Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31999D0449

1999/449/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής της 9ης Ιουλίου 1999 για μέτρα προστασίας όσον αφορά τη μόλυνση από διοξίνες ορισμένων προϊόντων ζωικής προέλευσης που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο ή τα ζώα [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(1999) 2110] (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΕΕ L 175 της 10.7.1999, p. 70–82 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 27/09/1999; καταργήθηκε από 31999D0640 Η ημερομηνία λήξης ισχύος βασίζεται στην ημερομηνία δημοσίευσης της πράξης κατάργησης που αρχίζει να ισχύει την ημερομηνία της κοινοποίησής της. Η πράξη κατάργησης κοινοποιήθηκε, αλλά η ημερομηνία κοινοποίησης δεν είναι διαθέσιμη στο EUR-Lex - αντί αυτής χρησιμοποιείται η ημερομηνία δημοσίευσης.

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/1999/449/oj

31999D0449

1999/449/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής της 9ης Ιουλίου 1999 για μέτρα προστασίας όσον αφορά τη μόλυνση από διοξίνες ορισμένων προϊόντων ζωικής προέλευσης που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο ή τα ζώα [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(1999) 2110] (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 175 της 10/07/1999 σ. 0070 - 0082


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 9ης Ιουλίου 1999

για μέτρα προστασίας όσον αφορά τη μόλυνση από διοξίνες ορισμένων προϊόντων ζωικής προέλευσης που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο ή τα ζώα

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(1999) 2110]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(1999/449/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την οδηγία 89/662/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 1989, σχετικά με τους κτηνιατρικούς ελέγχους που εφαρμόζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο με προοπτική την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς(1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 92/118/ΕΟΚ(2), και ιδίως το άρθρο 9 παράγραφος 4,

την οδηγία 90/425/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, σχετικά με τους κτηνιατρικούς και ζωοτεχνικούς ελέγχους που εφαρμόζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο ορισμένων ζώντων ζώων και προϊόντων με προοπτική την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς(3), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 92/118/ΕΟΚ, και ιδίως το άρθρο 10 παράγραφος 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Η απόφαση 1999/363/ΕΚ της Επιτροπής, της 3ης Ιουνίου 1999, για μέτρα προστασίας όσον αφορά τη μόλυνση από διοξίνες ορισμένων ζωικών προϊόντων που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο ή τα ζώα(4), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την απόφαση 1999/419/ΕΚ(5), και η απόφαση 1999/389/ΕΚ της Επιτροπής, της 11ης Ιουνίου 1999, για μέτρα προστασίας όσον αφορά τη μόλυνση από διοξίνες προϊόντων που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο ή τα ζώα και προέρχονται από βοοειδή και χοίρους, και για την κατάργηση της απόφασης 1999/368/ΕΚ(6), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την απόφαση 1999/419/ΕΚ, έχουν υποστεί ουσιώδεις τροποποιήσεις. Θα πρέπει να επαναδιατυπωθούν σε ενιαία απόφαση, για σκοπούς σαφήνειας και εξορθολογισμού, επειδή πρόκειται να επέλθουν και άλλες τροποποιήσεις.

(2) Στις 27 Μαΐου 1999, οι βελγικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή σχετικά με την περίπτωση μιας σοβαρής μόλυνσης σύνθετων ζωοτροφών με διοξίνες. Οι ζωοτροφές αυτές έχουν διανεμηθεί σε ένα σημαντικό αριθμό (περίπου 25 %) ορνιθοτροφείων στο Βέλγιο από τις 15 Ιανουαρίου 1999 και μετά.

(3) Οι βελγικές αρχές έθεσαν, από τις 26 Μαΐου 1999, περιορισμούς σε όλες τις ορνιθοτροφικές εκμεταλλεύσεις που είχαν παραλάβει τις ανωτέρω ζωοτροφές. Οι βελγικές αρχές απαγόρευσαν τη σφαγή πουλερικών από την 1η Ιουνίου 1999· πιθανώς να κυκλοφορούν ακόμη στην αγορά προϊόντα που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο ή τα ζώα και τα οποία προέρχονται από ζώα που εκτράφηκαν στις εκμεταλλεύσεις αυτές πριν από την ανωτέρω ημερομηνία.

(4) Στις 2 Ιουνίου 1999, οι βελγικές αρχές πληροφόρησαν την Επιτροπή ότι έθεσαν περιορισμούς σε περίπου 500 χοιροτροφικές μονάδες που πιθανώς να παρέλαβαν μολυσμένες ζωοτροφές. Στις 3 Ιουνίου 1999 πληροφόρησαν επίσης την Επιτροπή ότι είχαν διανεμηθεί μολυσμένες ζωοτροφές και σε ορισμένες μονάδες εκτροφής βοοειδών. Οι βελγικές αρχές έλαβαν, για τους χοίρους και τα βοοειδή και τα προερχόμενα από αυτά προϊόντα, μέτρα παρόμοια προς εκείνα που εφαρμόστηκαν στην περίπτωση των πουλερικών, και ειδικότερα απαγόρευσαν τη σφαγή βοοειδών και χοίρων από τις 3 Ιουνίου 1999.

