EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32005L0019

Οδηγία 2005/19/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2005, για την τροποποίηση της οδηγίας 90/434/ΕΟΚ σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς για τις συγχωνεύσεις, διασπάσεις, εισφορές ενεργητικού και ανταλλαγές μετοχών που αφορούν εταιρείες διαφορετικών κρατών μελών

ΕΕ L 58 της 4.3.2005, p. 19–27 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)
ΕΕ L 159M της 13.6.2006, p. 164–172 (MT)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (BG, RO)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 14/12/2009

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2005/19/oj

4.3.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 58/19


ΟΔΗΓΊΑ 2005/19/ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 17ης Φεβρουαρίου 2005

για την τροποποίηση της οδηγίας 90/434/ΕΟΚ σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς για τις συγχωνεύσεις, διασπάσεις, εισφορές ενεργητικού και ανταλλαγές μετοχών που αφορούν εταιρείες διαφορετικών κρατών μελών

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 94,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 90/434/ΕΟΚ του Συμβουλίου (3) θεσπίζει κοινούς κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται για την αναδιάρθρωση επιχειρήσεων, και οι οποίοι είναι ουδέτεροι από πλευράς ανταγωνισμού.

(2)

Στόχος της οδηγίας 90/434/ΕΟΚ είναι η αναβολή της φορολόγησης των εισοδημάτων, κερδών και υπεραξιών που προκύπτουν από τις αναδιοργανώσεις επιχειρήσεων και η διασφάλιση των φορολογικών δικαιωμάτων των κρατών μελών.

(3)

Ένας από τους στόχους της οδηγίας 90/434/ΕΟΚ είναι η εξάλειψη των εμποδίων στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, όπως είναι η διπλή φορολόγηση. Στο βαθμό που αυτό δεν επιτυγχάνεται πλήρως με τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(4)

Η κτηθείσα πείρα μετά την έναρξη εφαρμογής της οδηγίας 90/434/ΕΟΚ τον Ιανουάριο του 1992 κατέδειξε ότι υπάρχουν διάφοροι τρόποι για τη βελτίωση της οδηγίας καθώς και για την επέκταση των ευεργετικών αποτελεσμάτων των κοινών κανόνων που θεσπίσθηκαν το 1990.

(5)

Στις 8 Οκτωβρίου 2001, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2157/2001 περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρείας (SE) (4) και την οδηγία 2001/86/ΕΚ για τη συμπλήρωση του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρείας όσον αφορά το ρόλο των εργαζομένων (5). Επίσης, στις 22 Ιουλίου 2003, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1435/2003 περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής συνεταιριστικής εταιρείας (SCE) (6) και την οδηγία 2003/72/ΕΚ για τη συμπλήρωση του καταστατικού του ευρωπαϊκού συνεταιρισμού όσον αφορά το ρόλο των εργαζομένων (7). Ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά αυτών των πράξεων είναι ότι τόσο η SE όσο και η SCE θα είναι σε θέση να μεταφέρουν την καταστατική έδρα τους μεταξύ των κρατών μελών χωρίς να απαιτείται η διάλυση και η εκκαθάρισή τους.

(6)

Η μεταφορά της καταστατικής έδρας αποτελεί τρόπο άσκησης της ελευθερίας εγκατάστασης που προβλέπεται στα άρθρα 43 και 48 της συνθήκης. Δε μεταβιβάζονται στοιχεία ενεργητικού και η εταιρεία και οι εταίροι της δεν αντλούν κανένα εισόδημα, κέρδος ή υπεραξία από την εν λόγω μεταφορά. Η απόφαση της εταιρείας να αναδιοργανώσει τις δραστηριότητές της με τη μεταφορά της καταστατικής έδρας της δεν θα πρέπει να παρεμποδίζεται από φορολογικούς κανόνες που εισάγουν διακρίσεις ή από περιορισμούς, μειονεκτήματα ή στρεβλώσεις που απορρέουν από εθνική φορολογική νομοθεσία αντιβαίνουσα προς το κοινοτικό δίκαιο. Η μεταφορά της καταστατικής έδρας μιας SE ή μιας SCE από ένα κράτος μέλος σε άλλο κράτος μέλος δε σημαίνει πάντοτε ότι παύει η SE ή η SCE να είναι εγκατεστημένη στο πρώτο κράτος μέλος. Η φορολογική κατοικία της SE ή της SCE συνεχίζει να καθορίζεται βάσει της εθνικής νομοθεσίας και των φορολογικών συμβάσεων.

(7)

Η μεταφορά της καταστατικής έδρας μιας εταιρείας, ή κάποιο γεγονός που συνδέεται με τη μεταφορά αυτή, όταν έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή της φορολογικής κατοικίας, ενδέχεται να συνεπάγεται κάποια μορφή φορολογίας στο κράτος μέλος από το οποίο γίνεται η μεταφορά της καταστατικής έδρας. Φορολογία μπορεί να επιβάλλεται επίσης στην περίπτωση που η μεταφορά της καταστατικής έδρας, ή κάποιο γεγονός που συνδέεται με τη μεταφορά αυτή, δε συνεπάγεται την αλλαγή της φορολογικής κατοικίας. Προκειμένου να αντιμετωπισθεί το ενδεχόμενο αυτό όσον αφορά την SE ή την SCE, έχουν εισαχθεί ορισμένοι νέοι κανόνες στην οδηγία 90/434/ΕΟΚ. Στην περίπτωση που, μετά τη μεταφορά της καταστατικής έδρας, τα στοιχεία ενεργητικού της SE ή της SCE εξακολουθούν να συνδέονται με μόνιμη εγκατάσταση που ανήκει στην SE ή στην SCE και βρίσκεται στο κράτος μέλος από το οποίο μεταφέρθηκε η καταστατική έδρα, η εν λόγω μόνιμη εγκατάσταση θα πρέπει να απολαύει ευεργετημάτων παρόμοιων με αυτά που προβλέπονται στα άρθρα 4, 5 και 6 της οδηγίας 90/434/ΕΟΚ. Τα άρθρα αυτά αφορούν τις αφορολόγητες προβλέψεις και αποθεματικά και την ανάληψη ζημιών. Επιπλέον, σύμφωνα με τις αρχές της συνθήκης, θα πρέπει να αποκλείεται η φορολόγηση των εταίρων λόγω μεταφοράς της καταστατικής έδρας. Σε σχέση με την υποχρέωση των κρατών μελών βάσει της συνθήκης να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας, δεν είναι απαραίτητο, στο παρόν στάδιο, να θεσπισθούν κοινοί κανόνες όσον αφορά τη φορολογική κατοικία της SE ή της SCE.

