EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32007R0211

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 211/2007 της Επιτροπής, της 27ης Φεβρουαρίου 2007 , για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 809/2004 για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις χρηματοοικονομικές πληροφορίες που περιλαμβάνονται στα ενημερωτικά δελτία, σε περιπτώσεις που ο εκδότης έχει σύνθετο χρηματοοικονομικό ιστορικό ή έχει αναλάβει σημαντική χρηματοοικονομική δέσμευση (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΕΕ L 61 της 28.2.2007, p. 24–27 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
ΕΕ L 56M της 29.2.2008, p. 100–103 (MT)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (HR)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 20/07/2019; καταργήθηκε εμμέσως από 32019R0980

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2007/211/oj

28.2.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 61/24


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 211/2007 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 27ης Φεβρουαρίου 2007

για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 809/2004 για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις χρηματοοικονομικές πληροφορίες που περιλαμβάνονται στα ενημερωτικά δελτία, σε περιπτώσεις που ο εκδότης έχει σύνθετο χρηματοοικονομικό ιστορικό ή έχει αναλάβει σημαντική χρηματοοικονομική δέσμευση

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

την συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (1), και ιδίως το άρθρο 5 παράγραφος 5,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 809/2004 της Επιτροπής, της 29ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στα ενημερωτικά δελτία, τη μορφή των ενημερωτικών δελτίων, την ενσωμάτωση πληροφοριών μέσω παραπομπής, τη δημοσίευση των ενημερωτικών δελτίων και τη διάδοση των σχετικών διαφημίσεων (2) καθορίζει λεπτομερώς τις χρηματοοικονομικές πληροφορίες οι οποίες πρέπει να περιλαμβάνονται στα ενημερωτικά δελτία για τις διάφορες κατηγορίες κινητών αξιών, για να πληρούνται οι όροι του άρθρου 5 παράγραφος 1 της εν λόγω οδηγίας. Οι προαναφερόμενες απαιτήσεις παροχής λεπτομερών πληροφοριών καλύπτουν, μεταξύ άλλων, τις χρηματοοικονομικές πληροφορίες σχετικά με τον εκδότη οι οποίες πρέπει να περιλαμβάνονται σε ένα ενημερωτικό δελτίο, έτσι ώστε να παρέχεται στους επενδυτές η δυνατότητα να κατανοούν τη χρηματοοικονομική θέση του εκδότη.

(2)

Υπάρχουν ωστόσο περιπτώσεις υπό τις οποίες η χρηματοοικονομική θέση του εκδότη συνδέεται τόσο στενά με την αντίστοιχη θέση άλλων οντοτήτων, ώστε οι χρηματοοικονομικές πληροφορίες αναφορικά με τις οντότητες αυτές να είναι απαραίτητες για να εξυπηρετηθεί ο στόχος της πλήρους εφαρμογής του άρθρου 5 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/71/ΕΚ, δηλαδή να εκπληρωθεί η υποχρέωση να συμπεριλαμβάνονται στο ενημερωτικό δελτίο όλες οι πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να παρέχεται στον επενδυτή η δυνατότητα να καταλήγει απολύτως ενημερωμένος στην αξιολόγησή του σχετικά με τη χρηματοοικονομική θέση του εκδότη. Οι περιπτώσεις αυτές ενδέχεται να ανακύψουν όταν ο εκδότης έχει σύνθετο χρηματοοικονομικό ιστορικό ή εάν έχει αναλάβει σημαντική χρηματοοικονομική δέσμευση.

(3)

Για να εξασφαλισθεί επομένως ότι δεν πρόκειται να στερηθεί από το άρθρο 5 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/71/ΕΚ η πρακτική αποτελεσματικότητά του στις περιπτώσεις αυτές αλλά και για να επικρατήσει ασφάλεια δικαίου σε μεγαλύτερο βαθμό στα ζητήματα αυτά θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι οι απαιτήσεις πληροφόρησης που καθορίζονται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 809/2004 λογίζεται υπό τις συνθήκες αυτές ότι συνδέονται με τις χρηματοοικονομικές πληροφορίες για οντότητες που είναι διαφορετικές από τον εκδότη, εάν η παράλειψη των πληροφοριών αυτών θα ήταν σε θέση να αποτρέψει κάποιον επενδυτή από το να προχωρήσει από θέση απόλυτης ενημέρωσης στην αξιολόγηση της χρηματοοικονομικής θέσης του εκδότη.

