Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62015CJ0005

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δέκατο τμήμα) της 7ης Απριλίου 2016.
    AK κατά Achmea Schadeverzekeringen NV και Stichting Achmea Rechtsbijstand.
    Αίτηση του Gerechtshof Amsterdam για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή — Ασφάλιση νομικής προστασίας — Οδηγία 87/344/ΕΟΚ — Άρθρο 4, παράγραφος 1 — Ελεύθερη επιλογή δικηγόρου από τον ασφαλισμένο — Δικαστική ή διοικητική διαδικασία — Έννοια — Ένσταση κατά αποφάσεως περί μη έγκρισης περίθαλψης.
    Υπόθεση C-5/15.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2016:218

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

    της 7ης Απριλίου 2016 ( *1 ) ( i )

    «Προδικαστική παραπομπή — Ασφάλιση νομικής προστασίας — Οδηγία 87/344/ΕΟΚ — Άρθρο 4, παράγραφος 1 — Ελεύθερη επιλογή δικηγόρου από τον ασφαλισμένο — Δικαστική ή διοικητική διαδικασία — Έννοια — Ένσταση κατά αποφάσεως περί μη έγκρισης περίθαλψης»

    Στην υπόθεση C‑5/15,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Gerechtshof Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες) με απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Ιανουαρίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης

    AK

    κατά

    Achmea Schadeverzekeringen NV,

    Stichting Achmea Rechtsbijstand,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

    συγκείμενο από τους F. Biltgen (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, A. Borg Barthet και E. Levits, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. Wathelet

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η Achmea Schadeverzekeringen NV και η Stichting Achmea Rechtsbijstand, εκπροσωπούμενες από τους F. E. Vermeulen, P. R. van der Vorst και A. I. M. van Mierlo, advocaten,

    η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον G. Eberhard,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους F. Wilman και K.‑P. Wojcik,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 87/344/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1987, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την ασφάλιση νομικής προστασίας (ΕΕ L 185, σ. 77).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του AK και, αφετέρου, των Achmea Schadeverzekeringen NV και Stichting Achmea Rechtsbijstand (στο εξής, από κοινού: εταιρίες Achmea) με αντικείμενο τη μη ανάληψη των εξόδων δικηγόρου που καταβλήθηκαν στο πλαίσιο διαδικασίας ενστάσεως ενώπιον δημόσιου φορέα σε σχέση με αίτηση έγκρισης ειδικής ιατρικής περίθαλψης.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    3

    Η ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 87/344 ορίζει τα εξής:

    «[Εκτιμώντας] ότι το συμφέρον του ασφαλισμένου που έχει συνάψει σύμβαση νομικής προστασίας επιβάλλει να έχει ο ασφαλισμένος τη δυνατότητα να επιλέγει ο ίδιος τον δικηγόρο του, ή κάθε άλλο πρόσωπο το οποίο διαθέτει τα προσόντα που απαιτεί η εθνική νομοθεσία μέσα στα πλαίσια κάθε δικαστικής ή διοικητικής διαδικασίας και κάθε φορά που ανακύπτει σύγκρουση των συμφερόντων».

    4

    Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα ακόλουθα:

    «Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στην ασφάλιση νομικής προστασίας. Η ασφάλιση αυτή συνίσταται στην έναντι καταβολής ασφαλίστρου συμβατική δέσμευση περί αναλήψεως των δικαστικών εξόδων και παροχής άλλων υπηρεσιών που απορρέουν από την εν λόγω ασφαλιστική κάλυψη, και ιδίως:

    στην ανόρθωση της ζημίας που υπέστη ο ασφαλισμένος είτε μέσω εξωδίκου συμβιβασμού είτε μέσω αστικής ή ποινικής δίκης,

    στην υπεράσπιση ή εκπροσώπηση του ασφαλισμένου σε αστική, ποινική, διοικητική ή άλλη δίκη ή κατ’ απαιτήσεως η οποία εγείρεται εναντίον του.»

    5

    Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

    «Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι οι εγκατεστημένες στην επικράτειά του επιχειρήσεις συμμορφούνται, ανάλογα με τη λύση που επιβάλλει το κράτος μέλος, ή κατ’ επιλογήν τους αν το κράτος μέλος συμφωνεί, προς μία τουλάχιστον από τις ακόλουθες εναλλακτικές λύσεις:

    α)

    η επιχείρηση εξασφαλίζει ότι κανένα μέλος του προσωπικού που έχει αναλάβει τη διαχείριση των ασφαλιστικών περιπτώσεων του κλάδου νομικής προστασίας ή την παροχή νομικών συμβουλών σχετικών προς τη διαχείριση αυτή δεν ασκεί συγχρόνως παρόμοια δραστηριότητα:

    [...]