(8)

Η οδηγία 90/434/ΕΟΚ δεν αφορά τις ζημίες που υφίσταται μια μόνιμη εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος οι οποίες αναγνωρίζονται στο κράτος μέλος της κατοικίας μιας SE ή μιας SCE. Ειδικότερα, στην περίπτωση που η καταστατική έδρα μιας SE ή μιας SCE μεταφέρεται σε άλλο κράτος μέλος, η μεταφορά αυτή δεν παρεμποδίζει το πρώτο κράτος μέλος κατοικίας να επανενσωματώσει, σε εύθετο χρόνο, τις ζημίες της μόνιμης εγκατάστασης.

(9)

Η οδηγία 90/434/ΕΟΚ δεν καλύπτει την περίπτωση διάσπασης κατά την οποία η εταιρεία που μεταφέρει κλάδους της δραστηριότητάς της δεν διαλύεται. Κατά συνέπεια, το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας θα πρέπει να επεκταθεί ώστε να καλύπτει την περίπτωση αυτή.

(10)

Το άρθρο 3 της οδηγίας 90/434/ΕΟΚ καθορίζει τις εταιρείες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της και στο παράρτημά της απαριθμούνται οι μορφές εταιρειών στις οποίες εφαρμόζεται η οδηγία. Ωστόσο, ορισμένες μορφές εταιρειών δεν απαριθμούνται στο παράρτημα παρόλο που έχουν τη φορολογική τους κατοικία σε κράτος μέλος και υπόκεινται στο φόρο επιχειρήσεων σε αυτό. Από την κτηθείσα πείρα, φαίνεται ότι πρόκειται για αδικαιολόγητο κενό και, συνεπώς, το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας θα πρέπει να επεκταθεί ώστε να καλύπτει οντότητες οι οποίες μπορούν να ασκούν διασυνοριακές δραστηριότητες στην Κοινότητα και πληρούν όλες τις σχετικές απαιτήσεις.

(11)

Επειδή η SE αποτελεί ανώνυμη εταιρεία και η SCE συνεταιριστική εταιρεία και επειδή αμφότερες οι εταιρείες είναι παρόμοιες ως προς τη φύση τους με άλλες μορφές εταιρειών που καλύπτονται ήδη από την οδηγία 90/434/ΕΟΚ, η SE και η SCE θα πρέπει να προστεθούν στον πίνακα του παραρτήματος της οδηγίας 90/434/ΕΟΚ.

(12)

Οι άλλες νέες εταιρείες που περιλαμβάνονται στον πίνακα του παραρτήματος της παρούσας οδηγίας αποτελούν εταιρείες που φορολογούνται στο κράτος μέλος κατοικίας, αλλά ορισμένες από αυτές θεωρούνται ως φορολογικά διαφανείς από άλλα κράτη μέλη. Για να έχουν αποτέλεσμα τα ευεργετήματα της οδηγίας 90/434/ΕΟΚ, τα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν τις φορολογούμενες εταιρείες που δεν είναι εγκατεστημένες σε αυτά ως φορολογικά διαφανείς, θα πρέπει να εφαρμόζουν σ’ αυτές τις ευεργετικές διατάξεις της οδηγίας. Ωστόσο, με δεδομένη τη διαφορετική φορολογική μεταχείριση αυτών των συγκεκριμένων φορολογούμενων εταιρειών από τα κράτη μέλη, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν την ευχέρεια να μην εφαρμόζουν τις σχετικές διατάξεις της παρούσας οδηγίας όταν φορολογούν τους άμεσους ή έμμεσους εταίρους αυτών των φορολογουμένων εταιρειών.

(13)

Στην περίπτωση κατά την οποία αντιμετωπίζονται ως φορολογικά διαφανείς οι εταίροι εταιρειών που πραγματοποιούν πράξεις οι οποίες διέπονται από την οδηγία 90/434/ΕΟΚ, τα πρόσωπα που έχουν συμφέροντα στους εταίρους αυτούς θα πρέπει να μην υπόκεινται σε φορολογία κατά τη διενέργεια πράξεων αναδιάρθρωσης.

(14)

Υφίστανται κάποιες αμφιβολίες ως προς την εφαρμογή της οδηγίας 90/434/ΕΟΚ στην περίπτωση της μετατροπής υποκαταστημάτων σε θυγατρικές εταιρείες. Κατά τη διενέργεια τέτοιων πράξεων, τα στοιχεία ενεργητικού που συνδέονται με μόνιμη εγκατάσταση και συνιστούν «κλάδο δραστηριότητας», όπως ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο θ) της οδηγίας 90/434/ΕΟΚ, μεταφέρονται σε νεοσυσταθείσα εταιρεία που αποτελεί θυγατρική της εισφέρουσας εταιρείας. Θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι, επειδή πρόκειται για μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού από εταιρεία κράτους μέλους, με μόνιμη εγκατάσταση που βρίσκεται σε διαφορετικό κράτος μέλος, σε εταιρεία αυτού του δεύτερου κράτους μέλους, η συγκεκριμένη συναλλαγή καλύπτεται από την οδηγία.

(15)

Ο ισχύων ορισμός της «ανταλλαγής μετοχών», στο άρθρο 2 στοιχείο δ) της οδηγίας 90/434/ΕΟΚ, δεν διευκρινίζει κατά πόσον ο όρος αυτός καλύπτει την απόκτηση επιπλέον μετοχών πέραν αυτών που εξασφαλίζουν την απλή πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου. Δεν είναι ασύνηθες τα καταστατικά των εταιρειών και οι κανόνες ψηφοφορίας να καταρτίζονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να απαιτείται απόκτηση επιπλέον μετοχών προκειμένου να μπορέσει η αποκτώσα εταιρεία να επιτύχει τον πλήρη έλεγχο της εταιρείας-στόχου. Ο ορισμός της «ανταλλαγής μετοχών» θα πρέπει, κατά συνέπεια, να τροποποιηθεί ώστε να καλύπτει κάθε απόκτηση επιπλέον μετοχών.

