Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32014L0067

Οδηγία 2014/67/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014 , για την εφαρμογή της οδηγίας 96/71/ΕΚ σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 σχετικά με τη διοικητική συνεργασία μέσω του Συστήματος Πληροφόρησης για την εσωτερική αγορά ( «κανονισμός ΙΜΙ» ) Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

ΕΕ L 159 της 28.5.2014, p. 11–31 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2014/67/oj

28.5.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 159/11


ΟΔΗΓΊΑ 2014/67/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Μαΐου 2014

για την εφαρμογή της οδηγίας 96/71/ΕΚ σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 σχετικά με τη διοικητική συνεργασία μέσω του Συστήματος Πληροφόρησης για την εσωτερική αγορά («κανονισμός ΙΜΙ»)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 53 παράγραφος 1 και το άρθρο 62,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, η ελευθερία εγκατάστασης και η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών συνιστούν θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής αγοράς στην Ένωση και κατοχυρώνονται στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Η Ένωση επιδιώκει την περαιτέρω ανάπτυξη της εφαρμογής των εν λόγω αρχών, με στόχο την εξασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού για τις επιχειρήσεις και τον σεβασμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων.

(2)

Η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών περιλαμβάνει το δικαίωμα των επιχειρήσεων να παρέχουν υπηρεσίες σε άλλο κράτος μέλος, στο οποίο μπορούν να αποσπούν προσωρινά δικούς τους εργαζομένους για την παροχή αυτών των υπηρεσιών εκεί. Για τους σκοπούς της απόσπασης εργαζομένων, είναι απαραίτητο να διαχωρίζεται η εν λόγω ελευθερία από την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, η οποία παρέχει σε κάθε πολίτη το δικαίωμα να μετακινείται ελεύθερα και να διαμένει σε άλλο κράτος μέλος με σκοπό την εργασία και τον προστατεύει από διακρίσεις όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους λοιπούς όρους εργασίας και απασχόλησης σε σύγκριση με τους υπηκόους του εν λόγω κράτους μέλους.

(3)

Για τους εργαζομένους που αποσπώνται προσωρινά σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος στο οποίο εκτελούν συνήθως την εργασία τους με σκοπό την παροχή υπηρεσιών, η οδηγία 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) θεσπίζει μια βασική δέσμη σαφώς καθορισμένων όρων και συνθηκών απασχόλησης, με τους οποίους πρέπει να συμμορφώνεται ο πάροχος υπηρεσιών στο κράτος μέλος στο οποίο γίνεται η απόσπαση, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η ελάχιστη προστασία των αποσπασμένων εργαζομένων.

(4)

Όλα τα μέτρα που εισάγει η παρούσα οδηγία θα πρέπει να είναι δικαιολογημένα και αναλογικά έτσι ώστε να μη δημιουργούν διοικητικό φόρτο και να μην περιορίζουν τις δυνατότητες των εταιρειών, ιδίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ), να δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας, ενώ παράλληλα θα πρέπει να προστατεύουν τους αποσπασμένους εργαζομένους.

(5)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η συμμόρφωση προς την οδηγία 96/71/ΕΚ χωρίς να επιβαρύνονται οι πάροχοι υπηρεσιών με περιττό διοικητικό φόρτο, έχει ζωτική σημασία τα πραγματικά στοιχεία που αναφέρονται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας σχετικά με τον εντοπισμό μιας πραγματικής απόσπασης και την πρόληψη της κατάχρησης και της καταστρατήγησης να θεωρούνται ενδεικτικά και μη εξαντλητικά. Ιδίως, δεν θα πρέπει να υπάρχει η υποχρέωση να πληρούνται όλα τα στοιχεία σε κάθε περίπτωση απόσπασης.

(6)

Παρά το γεγονός ότι η αξιολόγηση των ενδεικτικών πραγματικών στοιχείων θα πρέπει να προσαρμόζεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες της κατάστασης, καταστάσεις που παρουσιάζουν τα ίδια πραγματικά στοιχεία δεν θα πρέπει να οδηγούν σε διαφορετική νομική εκτίμηση ή αξιολόγηση εκ μέρους των αρμόδιων αρχών σε διαφορετικά κράτη μέλη.

(7)

Για να προληφθεί, να αποφευχθεί και να καταπολεμηθεί η κατάχρηση και η καταστρατήγηση των εφαρμοστέων κανόνων από τις επιχειρήσεις που επιδιώκουν να επωφεληθούν με ανάρμοστο ή δόλιο τρόπο από την ελευθερία παροχής υπηρεσιών η οποία κατοχυρώνεται στη ΣΛΕΕ και/ή από την εφαρμογή της οδηγίας 96/71/ΕΚ, θα πρέπει να βελτιωθεί η εφαρμογή και η παρακολούθηση της έννοιας της απόσπασης, ενώ θα πρέπει επίσης να θεσπιστούν σε επίπεδο Ένωσης πιο ομοιόμορφα στοιχεία, τα οποία θα διευκολύνουν μια κοινή ερμηνεία.

(8)

Για τον λόγο αυτό, χρειάζεται να εξετάζονται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής και, εφόσον κριθεί αναγκαίο, σε στενή συνεργασία με το κράτος μέλος εγκατάστασης τα επιμέρους πραγματικά στοιχεία τα οποία χαρακτηρίζουν τον προσωρινό χαρακτήρα που έχει από τη φύση της η έννοια της απόσπασης, καθώς και η προϋπόθεση ότι ο εργοδότης είναι πραγματικά εγκατεστημένος στο κράτος μέλος από το οποίο γίνεται η απόσπαση.

(9)

Κατά την εξέταση του μεγέθους του κύκλου εργασιών που πραγματοποιεί η επιχείρηση στο κράτος μέλος εγκατάστασης με σκοπό να διαπιστωθεί κατά πόσο η εν λόγω επιχείρηση ασκεί πραγματικά ουσιαστικές δραστηριότητες, πέρα από απλώς δραστηριότητες εσωτερικής διαχείρισης και/ή διοικητικές δραστηριότητες, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις διαφορές στην αγοραστική δύναμη των νομισμάτων.

