Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52009AE0614

    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών — Προς κοινό προγραμματισμό στην έρευνα: Συνεργασία για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των κοινών προκλήσεων

    ΕΕ C 228 της 22.9.2009, p. 56–61 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    22.9.2009   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 228/56


    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την «Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών — Προς κοινό προγραμματισμό στην έρευνα: Συνεργασία για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των κοινών προκλήσεων»

    COM(2008) 468 τελικό

    2009/C 228/09

    Στις 15 Ιουλίου 2008 και σύμφωνα με το άρθρο 262 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την

    «Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών — Προς κοινό προγραμματισμό στην έρευνα: Συνεργασία για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των κοινών προκλήσεων»

    Το ειδικευμένο τμήμα «Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση», στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 11 Μαρτίου 2009 με βάση την εισηγητική έκθεση του κ. Josef ZBOŘIL.

    Κατά την 452η σύνοδο ολομέλειάς της, της 24ης και 25ης Μαρτίου 2009 (συνεδρίαση της 25ης Μαρτίου), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 104 ψήφους υπέρ και 3 αποχές την ακόλουθη γνωμοδότηση.

    1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

    1.1

    Η ΕΟΚΕ χαιρετίζει την ανακοίνωση και σημειώνει ότι η προτεινόμενη γενική ιδέα για την υλοποίηση μιας διασυνοριακής στρατηγικής διαχείρισης των δραστηριοτήτων έρευνας και ανάπτυξης είναι εξαιρετικά σημαντική και επείγουσα, ιδίως προκειμένου να επιταχυνθεί η πρόοδος που έχει επιτευχθεί σε ουσιώδεις τομείς της έρευνας και ανάπτυξης. Το «ευρωπαϊκό στρατηγικό σχέδιο» επεξεργάζεται ένα λειτουργικό σύστημα στη βάση των βέλτιστων πρακτικών.

    1.2

    Συνεπώς, τα κράτη μέλη πρέπει να εφαρμόσουν μια διαδικασία για να ενισχύσουν τη συνεργασία τους στον τομέα της Ε&Α, προκειμένου να αντιμετωπίσουν καλύτερα τις μείζονες κοινωνικές προκλήσεις σε ευρωπαϊκή και παγκόσμια κλίμακα, όπου ο ρόλος της δημόσιας έρευνας είναι σημαντικός. Υπό την έννοια αυτή, η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει επίσης και υποστηρίζει τα συμπεράσματα του Συμβουλίου Ανταγωνισμού της 2ας Δεκεμβρίου 2008 (1) σχετικά με το θέμα αυτό και συμμερίζεται τις δηλώσεις που περιλαμβάνουν.

    1.3

    Η ΕΟΚΕ είναι πεπεισμένη για την αναγκαιότητα της θέσπισης θεμελιωδών στρατηγικών πλαισίων, τα οποία να συνάδουν με τις πολιτικές προτεραιότητες της ΕΕ. Για την υλοποίηση της προτεινόμενης προσέγγισης θα χρειαστεί πρωτίστως μεγάλη πολιτική βούληση.

    1.4

    Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι δεν πρέπει να αποδοθεί υπερβολική σημασία στην προσέγγιση «από την κορυφή προς τη βάση». Εκτιμά ότι είναι απαραίτητη, πρωτίστως, η εφαρμογή της αρχής «από τη βάση προς την κορυφή», ώστε να υπάρξει απόκριση στα στρατηγικά συμφέροντα των ενδιαφερόμενων παραγόντων και στις δυνατότητες κοινής χρήσης των βέλτιστων ικανοτήτων έρευνας και ανάπτυξης.

    1.5

    Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει, εξάλλου, ότι ένας τέτοιος συντονισμός δεν θα είναι εύκολος, ιδίως λόγω των ιδιαίτερων συμφερόντων ορισμένων χωρών και της απουσίας πολιτικής βούλησης όσον αφορά, όχι μόνον την ανταλλαγή γνώσεων, αλλά και την κοινή χρήση των ικανοτήτων έρευνας και ανάπτυξης.

    1.6

    Η ΕΟΚΕ προσυπογράφει απολύτως την άποψη ότι πρέπει να αυξηθούν επειγόντως οι οικονομικοί και οι ανθρώπινοι πόροι, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού με τους μεγάλους οικονομικούς αντιπάλους. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν πρέπει να σε καμία περίπτωση να διακυβεύσει την επιστημονική συνεργασία, η οποία περιλαμβάνει ειδικότερα τις εν λόγω χώρες και τους ερευνητικούς φορείς τους (2).

    1.7

    Η ΕΟΚΕ διαπιστώνει ταυτόχρονα ότι η υλοποίηση του κοινού προγραμματισμού των διασυνοριακών δραστηριοτήτων έρευνας και ανάπτυξης θα είναι εξαιρετικά δύσκολη, δεδομένου ότι θα απαιτήσει μια νέα αντίληψη, πιο ανοικτή και περισσότερο διατεθειμένη να αποδεχθεί τη συνεργασία (3), και ότι μια τέτοια αλλαγή νοοτροπίας δεν είναι εύκολη υπόθεση.

