Η έδρα του Οργανισμού αποφασίζεται από τις αρμόδιες αρχές το αργότερο έξι μήνες μετά την έγκριση του παρόντος κανονισμού, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής.

3. Σε κάθε κράτος μέλος, ο Οργανισμός απολαμβάνει της ευρύτερης νομικής ικανότητας που αναγνωρίζεται σε νομικά πρόσωπα στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας. Ειδικότερα, ο Οργανισμός δύναται να αποκτά ή να διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου.

4. Ο οργανισμός εκπροσωπείται από τον γενικό διευθυντή του.

Άρθρο 23

Προνόμια και ασυλίες

Το πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εφαρμόζεται στον Οργανισμό καθώς και στο προσωπικό του.

Άρθρο 24

Προσωπικό

1. Το προσωπικό του Οργανισμού υπάγεται στους κανόνες και κανονισμούς που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους και τα λοιπά μέλη του προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Το διοικητικό συμβούλιο, σε συμφωνία με την Επιτροπή, αποφασίζει τις αναγκαίες λεπτομέρειες εφαρμογής.

2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 26, ο Οργανισμός ασκεί, όσον αφορά το προσωπικό του, τις εξουσίες που ανατίθενται στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και στην αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων αρχή από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, καθώς και από το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού.

3. Με την επιφύλαξη του άρθρου 26 παράγραφος 1, το προσωπικό του Οργανισμού αποτελείται από έκτακτους υπαλλήλους οι οποίοι προσλαμβάνονται από τον Οργανισμό για μέγιστη διάρκεια πέντε ετών. Αυτοί οι έκτακτοι υπάλληλοι συνίστανται:

- σε υπαλλήλους που προσλαμβάνονται μεταξύ των επαγγελματιών του κλάδου με κριτήριο τα προσόντα και την πείρα τους σε θέματα που άπτονται της ασφάλειας και της διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων·

- σε υπαλλήλους που προσλαμβάνονται μεταξύ των μονίμων υπαλλήλων της Επιτροπής, οι οποίοι τοποθετούνται ή αποσπώνται για την εκτέλεση καθηκόντων πλαισίωσης ή διαχείρισης·

- σε άλλους υπαλλήλους που υπάγονται στο καθεστώς που εφαρμόζεται στους λοιπούς υπαλλήλους, οι οποίοι προσλαμβάνονται για εκτελεστικά ή γραμματειακά καθήκοντα.

4. Οι εμπειρογνώμονες οι οποίοι συμμετέχουν στις ομάδες εργασίας που οργανώνονται από τον Οργανισμό δεν είναι μέλη του προσωπικού του. Ο Οργανισμός καταβάλλει τα έξοδα μετακίνησης και διαμονής τους σύμφωνα με τους κανόνες και τις κλίμακες τιμών που καθορίζει το διοικητικό συμβούλιο.

Άρθρο 25

Καθήκοντα και αρμοδιότητες του γενικού διευθυντή

1. Ο Οργανισμός διοικείται από τον γενικό διευθυντή του. Ο γενικός διευθυντής είναι αρμόδιος για την τρέχουσα διαχείριση του Οργανισμού και ενεργεί με πλήρη ανεξαρτησία. Δεν ζητά ούτε δέχεται καμία υπόδειξη από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή άλλον οργανισμό ή επιχείρηση.

2. Ο γενικός διευθυντής:

(α) καταρτίζει το πρόγραμμα εργασίας το οποίο υποβάλλει στο διοικητικό συμβούλιο, κατόπιν συμφωνίας της Επιτροπής·

(β) λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση του προγράμματος εργασίας. Ανταποκρίνεται σε κάθε αίτηση παροχής βοήθειας εκ μέρους της Επιτροπής·

(γ) λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, ιδίως την υιοθέτηση εσωτερικών διοικητικών οδηγιών και τη δημοσίευση ανακοινώσεων, προκειμένου να διασφαλίζεται η λειτουργία του Οργανισμού σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό·

(δ) οργανώνει ένα αποτελεσματικό σύστημα παρακολούθησης προκειμένου να καταστεί δυνατή η σύγκριση των επιτευγμάτων του Οργανισμού με τους επιχειρησιακούς του στόχους και, σε αυτή τη βάση, εκπονεί ετησίως σχέδιο γενικής έκθεσης το οποίο υποβάλλει στο διοικητικό συμβούλιο·

(ε) θεσπίζει μία πρακτική τακτικής αξιολόγησης, η οποία να αντιστοιχεί στα αναγνωρισμένα επαγγελματικά πρότυπα·

(στ') ασκεί ως προς το προσωπικό τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στο άρθρο 23, παράγραφος 2.

(ζ) καταρτίζει καταστάσεις προβλέψεων εσόδων και δαπανών του Οργανισμού, κατ' εφαρμογή του άρθρου 38, και εκτελεί τον προϋπολογισμό κατ' εφαρμογή του άρθρου 39.

3. Ο γενικός διευθυντής δύναται να επικουρείται από έναν ή περισσότερους προϊσταμένους μονάδας. Δε δικαιούται να εκχωρεί τις αρμοδιότητες που του παρέχονται.

Άρθρο 26

Διορισμός των υπαλλήλων του Οργανισμού

1. Ο γενικός διευθυντής του Οργανισμού διορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής. Το διοικητικό συμβούλιο έχει το δικαίωμα παύσης του γενικού διευθυντή και αποφασίζει κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής Η θητεία του γενικού διευθυντή είναι πενταετής και δύναται να ανανεωθεί μία φορά, για μέγιστη διάρκεια δύο ετών.

2. Ο γενικός διευθυντής διορίζει τα υπόλοιπα μέλη του προσωπικού του Οργανισμού σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζονται στο άρθρο 23 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 27

Ακρόαση του γενικού διευθυντή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο γενικός διευθυντής υποβάλλει ετησίως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μία γενική έκθεση δραστηριοτήτων του Οργανισμού. Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δύναται ανά πάσα στιγμή να καλέσει σε ακρόαση το γενικό διευθυντή για κάποιο θέμα που αφορά τις δραστηριότητες του Οργανισμού.

Άρθρο 28

Σύσταση και αρμοδιότητες του διοικητικού συμβουλίου

1. Ο Οργανισμός διαθέτει διοικητικό συμβούλιο.

