EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32003R1177

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1177/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης (EU-SILC) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΕΕ L 165 της 3.7.2003, p. 1–9 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO, HR)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 31/12/2020; καταργήθηκε από 32019R1700

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2003/1177/oj

32003R1177

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1177/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης (EU-SILC) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 165 της 03/07/2003 σ. 0001 - 0009


Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1177/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

της 16ης Ιουνίου 2003

σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης (EU-SILC)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 285 παράγραφος 1,

τις προτάσεις της Επιτροπής(1),

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης(3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Για να είναι σε θέση να εκπληρώσει τα καθήκοντα που της ανατέθηκαν, ιδιαίτερα κατόπιν των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων της Λισαβόνας, της Νίκαιας, της Στοκχόλμης και του Λάκεν, που πραγματοποιήθηκαν το Μάρτιο του 2000, το Δεκέμβριο του 2000, το Μάρτιο του 2001 και το Δεκέμβριο του 2001 αντίστοιχα, η Επιτροπή θα πρέπει να είναι συνεχώς ενημερωμένη για την κατανομή του εισοδήματος και για το επίπεδο και τη σύνθεση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού στα κράτη μέλη.

(2) Η νέα ανοιχτή μέθοδος συντονισμού στον τομέα της κοινωνικής ενσωμάτωσης καθώς και οι καταρτιστέοι για την ετήσια συγκεφαλαιωτική έκθεση διαρθρωτικοί δείκτες επιτείνουν την ανάγκη για συγκρίσιμα και επίκαιρα συγχρονικά και διαχρονικά δεδομένα σχετικά με την κατανομή του εισοδήματος και με το επίπεδο και τη σύνθεση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού για την πραγματοποίηση αξιόπιστων και κατάλληλων συγκρίσεων μεταξύ των κρατών μελών.

(3) Η απόφαση αριθ. 50/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Δεκεμβρίου 2001, σχετικά με τη θέσπιση ενός προγράμματος κοινοτικής δράσης για την ενθάρρυνση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών για την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού(4) καθορίζει, στο πλαίσιο της δράσης 1.2 της πτυχής 1 όσον αφορά την ανάλυση του κοινωνικού αποκλεισμού, τους αναγκαίους όρους για τη χρηματοδότηση των μέτρων σχετικά με τη συλλογή και τη διάδοση συγκρίσιμων στατιστικών, με σκοπό ιδίως τη βελτίωση των ερευνών και της ανάλυσης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.

(4) Η καλύτερη μέθοδος για την εκτίμηση της κατάστασης όσον αφορά το εισόδημα, τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό είναι η κατάρτιση κοινοτικών στατιστικών με εναρμονισμένες μεθόδους και ορισμούς. Ορισμένα κράτη μέλη μπορεί να χρειάζονται πρόσθετο χρόνο για την προσαρμογή των συστημάτων τους σε αυτές τις εναρμονισμένες μεθόδους και ορισμούς.

(5) Για να αντανακλώνται οι αλλαγές που γίνονται στην κατανομή του εισοδήματος και στο επίπεδο και στη σύνθεση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, οι στατιστικές πρέπει να ενημερώνονται ετησίως.

(6) Για να διερευνήσει τα μείζονα κοινωνικά προβλήματα, και ιδίως τα νέα προβλήματα που απαιτούν ειδική έρευνα, η Επιτροπή χρειάζεται συγχρονικά και διαχρονικά μικροδεδομένα σε επίπεδο νοικοκυριών και ατόμων.

(7) Θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην παραγωγή επίκαιρων και συγκρίσιμων ετησίων συγχρονικών δεδομένων σχετικά με το εισόδημα, τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό.

(8) Θα πρέπει να ενθαρρύνεται η ευελιξία ως προς τις πηγές δεδομένων, ιδίως με την προσφυγή σε υφιστάμενες εθνικές πηγές δεδομένων, είτε πρόκειται για έρευνες είτε για μητρώα, και σε εθνικά σχέδια δειγμάτων· ομοίως, θα πρέπει να προωθείται η ενσωμάτωση της (των) νέας(-ων) πηγής(-ών) στα καθιερωμένα εθνικά στατιστικά συστήματα.

(9) Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 831/2002 της Επιτροπής, της 17ης Μαΐου 2002, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 322/97 του Συμβουλίου σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές, όσον αφορά την πρόσβαση σε εμπιστευτικά δεδομένα για επιστημονικούς σκοπούς(5), καθορίζει τους όρους πρόσβασης σε εμπιστευτικά δεδομένα που έχουν διαβιβαστεί στην κοινοτική αρχή, προκειμένου να επιτραπεί η εξαγωγή στατιστικών συμπερασμάτων για επιστημονικούς σκοπούς.