(5) Κατά τα φαινόμενα οι ανωτέρω ζωοτροφές, ζώντα ζώα που τις έλαβαν και προϊόντα προερχόμενα από τα ζώα αυτά έχουν διατεθεί στο εμπόριο σε άλλα κράτη μέλη και τρίτες χώρες. Οι μολυσμένες αυτές ζωοτροφές πιθανώς να έχουν δοθεί και σε άλλα είδη ζώων. Συνεχίζονται οι έρευνες καταλογισμού των ευθυνών για τη μόλυνση αυτή. Ο έλεγχος από κοινοτικούς επιθεωρητές που διενεργήθηκε στο Βέλγιο από τις 8 έως τις 11 Ιουνίου 1999 κατέληξε ότι, με βάση τα διαθέσιμα αποτελέσματα των αναλύσεων, συνέβη μαζική μόλυνση σε περιορισμένο χρονικό διάστημα και όχι επανειλημμένως.

(6) Με βάση τα ανωτέρω, είναι ανάγκη να ληφθούν μέτρα για την προστασία της υγείας των καταναλωτών. Τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει να εφαρμοστούν στις οικόσιτες όρνιθες, στους χοίρους και στα βοοειδή που εκτράφηκαν στο Βέλγιο από τις 15 Ιανουαρίου 1999 και μετά, και στα παράγωγα αυτών προϊόντα. Τα εν λόγω μέτρα δεν θα πρέπει να εφαρμοστούν σε προϊόντα που προέρχονται από ζώα τα οποία δεν εκτράφηκαν σε μονάδες στις οποίες οι βελγικές αρχές έθεσαν περιορισμούς ή σε όσες αποδείχθηκε, βάσει των αποτελεσμάτων των αναλύσεων, ότι δεν έχουν μολυνθεί με διοξίνες. Θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για καταστροφή των ανωτέρω προϊόντων κατα τρόπο διασφαλίζοντα τη μη δυνατότητα εισόδου τους στην τροφική αλυσίδα του ανθρώπου ή των ζώων. Δεν είναι ακόμη σκόπιμο να οριστεί ημερομηνία λήξεως για την εφαρμογή των μέτρων. Τα μέτρα θα πρέπει επίσης να εφαρμοστούν στις εξαγωγές προς τρίτες χώρες, ώστε να αποφευχθεί η στροφή των εμπορικών εταίρων σε άλλες πηγές. Θα πρέπει οι πάσης φύσεως πληροφορίες να διαβιβάζονται στην Επιτροπή, στά κράτη μέλη και στις τρίτες χώρες, εάν είναι σκόπιμο μέσω του συστήματος ταχείας προειδοποίησης που συγκροτήθηκε με την οδηγία 92/59/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1992, για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων(7). Για τους σκοπούς των ενδοκοινοτικών εμπορικών συναλλαγών και των εξαγωγών προς τρίτες χώρες θα πρέπει να θεσπισθεί σύστημα πιστοποιητικών για τα φορτία καταγωγής Βελγίου. Είναι ανάγκη το Βέλγιο και τα κράτη μέλη που παρέλαβαν προϊόντα προερχόμενα από ζώα τα οποία έχουν εκτραφεί σε μονάδες που τέθηκαν υπό περιορισμούς να καταρτίσουν σχέδιο παρακολούθησης για την αξιολόγηση της ύπαρξης μόλυνσης από διοξίνες/ΡCΒ σε προϊόντα ζωικής προέλευσης. Θα πρέπει η Επιτροπή να διενεργήσει επιθεωρήσεις για να επαληθευθεί η εφαρμογή της παρούσας απόφασης.

(7) Κατά τα φαινόμενα, ανακύπτουν δυσκολίες για τον εντοπισμό της επακριβούς προελεύσεως ορισμένων βελγικών προϊόντων, ιδίως προϊόντων που προέρχονται από οικόσιτες όρνιθες και παράχθηκαν στο διάστημα μεταξύ 15ης Ιανουαρίου 1999 και 1ης Ιουνίου 1999, και προϊόντων που προέρχονται από βοοειδή και χοίρους και παράχθηκαν στο διάστημα μεταξύ 15ης Ιανουαρίου 1999 και 3ης Ιουνίου 1999. Οι βελγικές αρχές δεν έχουν αντιρρήσεις να αποδεχθούν την επιστροφή των ανωτέρω προϊόντων από τα κράτη μέλη, κατ' εφαρμογή του άρθρου 7 της οδηγίας 89/662/ΕΚ. Είναι ανάγκη να θεσπιστούν αυστηροί και συγκεκριμένοι κανόνες για τη διαδικασία που θα ακολουθείται όταν τα προϊόντα επιστρέφουν στο Βέλγιο, ώστε να κατοχυρωθεί η μη επανεισαγωγή τους στις τροφικές αλυσίδες του ανθρώπου και των ζώων, προτού υποβληθούν σε κατάλληλους ελέγχους και επαληθευθεί η ασφάλειά τους. Οι βελγικές αρχές πληροφόρησαν την Επιτροπή ότι υφίστανται δυσκολίες στη χρήση του δικτύου ΑΝΙΜΟ το οποίο συγκροτήθηκε με την οδηγία 91/398/ΕΚ του Συμβουλίου(8), οπότε είναι σκόπιμο η βελγική κεντρική αρμόδια αρχή να ενημερώνεται για την επιστροφή των προϊόντων απευθείας μέσω φαξ.

