Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32022D1921

Απόφαση (ΕΕ) 2022/1921 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 29ης Σεπτεμβρίου 2022 σχετικά με τη μεθοδολογία υπολογισμού κυρώσεων για εικαζόμενες παραβάσεις των υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων (ΕΚΤ/2022/32)

ECB/2022/32

ΕΕ L 263 της 10.10.2022, p. 59–64 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2022/1921/oj

10.10.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 263/59


ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2022/1921 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

της 29ης Σεπτεμβρίου 2022

σχετικά με τη μεθοδολογία υπολογισμού κυρώσεων για εικαζόμενες παραβάσεις των υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων (ΕΚΤ/2022/32)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 132 παράγραφος 3,

Έχοντας υπόψη το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και ιδίως τα άρθρα 5 και 34,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2532/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επιβολή κυρώσεων (1), και ιδίως το άρθρο 6 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2533/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με τη συλλογή στατιστικών πληροφοριών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (2), και ιδίως το άρθρο 7,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2533/98, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) μπορεί να επιβάλλει σε μονάδες παροχής στοιχείων κυρώσεις λόγω μη συμμόρφωσής τους με τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων.

(2)

Το άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2532/98 ορίζει ότι η ΕΚΤ πρέπει να ενεργεί βάσει της αρχής της αναλογικότητας κατά τον καθορισμό της αναγκαιότητας ή μη επιβολής κύρωσης, καθώς και κατά τον καθορισμό της κατάλληλης κύρωσης. Επιπλέον, στο άρθρο 2 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού παρατίθεται μη εξαντλητικός κατάλογος των περιστάσεων τις οποίες πρέπει να λαμβάνει υπόψη η ΕΚΤ, όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο, σε συγκεκριμένη περίπτωση.

(3)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2157/1999 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/1999/4) (3) καθορίζει τη διαδικασία βάσει της οποίας η μονάδα διεξαγωγής εξέτασης της ΕΚΤ ή η αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα υποβάλλει στην εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ πρόταση για να διαπιστωθεί εάν ορισμένη μονάδα παροχής στοιχείων έχει διαπράξει εικαζόμενη παράβαση και για να καθοριστεί το προτεινόμενο ποσό της επιβλητέας κύρωσης, ενώ προβλέπει απλοποιημένη διαδικασία επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση παραβάσεων ήσσονος σημασίας.

(4)

Χάριν ίσης μεταχείρισης των μονάδων παροχής στοιχείων και κατ’ επιταγή του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΕ) 2022/1917 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2022/31) (4), η ΕΚΤ θα πρέπει να καθορίσει τη μεθοδολογία που θα πρέπει να ακολουθούν οι αρμόδιες κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος κατά τον υπολογισμό του προτεινόμενου ποσού της κύρωσης. Ο υπολογισμός θα πρέπει να πραγματοποιείται σε δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο το βασικό ποσό της κύρωσης θα υπολογίζεται με βάση τα ποσοτικά στοιχεία της εικαζόμενης παράβασης και στο δεύτερο το βασικό αυτό ποσό θα μπορεί να προσαρμόζεται με βάση άλλες σχετικές περιστάσεις και πληροφορίες που θα λαμβάνονται υπόψη.

(5)

Για αυτόν τον λόγο, και προς διασφάλιση της διαφάνειας και αμεροληψίας των αποφάσεων της ΕΚΤ κατά την επιβολή κυρώσεων σε μονάδες παροχής στοιχείων, η εν λόγω μεθοδολογία θα πρέπει να ορίζει λεπτομερώς τα ποσοτικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται κατά τον υπολογισμό του βασικού ποσού. Επιπλέον, η μεθοδολογία αυτή θα πρέπει να παρέχει καθοδήγηση ως προς τις περιστάσεις και τις πληροφορίες που θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη η αρμόδια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος όταν υπολογίζει το προτεινόμενο ποσό της κύρωσης, εφόσον κρίνεται σκόπιμο.