(16)

Στην περίπτωση συγχωνεύσεων και διασπάσεων, η λήπτρια εταιρεία μπορεί να αντλεί κέρδη από τη διαφορά μεταξύ της αξίας των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού και της αξίας των μετοχών που, ενδεχομένως, κατείχε στην εισφέρουσα εταιρεία, οι οποίες ακυρώθηκαν μετά τις εν λόγω πράξεις. Το άρθρο 7 της οδηγίας 90/434/ΕΟΚ προβλέπει την απαλλαγή αυτών των υπεραξιών δεδομένου ότι αυτά τα κέρδη μπορεί να προκύπτουν το ίδιο εύκολα υπό μορφή διανεμόμενων κερδών από την εισφέρουσα εταιρεία που θα είχαν απαλλαγεί από φόρους δυνάμει της οδηγίας 90/435/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1990, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρείες διαφορετικών κρατών μελών (8). Οι στόχοι τόσο της οδηγίας 90/434/ΕΟΚ όσο και της οδηγίας 90/435/ΕΟΚ συμπίπτουν όσον αφορά το συγκεκριμένο θέμα αλλά οι προϋποθέσεις που απαιτούνται δεν είναι οι ίδιες. Η οδηγία 90/434/ΕΟΚ θα πρέπει, συνεπώς, να τροποποιηθεί ώστε οι απαιτήσεις της να εξομοιωθούν με εκείνες της οδηγίας 90/435/ΕΟΚ και να ληφθεί υπόψη το χαμηλότερο κατώτατο όριο εταιρικής συμμετοχής που συμπεριλαμβάνεται στην εν λόγω οδηγία.

(17)

Κατόπιν της επέκτασης της οδηγίας 90/434/ΕΟΚ ώστε να καλύπτει τις περιπτώσεις μερικής διάσπασης και τη μεταφορά της καταστατικής έδρας μιας SE ή μιας SCE, το πεδίο εφαρμογής της διάταξης που αφορά την καταπολέμηση της φοροαποφυγής και της φοροδιαφυγής θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(18)

Κατά συνέπεια, η οδηγία 90/434/ΕΟΚ είναι σκόπιμο να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Η οδηγία 90/434/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

2)

Το άρθρο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 1

Κάθε κράτος μέλος εφαρμόζει την παρούσα οδηγία στα ακόλουθα:

α)

στις περιπτώσεις συγχώνευσης, διάσπασης, μερικής διάσπασης, εισφορών ενεργητικού και ανταλλαγής μετοχών μεταξύ εταιρειών δύο ή περισσότερων κρατών μελών·

β)

στη μεταφορά της καταστατικής έδρας από ένα κράτος μέλος σε άλλο κράτος μέλος ευρωπαϊκών εταιρειών (Societas Europaea ή SE), όπως θεσπίσθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2157/2001 του Συμβουλίου, της 8ης Οκτωβρίου 2001, για το καταστατικό της ευρωπαϊκής εταιρείας (SE) (9), και ευρωπαϊκών συνεταιριστικών εταιρειών (SCE), όπως θεσπίσθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1435/2003 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, για το καταστατικό της ευρωπαϊκής συνεταιριστικής εταιρείας (SCE) (10).».

3)

Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«β)α)

“μερική διάσπαση”: η πράξη με την οποία μια εταιρεία, χωρίς να διαλυθεί, μεταβιβάζει έναν ή περισσότερους κλάδους δραστηριοτήτων σε μία ή περισσότερες προϋπάρχουσες ή νέες εταιρείες, αφήνοντας τουλάχιστον έναν κλάδο δραστηριότητας στην εισφέρουσα εταιρεία, έναντι αναλογικής έκδοσης για τους εταίρους της τίτλων παραστατικών του εταιρικού κεφαλαίου των εταιρειών που λαμβάνουν τα στοιχεία του ενεργητικού και παθητικού και ενδεχομένως, έναντι καταβολής ποσού σε μετρητά το οποίο δεν υπερβαίνει το 10 % της ονομαστικής αξίας των τίτλων αυτών ή, ελλείψει ονομαστικής αξίας, της λογιστικής αξίας των τίτλων αυτών·».

β)

Το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

“ανταλλαγή μετοχών”: η πράξη με την οποία μια εταιρεία αποκτά συμμετοχή στο κεφάλαιο άλλης εταιρείας σε ποσοστό το οποίο της παρέχει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου της εταιρείας αυτής ή, έχοντας αποκτήσει μια τέτοια πλειοψηφική συμμετοχή, αποκτά μια περαιτέρω συμμετοχή, έναντι έκδοσης για τους εταίρους της δεύτερης αυτής εταιρείας, σε αντάλλαγμα των τίτλων τους, τίτλων παραστατικών του εταιρικού κεφαλαίου της πρώτης εταιρείας και, ενδεχομένως, έναντι καταβολής ποσού σε μετρητά το οποίο δεν υπερβαίνει το 10 % της ονομαστικής αξίας των τίτλων αυτών ή, ελλείψει ονομαστικής αξίας, της λογιστικής αξίας των τίτλων αυτών·».

γ)

Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«ι)

“μεταφορά της καταστατικής έδρας”: η πράξη με την οποία μία SE ή μία SCE, χωρίς τη διάλυσή της ή τη σύσταση νέου νομικού προσώπου, μεταφέρει την καταστατική έδρα της από ένα κράτος μέλος σε άλλο κράτος μέλος.».

4)

Στο άρθρο 3 στοιχείο γ), η 8η περίπτωση που αφορά την Ιταλία αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

imposta sul reddito delle società στην Ιταλία,»

5)

Η επικεφαλίδα του τίτλου ΙΙ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

6)

Το άρθρο 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 4

1.   Η συγχώνευση, η διάσπαση ή η μερική διάσπαση δεν συνεπάγεται καμία φορολογία των υπεραξιών οι οποίες υπολογίζονται βάσει της διαφοράς μεταξύ της πραγματικής αξίας των μεταβιβαζομένων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού και της φορολογητέας τους αξίας.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

“φορολογητέα αξία”: η αξία βάσει της οποίας θα είχε υπολογισθεί κάθε κέρδος ή ζημία προκειμένου να φορολογηθούν τα εισοδήματα, τα κέρδη ή η υπεραξία της εισφέρουσας εταιρείας, εάν αυτά τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού επωλούντο κατά τη συγχώνευση, διάσπαση ή μερική διάσπαση αλλά ανεξάρτητα από μια τέτοια πράξη,

β)

“μεταβιβαζόμενα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού”: τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού της εισφέρουσας εταιρείας τα οποία, λόγω συγχώνευσης, διάσπασης ή μερικής διάσπασης, συνδέονται, πράγματι με τη μόνιμη εγκατάσταση της λήπτριας εταιρείας, η οποία μόνιμη εγκατάσταση βρίσκεται στο κράτος μέλος της εισφέρουσας εταιρείας και τα οποία συμβάλλουν στη διαμόρφωση των κερδών και των ζημιών που λαμβάνονται υπόψη για φορολογικούς σκοπούς.