(4)

Δεδομένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 809/2004 οι αρμόδιες αρχές δεν δύνανται να ζητήσουν την ένταξη πληροφοριών για τις οποίες δεν γίνεται καμία ρητή πρόβλεψη στα παραρτήματα, είναι αναγκαίο να διευκρινισθούν οι ευθύνες των αρμοδίων αρχών στο πλαίσιο αυτό.

(5)

Εάν ο εκδότης έχει σύνθετο χρηματοοικονομικό ιστορικό, η συνολική εμπορική επιχείρηση του εκδότη μπορεί να μην καλύπτεται από τις ιστορικές χρηματοοικονομικές πληροφορίες που σχετίζονται με τον εκδότη, αλλά θα καλύπτονται αντ’ αυτού από τα χρηματοοικονομικά στοιχεία που έχουν καταρτιστεί από μία άλλη οντότητα. Η περίπτωση αυτή είναι πιθανόν να συντρέχει εάν ο εκδότης έχει προβεί σε μία σημαντική αγορά η οποία όμως δεν αντικατοπτρίζεται ακόμη στις δικές του οικονομικές καταστάσεις· εάν ο εκδότης αποτελεί μία νέα νόμιμα συγκροτημένη εταιρία χαρτοφυλακίου· εάν ο εκδότης συναπαρτίζεται από εταιρίες οι οποίες τελούσαν υπό κοινό έλεγχο ή ιδιοκτησία, αλλά οι οποίες ποτέ δεν σχημάτισαν από νομική άποψη ενιαίο όμιλο ή εάν ο εκδότης έχει συγκροτηθεί υπό τη μορφή της χωριστής νομικής οντότητας, συνεπεία της διάσπασης μίας υφιστάμενης επιχείρησης. Στις περιπτώσεις αυτές, το σύνολο ή μέρος των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του εκδότη θα ασκούνται από κάποια άλλη οντότητα, κατά το χρονικό διάστημα για το οποίο απαιτείται από τον εκδότη να χορηγήσει ιστορικές χρηματοοικονομικές πληροφορίες.

(6)

Προς το παρόν δεν είναι ωστόσο δυνατό να δοθεί ολοκληρωμένος κατάλογος περιπτώσεων που θα πρέπει να θεωρούνται εκδότες με σύνθετο χρηματοοικονομικό ιστορικό. Είναι πιθανόν να αναπτυχθούν νέες και ρηξικέλευθες μορφές συναλλαγών που θα βρίσκονται εκτός του πεδίου εφαρμογής των περιπτώσεων που ορίζονται σε οποιοδήποτε κατάλογο αυτής της μορφής. Συνεπώς, είναι σκόπιμο να δοθεί ευρύς ορισμός των περιστάσεων, υπό τις οποίες ο εκδότης θα πρέπει να θεωρείται ότι έχει σύνθετο χρηματοοικονομικό ιστορικό.

(7)

Ένας εκδότης πρέπει να θεωρείται ότι έχει αναλάβει σημαντική χρηματοοικονομική δέσμευση, εάν έχει συνάψει δεσμευτική συμφωνία για την αγορά ή εκχώρηση μίας σημαντικής οντότητας ή επιχείρησης, η οποία δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί κατά τη στιγμή έγκρισης του ενημερωτικού δελτίου. Είναι σκόπιμο οι περιπτώσεις αυτές να διέπονται από τις ίδιες απαιτήσεις πληροφόρησης που ισχύουν και στις περιπτώσεις που ο εκδότης έχει ήδη ολοκληρώσει την αντίστοιχη αγορά ή εκχώρηση, υπό τον όρο ότι η συμφωνημένη συναλλαγή θα είχε ως αποτέλεσμα σημαντική μεικτή μεταβολή στα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις και έσοδα του εκδότη, κατά τη στιγμή της ολοκλήρωσης της συναλλαγής.

