This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 32001L0023
Council Directive 2001/23/EC of 12 March 2001 on the approximation of the laws of the Member States relating to the safeguarding of employees' rights in the event of transfers of undertakings, businesses or parts of undertakings or businesses
Οδηγία 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων
Οδηγία 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων
ΕΕ L 82 της 22/03/2001, p. 16–20
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV) Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση
(CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO, HR)
In force: This act has been changed. Current consolidated version: 09/10/2015
Οδηγία 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 082 της 22/03/2001 σ. 0016 - 0020
Οδηγία 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου της 12ης Μαρτίου 2001 περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 94, την πρόταση της Επιτροπής, τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου(1), τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(2), Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Η οδηγία 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων(3) έχει τροποποιηθεί κατά τρόπο ουσιαστικό(4). Θα πρέπει, επομένως, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, να κωδικοποιηθεί η εν λόγω οδηγία. (2) Η οικονομική εξέλιξη επιφέρει επί εθνικού και κοινοτικού επιπέδου μεταβολές στη διάρθρωση των επιχειρήσεων που πραγματοποιούνται διά μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων σε άλλους επιχειρηματίες που προκύπτουν από μεταβιβάσεις ή συγχωνεύσεις. (3) Είναι απαραίτητη η θέσπιση διατάξεων για την προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αλλαγής του επιχειρηματικού φορέα, και ιδιαίτερα προς εξασφάλιση της διατηρήσεως των δικαιωμάτων τους. (4) Υφίστανται διαφορές στα κράτη μέλη όσον αφορά την έκταση της προστασίας των εργαζομένων σ' αυτό τον τομέα και είναι σκόπιμο να μειωθούν αυτές οι διαφορές. (5) Ο κοινοτικός χάρτης των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, που εγκρίθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 1989 ("κοινωνικός χάρτης"), ορίζει στα σημεία 7, 17 και 18 ότι: "Η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς πρέπει να οδηγήσει σε βελτίωση των συνθηκών διαβίβασης και εργασίας των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Η βελτίωση αυτή πρέπει, επίσης, να επιφέρει, όπου είναι αναγκαίο, την ανάπτυξη ορισμένων πλευρών της εργατικής νομοθεσίας, όπως οι διαδικασίες ομαδικών απολύσεων ή οι διαδικασίες πτώχευσης. Η πληροφόρηση, η διαβούλευση και η συμμετοχή των εργαζομένων πρέπει να αναπτυχθούν με τον κατάλληλο τρόπο, σύμφωνα με τα κρατούντα στα διάφορα κράτη μέλη. Η εν λόγω πληροφόρηση, διαβούλευση και συμμετοχή πρέπει να πραγματοποιούνται εγκαίρως, ιδίως όταν πραγματοποιούνται αναδιαρθρώσεις ή συγχωνεύσεις επιχειρήσεων που έχουν αντίκτυπο στην απασχόληση εργαζομένων". (6) Το 1977 το Συμβούλιο εξέδωσε την οδηγία 77/187/ΕΟΚ που προωθεί την εναρμόνιση των σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων εθνικών νομοθεσιών και απαιτεί από τους εκχωρητές και τους εκδοχείς να ενημερώνουν τους εκπροσώπους των εργαζομένων και να προβαίνουν εγκαίρως σε διαβουλεύσεις με αυτούς. (7) Η οδηγία αυτή τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, ώστε να ευθυγραμμισθεί προς τις συνέπειες της εσωτερικής αγοράς, τις τάσεις της νομοθεσίας των κρατών μελών όσον αφορά τη διάσωση επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες, τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, την οδηγία 75/129/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις(5), και