(10) Η παραγωγή ειδικών κοινοτικών στατιστικών διέπεται από τους κανόνες που περιγράφονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 322/97 του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 1997, σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές(6).

(11) Τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή(7).

(12) Ζητήθηκε η γνώμη της επιτροπής στατιστικού προγράμματος (ΕΣΠ) σύμφωνα με το άρθρο 3 της απόφασης 89/382/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου(8),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Στόχος

Στόχος του παρόντος κανονισμού είναι η θέσπιση ενός κοινού πλαισίου για τη συστηματική παραγωγή κοινοτικών στατιστικών σχετικά με το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης (στο εξής "EU-SILC"), που να περιλαμβάνουν συγκρίσιμα και επίκαιρα συγχρονικά και διαχρονικά δεδομένα σχετικά με το εισόδημα και με το επίπεδο και τη σύνθεση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Η συγκρισιμότητα των δεδομένων μεταξύ κρατών μελών αποτελεί θεμελιώδη στόχο, θα επιδιωχθεί δε με την ανάπτυξη μεθοδολογικών μελετών από την έναρξη της συλλογής δεδομένων EU-SILC, οι οποίες θα διεξαχθούν με στενή συνεργασία κρατών μελών και Eurostat.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α) ο όρος "κοινοτικές στατιστικές" έχει την έννοια που του αποδίδεται στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 322/97·

β) ο όρος "παραγωγή στατιστικών" έχει την έννοια που του αποδίδεται στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 322/97·

γ) ως "έτος έρευνας" νοείται το έτος κατά το οποίο διενεργείται η συλλογή των δεδομένων της έρευνας, ή το μεγαλύτερο μέρος αυτής·

δ) ως "περίοδος εργασίας πεδίου" νοείται η χρονική περίοδος κατά την οποία επιτελούνται οι εργασίες έρευνας·

ε) ως "περίοδος αναφοράς" νοείται η χρονική περίοδος με την οποία σχετίζεται ένα συγκεκριμένο πληροφοριακό στοιχείο·

στ) ως "ιδιωτικό νοικοκυριό" νοείται ένα πρόσωπο το οποίο ζει μόνο του ή μια ομάδα προσώπων τα οποία ζουν μαζί στην ίδια ιδιωτική κατοικία και μοιράζονται τα έξοδα, συμπεριλαμβανομένης της από κοινού προμήθειας των προς το ζην·

ζ) ως "συγχρονικά δεδομένα" νοούνται τα δεδομένα που αναφέρονται σε μια δεδομένη χρονική στιγμή ή σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Τα συγχρονικά δεδομένα μπορούν να προέρχονται είτε από συγχρονική δειγματοληπτική έρευνα, με ή χωρίς κατά σειρά εναλλαγή του δείγματος, είτε από καθαρώς δειγματοληπτική έρευνα τύπου πάνελ (με την προϋπόθεση ότι εξασφαλίζεται αντιπροσωπευτικότητα στη συγχρονική συνιστώσα)· τα δεδομένα αυτά δύνανται να συνδυάζονται με δεδομένα προερχόμενα από μητρώα (δεδομένα για άτομα, νοικοκυριά ή κατοικίες τα οποία συλλέγονται από διοικητικά ή στατιστικά μητρώα σε επίπεδο μονάδας)·

η) ως "διαχρονικά δεδομένα" νοούνται τα δεδομένα που αναφέρονται στις εξελίξεις σε ατομικό επίπεδο με την πάροδο του χρόνου, οι οποίες παρατηρούνται περιοδικά για ορισμένη χρονική διάρκεια. Τα διαχρονικά δεδομένα μπορούν να προέρχονται είτε από συγχρονική έρευνα με κατά σειρά εναλλαγή του δείγματος, στο πλαίσιο της οποίας τα επιλεγόμενα άτομα ακολουθούνται, είτε από έρευνα τύπου πάνελ· τα δεδομένα αυτά δύνανται να συνδυάζονται με δεδομένα προερχόμενα από μητρώα·

θ) ως "μέλη δείγματος" νοούνται τα άτομα που έχουν επιλεγεί για να συμμετάσχουν στο δείγμα κατά το πρώτο κύμα ενός διαχρονικού πάνελ. Δύνανται να περιλαμβάνονται όλα τα μέλη ενός αρχικού δείγματος νοικοκυριών ή ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα ατόμων στο πλαίσιο έρευνας για άτομα·

ι) ως "βασικοί τομείς-στόχοι" νοούνται τα θεματικά πεδία για τα οποία συλλέγονται δεδομένα σε ετήσια βάση·