(10)

Τα στοιχεία που ορίζονται στην παρούσα οδηγία σχετικά με την εφαρμογή και την παρακολούθηση της απόσπασης μπορούν επίσης να βοηθούν τις αρμόδιες αρχές στον εντοπισμό των εργαζομένων που έχουν δηλωθεί ψευδώς ως αυτοαπασχολούμενοι. Σύμφωνα με την οδηγία 96/71/ΕΚ, ο σχετικός ορισμός του εργαζομένου είναι ο ορισμός που προβλέπεται στο δίκαιο του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου αποσπάται ένας εργαζόμενος. Η περαιτέρω αποσαφήνιση και η καλύτερη παρακολούθηση της απόσπασης από τις οικείες αρμόδιες αρχές θα ενίσχυαν την ασφάλεια δικαίου και θα συνιστούσαν χρήσιμο εργαλείο για την αποτελεσματική καταπολέμηση της ψευδοαυτοαπασχόλησης και την εξασφάλιση του ότι δεν δηλώνεται ψευδώς ότι οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι αυτοαπασχολούνται, με αποτέλεσμα την πρόληψη, την αποφυγή και την καταπολέμηση της καταστρατήγησης των εφαρμοστέων κανόνων.

(11)

Όταν διαπιστώνεται μη πραγματική περίπτωση απόσπασης και ανακύπτει σύγκρουση νόμων, θα πρέπει να δίνεται η δέουσα προσοχή στις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) («Ρώμη I») ή της σύμβασης της Ρώμης (6), σκοπός των οποίων είναι να διασφαλίζουν ότι οι εργαζόμενοι δεν θα πρέπει να στερούνται της προστασίας που τους παρέχουν οι διατάξεις από τις οποίες δεν μπορεί να υπάρξει παρέκκλιση με συμφωνία ή, αν υπάρξει, αυτή μπορεί να αποβεί μόνο προς όφελός τους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν την πρόβλεψη διατάξεων που να προστατεύουν επαρκώς τους εργαζομένους που δεν είναι πραγματικά αποσπασμένοι.

(12)

Η έλλειψη του πιστοποιητικού σχετικά με την ισχύουσα νομοθεσία για την κοινωνική ασφάλιση που αναφέρεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) μπορεί να δείχνει ότι η κατάσταση δεν θα πρέπει να χαρακτηρίζεται ως προσωρινή απόσπαση σε ένα άλλο κράτος μέλος από αυτό στο οποίο ο εν λόγω εργαζόμενος συνήθως εργάζεται στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών.

(13)

Όπως και στην περίπτωση της οδηγίας 96/71/ΕΚ, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8).

(14)

Ο σεβασμός της ποικιλομορφίας των εθνικών συστημάτων εργασιακών σχέσεων, καθώς και της αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων, αναγνωρίζεται ρητά από τη ΣΛΕΕ.

(15)

Σε πολλά κράτη μέλη, οι κοινωνικοί εταίροι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο θέμα της απόσπασης εργαζομένων για την παροχή υπηρεσιών, δεδομένου ότι αυτοί μπορούν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και/ή πρακτική, να καθορίσουν, εναλλακτικά ή ταυτόχρονα, τα διάφορα επίπεδα των εφαρμοστέων ελάχιστων αμοιβών. Οι κοινωνικοί εταίροι θα πρέπει να κοινοποιούν και να ενημερώνουν για τις εν λόγω αμοιβές.

(16)

Η κατάλληλη και αποτελεσματική εφαρμογή και επιβολή είναι βασικά στοιχεία για την προστασία των δικαιωμάτων των αποσπασμένων εργαζομένων και τη διασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού για τους παρόχους υπηρεσιών, ενώ η ανεπαρκής επιβολή υπονομεύει την αποτελεσματικότητα των ενωσιακών κανόνων που εφαρμόζονται στον τομέα αυτό. Συνεπώς, η στενή συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών, και, κατά περίπτωση, των περιφερειακών και τοπικών αρχών, έχει ουσιώδη σημασία, χωρίς ωστόσο να παραγνωρίζεται ο σημαντικός εν προκειμένω ρόλος των επιθεωρήσεων εργασίας και των κοινωνικών εταίρων. Η αμοιβαία εμπιστοσύνη, το πνεύμα συνεργασίας, ο διαρκής διάλογος και η αμοιβαία κατανόηση είναι παράγοντες ουσιώδους σημασίας από την άποψη αυτή.

(17)

Οι αποτελεσματικές διαδικασίες παρακολούθησης στα κράτη μέλη έχουν ζωτική σημασία για την εφαρμογή της οδηγίας 96/71/ΕΚ και της παρούσας οδηγίας, και για τον λόγο αυτό θα πρέπει να καθιερωθούν σε ολόκληρη την Ένωση.

(18)

Οι δυσκολίες πρόσβασης στις πληροφορίες ως προς τους όρους και τις συνθήκες απασχόλησης είναι πολύ συχνά ο λόγος για τον οποίο οι πάροχοι υπηρεσιών δεν εφαρμόζουν τους ισχύοντες κανόνες. Τα κράτη μέλη θα πρέπει συνεπώς να εξασφαλίζουν ότι αυτού του είδους οι πληροφορίες παρέχονται γενικά, χωρίς χρέωση, και ότι αποτελεσματική πρόσβαση σε αυτές παρέχεται όχι μόνο στους παρόχους υπηρεσιών από άλλα κράτη μέλη, αλλά και στους ίδιους τους αποσπασμένους εργαζομένους.