    β)

    η επιχείρηση αναθέτει τη διαχείριση των ασφαλιστικών περιπτώσεων του κλάδου νομικής προστασίας σε μια νομικά ξεχωριστή επιχείρηση. [...]

    γ)

    η επιχείρηση πρέπει να προβλέπει στη σύμβαση το δικαίωμα του ασφαλισμένου να αναθέτει σε δικηγόρο της επιλογής του ή, εφόσον αυτό επιτρέπεται από την εθνική νομοθεσία, σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο διαθέτει τα απαραίτητα προσόντα, την υπεράσπιση των συμφερόντων του από τη στιγμή κατά την οποία δικαιούται να ζητήσει παρέμβαση του ασφαλιστή δυνάμει του ασφαλιστηρίου.»

    6

    Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:

    «Κάθε ασφαλιστική σύμβαση νομικής προστασίας προβλέπει ρητά ότι:

    α)

    σε κάθε δικαστική ή διοικητική διαδικασία, όταν καλείται δικηγόρος, ή κάθε άλλο πρόσωπο που διαθέτει τα προσόντα τα οποία απαιτεί η εθνική νομοθεσία, για να υπερασπίσει ή να εκπροσωπήσει τον ασφαλισμένο ή να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του, ο ασφαλισμένος έχει την ελευθερία της σχετικής επιλογής·

    β)

    ο ασφαλισμένος είναι ελεύθερος να επιλέγει δικηγόρο, ή, αν θέλει και εφόσον το επιτρέπει η εθνική νομοθεσία, οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα για την υπεράσπιση των συμφερόντων του, σε περίπτωση που ανακύψει σύγκρουση συμφερόντων.»

    Το ολλανδικό δίκαιο

    7

    Το άρθρο 4:67, παράγραφος 1, του Wet op het financieel toezicht (νόμος περί χρηματοοικονομικού ελέγχου) έχει ως εξής:

    «Ο ασφαλιστής νομικής προστασίας μεριμνά ώστε στη σύμβαση νομικής προστασίας να ορίζεται ρητώς ότι ο ασφαλισμένος δύναται να επιλέξει ελεύθερα δικηγόρο ή άλλον νομίμως εξουσιοδοτημένο επαγγελματία εάν:

    a.

    καλείται δικηγόρος ή άλλος νομίμως εξουσιοδοτημένος επαγγελματίας να υπερασπιστεί, να εκπροσωπήσει ή να υπηρετήσει τα συμφέροντα του ασφαλισμένου σε δικαστική ή διοικητική διαδικασία· ή

    b.

    ανακύπτει σύγκρουση συμφερόντων.»

    Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

    8

    Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο AK συνήψε σύμβαση ασφαλίσεως νομικής προστασίας με την Achmea Schadeverzekeringen NV, η οποία ανέθεσε στη Stichting Achmea Rechtsbijstand τη διαχείριση των σχετικών με την εν λόγω ασφάλιση περιπτώσεων.

    9

    Εξαιτίας των διαφόρων ψυχοσωματικών διαταραχών από τις οποίες έπασχε, ο AK ζήτησε, τον Νοέμβριο του 2013, από το Centrum Indicatiestelling Zorg (κέντρο για τον προσδιορισμό της χορηγητέας περίθαλψης, στο εξής: CIZ) έγκριση περίθαλψης βάσει του Algemene Wet Bijzondere Ziektekosten (γενικός νόμος περί ειδικών ιατρικών δαπανών).

    10

    Με απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, το CIZ απέρριψε την αίτηση για έγκριση περίθαλψης του AK. Ο τελευταίος αποφάσισε να υποβάλει ένσταση κατά της εν λόγω απορριπτικής αποφάσεως ενώπιον του CIZ και απευθύνθηκε στις εταιρίες Achmea από τις οποίες ζήτησε να αναλάβουν τα έξοδα που θα συνεπαγόταν η παρέμβαση δικηγόρου της επιλογής του, ειδικευμένου σε υποθέσεις που αφορούν έγκριση περίθαλψης βάσει του προμνησθέντος νόμου.

    11

    Κατόπιν της απόρριψης, από τις εταιρίες Achmea, της αίτησης του AK για ανάληψη των εξόδων, ο τελευταίος προσέφυγε στη δικαιοσύνη.

    12

    Της υποθέσεως επιλήφθηκε το Gerechtshof Amsterdam (εφετείο του Άμστερνταμ), το οποίο κλήθηκε να αποφανθεί επί του ζητήματος κατά πόσον η ένσταση κατά αποφάσεως του CIZ περί μη εγκρίσεως περίθαλψης πρέπει να χαρακτηριστεί ως δικαστική ή διοικητική διαδικασία κατά την έννοια του άρθρου 4:67, παράγραφος 1, του νόμου περί χρηματοοικονομικού ελέγχου, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 87/344, και κατά πόσον, επομένως, ο AK είναι ελεύθερος να επιλέξει δικηγόρο, τα έξοδα του οποίου οφείλουν να αναλάβουν οι εταιρίες Achmea.