την ήδη ισχύουσα στα περισσότερα κράτη μέλη νομοθεσία. (8) Η ασφάλεια και η διαφάνεια του δικαίου απαίτησαν να διευκρινιστεί η έννοια της μεταβίβασης με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου. Η διευκρίνιση αυτή δεν τροποποίησε το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ, σύμφωνα με την ερμηνεία του Δικαστηρίου. (9) Ο κοινωνικός χάρτης αναγνωρίζει τη σημασία της καταπολέμησης κάθε μορφής διακρίσεων, ιδίως των διακρίσεων που βασίζονται στο φύλο, το χρώμα, τη φυλή, τις πεποιθήσεις και το θρήσκευμα. (10) Η παρούσα οδηγία δεν πρέπει να θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών που αναφέρονται στο παράρτημα Ι τμήμα Β, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ: ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί Άρθρο 1 1. α) Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης σε άλλον εργοδότη, ως αποτέλεσμα νομικής μεταβίβασης ή συγχώνευσης. β) Υπό την επιφύλαξη του στοιχείου α) και των ακολούθων διατάξεων του παρόντος άρθρου, θεωρείται ως μεταβίβαση, κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας. γ) Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε δημόσιες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι οποίες ασκούν κερδοσκοπικές ή μη οικονομικές δραστηριότητες. Η διοικητική αναδιοργάνωση δημοσίων διοικητικών αρχών ή η μεταβίβαση διοικητικών καθηκόντων μεταξύ δημοσίων διοικητικών αρχών δεν θεωρείται ως μεταβίβαση κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας. 2. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται όταν και εφόσον η μεταβιβαστέα επιχείρηση, η εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης ευρίσκεται στο πεδίο εδαφικής εφαρμογής της συνθήκης. 3. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στα ποντοπόρα σκάφη. Άρθρο 2 1. Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως: α) "εκχωρητής": κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που λόγω μιας μεταβιβάσεως κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης· β) "εκδοχέας": κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που, λόγω μεταβιβάσεως κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης· γ) "εκπρόσωποι των εργαζομένων" και συναφείς εκφράσεις: οι εκπρόσωποι των εργαζομένων που προβλέπονται από τις νομοθεσίες ή τις πρακτικές των κρατών μελών· δ) "εργαζόμενος": πρόσωπο το οποίο, στο οικείο κράτος μέλος, προστατεύεται ως εργαζόμενος δυνάμει της εθνικής εργατικής νομοθεσίας. 2. Η παρούσα οδηγία δε θίγει την εθνική νομοθεσία όσον αφορά τον ορισμό της σύμβασης εργασίας ή της εργασιακής σχέσης. Εντούτοις, τα κράτη μέλη δεν αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας συμβάσεις εργασίας ή εργασιακές σχέσεις με μοναδική αιτία: α) τον αριθμό των ωρών εργασίας που πραγματοποιήθηκαν ή που πρέπει να πραγματοποιηθούν· β) ότι πρόκειται για εργασιακές σχέσεις που διέπονται από σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά την έννοια του άρθρου 1 σημείο 1 της οδηγίας 91/383/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 1991, για τη συμπλήρωση των μέτρων που αποσκοπούν στο να προαγάγουν τη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία των εργαζομένων σε σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου ή με σχέση πρόσκαιρης εργασίας(6), ή γ) ότι πρόκειται για πρόσκαιρες εργασιακές σχέσεις κατά την έννοια του άρθρου 1 σημείο 2 της οδηγίας 91/383/ΕΟΚ, και ότι η μεταβιβαζόμενη εγκατάσταση, επιχείρηση ή τμήμα αυτών είναι η επιχείρηση παροχής ευκαιριακής εργασίας, η οποία είναι ο εργοδότης, ή μέρος αυτής. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ Διασφάλιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων Άρθρο 3 1. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του εκχωρητή, που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση υφισταμένη κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, μεταβιβάζονται, διά της μεταβιβάσεως αυτής, στον εκδοχέα. Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι, μετά την ημερομηνία της μεταβίβασης, ο εκχωρητής και ο εκδοχέας εξακολουθούν να ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, ως προς υποχρεώσεις που γεννήθηκαν πριν από τη μεταβίβαση και απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή εργασιακή σχέση, οι οποίες υφίσταντο κατά την ημερομηνία της μεταβίβασης. 2. Τα κράτη μέλη δύνανται να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλισθεί ότι ο εκχωρητής γνωστοποιεί στον εκδοχέα όλα τα μεταβιβαζόμενα δικαιώματα και υποχρεώσεις, δυνάμει του παρόντος άρθρου, στο βαθμό που αυτά είναι ή έπρεπε να είναι γνωστά στον εκχωρητή κατά τον χρόνο της μεταβίβασης. Παράλειψη του εκχωρητή να ενημερώσει τον εκδοχέα για τα εν λόγω δικαιώματα και υποχρεώσεις, δεν θίγει τη μεταβίβαση αυτών των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ούτε τα δικαιώματα των εργαζομένων κατά του εκδοχέα ή/και του εκχωρητή όσον αφορά αυτά τα δικαιώματα ή υποχρεώσεις. 3. Μετά τη μεταβίβαση, ο εκδοχέας εξακολουθεί να τηρεί τους συμφωνηθέντες με συλλογική σύμβαση όρους εργασίας, ως αυτοί εφαρμόζονται και έναντι του εκχωρητή, σύμφωνα με τη σύμβαση, μέχρι την ημερομηνία της καταγγελίας ή λήξεως της συλλογικής συμβάσεως ή της ενάρξεως της ισχύος ή εφαρμογής άλλης συλλογικής συμβάσεως. Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν την περίοδο τηρήσεως των εν λόγω όρων εργασίας, υπό την αίρεση ότι η περίοδος αυτή δεν θα είναι κατώτερη του έτους. 4. α) Εκτός εάν τα κράτη μέλη προβλέπουν άλλως, οι παράγραφοι 1 και 3 δεν εφαρμόζονται επί των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε παροχές λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή προς επιζώντες βάσει συμπληρωματικών συστημάτων επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής συνταξιοδότησης, που ισχύουν, εκτός των προβλεπομένων εκ του νόμου συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών. β) Ακόμη και όταν δεν προβλέπουν, σύμφωνα με το στοιχείο α), ότι οι παράγραφοι 1 και 3 εφαρμόζονται επί αυτών των δικαιωμάτων, τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων, καθώς και των προσώπων που έχουν ήδη εγκαταλείψει την επιχείρηση του εκχωρητή κατά τη στιγμή της μεταβίβασης, όσον αφορά τα κεκτημένα δικαιώματά τους ή εκείνα που πρόκειται να αποκτηθούν για παροχές λόγω γήρατος, περιλαμβανομένων των παροχών προς επιζώντες βάσει των συμπληρωματικών συστημάτων που αναφέρονται στο στοιχείο α). Άρθρο 4 1. Η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, μιας εγκατάστασης, ή ενός τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, δεν συνιστά αυτή καθ' εαυτή λόγο απολύσεως για τον εκχωρητή ή τον εκδοχέα. Η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει απολύσεις για οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς λόγους, που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού. Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται σε ορισμένες ειδικές κατηγορίες εργαζομένων που δεν καλύπτονται από τη νομοθεσία ή την πρακτική των κρατών μελών ως προς την προστασία τους έναντι της απολύσεως. 2. Αν η σύμβαση εργασίας ή η εργασιακή σχέση καταγγελθεί λόγω του ότι η μεταβίβαση συνεπάγεται ουσιαστική μεταβολή των όρων εργασίας εις βάρος του εργαζομένου, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ή της εργασιακής σχέσεως θεωρείται ότι επήλθε εξαιτίας του εργοδότη. Άρθρο 5 1. Εκτός εάν τα κράτη μέλη προβλέπουν άλλως, τα άρθρα 3 και 4 δεν εφαρμόζονται στη μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, όταν ο εκχωρητής υπόκειται σε διαδικασία πτώχευσης ή σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας, κινηθείσα με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του εκχωρητή και οι διαδικασίες αυτές διεξάγονται υπό έτην εποπτεία αρμόδιας δημόσιας αρχής (που μπορεί να είναι σύνδικος πτωχεύσεως, εξουσιοδοτημένος από αρμόδια δημόσια αρχή). 