(19)

Στις περιπτώσεις που οι όροι και οι συνθήκες απασχόλησης ορίζονται στο πλαίσιο συλλογικών συμβάσεων οι οποίες αναγνωρίζονται ως συμβάσεις καθολικής εφαρμογής, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι, ενώ θα είναι σεβαστή η αυτονομία των κοινωνικών εταίρων, οι εν λόγω συλλογικές συμβάσεις θα είναι γενικά διαθέσιμες με προσβάσιμο και διαφανή τρόπο.

(20)

Προκειμένου να βελτιωθεί η δυνατότητα πρόσβασης στις πληροφορίες, θα πρέπει να ορισθεί στα κράτη μέλη ενιαία πηγή πληροφόρησης. Κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να προβλέπει ένα ενιαίο, επίσημο εθνικό ιστότοπο, βάσει των προτύπων προσβασιμότητας στο διαδίκτυο, και άλλους κατάλληλους διαύλους επικοινωνίας. Ο ενιαίος επίσημος εθνικός ιστότοπος θα πρέπει τουλάχιστον να έχει τη μορφή διαδικτυακής πύλης και θα πρέπει να εξυπηρετεί ως πύλη πρόσβασης ή ως κύριο σημείο πρόσβασης, να παρέχει με σαφή και ακριβή τρόπο συνδέσμους με τις αντίστοιχες πηγές πληροφοριών καθώς και συνοπτική πληροφόρηση σχετικά με το περιεχόμενο του ιστότοπου και τους σχετικούς συνδέσμους. Οι εν λόγω ιστότοποι θα πρέπει να περιλαμβάνουν ειδικότερα κάθε ιστότοπο που έχει δημιουργηθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης για την προώθηση της επιχειρηματικότητας και/ή για την ανάπτυξη της διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών. Τα κράτη μέλη υποδοχής θα πρέπει να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τις περιόδους που ορίζονται στην εθνική νομοθεσία τους για τις οποίες οι πάροχοι υπηρεσιών υποχρεούνται να διατηρούν έγγραφα μετά την περίοδο απόσπασης.

(21)

Οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν από το κράτος μέλος υποδοχής γενικές πληροφορίες σχετικά με την εθνική νομοθεσία και/ή την πρακτική που ισχύουν γι' αυτούς.

(22)

Η διοικητική συνεργασία και η αμοιβαία συνδρομή μεταξύ των κρατών μελών θα πρέπει να συνάδουν με τους κανόνες περί προστασίας προσωπικών δεδομένων που θεσπίζει η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) και να τηρούν τους εθνικούς κανόνες περί προστασίας των δεδομένων που εφαρμόζουν τη νομοθεσία της Ένωσης. Σε ό,τι αφορά τη διοικητική συνεργασία μέσω του συστήματος πληροφόρησης για την εσωτερική αγορά (IMI), θα πρέπει επίσης να συνάδει με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10) και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11).

(23)

Για να εξασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή των ουσιαστικών κανόνων που καθορίζουν τους όρους και τις συνθήκες απασχόλησης που πρέπει να τηρούνται για τους αποσπασμένους εργαζομένους και για να παρακολουθείται η συμμόρφωση με τους εν λόγω κανόνες, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόζουν ορισμένα μόνο διοικητικές απαιτήσεις και μέτρα ελέγχου στις επιχειρήσεις που αποσπούν εργαζομένους στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τέτοιες απαιτήσεις και μέτρα δικαιολογούνται για επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, μεταξύ των οποίων η αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων, υπό τον όρο ότι ενδείκνυνται για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου και δεν υπερβαίνουν τα προς τούτο απαραίτητα. Οι εν λόγω απαιτήσεις και τα μέτρα μπορούν να επιβάλλονται μόνο με την προϋπόθεση ότι οι αρμόδιες αρχές δεν μπορούν να εκτελέσουν αποτελεσματικά τα εποπτικά τους καθήκοντα χωρίς τις αιτούμενες πληροφορίες και/ή ότι δεν υπάρχει κανένα λιγότερο περιοριστικό μέτρο που θα εξασφάλιζε την επίτευξη των στόχων των εθνικών μέτρων ελέγχου που κρίνονται αναγκαία.

(24)

Ένας πάροχος υπηρεσιών θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι η ταυτότητα των αποσπασμένων εργαζομένων που περιλαμβάνεται στη δήλωση του παρόχου υπηρεσιών για να μπορούν να διενεργούνται έλεγχοι πραγματικών στοιχείων στον χώρο εργασίας μπορεί να εξακριβώνεται από τις αρμόδιες αρχές κατά τη διάρκεια της απόσπασης.

(25)

Ο πάροχος υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος θα πρέπει να ενημερώνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής για τυχόν σημαντικές αλλαγές στις πληροφορίες που περιέχονται στη δήλωση του παρόχου υπηρεσιών για να μπορούν να διενεργούνται έλεγχοι των πραγματικών στοιχείων στον χώρο εργασίας.

(26)

Η υποχρέωση κοινοποίησης διοικητικών απαιτήσεων και μέτρων ελέγχου στην Επιτροπή δεν θα πρέπει να συνιστά διαδικασία εκ των προτέρων έγκρισης.

(27)

Για να εξασφαλιστεί η καλύτερη και περισσότερο ομοιόμορφη εφαρμογή της οδηγίας 96/71/ΕΚ, καθώς και η επιβολή της στην πράξη, και για να μειωθούν, κατά το δυνατόν, οι διαφορές όσον αφορά τα επίπεδα εφαρμογής και επιβολής της στην Ένωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν για τη διεξαγωγή αποτελεσματικών και κατάλληλων επιθεωρήσεων στο έδαφός τους, συμβάλλοντας τοιουτοτρόπως, μεταξύ άλλων, στην καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας στο πλαίσιο της απόσπασης και λαμβάνοντας επίσης υπόψη άλλες νομικές πρωτοβουλίες για την καλύτερη αντιμετώπιση του θέματος.

