EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32016R0300

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/300 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 2016, για τον καθορισμό των αποδοχών των υψηλόβαθμων δημόσιων λειτουργών της ΕΕ

ΕΕ L 58 της 4.3.2016, p. 1–12 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2016/300/oj

4.3.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 58/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/300 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 29ης Φεβρουαρίου 2016

για τον καθορισμό των αποδοχών των υψηλόβαθμων δημόσιων λειτουργών της ΕΕ

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως τα άρθρα 243 και 286 παράγραφος 7,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το Συμβούλιο είναι αρμόδιο για τον καθορισμό των μισθών, αποζημιώσεων και συντάξεων των υψηλόβαθμων δημόσιων λειτουργών της ΕΕ («δημόσιοι λειτουργοί»), περιλαμβανομένου του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (1), του προέδρου και των μελών της Επιτροπής (2), του Ύπατου Εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας (3), των προέδρων, των δικαστών, των γενικών εισαγγελέων και των γραμματέων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (4), του προέδρου και των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου (5) και του γενικού γραμματέα του Συμβουλίου (6), καθώς και κάθε άλλης αποζημίωσης που επέχει θέση αποδοχών.

(2)

Οι αμοιβές και τα λοιπά οφέλη των δημόσιων λειτουργών πρέπει να ανταποκρίνονται στις υψηλές ευθύνες τους και, συνεπώς μπορούν να διαφέρουν από τις αποδοχές που ορίζονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης»).

(3)

Ωστόσο, οι τρέχουσες αποδοχές και τα λοιπά οφέλη των δημόσιων λειτουργών πρέπει να αναπροσαρμοστούν προκειμένου να απηχούν τις θεσμικές εξελίξεις στην Ένωση και να εκσυγχρονιστεί η διάρθρωση των αποδοχών, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, όπου αρμόζει, τις τροποποιήσεις που επήλθαν με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) («κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης»). Κατόπιν των μεταρρυθμίσεων του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ο κανονισμός αριθ. 422/67/ΕΟΚ, αριθ. 5/67/Ευρατόμ του Συμβουλίου θα πρέπει να υποστεί διάφορες τροποποιήσεις. Ομοίως, θα πρέπει να αναπροσαρμοστεί και ο κανονισμός του Συμβουλίου (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 2290/77 (8) προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι μεταρρυθμίσεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Λόγω του αριθμού ουσιαστικών τροποποιήσεων στους δύο κανονισμούς (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 2290/77 και αριθ. 422/67/ΕΟΚ, αριθ. 5/67/Ευρατόμ, που ρυθμίζουν τις αποδοχές διάφορων δημόσιων λειτουργών, είναι σκόπιμο, για λόγους σαφήνειας, διαφάνειας και ορθής νομοθετικής πρακτικής, να συγχωνευτούν οι δύο κανονισμοί.

(4)

Για τη διαφύλαξη της ισορροπίας μεταξύ των μελών του προσωπικού της ΕΕ και των δημόσιων λειτουργών, όσον αφορά τις αποδοχές, είναι σκόπιμο να περιληφθούν μέτρα ώστε η μεταχείριση των δημόσιων λειτουργών να εναρμονίζεται με εκείνη του προσωπικού της ΕΕ σε περιπτώσεις όπου οι τελευταίοι επωφελούνται από μια εκσυγχρονισμένη δομή των αποδοχών, όπως όσον αφορά την αυτόματη αναπροσαρμογή των αποζημιώσεων και τη δυνατότητα να υπαχθούν στο κοινό σύστημα υγειονομικής ασφάλισης, ακόμη και μετά τη λήξη της θητείας τους.

(5)

Επιπλέον, είναι σκόπιμο να αναπροσαρμοστούν ο ετήσιος συνταξιοδοτικός συντελεστής συσσώρευσης και η ηλικία συνταξιοδότησης βάσει των τροποποιήσεων του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ο δε εφαρμοστέος συντελεστής συσσώρευσης να καθοριστεί με σημείο αναφοράς τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αυτόματη αναπροσαρμογή σε σχέση με τις μελλοντικές τροποποιήσεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

(6)

Άλλες τροπολογίες θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι η διάρκεια ισχύος του δικαιώματος μηνιαίας προσωρινής αποζημίωσης των πρώην δημόσιων λειτουργών πρέπει να αντιστοιχεί άμεσα στην περίοδο υπηρεσίας. Ωστόσο, η διάρκεια αυτή δεν πρέπει να είναι κατώτερη των έξι μηνών ούτε να υπερβαίνει τα δύο έτη, δεδομένου ότι ο σκοπός της προσωρινής αποζημίωσης για τους δημόσιους λειτουργούς είναι να τους παρέχεται, για περιορισμένο χρονικό διάστημα αμέσως μετά τη λήξη της θητείας τους, κάποια οικονομική ασφάλεια μέχρι την επόμενη αμειβόμενη απασχόληση με αντίστοιχο επίπεδο αποδοχών, ή άλλες πηγές εισοδήματος, όπως η σύνταξη.

(7)

Είναι επίσης σκόπιμο να ευθυγραμμιστούν οι αποζημιώσεις και η επιστροφή των εξόδων που συνδέονται με την ανάληψη των καθηκόντων και τη λήξη της θητείας προς τις αντίστοιχες των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού δυνάμει του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, προβλέποντας παράλληλα κάποια ευελιξία, όταν είναι αναγκαίο, ιδίως όσον αφορά την επιστροφή των εξόδων μετακόμισης όπου λαμβάνονται υπόψη και τα καθήκοντα εκπροσώπησης των δημόσιων λειτουργών.