(8)

Εφόσον οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ο εκδότης έχει σύνθετο χρηματοοικονομικό ιστορικό ή έχει αναλάβει σημαντική χρηματοοικονομική δέσμευση είναι άτυπες και ενδέχεται μάλιστα να είναι και μοναδικές, δεν είναι δυνατόν να διευκρινισθούν οι πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να πληρούται το πρότυπο που καθορίζεται από την οδηγία 2003/71/ΕΚ για κάθε νοητή περίπτωση. Κατά συνέπεια, οι απαιτούμενες συμπληρωματικές πληροφορίες πρέπει να συμβαδίζουν με ό,τι είναι αναγκαίο, σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ότι το ενημερωτικό δελτίο πληροί την υποχρέωση που καθορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/71/ΕΚ. Συνεπώς, είναι σκόπιμο η αρμόδια αρχή του εκδότη να προσδιορίζει μεμονωμένα, με βάση τα στοιχεία κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, τις τυχόν απαιτούμενες πληροφορίες. Το γεγονός ότι η αρμόδια αρχή ενδέχεται να ζητήσει να της διαβιβαστούν αυτές οι πρόσθετες πληροφορίες δεν συνεπάγεται ότι επιβάλλεται στην αρμόδια αρχή να εφαρμόζει υψηλότερα πρότυπα εξέτασης για τις πληροφορίες αυτές ή, εν γένει, για το ενημερωτικό δελτίο, διαφορετικά από τα πρότυπα τα οποία ενδεχομένως απορρέουν από το άρθρο 13 της οδηγίας 2003/71/ΕΚ.

(9)

Δεδομένου του περίπλοκου χαρακτήρα των περιστάσεων που συντρέχουν σε κάθε εξειδικευμένη περίπτωση, δεν θα ήταν ούτε εφικτό, αλλά ούτε και αποτελεσματικό να καθοριστούν λεπτομερείς κανόνες που πρέπει να εφαρμόζονται ενιαία από τις αρμόδιες αρχές για όλες τις περιπτώσεις. Είναι αναγκαίο να καθιερωθεί μία ευέλικτη προσέγγιση για να εξασφαλίζεται, αφενός μεν, ο αποτελεσματικός και αναλογικός χαρακτήρας των απαιτήσεων δημοσιότητας αλλά και, αφετέρου, για να προστατεύεται, με τον προσήκοντα τρόπο ο επενδυτής με τη χορήγηση επαρκών και καταλλήλων πληροφοριών.

(10)

Δεν πρέπει να απαιτείται η χορήγηση συμπληρωματικών χρηματοοικονομικών πληροφοριών, σε περιπτώσεις που οι χρηματοοικονομικές πληροφορίες οι οποίες προβλέπονται στις ελεγμένες ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις του ίδιου του εκδότη ή σε οποιαδήποτε άλλη άτυπη (pro forma) πληροφορία, ή σε οποιαδήποτε άλλη χρηματοοικονομική πληροφορία η οποία προετοιμάζεται χρησιμοποιώντας τα λογιστικά συστήματα για τις συγχωνεύσεις (εφόσον επιτρέπονται από τα ισχύοντα λογιστικά πρότυπα) ενδέχεται να είναι επαρκείς για να επιτρέψουν στους επενδυτές να προβούν διαθέτοντας όλα τα ενημερωτικά στοιχεία στην αξιολόγηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων, της χρηματοοικονομικής θέσης, των κερδών και ζημιών και των προοπτικών που διαγράφονται για τον εκδότη και οποιονδήποτε εγγυητή, αλλά και των δικαιωμάτων που προσαρτώνται σε κινητές αξίες αυτής της μορφής.

(11)