(28)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει, κατά περίπτωση και σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και/ή πρακτική τους, να εφοδιάζουν την επιχείρηση που υποβλήθηκε σε επιθεώρηση με έγγραφο κατόπιν της επιθεώρησης ή του ελέγχου το οποίο περιλαμβάνει όλες τις σχετικές πληροφορίες.

(29)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι διατίθεται επαρκές προσωπικό με τις δεξιότητες και τα προσόντα που απαιτούνται για τη διενέργεια αποτελεσματικών επιθεωρήσεων και για τη χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση ανταπόκριση στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών, όπως προβλέπει η παρούσα οδηγία, είτε από το κράτος μέλος υποδοχής είτε από το κράτος μέλος εγκατάστασης.

(30)

Οι επιθεωρήσεις εργασίας, οι κοινωνικοί εταίροι και οι λοιποί εποπτικοί φορείς έχουν ζωτική σημασία από την άποψη αυτή και θα πρέπει να εξακολουθήσουν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο.

(31)

Για να αντιμετωπιστεί με ευελιξία η ποικιλομορφία των αγορών εργασίας και των συστημάτων εργασιακών σχέσεων, θα πρέπει η διοίκηση και το εργατικό δυναμικό και/ή άλλοι οργανισμοί και/ή φορείς να μπορούν να αναλαμβάνουν, κατ' εξαίρεση, την παρακολούθηση ορισμένων όρων και συνθηκών απασχόλησης των αποσπασμένων εργαζομένων, με την προϋπόθεση ότι αυτοί εξασφαλίζουν στους ενδιαφερομένους ισοδύναμο βαθμό προστασίας και ότι ασκούν τα εποπτικά τους καθήκοντα χωρίς διακρίσεις και με αντικειμενικό τρόπο.

(32)

Οι ελεγκτικές αρχές των κρατών μελών και οι λοιποί σχετικοί φορείς εποπτείας και επιβολής θα πρέπει να αξιοποιούν τις δυνατότητες συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών που προβλέπονται στο σχετικό δίκαιο, για να ελέγχουν αν έχουν τηρηθεί οι κανόνες που ισχύουν για τους αποσπασμένους εργαζομένους.

(33)

Τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται ιδιαίτερα να υιοθετήσουν μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση όσον αφορά τις επιθεωρήσεις εργασίας. Θα πρέπει επίσης να εξεταστεί η ανάγκη ανάπτυξης κοινών προτύπων για την κατάρτιση συγκρίσιμων μεθόδων, πρακτικών και ελάχιστων προτύπων σε ενωσιακό επίπεδο. Ωστόσο, η ανάπτυξη κοινών προτύπων δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε παρεμπόδιση των προσπαθειών των κρατών μελών για την αποτελεσματική καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας.

(34)

Για να διευκολυνθεί η επιβολή της οδηγίας 96/71/ΕΚ και να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότερη εφαρμογή της, θα πρέπει να υπάρχουν αποτελεσματικοί μηχανισμοί υποβολής καταγγελιών μέσω των οποίων οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι θα μπορούν να υποβάλλουν καταγγελίες ή να κινούν διαδικασίες είτε απευθείας είτε, με την έγκρισή τους, μέσω των ορισθέντων αρμόδιων τρίτων μερών, όπως οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ή οι άλλες ενώσεις, καθώς και τα κοινά θεσμικά όργανα των κοινωνικών εταίρων. Η δυνατότητα αυτή δεν θα πρέπει να θίγει τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες που διέπουν την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση ενώπιον των δικαστηρίων, αλλά ούτε και τις αρμοδιότητες και τα άλλα δικαιώματα των συνδικαλιστικών οργανώσεων και άλλων εκπροσώπων εργαζομένων δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας και/ή πρακτικής.

(35)

Για να εξασφαλιστεί ότι ο αποσπασμένος εργαζόμενος λαμβάνει την προσήκουσα αμοιβή, και με την προϋπόθεση ότι τα ειδικά επιδόματα απόσπασης μπορούν να θεωρηθούν μέρος των ελάχιστων αμοιβών, τα εν λόγω επιδόματα θα πρέπει να αφαιρούνται από τις αμοιβές μόνο αν αυτό προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις και/ή την πρακτική του κράτους μέλους υποδοχής.

(36)

Η συμμόρφωση με τους ισχύοντες κανόνες στον τομέα της απόσπασης στην πράξη και η αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων είναι θέμα ιδιαίτερα σημαντικό για τις αλυσίδες υπεργολαβίας και θα πρέπει να διασφαλίζεται μέσω κατάλληλων μέτρων σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και/ή πρακτική καθώς επίσης και σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης. Τέτοια μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν την καθιέρωση, σε εθελοντική βάση, μετά από διαβούλευση με τους σχετικούς κοινωνικούς εταίρους, μηχανισμού ευθύνης της άμεσης υπεργολαβίας, επιπλέον ή αντί της ευθύνης του εργοδότη, όσον αφορά κάθε οφειλόμενη καθαρή αμοιβή που αντιστοιχεί στους ελάχιστους μισθούς και/ή τις εισφορές σε κοινά ταμεία ή όργανα των κοινωνικών εταίρων που ρυθμίζονται από τον νόμο ή από συλλογικές συμβάσεις, εφόσον καλύπτονται από το άρθρο 3 παράγραφος 1 της οδηγίας 96/71/ΕΚ. Ωστόσο, τα κράτη μέλη εξακολουθούν να έχουν τη δυνατότητα να προβλέπουν, βάσει της εθνικής τους νομοθεσίας, πιο αυστηρούς κανόνες ευθύνης ή να λαμβάνουν πρόσθετα μέτρα προβλεπόμενα στην εθνική νομοθεσία, χωρίς διακρίσεις και σε αναλογική βάση.