(8)

Θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν οι όροι ασφάλισης υγείας για τους εν ενεργεία και τους πρώην δημόσιους λειτουργούς με τους όρους ασφαλιστικής κάλυψης που ισχύουν για τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό σύμφωνα με τα άρθρα 72 και 73 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

(9)

Για τους ίδιους λόγους, δεδομένου ότι οι κανόνες που θεσπίζονται με τον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να αντικαταστήσουν τους οριζόμενους στον κανονισμό αριθ. 422/67/ΕΟΚ, αριθ. 5/67/Ευρατόμ, στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 2290/77 και στις αποφάσεις 2009/909/ΕΕ, 2009/910/ΕΕ και 2009/912/ΕΕ εξαιρουμένου του άρθρου 5, οι πράξεις αυτές θα πρέπει να καταργηθούν, με την προϋπόθεση ότι θα συνεχίσουν να εφαρμόζονται σε όλους του δημόσιους λειτουργούς για τους οποίους ισχύει μία ή περισσότερες από αυτές, και των οποίων η θητεία δεν έχει λήξει ακόμη ή έληξε πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στους κάτωθι υψηλόβαθμους δημόσιους λειτουργούς της ΕΕ («δημόσιοι λειτουργοί»):

α)

τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου·

β)

τον πρόεδρο και τα μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, περιλαμβανομένου του Ύπατου Εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας·

γ)

τον πρόεδρο και τα μέλη, καθώς και τον γραμματέα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων του Γενικού Δικαστηρίου και των ειδικών δικαστηρίων·

δ)

τον γενικό γραμματέα του Συμβουλίου·

ε)

τον πρόεδρο και τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

2.   Ο παρών κανονισμός ισχύει για όλους τους δημόσιους λειτουργούς που διορίζονται ή επαναδιορίζονται μετά την 4η Μαρτίου 2016.

3.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, οι μη έγγαμες σχέσεις συμβίωσης αντιμετωπίζονται όπως και ο γάμος, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλοι οι όροι του άρθρου 1 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων. Ωστόσο, ο σύντροφος μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης με δημόσιο λειτουργό ή πρώην δημόσιο λειτουργό αντιμετωπίζεται ως σύζυγος του δημόσιου λειτουργού στο πλαίσιο του καθεστώτος υγειονομικής ασφάλισης, εφόσον πληρούνται οι όροι των σημείων i), ii) και iii) της παραγράφου 2 στοιχείο γ) του συγκεκριμένου άρθρου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΑΜΟΙΒΗ

Άρθρο 2

Μισθοί

Από την ημερομηνία ανάληψης των καθηκόντων τους έως την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίον παύουν να ασκούν τα καθήκοντά τους, οι δημόσιοι λειτουργοί δικαιούνται βασικό μισθό ίσον προς το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή των κάτωθι συντελεστών επί του βασικού μισθού υπαλλήλου της Ένωσης στο τρίτο κλιμάκιο του βαθμού 16:

Μισθός

Θεσμικά όργανα

Πρόεδρος

Αντιπρόεδρος

Ύπατος Εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας

Μέλος

Γραμματέας

Γενικός γραμματέας

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο

138 %

 

 

 

 

 

Συμβούλιο

 

 

 

 

 

100 %

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

138 %

125 %

130 %

112,5 %

 

 

Δικαστήριο

138 %

125 %

 

112,5 %

101 %

 

Γενικό Δικαστήριο

112,5 %

108 %

 

104 %

95 %

 

Ειδικά δικαστήρια

104 %

 

 

100 %

90 %

 

Ελεγκτικό Συνέδριο

115 %

 

 

108 %

 

 

Άρθρο 3

Φόρος υπέρ της Ένωσης — Εισφορά αλληλεγγύης

1.   Ο κανονισμός του Συμβουλίου (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 260/68 (9) ισχύει για τους δημόσιους λειτουργούς.

2.   Το άρθρο 66α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ισχύει κατ' αναλογία για τους δημόσιους λειτουργούς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ

Άρθρο 4

Αποζημίωση εγκατάστασης και επίδομα αποχώρησης — Έξοδα ταξιδίου και μετακόμισης

Οι δημόσιοι λειτουργοί δικαιούνται:

α)

αποζημίωση εγκατάστασης κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους όπως προβλέπει το άρθρο 5 του παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το οποίο εφαρμόζεται κατ' αναλογία·

β)

επίδομα αποχώρησης κατά τη λήξη των καθηκόντων όπως προβλέπει το άρθρο 24, παράγραφος 2 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο εφαρμόζεται κατ' αναλογία·

γ)

επιστροφή των εξόδων ταξιδίου στα οποία υποβλήθηκαν οι ίδιοι ή μέλη της οικογενείας τους·

και

δ)

επιστροφή των εξόδων μετακόμισης της οικοσκευής, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων ασφάλισης έναντι συνήθων κινδύνων όπως έναντι κλοπής, διάρρηξης και πυρκαγιάς έως το ανώτατο όριο που έχει καθοριστεί για τους υπαλλήλους του θεσμικού οργάνου, στο οποίο οι δημόσιοι λειτουργοί έχουν διοριστεί, σύμφωνα με το άρθρο 9 του παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Βάσει προσκόμισης τιμολογίων, τα θεσμικά όργανα μπορούν να προβλέπουν παρεκκλίσεις για την επιστροφή των εξόδων μιας πραγματικής μετακόμισης τα οποία σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να υπερβαίνουν κατά περισσότερο από 50 % το ανώτατο όριο που καθορίζεται από τα αντίστοιχα θεσμικά όργανα για το προσωπικό τους.