(6)

Μολονότι εν γένει για τον καθορισμό του οικονομικού μεγέθους μονάδας παροχής στοιχείων που δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων θα πρέπει να χρησιμοποιείται το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού της, εντούτοις, για τον καθορισμό του οικονομικού μεγέθους μονάδας παροχής στοιχείων που δεν συμμορφώνεται με ορισμένα είδη υποχρεώσεων παροχής στοιχείων, όπως για παράδειγμα σε σχέση με τις στατιστικές πληρωμών κατά τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1409/2013 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2013/43) (5) και με τους τίτλους σε θεματοφυλακή κατά τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1011/2012 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2012/24) (6), αποτελούν καταλληλότερα στοιχεία μέτρησης του οικονομικού μεγέθους της για τους σκοπούς υπολογισμού του βασικού ποσού ο συνολικός αριθμός των πελατών της, η συνολική αξία των συναλλαγών πληρωμής της ή η συνολική αξία των τίτλων που έχουν κατατεθεί στον θεματοφύλακα. Για τους σκοπούς αυτούς ενδείκνυται επίσης η εξέταση του οικονομικού μεγέθους μονάδας παροχής στοιχείων η οποία δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων συγκριτικά με το οικονομικό μέγεθος του πληθυσμού αναφοράς παροχής στοιχείων στην περίπτωση των στατιστικών της χρηματαγοράς κατά τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1333/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2014/48) (7), ή του οικείου πραγματικού πληθυσμού παροχής στοιχείων σε κάθε άλλη περίπτωση.

(7)

Για τους σκοπούς της τακτικής παραγωγής στατιστικών στοιχείων της χρηματαγοράς κατ’ επιταγή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1333/2014 (ΕΚΤ/2014/48), η μη διόρθωση σφαλμάτων στα στοιχεία του μη εξασφαλισμένου τμήματος της αγοράς εντός της προθεσμίας διαβίβασης που τάσσει η ΕΚΤ ή η ΕθνΚΤ μπορεί να επισύρει κύρωση λόγω της κρίσιμης σημασίας της υποβολής έγκαιρων, ακριβών και πλήρων στατιστικών πληροφοριών για το τμήμα αυτό, που να πληρούν υψηλά πρότυπα ακεραιότητας για την άσκηση των καθηκόντων της ΕΚΤ στο πεδίο της νομισματικής πολιτικής. Για τον λόγο αυτό και για να διασφαλιστεί η συνέπεια με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2022/1917 (ΕΚΤ/2022/31), ενδείκνυται ως κατάλληλο για τις κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος να εφαρμόσουν την παρούσα απόφαση τρεις μήνες μετά την κοινοποίηση που προβλέπεται σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων κατά τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1333/2014 (ΕΚΤ/2014/48).

(8)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεκτική εφαρμογή εναρμονισμένων κανόνων, οι ΕθνΚΤ και η ΕΚΤ θα πρέπει να συμμορφωθούν με την παρούσα απόφαση από την ίδια ημερομηνία με τη σχετική ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) 2022/1917 (ΕΚΤ/2022/31).

(9)

Ωστόσο, προς διασφάλιση της συνέχειας και σαφήνειας είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ότι οι αρμόδιες ΕθνΚΤ και η ΕΚΤ θα πρέπει να συνεχίσουν να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της απόφασης ΕΚΤ/2010/10 (8) προκειμένου για εικαζόμενες παραβάσεις που λαμβάνουν χώρα πριν από τη σχετική ημερομηνία εφαρμογής της παρούσας απόφασης, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων επαναλαμβανόμενης μη συμμόρφωσης στις οποίες μία ή περισσότερες περιπτώσεις μη συμμόρφωσης λαμβάνουν χώρα πριν και μετά από τη σχετική ημερομηνία εφαρμογής της παρούσας απόφασης.