(37)

Τα κράτη μέλη που θέσπισαν μέτρα προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση προς τους ισχύοντες κανόνες στις αλυσίδες υπεργολαβίας θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προβλέψουν ότι ένας (υπ)εργολάβος δεν θα πρέπει να έχει ευθύνη σε ορισμένες περιστάσεις ή ότι η ευθύνη του περιορίζεται σε περιπτώσεις που ο εν λόγω (υπ)εργολάβος έχει αναλάβει την υποχρέωση να επιδεικνύει τη δέουσα επιμέλεια. Τα εν λόγω μέτρα καθορίζονται από την εθνική νομοθεσία λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις του εν λόγω κράτους μέλους και περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων μέτρα που λαμβάνει ο εργολάβος σχετικά με την τεκμηρίωση συμμόρφωσης προς τις διοικητικές απαιτήσεις και τα μέτρα ελέγχου προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τους κανόνες που ισχύουν για την απόσπαση εορταζομένων.

(38)

Ανησυχία προκαλεί το γεγονός ότι τα κράτη μέλη εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν πολλές δυσχέρειες στη διασυνοριακή εκτέλεση των επιβαλλόμενων διοικητικών κυρώσεων και/ή προστίμων και ως εκ τούτου είναι ανάγκη να αντιμετωπισθεί η αμοιβαία αναγνώριση των διοικητικών κυρώσεων και/ή προστίμων.

(39)

Οι διαφορές μεταξύ των συστημάτων που ισχύουν στα κράτη μέλη όσον αφορά τα μέσα εκτέλεσης των επιβαλλόμενων διοικητικών κυρώσεων και/ή προστίμων σε διασυνοριακές καταστάσεις βλάπτουν την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και υπάρχει κίνδυνος να καταστήσουν πολύ δύσκολη, αν όχι αδύνατη, την εξασφάλιση ισοδύναμου επιπέδου προστασίας των αποσπασμένων εργαζομένων σε όλη την Ένωση.

(40)

Η αποτελεσματική επιβολή των ουσιαστικών κανόνων που διέπουν την απόσπαση εργαζομένων για παροχή υπηρεσιών θα πρέπει να διασφαλιστεί με ειδική δράση επικεντρωμένη στη διασυνοριακή εκτέλεση των επιβαλλόμενων χρηματικών διοικητικών κυρώσεων και/ή προστίμων. Ως εκ τούτου, η προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών στον τομέα αυτόν αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση για την εξασφάλιση υψηλότερου, περισσότερο ισοδύναμου και συγκρίσιμου επιπέδου προστασίας, αναγκαίου για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(41)

Η θέσπιση κοινών κανόνων οι οποίοι προβλέπουν αμοιβαία συνδρομή και στήριξη όσον αφορά τα μέτρα εκτέλεσης και τα σχετικά έξοδα, καθώς και η έγκριση ομοιόμορφων απαιτήσεων για την κοινοποίηση των αποφάσεων επιβολής διοικητικών κυρώσεων και/ή προστίμων λόγω της μη τήρησης της οδηγίας 96/71/ΕΚ, καθώς και της παρούσας οδηγίας, αναμένεται να επιλύσουν ορισμένα πρακτικά προβλήματα διασυνοριακής εκτέλεσης και να εξασφαλίσουν την καλύτερη κοινοποίηση και την καλύτερη εκτέλεση των αποφάσεων αυτών, όταν προέρχονται από άλλο κράτος μέλος.

(42)

Εάν προκύψει ότι ο πάροχος υπηρεσιών πράγματι δεν είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος εγκατάστασης ή ότι η διεύθυνση ή τα στοιχεία της εταιρείας είναι ψευδή, οι αρμόδιες αρχές δεν θα πρέπει να περατώνουν τη διαδικασία για τυπικούς λόγους, αλλά να ερευνούν περαιτέρω το θέμα με σκοπό την ταυτοποίηση του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την απόσπαση.

(43)

Η αναγνώριση των αποφάσεων επιβολής διοικητικής χρηματικής κύρωσης και/ή προστίμου και των αιτήσεων είσπραξης τέτοιου είδους κύρωσης και/ή προστίμου θα πρέπει να βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Για τον σκοπό αυτό, οι λόγοι μη αναγνώρισης ή απόρριψης είσπραξης διοικητικής κύρωσης και/ή προστίμου θα πρέπει να περιοριστούν στους απολύτως απαραίτητους.

(44)

Παρά τη θέσπιση περισσότερο ομοιόμορφων κανόνων για τη διασυνοριακή εκτέλεση των διοικητικών κυρώσεων και/ή προστίμων και παρά την ανάγκη για υιοθέτηση πιο εναρμονισμένων κριτηρίων για να γίνουν πιο αποτελεσματικές οι διαδικασίες παρακολούθησης σε περίπτωση μη πληρωμής, οι κανόνες αυτοί δεν θα πρέπει να θίγουν την αρμοδιότητα των κρατών μελών να καθορίζουν το δικό τους σύστημα επιβολής ποινών, κυρώσεων και προστίμων ή μέτρων είσπραξης, τα οποία είναι διαθέσιμα βάσει της εθνικής νομοθεσίας. Συνεπώς, το μέσο που επιτρέπει την επιβολή ή την εκτέλεση τέτοιων ποινών και/ή προστίμων μπορεί, εφόσον κρίνεται σκόπιμο και λαμβάνοντας υπόψη την εθνική νομοθεσία και/ή πρακτική στο κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται η αίτηση, να συμπληρώνεται, να συνοδεύεται ή να αντικαθίσταται από τίτλο που επιτρέπει την επιβολή ή εκτέλεση στο κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση.

(45)

Οι πιο ομοιόμορφοι κανόνες δεν θα πρέπει να συνεπάγονται τροποποίηση ή μεταβολή της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των εναγομένων ούτε των αρχών δικαίου που ισχύουν σε αυτούς, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ), όπως είναι το δικαίωμα της ακρόασης, το δικαίωμα της πραγματικής προσφυγής και του αμερόληπτου δικαστηρίου και η αρχή «ου δις δικάζειν» (αρχή «ne bis in idem»).

