Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62009CN0335

    Υπόθεση C-335/09 P: Αναίρεση που άσκησε στις 24 Αυγούστου 2009 η Δημοκρατία της Πολωνίας κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πρώτο πενταμελές τμήμα) στις 10 Ιουνίου 2009 στην υπόθεση T-257/04, Πολωνία κατά Επιτροπής

    ΕΕ C 282 της 21.11.2009, p. 21–22 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    21.11.2009   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 282/21


    Αναίρεση που άσκησε στις 24 Αυγούστου 2009 η Δημοκρατία της Πολωνίας κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πρώτο πενταμελές τμήμα) στις 10 Ιουνίου 2009 στην υπόθεση T-257/04, Πολωνία κατά Επιτροπής

    (Υπόθεση C-335/09 P)

    2009/C 282/39

    Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική

    Διάδικοι

    Αναιρεσείουσα: Δημοκρατία της Πολωνίας (εκπρόσωπος: M. Dowgielewicz)

    Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    Αιτήματα της αναιρεσείουσας

    Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

    να εξαφανίσει την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 10ης Ιουνίου 2009 στην υπόθεση T-257/04, Πολωνία κατά Επιτροπής,

    να ακυρώσει το άρθρο 3 και το άρθρο 4, παράγραφος 3 και παράγραφος 5, όγδοη περίπτωση, του κανονισμού (ΕΚ) 1972/2003 της Επιτροπής, της 10ης Νοεμβρίου 2003, για τη θέσπιση μεταβατικών μέτρων όσον αφορά τις συναλλαγές γεωργικών προϊόντων λόγω της προσχώρησης της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Εσθονίας, της Κύπρου, της Λετονίας, της Λιθουανίας, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας και της Σλοβακίας (1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 230/2004, της 10ης Φεβρουαρίου 2004 (2), καθώς και με τον κανονισμό (ΕΚ) 735/2004, της 20ής Απριλίου 2004 (3),

    να καταδικάσει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα τόσο της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου όσο και της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου,

    να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεσης στο τμήμα μείζονος συνθέσεως.

    Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

    Όσον αφορά, πρώτον, τη διαπίστωση στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι η προσφυγή κατά του κανονισμού 1972/2003 ασκήθηκε εκπρόθεσμα και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ως απαράδεκτη (σκέψεις 32 έως 63 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης), η αναιρεσείουσα προβάλλει τους εξής ισχυρισμούς:

    Το Πρωτοδικείο ερμήνευσε εσφαλμένα τον κανονισμό 1 του Συμβουλίου, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος (4), και τη Συνθήκη Προσχώρησης, καθόσον δέχτηκε ότι η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής ακύρωσης κατά του κανονισμού 1972/2003 άρχισε να τρέχει κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του κανονισμού αυτού στις επίσημες γλώσσες της Κοινότητας των Δεκαπέντε, δηλαδή πριν από την ολοκλήρωση της δημοσίευσής του στις επίσημες γλώσσες της διευρυμένης Κοινότητας.

    Το Πρωτοδικείο ερμήνευσε εσφαλμένα το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, καθόσον δέχτηκε ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας νομιμοποιούνταν, ως νομικό πρόσωπο, να ασκήσει, βάσει της διάταξης αυτής, προσφυγή ακύρωσης κατά του κανονισμού 1972/2003 πριν προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

    Το Πρωτοδικείο παραβίασε την αρχή της κοινότητας δικαίου και την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, καθόσον η Δημοκρατία της Πολωνίας στερήθηκε το δικαίωμα να ζητήσει τον δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας του κανονισμού 1972/2003, μολονότι ήταν αποδέκτης του κανονισμού αυτού σαν να ήταν κράτος μέλος.

    Το Πρωτοδικείο παραβίασε την αρχή της αλληλεγγύης και την αρχή της έντιμης συνεργασίας, καθόσον η Δημοκρατία της Πολωνίας στερήθηκε το δικαίωμα να ζητήσει τον δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας ενός μέτρου με το οποίο τροποποιήθηκαν παράνομα οι όροι προσχώρησης της Δημοκρατίας της Πολωνίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και διαταράχθηκε η ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από την ιδιότητα του κράτους μέλους.

    Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ενέχει διαδικαστική πλημμέλεια, διότι το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε τον ισχυρισμό που είχε προβάλει η Δημοκρατία της Πολωνίας σχετικά με παραβίαση της αρχής της αλληλεγγύης και της αρχής της έντιμης συνεργασίας και δεν αιτιολόγησε επαρκώς την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

    Όσον αφορά, δεύτερον, την απόρριψη, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, του αιτήματος ακύρωσης του μέρους του κανονισμού 735/2004 που προβλέπει την υπαγωγή επτά κατηγοριών προϊόντων πολωνικής προέλευσης στο μέτρο του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1972/2003 (σκέψεις 80 έως 136 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης), η αναιρεσείουσα προβάλλει τους εξής ισχυρισμούς:

    Το Πρωτοδικείο παραβίασε το άρθρο 41 της Πράξης Προσχώρησης και την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον δέχτηκε ότι το ύψος της επιβάρυνσης που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1972/2003 είναι το ενδεδειγμένο και αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων του επίδικου μεταβατικού μέτρου, μολονότι θα αρκούσε, για την αποτροπή της κερδοσκοπίας και την εξουδετέρωση των οικονομικών ωφελημάτων από την κερδοσκοπία, η επιβολή επιβάρυνσης ίσης με τη διαφορά των δασμών. Η υψηλότερη επιβάρυνση δεν μπορούσε, αν ληφθεί υπόψη το χρονικό σημείο της επιβολής της (11 ημέρες πριν από την ημερομηνία της προσχώρησης), να συντελέσει στην επίτευξη του στόχου της αποτροπής της κερδοσκοπίας και δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ του ύψους της επιβληθείσας επιβάρυνσης και των στόχων που φέρεται ότι επιδιώκονταν με την επιβάρυνση αυτή.