    1.8

    Αναγνωρίζοντας και εκτιμώντας το ευρύ φάσμα των ήδη υφιστάμενων διασυνοριακών συνεργασιών και κοινών προγραμμάτων, καθώς και τα εξαιρετικά τους αποτελέσματα, η ΕΟΚΕ συνιστά να αντληθεί η χρήσιμη πείρα από τα προγράμματα αυτά και να χρησιμοποιηθεί στη νέα προσέγγιση του στρατηγικού προγραμματισμού. Κατάλληλα διδάγματα θα πρέπει επίσης να αντληθούν από τις αποτυχίες κατά τον σχεδιασμό της διαδικασίας κοινού προγραμματισμού της έρευνας.

    1.9

    Η αποτελεσματικότερη και ταχύτερη εφαρμογή των επιστημονικών γνώσεων που αποκτήθηκαν θα απαιτήσει την κατάλληλη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στο σύνολο της διαδικασίας. Η ΕΟΚΕ επισημαίνει, εξάλλου, ότι η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα αποτελεί πηγή δυσκολιών, ιδίως όσον αφορά τη χρήση των αποτελεσμάτων, το ζήτημα της διανοητικής ιδιοκτησίας κλπ. (4).

    1.10

    Η ΕΟΚΕ εκτιμά ότι είναι απαραίτητο να θεσπισθούν και να δημιουργηθούν, για αυτές τις κρίσιμες κοινοτικές δραστηριότητες, ποιοτικά πλαίσια εργασίας που θα ενθαρρύνουν τη συμμετοχή των διαφόρων κρατών μελών και ιδίως την αξιοποίηση των ικανοτήτων τους σε έρευνα και ανάπτυξη, με στόχο τη στήριξη και την κινητοποίηση της αναγκαίας προσέγγισης «από τη βάση προς την κορυφή», καθώς –και κυρίως– των αναγκαίων πηγών χρηματοδότησης. Είναι απολύτως αναγκαίο να προβλεφθεί επαρκής κινητικότητα των κεφαλαίων και ένα πλαίσιο στήριξης, προκειμένου να εξαλειφθούν τα ενδεχόμενα εμπόδια.

    1.11

    Κατά την ανάπτυξη των εν λόγω πλαισίων εργασίας, πρέπει όχι μόνον να ληφθούν υπόψη οι παράγοντες που μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα συνέργειες στήριξης, αλλά και να αναλυθούν λεπτομερώς οι κίνδυνοι που απειλούν τη γενική ιδέα του κοινού ευρωπαϊκού προγραμματισμού.

    1.12

    Η ΕΟΚΕ επαναλαμβάνει την άποψη που έχει εκφράσει και σε άλλο έγγραφό της, ότι είναι αναγκαίο να δημιουργηθούν ευρωπαϊκές υποδομές έρευνας (5) που θα ενισχύουν γενικά τους στόχους του κοινού προγραμματισμού και θα συμβάλουν στην αύξηση της ευρωπαϊκής προστιθέμενης αξίας. Η ΕΟΚΕ καλεί, συνεπώς, τα κράτη μέλη να ανταποκριθούν το συντομότερο δυνατό με καινοτόμο τρόπο σε αυτήν την πρωτοβουλία της Επιτροπής.

    1.13

    Η ΕΟΚΕ επικροτεί τη συγκρότηση της «Ομάδας υψηλού επιπέδου για τον κοινό προγραμματισμό», η οποία θα προσδιορίσει τα θέματα που θα επιλεγούν για τον κοινό προγραμματισμό κατόπιν ευρείας δημόσιας διαβούλευσης με τις διάφορες περιφερειακές, εθνικές και ευρωπαϊκές επιστημονικές κοινότητες, καθώς και με τον ιδιωτικό τομέα, όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο. Ως αποτέλεσμα αυτών των δραστηριοτήτων και κατόπιν σχετικής πρότασης της Επιτροπής, αναμένεται ότι το Συμβούλιο θα μπορέσει να υιοθετήσει τις πρωτοβουλίες κοινού προγραμματισμού το αργότερο μέχρι το 2010.

    2.   Εισαγωγή και παρουσίαση του εγγράφου της Επιτροπής

    2.1

    Η Ευρώπη πρέπει να επενδύσει περισσότερο και με αποτελεσματικότερο τρόπο στην έρευνα, εάν θέλει να επιτύχει το δεδηλωμένο όραμά της: εξισορροπημένη και αειφόρο ανάπτυξη. Στη στρατηγική της Λισσαβώνας αναγνωρίζεται ως πλέον επείγων στόχος η μετάβαση σε μια κοινωνία της γνώσης βασισμένη στην επιστήμη, στην τεχνολογία και στην έρευνα και επιζητούνται περισσότερες και καλύτερες επενδύσεις στην έρευνα.

    2.2

    Ο κοινός προγραμματισμός είναι μια νέα πρωτοβουλία, η οποία σηματοδοτεί μια αλλαγή στην ευρωπαϊκή συνεργασία στον τομέα της έρευνας. Προσφέρει μια προαιρετική διαδικασία για αναζωογονημένη εταιρική σχέση μεταξύ των κρατών μελών, με βάση σαφείς αρχές και διαφανή διακυβέρνηση υψηλού επιπέδου. Στόχος της είναι η αύξηση της αποτελεσματικότητας και του αντικτύπου της εθνικής χρηματοδότησης της δημόσιας έρευνας σε στρατηγικούς τομείς. Ο κοινός προγραμματισμός εστιάζεται, πρώτον και κυριότερον, σε δημόσια ερευνητικά προγράμματα, πράγμα το οποίο συνεπάγεται συνεργασία μεταξύ δημοσίων φορέων. Παρ’ όλα ταύτα, η βιομηχανία και άλλοι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να συμμετάσχουν στη διαδικασία διαβουλεύσεων και στη εφαρμογή των επιμέρους πρωτοβουλιών κοινού προγραμματισμού.