Σε περίπτωση ανανέωσης της θητείας τους οι δημόσιοι λειτουργοί δεν δικαιούνται καμιά από τις αποζημιώσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο. Το ίδιο ισχύει σε περίπτωση που διοριστούν ως δημόσιοι λειτουργοί ή εκλεγμένα μέλη σε άλλο θεσμικό όργανο της Ένωσης, εφόσον το εν λόγω θεσμικό όργανο έχει την έδρα του την πόλη στην οποία είχαν προηγουμένως κληθεί να διαμένουν λόγω της θητείας τους, και εφόσον κατά τον χρόνο της νέας αυτής τοποθέτησης ή εκλογής δεν είχαν ήδη αποχωρήσει.

Άρθρο 5

Επίδομα διαμονής

Από την ημερομηνία της ανάληψης των καθηκόντων τους έως την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίον παύουν να ασκούν τα καθήκοντά τους οι δημόσιοι λειτουργοί δικαιούνται επίδομα διαμονής ίσο με το 15 % του βασικού τους μισθού.

Άρθρο 6

Οικογενειακά επιδόματα

Από την ημερομηνία της ανάληψης των καθηκόντων τους έως την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίον παύουν να ασκούν τα καθήκοντά τους οι δημόσιοι λειτουργοί δικαιούνται οικογενειακά επιδόματα που καθορίζονται κατ' αναλογία προς το άρθρο 67 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και τα άρθρα 1 έως 3 του παραρτήματος VII του εν λόγω κανονισμού.

Άρθρο 7

Έξοδα παραστάσεως

Οι δημόσιοι λειτουργοί απολαύουν μηνιαίας αποζημιώσεως προς κάλυψη εξόδων παραστάσεως η οποία, σε ευρώ, ανέρχεται σε:

Θεσμικό όργανο

Πρόεδρος

Αντιπρόεδρος

Ύπατος Εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας

Μέλος

Γραμματέας

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο

1 418,07

 

 

 

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

1 418,07

911,38

911,38

607,71

 

Δικαστήριο της ΕΕ

1 418,07

911,38

 

607,71

554,17

Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ

607,71

573,98

 

554,17

471,37

Ειδικά δικαστήρια

554

 

 

500

400

Άρθρο 8

Επίδομα ειδικών καθηκόντων

Οι πρόεδροι των τμημάτων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο πρώτος γενικός εισαγγελέας λαμβάνουν εκτός από τα επιδόματα που προβλέπονται στα άρθρα 4 έως 7 κατά τη διάρκεια της θητείας τους ένα μηνιαίο επίδομα ειδικών καθηκόντων, σε ευρώ, όπως ορίζεται στον κάτωθι πίνακα:

Επίδομα ειδικών καθηκόντων

Δικαστήριο της ΕΕ

Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ

Ειδικά δικαστήρια της ΕΕ

Πρόεδροι τμημάτων και πρώτος γενικός εισαγγελέας

Πρόεδροι τμημάτων

Πρόεδροι τμημάτων

810,74

739,47

500

Άρθρο 9

Έξοδα αποστολής

Οι δημόσιοι λειτουργοί που καλούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους να μετακινηθούν εκτός του τόπου εργασίας όπου εδρεύει το θεσμικό τους όργανο δικαιούνται:

α)

επιστροφή των εξόδων ταξιδίου·

β)

επιστροφή των εξόδων ξενοδοχείου (δωματίου, υπηρεσιών και τελών αποκλειομένων οποιωνδήποτε άλλων εξόδων)·

γ)

ημερήσια αποζημίωση διαβίωσης κατά την αποστολή ίση, για κάθε πλήρη ημέρα απουσίας, έως το 105 % της ημερήσιας αποζημίωσης κατά τα οριζόμενα στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 10

Προσωρινή αποζημίωση μετά τη λήξη της θητείας

1.   Από την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί εκείνον, κατά τον οποίο ο δημόσιος λειτουργός παύει να ασκεί τα καθήκοντά του, καταβάλλεται μηνιαία προσωρινή αποζημίωση. Η διάρκεια ισχύος του δικαιώματος για μηνιαία προσωρινή αποζημίωση μετά τη λήξη της θητείας είναι ίση με τη διάρκεια της περιόδου υπηρεσίας. Ωστόσο, αυτή η διάρκεια δεν είναι κατώτερη των έξι μηνών ή δεν υπερβαίνει τα δύο έτη.

Το ποσό της αποζημίωσης καθορίζεται βάσει του βασικού μισθού που έλαβε ο δημόσιος λειτουργός κατά τη λήξη των καθηκόντων του και έχει ως εξής:

40 % εάν η εν λόγω περίοδος υπηρεσίας είναι μικρότερη ή ίση των δύο ετών,

45 % εάν η εν λόγω περίοδος υπηρεσίας υπερβαίνει τα δύο έτη αλλά είναι μικρότερη ή ίση με τρία έτη,

50 % εάν η εν λόγω περίοδος υπηρεσίας υπερβαίνει τα τρία έτη αλλά είναι μικρότερη ή ίση με πέντε έτη,

55 % εάν η εν λόγω περίοδος υπηρεσίας υπερβαίνει τα πέντε έτη αλλά είναι μικρότερη ή ίση με δέκα έτη,

60 % εάν η εν λόγω περίοδος υπηρεσίας υπερβαίνει τα δέκα έτη αλλά είναι μικρότερη ή ίση με δέκα πέντε έτη,

65 % εάν η εν λόγω περίοδος υπηρεσίας υπερβαίνει τα δεκαπέντε έτη.