2. Το διοικητικό συμβούλιο:

α) διορίζει το γενικό διευθυντή, κατ' εφαρμογή του άρθρου 26·

β) εγκρίνει πριν από την 31η Μαρτίου κάθε έτους τη γενική έκθεση του Οργανισμού για το προηγούμενο έτος και τη διαβιβάζει στην Επιτροπή, το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο·

γ) υιοθετεί πριν από την 30ή Οκτωβρίου κάθε έτους το πρόγραμμα εργασίας του Οργανισμού για το επόμενο έτος και το διαβιβάζει στην Επιτροπή, το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο·

δ) εγκρίνει τον τελικό προϋπολογισμό του Οργανισμού πριν από την έναρξη του οικονομικού έτους, προσαρμόζοντάς τον, εάν παραστεί ανάγκη, σε συνάρτηση με την κοινοτική συνεισφορά και τα λοιπά έσοδα του Οργανισμού·

ε) ασκεί τα καθήκοντά του που αφορούν τον προϋπολογισμό του Οργανισμού, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του κεφαλαίου 6·

στ') ασκεί τον πειθαρχικό έλεγχο επί του γενικού διευθυντή και μεριμνά ώστε οι εργασίες του Οργανισμού να διεξάγονται με την αναγκαία διαφάνεια και ουδετερότητα.

Άρθρο 29

Σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου

1. Το διοικητικό συμβούλιο απαρτίζεται από:

- Έξι εκπροσώπους του Συμβουλίου

- Έξι εκπροσώπους της Επιτροπής

- Τρεις ανεξάρτητες προσωπικότητες, χωρίς δικαίωμα ψήφου, που διορίζονται από την Επιτροπή με κριτήριο την αναγνωρισμένη εμπειρογνωμοσύνη τους στον τομέα

2. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή διορίζουν τους εκπροσώπους τους, καθώς και τους αναπληρωτές τους, οι οποίοι θα τους εκπροσωπούν με δικαίωμα ψήφου σε περίπτωση απουσίας τους. Η διάρκεια της θητείας των μελών του διοικητικού συμβουλίου είναι πενταετής. Η θητεία τους δύναται να ανανεωθεί μία φορά.

Άρθρο 30

Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου

1. Το διοικητικό συμβούλιο εκλέγει μεταξύ των μελών του τον πρόεδρο και τον αναπληρωτή πρόεδρό του. Ο αναπληρωτής πρόεδρος αντικαθιστά αυτεπάγγελτα τον πρόεδρο όταν ο τελευταίος δεν είναι σε θέση να ασκεί τα καθήκοντά του.

2. Η διάρκεια της θητείας του προέδρου και του αναπληρωτή προέδρου είναι τριετής και λήγει, σε κάθε περίπτωση, εάν απολέσουν την ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου. Η θητεία τους δύναται να ανανεωθεί μία φορά.

Άρθρο 31

Συνεδριάσεις

1. Οι συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου συγκαλούνται από τον πρόεδρό του. Ο γενικός διευθυντής του Οργανισμού συμμετέχει στις συζητήσεις.

2. Το διοικητικό συμβούλιο συνεδριάζει τουλάχιστον δύο φορές ετησίως. Επίσης, συνέρχεται κατόπιν πρωτοβουλίας του προέδρου του, ή εάν το ζητήσει η Επιτροπή ή η πλειοψηφία των μελών του.

Άρθρο 32

Ψηφοφορία

Το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνει τις αποφάσεις του με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών που έχουν δικαίωμα ψήφου. Το κάθε μέλος του διαθέτει μία ψήφο, με εξαίρεση τις τρεις ανεξάρτητες προσωπικότητες και το γενικό διευθυντή, που δεν έχουν δικαίωμα ψήφου.

Άρθρο 33

Επισκέψεις στα κράτη μέλη

1. Για την εκπλήρωση των στόχων που του έχουν ανατεθεί δυνάμει των άρθρων 8, 9, 10, 13 και 15, ο Οργανισμός δύναται να πραγματοποιεί, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, επισκέψεις στα κράτη μέλη. Για την ομαλή εξέλιξη των επισκέψεων, οι εθνικές αρχές των κρατών μελών διευκολύνουν την εργασία του προσωπικού του Οργανισμού. Οι υπάλληλοι του Οργανισμού δικαιούνται:

α) να εξετάζουν φακέλους, δεδομένα, πρακτικά και κάθε άλλο συναφές έγγραφο που αφορά την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας για τη διαλειτουργικότητα και την ασφάλεια των σιδηροδρόμων·

β) να κάνουν αντίγραφα του συνόλου ή μέρους των προαναφερόμενων φακέλων, δεδομένων, πρακτικών και κάθε άλλου εγγράφου·

γ) να ζητούν επί τόπου προφορικές εξηγήσεις·

δ) να εισέρχονται σε κάθε κτίριο, έκταση γης ή μεταφορικό μέσο.

2. Ο Οργανισμός ενημερώνει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος αναφορικά με τη σχεδιαζόμενη επίσκεψη, την ταυτότητα των εξουσιοδοτημένων υπαλλήλων καθώς και την ημερομηνία έναρξης της επίσκεψης. Οι εξουσιοδοτημένοι για την πραγματοποίηση αυτών των επισκέψεων υπάλληλοι του Οργανισμού ασκούν τις αρμοδιότητές τους με την παρουσίαση απόφασης του γενικού διευθυντή του Οργανισμού, στην οποία προσδιορίζονται το αντικείμενο και οι στόχοι της αποστολής τους.

3. Με την αποπεράτωση κάθε επίσκεψης, και αφού ακούσει τους επισκεπτόμενους φορείς, ο Οργανισμός συντάσσει έκθεση την οποία διαβιβάζει στην Επιτροπή και στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.

Άρθρο 34

Ευθύνη

1. Η συμβατική ευθύνη του Οργανισμού διέπεται από τη νομοθεσία που εφαρμόζεται στην εν λόγω σύμβαση.

2. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι αρμόδιο για τη λήψη αποφάσεων δυνάμει οιασδήποτε ρήτρας διαιτησίας που περιλαμβάνεται σε σύμβαση που συνάπτει ο Οργανισμός.

3. Σε περίπτωση εξωσυμβατικής ευθύνης, ο Οργανισμός καταβάλλει αποζημίωση για κάθε ζημία που προκλήθηκε από τις υπηρεσίες ή το προσωπικό του κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα επιμέρους δίκαια των κρατών μελών.

4. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι αρμόδιο για τις διαφορές που αφορούν την αποζημίωση των ζημιών που αναφέρονται στην παράγραφο 3.

5. Η προσωπική ευθύνη των υπαλλήλων έναντι του Οργανισμού διέπεται από τις διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ή του καθεστώτος που εφαρμόζεται σε αυτούς.

Άρθρο 35

Γλώσσες

1. Οι γλώσσες που χρησιμοποιούνται στις εσωτερικές εργασίες του Οργανισμού είναι η αγγλική, η γαλλική και η γερμανική. Τα κράτη μέλη μπορούν να απευθύνονται στον Οργανισμό στην κοινοτική γλώσσα της επιλογής τους.