Δεδομένου ότι η ανάγκη περαιτέρω πληροφόρησης μπορεί να ανακύψει μόνο σε περιπτώσεις που το ενημερωτικό δελτίο αφορά μετοχές ή άλλες κινητές αξίες που παραχωρούν δικαιώματα επί μετοχών, είναι σκόπιμο όταν προσδιορίζεται εάν έχει προκύψει η συγκεκριμένη αυτή ανάγκη στη μεμονωμένη περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές να βασίζουν την εξέτασή τους στις απαιτήσεις που καθορίζονται στο σημείο 20.1 του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 809/2004 όσον αφορά το περιεχόμενο των χρηματοοικονομικών πληροφοριών και τις εφαρμοστέες λογιστικές και ελεγκτικές αρχές. Η αρμόδια αρχή δεν πρέπει να επιβάλει απαιτήσεις οι οποίες υπερβαίνουν τις ήδη καθοριζόμενες στο σημείο 20.1 του παραρτήματος I ή να τις μετατρέπει σε επαχθέστερες. Θα πρέπει ωστόσο να προβλέπεται η δυνατότητα να προσαρμόζεται η εφαρμογή των απαιτήσεων αυτών με γνώμονα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στοιχεία της μεμονωμένης περίπτωσης που αναφέρονται στην επακριβή φύση των κινητών αξιών, στην οικονομική ουσία των συναλλαγών μέσω των οποίων ο εκδότης αγόρασε την εμπορική του επιχείρηση, την ιδιαίτερη φύση της επιχείρησης αυτής αλλά και το φάσμα των πληροφοριών που περιλαμβάνονται ήδη στο ενημερωτικό δελτίο.

(12)

Όταν προβαίνουν στον προσδιορισμό αυτό, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους την αρχή της αναλογικότητας. Σε περιπτώσεις που υπάρχουν εναλλακτικοί τρόποι εκπλήρωσης της υποχρέωσης που καθιερώνεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/71/ΕΚ με τη δημοσιοποίηση διαφορετικών ειδών συμπληρωματικών χρηματοοικονομικών πληροφοριών ή με τη παρουσίαση των πληροφοριών αυτών με διαφορετική μορφή, η αρμόδια αρχή δεν πρέπει να αξιώνει από τον εκδότη να εκπληρώσει την υποχρέωση αυτή κατά τρόπο δαπανηρότερο ή επαχθέστερο από μία κατάλληλη εναλλακτική λύση.

(13)

Εξάλλου, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους εάν ένας εκδότης έχει πρόσβαση στις χρηματοοικονομικές πληροφορίες που σχετίζονται με μία άλλη οντότητα: θα ήταν δυσανάλογο να αξιωθεί η ένταξη των πληροφοριών αυτών, εάν ο εκδότης δεν έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει τις πληροφορίες αυτές καταβάλλοντας εύλογες προσπάθειες. Η θεώρηση αυτή ενδέχεται να είναι ιδιαίτερα σημαντική, στο πλαίσιο μιας εχθρικής εξαγοράς. Παρομοίως, μπορεί να είναι δυσανάλογη η αξίωση της ενσωμάτωσης χρηματοοικονομικών πληροφοριών που είναι ανύπαρκτες κατά τη χρονική στιγμή της κατάρτισης του ενημερωτικού δελτίου ή να προβληθεί η αξίωση ελέγχου ή επαναδιατύπωσης των συμπληρωματικών χρηματοοικονομικών πληροφοριών, εάν το κόστος για τον εκδότη για να συμμορφωθεί με την απαίτηση αυτή αντισταθμίζει κάθε πιθανό κέρδος για τον επενδυτή.

(14)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 809/2004 πρέπει ως εκ τούτου να τροποποιηθεί.

(15)

Αφού ζητήθηκε η τεχνική γνώμη της ευρωπαϊκής επιτροπής ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών (CESR),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 809/2004 τροποποιείται ως εξής:

1)

Η δεύτερη φράση του άρθρου 3 δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 4α παράγραφος 1, η αρμόδια αρχή δεν επιτρέπεται να απαιτεί να περιλαμβάνονται στο ενημερωτικό δελτίο στοιχεία τα οποία δεν περιλαμβάνονται στα παραρτήματα I έως XVII».

2)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 4α:

«Άρθρο 4a

Πρότυπο ενημερωτικού δελτίου του εγγράφου αναφοράς για μετοχές στις περιπτώσεις σύνθετου χρηματοοικονομικού ιστορικού ή σημαντικής χρηματοοικονομικής δέσμευσης

1.   Εάν ο εκδότης κινητής αξίας που καλύπτεται από το άρθρο 4 παράγραφος 2 έχει σύνθετο χρηματοοικονομικό ιστορικό ή εάν έχει αναλάβει σημαντική χρηματοοικονομική δέσμευση και, κατά συνέπεια, η ενσωμάτωση στο έγγραφο αναφοράς ορισμένων στοιχείων των χρηματοοικονομικών πληροφοριών που σχετίζονται με κάποια οντότητα διαφορετική από τον εκδότη είναι αναγκαία για να εκπληρωθεί η υποχρέωση που καθορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/71/ΕΚ, τα εν λόγω στοιχεία των χρηματοοικονομικών πληροφοριών θα λογίζεται ότι αναφέρονται στον εκδότη. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής υποχρεούται στις περιπτώσεις αυτές να αξιώνει από τον εκδότη, τον προσφέροντα ή το πρόσωπο που ζητεί την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση να συμπεριλάβουν αυτά τα πληροφοριακά στοιχεία στο έγγραφο αναφοράς.