2.   Όταν εφαρμόζεται η παράγραφος 1 και εφόσον κράτος μέλος θεωρεί μια εισφέρουσα εταιρεία που δεν είναι εγκατεστημένη σε αυτό ως φορολογικά διαφανή βάσει των εκτιμήσεών του ως προς τα νομικά χαρακτηριστικά της εν λόγω εταιρείας, όπως απορρέουν από το δίκαιο δυνάμει του οποίου έχει συσταθεί, και, συνεπώς, φορολογεί τους εταίρους για το μερίδιό τους επί των κερδών της εισφέρουσας εταιρείας, εφόσον υπάρχουν τέτοια κέρδη, το εν λόγω κράτος δεν φορολογεί κανένα εισόδημα, κέρδος ή υπεραξία που υπολογίζεται βάσει της διαφοράς μεταξύ των πραγματικών αξιών των μεταβιβαζόμενων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού και της φορολογητέας τους αξίας.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται μόνον εάν η λήπτρια εταιρεία υπολογίζει τις νέες αποσβέσεις και τα κέρδη ή τις ζημίες σχετικά με τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες που θα είχαν εφαρμόσει η εισφέρουσα εταιρεία ή οι εισφέρουσες εταιρείες εάν δεν είχε γίνει η συγχώνευση, η διάσπαση ή η μερική διάσπαση.

4.   Σε περίπτωση που, βάσει του δικαίου του κράτους μέλους της εισφέρουσας εταιρείας, επιτρέπεται στη λήπτρια εταιρεία να υπολογίζει τις νέες αποσβέσεις και τα κέρδη ή τις ζημίες σχετικά με τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού με κανόνες διαφορετικούς από εκείνους που προβλέπονται στην παράγραφο 3, η παράγραφος 1 δεν ισχύει για τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού για τα οποία έγινε χρήση της ευχέρειας αυτής.».

7)

Το άρθρο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 6

Στο βαθμό που το κράτος μέλος, σε περίπτωση που οι πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 στοιχείο α) πραγματοποιούνται μεταξύ εταιρειών του κράτους μέλους της εισφέρουσας εταιρείας, εφαρμόζει διατάξεις που επιτρέπουν στη λήπτρια εταιρεία να αναλαμβάνει ζημίες της εισφέρουσας εταιρείας οι οποίες δεν έχουν ακόμα αποσβεσθεί από φορολογική άποψη, επεκτείνει τις διατάξεις αυτές ώστε να επιτρέπεται η ανάληψη των ζημιών αυτών από τις μόνιμες εγκαταστάσεις της λήπτριας εταιρείας που βρίσκονται στο έδαφός του.».

8)

Στο άρθρο 7, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη δύνανται να παρεκκλίνουν από την παράγραφο 1, όταν η συμμετοχή της λήπτριας εταιρείας στο κεφάλαιο της εισφέρουσας εταιρείας είναι μικρότερη του 20 %.

Από 1ης Ιανουαρίου 2007, το ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής ορίζεται σε 15 %. Από 1ης Ιανουαρίου 2009, το ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής ορίζεται σε 10 %.».

9)

Το άρθρο 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 8

1.   Η παροχή, επ’ ευκαιρία συγχώνευσης, διάσπασης ή ανταλλαγής μετοχών, τίτλων παραστατικών του εταιρικού κεφαλαίου της λήπτριας ή αποκτώσας εταιρείας σε εταίρο της εισφέρουσας ή αποκτώμενης εταιρείας, σε αντάλλαγμα τίτλων παραστατικών του εταιρικού κεφαλαίου της δεύτερης αυτής εταιρείας, δεν πρέπει να συνεπάγεται, αυτή καθ’ αυτή, καμία φορολόγηση του εισοδήματος, των κερδών ή των υπεραξιών αυτού του εταίρου.

2.   Η παροχή, σε περίπτωση μερικής διάσπασης, τίτλων παραστατικών του εταιρικού κεφαλαίου της λήπτριας εταιρείας σε εταίρο της εισφέρουσας εταιρείας, δεν πρέπει να συνεπάγεται, αυτή καθ’ αυτή, καμία φορολόγηση του εισοδήματος, των κερδών ή των υπεραξιών αυτού του εταίρου.

3.   Όταν κράτος μέλος θεωρεί έναν εταίρο ως φορολογικά διαφανή βάσει των εκτιμήσεων του εν λόγω κράτους ως προς τα νομικά χαρακτηριστικά αυτού του εταίρου, όπως απορρέουν από το δίκαιο δυνάμει του οποίου έχει συσταθεί, και, κατά συνέπεια, φορολογεί τα πρόσωπα που έχουν συμφέροντα στον εταίρο αυτό για το μερίδιό τους επί των κερδών του εταίρου, εφόσον υπάρχουν τέτοια κέρδη, το εν λόγω κράτος δεν φορολογεί τα εν λόγω πρόσωπα επί του εισοδήματος, των κερδών ή της υπεραξίας από την παροχή στον εταίρο τίτλων παραστατικών του εταιρικού κεφαλαίου της λήπτριας ή της αποκτώσας εταιρείας.

4.   Οι παράγραφοι 1 και 3 εφαρμόζονται μόνο εφόσον ο εταίρος δεν αποδίδει, στους τίτλους που λαμβάνει ως αντάλλαγμα, μεγαλύτερη φορολογητέα αξία από την αξία που είχαν οι ανταλλασσόμενοι τίτλοι αμέσως πριν από τη συγχώνευση, τη διάσπαση ή την ανταλλαγή μετοχών.