(46)

Η παρούσα οδηγία δεν επιδιώκει να θεσπίσει εναρμονισμένους κανόνες στους τομείς της δικαστικής συνεργασίας, της δικαιοδοσίας ή της αναγνώρισης και της εκτέλεσης αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ούτε να ασχοληθεί με το εφαρμοστέο δίκαιο.

(47)

Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών και των δικαστικών διαδικασιών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα και να προβλέπουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις για τις παραβιάσεις των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα οδηγία.

(48)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και συγκεκριμένα την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (άρθρο 8), την ελευθερία του επαγγέλματος και το δικαίωμα προς εργασία (άρθρο 15), την επιχειρηματική ελευθερία (άρθρο 16), το δικαίωμα συλλογικών διαπραγματεύσεων και δράσεων (άρθρο 28), το δικαίωμα για δίκαιες και πρόσφορες συνθήκες εργασίας (άρθρο 31), το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου (άρθρο 47), το τεκμήριο της αθωότητας και το δικαίωμα της υπεράσπισης (άρθρο 48), καθώς και το δικαίωμα του καθενός να μη δικάζεται δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη (ne bis in idem) (άρθρο 50) και πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές.

(49)

Για να διευκολυνθεί η καλύτερη και πιο ομοιόμορφη εφαρμογή της οδηγίας 96/71/ΕΚ, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ένα ηλεκτρονικό σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών με σκοπό τη διευκόλυνση της διοικητικής συνεργασίας, ενώ οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να χρησιμοποιούν όσο το δυνατόν περισσότερο το IMI. Ωστόσο, αυτό δεν θα πρέπει να εμποδίζει την εφαρμογή υφιστάμενων και μελλοντικών διμερών συμφωνιών ή ρυθμίσεων σχετικά με τη διοικητική συνεργασία και την αμοιβαία συνδρομή.

(50)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η θέσπιση ενός γενικού κοινού πλαισίου κατάλληλων διατάξεων, μέτρων και μηχανισμών ελέγχου, αναγκαίων για την καλύτερη και πιο ομοιόμορφη μεταφορά, εφαρμογή και επιβολή της οδηγίας 96/71/ΕΚ στην πράξη, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 ΣΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, που διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του εν λόγω στόχου.

(51)

Ζητήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, ο οποίος γνωμοδότησε στις 19 Ιουλίου 2012 (12),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

1.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κοινό πλαίσιο για μια δέσμη κατάλληλων διατάξεων, μέτρων και μηχανισμών ελέγχου αναγκαίων για την καλύτερη και περισσότερο ομοιόμορφη μεταφορά, εφαρμογή και επιβολή της οδηγίας 96/71/ΕΚ στην πράξη, συμπεριλαμβανομένης της λήψης μέτρων για την πρόληψη και την επιβολή κυρώσεων για κάθε κατάχρηση και καταστρατήγηση των εφαρμοστέων κανόνων, και τούτο με την επιφύλαξη του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 96/71/ΕΚ.

Η παρούσα οδηγία έχει στόχο να εξασφαλίσει την τήρηση κατάλληλου επιπέδου προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων που αποσπώνται για τη διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών, ιδίως την επιβολή των όρων και συνθηκών απασχόλησης που ισχύουν στο κράτος μέλος στο οποίο πρόκειται να παρέχεται η υπηρεσία σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 96/71/ΕΚ, διευκολύνοντας συγχρόνως την άσκηση της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών από τους παρόχους υπηρεσιών και προωθώντας τον δίκαιο ανταγωνισμό μεταξύ τους και, κατά συνέπεια, στηρίζοντας τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

2.   Η παρούσα οδηγία επ' ουδενί δεν θίγει την άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στα κράτη μέλη και στο επίπεδο της Ένωσης, περιλαμβανομένου του δικαιώματος ή της ελευθερίας για απεργία ή για ανάληψη άλλων δράσεων που καλύπτονται από τα ειδικά συστήματα εργασιακών σχέσεων στα κράτη μέλη, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και/ή πρακτική. Δεν θίγει επίσης το δικαίωμα διαπραγμάτευσης, σύναψης και εφαρμογής συλλογικών συμβάσεων ούτε το δικαίωμα ανάληψης συλλογικής δράσης σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και/ή πρακτική.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

«αρμόδια αρχή» είναι αρχή ή φορέας που ενδέχεται να περιλαμβάνει το γραφείο ή τα γραφεία συνδέσμους που αναφέρονται στο άρθρο 4 της οδηγίας 96/71/ΕΚ, τα οποία ορίζονται από τα κράτη μέλη για την εκτέλεση καθηκόντων δυνάμει της οδηγίας 96/71/ΕΚ και της παρούσας οδηγίας·

β)

«αιτούσα αρχή» είναι η αρμόδια αρχή κράτους μέλους που υποβάλλει αίτηση συνδρομής, παροχής πληροφοριών, κοινοποίησης ή είσπραξης χρηματικής κύρωσης και/ή προστίμου που προβλέπεται στο κεφάλαιο VI·

γ)

«αρχή στην οποία απευθύνεται η αίτηση» είναι η αρμόδια αρχή κράτους μέλους προς την οποία υποβάλλεται αίτηση συνδρομής, παροχής πληροφοριών, κοινοποίησης ή επιστροφής χρηματικής κύρωσης και/ή προστίμου, όπως προβλέπεται στο κεφάλαιο VI.