Τα εν λόγω πληροφοριακά χρηματοοικονομικά στοιχεία είναι δυνατό να περιέχουν τις άτυπες (pro forma) πληροφορίες που προετοιμάζονται σύμφωνα με το παράρτημα II. Στο πλαίσιο αυτό, εάν ο εκδότης έχει αναλάβει σημαντική χρηματοοικονομική δέσμευση κάθε ανάλογη άτυπη (pro forma) πληροφορία οφείλει να αντικατοπτρίζει τα προβλεπόμενα αποτελέσματα της συναλλαγής που ο εκδότης συμφώνησε να διενεργήσει και οι αναφορές στο παράρτημα II στη “συναλλαγή” θεωρείται ότι ισχύουν αντιστοίχως.

2.   Η αρμόδια αρχή βασίζει κάθε αίτημα βάσει της παραγράφου 1 στις απαιτήσεις που καθορίζονται στο σημείο 20.1 του παραρτήματος I όσον αφορά το περιεχόμενο των χρηματοοικονομικών πληροφοριών και τις εφαρμοστέες λογιστικές και ελεγκτικές αρχές, με την επιφύλαξη οποιασδήποτε τροποποίησης που είναι κατάλληλη, προκειμένου να ληφθεί υπόψη οποιοσδήποτε από τους ακόλουθους παράγοντες:

α)

η φύση των κινητών αξιών·

β)

η φύση και το φάσμα των πληροφοριών που ήδη περιέχονται στο ενημερωτικό δελτίο καθώς και η ύπαρξη χρηματοοικονομικών πληροφοριών σε συνάρτηση με κάποια οντότητα διαφορετική από τον εκδότη, σε μορφή που ενδέχεται να συμπεριληφθεί στο ενημερωτικό δελτίο χωρίς τροποποιήσεις·

γ)

τα δεδομένα της περίπτωσης, στα οποία συμπεριλαμβάνεται η οικονομική ουσία των συναλλαγών μέσω των οποίων ο εκδότης έχει αγοράσει ή πωλήσει την εμπορική του επιχείρηση ή οποιοδήποτε μέρος της καθώς και η ειδική φύση της επιχείρησης αυτής·

δ)

η ικανότητα του εκδότη να εξασφαλίζει χρηματοοικονομικές πληροφορίες για κάποια άλλη οντότητα, καταβάλλοντας εύλογες προσπάθειες.

Εάν, σε μία μεμονωμένη περίπτωση, η υποχρέωση που καθορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/71/ΕΚ δύναται να ικανοποιηθεί με περισσότερους του ενός τρόπους, πρέπει να προτιμάται ο τρόπος που είναι ο λιγότερο δαπανηρός ή επαχθής.

3.   Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της ευθύνης που φέρει κάθε άλλο πρόσωπο βάσει του εθνικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/71/ΕΚ, για τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο ενημερωτικό δελτίο. Ειδικότερα, τα πρόσωπα αυτά φέρουν την ευθύνη της ενσωμάτωσης, στο έγγραφο αναφοράς, κάθε πληροφορίας που απαιτείται από την αρμόδια αρχή κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ο εκδότης θεωρείται ότι έχει σύνθετο χρηματοοικονομικό ιστορικό, εάν συντρέχουν όλες οι ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

η συνολική του εμπορική επιχείρηση δεν απεικονίζεται με ακρίβεια στις ιστορικές χρηματοοικονομικές πληροφορίες που απαιτείται να χορηγηθούν βάσει του σημείου 20.1 του παραρτήματος I, κατά τη χρονική στιγμή της κατάρτισης του ενημερωτικού δελτίου·

β)

η εν λόγω ανακρίβεια θα επηρεάσει την ικανότητα του επενδυτή να προβεί από θέση ενημέρωσης στην αξιολόγησή του, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/71/ΕΚ και

γ)

οι πληροφορίες που σχετίζονται με την εμπορική επιχείρηση, οι οποίες είναι αναγκαίες για τον επενδυτή για να προβεί στη σχετική αξιολόγησή του, συμπεριλαμβάνονται στις χρηματοοικονομικές πληροφορίες που αφορούν κάποια άλλη οντότητα.