    2.3

    Η ανακοίνωση της Επιτροπής ανταποκρίνεται επίσης στα αιτήματα των ενδιαφερομένων για προαιρετική προσέγγιση «από τη βάση προς την κορυφή», συνδυασμένη με στρατηγική καθοδήγηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς και στην απόρριψη, από πλευράς τους, της μεθόδου «το ίδιο για όλους».

    2.4

    Η υπό εξέταση ανακοίνωση αποτελεί μία από τις πέντε πολιτικές πρωτοβουλίες που έχει προγραμματίσει η Επιτροπή, σε συνέχεια της Πράσινης Βίβλου με τίτλο «Ευρωπαϊκός Χώρος Έρευνας: Νέες προοπτικές» (6). Αφορά ιδιαίτερα τη διάσταση «Βελτιστοποίηση των ερευνητικών προγραμμάτων και προτεραιοτήτων» και αποτελεί ένα περαιτέρω βήμα προς τη δημιουργία μιας «πέμπτης ελευθερίας», με την άρση των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των γνώσεων.

    2.5

    Σε σύγκριση με τους κυριότερους εταίρους της, η Ευρώπη ακόμη υποεπενδύει στην έρευνα. Οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη –τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα– έχουν παραμείνει εν γένει στάσιμες κατά την τελευταία δεκαετία. Η Ευρώπη οφείλει όχι μόνον να αυξήσει ταχέως και σημαντικά τις δαπάνες της, αλλά και να βρει νέους και πιο καινοτόμους τρόπους για να χρησιμοποιήσει αποδοτικότερα και αποτελεσματικότερα τους ισχνούς πόρους της για έρευνα και ανάπτυξη. Η Ευρώπη πρέπει επίσης να ενισχύσει την ικανότητά της να αξιοποιεί τα ερευνητικά αποτελέσματα προς όφελος της κοινωνίας και της οικονομίας.

    2.6

    Τα τελευταία χρόνια, τα κράτη μέλη και η Κοινότητα έχουν αναλάβει πολλές πρωτοβουλίες με σκοπό να αυξήσουν τον αντίκτυπο και την αποδοτικότητα της δημόσιας έρευνας. Οι ενδιαφερόμενοι προσδιόρισαν ως αδυναμία της έρευνας και ανάπτυξης της ΕΕ το γεγονός ότι συνεπάγεται χαμηλό επίπεδο συνεργασίας και συντονισμού μεταξύ των εθνικών δημόσιων προγραμμάτων έρευνας και ανάπτυξης. Όμως, παρ’ όλες τις προσπάθειες τα τελευταία χρόνια για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, το τοπίο της έρευνας στην Ευρώπη παραμένει κατακερματισμένο.

    2.7

    Σήμερα, το 85 % της δημόσιας έρευνας και ανάπτυξης προγραμματίζεται, χρηματοδοτείται, παρακολουθείται και αξιολογείται σε εθνικό επίπεδο, με πολύ λίγη συνεργασία ή συντονισμό μεταξύ χωρών. Λιγότερο από 6 % των συνολικών επενδύσεων σε έρευνα και ανάπτυξη και μόνον 15 % της μη στρατιωτικής έρευνας και ανάπτυξης που χρηματοδοτείται από το Δημόσιο στην Ευρώπη (από το οποίο 10 % αναλογεί σε διακυβερνητικούς οργανισμούς και προγράμματα, και 5 % στο πρόγραμμα-πλαίσιο) χρηματοδοτούνται με διασυνοριακή συνεργασία.

    2.8

    Το ζήτημα δεν είναι να εκτελούνται όλα τα ερευνητικά προγράμματα σε ένα πλαίσιο συνεργασίας και να διακοπούν τα καθαρώς εθνικά προγράμματα. Το ζήτημα είναι μάλλον ότι έως τώρα, σε τομείς στρατηγικής σημασίας για ολόκληρη την Ευρώπη ή μεγάλο μέρος της, ο κατακερματισμός των δημόσιων ερευνητικών προγραμμάτων οδηγεί σε χαμηλές αποδόσεις και κοστίζει ακριβά στην Ευρώπη, εμποδίζοντάς την παράλληλα να υλοποιήσει τους κοινωνικούς της στόχους.

    2.9

    Μερικές από τις μεγαλύτερες επιστημονικές επιτυχίες της Ευρώπης ήταν αποτέλεσμα διασυνοριακής συγκέντρωσης δημόσιων κονδυλίων για έρευνα και ανάπτυξη, και κυρίως δημιουργίας κοινών δομών έρευνας (7). Ωστόσο, ο αντίκτυπος των κοινών αυτών πρωτοβουλιών θα μπορούσε να ήταν μεγαλύτερος, εάν η προσοχή που δόθηκε στο ζήτημα αυτό είχε στρατηγική εστίαση και συνοδευόταν από επαρκή πολιτική δέσμευση, διαφάνεια και ευελιξία. Η αύξηση αυτών των πρωτοβουλιών, και του συνολικού μεγέθους του 7ου ΠΠ, δεν έχει νόημα χωρίς αποτελεσματικό στρατηγικό προγραμματισμό μεταξύ των κρατών μελών.