(10)

Οι αρχές τις οποίες ακολουθεί η ΕΚΤ για τον υπολογισμό κυρώσεων από την περίοδο αναφοράς Δεκεμβρίου 2004, προκειμένου για τις υποχρεώσεις μηνιαίας παροχής στοιχείων, και τέταρτου τριμήνου 2004, προκειμένου για τις υποχρεώσεις τριμηνιαίας παροχής στοιχείων, σε σχέση με παραβάσεις υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων της λογιστικής κατάστασης λόγω μη συμμόρφωσης με τα ελάχιστα πρότυπα του παραρτήματος IV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2423/2001 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2001/13) (9), καθορίστηκαν στην ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σχετικά με την επιβολή κυρώσεων για παραβάσεις των υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων της λογιστικής κατάστασης (10). Για λόγους ασφάλειας δικαίου είναι σκόπιμη η απόσυρση της ανακοίνωσης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα απόφαση καθορίζει τη μεθοδολογία καθορισμού του κατάλληλου προτεινόμενου ποσού κύρωσης επιβλητέας από την ΕΚΤ σε μονάδα παροχής στοιχείων η οποία υπόκειται σε υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων, αλλά δεν συμμορφώνεται με αυτές.

2.   Η μεθοδολογία εφαρμόζεται στον υπολογισμό του προτεινόμενου ποσού κύρωσης για μία ή περισσότερες εικαζόμενες παραβάσεις ως προς τις οποίες έχει κινηθεί διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων κατά το άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2022/1917 (ΕΚΤ/2022/31).

3.   Η παρούσα απόφαση δεν εμποδίζει την εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ να ασκεί τη διακριτική εξουσία της για επιβολή κύρωσης την οποία κρίνει σκόπιμη βάσει του άρθρου 7α παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2157/1999 (ΕΚΤ/1999/4).

Άρθρο 2

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης ισχύουν οι ορισμοί του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2022/1917 (ΕΚΤ/2022/31).

2.   Ισχύουν επίσης οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

ως «προθεσμία ΕΚΤ» νοείται η ημερομηνία και ώρα που ορίζει η ΕΚΤ για τη λήψη στατιστικών πληροφοριών τις οποίες παρέχουν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες ή, στην περίπτωση απευθείας παροχής στοιχείων, οι μονάδες παροχής στοιχείων σύμφωνα με τους στατιστικούς κανονισμούς ή τις στατιστικές αποφάσεις που εκδίδει η ΕΚΤ·

2)

ως «προθεσμία ΕθνΚΤ» νοείται η ημερομηνία και ώρα που ορίζει ορισμένη εθνική κεντρική τράπεζα για τη λήψη στατιστικών πληροφοριών τις οποίες παρέχουν οι μονάδες παροχής στοιχείων με σκοπό τη συμμόρφωση με τους στατιστικούς κανονισμούς ή τις στατιστικές αποφάσεις που εκδίδει η ΕΚΤ.

Άρθρο 3

Υπολογισμός προτεινόμενων κυρώσεων

1.   Οι προτεινόμενες κυρώσεις σε περίπτωση σωρευτικής εικαζόμενης παράβασης του άρθρου 8 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2022/1917 (ΕΚΤ/2022/31) ή σε περίπτωση εικαζόμενης παράβασης του άρθρου 8 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού υπολογίζονται σύμφωνα με την ακόλουθη διαδικασία:

α)

αρχικά υπολογίζεται το βασικό ποσό από την αρμόδια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος με βάση τα ποσοτικά στοιχεία της εικαζόμενης παράβασης, περιλαμβανομένων, όπου ενδείκνυται:

i)

του οικονομικού μεγέθους της μονάδας παροχής στοιχείων·

ii)

της συχνότητας της παράβασης·

iii)

της διάρκειας της παράβασης·

iv)

του μεγέθους της απόκλισης μεταξύ της ορθής και της λανθασμένης στατιστικής πληροφορίας·

β)

στη συνέχεια λαμβάνονται υπόψη οι σχετικές περιστάσεις του άρθρου 2 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2532/98 οι οποίες δεν αναφέρονται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου και οποιαδήποτε άλλη σχετική πληροφορία και ενδέχεται να απαιτούν προσαρμογή του βασικού ποσού που υπολογίζεται σύμφωνα με το στοιχείο α).