2. Όταν τα άρθρα 3 και 4 εφαρμόζονται σε μεταβίβαση, κατά τη διάρκεια διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά του εκχωρητή (ανεξάρτητα από το εάν η διαδικασία αυτή έχει κινηθεί για την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του εκχωρητή), και εφόσον η διαδικασία αυτή τελεί υπό την εποπτεία αρμόδιας δημόσιας αρχής (που μπορεί να είναι σύνδικος πτωχεύσεως, ορισθείς από την εθνική νομοθεσία), ένα κράτος μέλος μπορεί να προβλέπει ότι: α) υπό την επιφύλαξη του άρθρου 3 παράγραφος 1, οι οφειλές του εκχωρητή, που απορρέουν από συμβάσεις εργασίας ή από εργασιακές σχέσεις και ήταν πληρωτέες πριν από τη μεταβίβαση ή πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν μεταβιβάζονται στον εκδοχέα, υπό την προϋπόθεση ότι με αυτήν τη διαδικασία παρέχεται, σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτού του κράτους μέλους, προστασία τουλάχιστον ισοδύναμη προς την προβλεπόμενη για τις περιπτώσεις που διέπονται από την οδηγία 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη(7), ή/και β) ο εκδοχέας, ο εκχωρητής ή το ή τα πρόσωπα που ασκούν καθήκοντα εκχωρητή, αφενός, και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων, αφετέρου, είναι δυνατό να συμφωνήσουν μεταβολές, στο βαθμό που το επιτρέπει η ισχύουσα νομοθεσία ή πρακτική, των όρων και προϋποθέσεων απασχόλησης των εργαζομένων, προκειμένου να διατηρηθούν οι ευκαιρίες απασχόλησης, μέσω της επιβίωσης της επιχείρησης, ή του τμήματος αυτών. 3. Ένα κράτος μέλος μπορεί να εφαρμόσει την παράγραφο 2 στοιχείο β) στις μεταβιβάσεις όπου ο εκχωρητής ευρίσκεται σε κατάσταση σοβαρής οικονομικής κρίσης, όπως ορίζεται από το εθνικό δίκαιο, εφόσον η κατάσταση κηρύσσεται από αρμόδια δημόσια αρχή και είναι ανοιχτή στη δικαστική εποπτεία, και με την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις αυτές υπήρχαν ήδη στην εθνική νομοθεσία μέχρι τις 17 Ιουλίου 1998. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις συνέπειες αυτής της διάταξης, πριν από τις 17 Ιουλίου 2003 και υποβάλει ενδεδειγμένες προτάσεις στο Συμβούλιο. 4. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα, για να αποφευχθεί η καταχρηστική προσφυγή στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, με σκοπό να στερηθούν οι εργαζόμενοι των δικαιωμάτων που απορρέουν από την παρούσα οδηγία. Άρθρο 6 1. Εάν η εγκατάσταση, επιχείρηση ή τμήμα εγκατάστασης ή επιχείρησης διατηρεί την αυτονομία της, το καθεστώς και η λειτουργία των εκπροσώπων ή της αντιπροσωπείας των εργαζομένων, που θίγονται από τη μεταβίβαση, διατηρούνται με τους ίδιους όρους και υπόκεινται στις ίδιες συνθήκες με αυτές που ίσχυαν πριν από την ημερομηνία της μεταβίβασης, δυνάμει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων ή συμφωνιών, με την επιφύλαξη ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη σύσταση της αντιπροσωπείας των εργαζομένων. Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται όταν, σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις ή την πρακτική των κρατών μελών ή κατόπιν της συμφωνίας με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, πληρούνται οι αναγκαίοι όροι για το νέο διορισμό εκπροσώπων των εργαζομένων ή την ανασύσταση της αντιπροσωπείας τους. Όταν ο εκχωρητής υπόκειται σε πτωχευτική διαδικασία ή σε οποιαδήποτε ανάλογη διαδιασία αφερεγγυότητας κινηθείσα με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών του στοιχείων και οι διαδικασίες αυτές διεξάγονται υπό την εποπτεία αρμόδιας δημόσιας αρχής (που μπορεί να είναι σύνδικος πτωχεύσεως, εξουσιοδοτημένος από αρμόδια αρχή), τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, για να εξασφαλίζουν ότι οι μεταβιβαζόμενοι εργαζόμενοι εκπροσωπούνται δεόντως μέχρι τη νέα εκλογή ή ορισμό εκπροσώπων των εργαζομένων. Αν η εγκατάσταση, επιχείρηση ή τμήμα εγκατάστασης ή επιχείρησης δεν διατηρεί την αυτονομία της, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, για να διασφαλίζεται ότι οι μεταβιβασθέντες εργαζόμενοι, οι οποίοι διέθεταν εκπροσώπηση πριν από τη μεταβίβαση, εξακολουθούν να εκπροσωπούνται δεόντως και κατά την περίοδο που απαιτείται για την ανασύσταση ή το νέο διορισμό της αντιπροσωπείας των εργαζομένων σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή πρακτική. 2. Αν η θητεία των εκπροσώπων των εργαζομένων που θίγονται από τη μεταβίβαση λήγει λόγω αυτής της μεταβιβάσεως, οι εκπρόσωποι αυτοί συνεχίζουν να απολαύουν την προστασίας που προβλέπεται από τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις ή την πρακτική των κρατών μελών. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ Πληροφόρηση και διαβούλευση Άρθρο 7 1. Ο εκχωρητής και ο εκδοχέας υποχρεούνται να πληροφορούν τους εκπροσώπους των εργαζομένων τους που θίγονται από μια μεταβίβαση, για τα ακόλουθα σημεία: - ημερομηνία ή προτεινόμενη ημερομηνία μεταβίβασης, - λόγοι μεταβιβάσεως, - νομικές, οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της μεταβιβάσεως για τους εργαζομένους, - προβλεπόμενα μέτρα όσον αφορά τους εργαζομένους. Ο εκχωρητής είναι υποχρεωμένος να γνωστοποιεί αυτές τις πληροφορίες στους εκπροσώπους των εργαζομένων του, εγκαίρως, πριν από την πραγματοποίηση της μεταβιβάσεως. Ο εκδοχέας είναι υποχρεωμένος να γνωστοποιεί αυτές τις πληροφορίες στους εκπροσώπους των εργαζομένων του εγκαίρως, και οπωσδήποτε πριν οι εργαζόμενοί του θιγούν άμεσα από την μεταβίβαση, ως προς τις συνθήκες απασχολήσεως και εργασίας. 2. Όταν ο εκχωρητής ή ο εκδοχέας προτίθενται να λάβουν μέτρα όσον αφορά τους συγκεκριμένους εργαζομένους, είναι υποχρεωμένοι να προβαίνουν εγκαίρως σε διαβουλεύσεις για τα μέτρα αυτά με τους εκπροσώπους των εν λόγω εργαζομένων προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία. 3. Τα κράτη μέλη, των οποίων οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προβλέπουν τη δυνατότητα για τους εκπροσώπους των εργαζομένων να προσφεύγουν σε αρχή διαιτησίας, για να επιτύχουν απόφαση για τα μέτρα που πρόκειται να ληφθούν σε σχέση με τους εργαζόμενους, μπορούν να περιορίσουν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2, στις περιπτώσεις που η πραγματοποιούμενη μεταβίβαση προκαλεί αλλαγές στο επίπεδο της εγκατάστασης, οι οποίες είναι δυνατόν να συνεπάγονται ουσιώδη μειονεκτήματα για σημαντικό μέρος των εργαζομένων. Η πληροφόρηση και οι διαβουλεύσεις πρέπει να καλύπτουν τουλάχιστον τα μέτρα που προβλέπονται όσον αφορά τους εργαζομένους. Οι πληροφορίες πρέπει να παρέχονται και οι διαβουλεύσεις να διενεργούνται εγκαίρως, πριν πραγματοποιηθούν οι αλλαγές στο επίπεδο της εγκατάστασης, οι οποίες προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο. 4. Οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο ισχύουν ανεξάρτητα από το αν η απόφαση που καταλήγει σε μεταβίβαση έχει ληφθεί από τον εργοδότη ή από επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη. Κατά την εξέταση καταγγελειών για παραβιάσεις των απαιτήσεων πληροφόρησης και διαβούλευσης, οι οποίες προβλέπονται από την παρούσα οδηγία, δεν γίνεται δεκτό ως δικαιολογία, επιχείρημα που βασίζεται στο γεγονός ότι δεν παρασχέθηκαν οι πληροφορίες από επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη. 5. Τα κράτη μέλη δύνανται να περιορίσουν τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στις παραγράφους 1, 2 και 3, σε επιχειρήσεις ή εγκαταστάσεις οι οποίες πληρούν, ως προς τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολούν, τις προϋποθέσεις για την εκλογή ή το διορισμό συλλογικού οργάνου εκπροσώπησης των εργαζομένων. 6. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, όταν σε μία επιχείρηση ή εγκατάσταση δεν υπάρχουν εκπρόσωποι των εργαζομένων, για λόγους ανεξάρτητους από τη θέληση αυτών των τελευταίων, οι εργαζόμενοι πρέπει να ενημερώνονται εκ των προτέρων: - για την ημερομηνία ή την προτεινόμενη ημερομηνία της μεταβίβασης, - για τους λόγους της μεταβίβασης, - για τις νομικές, οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της μεταβίβασης για τους εργαζομένους, - για τα προβλεπόμενα μέτρα όσον αφορά τους εργαζομένους. ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV Τελικές διατάξεις Άρθρο 8 Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν ή να εισάγουν ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ή να προωθούν ή επιτρέπουν την εφαρμογή ευνοϊκότερων για τους εργαζομένους συλλογικών συμβάσεων ή συμφωνιών που συνάπτονται μεταξύ των κοινοτικών εταίρων. Άρθρο 9 Τα κράτη μέλη εισάγουν στην εθνική έννομη τάξη τα μέτρα που απαιτούνται για να έχουν όλοι οι εργαζόμενοι και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων, οι οποίοι θεωρούν ότι ζημιώνονται, λόγω αθετήσεως των υποχρεώσεων που προκύπτουν από την παρούσα οδηγία, τη δυνατότητα να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους διά της δικαστικής οδού, μετά, ενδεχομένως, από προσφυγή σε άλλες αρμόδιες αρχές. Άρθρο 10 Η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο ανάλυψη των επιπτώσεων της παρούσας οδηγίας πριν από τις 17 Ιουλίου 2006 και, ενδεχομένως, προτείναι τις αναγκαίες τροποποιήσεις. Άρθρο 11 Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων, τις οποίες υιοθετούν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία. Άρθρο 12 Η οδηγία 77/187/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία που αναφέρεται στο παράρτημα Ι μέρος Α, καταργείται, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες μεταφοράς και εφαρμογής που αναφέρονται στο παράρτημα Ι μέρος Β. Οι αναφορές στην καταργηθείσα οδηγία νοούνται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που αναφέρεται στο παράρτημα ΙΙ. Άρθρο 13 Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη διμοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Άρθρο 14 Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη. Βρυξέλλες, 12 Μαρτίου 2001. Για το Συμβούλιο Ο Πρόεδρος B. Ringholm (1) Γνώμη που διατυπώθηκε στις 25 Οκτωβρίου 2000 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). (2) ΕΕ C 367 της 20.12.2000, σ. 21. (3) ΕΕ L 61 της 5.3.1977, σ. 26. (4) Βλέπε παράρτημα Ι μέρος Α. (5) ΕΕ L 48 της 22.2.1975, σ. 29· οδηγία η οποία αντικαταστάθηκε από την οδηγία 98/59/ΕΚ (ΕΕ L 225 της 12.8.1998, σ. 16). (6) ΕΕ L 206 της 29.7.1991, σ. 19. (7) ΕΕ L 283 της 20.10.1980, σ. 23· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης του 1994. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I ΜΕΡΟΣ Α Οδηγία που καταργήθηκε και η τροποποίηση της (που αναφέρεται στο άρθρο 12) Οδηγία 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 61 της 5.3.1977, σ. 26) Οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 201 της 17.7.1998, σ. 88) ΜΕΡΟΣ Β Κατάλογος προθεσμιών μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο (που αναφέρονται στο άρθρο 12) >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ> ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>