2.   Το δικαίωμα στην προσωρινή αποζημίωση παύει εάν ο πρώην δημόσιος λειτουργός διοριστεί εκ νέου στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, εκλεγεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδότησης όπως ορίζεται στο άρθρο 11, ή αιτία θανάτου. Σε περίπτωση διορισμού ή εκλογής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο η αποζημίωση καταβάλλεται μέχρι την ημερομηνία ανάληψης των καθηκόντων του, και σε περίπτωση θανάτου η καταβολή για το μήνα κατά τον οποίο επήλθε ο θάνατος είναι η τελευταία.

3.   Εάν κατά τη διάρκεια της περιόδου, για την οποία δικαιούνται μηνιαία προσωρινή αποζημίωση μετά τη λήξη της θητείας τους, οι συγκεκριμένοι πρώην δημόσιοι λειτουργοί αναλάβουν οιαδήποτε αμειβόμενη δραστηριότητα, τότε αφαιρείται από την αποζημίωση το ποσό, κατά το οποίο οι ακαθάριστες μηνιαίες αποδοχές τους (δηλαδή πριν από την αφαίρεση των φόρων) μαζί με την αποζημίωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου υπερβαίνουν την προ φόρων αμοιβή που ελάμβαναν ως ενεργοί δημόσιοι λειτουργοί σύμφωνα με τα άρθρα 2, 5 και 6. Για τον υπολογισμό του ύψους της εισπραττομένης αμοιβής για τη νέα δραστηριότητα λαμβάνονται υπόψη όλοι οι τρόποι αμοιβής εκτός από εκείνους που αντιστοιχούν σε επιστροφή εξόδων.

4.   Κατά την ημερομηνία λήξης των καθηκόντων τους, στη συνέχεια την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους και σε περίπτωση τυχόν μεταβολών της οικονομικής τους κατάστασης οι πρώην δημόσιοι λειτουργοί δηλώνουν στον πρόεδρο του θεσμικού οργάνου, στο οποίο ασκούσαν προηγουμένως τα καθήκοντά τους, όλους τους τρόπους αμοιβής που έλαβαν για τις υπηρεσίες τους, εκτός από εκείνους που αντιστοιχούν σε επιστροφή εξόδων.

Η δήλωση πρέπει να γίνεται καλή την πίστει και να αντιμετωπίζεται ως εμπιστευτική. Οι πληροφορίες που περιέχονται σε αυτήν τη δήλωση δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς πλην εκείνων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και δεν πρέπει να γνωστοποιούνται σε τρίτους.

Πρόσθετες αμοιβές που εισπράχθηκαν νομότυπα από πρώην δημόσιους λειτουργούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ως ενεργών δημόσιων λειτουργών δεν εκπίπτουν από την προσωρινή αποζημίωση.

5.   Οι πρώην δημόσιοι λειτουργοί που δικαιούνται προσωρινή αποζημίωση μετά τη λήξη της θητείας δικαιούνται επίσης τα οικογενειακά επιδόματα που προβλέπονται στο άρθρο 6 εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο εν λόγω άρθρο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 11

Ηλικία συνταξιοδότησης

1.   Μετά τη λήξη των καθηκόντων τους οι πρώην δημόσιοι λειτουργοί δικαιούνται ισόβια σύνταξη που καταβάλλεται από την ημερομηνία κατά την οποία συμπλήρωσαν την ηλικία συνταξιοδότησης η οποία προβλέπεται στο άρθρο 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης το οποίο εφαρμόζεται κατ' αναλογία.

2.   Οι πρώην δημόσιοι λειτουργοί μπορούν ωστόσο να ζητήσουν να αρχίσουν να λαμβάνουν αυτήν τη σύνταξη το νωρίτερο έξι έτη πριν από τη συμπλήρωση της ηλικίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1. Σ' αυτήν την περίπτωση η σύνταξη τροποποιείται κατά το χρόνο της υποβολής του αιτήματος με ένα συντελεστή μειώσεως που καθορίζεται ως εξής:

Μεταξύ 6 και 4 ετών νωρίτερα

0,70

Μεταξύ λιγότερο των 4 και 3 ετών νωρίτερα

0,75

Μεταξύ λιγότερο των 3 και 2 ετών νωρίτερα

0,80

Μεταξύ λιγότερο των 2 και 1 ετών νωρίτερα

0,87

Λιγότερο του 1 έτους νωρίτερα

0,95

Άρθρο 12

Σύνταξη

Η πρώτη φράση της δεύτερης παραγράφου του άρθρο 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται κατ' αναλογία. Το ποσό της σύνταξης ισούται με το διπλάσιο του συντελεστή που προβλέπεται στη δεύτερη φράση της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης όπως εφαρμόζεται στον τελευταίο βασικό μισθό που εισπράχθηκε για κάθε πλήρες έτος θητείας και με το ένα δωδέκατο αυτού του αθροίσματος για κάθε πλήρη μήνα.

Σε περίπτωση που οι εν λόγω δημόσιοι λειτουργοί έχουν επιτελέσει διάφορα καθήκοντα στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, ο μισθός βάσει του οποίου πρέπει να υπολογίζεται η σύνταξη τους είναι ευθέως ανάλογος προς τον χρόνο υπηρεσίας τους σε κάθε αντίστοιχη θέση.