    2.10

    Ο κοινός προγραμματισμός συνεπάγεται την αλλαγή της δομής του ευρωπαϊκού ερευνητικού τοπίου. Είναι μια εκτενής, μακρόπνοη και στρατηγική διαδικασία, που έχει σκοπό να επαυξήσει την ικανότητα της Ευρώπης να αντιμετωπίζει σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις, όπως τα αλληλένδετα προβλήματα του κλίματος και της ενέργειας. Στόχος του κοινού προγραμματισμού είναι η επίτευξη δομικών αποτελεσμάτων, ώστε να αυξηθεί η αποδοτικότητα και ο αντίκτυπος της δημόσιας χρηματοδότησης της έρευνας. Ο κοινός προγραμματισμός απαιτεί να είναι διατεθειμένα τα κράτη μέλη να προχωρήσουν στον καθορισμό και την εφαρμογή κοινών προγραμμάτων ερευνών, με πολυετείς δραστηριότητες και μηχανισμούς χρηματοδότησης που έχουν αποφασιστεί από κοινού.

    2.11

    Για τον κοινό προγραμματισμό απαιτείται μια αλλαγή νοοτροπίας στα κράτη μέλη. Απαιτείται όμως κυρίως να αναλάβουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις και ενέργειες και να αναθεωρήσουν και να αναδιοργανώσουν τον τρόπο με τον οποίο καταρτίζονται και εφαρμόζονται τα ερευνητικά προγράμματα, με την επανεστίασή τους σε κοινούς στόχους. Για τον λόγο αυτό, ο κοινός προγραμματισμός πρέπει να είναι προαιρετική διαδικασία, βασισμένη στην αρχή της μεταβλητής γεωμετρίας και της ελεύθερης πρόσβασης.

    2.12

    Ο κοινός προγραμματισμός δεν προϋποθέτει εκ των προτέρων κοινοτική χρηματοδότηση, παρότι το 7ο ΠΠ μπορεί, φυσικά, να λειτουργήσει καταλυτικά. Πρόκειται κυρίως για χάραξη κοινών στρατηγικών από τα κράτη μέλη και για τη συγκέντρωση και από κοινού αξιοποίηση των εθνικών πόρων. Ταυτοχρόνως, δεν αποκλείεται η δυνατότητα συμπληρωματικής κοινοτικής χρηματοδότησης, ανάλογα με το πρόσθετο όφελος, την ευρωπαϊκή διάσταση και τον ενδεχόμενο δομικό αντίκτυπο των σχετικών πρωτοβουλιών.

    2.13

    Η Επιτροπή προτείνει μια ρεαλιστική μεθοδολογία για την επίτευξη κοινού προγραμματισμού, σε έναν περιορισμένο αριθμό τομέων στους οποίους υπάρχει συμφωνία. Η μεθοδολογία του κοινού στρατηγικού προγραμματισμού βασίζεται στην πείρα που αποκομίστηκε από τις ευρωπαϊκές τεχνολογικές πλατφόρμες, αλλά προσαρμοσμένη στα δημόσια ερευνητικά προγράμματα. Περιλαμβάνει τα διαδοχικά στάδια που αντιστοιχούν στον κύκλο ζωής των ερευνητικών προγραμμάτων, από την κατάρτιση και την εφαρμογή του προγράμματος έως την παρακολούθηση και την αξιολόγηση.

    2.14

    Ο κοινός προγραμματισμός μπορεί να διευκολυνθεί, εάν υπάρχουν ορισμένες βασικές προϋποθέσεις:

    συμφωνία επί ορισμένων αρχών και διαδικασιών κοινής αποδοχής για την αξιολόγηση από ομότιμους κριτές («οι επιστημονικοί κανόνες του παιχνιδιού»)·

    επεξεργασία κοινών μεθοδολογιών για τις δραστηριότητες με γνώμονα τις μελλοντικές πολιτικές και για την από κοινού αξιολόγηση των εθνικών ή περιφερειακών προγραμμάτων ή επενδύσεων σε συγκεκριμένους τομείς της έρευνας («οι στρατηγικοί κανόνες του παιχνιδιού», οι οποίοι απαιτούν ευελιξία και διαίσθηση έχοντας υπόψη τα απρόβλεπτα στοιχεία)·

    καθορισμός κοινών αρχών για τη διασυνοριακή χρηματοδότηση της έρευνας από τις εθνικές ή περιφερειακές αρχές («οι οικονομικοί κανόνες του παιχνιδιού»)·

    αποτελεσματικά μέτρα για να εξασφαλισθεί η προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, καθώς και για να διευκολυνθεί η διάδοση και η βέλτιστη χρήση των ερευνητικών αποτελεσμάτων.

    3.   Γενικές παρατηρήσεις

    3.1

    Η ΕΟΚΕ χαιρετίζει την ανακοίνωση και σημειώνει ότι το σχέδιο που προτείνεται για την υλοποίηση μιας διασυνοριακής στρατηγικής διαχείρισης των δραστηριοτήτων έρευνας και ανάπτυξης είναι εξαιρετικά σημαντικό και επείγον, ιδίως για την επιτάχυνση της προόδου που επιτεύχθηκε σε ουσιώδεις τομείς της έρευνας και ανάπτυξης. Υπό την έννοια αυτή, η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει επίσης και υποστηρίζει τα συμπεράσματα του Συμβουλίου Ανταγωνισμού της 2ας Δεκεμβρίου 2008 σχετικά με το θέμα αυτό και συμμερίζεται τις δηλώσεις που περιλαμβάνουν.