2. Οι μεταφραστικές εργασίες που απαιτούνται για τη λειτουργία του Οργανισμού εκτελούνται από το κέντρο μετάφρασης των οργάνων της Ένωσης.

Άρθρο 36

Συμμετοχή τρίτων χωρών

1. Ο Οργανισμός είναι ανοικτός στη συνεργασία με τρίτες χώρες οι οποίες έχουν συνάψει συμφωνίες με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, βάσει των οποίων έχουν εγκρίνει και εφαρμόζουν την κοινοτική νομοθεσία στον τομέα που καλύπτει ο παρών κανονισμός.

2. Βάσει των σχετικών διατάξεων των εν λόγω συμφωνιών, θα θεσπισθούν ρυθμίσεις οι οποίες θα προσδιορίζουν τον τρόπο συμμετοχής αυτών των χωρών στις εργασίες του Οργανισμού, ειδικότερα δε όσον αφορά τη φύση και την έκταση αυτής της συμμετοχής. Πιο συγκεκριμένα, οι εν λόγω ρυθμίσεις θα περιλαμβάνουν διατάξεις σχετικά με τις οικονομικές συνεισφορές και το προσωπικό. Ενδέχεται να προβλέπουν την εκπροσώπηση αυτών των χωρών στο διοικητικό συμβούλιο, δίχως δικαίωμα ψήφου.

Άρθρο 37

Διαφάνεια

Ο κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής εφαρμόζεται αναφορικά με τα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή του Οργανισμού.

Το διοικητικό συμβούλιο θα λάβει τα πρακτικά μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001.

Κεφάλαιο 6: Δημοσιονομικές διατάξεις

Άρθρο 38

Προϋπολογισμός

1. Τα έσοδα του Οργανισμού προέρχονται από:

- συνεισφορά της Κοινότητας·

- ενδεχόμενη συνεισφορά των τρίτων χωρών που συμμετέχουν στις εργασίες του Οργανισμού δυνάμει του άρθρου 35·

- τα τέλη για δημοσιεύσεις, δραστηριότητες κατάρτισης και κάθε άλλη υπηρεσία που παρέχει ο Οργανισμός.

2. Τα έξοδα του Οργανισμού περιλαμβάνουν τις δαπάνες προσωπικού, τις διοικητικές δαπάνες, τα έξοδα υποδομής και τις λειτουργικές δαπάνες.

3. Ο γενικός διευθυντής καταρτίζει κατάσταση προβλέψεων εσόδων και δαπανών του Οργανισμού για το επόμενο οικονομικό έτος, την οποία διαβιβάζει στο διοικητικό συμβούλιο συνοδευόμενη από πίνακα προσωπικού.

4. Τα έσοδα και οι δαπάνες πρέπει να ισοσκελίζονται.

5. Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει, το αργότερο μέχρι την 31η Μαρτίου, το σχέδιο προϋπολογισμού για το επόμενο οικονομικό έτος και το διαβιβάζει στην Επιτροπή, η οποία εγγράφει στη βάση αυτή τις αντίστοιχες εκτιμήσεις στο προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που υποβάλλει στο Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 272 της Συνθήκης.

6. Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει, το αργότερο μέχρι την 15η Ιανουαρίου του σχετικού οικονομικού έτους, τον προϋπολογισμό του Οργανισμού, προσαρμόζοντάς τον εν ανάγκη στην κοινοτική επιδότηση που αποφασίζεται από την αρμόδια επί του προϋπολογισμού αρχή.

Άρθρο 39

Εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού

1. Ο γενικός διευθυντής εκτελεί τον προϋπολογισμό του Οργανισμού.

2. Ο δημοσιονομικός ελεγκτής της Επιτροπής διενεργεί τον έλεγχο της ανάληψης υποχρέωσης και της πληρωμής όλων των δαπανών, καθώς και τον έλεγχο της ύπαρξης και της είσπραξης όλων των εσόδων του Οργανισμού.

3. Το αργότερο έως την 31η Μαρτίου κάθε έτους, ο γενικός διευθυντής υποβάλλει στην Επιτροπή, στο διοικητικό συμβούλιο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο αναλυτικούς λογαριασμούς όλων των εσόδων και δαπανών του προηγούμενου οικονομικού έτους.

Το Ελεγκτικό Συνέδριο ελέγχει τους λογαριασμούς αυτούς, κατ' εφαρμογή του άρθρου 248 της Συνθήκης. Δημοσιεύει ετήσια έκθεση για τις δραστηριότητες του Οργανισμού.

4. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατόπιν συστάσεως του διοικητικού συμβουλίου, χορηγεί απαλλαγή στο γενικό διευθυντή του Οργανισμού όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού.

Άρθρο 40

Δημοσιονομικός κανονισμός

Μετά από συμφωνία της Επιτροπής και γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει το δημοσιονομικό κανονισμό του Οργανισμού, ο οποίος προσδιορίζει συγκεκριμένα την ακολουθητέα διαδικασία για την κατάρτιση και την εκτέλεση του προϋπολογισμού του Οργανισμού, κατ' εφαρμογή του άρθρου 142 του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 41

Καταπολέμηση της απάτης

1. Με σκοπό την καταπολέμηση της απάτης, της δωροδοκίας και άλλων παράνομων ενεργειών, εφαρμόζονται χωρίς περιορισμούς οι διατάξεις του κανονισμού αριθ. 1073/1999 [24] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF).

[24] ΕΕ L 136 της 31ης Μαΐου 1999.

2. Ο Οργανισμός προσχωρεί στη διοργανική συμφωνία [25] της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και θεσπίζει αμέσως τις αναγκαίες προς το σκοπό αυτό ρυθμίσεις, οι οποίες εφαρμόζονται σε όλους τους υπαλλήλους του Οργανισμού.

[25] ΕΕ L 136 της 31ης Μαΐου 1999.

3. Για κάθε απόφαση χρηματοδότησης, καθώς και για τις συμφωνίες και τα μέσα εφαρμογής που συνεπάγονται, υπάρχει ρητή πρόβλεψη πως το Ελεγκτικό Συνέδριο και η OLAF δικαιούνται, εν ανάγκη, να διενεργούν επί τόπου ελέγχους στους δικαιούχους των πιστώσεων του Οργανισμού.

