Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52016AE5262

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Υψηλής ποιότητας εκπαίδευση για όλους» (διερευνητική γνωμοδότηση)

ΕΕ C 173 της 31.5.2017, p. 1–6 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

31.5.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 173/1


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Υψηλής ποιότητας εκπαίδευση για όλους»

(διερευνητική γνωμοδότηση)

(2017/C 173/01)

Εισηγητής: ο κ.

Benjamin RIZZO

Αίτημα της μαλτέζικης Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

16.9.2016

Νομική βάση

Άρθρο 304 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

 

 

Αρμόδιο τμήμα

Απασχόληση, κοινωνικές υποθέσεις, δικαιώματα του πολίτη

Υιοθετήθηκε από το τμήμα

3.2.2017

Υιοθετήθηκε από την ολομέλεια

22.2.2017

Σύνοδος ολομέλειας αριθ.

523

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας:

(υπέρ/κατά/αποχές)

207/1/5

1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

Η ΕΟΚΕ:

1.1.

ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να αναλάβουν ισχυρότερη δέσμευση στον τομέα της υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης για όλους προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της ΕΕ για το 2020 και οι στόχοι του ΟΗΕ για το 2030·

1.2.

τονίζει τη σημασία της από το δημόσιο χρηματοδοτούμενης υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης και κατάρτισης για όλους, επισημαίνοντας παράλληλα την αξία της εκπαίδευσης των πολιτών σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα, τον ρόλο τους ως πολίτες και την ενίσχυση των ευρωπαϊκών αξιών σε όλα τα εκπαιδευτικά προγράμματα των κρατών μελών·

1.3.

ζητεί τη βελτίωση της στήριξης της προσχολικής εκπαίδευσης (η οποία είναι καθοριστικής σημασίας για την εκμάθηση γλωσσών, την κοινωνικοποίηση, την προσαρμογή στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και την περαιτέρω εκπαίδευση) της διά βίου μάθησης (αποφασιστικής σημασίας για την επιτυχημένη ένταξη στην κοινωνία και στον κόσμο της εργασίας)·

1.4.

επισημαίνει την ανάγκη δημιουργίας ευκαιριών κατάρτισης για νέους που εγκατέλειψαν τις σπουδές τους, για ανειδίκευτους εργαζόμενους και για μετανάστες εργαζομένους, και για την αναγνώριση των αποτελεσμάτων της μη τυπικής και άτυπης εκπαίδευσης·

1.5.

φρονεί ότι το μέλλον της εργασίας και οι προκλήσεις της ψηφιοποίησης αποτελούν ουσιαστικής σημασίας ζητήματα που πρέπει να κατέχουν εξέχουσα θέση στον πολιτικό διάλογο και τον κοινωνικό διάλογο για την υψηλής ποιότητας εκπαίδευση για όλους, στην ΕΕ και στα κράτη μέλη της·

1.6.

ενθαρρύνει την ΕΕ και τα κράτη μέλη της να αναζητήσουν περισσότερες συνέργειες και συντονισμένες πανευρωπαϊκές στρατηγικές στον τομέα της εκπαίδευσης για όλους·

1.7.

υπενθυμίζει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στα κράτη μέλη ότι οι διδάσκοντες και το εκπαιδευτικό προσωπικό πρέπει να υποστηρίζονται στις προσπάθειές τους να βελτιώσουν όλες τις πτυχές της επαγγελματικής τους ανάπτυξης προκειμένου να βελτιωθούν οι επαγγελματικές τους επιδόσεις. Συνιστά επομένως να ληφθεί μέριμνα για την ενίσχυση των προσόντων εκπαιδευτών και εκπαιδευτικών, την καταβολή κάθε δυνατής προσπάθειας ώστε να διασφαλίζεται ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων στις προσλήψεις, καθώς και για την παροχή θέσεων σταθερής εργασίας και ικανοποιητικών συνθηκών όσον αφορά την επαγγελματική σταδιοδρομία και τις αποδοχές για το σύνολο του εκπαιδευτικού προσωπικού.

1.8.

ζητεί την αποτελεσματικότερη χρήση των ευρωπαϊκών ταμείων, ιδίως του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (ΕΚΤ) και του προγράμματος Ορίζων 2020 για τη στήριξη της ποιοτικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, των ταλέντων, της έρευνας και της καινοτομίας·

2.   Γενικές παρατηρήσεις

2.1.

Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ιδιαίτερη ικανοποίησή της για το γεγονός ότι η μαλτέζικη Προεδρία επέλεξε ως κεντρικό θέμα την «Υψηλής ποιότητας εκπαίδευση για όλους» και ζήτησε από την ΕΟΚΕ να εκδώσει διερευνητική γνώμη επί του θέματος αυτού. Η Ευρώπη δεν θα πρέπει να λησμονεί τον καίριο ρόλο που διαδραματίζει η υψηλής ποιότητας εκπαίδευση για όλους στη διαμόρφωση μιας ευρωπαϊκής κοινωνίας προσηλωμένης στην προάσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αξιών. Η Μάλτα επιδιώκει την προώθηση της ένταξης, με σεβασμό στην πολυμορφία, στην τυπική και άτυπη εκπαίδευση μέσω της παροχής ισότιμων και ποικιλόμορφων διαδρομών μάθησης. Προς τούτο, η Μάλτα διοργάνωσε εβδομάδα εκπαίδευσης τον Ιανουάριο του 2017, αφιερωμένη στην «ισότητα και τη μάθηση» και στην «ψηφιακή εκπαίδευση».

2.2.

Η ΕΟΚΕ επικροτεί επίσης την παρουσίαση, στις 7 Δεκεμβρίου, από την Επιτροπή τριών ανακοινώσεων με τίτλο «Πρωτοβουλία για τους νέους» (1). Η παρούσα γνωμοδότηση επικεντρώνεται στην ανακοίνωση με τίτλο «Βελτίωση και εκσυγχρονισμός της εκπαίδευσης: Υψηλής ποιότητας εκπαίδευση για όλους». Επιπλέον, ως εκπρόσωπος της ευρωπαϊκής κοινωνίας των πολιτών σε επίπεδο ΕΕ, η ΕΟΚΕ προσδοκά ότι θα ζητηθεί η γνώμη της και ότι θα διαδραματίσει ενεργό ρόλο σε τυχόν νέες εξελίξεις που σχετίζονται με αυτές τις πρωτοβουλίες. Ως πρώτη αντίδραση, ωστόσο, η ΕΟΚΕ εκφράζει τον φόβο ότι η αξία αυτών των πρωτοβουλιών ενδέχεται να χαθεί λόγω της συνεχιζόμενης εφαρμογής μέτρων λιτότητας σε πολλές χώρες της ΕΕ, πράγμα που τις εμποδίζει να απολαύουν υψηλής ποιότητας εκπαίδευση.

2.3.

Παρότι η εκπαίδευση παραμένει αρμοδιότητα των εθνικών κυβερνήσεων, η ΕΟΚΕ φρονεί ότι η ΕΕ πρέπει να αξιοποιήσει την επιρροή και τη δημοσιονομική της ικανότητα για να συνδράμει τα κράτη μέλη ώστε να επενδύουν περισσότερα σε υψηλής ποιότητας εκπαίδευση για όλους.

3.   Ειδικές παρατηρήσεις

3.1.    Ποιοτική εκπαίδευση

3.1.1.

Η ποιοτική εκπαίδευση συμβάλλει στην ανάπτυξη ελεύθερων, ενεργών, αυτόνομων και με κρίση ανδρών και γυναικών, ικανών να συμμετέχουν στην πρόοδο των κοινωνιών στις οποίες ζουν και να κατανοούν τις κοινές αξίες της ελευθερίας και της αλληλεγγύης. Θέτει επίσης τα θεμέλια που επιτρέπουν την αντιμετώπιση των προκλήσεων του κόσμου της εργασίας.

3.1.2.

Η προσήλωση στην ποιοτική εκπαίδευση απαιτεί συγκεκριμένες δράσεις, όπως:

τη βελτίωση της στήριξης της προσχολικής εκπαίδευσης (η οποία είναι καθοριστικής σημασίας για την εκμάθηση γλωσσών, την κοινωνικοποίηση, την προσαρμογή στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και την περαιτέρω εκπαίδευση) της διά βίου μάθησης (αποφασιστικής σημασίας για την επιτυχημένη ένταξη στην κοινωνία και στον κόσμο της εργασίας),

την εξασφάλιση ότι η εκπαίδευση ανταποκρίνεται στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, της ψηφιοποίησης και των αλλαγών στον κόσμο της εργασίας,

τη δημιουργία ευκαιριών κατάρτισης για νέους που εγκατέλειψαν τις σπουδές τους, για ανειδίκευτους εργαζόμενους και για μετανάστες εργαζομένους, χωρίς να παραμελείται ο ψηφιακός αλφαβητισμός,

την ανάπτυξη της ικανότητας επιλογής πληροφοριών κατά την εκπαιδευτική διεργασία,

την αναγνώριση των αποτελεσμάτων της άτυπης και μη τυπικής εκπαίδευσης,

την προώθηση συμμαχιών μεταξύ των πλέον διαφορετικών εκπαιδευτικών φορέων, με τη συμμετοχή ολόκληρης της εκπαιδευτικής κοινότητας,

τη βελτίωση και την επένδυση στην αρχική και την ενδοϋπηρεσιακή κατάρτιση των διδασκόντων και του εκπαιδευτικού προσωπικού,