(8) Με το άρθρο 15 της οδηγίας 97/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1997, για καθορισμό των αρχών οργάνωσης των κτηνιατρικών ελέγχων των προϊόντων που εισάγονται στην Κοινότητα από τρίτες χώρες(9), θεσπίζονται ειδικοί κανόνες για την επανεισαγωγή παρτίδων προϊόνων κοινοτικής καταγωγής που δεν επετράπη η εισαγωγή τους σε τρίτη χώρα. Είναι ανάγκη να κατοχυρωθεί, για τα προϊόντα που επιστρέφονται από τρίτες χώρες στο Βέλγιο, η μη επανεισαγωγή τους στις τροφικές αλυσίδες του ανθρώπου και των ζώων, προτού υποβληθούν στους ενδεδειγμένους ελέγχους και επαληθευθεί η ασφάλειά τους.

(9) Η οδηγία 1999/29/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Απριλίου 1999, σχετικά με τις ανεπιθύμητες ουσίες και προϊόντα στη διατροφή των ζώων(10), ορίζει ότι οι πρώτες ύλες ζωοτροφών μπορούν να τεθούν σε κυκλοφορία στην Κοινότητα μόνον εφόσον είναι αβλαβείς, ανόθευτες και ποιοτικώς εμπορεύσιμες.

(10) Το σύνολο των διαθέσιμων σήμερα τοξικολογικών και επιδημιολογικών στοιχείων έχει οδηγήσει το διεθνές κέντρο έρευνας για τον καρκίνο (IARC) της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (ΠΟΥ) να θεωρεί την τετραχλωροδιβενζοδιοξίνη (TCDD) καρκινογόνο ουσία 1ης κατηγορίας (ανώτερη κατηγορία στην κατάταξη του IARC). Η ΠΟΥ συνιστά την τήρηση της ανεκτής ημερήσιας πρόσληψης (ΑΗΠ) για τις διοξίνες σε 1-4pg/Kg bw/ημέρα. Δεν έχουν καθοριστεί όρια για την μόλυνση από διοξίνες σε μεμονωμένα αγαθά και τρόφιμα. Υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για ιστορικά επίπεδα μόλυνσης. Ελλείψει διεθνών, κοινοτικών ή εθνικών ορίων για τις διοξίνες, θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν ως σημείο αναφοράς τα στοιχεία για ιστορικά επίπεδα μόλυνσης. Η ανάλυση διοξινών απαιτεί τεχνολογικώς εξελιγμένες μεθόδους διαθέσιμες σε περιορισμένο μόνο αριθμό εργαστηρίων στα κράτη μέλη.

(11) Στις 11 Ιουνίου 1999, η ομάδα εργασίας της Επιτροπής με αντικείμενο τα πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCB) ως δείκτες για τη μόλυνση από διοξίνες κατέληξε ότι μπορούν να χρησιμοποιούνται κατά τρόπο αξιόπιστο ως υποκατάστατα για τις διοξίνες τα επίπεδα επτά έμμονων PCB σε αυγά και προϊόντα κρέατος πουλερικών. Επιπλέον κατέληξε στη χρησιμοποίηση, για προϊόντα πουλερικών, επιπέδου δράσης 200 ng PCB (άθροισμα επτά συγγενών ουσιών)/g λίπους. Στις 16 Ιουνίου 1999, η επιστημονική επιτροπή τροφίμων διατύπωσε γνώμη σχετικά με τις διοξίνες σε γάλα παραγόμενο από βοοειδή στα οποία έχουν δοθεί μολυσμένες ζωοτροφές στο Βέλγιο. Στη γνώμη της η επιτροπή τόνισε την ανάγκη ανάλυσης δειγμάτων γάλακτος από όλα τα αγροκτήματα γαλακτοπαραγωγής που έχουν τεθεί υπό περιορισμούς από τη βελγική αρχή, μεμονωμένως, τουλάχιστον για τα PCB, με τη χρήση κατάλληλου ποσοτικού ορίου, ως δείκτη για ενδεχόμενη μόλυνση από διοξίνες, πάνω από τα ιστορικά επίπεδα. Για το σκοπό αυτό, η επιτροπή συνέστησε τη χρήση, για γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα, επιπέδου δράσης 100 ng PCB (άθροισμα επτά συγγενών ουσιών)/g λίπους. Το επίπεδο αυτό δράσης θα πρέπει να εφαρμόζεται για σκοπούς ανίχνευσης στο νωπό γάλα από τα μεμονωμένα επίμαχα αγροκτήματα, στο γάλα χύδην από τα γαλακτοκομεία και για οποιοδήποτε γαλακτοκομικό προϊόν έχει παραχθεί μετά την ημερομηνία γνωστής μόλυνσης ζωοτροφών. Εφόσον διαπιστωθούν επίπεδα άνω των 100 ng PCB/g λίπους, κινητοποιείται η ανάλυση για διοξίνες. Η επιστημονική επιτροπή και η ομάδα εργασίας της Επιτροπής τόνισαν ότι τα ανωτέρω επίπεδα δράσης προορίζονται μόνο για εφαρμογή στο πλαίσιο της παρούσας ιδιαίτερης κατάστασης που επικρατεί στο Βέλγιο, και θα πρέπει να θεωρηθούν ως επιδοκιμασία ενός μονίμου ορίου για τα PCB στα υπόψη προϊόντα.