2.   Οι προτεινόμενες κυρώσεις σε περίπτωση σοβαρού παραπτώματος κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2022/1917 (ΕΚΤ/2022/31) υπολογίζονται σύμφωνα με την ακόλουθη διαδικασία:

α)

αρχικά καθορίζεται το βασικό ποσό από την αρμόδια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος με την εφαρμογή των μέγιστων προστίμων που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2533/98, όπως προσαρμόζονται με βάση το οικονομικό μέγεθος της μονάδας παροχής στοιχείων·

β)

στη συνέχεια λαμβάνονται υπόψη τυχόν σχετικές περιστάσεις του άρθρου 2 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2532/98 και οποιαδήποτε άλλη σχετική πληροφορία και ενδέχεται να απαιτούν προσαρμογή του βασικού ποσού που καθορίζεται σύμφωνα με το στοιχείο α).

3.   Η προσαρμογή της παραγράφου 1 στοιχείο β) περιορίζεται κατ’ ανώτατο όριο στο ένα τρίτο του βασικού ποσού της παραγράφου 1 στοιχείο α). Η προσαρμογή της παραγράφου 2 στοιχείο β) περιορίζεται κατ’ ανώτατο όριο σε προσαρμογή προς τα κάτω του ενός τρίτου του βασικού ποσού της παραγράφου 2 στοιχείο α).

4.   Όταν εικαζόμενη παράβαση αφορά την παροχή στατιστικών πληροφοριών οι οποίες είναι λανθασμένες, ελλιπείς ή σε μορφή που δεν είναι συμβατή με τις υποχρεώσεις παροχής στοιχείων, η ΕΚΤ δεν επιβάλλει κύρωση για αμελητέα σφάλματα ή σε περίπτωση που η μονάδα παροχής στοιχείων έχει διορθώσει τα μη αμελητέα σφάλματα σε συμμόρφωση με την πολιτική και τις διαδικασίες αναθεωρήσεων της ΕΚΤ. Αυτό δεν ισχύει εάν:

α)

υφίσταται συστηματική ή εκ προθέσεως παράλειψη αναφοράς των ορθών ή πλήρων στατιστικών πληροφοριών·ή

β)

υφίσταται μη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις παροχής στοιχείων που αφορούν το μη εξασφαλισμένο τμήμα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1333/2014(ΕΚΤ/2014/48).

5.   Κατά τον υπολογισμό των κυρώσεων σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2, οι αρμόδιες κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν τα μέγιστα πρόστιμα που ορίζονται στο άρθρο 7 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2533/98.

6.   Κατά την υποβολή πρότασης στην εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ σύμφωνα με το άρθρο 7α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2157/1999 (ΕΚΤ/1999/4), η αρμόδια ΕθνΚΤ περιγράφει με επαρκείς λεπτομέρειες τον τρόπο με τον οποίο έχει υπολογίσει το προτεινόμενο ποσό της επιβλητέας από την ΕΚΤ κύρωσης, καθώς και, μεταξύ άλλων, εάν έχει σταθμίσει τους παράγοντες που σχετίζονται με τον υπολογισμό ή με τη διόρθωση του βασικού ποσού σύμφωνα με το άρθρο 4 ή 5, αντίστοιχα.

7.   Όταν έχει πραγματοποιηθεί στάθμιση των παραγόντων που σχετίζονται με τον υπολογισμό ή με την προσαρμογή του βασικού ποσού σύμφωνα με το άρθρο 4 ή 5, αντίστοιχα, η ΕΚΤ ενημερώνει σχετικά τη μονάδα παροχής στοιχείων. Όταν επιβάλλει κύρωση, η ΕΚΤ ενημερώνει τη μονάδα παροχής στοιχείων για τον τρόπο με τον οποίο έχει υπολογιστεί η κύρωση, καθώς και, μεταξύ άλλων, για το εάν έχει σταθμίσει τους παράγοντες που σχετίζονται με τον υπολογισμό ή με τη διόρθωση του βασικού ποσού σύμφωνα με το άρθρο 4 ή 5, αντίστοιχα.