Κεφάλαιο 7: Γενικές και τελικές διατάξεις

Άρθρο 42

Έναρξη των δραστηριοτήτων του Οργανισμού

Ο οργανισμός θα τεθεί σε επιχειρησιακή λειτουργία εντός διαστήματος 24 μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 43

Αξιολόγηση

Εντός πέντε ετών από την έναρξη λειτουργίας του Οργανισμού, η Επιτροπή διεξάγει μία αξιολόγηση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, των επιτευγμάτων του Οργανισμού και των μεθόδων εργασίας του. Στο πλαίσιο αυτής της αξιολόγησης λαμβάνεται υπόψη η γνώμη των εκπροσώπων του επαγγελματικού κλάδου, των κοινωνικών εταίρων και των οργανώσεων των πελατών. Τα πορίσματα της αξιολόγησης πρέπει να δημοσιοποιούνται. Η Επιτροπή προτείνει, εάν παραστεί ανάγκη, μία τροποποίηση του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 44

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, ...

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

1. ΓΡΑΜΜΗ(ΕΣ) ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ + ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ (ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΣ)

Δημιουργείται μια νέα γραμμή του προϋπολογισμού B2-703 υπό τον τίτλο B2-7 «Μεταφορές».

Η γραμμή αυτή επαναχρησιμοποιεί τις πιστώσεις για τη διαλειτουργικότητα που εγγράφονται στις γραμμές του προϋπολογισμού B2-704 και B5-700 (επιχορηγήσεις στην AEIF).

2. ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

2.1 Συνολικό ποσό για τη δράση (τμήμα Β): δεν εφαρμόζεται

2.2 Περίοδος εφαρμογής: από το 2004

2.3 Εκτιμώμενες πολυετείς συνολικές δαπάνες:

α) Χρονοδιάγραμμα πιστώσεων για αναλήψεις υποχρεώσεων / πιστώσεων πληρωμών (χρηματοδοτικές παρεμβάσεις) (βλ. σημείο 6.1.1)

εκατ. ευρώ (μέχρι τρίτο δεκαδικό)

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

β) Τεχνική και διοικητική βοήθεια (ΤΔΒ) και δαπάνες στήριξης (ΔΣ) (βλ. σημείο 6.1.2)

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Δεν εφαρμόζεται

γ) Συνολική δημοσιονομική επίπτωση του ανθρώπινου δυναμικού και άλλων λειτουργικών δαπανών (βλ. σημεία 7.2 και 7.3)

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

2.4 Συμβατότητα με τον χρηματοοικονομικό προγραμματισμό και τις δημοσιονομικές προοπτικές

|X| Πρόταση σύμφωνη προς τον υφιστάμενο χρηματοοικονομικό προγραμματισμό

| | Η παρούσα πρόταση απαιτεί αναδιάρθρωση της αντίστοιχης κατηγορίας των δημοσιονομικών προοπτικών,

| | συμπεριλαμβανομένης, εάν χρειαστεί, της προσφυγής στις διατάξεις της διοργανικής συμφωνίας.

2.5 Δημοσιονομική επίπτωση επί των εσόδων

| | Καμία δημοσιονομική επίπτωση (αφορά τεχνικές πλευρές της εφαρμογής ενός μέτρου)

|X| Δημοσιονομική επίπτωση - Το αποτέλεσμα επί των εσόδων είναι το ακόλουθο:

Ενδέχεται να υπάρξουν έσοδα από συνεισφορές τρίτων χωρών ή από τη δημοσίευση εγγράφων. Τα έσοδα αυτά, ωστόσο, δεν μπορούν ακόμη να προσδιορισθούν ποσοτικώς στην παρούσα φάση. Το ύψος των συγκεκριμένων εσόδων θα είναι μάλλον χαμηλό σε σχέση με τον προϋπολογισμό του Οργανισμού. Για το λόγο αυτό, το σύνολο των δαπανών που αναφέρονται στη συνέχεια θα καλύπτεται από μία συνεισφορά της Κοινότητας.

- Σημείωση: όλες οι διευκρινίσεις και παρατηρήσεις που αναφέρονται στη μέθοδο υπολογισμού της επίπτωσης επί των εσόδων πρέπει να περιληφθούν σε χωριστό φύλλο το οποίο επισυνάπτεται στο παρόν δημοσιονομικό δελτίο...

εκατ. ευρώ (μέχρι πρώτο δεκαδικό)

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

(Περιγραφή της κάθε σχετικής γραμμής του προϋπολογισμού, με προσθήκη του κατάλληλου αριθμού γραμμών στον πίνακα σε περίπτωση που η επίπτωση εμπίπτει σε πολλές γραμμές του προϋπολογισμού)

3. ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

4. ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ

Συνθήκη ΕΚ: άρθρο 71, παράγραφος 1.

5. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ

5.1 Αναγκαιότητα μιας κοινοτικής παρέμβασης [26]

[26] Για περισσότερες πληροφορίες, βλέπε το χωριστό έγγραφο προσανατολισμού.

Στη Λευκή Βίβλο με τίτλο "Η ευρωπαϊκή πολιτική μεταφορών με ορίζοντα το έτος 2010: η ώρα των επιλογών" [27], η Επιτροπή ανήγγειλε ότι το 2001 θα υπέβαλλε πρόταση, στο πλαίσιο μίας νέας δέσμης μέτρων, για δημιουργία μίας κοινοτικής διάρθρωσης στον τομέα της ασφάλειας και διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων.

[27] COM(2001)370, σ. 31.

Το 2001, η Επιτροπή διεξήγαγε μία μελέτη [28] σχετικά με την εξωτερική ανάθεση ορισμένων καθηκόντων, τα οποία επιφορτίζεται σήμερα η Γενική Διεύθυνση Ενέργειας και Μεταφορών. Η συγκεκριμένη μελέτη αφορά ειδικότερα την ανάπτυξη τεχνικών προδιαγραφών στον τομέα των σιδηροδρόμων και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα καθήκοντα αυτά, που δεν εμπίπτουν στην άμεση αρμοδιότητα της Επιτροπής αλλά εντάσσονται, παρ' όλα αυτά, στο πεδίο ευθύνης της δημόσιας αρχής, πρέπει να ανατίθενται σε έναν εξειδικευμένο οργανισμό.

[28] Μελέτη αριθ. 3CE.

Η ίδρυση του Οργανισμού αιτιολογείται καταρχάς από την αναγκαιότητα κοινοτικής παρέμβασης σε θέματα που άπτονται της ασφάλειας των σιδηροδρόμων. Οι προτεινόμενες μορφές παρέμβασης βασίζονται σε ένα σχέδιο οδηγίας για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων και στο παρόν σχέδιο για ίδρυση ενός Οργανισμού. Η οδηγία για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων προσδιορίζει τις αρχές και το πλαίσιο για την προσέγγιση των συστημάτων ασφαλείας, παραπέμποντας στον Οργανισμό για το έργο ανάλυσης και τεχνικής επεξεργασίας των κοινοτικών μέτρων. Πράγματι, η Κοινότητα δεν θα ήταν σε θέση να παρεμβαίνει σε αυτό τον τομέα δίχως την υποστήριξη μιας ανεξάρτητης τεχνικής διάρθρωσης, η οποία θα προσφέρει υψηλά επίπεδα εμπειρογνωμοσύνης, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα την ουδετερότητα αυτής της εμπειρογνωμοσύνης έναντι των φορέων της αγοράς και των εθνικών αρχών.