5.   Οι παράγραφοι 2 και 3 εφαρμόζονται μόνον εάν ο εταίρος δεν αποδίδει στο ποσό των λαμβανόμενων τίτλων και των τίτλων που κατέχει στην εισφέρουσα εταιρεία, μεγαλύτερη φορολογητέα αξία από την αξία που είχαν οι τίτλοι που κατέχει στην εισφέρουσα εταιρεία αμέσως πριν από τη μερική διάσπαση.

6.   Η εφαρμογή των παραγράφων 1, 2 και 3 δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να φορολογούν με τον ίδιο τρόπο το κέρδος που προκύπτει από τη μεταγενέστερη μεταβίβαση των τίτλων που ελήφθησαν, όπως και το κέρδος που προκύπτει από τη μεταβίβαση των τίτλων που υπήρχαν πριν από την απόκτηση.

7.   Ως “φορολογητέα αξία”, στο παρόν άρθρο, νοείται η αξία βάσει της οποίας θα είχε υπολογισθεί κάθε κέρδος ή ζημία, προκειμένου να φορολογηθεί το εισόδημα, τα κέρδη, ή οι υπεραξίες, του εταίρου της εταιρείας.

8.   Σε περίπτωση που ένας εταίρος δύναται, βάσει του δικαίου του κράτους μέλους στο οποίο έχει την κατοικία του, να επιλέγει φορολογική μεταχείριση διαφορετική από εκείνη που προβλέπεται στις παραγράφους 4 και 5, οι παράγραφοι 1, 2 και 3 δεν ισχύουν για τους παραστατικούς τίτλους για τους οποίους έγινε χρήση της ευχέρειας αυτής.

9.   Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 δεν εμποδίζουν ένα κράτος μέλος να λαμβάνει υπόψη, για τη φορολόγηση του εταίρου, κάθε ποσό σε μετρητά που του έχει, ενδεχομένως, καταβληθεί κατά τη συγχώνευση, τη διάσπαση, τη μερική διάσπαση ή την ανταλλαγή μετοχών.».

10)

Το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 10

1.   Όταν, μεταξύ των εισφερόμενων στοιχείων επ’ ευκαιρία συγχώνευσης, διάσπασης, μερικής διάσπασης ή εισφοράς ενεργητικού, περιλαμβάνεται μια μόνιμη εγκατάσταση της εισφέρουσας εταιρείας η οποία βρίσκεται σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος της εισφέρουσας εταιρείας, το κράτος μέλος της εισφέρουσας εταιρείας παραιτείται από κάθε δικαίωμα φορολόγησης της εν λόγω μόνιμης εγκατάστασης.

Το κράτος μέλος της εισφέρουσας εταιρείας μπορεί να επανενσωματώσει στα φορολογητέα κέρδη της εταιρείας αυτής τις προηγούμενες ζημίες της μόνιμης εγκατάστασης που είχαν, ενδεχομένως, εκπέσει από τα φορολογητέα κέρδη της εταιρείας στο κράτος αυτό και δεν είχαν συμψηφισθεί.

Το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση και το κράτος μέλος της λήπτριας εταιρείας εφαρμόζουν για την εισφορά αυτή τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, ως εάν το κράτος μέλος όπου βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση να ήταν το κράτος μέλος της εισφέρουσας εταιρείας.

Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται επίσης στην περίπτωση κατά την οποία η μόνιμη εγκατάσταση βρίσκεται στο ίδιο κράτος μέλος με αυτό στο οποίο είναι εγκατεστημένη η λήπτρια εταιρεία.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, όταν το κράτος μέλος της εισφέρουσας εταιρείας εφαρμόζει καθεστώς φορολόγησης των κερδών σε διεθνή κλίμακα, το εν λόγω κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να φορολογεί τα κέρδη ή τις υπεραξίες της μόνιμης εγκατάστασης που προκύπτουν από τη συγχώνευση, τη διάσπαση, τη μερική διάσπαση ή την εισφορά ενεργητικού, υπό την προϋπόθεση ότι δέχεται την έκπτωση του φόρου ο οποίος, σε περίπτωση που δεν υπήρχαν οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας, θα είχε επιβληθεί στα εν λόγω κέρδη ή υπεραξίες στο κράτος μέλος όπου βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση, με τον ίδιο τρόπο και για το ίδιο ποσό όπως θα το εδέχετο το κράτος αυτό εάν ο φόρος είχε βεβαιωθεί και καταβληθεί στην πραγματικότητα.».

11)

Παρεμβάλλεται ο ακόλουθος τίτλος:

«ΤΙΤΛΟΣ IVα

Ειδική περίπτωση διαφανών οντοτήτων

Άρθρο 10α

1.   Εάν ένα κράτος μέλος θεωρεί μια μη εγκατεστημένη εισφέρουσα ή αποκτώμενη εταιρεία ως φορολογικά διαφανή βάσει των εκτιμήσεών του ως προς τα νομικά χαρακτηριστικά αυτής της εταιρείας, όπως απορρέουν από το δίκαιο δυνάμει του οποίου έχει συσταθεί, το εν λόγω κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να μην εφαρμόζει τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας όταν φορολογεί τους άμεσους ή έμμεσους εταίρους της εταιρείας αυτής σε σχέση με τα εισοδήματα, τα κέρδη ή τις υπεραξίες αυτής της εταιρείας.

2.   Το κράτος μέλος που ασκεί το δικαίωμα που προβλέπεται στην παράγραφο 1 δέχεται έκπτωση για το φόρο ο οποίος, σε περίπτωση που δεν υπήρχαν οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας, θα είχε επιβληθεί στη φορολογικά διαφανή εταιρεία για τα εισοδήματα, τα κέρδη ή τις υπεραξίες της, με τον ίδιο τρόπο και για το ίδιο ποσό όπως θα εδέχετο το κράτος αυτό εάν ο φόρος είχε βεβαιωθεί και καταβληθεί στην πραγματικότητα.

3.   Εάν ένα κράτος μέλος θεωρεί μια μη εγκατεστημένη σε αυτό λήπτρια ή αποκτώσα εταιρεία ως φορολογικά διαφανή βάσει των εκτιμήσεών του ως προς τα νομικά χαρακτηριστικά της εν λόγω εταιρείας, όπως απορρέουν από το δίκαιο δυνάμει του οποίου έχει συσταθεί, το εν λόγω κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να μην εφαρμόζει το άρθρο 8 παράγραφοι 1, 2 και 3.