την αναβάθμιση του επαγγέλματος του εκπαιδευτικού και την παροχή καλύτερων συνθηκών εργασίας και μισθών,

την εξασφάλιση ότι οι πολιτικές αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης και του δημόσιου χρέους δεν υπονομεύουν την ποιοτική εκπαίδευση και κατάρτιση,

την επένδυση σε καλύτερες εκπαιδευτικές υποδομές και εργαλεία, όπως οι ΤΠΕ,

τη βελτίωση των δημοσίων επενδύσεων στην ποιοτική εκπαίδευση, έρευνα και επαγγελματική κατάρτιση και τη συνέχιση της υποστήριξης και χρηματοδότησης του προγράμματος Erasmus+,

την καλύτερη χρήση των ευρωπαϊκών ταμείων, ιδίως του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (ΕΚΤ) και του προγράμματος Ορίζων 2020 για τη στήριξη της ποιοτικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, έρευνας και καινοτομίας,

την ενίσχυση των ευκαιριών κινητικότητας σε όλη την ΕΕ για φοιτητές, πανεπιστημιακούς, εκπαιδευτικούς, εκπαιδευτές και ερευνητές, οι οποίοι πρέπει να έχουν τη δυνατότητα παραμονής για ορισμένο χρονικό διάστημα σε άλλο κράτος μέλος — αυτό δεν πρέπει να αφορά μόνο την τυπική εκπαίδευση, αλλά και τα μη τυπικά συστήματα, την επαγγελματική κατάρτιση και τη μαθητεία,

την αναζήτηση περισσότερων συνεργειών και συντονισμένων στρατηγικών στον τομέα της εκπαίδευσης σε επίπεδο ΕΕ, και

την προώθηση της συνεργασίας και του διαλόγου μεταξύ των επιχειρήσεων και των συστημάτων και των φορέων παροχής εκπαίδευσης και κατάρτισης, με στόχο τον προσδιορισμό των αναγκών σε δεξιότητες και την προώθηση της απασχόλησης.

3.2.    Εκπαίδευση και ανθρώπινα δικαιώματα

3.2.1.

Η ΕΟΚΕ φρονεί ότι, παρότι κύριος στόχος της εκπαίδευσης είναι η ανάπτυξη των ανθρώπων όπως περιγράφεται παραπάνω, η κατάρτιση αποτελεί κλάδο και δραστηριότητα που εξυπηρετεί περισσότερο λειτουργικούς σκοπούς και συνδέεται στενά με την εξέλιξη του κόσμου της εργασίας και την ένταξη σε αυτόν. Η ΕΟΚΕ έχει αναδείξει ήδη τις διαφορές και τους συσχετισμούς μεταξύ της εκπαίδευσης και της κατάρτισης, οι οποίες συνδέονται ασφαλώς μεταξύ τους, αλλά έχουν και δικούς τους, επιμέρους στόχους. Σε πολλές γνωμοδοτήσεις της, η ΕΟΚΕ έχει συμβάλει στην αναγνώριση της εκπαίδευσης ως θεμελιώδους ανθρώπινου δικαιώματος, δημόσιου αγαθού και πρωταρχικής ευθύνης των κυβερνήσεων.

3.2.2.

Στη δήλωση σχετικά με την προώθηση της συμμετοχής των πολιτών στα κοινά και των κοινών αξιών της ελευθερίας, της ανοχής και της απαγόρευσης των διακρίσεων μέσω της εκπαίδευσης (που υπεγράφη από τους υπουργούς Παιδείας στο Παρίσι τον Μάρτιο του 2015, έπειτα από τις επιθέσεις που διαπράχθηκαν στη Γαλλία και τη Δανία) αναφέρεται ότι η ΕΕ «επαναβεβαιώνει την ειλημμένη απόφασή της να υπερασπίζεται ενωμένη τις θεμελιώδεις αξίες που αποτελούν τον πυρήνα της ΕΕ: τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, την ελευθερία (συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας έκφρασης), τη δημοκρατία, την ισότητα, το κράτος δικαίου και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

3.2.3.

Δυστυχώς, η βία που εκδηλώθηκε το 2016, προερχόμενη από διάφορα περιβάλλοντα (μεταξύ των οποίων ομάδες με ακροδεξιές πολιτικές πεποιθήσεις που ασπάζονται ξενοφοβικές και ρατσιστικές προτάσεις, τρομοκράτες που χρησιμοποιούν θρησκευτική ρητορική, καθώς και όσοι αρνούνται κατηγορηματικά την αποδοχή προσφύγων που διαφεύγουν πολέμους και συγκρούσεις), είχε για άλλη μια φορά οδυνηρές επιπτώσεις. Η εκπαίδευση σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ιθαγένεια, καθώς και με τις αξίες της ΕΕ, πρέπει συνεπώς να ενισχυθεί σε όλα τα εκπαιδευτικά προγράμματα των κρατών μελών.