Άρθρο 13

Δημοσιονομική κάλυψη

Η καταβολή των παροχών βάσει του συνταξιοδοτικού συστήματος που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό συνιστά επιβάρυνση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης. Τα κράτη μέλη εγγυώνται συλλογικά την καταβολή αυτών των παροχών σύμφωνα με την κλίμακα κατανομής που καθορίζεται για τη χρηματοδότηση αυτών των δαπανών αυτών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 14

Αναπηρία

Οι δημόσιοι λειτουργοί που προσβλήθηκαν από αναπηρία η οποία θεωρήθηκε ολική και που τους κατέστησε ανίκανους για την άσκηση των καθηκόντων τους, και εξ αυτού του λόγου παραιτούνται ή απολύονται, δικαιούνται από την ημέρα αυτής της παραιτήσεως ή απολύσεως τους το ακόλουθο καθεστώς:

α)

εάν η αναπηρία αυτή αναγνωρίζεται ως μόνιμη, ισόβια σύνταξη που υπολογίζεται βάσει του άρθρου 12 και δεν μπορεί να είναι κατώτερη του 30 % του τελευταίου εισπραττομένου βασικού μισθού. Δικαιούνται τη μεγίστη σύνταξη εφόσον η ανικανότητα απορρέει από αναπηρία που επήλθε ή ασθένεια από την οποία προσβλήθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους·

β)

εάν αυτή η αναπηρία είναι προσωρινή, για τη διάρκεια της αναπηρίας, σύνταξη ίση προς το 60 % του τελευταίου βασικού μισθού που εισέπρατταν αν υπέστησαν την αναπηρία ή προσεβλήθησαν από την ασθένεια επ' ευκαιρία της ασκήσεως των καθηκόντων τους, και ίση προς το 30 % στις λοιπές περιπτώσεις. Η σύνταξη αναπηρίας αντικαθίσταται με ισόβια σύνταξη, υπολογιζόμενη σύμφωνα με το άρθρο 12, όταν ο δικαιούχος αυτής έχει φτάσει στην προβλεπόμενη στο άρθρο 11 ηλικία συνταξιοδότησης ή όταν έχουν κυλήσει επτά έτη από την καταβολή της σύνταξης αναπηρίας.

Άρθρο 15

Ασφάλιση ασθένειας και άλλες μορφές ασφάλισης, και παροχές

1.   Τα άρθρα 72 και 73 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ισχύουν κατ' αναλογία για τους δημόσιους λειτουργούς. Οι δημόσιοι λειτουργοί που είναι δικαιούχοι των προβλεπόμενων δυνάμει του άρθρου 72 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης παροχών υποχρεούνται να δηλώνουν τις επιστροφές εξόδων που εισέπραξαν ή που δικαιούνται να απαιτήσουν από άλλη ασφάλιση ασθένειας, βάσει κανονιστικών ή νομοθετικών διατάξεων, για τους ίδιους ή για ένα από τα πρόσωπα που ασφαλίζουν. Αν το σύνολο των προς επιστροφή ποσών υπερβαίνει τα επιστρεφόμενα ποσά που προβλέπονται στο άρθρο 72 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η διαφορά αφαιρείται από το ποσό που πρέπει να επιστραφεί δυνάμει του άρθρου 72 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, εκτός από τις επιστροφές που έχουν ληφθεί δυνάμει ιδιωτικής συμπληρωματικής ασφάλισης ασθένειας η οποία προορίζεται να καλύψει το μέρος των εξόδων που δεν επιστρέφεται από το ασφαλιστικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης της Ένωσης.

2.   Πρώην δημόσιοι λειτουργοί που υπάγονται στο συνταξιοδοτικό καθεστώς που προβλέπεται στο άρθρο 12 του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν την προσωρινή αποζημίωση που προβλέπεται στο άρθρο 10 του παρόντος κανονισμού ή υπάγονται στο καθεστώς αναπηρικών συντάξεων που προβλέπεται στο άρθρο 14 του παρόντος κανονισμού μπορούν να ζητήσουν να εφαρμόζεται και σε αυτούς η κάλυψη, δυνάμει του άρθρου 72 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

3.   Πρώην δημόσιοι λειτουργοί που δεν υπάγονται στο συνταξιοδοτικό καθεστώς που προβλέπεται στο άρθρο 12 του παρόντος κανονισμού και δεν λαμβάνουν την προσωρινή αποζημίωση που προβλέπεται στο άρθρο 10 του παρόντος κανονισμού ή δεν υπάγονται στο καθεστώς αναπηρικών συντάξεων που προβλέπεται στο άρθρο 14 του παρόντος κανονισμού μπορούν να ζητήσουν να καλύπτονται από το άρθρο 72 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, υπό τον όρο ότι δεν έχουν αμειβόμενη απασχόληση. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να καταβάλουν το σύνολο των απαραίτητων συνεισφορών για την εν λόγω κάλυψη. Οι συνεισφορές αυτές υπολογίζονται με βάση το ποσό της μηνιαίας προσωρινής αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου 10 του παρόντος κανονισμού, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των διαδοχικών προσαρμογών του εν λόγω ποσού.

4.   Τα άρθρα 74 και 75 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης τα οποία προβλέπουν, μεταξύ άλλων, τις παροχές σε περίπτωση γεννήσεως και θανάτου ισχύουν κατ' αναλογία για τους δημόσιους λειτουργούς.