ια) ως "δευτερεύοντες τομείς-στόχοι" νοούνται τα θεματικά πεδία για τα οποία συλλέγονται δεδομένα ανά τετραετία ή με μικρότερη συχνότητα·

ιβ) ως "ακαθάριστο εισόδημα" νοείται το συνολικό χρηματικό και άλλο εισόδημα που εισπράττει το νοικοκυριό κατά τη διάρκεια μιας καθορισμένης "περιόδου αναφοράς του εισοδήματος", πριν από την αφαίρεση του φόρου εισοδήματος, των τακτικών φόρων περιουσίας, των υποχρεωτικών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης των μισθωτών, των αυτοαπασχολουμένων και των ανέργων (αν συντρέχει η περίπτωση) και των εργοδοτικών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένων όμως των ποσών που λαμβάνονται στο πλαίσιο χρηματικών μεταβιβάσεων μεταξύ των νοικοκυριών·

ιγ) ως "διαθέσιμο εισόδημα" νοείται το ακαθάριστο εισόδημα μείον το φόρο εισοδήματος, τους τακτικούς φόρους περιουσίας, τις υποχρεωτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης των μισθωτών, των αυτοαπασχολούμενων και των ανέργων (αν συντρέχει η περίπτωση), τις εργοδοτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και τα ποσά που καταβάλλονται στο πλαίσιο χρηματικών μεταβιβάσεων μεταξύ των νοικοκυριών.

Άρθρο 3

Πεδίο εφαρμογής

Το EU-SILC καλύπτει συγχρονικά δεδομένα σχετικά με το εισόδημα, τη φτώχεια, τον κοινωνικό αποκλεισμό και άλλες συνθήκες διαβίωσης καθώς και διαχρονικά δεδομένα τα οποία περιορίζονται στο εισόδημα, στην εργασία και σε έναν περιορισμένο αριθμό μη χρηματικών δεικτών του κοινωνικού αποκλεισμού.

Άρθρο 4

Περίοδος αναφοράς

1. Τα συγχρονικά και διαχρονικά δεδομένα παράγονται σε ετήσια βάση με έτος έναρξης το 2004. Στο μέτρο του δυνατού, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να ακολουθείται το ίδιο χρονοδιάγραμμα συλλογής κάθε έτος.

2. Κατ' εξαίρεση της παραγράφου 1, η Γερμανία, οι Κάτω Χώρες και το Ηνωμένο Βασίλειο επιτρέπεται να αρχίσουν την ετήσια συλλογή συγχρονικών και διαχρονικών δεδομένων το 2005, με την προϋπόθεση ότι τα ανωτέρω κράτη μέλη θα παράσχουν συγκρίσιμα στοιχεία για το έτος 2004 για τους συγχρονικούς κοινούς δείκτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχει θεσπίσει το Συμβούλιο πριν από την 1η Ιανουαρίου 2003 στα πλαίσια της ανοικτής μεθόδου συντονισμού και οι οποίοι μπορούν να προκύψουν με βάση το μηχανισμό EU-SILC.

3. Η περίοδος αναφοράς του εισοδήματος είναι δωδεκάμηνη. Μπορεί να πρόκειται για σταθερή δωδεκάμηνη περίοδο (όπως το προηγούμενο ημερολογιακό ή φορολογικό έτος) ή για "κινητή" δωδεκάμηνη περίοδο (όπως οι δώδεκα μήνες που προηγούνται της συνέντευξης) ή να βασίζεται σε συγκρίσιμο μέτρο.

4. Εάν χρησιμοποιείται σταθερή περίοδος αναφοράς του εισοδήματος, η εργασία πεδίου της έρευνας διενεργείται σε μια περιορισμένη χρονική περίοδο όσο το δυνατόν πλησιέστερα στην περίοδο αναφοράς του εισοδήματος ή στην περίοδο φορολογικής δήλωσης, ώστε να ελαχιστοποιείται η χρονική υστέρηση μεταξύ των μεταβλητών του εισοδήματος και των μεταβλητών της τρέχουσας περιόδου.

Άρθρο 5

Χαρακτηριστικά των δεδομένων

1. Προκειμένου να επιτραπεί η πολυδιάστατη ανάλυση σε επίπεδο νοικοκυριών και ατόμων, και ιδίως η διερεύνηση νέων μειζόνων κοινωνικών προβλημάτων που απαιτούν ειδική μελέτη, όλα τα συγχρονικά δεδομένα πρέπει να μπορούν να συσχετίζονται σε επίπεδο νοικοκυριών και ατόμων.