Κατά το παρελθόν, υπήρχε η δυνατότητα αντιμετώπισης του προβλήματος της ασφάλειας των σιδηροδρόμων αποκλειστικά σε εθνικό επίπεδο, στο βαθμό που οι εθνικές αγορές δεν ήταν ανοικτές. Όμως η σταδιακή ελευθέρωση των δικαιωμάτων πρόσβασης στη σιδηροδρομική υποδομή από το ένα κράτος μέλος στο άλλο δημιουργεί την ανάγκη να υπάρχει μία κοινή προσέγγιση των θεμάτων που άπτονται της ασφάλειας, και αυτό για δύο λόγους. Πρώτα απ' όλα, διότι χρειάζεται να διασφαλισθούν υψηλές προδιαγραφές ασφαλείας στους κόλπους μίας αγοράς στην οποία δραστηριοποιείται ένας μεγαλύτερος αριθμός παραγόντων. Έπειτα, διότι είναι ανάγκη να δοθεί η δυνατότητα ουσιαστικής αξιοποίησης των δικαιωμάτων πρόσβασης στην υποδομή, αποτρέποντας το ενδεχόμενο οι ασύμβατοι μεταξύ τους εθνικοί κανόνες ασφαλείας να αποτελέσουν ήδη εξ αρχής έναν νέο φραγμό.

Η ίδρυση του Οργανισμού αιτιολογείται επίσης από την ανάγκη επιτάχυνσης της διαδικασίας της διαλειτουργικότητας με τη διάθεση σταθερών και επαρκών μέσων. Πράγματι, μετά το τέλος της φάσης εκκίνησης των εργασιών και λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος των καθηκόντων ενόψει της εφαρμογής της οδηγίας 2001/16/ΕΚ για τη διαλειτουργικότητα των συμβατικών σιδηροδρομικών συστημάτων, κρίνεται απαραίτητη η ύπαρξη μίας μόνιμης τεχνικής διάρθρωσης η οποία θα διαθέτει επαρκή μέσα ώστε να μπορεί να καθοδηγεί και να συντονίζει, μαζί με τους παράγοντες της βιομηχανίας, τους φορείς εκμετάλλευσης και τους διαχειριστές υποδομής, το έργο της εκπόνησης των Τεχνικών Προδιαγραφών Διαλειτουργικότητας και, στη συνέχεια, τη διαδικασία εφαρμογής τους.

Σήμερα, οι εργασίες που προσβλέπουν στην εφαρμογή των οδηγιών 96/48/ΕΚ και 2001/16/ΕΚ για τη διαλειτουργικότητα δρομολογούνται μέσω της ανάθεσης επιμέρους εντολών στην Ευρωπαϊκή Ένωση για τη Διαλειτουργικότητα των Σιδηροδρόμων (AEIF). Η μέθοδος αυτή αποδείχθηκε κατάλληλη για την εκκίνηση της διαδικασίας αλλά θα πρέπει στο εξής να εξελιχθεί προς μία μονιμότερη λύση, με τη συμμετοχή μεγαλύτερου αριθμού παραγόντων. Διατηρήθηκε μεν η αρχή της άμεσης συμμετοχής των παραγόντων της βιομηχανίας και των φορέων εκμετάλλευσης στη διαδικασία εκπόνησης των Τεχνικών Προδιαγραφών Διαλειτουργικότητας, αλλά τώρα διατίθενται περισσότερα μέσα.

Τέλος, είναι απολύτως αιτιολογημένη η από κοινού ενασχόληση με τα ζητήματα της διαλειτουργικότητας και της ασφάλειας των σιδηροδρόμων, δεδομένου ότι οι δύο πλευρές είναι στενά αλληλένδετες. Πράγματι, η ασφάλεια αποτελεί ουσιαστική απαίτηση των τεχνικών προδιαγραφών διαλειτουργικότητας και πρέπει, επομένως, να συνυπολογίζεται άμεσα κατά τη διαδικασία εκπόνησης των εν λόγω προδιαγραφών. Αντίστοιχα, η ύπαρξη ασύμβατων μεταξύ τους κανόνων ασφαλείας ενδέχεται να αποτελέσει μείζονος σημασίας εμπόδιο για την επίτευξη της διαλειτουργικότητας του υλικού. Και στις δύο περιπτώσεις, άλλωστε, οι προβαλλόμενες απαιτήσεις λαμβάνουν την ίδια μορφή: αυτή των τεχνικών προδιαγραφών και των ευρωπαϊκών προτύπων.

Τα προτεινόμενα μέτρα αφορούν το σύνολο των ευρωπαίων πολιτών, δεδομένου ότι συμβάλλουν στην προώθηση της πολιτικής για βιώσιμη κινητικότητα. Ειδικότερα, τα μέτρα αυτά αφορούν τη βιομηχανική πελατεία ή τους ιδιώτες πελάτες του σιδηροδρομικού τομέα, εφόσον καθιστούν ανταγωνιστικότερο αυτό τον τρόπο μεταφοράς και διασφαλίζουν υψηλές προδιαγραφές ασφαλείας. Τέλος, αφορούν άμεσα τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, τους διαχειριστές σιδηροδρομικής υποδομής και τους κατασκευαστές σιδηροδρομικού υλικού.

Αναφορικά με τους τελευταίους, αναμένεται ότι η προσέγγιση των τεχνικών προδιαγραφών και των προτύπων ασφαλείας θα οδηγήσει τελικώς στη μείωση του κόστους κατασκευής και συντήρησης του σιδηροδρομικού υλικού παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα σημαντικής αύξησης της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας. Η ευρωπαϊκή αγορά σιδηροδρομικού εξοπλισμού αντιπροσωπεύει 13 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Όμως στην περίπτωση αυτού του εξοπλισμού, η εσωτερική αγορά δεν έχει ακόμη πλήρως υλοποιηθεί λόγω των υφιστάμενων τεχνικών διαφορών σε εθνικό επίπεδο. Προσφέροντας μία ισχυρή ώθηση στη διαδικασία της διαλειτουργικότητας, ο Οργανισμός θα συμβάλλει στην επιτάχυνση αυτής της διαδικασίας και στη συρρίκνωση του κόστους του σιδηροδρομικού υλικού. Οι επαγγελματίες του κλάδου (UNIFE) τάσσονται υπέρ του σχεδίου ίδρυσης ενός οργανισμού επειδή θεωρούν ότι αυτός αποτελεί ένα απαραίτητο μέσο για την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς στον τομέα του σιδηροδρομικού εξοπλισμού.