Άρθρο 16

Θάνατος εν υπηρεσία

Όταν ένας δημόσιος λειτουργός αποβιώσει κατά τη διάρκεια της θητείας του, ο επιζών σύζυγος ή τα συντηρούμενα τέκνα δικαιούνται, έως και τον τρίτο μήνα μετά τον μήνα του θανάτου, τις αποδοχές που ο δημόσιος λειτουργός θα εδικαιούτο δυνάμει των άρθρων 2, 5 και 6.

Άρθρο 17

Υποκατάσταση σε δικαιώματα

Όταν η αιτία αναπηρίας ή θανάτου καταλογίζεται σε έναν τρίτο, τα δικαιώματα του εν λόγω δημόσιου λειτουργού ή των εξ αυτού ελκόντων δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη κατά του τρίτου περιέρχονται στην Ένωση, στο βαθμό που αυτή βαρύνεται με υποχρεώσεις σύμφωνα με το συνταξιοδοτικό καθεστώς.

Άρθρο 18

Σύνταξη επιζώντων

1.   Ο επιζών σύζυγος και τα συντηρούμενα κατά το χρόνο του θανάτου δημόσιου λειτουργού ή πρώην δημόσιου λειτουργού τέκνα που έχουν κεκτημένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα κατά το χρόνο του θανάτου δικαιούνται σύνταξη επιζώντων.

Η σύνταξη αυτή ισούται με το ποσοστό της σύνταξης που θα εδικαιούτο ο δημόσιος λειτουργός ή ο πρώην δημόσιος λειτουργός δυνάμει του άρθρου 12 κατά την ημερομηνία του θανάτου του, και συγκεκριμένα:

Για επιζώντα σύζυγο

60 %

Για κάθε τέκνο σε περίπτωση θανάτου ενός γονέα

10 %

Για κάθε ορφανό και από τους δύο γονείς

20 %

Ωστόσο, όταν ο δημόσιος λειτουργός αποβιώσει κατά τη διάρκεια της θητείας του:

η σύνταξη επιζώντων για τον επιζώντα σύζυγο ισούται με το 36 % του βασικού μισθού που ελάμβανε κατά το χρόνο του θανάτου,

η σύνταξη επιζώντων για το πρώτο παιδί που είναι ορφανό και από τους δύο γονείς δεν δύναται να είναι κατώτερη από το 12 % του βασικού μισθού που ελάμβανε κατά το χρόνο του θανάτου. Σε περίπτωση περισσότερων ορφανών και από τους δύο γονείς, το συνολικό ποσό της σύνταξης επιζώντων κατανέμεται ισομερώς μεταξύ των ορφανών παιδιών.

2.   Το συνολικό ποσό των εν λόγω συντάξεων επιζώντων δεν δύναται να υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του δημόσιου λειτουργού ή του πρώην δημόσιου λειτουργού βάσει της οποίας έχει καθοριστεί. Κατά περίπτωση, το ανώτατο ποσό των οφειλομένων συντάξεων επιζώντων κατανέμεται μεταξύ των δικαιούχων κατ' αναλογία των προβλεπομένων στην παράγραφο 1 ποσοστών.

3.   Οι συντάξεις επιζώντων χορηγούνται από την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που έπεται του θανάτου. Εν τούτοις, σε περίπτωση που εφαρμόζεται το άρθρο 16, η έναρξη καταβολής της σύνταξης αναβάλλεται για την πρώτη ημέρα του τετάρτου μηνός που έπεται εκείνου του θανάτου.

4.   Σε περίπτωση θανάτου του δικαιούχου, το δικαίωμα επί της συντάξεως επιζώντων λήγει στο τέλος του ημερολογιακού μηνός κατά τη διάρκεια του οποίου επήλθε ο θάνατος. Επιπλέον, το συνταξιοδοτικό δικαίωμα του ορφανού λήγει στο τέλος του μηνός κατά τη διάρκεια του οποίου το ορφανό συμπλήρωσε το 21ο έτος της ηλικίας του. Εν τούτοις, το δικαίωμα τούτο παρατείνεται κατά τη διάρκεια της σχολικής ή επαγγελματικής εκπαιδεύσεως του ορφανού, και κατ' ανώτατο όριο μέχρι του τέλους του μηνός κατά τη διάρκεια του οποίου συμπλήρωσε το 25ο έτος της ηλικίας του.

Η σύνταξη διατηρείται υπέρ του ορφανού το οποίο βρίσκεται σε αδυναμία να καλύψει τις ανάγκες του, λόγω ασθένειας ή αναπηρίας.

5.   Κανένα δικαίωμα συντάξεως επιζώντων δεν παρέχεται στον σύζυγο που ήλθε σε γάμο με πρώην δημόσιο λειτουργό, ο οποίος είχε αποκτήσει κατά το χρόνο του γάμου δικαιώματα συντάξεως δυνάμει του παρόντος κανονισμού, ούτε στα τέκνα που προέρχονται από αυτή την ένωση, εκτός εάν ο θάνατος του πρώην δημόσιου λειτουργού επέλθει πέντε ή περισσότερα έτη μετά το γάμο.

6.   Ο επιζών σύζυγος που έρχεται εκ νέου σε γάμο παύει να έχει το δικαίωμα επί της συντάξεως επιζώντων. Δικαιούται άμεση καταβολή ενός εφ' άπαξ ποσού ίσου προς το διπλάσιο του ετησίου ποσού της συντάξεως επιζώντων.