Ομοίως, όλα τα διαχρονικά δεδομένα πρέπει να μπορούν να συσχετίζονται σε επίπεδο νοικοκυριών και ατόμων.

Τα διαχρονικά και τα συγχρονικά μικροδεδομένα δεν είναι αναγκαίο να μπορούν να συσχετίζονται μεταξύ τους.

Η διαχρονική συνιστώσα καλύπτει τουλάχιστον τέσσερα έτη.

2. Προκειμένου να μειώνονται οι υποχρεώσεις παροχής απαντήσεων, να διευκολύνονται οι διαδικασίες υπολογισμού του τεκμαρτού εισοδήματος και να ελέγχεται η ποιότητα των δεδομένων, οι εθνικές αρχές έχουν πρόσβαση σε συναφείς διοικητικές πηγές δεδομένων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 322/97.

Άρθρο 6

Απαιτούμενα δεδομένα

1. Οι βασικοί τομείς-στόχοι και οι αντίστοιχες περίοδοι αναφοράς που πρέπει να καλύπτονται από τη συγχρονική και τη διαχρονική συνιστώσα παρατίθενται στο παράρτημα I.

2. Οι δευτερεύοντες τομείς-στόχοι συμπεριλαμβάνονται κάθε έτος, με έτος έναρξης το 2005, στη συγχρονική μόνο συνιστώσα. Οι εν λόγω τομείς καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 14 παράγραφος 2. Κάθε έτος καλύπτεται ένας δευτερεύων τομέας.

Άρθρο 7

Μονάδα συλλογής

1. Ο πληθυσμός αναφοράς του EU-SILC είναι όλα τα ιδιωτικά νοικοκυριά και τα μέλη τους που διαμένουν στην επικράτεια του κράτους μέλους τη χρονική στιγμή της συλλογής των δεδομένων.

2. Οι κύριες συλλεγόμενες πληροφορίες αφορούν:

α) ιδιωτικά νοικοκυριά, συμπεριλαμβανομένων δεδομένων για το μέγεθος και τη σύνθεσή τους καθώς και δεδομένων που αφορούν στα βασικά χαρακτηριστικά των εκάστοτε μελών τους και

β) άτομα ηλικίας δεκαέξι ετών και άνω.

3. Η μονάδα έρευνας και ο τρόπος συλλογής των πληροφοριών για τα νοικοκυριά και τα άτομα περιγράφονται στο παράρτημα I.

Άρθρο 8

Κανόνες δειγματοληψίας και ανίχνευσης

1. Τα συγχρονικά και διαχρονικά δεδομένα βασίζονται σε τυχαία δείγματα αντιπροσωπευτικά σε εθνικό επίπεδο.

2. Κατ' εξαίρεση της παραγράφου 1, η Γερμανία παρέχει συγχρονικά δεδομένα βασιζόμενα σε τυχαίο αντιπροσωπευτικό σε εθνικό επίπεδο δείγμα για πρώτη φορά για το έτος 2008. Για το έτος 2005, η Γερμανία παρέχει δεδομένα από τα οποία το 25 % βασίζεται σε τυχαίο δείγμα και το 75 % βασίζεται σε ποσοστώσεις δειγμάτων οι οποίες προοδευτικά αντικαθίστανται από τυχαία δείγματα, ούτως ώστε το έτος 2008 να έχει επιτευχθεί πλήρως τυχαία δειγματοληψία.

Όσον αφορά τη διαχρονική συνιστώσα, η Γερμανία παρέχει για το έτος 2006 ένα τρίτο των διαχρονικών δεδομένων (δεδομένα για τα έτη 2005 και 2006) τα οποία βασίζονται σε τυχαία δειγματοληψία και δύο τρίτα σε ποσοστώσεις δείγματος. Για το 2007, το ήμισυ των διαχρονικών δεδομένων των ετών 2005, 2006 και 2007 βασίζεται σε τυχαία δειγματοληψία και το άλλο ήμισυ σε ποσοστώσεις δείγματος. Μετά το 2007 όλα τα διαχρονικά δεδομένα βασίζονται σε τυχαία δειγματοληψία.

3. Στη διαχρονική συνιστώσα, τα άτομα που περιλαμβάνονται στο αρχικό δείγμα, δηλαδή τα άτομα του δείγματος, ακολουθούνται καθ' όλη τη διάρκεια του πάνελ. Κάθε άτομο του δείγματος που μετακομίζει σε ιδιωτικό νοικοκυριό εντός των εθνικών συνόρων ακολουθείται στο νέο τόπο διαμονής του, σύμφωνα με κανόνες και διαδικασίες ανίχνευσης οι οποίοι πρόκειται να οριστούν με τη διαδικασία του άρθρου 14 παράγραφος 2.