    13

    Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει συναφώς ότι χωρεί ένσταση ενώπιον του CIZ κατά αποφάσεώς του, με την οποία απορρίπτεται αίτηση για έγκριση περίθαλψης, και ότι κατά της αποφάσεως επί της εν λόγω ενστάσεως μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, καθώς και έφεση ενώπιον του Centrale Raad van Beroep (δευτεροβάθμιο δικαστήριο αρμόδιο επί υποθέσεων κοινωνικής ασφάλισης και επί δημοσιοϋπαλληλικών υποθέσεων).

    14

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Gerechtshof te Amsterdam αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Έχει ο όρος “διοικητική διαδικασία”, ο οποίος περιέχεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, αρχή και στοιχείο αʹ, της οδηγίας 87/344, την έννοια ότι περιλαμβάνει το στάδιο της ενστάσεως ενώπιον του CIZ, κατά το οποίο το πρόσωπο, του οποίου η αίτηση για έγκριση περίθαλψης απορρίφθηκε με απόφαση του CIZ, υποβάλλει ενώπιον του τελευταίου ένσταση με αίτημα την αναθεώρηση της αποφάσεώς του»

    Επί του προδικαστικού ερωτήματος

    15

    Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί κατά πόσον το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 87/344 έχει την έννοια ότι ο περιεχόμενος στη διάταξη αυτή όρος «διοικητική διαδικασία» περιλαμβάνει το στάδιο της ενστάσεως ενώπιον δημοσίου φορέα, κατά το οποίο ο φορέας αυτός εκδίδει απόφαση που υπόκειται σε ένδικες προσφυγές.

    16

    Πρέπει, συναφώς, να επισημανθεί, πρώτον, ότι κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 87/344, κάθε ασφαλιστική σύμβαση νομικής προστασίας προβλέπει ρητά ότι, σε κάθε δικαστική ή διοικητική διαδικασία, όταν καλείται εκπρόσωπος για να υπερασπίσει, να εκπροσωπήσει τον ασφαλισμένο ή να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του, ο ασφαλισμένος έχει την ελευθερία της επιλογής του σχετικού εκπροσώπου.

    17

    Από το ίδιο δε το γράμμα της ανωτέρω διατάξεως προκύπτει ότι η έννοια της «διοικητικής διαδικασίας» πρέπει να αντιδιαστέλλεται από εκείνη της «δικαστικής διαδικασίας».

    18

    Ενδεχόμενη ερμηνεία του όρου «διοικητική διαδικασία» του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 87/344, όπως αυτή που προτείνουν οι εναγόμενες της κύριας δίκης, κατά την οποία ο εν λόγω όρος καλύπτει μόνον τις ένδικες διαδικασίες που αφορούν διοικητικές υποθέσεις, δηλαδή εκείνες που διεξάγονται ενώπιον κατά κυριολεξία δικαιοδοτικού οργάνου και οι οποίες σκοπούν στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης αποφάσεως και ρυθμίζουν οριστικά τη νομική κατάσταση του ενδιαφερόμενου, θα καθιστούσε επομένως κενή περιεχομένου την έκφραση «διοικητική διαδικασία», την οποία ρητώς χρησιμοποιεί ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    19

    Διαπιστώνεται, εξάλλου, ότι, μολονότι η διαφοροποίηση μεταξύ του προπαρασκευαστικού σταδίου και του σταδίου λήψεως αποφάσεως μιας δικαστικής ή διοικητικής διαδικασίας αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεων κατά τη διαδικασία θεσπίσεως της οδηγίας 87/344, το άρθρο 4, παράγραφος 1, αυτής δεν περιέχει κάποια σχετική διάκριση, με αποτέλεσμα να μην είναι να δυνατόν να περιορισθεί αντιστοίχως η έννοια της «διοικητικής διαδικασίας».

    20

    Δεύτερον, κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιό της και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αυτή αποτελεί μέρος (βλ., συναφώς, αποφάσεις St. Nikolaus Brennerei und Likörfabrik, 337/82, EU:C:1984:69, σκέψη 10·VEMW κ.λπ., C‑17/03, EU:C:2005:362, σκέψη 41, καθώς και Eschig, C‑199/08, EU:C:2009:538, σκέψη 38).

    21

    Επ’ αυτού, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει η οδηγία 87/344, και ειδικότερα το άρθρο 4 αυτής, σε σχέση με την ελεύθερη επιλογή δικηγόρου ή εκπροσώπου, είναι η ευρεία προστασία των συμφερόντων των ασφαλισμένων. Ο γενικός χαρακτήρας και η δεσμευτική ισχύς που αναγνωρίζονται στο δικαίωμα επιλογής δικηγόρου ή εκπροσώπου αντιτίθενται σε τυχόν συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής (βλ., συναφώς, αποφάσεις Eschig, C‑199/08, EU:C:2009:538, σκέψεις 45 και 47, καθώς και Sneller, C-442/12, EU:C:2013:717, σκέψη 24).