7.   Όταν υπάρχει επιζών σύζυγος και ορφανά από προηγούμενο γάμο του δημόσιου λειτουργού ή άλλοι δικαιούχοι ή αν υπάρχουν ορφανά ετεροθαλή, η κατανομή της συνολικής συντάξεως πραγματοποιείται εφαρμοζομένων αναλόγως των άρθρων 22, 27 και 28 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

8.   Ο επιζών σύζυγος και τα συντηρούμενα τέκνα των δημόσιων λειτουργών καλύπτονται από το καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης που προβλέπεται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης όσον αφορά την κάλυψη από τους κινδύνους ασθένειας.

Υποχρεούνται δε να δηλώνουν τις επιστροφές εξόδων που εισέπραξαν τις οποίες δικαιούνται να απαιτήσουν από άλλη ασφάλιση ασθένειας, βάσει κανονιστικών ή νομοθετικών διατάξεων, για τους ίδιους ή για ένα από τα πρόσωπα που ασφαλίζουν. Αν το σύνολο των προς επιστροφή ποσών υπερβαίνει τα επιστρεφόμενα ποσά που προβλέπονται στο άρθρο 72 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η διαφορά αφαιρείται από το ποσό που πρέπει να επιστραφεί δυνάμει του άρθρου 72 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, εκτός από τις επιστροφές που έχουν ληφθεί δυνάμει ιδιωτικής συμπληρωματικής ασφάλισης ασθένειας η οποία προορίζεται να καλύψει το μέρος των εξόδων που δεν επιστρέφεται από το ασφαλιστικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης της Ένωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Άρθρο 19

Επικαιροποίηση παροχών και συντάξεων

Οι αποζημιώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 7 και 8 του παρόντος κανονισμού και οι συνταξιοδοτικές παροχές που προβλέπονται στα άρθρα 12, 14 και 18 του παρόντος κανονισμού επικαιροποιούνται κατά το ποσό της επικαιροποίησης που προκύπτει από την εφαρμογή του άρθρου 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του παραρτήματος XI, τα οποία εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

Η διάταξη αυτή ισχύει για τις συνταξιοδοτικές παροχές των δημόσιων λειτουργών, η θητεία των οποίων βρίσκεται σε εξέλιξη ή έχει λήξει πριν από τις 4 Μαρτίου 2016.

Άρθρο 20

Διορθωτικοί συντελεστές

Οι βασικοί μισθοί που αναφέρονται στο άρθρο 2 του παρόντος κανονισμού, οι αποζημιώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 5 του παρόντος κανονισμού, και τα οικογενειακά επιδόματα που αναφέρονται στο άρθρο 6 του παρόντος κανονισμού σταθμίζονται, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 64 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 21

Μη σώρευση

Η προσωρινή αποζημίωση που προβλέπεται στο άρθρο 10, η σύνταξη που προβλέπεται στο άρθρο 12 και οι συντάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 14 δεν δύνανται να λαμβάνονται σωρευτικώς. Όταν ο δημόσιος λειτουργός δύναται να επικαλεστεί ταυτοχρόνως δικαίωμα εκ δύο ή περισσοτέρων αναφερομένων ανωτέρω διατάξεων, εφαρμόζεται υπέρ αυτού η ευνοϊκότερη διάταξη. Ωστόσο, όταν ο δημόσιος λειτουργός φθάσει στην ηλικία συνταξιοδότησης, όπως ορίζεται στο άρθρο 11, το δικαίωμα στην προσωρινή αποζημίωση παύει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ

Άρθρο 22

Τόπος και καταβολή πληρωμής

1.   Η πληρωμή των ποσών που οφείλονται δυνάμει των άρθρων 2, 4, 5, 6, 7, 15 και 16 γίνεται στη χώρα όπου οι δημόσιοι λειτουργοί ασκούν τα καθήκοντά τους και στο νόμισμα της χώρας αυτής, ή, κατόπιν αιτήματός τους, σε ευρώ σε τραπεζικό λογαριασμό στην Ένωση.

2.   Το άρθρο 17, παράγραφοι 2 έως 4 του παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ισχύει κατ' αναλογία για τους δημόσιους λειτουργούς.

3.   Κανένας συντελεστής αναπροσαρμογής δεν εφαρμόζεται στα ποσά που οφείλονται δυνάμει των άρθρων 10, 12, 14 και 18. Τα ποσά αυτά καταβάλλονται στους δικαιούχους που διαμένουν στην Ένωση σε ευρώ σε τραπεζικό λογαριασμό στην Ένωση.

Για τους ενδιαφερομένους που διαμένουν εκτός Ένωσης, η σύνταξη καταβάλλεται σε ευρώ σε τραπεζικό λογαριασμό στην Ένωση ή τη χώρα διαμονής. Η σύνταξη μπορεί, κατ' εξαίρεση, να καταβάλλεται σε συνάλλαγμα στη χώρα διαμονής του συνταξιούχου, με μετατροπή βάσει των πλέον πρόσφατων τιμών συναλλάγματος που χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 23

Έκπτωση

Δημόσιοι λειτουργοί που απαλλάσσονται από τα καθήκοντά τους λόγω σοβαρού παραπτώματος, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης, ενδέχεται συνακολούθως να απολέσουν κάθε δικαίωμα επί της προσωρινής αποζημίωσης ή της σύνταξης αρχαιότητας. Εν τούτοις το μέτρο αυτό δεν θίγει τους έλκοντες δικαίωμα εξ αυτών.