Άρθρο 9

Μεγέθη δείγματος

1. Με βάση τις διάφορες στατιστικές και πρακτικές θεωρήσεις και τις απαιτήσεις ακρίβειας για τις πλέον κρίσιμες μεταβλητές, τα ελάχιστα αποτελεσματικά μεγέθη δείγματος πρέπει να είναι σύμφωνα με εκείνα που καθορίζονται στον πίνακα του παραρτήματος II.

2. Ως μέγεθος δείγματος για τη διαχρονική συνιστώσα λαμβάνεται, για οποιαδήποτε δύο συνεχόμενα έτη, ο αριθμός των νοικοκυριών που υποβλήθηκαν επιτυχώς σε συνέντευξη κατά το πρώτο έτος και των οποίων όλα τα μέλη ή τουλάχιστον η πλειοψηφία των μελών τους ηλικίας 16 ετών και άνω υποβάλλονται επιτυχώς σε συνέντευξη και κατά τα δύο αυτά συνεχόμενα έτη.

3. Τα κράτη μέλη τα οποία χρησιμοποιούν μητρώα για το εισόδημα και για άλλα δεδομένα μπορούν να χρησιμοποιήσουν δείγμα ατόμων αντί για δείγμα πλήρων νοικοκυριών κατά την έρευνα με συνέντευξη. Το ελάχιστο αποτελεσματικό μέγεθος δείγματος, όσον αφορά τον αριθμό των ατόμων ηλικίας 16 ετών και άνω που υποβάλλονται σε λεπτομερή συνέντευξη, αντιστοιχεί στο 75 % των αριθμητικών στοιχείων των στηλών 3 και 4 του πίνακα που παρατίθεται στο παράρτημα II, για τη συγχρονική και τη διαχρονική συνιστώσα αντίστοιχα.

Πρέπει να συλλέγονται επίσης στοιχεία εισοδήματος και άλλα δεδομένα για το νοικοκυριό κάθε μέλους δείγματος, και για όλα τα μέλη του.

Άρθρο 10

Διαβίβαση δεδομένων

1. Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή (Eurostat), με τη μορφή αρχείων μικροδεδομένων, σταθμισμένα συγχρονικά και διαχρονικά δεδομένα, πλήρως ελεγμένα, καταγεγραμμένα και υπολογισμένα όσον αφορά το εισόδημα.

Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν τα δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή, σύμφωνα με ένα κατάλληλο τεχνικό μορφότυπο το οποίο καθορίζεται με τη διαδικασία του άρθρου 14 παράγραφος 2.

2. Όσον αφορά τη συγχρονική συνιστώσα, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή (Eurostat) τα αρχεία μικροδεδομένων του έτους έρευνας N, κατά προτίμηση εντός ένδεκα μηνών από τη λήξη της συλλογής δεδομένων. Η τελευταία προθεσμία για τη διαβίβαση των μικροδεδομένων στη Eurostat είναι η 30ή Νοεμβρίου του έτους (N+1) για τα κράτη μέλη στα οποία τα δεδομένα συλλέγονται στο τέλος του έτους N ή μέσω συνεχούς έρευνας ή από μητρώα, και η 1η Οκτωβρίου του έτους (N+1) για τα άλλα κράτη μέλη.

Μαζί με τα αρχεία μικροδεδομένων, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν δείκτες κοινωνικής συνοχής βασισμένους στο συγχρονικό δείγμα του έτους N, οι οποίοι θα συμπεριλαμβάνονται στην ετήσια εαρινή έκθεση του έτους (N+2) προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

Οι ημερομηνίες για τη διαβίβαση των δεδομένων ισχύουν επίσης για τη διαβίβαση συγκρίσιμων δεδομένων σχετικά με συγχρονικούς κοινούς δείκτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για εκείνα τα κράτη μέλη τα οποία αρχίζουν την ετήσια συλλογή δεδομένων μετά το έτος 2004, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2.

3. Όσον αφορά τη διαχρονική συνιστώσα, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή (Eurostat) τα αρχεία μικροδεδομένων έως το έτος N, κατά προτίμηση εντός δεκαπέντε μηνών από το τέλος της εργασίας πεδίου. Η υποχρεωτική προθεσμία για τη διαβίβαση των μικροδεδομένων στη Eurostat είναι το τέλος Μαρτίου (N+2), με κάθε έτος να έχει αφετηρία το δεύτερο έτος του EU-SILC.