5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ο εκδότης θεωρείται ότι έχει αναλάβει σημαντική χρηματοοικονομική δέσμευση εάν έχει συνάψει δεσμευτική συμφωνία να διενεργήσει μία συναλλαγή η οποία, κατά την ολοκλήρωσή της, ενδέχεται να οδηγήσει σε σημαντική μεικτή μεταβολή.

Στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός ότι μια συμφωνία εξαρτά την ολοκλήρωση της συναλλαγής από συγκεκριμένους όρους, συμπεριλαμβανομένης της έγκρισης από ρυθμιστική αρχή, δεν παρεμποδίζει να θεωρείται η συμφωνία αυτή δεσμευτική, εάν υπάρχει εύλογη βεβαιότητα ότι οι όροι αυτοί θα εκπληρωθούν.

Ειδικότερα, μια συμφωνία θεωρείται δεσμευτική, εάν εξαρτά την ολοκλήρωση της συναλλαγής από την έκβαση της προσφοράς των κινητών αξιών οι οποίες αποτελούν αντικείμενο του ενημερωτικού δελτίου ή, στην περίπτωση μίας προτεινόμενης εξαγοράς, εάν σκοπός της προσφοράς κινητών αξιών οι οποίες αποτελούν αντικείμενο του ενημερωτικού δελτίου είναι η χρηματοδότηση της εξαγοράς αυτής.

6.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου και του σημείου 20.2 του παραρτήματος I, ως σημαντική μεικτή μεταβολή νοείται η διακύμανση κατά ποσοστό μεγαλύτερο από 25 %, όσον αφορά έναν ή περισσότερους δείκτες σχετικούς με το μέγεθος της επιχείρησης του εκδότη, στην κατάσταση του εκδότη».

3)

Στο πρώτο εδάφιο του σημείου 20.1 του παραρτήματος I και των σημείων 20.1 και 20.1α του παραρτήματος X, παρεμβάλλεται η ακόλουθη φράση, σε κάθε περίπτωση, μετά την πρώτη φράση:

«Εάν ο εκδότης έχει αλλάξει την ημερομηνία αναφοράς για τα λογιστικά του στοιχεία κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου για την οποία απαιτούνται ιστορικές χρηματοοικονομικές πληροφορίες, οι ελεγμένες ιστορικές πληροφορίες καλύπτουν τουλάχιστον 36 μήνες ή τη συνολική χρονική περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας ο εκδότης ασκούσε τις δραστηριότητές του, οποιαδήποτε είναι συντομότερη.»

4)

Στο πρώτο εδάφιο του σημείου 13.1 του παραρτήματος IV, των σημείων 8.2 και 8.2α του παραρτήματος VII, του σημείου 11.1 του παραρτήματος IX και του σημείου 11.1 του παραρτήματος XI, παρεμβάλλεται η ακόλουθη φράση, σε κάθε περίπτωση, μετά την πρώτη φράση:

«Εάν ο εκδότης έχει αλλάξει την ημερομηνία αναφοράς για τα λογιστικά του στοιχεία κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου για την οποία απαιτούνται ιστορικές χρηματοοικονομικές πληροφορίες, οι ελεγμένες ιστορικές πληροφορίες καλύπτουν τουλάχιστον 24 μήνες ή τη συνολική χρονική περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας ο εκδότης ασκούσε τις δραστηριότητές του, οποιαδήποτε είναι συντομότερη».

Άρθρο 2

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 27 Φεβρουαρίου 2007.

Για την Επιτροπή

Charlie McCREEVY

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 64.

(2)  ΕΕ L 149 της 30.4.2004, σ. 1, όπως διορθώθηκε από την ΕΕ L 215 της 16.6.2004, σ. 3. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1787/2006 (ΕΕ L 337 της 5.12.2006, σ. 17).


Top