8.   Όταν η παράβαση των υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων συνιστά επίσης παράβαση των υποχρεώσεων τήρησης ελάχιστων αποθεματικών και βάσει αυτής επιβάλλεται κύρωση σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2531/98 του Συμβουλίου (11), δεν επιβάλλεται περαιτέρω κύρωση όσον αφορά την παράβαση των υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων.

Άρθρο 4

Υπολογισμός του βασικού ποσού

1.   Όταν αρμόδια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος υπολογίζει το βασικό ποσό, τα ποσοτικά στοιχεία της εικαζόμενης παράβασης και το οικονομικό μέγεθος στα οποία βασίζει τον υπολογισμό της κατά το άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 2, αντίστοιχα, καθορίζονται ως συναφή σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

2.   Το οικονομικό μέγεθος της μονάδας παροχής στοιχείων καθορίζεται:

α)

στην περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις παροχής στοιχείων για τις στατιστικές πληρωμών του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1409/2013 (ΕΚΤ/2013/43), προκειμένου αποκλειστικά για τις υπηρεσίες πληροφοριών λογαριασμού, με βάση τον συνολικό αριθμό πελατών της μονάδας παροχής στοιχείων, άλλως τη συνολική αξία των συναλλαγών πληρωμής της που η ίδια έχει αναγγείλει εσχάτως κατά την ημερομηνία διάπραξης της εικαζόμενης παράβασης σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό·

β)

στην περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων για τους τίτλους σε θεματοφυλακή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1011/2012 (ΕΚΤ/2012/24), με βάση τη συνολική αξία των κατατεθειμένων στον θεματοφύλακα τίτλων που αυτός έχει δημοσιεύσει εσχάτως κατά την ημερομηνία διάπραξης της εικαζόμενης παράβασης σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό·

γ)

στην περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων, πλην των αναφερόμενων στα στοιχεία α) και β), με βάση το ποσό του συνόλου των στοιχείων του ενεργητικού της μονάδας παροχής στοιχείων το οποίο καθορίζεται με βάση τις στατιστικές πληροφορίες της λογιστικής της κατάστασης τις οποίες η ίδια παρέσχε εσχάτως κατά την ημερομηνία διάπραξης της εικαζόμενης παράβασης σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανονισμούς της ΕΚΤ.

Πάντως, εάν κατά την ημερομηνία διάπραξης της εικαζόμενης παράβασης, η οικεία μονάδα παροχής στοιχείων δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που υπέχει όσον αφορά την παροχή των στατιστικών πληροφοριών που είναι αναγκαίες για τον καθορισμό του οικονομικού μεγέθους της, η αρμόδια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος καθορίζει το οικονομικό μέγεθος χρησιμοποιώντας τις στατιστικές πληροφορίες τις οποίες η ίδια έχει εσχάτως υποβάλει στην εν λόγω αρμόδια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος ή οι οποίες έχουν άλλως τεθεί στη διάθεσή της.

3.   Για τους σκοπούς καθορισμού του οικονομικού μεγέθους της μονάδας παροχής στοιχείων η αρμόδια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος λαμβάνει υπόψη το οικονομικό μέγεθος της οικείας μονάδας παροχής στοιχείων ως αναλογία του συνολικού οικονομικού μεγέθους:

α)

όλων των μονάδων παροχής στοιχείων στον οικείο πληθυσμό αναφοράς παροχής στοιχείων, στην περίπτωση παροχής στοιχείων βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1333/2014 (ΕΚΤ/2014/48)

β)

όλων των μονάδων παροχής στοιχείων στον οικείο πραγματικό πληθυσμό παροχής στοιχείων, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις.

4.   Η συχνότητα της εικαζόμενης παράβασης καθορίζεται με βάση τον αριθμό των εικαζόμενων παραβάσεων που έλαβαν χώρα κατά την περίοδο μη συμμόρφωσης την οποία αφορά η διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων.