    Το Πρωτοδικείο παραβίασε την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, καθόσον δέχτηκε ότι το ύψος της επιβάρυνσης του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1972/2003 καθορίστηκε βάσει αντικειμενικών κριτηρίων διαφοροποίησης.

    Όσον αφορά, τρίτον, την απόρριψη, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, του αιτήματος ακύρωσης του μέρους του κανονισμού 735/2004 που προβλέπει την υπαγωγή επτά κατηγοριών προϊόντων πολωνικής προέλευσης στον κατάλογο των προϊόντων του άρθρου 4, παράγραφος 5, όγδοη περίπτωση, του κανονισμού 1972/2003 (σκέψεις 137 έως 160 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης), η αναιρεσείουσα προβάλλει τους εξής ισχυρισμούς:

    Το Πρωτοδικείο παραβίασε το άρθρο 41 της Πράξης Προσχώρησης και την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον δέχτηκε ότι η επιβολή των επιβαρύνσεων του άρθρου 4 του κανονισμού 1972/2003 επί των προϊόντων για τα οποία οι εισαγωγικοί δασμοί που εφαρμόζονταν στη Δημοκρατία της Πολωνίας πριν από την προσχώρησή της ήσαν υψηλότεροι ή το ίδιο υψηλοί όπως και οι ισχύοντες στην Κοινότητα ήταν αναγκαία για την επίτευξη των στόχων των μέτρων που πρόβλεπε ο κανονισμός αυτός.

    Όσον αφορά, τέταρτον, την απόρριψη, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, του αιτήματος ακύρωσης του μέρους του κανονισμού 735/2004 που προβλέπει την υπαγωγή επτά κατηγοριών προϊόντων πολωνικής προέλευσης στο μέτρο του άρθρου 3 του κανονισμού 1972/2003 (σκέψεις 161 έως 249 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης), η αναιρεσείουσα προβάλλει τους εξής ισχυρισμούς:

    Το Πρωτοδικείο παραβίασε το κοινοτικό δίκαιο –δηλαδή ερμήνευσε εσφαλμένα το άρθρο 3 του κανονισμού 1972/2003 και το άρθρο 41 της Πράξης Προσχώρησης και παραβίασε τους κανόνες που διέπουν την τυπική ισχύ των κανόνων δικαίου– καθόσον δέχτηκε ότι το άρθρο 3 του κανονισμού 1972/2003 είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας του άρθρου 4 του ίδιου κανονισμού και μπορούσε να θεσπιστεί βάσει του άρθρου 41 της Πράξης Προσχώρησης ως εξαίρεση από τις διατάξεις της Πράξης Προσχώρησης.

    Το Πρωτοδικείο παραβίασε το άρθρο 253 ΕΚ, καθόσον δέχτηκε ότι το προσβαλλόμενο μεταβατικό μέτρο έχει αιτιολογηθεί επαρκώς.

    Το Πρωτοδικείο παραβίασε την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, καθόσον δέχτηκε ότι δεν χρειάζεται να εξεταστεί κατά πόσον τα μεταβατικά μέτρα που θεσπίστηκαν βάσει του άρθρου 41 της Πράξης Προσχώρησης είναι συμβατά με το άρθρο 25 ΕΚ.

    Το Πρωτοδικείο παραβίασε την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, καθόσον δέχτηκε ότι ήταν αντικειμενικά δικαιολογημένη η διαφορετική μεταχείριση των επιχειρηματιών από τη Δημοκρατία της Πολωνίας και των επιχειρηματιών από τα κράτη της Κοινότητας των Δεκαπέντε, η οποία οφειλόταν στο γεγονός ότι στα προϊόντα που κατά την ημερομηνία της προσχώρησης υπέκειντο σε καθεστώς μη επιβολής δασμού και βρίσκονταν, πριν από την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Πολωνίας, σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός του κράτους αυτού επιβλήθηκε ο εισαγωγικός δασμός που ισχύει erga omnes, ενώ ο δασμός αυτός δεν επιβλήθηκε στα ίδια προϊόντα που βρίσκονταν, πριν από την ημερομηνία προσχώρησης, σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητας των Δεκαπέντε, εφόσον δεν είχε ζητηθεί γι’ αυτά καμιά επιστροφή λόγω εξαγωγής.

    Το Πρωτοδικείο παραβίασε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθόσον δέχτηκε ότι η Κοινότητα δεν είχε διαμορφώσει καμία κατάσταση που να μπορεί να δημιουργήσει στους Πολωνούς επιχειρηματίες εμπιστοσύνη άξια προστασίας.


    (1)  ΕΕ L 293 της 11.11.2003, σ. 3.

    (2)  ΕΕ L 39 της 11.2.2004, σ. 13.

    (3)  ΕΕ L 114 της 21.4.2004, σ. 13.

    (4)  ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 14.


    Top