    3.2

    Το σχέδιο εμφανίζει θετικά χαρακτηριστικά, δεδομένου ότι στοχεύει στη διασφάλιση μιας όσο το δυνατό αποτελεσματικότερης χρησιμοποίησης των δημοσίων κονδυλίων, χάρη στον στρατηγικό συντονισμό των θεμελιωδών προσανατολισμών της έρευνας, και στη βελτίωση των εσωτερικών ικανοτήτων έρευνας και ανάπτυξης, χάρη σε μια διευρυμένη διεθνή συνεργασία σε σχέδια έρευνας που δρομολογούνται στο πλαίσιο κοινού προγραμματισμού και κοινών λύσεων.

    3.3

    Η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει την ανάλυση του αντικτύπου που διενεργήθηκε και την επιλογή που πραγματοποιήθηκε στη βάση αυτή μεταξύ τεσσάρων ενδεχόμενων παραλλαγών του «ευρωπαϊκού στρατηγικού σχεδίου», το οποίο, με αφετηρία τις βέλτιστες υφιστάμενες πρακτικές, συντελεί στην ανάπτυξη ενός λειτουργικού συστήματος, εντός του οποίου τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσδιορίσουν τα θέματα του κοινού προγραμματισμού.

    3.4

    Η ΕΟΚΕ εκφράζει, εξάλλου, την ικανοποίησή της για την επιλογή του τομέα των ενεργειακών τεχνολογιών για το πολιτικό σχέδιο στον τομέα του συντονισμού και υποστηρίζει άλλωστε πλήρως το εν λόγω σχέδιο και τη νέα προσέγγισή του στη γνωμοδότησή της που αφορά το σχέδιο ΣΕΤ (8).

    3.5

    Η ΕΟΚΕ είναι πεπεισμένη για την αναγκαιότητα της θέσπισης θεμελιωδών στρατηγικών πλαισίων, τα οποία θα συνάδουν με τις πολιτικές προτεραιότητες της ΕΕ.

    3.6

    Η ΕΟΚΕ σημειώνει ότι δεν πρέπει να δοθεί υπερβολική σημασία στην προσέγγιση «από την κορυφή προς τη βάση». Εκτιμά, αντιθέτως, ότι, εάν στηριχθούμε στα υπάρχοντα χαρακτηριστικά των υφιστάμενων διεθνών επιστημονικών δικτύων, τα οποία συγκεντρώνουν πολλές ομάδες έρευνας και υποστηρίζονται εν μέρει από διεθνείς οργανισμούς όπως ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΔΟΕ), είναι απαραίτητο να εφαρμόσουμε πρωτίστως στην αρχή «από τη βάση προς την κορυφή», προκειμένου να εμπλέξουμε τους διάφορους παράγοντες στα σχετικά σχέδια κατά τρόπο ώστε να ικανοποιηθούν τα στρατηγικά τους συμφέροντα και οι δυνατότητες κοινής χρήσης των βέλτιστων ικανοτήτων έρευνας και ανάπτυξης. Τα διεθνή επιστημονικά συνέδρια μπορούν να αποτελέσουν κατάλληλα φόρουμ, στα οποία μπορεί να ανατεθεί η επεξεργασία των κατάλληλων προτάσεων.

    3.7

    Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει ότι ένας τέτοιος συντονισμός δεν θα είναι εύκολος, ιδίως λόγω των ιδιαίτερων συμφερόντων ορισμένων χωρών και της έλλειψης πολιτικής βούλησης όσον αφορά την κοινή χρήση, όχι μόνον των γνώσεων, αλλά και των ικανοτήτων έρευνας και ανάπτυξης. Το ανοικτό πνεύμα και η διαφάνεια θα είναι στοιχεία απαραίτητα για την επιτυχημένη εφαρμογή στην πράξη του σχεδίου αυτού.

    3.8

    Αναγνωρίζοντας και εκτιμώντας το ευρύ φάσμα των ήδη υφιστάμενων διασυνοριακών συνεργασιών και κοινών προγραμμάτων, καθώς και τα εξαιρετικά τους αποτελέσματα, η ΕΟΚΕ συνιστά να αντληθεί η χρήσιμη πείρα από τα προγράμματα αυτά και να χρησιμοποιηθεί στη νέα προσέγγιση του στρατηγικού προγραμματισμού. Κατάλληλα διδάγματα θα πρέπει επίσης να αντληθούν από τις αποτυχίες κατά τον σχεδιασμό της διαδικασίας κοινού προγραμματισμού της έρευνας.

    3.9

    Η ΕΟΚΕ προσυπογράφει πλήρως την άποψη ότι το σχέδιο αυτό πρέπει να υλοποιηθεί επειγόντως ενισχύοντας παράλληλα τους οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους, ώστε η Κοινότητα να μπορέσει να βελτιώσει τη θέση της, καθώς και την οικονομική της ανταγωνιστικότητα σε σχέση με τους κύριους αντιπάλους της, δηλαδή τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις ασιατικές χώρες. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να διακυβεύσει την επιστημονική συνεργασία, η οποία περιλαμβάνει ειδικότερα τις εν λόγω χώρες και τους ερευνητικούς φορείς τους (9).