(12) Ανταποκρινόμενες στην ανωτέρω γνώμη της επιστημονικής επιτροπής της 16ης Ιουνίου 1999, οι βελγικές αρχές διενήργησαν μεμονωμένες αναλύσεις νωπού γάλακτος και από τις 234 μεμονωμένες κτηνοτροφικές μονάδες που είχαν θέση υπό περιορισμούς, γάλακτος χύδην από γαλακτοκομεία και γαλακτοκομικών προϊόντων που παράχθηκαν μετά την ημερομηνία γνωστής μόλυνσης των ζωοτροφών. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι με εξαίρεση 9 μονάδες τα σημερινά και παρελθόντα προϊόντα από 225 κτηνοτροφικές μονάδες δεν επηρεάζουν την υγεία των καταναλωτών. Με βάση τα ανωτέρω αποτελέσματα, είναι σκόπιμο να αφαιρεθεί το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα από το πεδίο εφαρμογής της απόφασης 1999/389/ΕΚ. Ωστόσο, σύμφωνα με τη σύσταση της επιστημονικής επιτροπής τροφίμων, είναι ανάγκη να διατηρηθούν υπό περιορισμούς τα προϊόντα από αγροκτήματα γαλακτοπαραγωγής όπου σημειώνεται υπέρβαση του επιπέδου δράσης για το γάλα, έως ότου τα αποτελέσματα αναλύσεων αποδείξουν ότι το γάλα δεν έχει μολυνθεί από διοξίνες.

(13) Στις 28 και 29 Ιουνίου 1999, μια ομάδα εργασίας της Επιτροπής, με αντικείμενο τη μόλυνση των προσφερόμενων βελγικών τροφίμων από PCB/διοξίνες, εξέτασε την επάρκεια κατωφλίου ύψους 2 % για το λίπος, κάτω από το οποίο τα είδη διατροφής που υπάγονται στις διαταξεις των αποφάσεων 1999/363/ΕΚ και 1999/389/ΕΚ θα εξαιρούνταν από το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω αποφάσεων. Η ομάδα εργασίας συνεπέρανε ότι, με βάση την προαναφερθείσα γνώμη της επιστημονικής επιτροπής τροφίμων και συνεκτιμώντας τα διαθέσιμα μέχρι τώρα στοιχεία για τα PCB και τις διοξίνες στα βελγικά προϊόντα, είναι εύλογο να θεωρηθεί, στην περίπτωση προϊόντων αυγών που περιέχουν σε ποσοστό λιγότερο από 10 % λίπος αυγού, ότι είναι απίθανο με την παρουσία τους σε ποσότητες κάτω του 2 % να αυξάνουν την πρόσληψη PCB και διοξινών σημαντικώς πάνω από τα ιστορικά επίπεδα.

(14) Με το άρθρο 9 παράγραφος 4 της οδηγίας 89/662/ΕΟΚ και με το άρθρο 10 παράγραφος 4 της οδηγίας 90/425/ΕΟΚ εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να θεσπίσει μέτρα διασφάλισης για τα ζώα και τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1 και, αν το επιβάλλει η κατάσταση, για τα παράγωγα προϊόντα των εν λόγω ζώων. Ως εκ τούτου τα μέτρα αυτά μπορούν επίσης να καλύψουν παρεμπιπτόντως και άλλα προϊόντα που δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι της συνθήκης. Η κατάσταση όσον αφορά τη μόλυνση από διοξίνες δικαιολογεί τη λήψη τέτοιων μέτρων.

(15) Με το άρθρο 3 της απόφασης 1999/363/ΕΚ και το άρθρο 3 της απόφασης 1999/389/ΕΚ θεσπίστηκαν μέτρα για τα κράτη μέλη που παρέλαβαν προϊόντα καταγωγής Βελγίου, τα οποία καλύπτονται από τις εν λόγω αποφάσεις. Από τις συζητήσεις με τα κράτη μέλη απεκαλύφθη ότι υφίστανται προβλήματα εφαρμογής και ερμηνείας των ανωτέρω διατάξεων και ως εκ τούτου θα πρέπει αυτές να διευκρινισθούν.