Άρθρο 3

Αρμόδιες αρχές και γραφεία σύνδεσμοι

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και/ή πρακτική, ορίζουν μία ή περισσότερες αρμόδιες αρχές, που μπορεί να περιλαμβάνουν το γραφείο ή τα γραφεία συνδέσμους που αναφέρονται στο άρθρο 4 της οδηγίας 96/71/ΕΚ. Κατά τον καθορισμό των αρμόδιων αρχών τους, τα κράτη μέλη λαμβάνουν δεόντως υπόψη την ανάγκη για διασφάλιση προστασίας των δεδομένων των ανταλλασσόμενων πληροφοριών και των νόμιμων δικαιωμάτων των φυσικών και νομικών προσώπων που ενδέχεται να θιγούν. Τα κράτη μέλη εξακολουθούν να φέρουν την τελική ευθύνη για τη διασφάλιση της προστασίας των δεδομένων και των νόμιμων δικαιωμάτων των θιγόμενων προσώπων, και θεσπίζουν κατάλληλους μηχανισμούς προς τον σκοπό αυτό.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στοιχεία επικοινωνίας των αρμόδιων αρχών στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη. Η Επιτροπή δημοσιεύει και επικαιροποιεί τακτικά τον κατάλογο των αρμόδιων αρχών και των γραφείων σύνδεσης.

Τα λοιπά κράτη μέλη και θεσμικά όργανα της Ένωσης σέβονται την επιλογή του κάθε κράτους μέλους όσον αφορά τις αρμόδιες αρχές του.

Άρθρο 4

Διαπίστωση πραγματικών αποσπάσεων και πρόληψη καταχρήσεων και καταστρατήγησης

1.   Για τη μεταφορά, την εφαρμογή και την επιβολή της οδηγίας 96/71/ΕΚ, οι αρμόδιες αρχές διενεργούν συνολική αξιολόγηση όλων των πραγματικών στοιχείων που θεωρούνται απαραίτητα, συμπεριλαμβανομένων, ειδικότερα, των στοιχείων που ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου. Τα στοιχεία αυτά προορίζονται να βοηθήσουν τις αρμόδιες αρχές κατά τη διενέργεια εξακριβώσεων και ελέγχων και σε περίπτωση που έχουν λόγους να πιστεύουν ότι ένας εργαζόμενος ενδέχεται να μην μπορεί να χαρακτηριστεί ως αποσπασμένος εργαζόμενος δυνάμει της οδηγίας 96/71/ΕΚ. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν απλώς ενδεικτικούς παράγοντες της συνολικής αξιολόγησης που πρέπει να διενεργηθεί και, συνεπώς, δεν εξετάζονται μεμονωμένα.

2.   Για να προσδιοριστεί κατά πόσον μία επιχείρηση ασκεί πραγματικά ουσιαστικές δραστηριότητες, πλην των δραστηριοτήτων εσωτερικής διαχείρισης και/ή των διοικητικών δραστηριοτήτων, οι αρμόδιες αρχές διενεργούν συνολική αξιολόγηση όλων των πραγματικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν, εντός ενός ευρύτερου χρονικού πλαισίου, τις δραστηριότητες που ασκεί μια επιχείρηση στο κράτος μέλος εγκατάστασης και, κατά περίπτωση, στο κράτος μέλος υποδοχής. Τα στοιχεία αυτά ενδέχεται να περιλαμβάνουν ιδίως:

α)

τον τόπο στον οποίο η επιχείρηση έχει την καταστατική και διοικητική της έδρα, καθώς και τον τόπο στον οποίο διατηρεί χώρους γραφείων, καταβάλλει φόρους και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και, κατά περίπτωση, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, έχει επαγγελματική άδεια ή είναι εγγεγραμμένη στα εμπορικά επιμελητήρια ή σε επαγγελματικούς φορείς·

β)

τον τόπο πρόσληψης των αποσπασμένων εργαζομένων και τον τόπο από τον οποίο αποσπώνται·

γ)

το δίκαιο που διέπει τις συμβάσεις που συνάπτει η επιχείρηση με τους εργαζομένους, αφενός, και με τους πελάτες, αφετέρου·

δ)

τον τόπο στον οποίο ασκεί η επιχείρηση την ουσιαστική επιχειρηματική της δραστηριότητα και απασχολεί διοικητικό προσωπικό·

ε)

τον αριθμό των συμβάσεων που εκτελεί και/ή το μέγεθος του κύκλου εργασιών που πραγματοποιεί η επιχείρηση στο κράτος μέλος εγκατάστασής της, λαμβανομένης υπόψη της ειδικής κατάστασης, μεταξύ άλλων, των νεοσύστατων επιχειρήσεων και των ΜΜΕ.

3.   Για να εκτιμηθεί αν ένας αποσπασμένος εργαζόμενος εκτελεί προσωρινά την εργασία του σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος στο οποίο εργάζεται συνήθως, εξετάζονται όλα τα πραγματικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την εν λόγω εργασία και την κατάσταση του εργαζομένου. Τα στοιχεία αυτά ενδέχεται να περιλαμβάνουν ιδίως:

α)

το αν η εργασία εκτελείται για περιορισμένο χρονικό διάστημα σε άλλο κράτος μέλος·

β)

την ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει η απόσπαση·

γ)

κατά πόσο η απόσπαση γίνεται σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος στο οποίο ή από το οποίο ο αποσπασμένος εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 593/2008 (Ρώμη Ι) και/ή τη σύμβαση της Ρώμης·

δ)

αν ο αποσπασμένος εργαζόμενος επιστρέφει ή αναμένεται να ξαναρχίσει να εργάζεται στο κράτος μέλος από το οποίο αποσπάστηκε μετά την ολοκλήρωση των εργασιών ή την παροχή των υπηρεσιών για τις οποίες έχει αποσπαστεί·

ε)

τη φύση των δραστηριοτήτων·

στ)

αν τα έξοδα ταξιδιού, διατροφής και στέγασης ή διαμονής παρέχονται ή επιστρέφονται από τον εργοδότη που αποσπά τον εργαζόμενο, και, αν ναι, ο τρόπος με τον οποίο γίνεται αυτό ή η μέθοδος επιστροφής·

ζ)

οποιεσδήποτε προηγούμενες περίοδοι κατά τις οποίες η θέση καλύφθηκε από τον ίδιο ή άλλον (αποσπασμένο) εργαζόμενο.