Η πρώτη διαβίβαση δεδομένων που θα αφορά διαχρονικά συσχετιζόμενα στοιχεία:

- για τα έτη έρευνας 2004 και 2005, στην περίπτωση των κρατών μελών που αρχίζουν την ετήσια συλλογή δεδομένων το 2004, πραγματοποιείται έως το τέλος Μαρτίου του έτους 2007, και

- για τα έτη έρευνας 2005 και 2006, στην περίπτωση των κρατών μελών που αρχίζουν την ετήσια συλλογή δεδομένων το 2005, πραγματοποιείται έως το τέλος Μαρτίου του έτους 2008.

Η επόμενη διαβίβαση καλύπτει τα τρία πρώτα έτη έρευνας 2004-2006 (2005-2007) και πραγματοποιείται έως το τέλος Μαρτίου των ετών 2008 και 2009, αντίστοιχα.

Εν συνεχεία, παρέχονται κάθε έτος διαχρονικά δεδομένα τα οποία καλύπτουν τα προηγούμενα τέσσερα έτη έρευνας (αναθεωρημένα σε σχέση με τις προηγούμενες εκδόσεις, όπου αυτό απαιτείται).

Άρθρο 11

Δημοσίευση

Όσον αφορά τη συγχρονική συνιστώσα, η Επιτροπή (Eurostat) δημοσιεύει μια ετήσια συγχρονική έκθεση σε κοινοτικό επίπεδο έως το τέλος Ιουνίου του έτους N+2, η οποία βασίζεται στα δεδομένα που έχουν συλλεγεί κατά τη διάρκεια του έτους N.

Για τα κράτη μέλη που αρχίζουν την ετήσια συλλογή δεδομένων μετά το 2004, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2, η συγχρονική έκθεση για το 2004 περιλαμβάνει τους κοινούς συγχρονικούς δείκτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Από το έτος 2006, η συγχρονική έκθεση περιλαμβάνει τα διαθέσιμα αποτελέσματα των μεθοδολογικών μελετών που αναφέρονται στο άρθρο 16.

Άρθρο 12

Πρόσβαση σε εμπιστευτικά δεδομένα EU-SILC για επιστημονικούς σκοπούς

1. Η κοινοτική αρχή (Eurostat) μπορεί να επιτρέψει την πρόσβαση, εντός του χώρου εγκατάστασής της σε εμπιστευτικά δεδομένα, ή να γνωστοποιήσει σειρές ανώνυμων μικροδεδομένων προερχόμενων από τις στατιστικές πηγές EU-SILC, για επιστημονικούς σκοπούς, και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 831/2002.

2. Για τη συγχρονική συνιστώσα, τα αρχεία μικροδεδομένων σε κοινοτικό επίπεδο που αφορούν τα συλλεγόμενα κατά το έτος N δεδομένα πρέπει να έχουν καταστεί διαθέσιμα για επιστημονικούς σκοπούς από το τέλος Φεβρουαρίου του έτους N+2.

3. Για τη διαχρονική συνιστώσα, τα αρχεία μικροδεδομένων σε κοινοτικό επίπεδο που αφορούν τα συλλεγόμενα κατά το έτος N δεδομένα πρέπει να έχουν καταστεί διαθέσιμα για επιστημονικούς σκοπούς από το τέλος Ιουλίου του έτους N+2.

Η πρώτη έκδοση των αρχείων διαχρονικών μικροδεδομένων για τα κράτη μέλη που αρχίζουν συλλογή δεδομένων το έτος 2004 καλύπτει τα έτη 2004 και 2005 και πραγματοποιείται στο τέλος Ιουλίου του έτους 2007.

Η δεύτερη έκδοση, του Ιουλίου του 2008, καλύπτει τα έτη 2004-2006 για τα κράτη μέλη που αρχίζουν τη συλλογή δεδομένων το έτος 2004, και τα έτη 2005 και 2006 για τα κράτη μέλη που αρχίζουν τη συλλογή δεδομένων το έτος 2005.

Η τρίτη έκδοση, του Ιουλίου του 2009, καλύπτει τα έτη 2004-2007, για τα κράτη μέλη που αρχίζουν τη συλλογή δεδομένων το 2004 και τα έτη 2005-2007 για τα κράτη μέλη που αρχίζουν τη συλλογή δεδομένων το έτος 2005.

Εν συνεχεία, κάθε έκδοση του Ιουλίου καλύπτει διαχρονικά δεδομένα σε κοινοτικό επίπεδο για τα τέσσερα πιο πρόσφατα έτη για τα οποία διατίθενται δεδομένα.

4. Οι εκθέσεις που εκπονεί η επιστημονική επιτροπή με βάση αρχεία συγχρονικών δεδομένων τα οποία έχουν συλλεγεί το έτος Ν δεν ανακοινώνονται πριν από τον Ιούλιο του έτους Ν+2.