    3.10

    Η ΕΟΚΕ διαπιστώνει ταυτόχρονα ότι η υλοποίηση του κοινού προγραμματισμού των διασυνοριακών δραστηριοτήτων έρευνας και ανάπτυξης θα είναι εξαιρετικά δύσκολη, δεδομένου ότι θα απαιτήσει ένα νέο, πιο ανοικτό πνεύμα, καλύτερα διακείμενο απέναντι στη συνεργασία (10), και ότι μια τέτοια αλλαγή νοοτροπίας δεν είναι εύκολη υπόθεση.

    3.11

    Για την αποτελεσματικότερη και ταχύτερη εφαρμογή των επιστημονικών γνώσεων που θα αποκτηθούν, γεγονός που αποτελεί τον απώτερο στόχο του κοινού στρατηγικού προγραμματισμού και των λύσεων της έρευνας, απαιτείται κατάλληλη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στο σύνολο της διαδικασίας. Η ΕΟΚΕ σημειώνει ότι η γενική ιδέα του κοινού προγραμματισμού επιτρέπει μια τέτοια συμμετοχή. Επισημαίνει, ωστόσο, ότι η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα είναι πηγή δυσκολιών, ιδίως όσον αφορά τη χρησιμοποίηση των αποτελεσμάτων, το ζήτημα της διανοητικής ιδιοκτησίας κλπ. (11).

    3.12

    Η διαδικασία καινοτομίας, δηλαδή η συγκεκριμένη εφαρμογή των επιστημονικών γνώσεων που θα αποκτηθούν, θα εξαρτηθεί από πολυποίκιλους τοπικούς παράγοντες, όπως για παράδειγμα οι υπάρχουσες υποδομές, η πρόσβαση στο κεφάλαιο, οι φορολογικές επιβαρύνσεις ή ελαφρύνσεις που σχετίζονται με ορισμένους τύπους επενδύσεων ή, ακόμη, η πείρα του κλάδου σε παρεμφερείς τύπους επενδύσεων. Μπορούν επίσης να εφαρμοσθούν άμεσα κίνητρα για επενδύσεις, όπως οι φοροαπαλλαγές. Οι παράγοντες αυτοί μπορούν να προκαλέσουν αντιφάσεις στο εσωτερικό των σχεδίων.

    4.   Ειδικές παρατηρήσεις

    4.1   Είναι αυτονόητο ότι τα πιο επείγοντα τρέχοντα διακυβεύματα της κοινωνίας (αλλαγή του κλίματος, αποτελεσματική παραγωγή και κατανάλωση ενέργειας, μεταξύ άλλων από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ασφάλεια, υγεία και γήρανση του πληθυσμού) θα πρέπει να αποτελέσουν κατά προτεραιότητα αντικείμενο προγραμματισμού και εξεύρεσης λύσεων στο πλαίσιο μιας κοινής στρατηγικής βασισμένης στην επιστημονική και τεχνική ανάπτυξη, με σκοπό την εξεύρεση και την εφαρμογή επαρκώς ταχειών και αποτελεσματικών λύσεων.

    4.2   Πρόκειται για τον στρατηγικό πυρήνα της βασικής έρευνας, ο οποίος χρηματοδοτείται πρωτίστως από δημόσια κονδύλια, για τις διαδικασίες κοινού στρατηγικού προγραμματισμού και για τις λύσεις της έρευνας. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να διασφαλισθεί ο ορθός χειρισμός της αρχικής φάσης κάθε σχεδίου και, ειδικότερα, ο προσδιορισμός των επιθυμητών παραγόντων και η επεξεργασία ενός επαρκώς υποκινητικού οράματος για το σχέδιο με σκοπό την προσέλκυση ποιοτικών παραγόντων.

    4.2.1   Ωστόσο, η πρόταση δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αποκλείει τη συνεργασία στον τομέα της καθεαυτής βασικής έρευνας. Πρέπει, αντιθέτως, να περιλαμβάνει τη συνεργασία στον συγκεκριμένο τομέα, στον οποίο δεν μπορεί κανείς να προδικάσει καμία συγκεκριμένη εφαρμογή. Η ιστορία δείχνει, ωστόσο, ότι οι μεγαλύτερες επιτυχίες, όπως για παράδειγμα το λέιζερ, η κβαντική μηχανική ή η θεωρία του ηλεκτρομαγνητισμού, επιτεύχθηκαν κυρίως χάρη στη βασική έρευνα.

    4.3   Ενώ ο προτεινόμενος κοινός στρατηγικός προγραμματισμός θα υλοποιηθεί, θα χρηματοδοτηθεί και θα συνεχίσει να ελέγχεται από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, κατά τη διάρκεια της αρχικής αυτής φάσης, που αφορά τη χάραξη μιας κοινής προοπτικής, τα κοινοτικά όργανα πρέπει να παρέμβουν στα πλαίσια της ενδεχόμενης δρομολόγησης ενός σχεδίου και κυρίως για τον συντονισμό του. Η Επιτροπή μπορεί να παρέμβει ως διαμεσολαβητής και πρέπει να είναι έτοιμη να παράσχει τη συνδρομή που θα ζητήσουν τα κράτη μέλη που συμμετέχουν σε πρωτοβουλίες κοινού προγραμματισμού. Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει, ακολούθως, να εξασφαλίσει την αποτελεσματική παρακολούθηση. Χάρη στην ανοικτή αυτή προσέγγιση, τα κράτη μέλη θα ενημερώνονται για τις προβλεπόμενες ή τις υλοποιούμενες πρωτοβουλίες.

