EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62009TN0286

Υπόθεση T-286/09: Προσφυγή της 22ας Ιουλίου 2009 — Intel κατά Επιτροπής

ΕΕ C 220 της 12.9.2009, p. 41–42 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

12.9.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 220/41


Προσφυγή της 22ας Ιουλίου 2009 — Intel κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-286/09)

2009/C 220/86

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Intel Corp. (Wilmington, Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) (εκπρόσωποι: N. Green, I. Forrester, QC, M. Hoskins, K. Bacon, S. Singla, Barristers, A. Parr και R. MacKenzie, Solicitors)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει εξ ολοκλήρου ή μερικώς την απόφαση της Επιτροπής C(2009) 3726 τελική, της 13ης Μαΐου 2009, στην υπόθεση COMP/C-3/37.990 — Intel·

επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μειώσει ουσιωδώς το ποσόν του επιβληθέντος προστίμου·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της Intel.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση, δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, της αποφάσεως της Επιτροπής C(2009) 3726 τελική, της 13ης Μαΐου 2009, στην υπόθεση COMP/C-3/37.990 — Intel επειδή η εταιρία διέπραξε ενιαία και συνεχή παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ και του άρθρου 54 της Συμφωνίας ΕΟΧ, μεταξύ Οκτωβρίου 2002 και Δεκεμβρίου 2007, εφαρμόζοντας στρατηγική σκοπούσα στον αποκλεισμό από την αγορά επεξεργαστών (CPU) x86 των ανταγωνιστών της. Η προσφεύγουσα ζητεί, επίσης, ακύρωση ή μείωση του προστίμου που της επιβλήθηκε.

Η προσφεύγουσα προβάλλει τους ακόλουθους λόγους προς στήριξη της προσφυγής της.

Πρώτον, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο:

(α)

κρίνοντας ότι οι υπό όρους εκπτώσεις που χορηγούσε η Intel στους πελάτες της ήταν αφ’ εαυτών καταχρηστικές επειδή εχορηγούντο υπό όρους, χωρίς να αποδείξει ότι μπορούσαν πράγματι να αποκλείσουν τους ανταγωνιστές·

(β)

στηριζόμενη σε ένα είδος καταχρηστικών κωλυμάτων για την είσοδο στην αγορά, καλουμένων «καθαρών περιορισμών» και παραλείπουσα να προβεί σε οποιαδήποτε σχετική ανάλυση όσον αφορά τον αποκλεισμό των ανταγωνιστών (έστω όσον αφορά τη δυνατότητα ή την πιθανότητα αποκλεισμού των ανταγωνιστών)·

(γ)

παραλείπουσα να εξετάσει αν οι συμφωνίες περί εκπτώσεων που συνήψε η Intel με τους πελάτες της τέθηκαν σε εφαρμογή εντός του εδάφους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και/ή ανέπτυξαν άμεσα, ουσιαστικά, απευθείας και προβλέψιμα αποτελέσματα εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εκ μέρους της Επιτροπής ανάλυση των αποδεικτικών στοιχείων δεν ανταποκρίνεται στα επιβαλλόμενα πρότυπα. Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι οι εκπτωτικές συμφωνίες της Intel εξαρτώνταν από το αν οι πελάτες αγοράζουν όλους ή σχεδόν όλους τους επεξεργαστές x86 που έχουν ανάγκη από την Intel. Επίσης, η Επιτροπή χρησιμοποιεί το κριτήριο του «as efficient competitor» (AEC — εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής) προκειμένου να καθορίσει αν οι εκπτώσεις της Intel μπορούσαν να περιορίσουν τον ανταγωνισμό, υποπίπτει όμως σε σειρά λαθών κατά την ανάλυσή της και την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων σε συνδυασμό με την εφαρμογή αυτού του κριτηρίου. Η Επιτροπή, εξάλλου, δεν εξετάζει άλλες κατηγορίες αποδεικτικών στοιχείων σχετικών με τα αποτελέσματα των εκπτώσεων που χορηγεί η Intel. Ειδικότερα η Επιτροπή παρέλειψε:

(α)