Εκτός αυτού, η περαιτέρω τυποποίηση των υλικών χάρη στις προδιαγραφές που θα εκπονήσει ο Οργανισμός θα προσφέρει τη δυνατότητα αύξησης της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας στην παγκόσμια αγορά. Οι ευρωπαίοι κατασκευαστές καλύπτουν το 60% της παγκόσμιας παραγωγής και απασχολούν στην Ευρώπη περίπου 130.000 άτομα. Πρόκειται συνεπώς για έναν εξαγωγικό τομέα ιδιάζουσας σημασίας για την ευρωπαϊκή βιομηχανία.

Τέλος, ο Οργανισμός θα βοηθήσει να εξασφαλισθεί το γεγονός ότι τα δημόσια κονδύλια που διατίθενται για τον σιδηροδρομικό τομέα (πάνω από 35 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως), συμπεριλαμβανομένων των κοινοτικών πιστώσεων, θα επενδύονται σε έργα τα οποία είναι σύμφωνα προς τους στόχους της κοινής πολιτικής μεταφορών, ιδίως στον τομέα της ασφάλειας και της διαλειτουργικότητας.

Καλύτερη διάθεση των κοινοτικών πιστώσεων που προορίζονται για τον σιδηροδρομικό τομέα

Η Κοινότητα δαπανά περίπου 2,6 δις ευρώ ετησίως για τη χρηματοδότηση έργων στον σιδηροδρομικό τομέα (Διευρωπαϊκά Δίκτυα, Ταμείο Συνοχής, διαρθρωτικά ταμεία, ISPA, Έρευνα...).

Ο ετήσιος προϋπολογισμός του Οργανισμού αντιπροσωπεύει λιγότερο του 0,6% του προαναφερθέντος ποσού και θα επιτρέψει μία πολύ αποδοτικότερη χρησιμοποίηση των κοινοτικών πόρων, εφόσον θα διασφαλίζει τη διαλειτουργικότητα των χρηματοδοτούμενων έργων.

5.2 Προβλεπόμενες δράσεις και διαδικασίες δημοσιονομικής παρέμβασης

Πρόκειται για τη θέσπιση ενός κοινοτικού οργανισμού επιφορτισμένου με την προώθηση των εργασιών που αφορούν τη διαλειτουργικότητα και την ασφάλεια των σιδηροδρόμων. Ο συγκεκριμένος οργανισμός πρέπει να τεθεί σε επιχειρησιακή λειτουργία το 2005, μετά από ένα έτος αφιερωμένο στην εγκατάσταση και την αύξηση των δραστηριοτήτων, στη διάρκεια του 2004.

5.3 Διαδικασίες εφαρμογής

δεν εφαρμόζεται

6. ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΠΤΩΣΗ -

6.1 Συνολική δημοσιονομική επίπτωση επί του τμήματος Β (για όλη την περίοδο προγραμματισμού)

(Ο τρόπος υπολογισμού των συνολικών ποσών που παρατίθενται στον παρακάτω πίνακα εξηγείται με την κατανομή που εμφανίζεται στον πίνακα 6.2.)

6.1.1 Δημοσιονομική παρέμβαση ΠΑΥ σε εκατ. EUR (μέχρι τρίτο δεκαδικό)

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Δεν εφαρμόζεται

6.2. Υπολογισμός των δαπανών για κάθε προβλεπόμενο μέτρο στο τμήμα Β (για όλη την περίοδο προγραμματισμού) [29]

[29] Για περισσότερες πληροφορίες, βλέπε το χωριστό έγγραφο προσανατολισμού.

Ο Οργανισμός θα συσταθεί σε τρία στάδια. Οι έξι πρώτοι μήνες (πρώτο εξάμηνο του 2004) θα διατεθούν για την εγκατάσταση του Οργανισμού, την εκμίσθωση γραφείων, τις πρώτες προσλήψεις μέρους του προσωπικού, την εγκατάσταση του αναγκαίου εξοπλισμού και τη δημιουργία της κατάλληλης υποδομής πληροφορικής για τη διαχείριση των βάσεων δεδομένων.

Κατά τη διάρκεια του δεύτερου σταδίου (το δεύτερο εξάμηνο του 2004), ο Οργανισμός θα αναλάβει εκ νέου την ευθύνη των διεξαγόμενων εργασιών εκπόνησης των ΤΠΔ και θα εγκαθιδρύσει το σύστημα παρακολούθησης της ασφάλειας των σιδηροδρόμων και των προόδων της διαλειτουργικότητας.

Ο Οργανισμός θα βρίσκεται σε πλήρη επιχειρησιακή λειτουργία πριν από τα τέλη του 2005, αναλαμβάνοντας το σύνολο των αρμοδιοτήτων που του ανατίθενται σύμφωνα με τον κανονισμό.

Εκτίμηση των δαπανών όταν ο Οργανισμός θα βρίσκεται σε πλήρη επιχειρησιακή λειτουργία

α) Ανθρώπινο δυναμικό

Το προσωπικό του Οργανισμού θα αποτελείται από υπαλλήλους υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, οι οποίοι θα υπάγονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης που ισχύει για τους υπαλλήλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Οι υπάλληλοι αυτοί θα προσλαμβάνονται βάσει συμβάσεων ορισμένου χρόνου, προκειμένου να διατίθενται εμπειρογνώμονες με αναγνωρισμένη πείρα στον τομέα και ενήμεροι για τις τελευταίες βιομηχανικές και τεχνολογικές εξελίξεις.

Επιπλέον, προβλέπεται η απόσπαση στον Οργανισμό μικρού αριθμού υπαλλήλων της Επιτροπής με σκοπό την πλαισίωσή του με την αναγκαία διοικητική και νομική πείρα και την εξασφάλιση αποτελεσματικής συνεργασίας.

Το αναγκαίο συνολικό προσωπικό εκτιμάται σε 98 υπαλλήλους [30] (βλέπε πίνακα κατωτέρω). Η εκτίμηση αυτή στηρίζεται στην αποκτηθείσα πείρα κατά τις πρώτες εργασίες για τη διαλειτουργικότητα [31], καθώς και σε μία σύγκριση με άλλους οργανισμούς (όπως ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια των Αερομεταφορών).