Οι εκθέσεις που εκπονεί η επιστημονική επιτροπή με βάση αρχεία διαχρονικών δεδομένων τα οποία αφορούν το έτος της έρευνας Ν δεν ανακοινώνονται πριν από τον Ιούλιο του έτους Ν+3.

Άρθρο 13

Χρηματοδότηση

1. Κατά τα πρώτα τέσσερα έτη συλλογής δεδομένων σε κάθε κράτος μέλος, αυτό το κράτος μέλος λαμβάνει οικονομική ενίσχυση από την Κοινότητα με σκοπό την κάλυψη του κόστους των σχετικών εργασιών.

2. Το ποσό των πιστώσεων που διατίθενται ετησίως για την οικονομική ενίσχυση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 καθορίζεται στο πλαίσιο της ετήσιας διαδικασίας του προϋπολογισμού.

3. Οι ετήσιες διαθέσιμες πιστώσεις χορηγούνται από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή.

Άρθρο 14

Επιτροπή

1. Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή στατιστικού προγράμματος η οποία συστάθηκε με την απόφαση 89/382/ΕΟΚ, Ευρατόμ.

2. Όπου γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται στα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η περίοδος που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ανέρχεται σε τρεις μήνες.

3. Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

Άρθρο 15

Μέτρα εφαρμογής

1. Τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, περιλαμβανομένων των μέτρων που πρέπει να ληφθούν προκειμένου να συνεκτιμηθούν οι οικονομικές και τεχνικές εξελίξεις, λαμβάνονται τουλάχιστον δώδεκα μήνες πριν από την έναρξη του έτους της έρευνας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 14 παράγραφος 2.

2. Τα εν λόγω μέτρα αφορούν:

α) στην κατάρτιση του καταλόγου των βασικών μεταβλητών-στόχων που θα περιληφθούν σε κάθε τομέα της συγχρονικής συνιστώσας και του καταλόγου των μεταβλητών-στόχων που θα περιληφθούν στη διαχρονική συνιστώσα, περιλαμβανομένων του καθορισμού των κωδικών των μεταβλητών και του τεχνικού μορφότυπου διαβίβασης στη Eurostat·

β) στο αναλυτικό περιεχόμενο τόσο της ενδιάμεσης όσο και της τελικής έκθεσης ποιότητας·

γ) στους ορισμούς και την ενημέρωση των ορισμών, ιδίως στη βελτίωση της λειτουργικότητας των ορισμών του εισοδήματος που δίδονται στα στοιχεία ιβ) και ιγ) του άρθρου 2 (περιλαμβανομένου του χρονοδιαγράμματος για τη συμπερίληψη των διαφόρων συνιστωσών)·

δ) σε θέματα δειγματοληψίας, περιλαμβανομένων των κανόνων ανίχνευσης·

ε) σε θέματα εργασίας πεδίου και διαδικασιών υπολογισμού·

στ) στον κατάλογο των δευτερευόντων τομέων-στόχων και δευτερευουσών μεταβλητών-στόχων.

3. Κατ' εξαίρεση, τα μέτρα τα αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, όσον αφορά τη συλλογή δεδομένων που πραγματοποιείται κατά το έτος 2004, περιλαμβανομένων των μέτρων που πρέπει να ληφθούν για να συνεκτιμηθούν οι οικονομικές και τεχνικές εξελίξεις, αφορούν μόνο τα στοιχεία α) έως ε) της παραγράφου 2, και λαμβάνονται τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την έναρξη του έτους της έρευνας.

4. Σε κάθε κράτος μέλος, η συνολική διάρκεια της συνέντευξης (τόσο του νοικοκυριού όσο και του ατόμου) που αφορά τις βασικές και τις δευτερεύουσες μεταβλητές-στόχους της συγχρονικής συνιστώσας δεν υπερβαίνει τη μία ώρα, κατά μέσο όρο.

Άρθρο 16

Εκθέσεις και μελέτες

1. Τα κράτη μέλη εκπονούν, έως το τέλος του έτους N+1, μια ενδιάμεση έκθεση ποιότητας η οποία θα αναφέρεται στους κοινούς συγχρονικούς δείκτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με βάση τη συγχρονική συνιστώσα του έτους Ν.

Τα κράτη μέλη εκπονούν, έως το τέλος του έτους Ν+2, τελικές εκθέσεις ποιότητας που καλύπτουν και τη συγχρονική και τη διαχρονική συνιστώσα όσον αφορά το έτος έρευνας Ν, με την προσοχή στραμμένη στην εσωτερική ακρίβεια. Κατ' εξαίρεση, η έκθεση του 2004 (για κράτη μέλη που αρχίζουν τη συλλογή στοιχείων το 2004) και η έκθεση του 2005 (για κράτη μέλη που αρχίζουν τη συλλογή στοιχείων το 2005) καλύπτουν μόνο τη συγχρονική συνιστώσα.