    4.4   Στα πλαίσια του κοινού προγραμματισμού πρέπει να υιοθετηθεί μια ρεαλιστική και ευέλικτη και σταδιακή προσέγγιση, προκειμένου να βελτιστοποιηθούν οι δυνητικές διαρθρωτικές του συνέπειες και η συνεισφορά του στην κοινωνία.

    4.5   Η ΕΟΚΕ εκτιμά ότι είναι απαραίτητο να θεσπισθούν και να δημιουργηθούν, για τις κρίσιμες αυτές κοινοτικές δραστηριότητες, ποιοτικά πλαίσια εργασίας τα οποία θα ενθαρρύνουν τη συμμετοχή των διαφόρων κρατών μελών και κυρίως των ικανοτήτων τους έρευνας και ανάπτυξης, με σκοπό τη στήριξη και την κινητοποίηση της αναγκαίας προσέγγισης «από τη βάση προς την κορυφή» καθώς, και κυρίως, των αναγκαίων χρηματοδοτικών πόρων. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή πρέπει να προωθήσει χωρίς καθυστέρηση, βάσει των υφιστάμενων κοινών ερευνητικών προγραμμάτων, τη συνεργασία μεταξύ των ενδιαφερομένων. Είναι απολύτως απαραίτητο να προβλεφθεί επαρκής κινητικότητα των κεφαλαίων και ένα πλαίσιο στήριξης.

    4.6   Κατά την επεξεργασία των εν λόγω πλαισίων εργασίας, πρέπει όχι μόνον να ληφθούν υπόψη πτυχές οι οποίες μπορεί να επιφέρουν συνέργειες στήριξης, αλλά και να αναλυθούν λεπτομερώς οι κίνδυνοι που απειλούν τη γενική ιδέα του κοινού ευρωπαϊκού προγραμματισμού και την απτή υλοποίηση των αποτελεσμάτων του. Πράγματι, η υποτίμηση των εν λόγω κινδύνων θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποτυχία ελπιδοφόρες ιδέες κατά τη φάση της υλοποίησης. Από την ανακοίνωση και τα έγγραφα που τη συνοδεύουν προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε δεόντως τις πτυχές αυτές.

    4.7   Το πιλοτικό σχέδιο του σχεδίου ΣΕΤ πρέπει να παρακολουθηθεί με προσοχή και οι διαδικασίες που θα τεθούν σε εφαρμογή στο πλαίσιο αυτό πρέπει να αναλυθούν, ώστε η συγκεκριμένη εμπειρία να επιτρέψει την έμπρακτη βελτίωση του ευρωπαϊκού στρατηγικού σχεδίου προγραμματισμού της διασυνοριακής συνεργασίας στον τομέα της έρευνας και ανάπτυξης. Θα είναι μια διαδικασία εμπειρικής μάθησης για τον ευρωπαϊκό χώρο έρευνας και ανάπτυξης.

    4.8   Οι νέες δομές οργάνωσης των διασυνοριακών δραστηριοτήτων έρευνας και ανάπτυξης πρέπει να δημιουργηθούν σε τομείς στους οποίους θα έχουν σαφή συνεισφορά σε ολόκληρη την ήπειρο και στους οποίους θα προσφέρουν αναμφισβήτητα προστιθέμενη αξία. Έτσι, η ΕΟΚΕ θεωρεί απαραίτητο να αξιοποιηθούν πλήρως οι δυνατότητες των οργανωτικών δομών οι οποίες έχουν αποδείξει την αξία τους (βάσει επιστημονικών επιτυχιών ή επιτυχιών στον τομέα της διεθνούς συνεργασίας) ή επιτρέπουν την αποτελεσματική επιδίωξη της ανάπτυξης.

    4.9   Η ΕΟΚΕ συμφωνεί με τον καταμερισμό σε τρεις φάσεις της διαδικασίας κοινού στρατηγικού προγραμματισμού των δραστηριοτήτων έρευνας και ανάπτυξης και της υλοποίησής τους:

    4.9.1   Καταρχάς, πρέπει να αναπτυχθεί ένα κοινό όραμα για τον συμφωνηθέντα τομέα, καθορίζοντας έναν ή περισσότερους μακροπρόθεσμους στόχους, οι οποίοι θα επικυρωθούν σε πολιτικό επίπεδο. Το όραμα αυτό πρέπει να βασίζεται σε αξιόπιστα στοιχεία, σε διαβουλεύσεις με τους ενδιαφερομένους, και ιδίως με την επιστημονική κοινότητα και τον βιομηχανικό κόσμο, καθώς και σε κοινή αξιολόγηση των υφιστάμενων προγραμμάτων και μηχανισμών.

    4.9.2   Βάσει του οράματος αυτού, πρέπει να αναπτυχθεί ένα στρατηγικό πρόγραμμα έρευνας, το οποίο θα περιλαμβάνει ειδικούς, μετρήσιμους, εφικτούς, σχετικούς και προσδιορισμένους χρονικά στόχους (στόχοι SMART). Το στρατηγικό πρόγραμμα έρευνας πρέπει να διασφαλίζει ότι οι στόχοι του σχεδίου θα συνοδεύονται από τους αναγκαίους ανθρώπινους, οικονομικούς και οργανωτικούς πόρους, επιτρέποντας έτσι τη βέλτιστη προετοιμασία του σχεδίου χάρη στην γνώση των αναγκαίων συσχετίσεων σε έναν συγκεκριμένο τομέα έρευνας.