3.2.4.

Σε αυτό το πλαίσιο, τα κράτη μέλη πρέπει να προσθέσουν νέες διαστάσεις στην εκπαίδευση: τους δεσμούς της με τα θεμελιώδη δικαιώματα και με το μέλλον της εργασίας. Πρέπει επίσης να προετοιμαστούν για τις πολιτιστικές και λειτουργικές αλλαγές που θα προκύψουν από τις περιβαλλοντικές εξελίξεις και να εξασφαλίσουν ότι η κατάρτιση ανταποκρίνεται στα καθήκοντα και τις δεξιότητες που απαιτούνται σε μια οικονομία βιώσιμης ανάπτυξης.

3.2.5.

Μεταξύ των ζητημάτων που αντιμετωπίζει η σύγχρονη εκπαίδευση είναι η ικανότητα χρήσης πληροφοριών. Η πρόσβαση στην πληροφορία αποτελεί δικαίωμα του πολίτη, αλλά η χρήση των πληροφοριών αποτελεί περίπλοκο ζήτημα. Η επιλογή, η ερμηνεία και η χρήση των πληροφοριών αποτελούν στοιχεία τα οποία είναι δυνατόν και πρέπει να διδάσκονται στην εκπαιδευτική διεργασία προς το συμφέρον τόσο του ατόμου όσο και του συνόλου. Η ικανότητα χρήσης της πληροφορίας είναι ένα από τα κριτήρια για την εκπαίδευση υψηλής ποιότητας.

3.3.    Η οικονομική κρίση, η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός

3.3.1.

Σε έκθεση της Eurostat αναφέρεται ότι «το 2015 κινδύνευσαν στην ΕΕ περίπου 25 εκατομμύρια παιδιά, ήτοι το 26 % του πληθυσμού ηλικίας από 0 έως 17 ετών […] [από φτώχεια ή κοινωνικό αποκλεισμό]. […] Το 2015 πάνω από το ένα τρίτο των παιδιών αντιμετώπισαν κίνδυνο […][φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού] σε 6 κράτη μέλη: στη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την Ελλάδα, την Ουγγαρία, την Ισπανία και την Ιταλία». Η υψηλότερη αύξηση σημειώθηκε στην Ελλάδα (από 28,7 % το 2010 σε 37,8 % το 2015, δηλαδή κατά 9,1 εκατοστιαίες μονάδες). Αυτά τα ανησυχητικά στοιχεία καταδεικνύουν σαφώς τη σύνδεση μεταξύ της κρίσης και της αύξησης της φτώχειας.

3.3.2.

Οι τελευταίες εκθέσεις της ΕΕ σχετικά με τον τομέα της εκπαίδευσης παρέχουν επιπλέον αποδεικτικά στοιχεία για ένα ζήτημα που αποτυπώνεται σε πολλές προγενέστερες αναλύσεις και δηλώσεις της κοινωνίας των πολιτών: ότι η φτώχεια είναι συνυφασμένη με το κοινωνικοοικονομικό και πολιτισμικό υπόβαθρο των οικογενειών και των κοινωνικών ομάδων. Η Eurostat επιβεβαιώνει ότι «το ποσοστό των παιδιών που διατρέχουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού στην ΕΕ μειώνεται σε συνάρτηση με το επίπεδο εκπαίδευσης των γονέων τους. Το 2015 σχεδόν τα 2/3 (65,5 %) του συνολικού αριθμού των παιδιών με γονείς χαμηλού επιπέδου εκπαίδευσης (κατ’ ανώτατο όριο, κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση) διέτρεχαν κίνδυνο φτώχειας […] σε σύγκριση με το 30,3 % των παιδιών που διέμεναν με γονείς μεσαίου επιπέδου εκπαίδευσης […] και το 10,6 % των παιδιών με γονείς υψηλότερου επιπέδου εκπαίδευσης».

3.3.3.

Η εκπαιδευτική ένδεια, ή το ποσοστό των νέων που δεν κατορθώνουν να ανταποκριθούν στα ελάχιστα εκπαιδευτικά πρότυπα, συνιστά επί του παρόντος μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στην Ευρώπη. Από την άλλη πλευρά, λόγω της οικονομικής κρίσης και της επιβολής αυστηρών περιορισμών στα δημοσιονομικά και τον προϋπολογισμό, η ποιότητα των συστημάτων Ε&Κ έχει υποβαθμιστεί, και η εξέλιξη αυτή αυξάνει τη φτώχεια και τον αποκλεισμό, ενώ υπονομεύει την αρχή της δημόσιας και υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης για όλους.