    22

    Εν προκειμένω, από τα στοιχεία της δικογραφίας που κατατέθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι τα δικαιώματα του ασφαλισμένου επηρεάζονται τόσο από την αρχική απόφαση του CIZ όσο και από την εκδοθείσα επί της ενστάσεως, στο μέτρο που η εξέταση των πραγματικών περιστατικών πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια του διοικητικού αυτού σταδίου και συνιστά τη βάση για τη λήψη αποφάσεως στο πλαίσιο της επακόλουθης ένδικης διοικητικής διαδικασίας.

    23

    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν χωρεί αμφισβήτηση ως προς το ότι ο ασφαλισμένος χρήζει νομικής προστασίας κατά τη διαδικασία η οποία συνιστά προαπαιτούμενο για την άσκηση προσφυγής ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου.

    24

    Η ως άνω ερμηνεία δεν επηρεάζεται από το επιχείρημα των εναγομένων της κύριας δίκης, κατά το οποίο η διασταλτική ερμηνεία του δικαιώματος ελεύθερης επιλογής δικηγόρου ή εκπροσώπου θα είχε ως αποτέλεσμα να μετατρέπεται κάθε ασφάλιση νομικής προστασίας σε ασφάλιση βασιζόμενη στην αρχή της «κάλυψης των εξόδων», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 87/344. Πράγματι, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι από το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής απορρέει αυτοτελές δικαίωμα του έχοντος συνάψει ασφάλιση νομικής προστασίας να επιλέγει ελεύθερα τον εκπρόσωπό του, διατηρείται ακέραιο το πεδίο εφαρμογής των προβλεπόμενων από το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας 87/344 μέτρων (βλ., συναφώς, απόφαση Eschig, C‑199/08, EU:C:2009:538, σκέψη 49).

    25

    Επιπλέον, όσον αφορά τις ενδεχόμενες οικονομικές συνέπειες στα συστήματα ασφαλίσεως νομικής προστασίας, υπενθυμίζεται ότι, ακόμα και αν επέλθουν τέτοιες οικονομικές συνέπειες, δεν είναι δυνατόν να συνεπάγονται συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 87/344. Συγκεκριμένα, η οδηγία 87/344 δεν σκοπεί σε πλήρη εναρμόνιση των κανόνων που διέπουν τις συμβάσεις ασφαλίσεως νομικής προστασίας και τα κράτη μέλη εξακολουθούν να έχουν την ευχέρεια, σύμφωνα με το ισχύον επί του παρόντος δίκαιο της Ένωσης, να καθορίζουν το καθεστώς που εφαρμόζεται στις εν λόγω συμβάσεις, αρκεί να μην καθίστανται κενές περιεχομένου οι προβλεπόμενες από την οδηγία αυτή αρχές (βλ., συναφώς, απόφαση Stark, C‑293/10, EU:C:2011:355, σκέψη 31). Τουτέστιν, η άσκηση του δικαιώματος του ασφαλισμένου να επιλέγει ελεύθερα τον εκπρόσωπό του δεν αποκλείει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι δυνατόν να περιορίζονται τα έξοδα που βαρύνουν τους ασφαλιστές (βλ. απόφαση Sneller, C‑442/12, EU:C:2013:717, σκέψη 26).

    26

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθεισών σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 87/344 έχει την έννοια ότι ο περιεχόμενος στη διάταξη αυτή όρος «διοικητική διαδικασία» περιλαμβάνει το στάδιο της ενστάσεως ενώπιον δημοσίου φορέα κατά τη διάρκεια του οποίου ο φορέας αυτός εκδίδει απόφαση που υπόκειται σε ένδικες προσφυγές.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    27

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    Το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 87/344/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1987, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την ασφάλιση νομικής προστασίας, έχει την έννοια ότι ο περιεχόμενος στη διάταξη αυτή όρος «διοικητική διαδικασία» περιλαμβάνει το στάδιο της ενστάσεως ενώπιον δημοσίου φορέα κατά τη διάρκεια του οποίου ο φορέας αυτός εκδίδει απόφαση που υπόκειται σε ένδικες προσφυγές.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

    ( i ) Το ονοματεπώνυμο που εμφανιζόταν στο εισαγωγικό μέρος της αποφάσεως καθώς και στις σκέψεις 2 και 8 έως 12 αντικαταστάθηκε από αρχικά γράμματα κατόπιν αιτήσεως ανωνυμοποιήσεως.

    Top