4.   Εάν ένα κράτος μέλος θεωρεί μια μη εγκατεστημένη λήπτρια εταιρεία ως φορολογικά διαφανή βάσει των εκτιμήσεών του ως προς τα νομικά χαρακτηριστικά της εν λόγω εταιρείας, όπως απορρέουν από το δίκαιο δυνάμει του οποίου έχει συσταθεί, το εν λόγω κράτος μέλος δύναται να εφαρμόζει έναντι των άμεσων ή έμμεσων εταίρων την ίδια φορολογική μεταχείριση που θα εφάρμοζε εάν η λήπτρια εταιρεία ήταν εγκατεστημένη σε αυτό το κράτος μέλος.».

12)

Παρεμβάλλεται ο ακόλουθος τίτλος:

«ΤΙΤΛΟΣ IVβ

Ισχύοντες κανόνες σχετικά με τη μεταφορά της καταστατικής έδρας μιας SE ή μιας SCE

Άρθρο 10β

1.   Εάν,

α)

μία SE ή μία SCE μεταφέρει την καταστατική της έδρα από ένα κράτος μέλος σε άλλο κράτος μέλος, ή

β)

σε σχέση με τη μεταφορά της καταστατικής της έδρας από ένα κράτος μέλος σε άλλο κράτος μέλος, η SE ή η SCE που είναι εγκατεστημένη στο πρώτο κράτος μέλος, παύσει να είναι εγκατεστημένη σε αυτό το κράτος μέλος και εγκατασταθεί σε άλλο κράτος μέλος,

η εν λόγω μεταφορά της καταστατικής έδρας ή η παύση της εγκατάστασης δεν συνεπάγεται φορολογία των υπεραξιών, οι οποίες υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1, στο κράτος μέλος από το οποίο μεταφέρθηκε η καταστατική έδρα και προκύπτουν από τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού της SE ή της SCE τα οποία, κατά συνέπεια, εξακολουθούν να συνδέονται πράγματι με μόνιμη εγκατάσταση της SE ή της SCE στο κράτος μέλος από το οποίο μεταφέρθηκε η καταστατική έδρα και συμβάλλουν στη διαμόρφωση των κερδών ή ζημιών που λαμβάνονται υπόψη για φορολογικούς σκοπούς.

2.   Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται μόνο εάν η SE ή η SCE υπολογίζει τις νέες αποσβέσεις και κάθε κέρδος ή ζημία σχετικά με τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού που εξακολουθούν να συνδέονται πράγματι με αυτή τη μόνιμη εγκατάσταση, ως εάν δεν είχε γίνει η μεταφορά της καταστατικής έδρας ή εάν η SE ή η SCE δεν είχε παύσει να έχει φορολογική κατοικία.

3.   Σε περίπτωση που, βάσει του δικαίου αυτού του κράτους μέλους, επιτρέπεται στην SE ή στην SCE να υπολογίζει τις νέες αποσβέσεις και κάθε κέρδος ή ζημία σχετικά με τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού που παραμένουν σε αυτό το κράτος μέλος και υπολογίζονται σε διαφορετική βάση από εκείνη που προβλέπεται στην παράγραφο 2, η παράγραφος 1 δεν ισχύει για τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού για τα οποία έγινε χρήση της ευχέρειας αυτής.

Άρθρο 10γ

1.   Εάν,

α)

μία SE ή μία SCE μεταφέρει την καταστατική της έδρα από ένα κράτος μέλος σε άλλο κράτος μέλος, ή

β)

σε σχέση με τη μεταφορά της καταστατικής της έδρας από ένα κράτος μέλος σε άλλο κράτος μέλος, η SE ή η SCE που εγκατεστημένη στο πρώτο κράτος μέλος, παύσει να είναι εγκατεστημένη σε αυτό το κράτος μέλος και εγκατασταθεί σε άλλο κράτος μέλος,

τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι, όταν οι προβλέψεις ή τα αποθεματικά που διέθετε στην πραγματικότητα η SE ή η SCE πριν από τη μεταφορά της καταστατικής έδρας απαλλάσσονται, εν μέρει ή εξ ολοκλήρου, του φόρου και δεν προκύπτουν από μόνιμες εγκαταστάσεις του εξωτερικού, οι προβλέψεις ή τα αποθεματικά αυτά μπορούν να μεταφερθούν, με την ίδια φορολογική απαλλαγή, από μόνιμη εγκατάσταση της SE ή της SCE που βρίσκεται στο έδαφος του κράτους μέλους από το οποίο μεταφέρθηκε η καταστατική έδρα.

2.   Στο βαθμό που επιτρέπεται σε εταιρεία η οποία μεταφέρει την καταστατική της έδρα στο έδαφος κράτους μέλους να μεταφέρει σε μεταγενέστερες ή προγενέστερες χρήσεις ζημίες που δεν έχουν αποσβεσθεί από φορολογική άποψη, αυτό το κράτος μέλος επιτρέπει στη μόνιμη εγκατάσταση που έχει στο έδαφός του η SE ή η SCE που μεταφέρει την καταστατική της έδρα, να αναλαμβάνει τις ζημίες της SE ή της SCE οι οποίες δεν έχουν ακόμα αποσβεσθεί από φορολογική άποψη, υπό τον όρο ότι η μεταφορά ζημιών σε μεταγενέστερες ή προγενέστερες χρήσεις θα ήταν διαθέσιμη σε παρεμφερείς περιστάσεις σε εταιρεία που θα συνέχιζε να έχει την καταστατική της έδρα ή τη φορολογική της κατοικία σε αυτό το κράτος μέλος.

Άρθρο 10δ

1.   Η μεταφορά της καταστατικής έδρας μιας SE ή μιας SCE δε συνεπάγεται αυτή καθεαυτή τη φορολογία του εισοδήματος, των κερδών ή των υπεραξιών των εταίρων.

2.   Η εφαρμογή της παραγράφου 1 δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να φορολογούν τα κέρδη που προκύπτουν από μεταγενέστερη μεταβίβαση τίτλων παραστατικών του εταιρικού κεφαλαίου της SE ή της SCE που μεταφέρει την καταστατική έδρα της.».