3.3.4.

Πρέπει να αντιστραφεί η τάση που σημειώνεται σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες που αποφάσισαν να προβούν σε περικοπές του προϋπολογισμού για την εκπαίδευση, να μειώσουν τις αποδοχές του προσωπικού και να περιορίσουν τις προσλήψεις προσωπικού, να διακόψουν την ανέγερση σχολικών κτιρίων ή να μην διαθέσουν επαρκή κονδύλια για τη διατήρηση ασφαλών και κατάλληλων προς χρήση υποδομών στα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Το 2014 οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση ανήλθαν μόλις στο 1,1 % σε πραγματικούς όρους, ενώ δέκα κράτη μέλη προέβησαν μάλιστα σε μείωση των δαπανών τους το 2014 σε σύγκριση με το 2013 (2). Ως εκ τούτου, η ΕΟΚΕ παροτρύνει τις εθνικές κυβερνήσεις να επανεξετάσουν και να τροποποιήσουν τα προγράμματα λιτότητας που ενδέχεται να έχουν σοβαρό αρνητικό αντίκτυπο στην υλοποίηση των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο στον τομέα της εκπαίδευσης, όπως τα θεματολόγια με ορίζοντα το 2020 και το 2030.

3.4.    Η εκπαίδευση και το μέλλον της εργασίας

3.4.1.

Το μέλλον της εργασίας αποτελεί θέμα πρωτεύουσας σημασίας το οποίο πρέπει να τεθεί στο επίκεντρο της δημόσιας πολιτικής συζήτησης και του κοινωνικού διαλόγου σχετικά με την εκπαίδευση υψηλής ποιότητας. Επιπλέον, ριζικές αλλαγές αναδιαμορφώνουν τον τρόπο άσκησης της εργασίας. Συνεπεία τούτου, παρά τις νέες ευκαιρίες στη μετατροπή των καινοτομιών σε νέες θέσεις εργασίας, ο κόσμος της εργασίας χαρακτηρίζεται σήμερα από σημαντική έλλειψη προβλεψιμότητας, τόσο για τους εργαζόμενους όσο και για τις επιχειρήσεις. Η δε μετάβαση, σε συνδυασμό με νέες θετικές ευκαιρίες, που φέρνει η ψηφιακή επανάσταση μεγιστοποιεί ακόμα περισσότερο την τον απρόβλεπτο χαρακτήρα και την πολυπλοκότητα της εργασίας. Όπως αναφέρεται και στην πρώτη έκθεση παρακολούθησης της εκπαίδευσης και της κατάρτισης που εκπόνησε η Επιτροπή Juncker, «η εξασφάλιση κατάλληλων προσόντων για την απασχόληση αποτελεί ένα μόνο σκέλος του ζητήματος. Η εκπαίδευση διαδραματίζει εξίσου σημαντικό ρόλο στη δημιουργία μιας καλύτερης κοινωνίας». Στις μέρες μας, ωστόσο, μπορεί να χάσουν τη δουλειά τους ακόμη και εργαζόμενοι υψηλότατης ειδίκευσης. Παρότι είναι καίριας σημασίας, η εκπαίδευση και η κατάρτιση δεν μπορούν πλέον να διασφαλίσουν αφ’ εαυτών ικανοποιητικές, σταθερές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Επίσης, οι ανισότητες στην αγορά εργασίας φαίνεται να έχουν καταστεί πλέον ένα πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί δεόντως.

3.4.2.

Η επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση (ΕΕΚ) έχει ολοένα μεγαλύτερη σημασία για την καταπολέμηση της ανεργίας και πρέπει να βελτιωθεί και να καταστεί πιο προσβάσιμη και κατάλληλη. Πρέπει να διατεθούν ικανοί ανθρώπινοι και δημοσιονομικοί πόροι ώστε να διασφαλιστεί η ποιότητα των εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων και η απασχολησιμότητα των εκπαιδευομένων.

3.4.3.

Μια έκθεση αξιολόγησης της Επιτροπής στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (ΕΚΤ) την περίοδο 2007-2013 δείχνει ότι μέχρι το τέλος του 2014, τουλάχιστον 9,4 εκατομμύρια κάτοικοι της ΕΕ βρήκαν εργασία και 8,7 εκατομμύρια απέκτησαν τίτλο ή πιστοποιητικό. Άλλα θετικά αποτελέσματα, όπως η βελτίωση των προσόντων, αναφέρθηκαν από 13,7 εκατομμύρια συμμετέχοντες. Αυτά τα θετικά νέα πρέπει να ενθαρρύνουν τα κράτη μέλη να καταπολεμούν συνεχώς την ανεργία στην Ευρώπη, που παραμένει υψηλή σε πολλά εξ αυτών.

3.4.4.