(16) Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης κτηνιατρικής επιτροπής,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

1. Α. Το Βέλγιο απαγορεύει τη διάθεση στην αγορά, συμπεριλαμβανομένης της διανομής στον τελικό καταναλωτή, την εμπορία και την εξαγωγή σε τρίτες χώρες όλων των ακόλουθων προϊόντων που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο ή τα ζώα και τα οποία προέρχονται από οικόσιτες όρνιθες που έχουν εκτραφεί στο Βέλγιο στο διάστημα μεταξύ 15ης Ιανουαρίου 1999 και 1ης Ιουνίου 1999, ή από χοίρους και βοοειδή που έχουν εκτραφεί στο Βέλγιο στο διάστημα μεταξύ 15ης Ιανουαρίου 1999 και 3ης Ιουνίου 1999:

- νωπό κρέας πουλερικών, όπως ορίζεται στην οδηγία 71/118/ΕΟΚ του Συμβουλίου(11)·

- νωπό κρέας, όπως ορίζεται στην οδηγία 64/443/ΕΟΚ του Συμβουλίου(12)·

- μηχανικώς διαχωρισμένο κρέας·

- κιμάς και παρασκευάσματα κρέατος, όπως ορίζονται στην οδηγία 94/65/ΕΚ του Συμβουλίου(13)·

- προϊόντα με βάση το κρέας και άλλα προϊόντα ζωικής προέλευσης, όπως ορίζονται στην οδηγία 77/99/ΕΟΚ του Συμβουλίου(14)·

- προϊόντα που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο, τα οποία περιέχουν άλλα προϊόντα προερχόμενα από κρέας βοοειδών, χοίρων ή πουλερικών, όπως ορίζονται στην οδηγία 77/99/ΕΟΚ, τα οποία περιέχουν άνω του 2 % ζωικό λίπος, εξαιρουμένου του λίπους γάλακτος·

- αυγά·

- προϊόντα αυγών, όπως ορίζονται στην οδηγία 89/437/ΕΟΚ του Συμβουλίου(15), από τα οποία εξαιρείται το ασπράδι αυγού·

- προϊόντα που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο, τα οποία περιέχουν σε ποσοστό περισσότερο από 2 % αυγά ή σε ποσοστό περισσότερο από 2 % προϊόντα αυγών περιέχοντα άνω του 10 % λίπος αυγού·

- τετηγμένα λίπη, όπως αναφέρονται στην οδηγία 92/118/ΕΟΚ·

- μεταποιημένες ζωικές πρωτεΐνες, όπως αναφέρονται στην οδηγία 92/118/ΕΟΚ·

- πρώτες ύλες για την παραγωγή ζωοτροφών, όπως αναφέρονται στην οδηγία 92/118/ΕΟΚ·

- σύνθετες ζωοτροφές και προμείγματα.

Β. Το Βέλγιο διατηρεί υπό περιορισμούς το νωπό (ακατέργαστο) γάλα που συγκεντρώθηκε μετά τις 12 Ιουνίου 1999, και το γάλα που έχει υποστεί θερμική επεξεργασία και τα προερχόμενα απ' αυτά προϊόντα με βάση το γάλα, από εκμεταλλεύσεις οι οποίες κατά τις εκάστοτε εκτελούμενες δοκιμές δεν συμμορφώνονταν προς τα όρια που τάσσονται στο παράρτημα Α, έως ότου τα αποτελέσματα αναλύσεων αποδείξουν ότι το γάλα δεν έχει μολυνθεί από διοξίνες.

2. Η προβλεπόμενη στην παράγραφο 1.Α απαγόρευση δεν εφαρμόζεται εφόσον:

α) τα προϊόντα δεν προέρχονται από ζώα που έχουν εκτραφεί σε εκμεταλλεύσεις οι οποίες έχουν τεθεί υπό περιορισμούς από τις βελγικές αρχές

ή

β) τα αποτελέσματα των αναλύσεων δείχνουν ότι τα προϊόντα δεν έχουν μολυνθεί από διοξίνες ή ότι δεν σημειώνεται υπέρβαση των παρατιθέμενων στο παράρτημα Α επιπέδων για τα PCB (πολυχλωριωμένα διφαινύλια).

3. Το Βέλγιο απαγορεύει τη διάθεση στην αγορά, την εμπορία και την εξαγωγή προς τρίτες χώρες, ζώντων οικόσιτων ορνίθων που έχουν εκτραφεί στο διάστημα μεταξύ 15ης Ιανουαρίου 1999 και 1ης Ιουνίου 1999 ή αυγών εκκόλαψης προερχόμενων από τα ζώα αυτά στη διάρκεια της ανωτέρω περιόδου, και χοίρων και βοοειδών που εκτράφηκαν στο διάστημα μεταξύ 15ης Ιανουαρίου 1999 και 3ης Ιουνίου 1999, εκτός εάν δεν έχουν εκτραφεί και τα αυγά δεν έχουν παραχθεί σε εκμεταλλεύσεις που έχουν τεθεί υπό περιορισμούς από τις βελγικές αρχές.