13)

Στο άρθρο 11, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ένα κράτος μέλος μπορεί να αρνηθεί να εφαρμόσει το σύνολο ή μέρος των διατάξεων των τίτλων ΙΙ, ΙΙΙ, IV και IVβ ή να άρει τα προκύπτοντα από τις διατάξεις αυτές ευεργετήματα, όταν η συγχώνευση, η διάσπαση, η μερική διάσπαση, η εισφορά ενεργητικού, η ανταλλαγή μετοχών ή η μεταφορά της καταστατικής έδρας μιας SE ή μιας SCE:

α)

έχει ως κύριο στόχο ή ως έναν από τους κύριους στόχους τη φοροδιαφυγή ή τη φοροαποφυγή. Το γεγονός ότι κάποια από τις πράξεις που προβλέπονται στο άρθρο 1 δεν πραγματοποιείται για οικονομικά θεμιτούς λόγους, όπως είναι η αναδιάρθρωση ή η ορθολογικότερη οργάνωση των δραστηριοτήτων των εταιρειών που ενέχονται στη σχετική πράξη, μπορεί να αποτελέσει τεκμήριο ότι κύριος ή ένας από τους κύριους στόχους της πράξης αυτής είναι η φοροδιαφυγή ή η φοροαποφυγή,

β)

έχει ως αποτέλεσμα για μια εταιρεία, είτε αυτή συμμετέχει στην εν λόγω πράξη είτε όχι, να μην πληροί πλέον τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εκπροσώπηση των εργαζομένων στα όργανα της εταιρείας, σύμφωνα με τον τρόπο εκπροσώπησης που ίσχυε πριν από την εν λόγω πράξη.».

14)

Το παράρτημα αντικαθίσταται από το κείμενο που περιέχεται στο παράρτημα της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν τόσο με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας που αφορούν τη μεταφορά της καταστατικής έδρας μιας SE ή μιας SCE, όσο και με τις διατάξεις του στοιχείου α) του παραρτήματος της παρούσας οδηγίας, έως την 1η Ιανουαρίου 2006. Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων και συγκριτικό πίνακα μεταξύ των εν λόγω διατάξεων και των διατάξεων της παρούσας οδηγίας.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία, όσον αφορά τις άλλες διατάξεις πλην αυτών στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 1, έως την 1η Ιανουαρίου 2007. Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων και συγκριτικό πίνακα μεταξύ των εν λόγω διατάξεων και των διατάξεων της παρούσας οδηγίας.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

3.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων του εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 17 Φεβρουαρίου 2005.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J.-C. JUNCKER


(1)  Γνώμη η οποία διατυπώθηκε στις 10 Μαρτίου 2004 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  ΕΕ C 110 της 30.4.2004, σ. 30.

(3)  ΕΕ L 225 της 20.8.1990, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης του 2003.

(4)  ΕΕ L 294 της 10.11.2001, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 885/2004 (ΕΕ L 168 της 1.5.2004, σ. 1).

(5)  ΕΕ L 294 της 10.11.2001, σ. 22.

(6)  ΕΕ L 207 της 18.8.2003, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση αριθ. 15/2004 της Μεικτής Επιτροπής του ΕΟΧ (ΕΕ L 116 της 22.4.2004, σ. 68).

(7)  ΕΕ L 207 της 18.8.2003, σ. 25.

(8)  ΕΕ L 225 της 20.8.1990, σ. 6· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2003/123/ΕΚ (ΕΕ L 7 της 13.1.2004, σ. 41).

(9)  ΕΕ L 294 της 10.11.2001, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 885/2004 (ΕΕ L 168 της 1.5.2004, σ. 1).

(10)  ΕΕ L 207 της 18.8.2003, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση αριθ. 15/2004 της Μεικτής Επιτροπής του ΕΟΧ (ΕΕ L 116 της 22.4.2004, σ. 68).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΣΤΟΙΧΕΙΟ Α)

α)

οι εταιρείες που έχουν συσταθεί δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2157/2001 του Συμβουλίου, της 8ης Οκτωβρίου 2001, περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρείας (SE), και της οδηγίας 2001/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 8ης Οκτωβρίου 2001, για τη συμπλήρωση του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρείας όσον αφορά το ρόλο των εργαζομένων, και οι συνεταιριστικές εταιρείες που έχουν συσταθεί δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1435/2003 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής συνεταιριστικής εταιρείας (SCE), και της οδηγίας 2003/72/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, για τη συμπλήρωση του καταστατικού του ευρωπαϊκού συνεταιρισμού όσον αφορά το ρόλο των εργαζομένων·

β)

οι εταιρείες του βελγικού δικαίου που αποκαλούνται “société anonyme”/“naamloze vennootschap”, “société en commandite par actions”/“commanditaire vennootschap op aandelen”, “société privée à responsabilité limitée”/“besloten vennootschap met beperkte aansprakelijkheid”“société coopérative à responsabilité limitée”/“coöperatieve vennootschap met beperkte aansprakelijkheid”, “société coopérative à responsabilité illimitée”/“coöperatieve vennootschap met onbeperkte aansprakelijkheid”, “société en nom collectif”/“vennootschap onder firma”, “société en commandite simple”/“gewone commanditaire vennootschap”, δημόσιες επιχειρήσεις που έχουν υιοθετήσει μια από τις προαναφερόμενες νομικές μορφές, καθώς και άλλες εταιρείες που έχουν συσταθεί βάσει του βελγικού δικαίου και υπόκεινται σε φορολογία ανωνύμων εταιρειών στο Βέλγιο·

γ)

οι εταιρείες του τσεχικού δικαίου που αποκαλούνται “akciová společnost”, “společnost s ručením omezeným”·

δ)

οι εταιρείες του δανικού δικαίου που αποκαλούνται “aktieselskab” και “anpartsselskab”. Άλλες εταιρείες υποκείμενες στο φόρο δυνάμει του νόμου περί της φορολογίας επιχειρήσεων, εφόσον το φορολογητέο εισόδημά τους υπολογίζεται και φορολογείται σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες της φορολογικής νομοθεσίας που εφαρμόζονται σε “aktieselskaber”·

ε)

οι εταιρείες του γερμανικού δικαίου που αποκαλούνται “Aktiengesellschaft”, “Kommanditgesellschaft auf Aktien”, “Gesellschaft mit beschränkter Haftung”, “Versicherungsverein auf Gegenseitigkeit”, “Erwerbs- und Wirtschaftsgenossenschaft”, “Betriebe gewerblicher Art von juristischen Personen des öffentlichen Rechts”, και άλλες εταιρείες που έχουν συσταθεί βάσει του γερμανικού δικαίου και υπόκεινται σε φόρο εταιρειών στη Γερμανία·