Η ΕΟΚΕ συνιστά επίσης στην ΕΕ και τα κράτη μέλη της να επενδύσουν περισσότερα στην έρευνα και την καινοτομία ώστε να δημιουργηθούν νέες και καλύτερες θέσεις εργασίας για το μέλλον.

3.4.5.

Το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των φύλων παραμένει. Η Επίτροπος κ. Věra Jourová ανέφερε τα εξής, τον Νοέμβριο του 2015: «Οι γυναίκες εξακολουθούν να εργάζονται δωρεάν σχεδόν δύο μήνες ετησίως, λόγω του γεγονότος ότι οι μέσες ωριαίες αποδοχές των γυναικών είναι κατά 16,4 % χαμηλότερες από εκείνες των ανδρών. Η ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών μπορεί να συνιστά μία από τις θεμελιώδεις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά η επικαιρότητα μας υπενθυμίζει ότι δεν αποτελεί και στοιχείο της θεμελιώδους πραγματικότητάς της». Δεδομένου του γυναικοκρατούμενου χαρακτήρα της εκπαίδευσης, πρέπει να επανεξεταστούν οι μισθοί και να βελτιωθούν οι επαγγελματικές ευκαιρίες.

3.5.    Δημόσια εκπαίδευση

3.5.1.

Τα κράτη μέλη πρέπει να υπερασπιστούν τον ρόλο της δημόσιας εκπαίδευσης στην επίτευξη ισότητας και κοινωνικής συνοχής. Από την εξέταση των πιο πρόσφατων δεδομένων σε επίπεδο ΕΕ για τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό αναδεικνύεται η τεράστια σημασία της δημόσιας εκπαίδευσης για την οικοδόμηση κοινωνιών με μεγαλύτερη ισότητα.

3.5.2.

Η εκπαίδευση υψηλής ποιότητας θα πρέπει να παρέχεται σε ισότιμη και μη κερδοσκοπική βάση. Οι κυβερνήσεις έχουν πρωτίστως την ευθύνη να εξασφαλίζουν επαρκείς πόρους για την παροχή καθολικά προσβάσιμης εκπαίδευσης, όπως έχουν δεσμευθεί σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι επενδύσεις στην εκπαίδευση, ιδίως δε τη δημόσια εκπαίδευση, πρέπει να καταστούν πολιτική προτεραιότητα.

3.5.3.

Καθώς δεν διαθέτουν όλοι οι εργαζόμενοι τα εργαλεία που θα τους καταστήσουν ανθεκτικούς σε κοινωνιακούς, προσωπικούς και επαγγελματικούς κινδύνους, η πρόσβαση σε δημόσιες, υψηλής ποιότητας ευκαιρίες αναβάθμισης και αναπροσανατολισμού των δεξιοτήτων και σε επαρκές επίπεδο κοινωνικής προστασίας καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής έχει καθοριστική σημασία. Ως εκπρόσωπος της κοινωνίας των πολιτών σε επίπεδο ΕΕ, η ΕΟΚΕ τονίζει την ανάγκη ενίσχυσης και καλύτερης χρηματοδότησης των δημοσίων συστημάτων κατάρτισης άνεργων και μεταναστών εργαζομένων.

3.5.4.

Η ΕΟΚΕ εκτιμά επίσης ότι οι κοινωνικοί εταίροι και η εκπαιδευτική κοινότητα γενικότερα θα πρέπει να διαθέτουν αρμοδιότητες παρακολούθησης και να αξιολογούν την αποτελεσματικότητα των δημόσιων δαπανών στην εκπαίδευση.

3.6.    Κοινωνικός διάλογος και συλλογικές διαπραγματεύσεις

3.6.1.

Σε ολόκληρη την Ευρώπη, ο κοινωνικός διάλογος στον τομέα της εκπαίδευσης βρίσκεται αντιμέτωπος με ευρύ φάσμα προκλήσεων, λόγω εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων. Πιο άμεσα οικονομικά προβλήματα είχαν ως συνέπεια την υποβάθμιση του κοινωνικού διαλόγου στην πολιτική ημερήσια διάταξη. Η έλλειψη αποτελεσματικού κοινωνικού διαλόγου αντικατοπτρίζεται στο γεγονός ότι οι αποφάσεις που επηρεάζουν το εκπαιδευτικό προσωπικό και τη σχολική κοινότητα λαμβάνονται συχνά εκτός της διαδικασίας των επίσημων διαβουλεύσεων με τους κοινωνικούς εταίρους. Σε πολλές χώρες, το πεδίο εφαρμογής των διαπραγματεύσεων έχει συρρικνωθεί ακριβώς τη στιγμή κατά την οποία θα έπρεπε, αντιθέτως, να διευρυνθεί για την αντιμετώπιση των πολλών νέων προκλήσεων που εγείρονται για την εκπαιδευτική κοινότητα.