να εξετάσει τα αποδεικτικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι κατά την περίοδο των προβαλλομένων παραβάσεων, ένας από τους ανταγωνιστές της Intel αύξησε ουσιωδώς το μερίδιο αγοράς που κατέχει καθώς και την αποδοτικότητά του, ενώ η αποτυχία του σε ορισμένα τμήματα της αγοράς και/ή σε ορισμένους παραγωγούς ΟΕΜ οφειλόταν σε δικές του αδυναμίες·

(β)

να αποδείξει την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ εκείνων που θεωρεί ότι συνιστούν υπό αίρεση εκπτώσεις και των αποφάσεων των πελατών της Intel να μην αγοράσουν από τον ανταγωνιστή αυτό·

(γ)

να εξετάσει τα αποδεικτικά στοιχεία περί των συνεπειών των εκπτώσεων της Intel στους πελάτες.

Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η Intel ανέπτυξε μακροπρόθεσμη στρατηγική αποκλεισμού των ανταγωνιστών. Το συμπέρασμα αυτό δεν στηρίζεται σε αποδεικτικά στοιχεία και είναι ασύμβατο με τον κατακερματισμένο χαρακτήρα των ισχυρισμών της Επιτροπής (όσον αφορά τόσο τα καλυπτόμενα προϊόντα όσο και τη σχετική περίοδο), αναφορικά με κάθε έναν από τους πελάτες της Intel.

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, επίσης, ότι το σύνολο ή μέρος της αποφάσεως πρέπει να ακυρωθεί επειδή η Επιτροπή παρέβη ουσιώδεις τύπους στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, με αποτέλεσμα την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της Intel. Ειδικότερα, η Επιτροπή παρέλειψε:

(α)

να παράσχει στην Intel δυνατότητα ακροάσεως με αντικείμενο τη συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων και την έκθεση των πραγματικών περιστατικών, μολονότι δι’ αυτών προβάλλονταν ισχυρισμοί εντελώς νέοι και γινόταν αναφορά σε νέα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία κατέλαβαν σημαντική θέση στην προσβαλλόμενη απόφαση·

(β)

να παράσχει ορισμένα εσωτερικά έγγραφα του ανταγωνιστή, προκειμένου να περιληφθούν στον φάκελο της υποθέσεως, όταν κλήθηκε από την προσφεύγουσα να το πράξει, μολονότι, κατά την προσφεύγουσα, τα έγγραφα αυτά:

(i)

ήταν απολύτως κρίσιμα για τους ισχυρισμούς της Επιτροπής έναντι της Intel,

(ii)

ήταν δυνητικώς αθωωτικά για την Intel και

(iii)

είχαν επακριβώς προσδιοριστεί από την Intel.

(γ)

Να καταρτίσει πράγματι πρακτικά της συνεδριάσεως στην οποία παρέστη σημαντικός μάρτυς από τους πελάτες της Intel, ο οποίος προφανώς κατέθεσε απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία.

Σύμφωνα με το άρθρο 229 ΕΚ, η προσφεύγουσα αμφισβητεί επίσης τη νομιμότητα του επιβληθέντος προστίμου επικαλούμενη τρεις κυρίως λόγους.

Πρώτον, υποστηρίζει ότι το ποσόν του 1 060 000 000 ευρώ (το μεγαλύτερο πρόστιμο που έχει ποτέ επιβάλει η Επιτροπή σε μία μόνον επιχείρηση) είναι προδήλως δυσανάλογο, καθόσον η Επιτροπή δεν αποδεικνύει ότι ζημιώθηκε ο καταναλωτής ή ότι αποκλείστηκαν ανταγωνιστές.

Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν παρέβη εκ προθέσεως ή εξ αμελείας το άρθρο 82 ΕΚ: η ανάλυση AEC της Επιτροπής στηρίζεται σε στοιχεία τα οποία δεν μπορούσε να γνωρίζει κατά τον χρόνο κατά τον οποίον η Intel χορηγούσε στους πελάτες της τις εκπτώσεις.

Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, ορίζοντας το πρόστιμο, η Επιτροπή δεν εφάρμοσε ορθώς τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων και έλαβε υπόψη της άσχετα και απρόσφορα στοιχεία.


Top