4. Το Βέλγιο διασφαλίζει ότι όλα τα προϊόντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και δεν εκπληρούν τους όρους που καθορίζονται στην παράγραφο 2, καταστρέφονται με μέσα εγκεκριμένα από τις αρμόδιες αρχές κατά τρόπο διασφαλίζοντα τη μη δυνατότητα εισόδου τους στην τροφική αλυσίδα του ανθρώπου ή των ζώων.

5. Το Βέλγιο ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή και τα κράτη μέλη, εάν είναι σκόπιμο μέσω του συστήματος ταχείας προειδοποίησης βάσει της οδηγίας 92/59/ΕΟΚ, και τις τρίτες χώρες που έχουν παραλάβει ζώντα ζώα, αυγά εκκόλαψης που αναφέρονται στην παράγραφο 3 ή προϊόντα που καλύπτονται από την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.

6. Το Βέλγιο θα προβεί σε έρευνες σχετικά με:

α) πιθανά εναπομένοντα αποθέματα μολυσμένων ζωοτροφών

και

β) την πιθανή διανομή μολυσμένων ζωοτροφών με διοξίνες σε άλλα εκτρεφόμενα ζώα και σε άλλα κράτη μέλη και τρίτες χώρες.

Θα ενημερώσει αμελλητί την Επιτροπή και τα άλλη κράτη μέλη και τις εμπλεκόμενες τρίτες χώρες για τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών.

7. Το Βέλγιο παρακολουθεί το επίπεδο των διοξινών στα βελγικά προϊόντα ζωικής προέλευσης.

Για το σκοπό αυτό, το Βέλγιο θα υποβάλει αμελλητί στην Επιτροπή σχέδιο παρακολούθησης.

8. Το Βέλγιο ενημερώνει την Επιτροπή και τα κράτη μέλη για τα αποτελέσματα των ερευνών του με αντικείμενο την πηγή της μόλυνσης των ζωοτροφών από τις διοξίνες.

Άρθρο 2

1. Για τους σκοπούς των ενδοκοινοτικών εμπορικών συναλλαγών και των εξαγωγών προς τρίτες χώρες, πέραν του ενδεδειγμένου εμπορικού εγγράφου ή του επίσημου πιστοποιητικού, έκαστο φορτίο απαριθμούμενων στο άρθρο 1 παράγραφος 1.Α προϊόντων καταγωγής Βελγίου πρέπει να συνοδεύεται από επίσημο πιστοποιητικό το οποίο υπογράφεται από την αρμόδια βελγική αρχή, όπως εμφαίνεται στο παράρτημα Β.

2. Για τους σκοπούς των ενδοκοινοτικών εμπορικών συναλλαγών και των εξαγωγών προς τρίτες χώρες, το ενδεδειγμένο υγειονομικό πιστοποιητικό που συνοδεύει έκαστο φορτίο ζώντων οικόσιτων ορνίθων και αυγών εκκόλαψης που προέρχονται από αυτές, καταγωγής Βελγίου, πρέπει να συνοδεύεται από επίσημη δήλωση υπογραφόμενη από την αρμόδια βελγική αρχή, όπως εμφαίνεται στο παράρτημα Γ της παρούσας απόφασης.

3. Για τους σκοπούς των ενδοκοινοτικών εμπορικών συναλλαγών και των εξαγωγών προς τρίτες χώρες, το ενδεδειγμένο υγειονομικό πιστοποιητικό που συνοδεύει έκαστο φορτίο βοοειδών και χοίρων καταγωγής Βελγίου πρέπει να συνοδεύεται από επίσημη δήλωση υπογραφόμενη από την αρμόδια βελγική αρχή, όπως εμφαίνεται στο παράρτημα Δ της παρούσας απόφασης.

4. Το επίσημο πιστοποιητικό και οι επίσημες δηλώσεις που αναφέρονται στις ανωτέρω παραγράφους 1, 2 και 3 συντάσσονται την ημέρα φόρτωσης των προϊόντων, στη γλώσσα ή στις γλώσσες του κράτους μέλους αποστολής και στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους προορισμού, και συνίστανται σε ένα και μοναδικό φύλλο.

Άρθρο 3

Τα κράτη μέλη που είναι αποδέκτες ζωοτροφών για τις οποίες υπάρχει υποψία μόλυνσης από διοξίνες, ζώντων ζώων ή αυγών εκκόλαψης που έχουν εκτραφεί ή παραχθεί σε μονάδες που έχουν τεθεί υπό περιορισμούς από τις βελγικές αρχές ή/και προϊόντων καταγωγής Βελγίου που καλύπτονται από το άρθρο 1 παράγραφος 4, προβαίνουν αμέσως σε:

α) έρευνα για τη διανομή των ανωτέρω ζωοτροφών και για τα πιθανά εναπομένοντα αποθέματα·

β) εντοπισμό και θέση υπό περιορισμούς των ζώων αυτών, των αυγών εκκόλαψης και των προϊόντων που προέρχονται από αυτά·