Άρθρο 24

Ρήτρα προαιρετικής συμμετοχής — Μεταβατικές διατάξεις

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 1 παράγραφος 2, οι δημόσιοι λειτουργοί που ασκούν καθήκοντα πριν από τις 4 Μαρτίου 2016, καθώς και οι πρώην δημόσιοι λειτουργοί προ της ημερομηνίας αυτής, δύνανται να ζητήσουν την εφαρμογή του άρθρου 15 σε αυτούς. Το αίτημα αυτό πρέπει να υποβληθεί εντός της προθεσμίας των έξι μηνών από τις 4 Μαρτίου 2016.

2.   Τα άρθρα 20, 24, 25, καθώς και το πρώτο εδάφιο του άρθρου 24α του παραρτήματος XIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται κατ' αναλογία στους δικαιούχους των ποσών που οφείλονται δυνάμει των άρθρων 10, 11, 12, 14 και 18 του παρόντος κανονισμού. Ωστόσο, η ημερομηνία της 1ης Ιανουαρίου 2014 που αναφέρεται στο άρθρο 24α του παραρτήματος XIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, θεωρείται ότι είναι η ημερομηνία της 4ης Μαρτίου 2016.

Άρθρο 25

Κατάργηση διατάξεων και διατάξεις που παραμένουν σε ισχύ

1.   Οι ακόλουθες πράξεις καταργούνται με την επιφύλαξη της συνεχιζόμενης εφαρμογής τους στους δημόσιους λειτουργούς η θητεία των οποίων βρίσκεται σε εξέλιξη ή έχει λήξει πριν από τις 4 Μαρτίου 2016:

α)

κανονισμός αριθ. 422/67/ΕΟΚ, αριθ. 5/67/Ευρατόμ·

β)

κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 2290/77·

γ)

απόφαση 2009/909/ΕΕ·

δ)

απόφαση 2009/910/ΕΕ·

ε)

απόφαση 2009/912/ΕΕ, με εξαίρεση το άρθρο 5.

2.   Οι παραπομπές στις καταργούμενες πράξεις νοούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό.

3.   Καταργούνται οι κανονισμοί του Συμβουλίου αριθ. 63 (ΕΟΚ) (10) και αριθ. 14 (ΕΚΑΕ) (11), η απόφαση του ειδικού Συμβουλίου υπουργών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, της 22ας Μαΐου 1962 (12), και ο κανονισμός αριθ. 62 (ΕΟΚ), 13 (ΕΚΑΕ) των Συμβουλίων (13) εξαιρέσει του άρθρου 20.

4.   Η απόφαση του ειδικού Συμβουλίου των υπουργών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα της 13 και 14 Οκτωβρίου 1958 παραμένει σε ισχύ.

Άρθρο 26

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 4 Μαρτίου 2016.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 29 Φεβρουαρίου 2016.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

H.G.J. KAMP


(1)  Απόφαση 2009/909/ΕΕ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2009, για τον καθορισμό των όρων απασχόλησης του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (ΕΕ L 322 της 9.12.2009, σ. 35).

(2)  Κανονισμός αριθ. 422/67/ΕΟΚ, αριθ. 5/67/Ευρατόμ του Συμβουλίου της 25ης Ιουλίου 1967 περί καθορισμού του καθεστώτος χρηματικών απολαβών του προέδρου και των μελών της Επιτροπής, του προέδρου, των δικαστών, των γενικών εισαγγελέων και του γραμματέως του Δικαστηρίου, του προέδρου, των μελών και του γραμματέως του Γενικού Δικαστηρίου, καθώς και του προέδρου, των μελών και του γραμματέως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 187 της 8.8.1967, σ. 1).

(3)  Απόφαση 2009/910/ΕΕ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2009, για τον καθορισμό των όρων απασχόλησης του Ύπατου Εκπροσώπου της Ένωσης για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας (ΕΕ L 322 της 9.12.2009, σ. 36).

(4)  Βλέπε ανωτέρω, υποσημείωση 2.

(5)  Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 2290/77 του Συμβουλίου, της 18ης Οκτωβρίου 1977, περί του καθορισμού του καθεστώτος χρηματικών απολαβών των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΕ L 268 της 20.10.1977, σ. 1).

(6)  Απόφαση 2009/912/ΕΕ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2009, για τον καθορισμό των όρων απασχόλησης του γενικού γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 322 της 9.12.2009, σ. 38).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Οκτωβρίου 2013 για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 15).

(8)  Βλέπε ανωτέρω, υποσημείωση 5.

(9)  Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 260/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού των όρων και της διαδικασίας επιβολής του φόρου του θεσπισθέντος υπέρ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 8).

(10)  Κανονισμός αριθ. 63 του Συμβουλίου για τον καθορισμό των αποδοχών των μελών της Επιτροπής (ΕΕ 62 της 19.7.1962, σ. 1724/62).

(11)  Κανονισμός αριθ. 14 του Συμβουλίου για τον καθορισμό των αποδοχών των μελών της Επιτροπής (ΕΕ 62 της 19.7.1962, σ. 1730/62).

(12)  Απόφαση του ειδικού Συμβουλίου υπουργών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα για τον καθορισμό των αποδοχών των μελών της Ανωτάτης Αρχής (ΕΕ 62 της 19.7.1962, σ. 1734/62).

(13)  Κανονισμός αριθ. 62/ΕΟΚ, αριθ. 13/ΕΚΑΕ των Συμβουλίων για τον καθορισμό των αποδοχών των μελών του Δικαστηρίου (ΕΕ 62 της 19.7.1962, σ. 1713/62).


Top