[30] Ως μέτρο σύγκρισης, αναφέρουμε ότι ο Οργανισμός για την Ασφάλεια των Αερομεταφορών προβλέπει ένα προσωπικό αποτελούμενο από 151 μόνιμους υπαλλήλους.

[31] Το κόστος για τη μόνιμη διάρθρωση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη Διαλειτουργικότητα των Σιδηροδρόμων για το 2001 (15 άτομα) υπολογίστηκε σε 2.359.200 EUR.

Οι συνολικές ετήσιες δαπάνες για το προσωπικό πλήρους απασχόλησης και την εγκατάστασή του εκτιμώνται σε 10,584 εκατ. ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη ως μέσο κόστος αυτό που ισχύει για το προσωπικό της Επιτροπής, ήτοι 0,108 εκατ. ευρώ ετησίως, στο οποίο περιλαμβάνονται οι δαπάνες για κτιριακές εγκαταστάσεις καθώς και οι συναφείς διοικητικές δαπάνες (ταχυδρομικά έξοδα, τηλεπικοινωνίες, ΤΠ κ.λπ.).

ΠΙΝΑΚΑΣ: Εκτίμηση του ανθρώπινου δυναμικού - Κατανομή ανά τομέα δραστηριότητας και ανά κατηγορία (υπόθεση για τον Οργανισμό σε πλήρη επιχειρησιακή λειτουργία)

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

β) Δαπάνες εξοπλισμού

Τα πρώτα χρόνια, τα παρεπόμενα έξοδα για την αγορά κινητών αγαθών θα είναι υψηλά. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στον εξοπλισμό πληροφορικής που είναι αναγκαίος για τη διαχείριση των βάσεων δεδομένων και της ιστοθέσης που διασφαλίζει την προσπέλασή τους από το κοινό.

Οι ετήσιες δαπάνες εξοπλισμού, εκτός εξοπλισμού πληροφορικής, πρέπει να ανέρχονται σε 0,35 εκατ. ευρώ το πρώτο έτος (εγκατάσταση, επίπλωση...), σε 0,3 εκατ. ευρώ το δεύτερο έτος και σε 0,1 εκατ. ευρώ από το τρίτο έτος και μετά.

Για την αγορά και την εγκατάσταση του κεντρικού εξοπλισμού πληροφορικής [32], την έναρξη λειτουργίας των βάσεων δεδομένων και την ανάπτυξη της ιστοθέσης του Οργανισμού, προβλέπεται ένα ποσό ύψους 0,7 εκατ. ευρώ για το πρώτο έτος και 0,3 εκατ. ευρώ για το δεύτερο έτος. Πρόκειται για το στάδιο ανάπτυξης του Οργανισμού. Στη συνέχεια, η διαχείριση των βάσεων δεδομένων ανατίθεται στο προσωπικό του Οργανισμού.

[32] Πρόκειται αποκλειστικά για διακομιστές και άλλα στοιχεία κεντρικού εξοπλισμού, εφόσον ο εφοδιασμός του προσωπικού με ηλεκτρονικούς υπολογιστές συνυπολογίζεται στις δαπάνες προσωπικού.

γ) Λειτουργικές δαπάνες

- Δημοσιεύσεις: για τη δημοσίευση των ετήσιων εκθέσεων του Οργανισμού (ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων του Οργανισμού, εκθέσεις για την πρόοδο της διαλειτουργικότητας και της ασφάλειας), προβλέπεται ένα ποσό ύψους 0,2 εκατ. ευρώ για το δεύτερο έτος και μετέπειτα.

- Μεταφράσεις: με σκοπό τη μείωση του κόστους και την επίσπευση των προθεσμιών των μεταφράσεων, οι ενδοϋπηρεσιακές εργασίες του Οργανισμού και τα έγγραφα που απευθύνονται στην Επιτροπή θα συντάσσονται αποκλειστικά στη μία ή την άλλη γλώσσα εργασίας. Θα χρειαστούν, ωστόσο, μεταφράσεις για τα έγγραφα που προέρχονται από τα κράτη μέλη και τα έγγραφα που αποστέλλονται στα κράτη μέλη. Το κόστος των συγκεκριμένων μεταφράσεων θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένο στην τρέχουσα πρακτική. Προβλέπεται ένα ποσό ύψους 0,2 εκατ. ευρώ για το δεύτερο έτος και μετέπειτα (0,1 εκατ. ευρώ για το πρώτο έτος).

- Επικοινωνίες, διασκέψεις και αποστολές (εκτός ιστοθέσης): η εγκαθίδρυση του Οργανισμού προϋποθέτει ένα στάδιο αμοιβαίας εκμάθησης μεταξύ όλων των παραγόντων, προκειμένου να διασφαλισθεί μία στενή και μόνιμη συνεργασία ανάμεσα στον Οργανισμό και τους εθνικούς φορείς που είναι αρμόδιοι για την ασφάλεια και την τυποποίηση. Για την κάλυψη αυτών των δαπανών, προβλέπεται ένα ετήσιο ποσό ύψους 0,2 εκατ. ευρώ (0,1 εκατ. ευρώ για το πρώτο έτος).

- Λειτουργία της ιστοθέσης του Οργανισμού: η ανάθεση της λειτουργίας της ιστοθέσης του Οργανισμού σε έναν παροχέα υπηρεσιών προϋποθέτει μία δαπάνη η οποία υπολογίζεται σε 0,2 εκατ. EUR από το δεύτερο έτος και μετά.

- Αποστολές: για την εκπλήρωση ορισμένων καθηκόντων που ανατίθενται στον Οργανισμό, προβλέπεται η πραγματοποίηση επισκέψεων στα κράτη μέλη. Για τα έξοδα μετακίνησης που συνεπάγονται οι εν λόγω αποστολές, προβλέπεται ένα ποσό ύψους 0,1 εκατ. EUR για το πρώτο έτος και 0,3 εκατ. EUR για τα επόμενα έτη.

δ) Χρηματοδότηση των συνεδριάσεων εμπειρογνωμόνων

Για την εκπόνηση των σχεδίων των τεχνικών προδιαγραφών διαλειτουργικότητας και των κοινών μέτρων στον τομέα της ασφάλειας, ο Οργανισμός θα πρέπει να υποστηρίζεται από ομάδες εμπειρογνωμόνων που προέρχονται από τα κράτη μέλη. Είναι λοιπόν αναγκαίο να ασκεί άμεσο έλεγχο στον αναγκαίο προϋπολογισμό για τη διεξαγωγή αυτών των συνεδριάσεων και να έχει τη δυνατότητα να τον διαθέτει από μόνος του προκειμένου να διασφαλίσει τη διαφανή και αποδοτική απορρόφηση αυτών των πιστώσεων. Ο Οργανισμός θα καταβάλλει τα έξοδα μετακίνησης και διαμονής των εμπειρογνωμόνων σύμφωνα με τους κανόνες και τις κλίμακες τιμών που θα καθορίζει το διοικητικό συμβούλιο.