    4.9.3   Για την υλοποίηση του στρατηγικού προγράμματος έρευνας, πρέπει να χρησιμοποιηθεί και να ενισχυθεί το σύνολο των εργαλείων δημόσιας έρευνας (εθνικά και περιφερειακά ερευνητικά προγράμματα, οργανισμοί έρευνας και διακυβερνητικά προγράμματα συνεργασίας, υποδομές έρευνας, προγράμματα κινητικότητας κλπ.). Η υλοποίηση μπορεί ενδεχομένως να περιλαμβάνει χρηματοδοτήσεις και μέσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω του προγράμματος-πλαισίου. Θα πρέπει να διασφαλισθεί τακτική παρακολούθηση και αξιολόγηση της προόδου του σχεδίου κοινής έρευνας και να γνωστοποιούνται τα αποτελέσματά της στο πολιτικό επίπεδο.

    4.10   Δεδομένου ότι τόσο τα σχέδια κοινού προγραμματισμού όσο και οι ευρωπαϊκές ερευνητικές υποδομές χρηματοδοτούνται από τα κράτη μέλη, είναι απαραίτητο να συντονιστεί η χρηματοδότηση αυτή. Η ΕΟΚΕ τονίζει ότι πρέπει να επιτευχθούν κατάλληλες συνέργειες μεταξύ της ανάπτυξης των ευρωπαϊκών ερευνητικών υποδομών, του κοινού προγραμματισμού και του 7ου προγράμματος-πλαισίου. Επισημαίνει, επίσης, ότι ορισμένα κράτη μέλη δεν δίνουν τη δέουσα σημασία στις πρωτοβουλίες αυτές.

    4.11   Η ΕΟΚΕ επικροτεί τη συγκρότηση της «Ομάδας υψηλού επιπέδου για τον κοινό προγραμματισμό», η οποία θα προσδιορίσει τα θέματα που θα επιλεγούν για τον κοινό προγραμματισμό κατόπιν ευρείας δημόσιας διαβούλευσης με τις διάφορες περιφερειακές, εθνικές και ευρωπαϊκές επιστημονικές κοινότητες, καθώς και με τον ιδιωτικό τομέα, όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο. Ως αποτέλεσμα αυτών των δραστηριοτήτων και κατόπιν σχετικής πρότασης της Επιτροπής, αναμένεται ότι το Συμβούλιο θα μπορέσει να υιοθετήσει τις πρωτοβουλίες κοινού προγραμματισμού το αργότερο μέχρι το 2010.

    Βρυξέλλες, 25 Μαρτίου 2009

    Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

    Mario SEPI


    (1)  Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 3 Δεκεμβρίου 2008 (16.12) 16775/08, RECH 411· COMPET 551· ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.

    (2)  Βλ. ιδίως τη γνωμοδότηση INT/461: CESE 1021/2009 της 11.6.2009 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

    (3)  Βλ. ιδίως τη γνωμοδότηση INT/448: CESE 330/2009 της 26.2.2009 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

    (4)  Βλ. ιδίως τη γνωμοδότηση INT/448: CESE 330/2009 της 26.2.2009 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

    (5)  Γνωμοδότηση ΙΝΤ/450 - CESE 40/2009 - 2008/0148(CNS) της 15.1.2009 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

    (6)  Επιπλέον της υπό εξέταση ανακοίνωσης, η Επιτροπή εξέδωσε φέτος:

    σύσταση «σχετικά με τη διαχείριση της διανοητικής ιδιοκτησίας στις δραστηριότητες μεταφοράς γνώσης και έναν κώδικα ορθής πρακτικής για τα πανεπιστήμια και τους άλλους δημόσιους ερευνητικούς οργανισμούς», COM(2008) 1329 της 10.4.2008·

    ανακοίνωση με τίτλο: «Καλύτερες σταδιοδρομίες και περισσότερη κινητικότητα: μια ευρωπαϊκή σύμπραξη για τους ερευνητές», COM(2008) 317 της 23.5.2008.

    Επιπλέον, η Επιτροπή προετοιμάζει κανονισμό του Συμβουλίου σχετικά με «Κοινοτικό νομικό πλαίσιο για την Ευρωπαϊκή Ερευνητική Υποδομή» και ανακοίνωση με τίτλο: «Στρατηγικό ευρωπαϊκό πλαίσιο για διεθνή επιστημονική και τεχνολογική συνεργασία».

    (7)  Βλ. ιδίως τη γνωμοδότηση INT/450: CESE 40/2009 – 2008/0148 (CNS) της 15.1.2009 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

    (8)  Γνωμοδότηση σχετικά με το ευρωπαϊκό στρατηγικό σχέδιο ενεργειακών τεχνολογιών (ΕΕ C 27 της 3.2.2009, σ. 53).

    (9)  Βλέπε ιδίως τη γνωμοδότηση INT/461: CESE 1021/2009 της 11.6.2009 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

    (10)  Βλέπε ιδίως τη γνωμοδότηση INT/448: CESE 330/2009 της 26.2.2009 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

    (11)  Βλέπε ιδίως τη γνωμοδότηση INT/448: CESE 330/2009 της 26.2.2009 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).


    Top