5.   Όταν εικαζόμενη παράβαση αφορά την παράλειψη παροχής στατιστικών πληροφοριών στην ΕΚΤ ή στην αρμόδια ΕθνΚΤ έως την οικεία προθεσμία κατά τα περιγραφόμενα στον κανονισμό ή στην απόφαση της ΕΚΤ που έχει εφαρμογή, η διάρκεια της εικαζόμενης παράβασης καθορίζεται:

α)

στην περίπτωση της απευθείας παροχής στοιχείων, με βάση τον συνολικό αριθμό των επιπλέον εργάσιμων ημερών που μεσολαβούν από την εκπνοή της προθεσμίας ΕΚΤ έως την υποβολή των στατιστικών πληροφοριών·

β)

σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, με βάση τον συνολικό αριθμό των επιπλέον εργάσιμων ημερών που μεσολαβούν από την εκπνοή της προθεσμίας ΕθνΚΤ έως την υποβολή των στατιστικών πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων i) του αριθμού των εργάσιμων ημερών έως την εκπνοή της προθεσμίας ΕΚΤ και ii) του αριθμού των εργάσιμων ημερών μετά την εκπνοή της προθεσμίας ΕΚΤ.

6.   Όταν εικαζόμενη παράβαση αφορά την παροχή πληροφοριών οι οποίες είναι λανθασμένες, ελλιπείς ή σε μορφή που δεν είναι συμβατή με την απαίτηση που περιγράφεται στον κανονισμό ή στην απόφαση της ΕΚΤ που έχει εφαρμογή, το μέγεθος της απόκλισης προσδιορίζεται με βάση τη διαφορά σε απόλυτες τιμές μεταξύ της λανθασμένης στατιστικής πληροφορίας και της ορθής στατιστικής πληροφορίας.

Άρθρο 5

Προσαρμογή του βασικού ποσού

Όταν αρμόδια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος λαμβάνει υπόψη τις περιστάσεις και τυχόν άλλες σχετικές πληροφορίες του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) και του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχείο β), λαμβάνει, μεταξύ άλλων, υπόψη, εφόσον κρίνεται σκόπιμο:

α)

την καλή πίστη και τον βαθμό ειλικρίνειας της μονάδας παροχής στοιχείων όσον αφορά την ερμηνεία και εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων, μεταξύ άλλων, με βάση τις περιστάσεις υπό τις οποίες εντοπίστηκε η εικαζόμενη παράβαση, όπως εάν εντοπίστηκε στο πλαίσιο οικειοθελούς κοινοποίησης από τη μονάδα παροχής στοιχείων ή κατόπιν έρευνας·

β)

τον βαθμό επιμέλειας και συνεργασίας που επιδεικνύει η μονάδα παροχής στοιχείων, μεταξύ άλλων, με βάση τη συμπεριφορά της, όπως τη συμμετοχή και συνδρομή της σε τυχόν διαδικασίες σε περίπτωση παραβάσεων ή τυχόν διαδικασίες της αρμόδιας κεντρικής τράπεζας του Ευρωσυστήματος που αφορούν τη διασφάλιση συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων, καθώς και την ετοιμότητά της να αποκαταστήσει την εικαζόμενη παράβαση·

γ)

τη σοβαρότητα των συνεπειών της παράβασης, μεταξύ άλλων, με βάση τις συνέπειες της εικαζόμενης παράβασης, όπως τον αντίκτυπο στα σχετικά στατιστικά αποτελέσματα ή στη χρήση των στατιστικών πληροφοριών για τα καθήκοντα του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών που απορρέουν από τη Συνθήκη, ή τυχόν βλαπτική τριτενέργειά τους·

δ)

την επανάληψη της παράβασης, μεταξύ άλλων, με βάση τυχόν κατ’ επανάληψη μη συμμόρφωση της μονάδας παροχής στοιχείων με τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων που υπέχει, εκτός της περιόδου μη συμμόρφωσης την οποία αφορά η εικαζόμενη παράβαση, για την οποία δεν έχει κινηθεί άλλη διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων.

Άρθρο 6

Επανεξέταση

Το διοικητικό συμβούλιο επανεξετάζει την εφαρμογή και εκτέλεση της παρούσας απόφασης το αργότερο εντός πέντε ετών από την ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να παράγει αποτελέσματα, έκτοτε δε ανά τριετία, και αξιολογεί εάν χρήζει τροποποίησης.