3.6.2.

Ως εκ τούτου, η ΕΟΚΕ ενθαρρύνει τα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους να ενισχύσουν τη σχέση μεταξύ του εθνικού και του ευρωπαϊκού κοινωνικού διαλόγου και να συζητήσουν τρόπους για να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Ο ευρωπαϊκός κοινωνικός διάλογος στον τομέα της εκπαίδευσης είναι κρίσιμης σημασίας για την επίτευξη των στόχων της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» και του θεματολογίου με ορίζοντα το 2030, διότι εξασφαλίζει τη συμμετοχή Ευρωπαίων εργοδοτών και εργαζομένων στον συγκεκριμένο τομέα προκειμένου να μπορέσουν να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης των προκλήσεων που εγείρονται στον τομέα. Θα πρέπει να εξασφαλιστεί επίσης η συμμετοχή ολόκληρης της εκπαιδευτικής κοινότητας (γονείς, σπουδαστές, οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών κ.ά.).

3.7.    Οι ΤΠΕ στην εκπαίδευση

3.7.1.

Κατά τα τελευταία έτη παρατηρείται σε παγκόσμιο επίπεδο η μεταστροφή από μια οικονομία βασιζόμενη σε μεγάλο βαθμό στην παραγωγή προς μια οικονομία περισσότερο προσανατολισμένη στην παροχή υπηρεσιών. Η δημιουργία γνώσεων αποτελεί πλέον κρίσιμο παράγοντα προστιθέμενης αξίας τόσο στην παραγωγή όσο και στις υπηρεσίες.

3.7.2.

Οι τεχνολογίες των πληροφοριών και των επικοινωνιών στην εποχή της παγκοσμιοποίησης έχουν μεταβάλει την οικονομική ολοκλήρωση και αλληλεξάρτηση σε όλα τα επίπεδα. Επιπλέον, ο ψηφιακός μετασχηματισμός δημιουργεί μείζονες αλλαγές στις βιομηχανίες και τις υπηρεσίες. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται και η μετάβαση από την παραδοσιακή απασχόληση προς τις ψηφιακές θέσεις εργασίας. Οι ΤΠΕ χρησιμοποιούνται με πολλούς τρόπους. Αποτελούν επίσης το μέσο στήριξης κοινωνικών και/ή πολιτικών εικονικών δικτύων. Κατά τον τρόπο αυτό, οι ΤΠΕ διαδραματίζουν ολοένα σημαντικότερο ρόλο στην κοινωνικοποίηση των παιδιών και των νέων.

3.7.3.

Παρότι οι ΤΠΕ προσφέρουν ευκαιρίες σε πολλούς τομείς, ανοίγουν παράλληλα την πόρτα σε πραγματικούς κινδύνους, όπως το ηλεκτρονικό έγκλημα, το επικίνδυνο και επιβλαβές περιεχόμενο, η αύξηση της εμπορευματοποίησης των υπηρεσιών, ενώ επιτρέπουν επίσης την τεχνολογική παρακολούθηση και την αθέμιτη χρήση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων και η ασφάλεια των πληροφοριών στον τομέα της εκπαίδευσης πρέπει να αντιμετωπίζονται με ευρωπαϊκή στρατηγική. Επιπλέον, πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν θεσπίσει εθνικές στρατηγικές για την προώθηση της χρήσης των ΤΠΕ σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένης μιας στρατηγικής ειδικά για τον τομέα της εκπαίδευσης, ωστόσο εξακολουθούν να υφίστανται σημαντικές ελλείψεις όσον αφορά την εφαρμογή τους.

3.7.4.

Η εισαγωγή ψηφιακών συσκευών στην εκπαίδευση αποτελεί πρωτεύον ζήτημα για την εκπαιδευτική κοινότητα και την κοινωνία. Η Επιτροπή έχει επισημάνει στο ψηφιακό της θεματολόγιο και στο στρατηγικό της πλαίσιο για την εκπαίδευση και την κατάρτιση 2020 την ανάγκη υιοθέτησης καινοτόμων προσεγγίσεων διδασκαλίας και μάθησης στα κράτη μέλη με στόχο την ενίσχυση των ψηφιακών δεξιοτήτων και την προετοιμασία των εργαζομένων για τις ψηφιακές θέσεις εργασίας του μέλλοντος. Ερευνητικές μελέτες και εκθέσεις του ΟΟΣΑ και της Unesco διαπνέονται επίσης από την ίδια λογική: τη σύμφυτη ανάγκη να διασφαλιστεί ότι τα εκπαιδευτικά ιδρύματα είναι κατάλληλα εξοπλισμένα για τη χρήση ΤΠΕ στη διδασκαλία και να ενισχυθούν οι ικανότητες διδασκαλίας όσον αφορά την παιδαγωγική χρήση των ΤΠΕ σε όλες της βαθμίδες της εκπαίδευσης για τη διαμόρφωση του μέλλοντος.