Επιτρέπονται μικρές αποκλίσεις από τους κοινούς ορισμούς, όπως π.χ. εκείνους που αφορούν το ιδιωτικό νοικοκυριό και την περίοδο αναφοράς για το εισόδημα, υπό τον όρο ότι επηρεάζουν οριακά μόνον τη συγκρισιμότητα. Η επίπτωσή τους επί της συγκρισιμότητας αναφέρεται στις εκθέσεις ποιότητας.

2. Η Επιτροπή (Eurostat) εκπονεί, έως το τέλος Ιουνίου Ν+2, συγκριτική ενδιάμεση έκθεση ποιότητας σχετικά με τους κοινούς συγχρονικούς δείκτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης του έτους Ν.

Η Επιτροπή (Eurostat) εκπονεί, έως τις 30 Ιουνίου Ν+3, συγκριτική τελική έκθεση ποιότητας που καλύπτει και τη συγχρονική και τη διαχρονική συνιστώσα όσον αφορά το έτος έρευνας Ν. Κατ' εξαίρεση, η έκθεση του 2004 (για τα κράτη μέλη που αρχίζουν συλλογή στοιχείων το 2004) και η έκθεση του 2005 (για τα κράτη μέλη που αρχίζουν συλλογή στοιχείων το 2005) καλύπτουν μόνο τη συγχρονική συνιστώσα.

3. Το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2007, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με το έργο που έχει επιτελεστεί στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού.

4. Η Επιτροπή (Eurostat) οργανώνει από το έτος 2004 και εξής μεθοδολογικές μελέτες για να εκτιμηθεί ο αντίκτυπος των χρησιμοποιούμενων εθνικών πηγών δεδομένων στη συγκρισιμότητα και να προσδιορισθούν οι ορθότερες πρακτικές που πρέπει να ακολουθούνται. Τα πορίσματα των μελετών αυτών περιλαμβάνονται στην έκθεση που προβλέπεται στην παράγραφο 3.

Άρθρο 17

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Λουξεμβούργο, 16 Ιουνίου 2003.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

P. Cox

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Γ. Παπανδρέου

(1) ΕΕ C 103 Ε της 30.4.2002, σ. 198 και τροποποιημένη πρόταση της 15ης Νοεμβρίου 2002 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2) ΕΕ C 149 της 21.6.2002, σ. 24.

(3) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Μαΐου 2002 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα), κοινή θέση του Συμβουλίου της 6ης Μαρτίου 2003 (EE C 107 Ε της 6.5.2003, σ. 26) και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Μαΐου 2003 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(4) ΕΕ L 10 της 12.1.2002, σ. 1.

(5) ΕΕ L 133 της 18.5.2002, σ. 7.

(6) ΕΕ L 52 της 22.2.1997, σ. 1.

(7) ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(8) ΕΕ L 181 της 28.6.1989, σ. 47.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΒΑΣΙΚΟΙ ΤΟΜΕΙΣ ΠΟΥ ΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΙΚΗ ΣΥΝΙΣΤΩΣΑ ΚΑΙ ΤΟΜΕΙΣ ΠΟΥ ΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΣΥΝΙΣΤΩΣΑ

1. Πληροφορίες για το νοικοκυριό

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

2. Προσωπικές πληροφορίες

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Ελάχιστα αποτελεσματικά μεγέθη δείγματος

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Σημείωση:

Σημείο αναφοράς είναι το αποτελεσματικό μέγεθος δείγματος, δηλαδή το μέγεθος που θα απαιτούνταν εάν η έρευνα βασιζόταν σε απλή τυχαία δειγματοληψία (επίδραση σχεδιασμού σε σχέση με τη μεταβλητή "ποσοστό κινδύνου φτώχειας" = 1,0). Τα πραγματικά μεγέθη δείγματος θα πρέπει να είναι μεγαλύτερα ώστε η επίδραση του σχεδιασμού να υπερβαίνει το 1,0 και να αντισταθμίζονται οι μη απαντήσεις όλων των ειδών. Επιπλέον, το μέγεθος δείγματος αναφέρεται στον αριθμό των έγκυρων νοικοκυριών, δηλαδή των νοικοκυριών για τα οποία, και για όλα τα μέλη των οποίων, έχουν ληφθεί όλες ή σχεδόν όλες οι απαιτούμενες πληροφορίες.

Top