Άρθρο 7

Μεταβατική διάταξη

Η παρούσα απόφαση δεν εφαρμόζεται σε εικαζόμενες παραβάσεις που λαμβάνουν χώρα πριν από τη σχετική ημερομηνία εφαρμογής της κατά τα ειδικά οριζόμενα στο άρθρο 9. Σύμφωνα με το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΕ) 2022/1917 (ΕΚΤ/2022/31), η απόφαση ΕΚΤ/2010/10 συνεχίζει να εφαρμόζεται στις εν λόγω εικαζόμενες παραβάσεις, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων επαναλαμβανόμενης μη συμμόρφωσης του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχείο β) της εν λόγω απόφασης, στις οποίες μία ή περισσότερες περιπτώσεις μη συμμόρφωσης λαμβάνουν χώρα πριν και μετά από τη σχετική ημερομηνία εφαρμογής της παρούσας απόφασης κατά τα ειδικά οριζόμενα στο άρθρο 9.

Άρθρο 8

Ειδική εφαρμογή για παραβάσεις υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων της χρηματαγοράς

Σε περιπτώσεις εικαζόμενων παραβάσεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1333/2014 (ΕΚΤ/2014/48), οι αρμόδιες Εθνική και η ΕΚΤ συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της παρούσας απόφασης από την 31η Ιανουαρίου 2023.

Άρθρο 9

Έναρξη παραγωγής αποτελεσμάτων

1.   Η παρούσα απόφαση αρχίζει να παράγει αποτελέσματα την ημέρα της κοινοποίησής της στους αποδέκτες.

2.   Εφαρμόζεται από την 30ή Απριλίου 2024, με εξαίρεση το άρθρο 8 το οποίο εφαρμόζεται από την 31η Ιανουαρίου 2023.

Άρθρο 10

Αποδέκτες

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται σε όλες τις κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος.

Φρανκφούρτη, 29 Σεπτεμβρίου 2022.

Η Πρόεδρος της ΕΚΤ

Christine LAGARDE


(1)   ΕΕ L 318 της 27.11.1998, σ. 4.

(2)   ΕΕ L 318 της 27.11.1998, σ. 8.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2157/1999 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 23ης Σεπτεμβρίου 1999, σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την επιβολή κυρώσεων (ΕΚΤ/1999/4) (ΕΕ L 264 της 12.10.1999, σ. 21).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) 2022/1917 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 29ης Σεπτεμβρίου 2022, σχετικά με τις διαδικασίες σε περίπτωση παραβάσεων λόγω μη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων και την κατάργηση της απόφασης EKT/2010/10 (EKT/2022/31) για τη μη συμμόρφωση) (βλέπε σελίδα 6 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1409/2013 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 28ης Νοεμβρίου 2013, για τις στατιστικές πληρωμών (ΕΚΤ/2013/43) (ΕΕ L 352 της 24.12.2013, σ. 18).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1011/2012 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 17ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τα στατιστικά στοιχεία για τις διακρατήσεις τίτλων (ΕΚΤ/2012/24) (ΕΕ L 305 της 1.11.2012, σ. 6).

(7)  Κανονισμός (EE) αριθ. 1333/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 26ης Νοεμβρίου 2014, σχετικά με τα στατιστικά στοιχεία χρηματαγορών (EKT/2014/48) (ΕΕ L 359 της 16.12.2014, σ. 97).

(8)  Απόφαση ΕΚΤ/2010/10 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 19ης Αυγούστου 2010, σχετικά με τη μησυμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων (ΕΕ L 226 της 28.8.2010, σ. 48).

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2423/2001 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 22ας Νοεμβρίου 2001, σχετικά με την ενοποιημένη λογιστική κατάσταση του τομέα των νομισματικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΚΤ/2001/13) (ΕΕ L 333 της 17.12.2001, σ. 1).

(10)   ΕΕ C 195 της 31.7.2004, σ. 8.

(11)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2531/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με την εφαρμογή ελάχιστων αποθεματικών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΕ L 318 της 27.11.1998, σ. 1).


Top