γ) εντοπισμό των πάσης φύσεως προϊόντων που προέρχονται από ζώα στα οποία έχουν δοθεί οι ζωοτροφές αυτές και των απαριθμούμενων στο άρθρο 1 παράγραφος 1.Α προϊόντων που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο ή τα ζώα και περιέχουν τα ανωτέρω προϊόντα·

δ) εντοπισμό όλων των πάσης φύσεως προϊόντων καταγωγής Βελγίου για τα οποία ισχύει η παρούσα απόφαση και των απαριθμούμενων στο άρθρο 1 παράγραφος 1.Α προϊόντων που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο ή τα ζώα και περιέχουν τα προϊόντα αυτά καταγωγής Βελγίου·

ε) διασφάλιση ότι τα αναφερόμενα στα στοιχεία α) έως δ) προϊόντα θα καταστραφούν με μέσα εγκεκριμένα από τις αρμόδιες αρχές κατά τρόπο διασφαλίζοντα τη μη δυνατότητα εισόδου τους στην τροφική αλυσίδα του ανθρώπου ή των ζώων, εκτός εάν αποδειχθεί ότι δεν έχουν μολυνθεί από διοξίνες ή ότι δεν σημειώνεται υπέρβαση των παρατιθέμενων στο παράρτημα Α επιπέδων για τα PCB·

στ) άμεση ενημέρωση της Επιτροπής και των κρατών μελών, εάν είναι σκόπιμο μέσω του συστήματος ταχείας προειδοποίησης βάσει της οδηγίας 92/59/ΕΟΚ, και των εμπλεκόμενων τρίτων χωρών, για τα πορίσματα των ερευνών τους και για τις ενέργειες στις οποίες έχουν ενδεχομένως προβεί·

ζ) παρακολούθηση του επιπέδου των διοξινών σε προϊόντα ζωικής προέλευσης.

Για το σκοπό αυτό, τα οικεία κράτη μέλη υποβάλλουν αμελλητί σχέδιο παρακολούθησης στην Επιτροπή.

Άρθρο 4

Εφόσον το ζητήσει ένα κράτος μέλος ή μια τρίτη χώρα που παρέλαβε πριν από τις 12 Ιουνίου 1999 ζώντα ζώα, αυγά εκκόλαψης ή προϊόντα απαριθμούμενα στο άρθρο 1 παράγραφοι 1.Α και 3, το Βέλγιο στο μέτρο που διαθέτει τις σχετικές πληροφορίες χορηγεί δήλωση για το καθεστώς της κτηνοτροφικής μονάδας προέλευσης του προϊόντος σύμφωνα με το εμφαινόμενο στο παράρτημα Ε υπόδειγμα.

Άρθρο 5

1. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 3 στοιχείο ε), σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 89/662/ΕΟΚ τα κράτη μέλη δύνανται να επιστρέφουν στο Βέλγιο προϊόντα καταγωγής Βελγίου, στα οποία εφαρμόζεται το άρθρο 1 παράγραφος 1.Α, στις περιπτώσεις που κατ' εφαρμογή του άρθρου 4 δεν κατέστη δυνατός ο εντοπισμός επακριβώς των βελγικών εκμεταλλεύσεων προέλευσης των προϊόντων, και όταν δεν έχουν διενεργηθεί αναλύσεις των προϊόντων για ανίχνευση διοξινών ή PCB.

2. Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται μόνο εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) το Βέλγιο οφείλει να έχει επιτρέψει εγγράφως την επιστροφή του προϊόντος, εμφαίνοντας την επακριβή διεύθυνση της εγκατάστασης στην οποία πρέπει να επιστραφούν τα προϊόντα·

β) το προϊόν πρέπει να συνοδεύεται από επίσημο πιστοποιητικό, όπως εμφαίνεται στο παράρτημα ΣΤ της παρούσας απόφασης, και από αντίγραφο του εμπορικού εγγράφου ή του υγειονομικού πιστοποιητικού που συνόδευε το προϊόν από το Βέλγιο προς το οικείο κράτος μέλος·

γ) τα προϊόντα πρέπει να μεταφέρονται σε εμπορευματοκιβώτια ή οχήματα σφραγισμένα από την επίσημη αρμόδια αρχή του κράτους μέλους, κατά τρόπο ώστε οι σφραγίδες να θραύονται όταν ανοίγεται το εμπορευματοκιβώτιο ή το όχημα·

δ) τα προϊόντα πρέπει να μεταφέρονται απευθείας στην αναφερόμενη στο στοιχείο α) εγκατάσταση·

ε) τα κράτη μέλη που επιστρέφουν προϊόντα στο Βέλγιο οφείλουν να ενημερώσουν με φαξ την αρμόδια, υπεύθυνη για την επιχείρηση, αρχή στον τόπο προορισμού, για τον τόπο καταγωγής και τον τόπο προορισμού του επιστρεφόμενου προϊόντος, παρέχοντας τα στοιχεία που εμφαίνονται στο παράρτημα της απόφασης 91/637/ΕΚ της Επιτροπής(16). Στο φαξ πρέπει να περιέχεται η ένδειξη: "Προϊόν επιστρεφόμενο σύμφωνα με το άρθρο 4 της απόφασης 1999/449/ΕΚ"·