στ)

οι εταιρείες του εσθονικού δικαίου που αποκαλούνται “täisühing”, “usaldusühing”, “osaühing”, “aktsiaselts”, “tulundusühistu”·

ζ)

οι εταιρείες του ελληνικού δικαίου που αποκαλούνται “αvώvυμη εταιρεία”, “εταιρεία περιoρισμέvης ευθύvης (Ε.Π.Ε.)”·

η)

οι εταιρείες του ισπανικού δικαίου που αποκαλούνται “sociedad anónima”, “sociedad comanditaria por acciones”, “sociedad de responsabilidad limitada”, καθώς και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που λειτουργούν υπό καθεστώς ιδιωτικού δικαίου·

θ)

οι εταιρείες του γαλλικού δικαίου που αποκαλούνται “société anonyme”, “société en commandite par actions”, “société à responsabilité limitée”, “sociétés par actions simplifiées”, “sociétés d’assurances mutuelles”, “caisses d’épargne et de prévoyance”, “sociétés civiles”, οι οποίες υπόκεινται αυτομάτως στο φόρο επιχειρήσεων, “coopératives”, “unions de coopératives”, οι δημόσιοι οργανισμοί και επιχειρήσεις βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα, καθώς και άλλες εταιρείες που έχουν συσταθεί βάσει του γαλλικού δικαίου και υπόκεινται σε φορολογία ανωνύμων εταιρειών στη Γαλλία·

ι)

οι εταιρείες των οποίων η σύσταση και η λειτουργία διέπονται από το ιρλανδικό δίκαιο, οργανισμοί που καταχωρούνται βάσει του Industrial and Provident Societies Act, κατασκευαστικές εταιρείες των οποίων η σύσταση διέπεται από τις Building Societies ACTS και ταχυδρομικά ταμιευτήρια που διέπονται από τον Trustee Savings Banks Act, του 1989·

ια)

οι εταιρείες του ιταλικού δικαίου που αποκαλούνται “società per azioni”, “società in accomandita per azioni”, “società a responsabilità limitata”, “società cooperative”, “società di mutua assicurazione”, καθώς και οι δημόσιοι και ιδιωτικοί φορείς που ασκούν πλήρως ή κυρίως εμπορικές δραστηριότητες·

ιβ)

στο κυπριακό δίκαιο: “εταιρείες” όπως αυτές ορίζονται στους περί φορολογίας του εισοδήματος νόμους·

ιγ)

οι εταιρείες του λεττονικού δικαίου που αποκαλούνται “akciju sabiedrība”, “sabiedrība ar ierobežotu atbildību”·

ιδ)

οι εταιρείες που έχουν συγκροτηθεί βάσει του λιθουανικού δικαίου·

ιε)

οι εταιρείες του δικαίου του Λουξεμβούργου που αποκαλούνται “société anonyme”, “société en commandite par actions”, “société à responsabilité limitée”, “société coopérative”, “société coopérative organisée comme une société anonyme”, “association d’assurances mutuelles”, “association d’épargne-pension”, “entreprise de nature commerciale, industrielle ou minière de l’État, des communes, des syndicats de communes, des établissements publics et des autres personnes morales de droit public”, καθώς και άλλες εταιρείες που έχουν συσταθεί βάσει του δικαίου του Λουξεμβούργου και υπόκεινται σε φορολογία ανωνύμων εταιρειών στο Λουξεμβούργο·

ιστ)

οι εταιρείες του ουγγρικού δικαίου που αποκαλούνται “közkereseti társaság”, “betéti társaság”, “közös vállalat”, “korlátolt felelősségű társaság”, “részvénytársaság”, “egyesülés”, “közhasznú társaság”, “szövetkezet”·

ιζ)

οι εταιρείες του μαλτέζικου δικαίου που αποκαλούνται “Kumpaniji ta’ Responsabilita’ Limitata”, “Soċjetajiet en commandite li l-kapital tagħhom maqsum f’azzjonijiet”·

ιη)

οι εταιρείες του ολλανδικού δικαίου που αποκαλούνται “naamloze vennootschap”, “besloten vennootschap met beperkte aansprakelijkheid”, “Open commanditaire vennootschap”, “Coöperatie”, “onderlinge waarborgmaatschappij”, “Fonds voor gemene rekening”, “vereniging op coöperatieve grondslag” και “vereniging welke op onderlinge grondslag als verzekeraar of kredietinstelling optreedt”, καθώς και άλλες εταιρείες που έχουν συσταθεί βάσει του ολλανδικού δικαίου και υπόκεινται σε φορολογία ανωνύμων εταιρειών στις Κάτω Χώρες·

ιθ)

οι εταιρείες του αυστριακού δικαίου που αποκαλούνται “Aktiengesellschaft”, “Gesellschaft mit beschränkter Haftung”, “Erwerbs- und Wirtschaftsgenossenschaften”·

κ)

οι εταιρείες του πολωνικού δικαίου που αποκαλούνται “spółka akcyjna”, “spółka z ograniczoną odpowiedzialnością”·

κα)

οι εμπορικές ή οι αστικές υπό εμπορική μορφή εταιρείες, καθώς και άλλα νομικά πρόσωπα ασκούντα εμπορικές ή βιομηχανικές δραστηριότητες, που έχουν συσταθεί δυνάμει του πορτογαλικού δικαίου·

κβ)

οι εταιρείες του σλοβενικού δικαίου που αποκαλούνται “delniška družba”, “komanditna družba”, “družba z omejeno odgovornostjo”·

κγ)

οι εταιρείες του σλοβακικού δικαίου που αποκαλούνται “akciová spoločnosť”, “spoločnosť s ručením obmedzeným”, “komanditná spoločnosť”·

κδ)

οι εταιρείες του φινλανδικού δικαίου που αποκαλούνται “osakeyhtiö”/“aktiebolag”, “osuuskunta”/“andelslag”, “säästöpankki”/“sparbank” και “vakuutusyhtiö”/“försäkringsbolag”·

κε)

οι εταιρείες του σουηδικού δικαίου που αποκαλούνται “aktiebolag”, “försäkringsaktiebolag”, “ekonomiska föreningar”, “sparbanker”, “ömsesidiga försäkringsbolag”·

κστ)

οι εταιρείες που έχουν συσταθεί βάσει του δικαίου του Ηνωμένου Βασιλείου.».


Top