Σήμερα, στον τομέα της διαλειτουργικότητας, οι συνεδριάσεις εμπειρογνωμόνων που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Διαλειτουργικότητα των Σιδηροδρόμων (AEIF) συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω επιδοτήσεων που χορηγούνται στην AEIF στο πλαίσιο μιας σύμβασης συνεργασίας. Το κόστος αυτών των συνεδριάσεων εκτιμάται σε 19.600 ευρώ για την κάθε συνεδρίαση (12 εμπειρογνώμονες επί 2 ημέρες, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων μετακίνησης και διαμονής).

Από το δεύτερο έτος και μετά, οι ετήσιες επιδοτήσεις που χορηγούνται στην AEIF θα καταργηθούν και θα αντικατασταθούν με μία επιχορήγηση ύψους 1,1 εκατ. ευρώ στον προϋπολογισμό του Οργανισμού.

Για τις ομάδες εμπειρογνωμόνων που συμμετέχουν στις εργασίες στον τομέα της ασφάλειας, προβλέπεται από το δεύτερο έτος και μετά ένα ποσό ύψους 0,6 εκατ. ευρώ

Για το πρώτο έτος, προβλέπεται μία συνολική επιχορήγηση ύψους 0,35 εκατ. ευρώ για όλες τις εργασίες των ομάδων εμπειρογνωμόνων.

ε) Μελέτες

Για την κάλυψη των αναγκών στον τομέα των μελετών, ο οποίος αναφέρεται στο άρθρο 20, προβλέπεται ένα κονδύλιο ύψους 1 εκατ. ευρώ από το δεύτερο έτος και μετά.

Συνοπτικοί πίνακες εκτίμησης των δαπανών:

α) ανά είδος δραστηριότητας (2006)

ΠΑΥ σε εκατ. ευρώ (τρέχουσες τιμές)

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

β) ανά είδος δαπάνης

ΠΑΥ σε εκατ. ευρώ (τρέχουσες τιμές)

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Η παρούσα δημοσιονομική εκτίμηση παρέχει λεπτομερείς πληροφορίες για το στάδιο εκκίνησης, μέχρι το έτος ν+3. Η αναπροσαρμογή του ύψους της σημερινής και της μελλοντικής χρηματοδότησης θα αποτελέσει αντικείμενο αξιολόγησης στη διάρκεια του έτους ν+3 προκειμένου να εξακριβωθεί εάν η χρηματοδότηση για τα έτη ν+4 και μετέπειτα θα είναι ενδεδειγμένη.

7. ΕΠΙΠΤΩΣΗ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ

7.1. Επίπτωση στο ανθρώπινο δυναμικό

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

7.2 Συνολική δημοσιονομική επίπτωση του ανθρώπινου δυναμικού

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Τα ποσά αντιστοιχούν στις συνολικές δαπάνες επί 12 μήνες.

7.3 Άλλες λειτουργικές δαπάνες που απορρέουν από τη δράση

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Τα ποσά αντιστοιχούν στις συνολικές δαπάνες της δράσης επί 12 μήνες.

(1) Να διευκρινισθεί το είδος της επιτροπής, καθώς και η ομάδα στην οποία εντάσσεται.

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

8. ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

8.1 Σύστημα παρακολούθησης

Η παρακολούθηση του Οργανισμού θα εξασφαλίζεται με βάση την ετήσια έκθεση που θα εγκρίνει το διοικητικό συμβούλιο αναφορικά με το προηγούμενο έτος, καθώς και με το πρόγραμμα εργασίας για το επόμενο έτος. Τα δύο έγγραφα θα διαβιβάζονται στα κράτη μέλη, στην Επιτροπή, στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

8.2 Μέθοδοι και περιοδικότητα της προβλεπόμενης αξιολόγησης

Η λειτουργία του Οργανισμού θα αποτελεί αντικείμενο εμπεριστατωμένης αξιολόγησης σε τακτά χρονικά διαστήματα, σύμφωνα με τους κανόνες και τις πρακτικές της Κοινότητας. Μία πρώτη αξιολόγηση θα πραγματοποιηθεί 5 έτη μετά την ίδρυση του Οργανισμού. Η διαδικασία αξιολόγησης και τα αντίστοιχα πορίσματα θα προσφέρουν αποδεικτικά στοιχεία και θα οδηγούν σε συστάσεις με στόχο την επανεξέταση τόσο του βασικού κανονισμού όσο και των πρακτικών που εφαρμόζονται στον Οργανισμό. Τα πορίσματα της αξιολόγησης θα κοινοποιούνται.

9. ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΑΤΗΣ

Ο γενικός διευθυντής θα υποβάλλει ετησίως στην Επιτροπή, στο διοικητικό συμβούλιο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο τους λεπτομερείς λογαριασμούς που αφορούν το σύνολο των εσόδων και των δαπανών του προηγούμενου οικονομικού έτους. Επιπλέον, η υπηρεσία εσωτερικού ελέγχου της Επιτροπής θα παρέχει τη συνδρομή της στη διαχείριση των χρηματοπιστωτικών πράξεων του Οργανισμού, ελέγχοντας τους κινδύνους, διακριβώνοντας την τήρηση των κανόνων μέσω της έκδοσης ανεξάρτητης γνωμοδότησης αναφορικά με την ποιότητα των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου και απευθύνοντας συστάσεις ενόψει της βελτίωσης της αποτελεσματικότητας και της ουσιαστικής πραγμάτωσης των πράξεων, καθώς και με στόχο τη διασφάλιση της ορθολογικής χρήσης των πόρων του Οργανισμού.

Κατόπιν συμφωνίας της Επιτροπής και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο Οργανισμός θα εγκρίνει τον δημοσιονομικό του κανονισμό. Ο Οργανισμός θα καθιερώσει ένα σύστημα εσωτερικού ελέγχου ανάλογο με αυτό που υιοθετήθηκε από την Επιτροπή στο πλαίσιο της ίδιας της τής αναδιάρθρωσης.

Το προσωπικό το οποίο υπάγεται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Επιτροπής θα συνεργάζεται με την OLAF στο πλαίσιο της καταπολέμησης της απάτης.

Το Ελεγκτικό Συνέδριο θα εξετάζει τους λογαριασμούς του Οργανισμού κατ' εφαρμογή του άρθρου 248 της Συνθήκης, και θα δημοσιεύει ετήσια έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες του Οργανισμού.

Top