στ) το Βέλγιο οφείλει να αποστέλλει, με φαξ, επιβεβαίωση της άφιξης εκάστου φορτίου, στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους που επέστρεψε το προϊόν·

ζ) το Βέλγιο οφείλει να διασφαλίζει ότι το επιστρεφόμενο προϊόν τίθεται υπό περιορισμούς έως ότου καταστραφεί με μέσο εγκεκριμένο από την αρμόδια αρχή κατά τρόπο διασφαλίζοντα τη μη δυνατότητα εισόδου του στην τροφική αλυσίδα του ανθρώπου ή των ζώων, ή έως ότου τα αποτελέσματα αναλύσεων αποδείξουν ότι το προϊόν δεν έχει μολυνθεί με διοξίνες ή ότι δεν σημειώνεται υπέρβαση των παρατιθέμενων στο παράρτημα Α της απόφασης 1999/449/ΕΚ επιπέδων για τα PCB.

3. Το Βέλγιο οφείλει να τηρεί πλήρη αρχεία που να δείχνουν ότι συμμορφούται προς την παράγραφο 2.

Άρθρο 6

Το Βέλγιο διασφαλίζει ότι τα προϊόντα καταγωγής Βελγίου, τα οποία επανεισάγονται στο Βέλγιο από τρίτες χώρες σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 15 της οδηγίας 97/78/ΕΚ, τίθενται υπό περιορισμούς έως ότου καταστραφούν με μέσο εγκεκριμένο από την αρμόδια αρχή κατά τρόπο διασφαλίζοντα τη μη δυνατότητα εισόδου τους στην τροφική αλυσίδα του ανθρώπου ή των ζώων ή έως ότου τα αποτελέσματα αναλύσεων αποδείξουν ότι το προϊόν δεν έχει μολυνθεί με διοξίνες ή ότι δεν σημειώνεται υπέρβαση των παρατιθέμενων στο παράρτημα Α επιπέδων για τα PCB.

Το Βέλγιο οφείλει να τηρεί πλήρη αρχεία που να δείχνουν ότι συμμορφούται προς το παρόν άρθρο.

Άρθρο 7

Η Επιτροπή διατηρεί το δικαίωμα να διενεργήσει επιθεωρήσεις για να επαληθευθεί η εφαρμογή της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 8

Τα κράτη μέλη τροποποιούν τα μέτρα που εφαρμόζουν στις εμπορικές συναλλαγές, ώστε να τα ευθυγραμμίσουν με την παρούσα απόφαση. Ενημερώνουν αμέσως σχετικά την Επιτροπή.

Άρθρο 9

Η παρούσα απόφαση ενδέχεται να επανεξετασθεί υπό το φως των αποτελεσμάτων των επιθεωρήσεων της Επιτροπής και των πληροφοριών που θα ληφθούν από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 10

Καταργούνται η απόφαση 1999/363/ΕΚ και η απόφαση 1999/389/ΕΚ.

Άρθρο 11

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 9 Ιουλίου 1999.

Για την Επιτροπή

Emma BONINO

Μέλος της Επιτροπής

(1) ΕΕ L 395 της 30.12.1989, σ. 13.

(2) ΕΕ L 62 της 15.3.1993, σ. 49.

(3) ΕΕ L 224 της 18.8.1990, σ. 20.

(4) ΕΕ L 141 της 4.6.1999, σ. 24.

(5) ΕΕ L 159 της 25.6.1999, σ. 60.

(6) ΕΕ L 147 της 12.6.1999, σ. 26.

(7) ΕΕ L 228 της 11.8.1992, σ. 24.

(8) ΕΕ L 221 της 9.8.1991, σ. 30.

(9) ΕΕ L 24 της 30.1.1998, σ. 9.

(10) ΕΕ L 115 της 4.5.1999, σ. 32.

(11) ΕΕ L 55 της 8.3.1971, σ. 23.

(12) ΕΕ 121 της 29.7.1964, σ. 2012/64.

(13) ΕΕ L 368 της 31.12.1994, σ. 10.

(14) ΕΕ L 26 της 31.1.1977, σ. 85.

(15) ΕΕ L 212 της 22.7.1989, σ. 87.

(16) ΕΕ L 212 της 22.7.1989, σ. 87.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α

Ανώτατα επίπεδα PCB σε ορισμένα προϊόντα απαριθμούμενα στο άρθρο 1 παράγραφος 1

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ B

>PIC FILE= "L_1999175EL.007602.EPS">

>PIC FILE= "L_1999175EL.007701.EPS">

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ

>PIC FILE= "L_1999175EL.007802.EPS">

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ

>PIC FILE= "L_1999175EL.007902.EPS">

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ε

>PIC FILE= "L_1999175EL.008002.EPS">

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΤ

>PIC FILE= "L_1999175EL.008102.EPS">

>PIC FILE= "L_1999175EL.008201.EPS">

Top