3.7.5.

Η ένταξη νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση θα μπορούσε να προαγάγει τις δεξιότητες που απαιτούνται για την προσαρμογή στις ταχείες τεχνολογικές εξελίξεις και την προετοιμασία των φοιτητών για τη διά βίου μάθηση και την ενεργό δημοκρατική συμμετοχή στα κοινά. Ωστόσο, παρότι οι ΤΠΕ στην εκπαίδευση έχουν τις δυνατότητες να βελτιώσουν τη διδασκαλία και τη μάθηση, εγείρουν ταυτόχρονα πολλές προκλήσεις για τους εκπαιδευτικούς και τους φοιτητές, όπως αυτές που αναφέρονται στην παρούσα γνωμοδότηση.

3.7.6.

Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι, εάν η ΕΕ επιθυμεί να διατηρήσει ηγετική θέση στον τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και της επιστημονικής έρευνας, πρέπει να ενισχύσει τις επενδύσεις της στην υποστήριξη των ταλέντων, την έρευνα και την καινοτομία.

3.8.    Εκπαιδευτικοί, οι αρχιτέκτονες του μέλλοντος

3.8.1.

Είναι πασίγνωστο ότι οι εκπαιδευτικοί επιτελούν καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία ή την αποτυχία των εκπαιδευτικών πρωτοβουλιών και προγραμμάτων. Η ΕΟΚΕ ζητεί από τις αρμόδιες αρχές και τα ιδρύματα στον τομέα της εκπαίδευσης να παρέχουν συνεχή επίσημη παιδαγωγική και τεχνική υποστήριξη στους εκπαιδευτικούς, να τους συνδράμουν ώστε να προσαρμοστούν στα νέα ψηφιακά συστήματα και να αποφύγουν τη χρήση ΤΠΕ που οδηγούν στην υποβάθμιση των συνθηκών εργασίας. Η ΕΟΚΕ συνιστά να ληφθεί μέριμνα για την ενίσχυση των προσόντων εκπαιδευτών και εκπαιδευτικών, την καταβολή κάθε δυνατής προσπάθειας ώστε να διασφαλίζεται ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων στις προσλήψεις μέσω της επιλογής των καλύτερων στην επαγγελματική τους κατηγορία, καθώς και για την παροχή θέσεων σταθερής εργασίας και ικανοποιητικών συνθηκών όσον αφορά την επαγγελματική σταδιοδρομία και τις αποδοχές.

3.8.2.

Καθώς αναμένεται τα εθνικά πρότυπα εκπαιδευτικής τεχνολογίας να αλλάξουν δραματικά, πρέπει να ζητείται η γνώμη των εκπροσώπων των διδασκόντων όταν οι εθνικές εκπαιδευτικές αρχές σχεδιάζουν νέες στρατηγικές και προγράμματα που δημιουργούν προκλήσεις στην καθημερινή τους εργασία. Στην αρχική και την ενδοϋπηρεσιακή τους κατάρτιση θα πρέπει να ενταχθούν μαθήματα όπως η καταγραφή μέσων ενημέρωσης (media capture), η χειραγώγηση των μέσων ενημέρωσης, η παρουσίαση και η έκδοση μέσων ενημέρωσης, η ανάπτυξη δικτυακών τόπων, η καταχώριση δεδομένων, η διαχείριση βάσεων δεδομένων, η συλλογή πληροφοριών, το συνεργατικό περιβάλλον και η κοινοχρησία αρχείων. Είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί η κατάρτιση κάθε εκπαιδευτικού για την απόκτηση των εν λόγω δεξιοτήτων και ικανοτήτων.

3.8.3.

Η ΕΟΚΕ συνιστά επίσης στα κράτη μέλη να διευκολύνουν τις ευκαιρίες κινητικότητας των διδασκόντων και του εκπαιδευτικού προσωπικού κατά τις μετακινήσεις τους σε άλλα κράτη μέλη, διαφυλάσσοντας ταυτόχρονα τα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα και τα δικαιώματα κοινωνικής τους ασφάλισης προκειμένου να καταστεί η διδασκαλία και η κατάρτιση ελκυστικότερο επάγγελμα για τις νεότερες γενιές.

Βρυξέλλες, 22 Φεβρουαρίου 2017.

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Γιώργος ΝΤΆΣΗΣ


(1)  COM(2016) 940 final, COM (2016) 941 final και COM(2016) 942 final.

(2)  Έκθεση παρακολούθησης της εκπαίδευσης και της κατάρτισης 2015.


Top