4.   Η μη εκπλήρωση ενός ή περισσότερων από τα πραγματικά στοιχεία που ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 δεν αποκλείει αυτομάτως το ενδεχόμενο μια κατάσταση να χαρακτηρίζεται ως απόσπαση. Η αξιολόγηση των εν λόγω κριτηρίων προσαρμόζεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες της κατάστασης.

5.   Τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο αυτό και χρησιμοποιούνται από τις αρμόδιες αρχές στη γενική αξιολόγηση μιας κατάστασης ως πραγματικής απόσπασης μπορούν επίσης να εξετάζονται για να καθοριστεί κατά πόσο ένα πρόσωπο εμπίπτει στο πεδίο του εφαρμοστέου ορισμού του εργαζομένου σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 της οδηγίας 96/71/ΕΚ. Τα κράτη μέλη θα πρέπει μεταξύ άλλων να καθοδηγούνται από τα γεγονότα που συνδέονται με την παροχή της εργασίας, τη σχέση εξάρτησης και την αμοιβή του εργαζομένου, ανεξάρτητα από το πώς χαρακτηρίζεται η σχέση σε οποιαδήποτε ρύθμιση, συμβατική ή μη συμβατική, που ενδέχεται να έχει συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Άρθρο 5

Βελτιωμένη πρόσβαση στις πληροφορίες

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσουν, αφενός, ότι οι πληροφορίες για τους όρους απασχόλησης που αναφέρονται στο άρθρο 3 της οδηγίας 96/71/ΕΚ και που πρέπει να εφαρμόζονται και να τηρούνται από τους παρόχους υπηρεσιών διατίθενται γενικά, χωρίς χρέωση, με σαφή, διαφανή, διεξοδικό και εύκολα προσβάσιμο τρόπο από απόσταση και με ηλεκτρονικά μέσα, σε μορφότυπους και σύμφωνα με πρότυπα διαδικτυακής προσβασιμότητας που εξασφαλίζουν πρόσβαση σε άτομα με αναπηρία, και, αφετέρου, ότι τα γραφεία σύνδεσμοι ή οι άλλοι αρμόδιοι εθνικοί φορείς για τους οποίους γίνεται λόγος στο άρθρο 4 της οδηγίας 96/71/ΕΚ είναι σε θέση να εκτελούν τα καθήκοντά τους αποτελεσματικά.

2.   Για να βελτιωθεί ακόμη περισσότερο η πρόσβαση στις πληροφορίες, τα κράτη μέλη:

α)

διευκρινίζουν με σαφήνεια, με λεπτομερή και φιλικό για τον χρήστη τρόπο και σε προσβάσιμο μορφότυπο, σε έναν ενιαίο, επίσημο εθνικό ιστότοπο και με άλλα κατάλληλα μέσα, τους όρους και συνθήκες απασχόλησης και/ή τα τμήματα του εθνικού και/ή περιφερειακού δικαίου τους που πρέπει να εφαρμόζονται στους εργαζομένους οι οποίοι αποσπώνται στην επικράτειά τους·

β)

λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την ευρεία δημοσιοποίηση στον ενιαίο, επίσημο εθνικό ιστότοπο και με άλλα κατάλληλα μέσα, των πληροφοριών για τις εφαρμοστέες συλλογικές συμβάσεις και για το προσωπικό πεδίο εφαρμογής τους, καθώς και για τους όρους και συνθήκες απασχόλησης που πρέπει να τηρούν οι πάροχοι υπηρεσιών από άλλα κράτη μέλη σύμφωνα με την οδηγία 96/71/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων, ει δυνατόν, ηλεκτρονικών συνδέσμων που να οδηγούν στους υπάρχοντες διαδικτυακούς ιστότοπους και σε άλλα σημεία επαφής, και ιδίως στους σχετικούς κοινωνικούς εταίρους·

γ)

διαθέτουν χωρίς χρέωση τις εν λόγω πληροφορίες στη διάθεση των εργαζομένων και των παρόχων υπηρεσιών στην επίσημη γλώσσα ή γλώσσες του κράτους μέλους υποδοχής και στις πιο σχετικές γλώσσες, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες στην αγορά εργασίας του, παρέχεται δε η δυνατότητα επιλογής στο κράτος μέλος υποδοχής. Οι εν λόγω πληροφορίες παρέχονται ει δυνατόν με τη μορφή συνοπτικού φυλλαδίου που περιγράφει τους βασικούς εφαρμοστέους όρους εργασίας, συμπεριλαμβανομένης της περιγραφής των διαδικασιών για την υποβολή καταγγελιών και, αν αυτό ζητηθεί, σε μορφότυπους προσπελάσιμους από άτομα με αναπηρία· περαιτέρω λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τους όρους απασχόλησης και τις κοινωνικές συνθήκες που ισχύουν για τους αποσπασμένους εργαζομένους, περιλαμβανομένης της υγείας και της ασφάλειας στον χώρο εργασίας, διατίθενται εύκολα και χωρίς χρέωση·

δ)

βελτιώνουν την προσβασιμότητα και τη σαφήνεια των σχετικών πληροφοριών, ιδιαίτερα αυτών που δημοσιεύονται σε έναν ενιαίο, επίσημο εθνικό ιστότοπο, όπως αναφέρεται στο στοιχείο α)·

ε)

ορίζουν ένα αρμόδιο πρόσωπο επικοινωνίας στο γραφείο διασύνδεσης υπεύθυνο για την εξέταση των αιτημάτων παροχής πληροφοριών·

στ)

επικαιροποιούν τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στα δελτία των επιμέρους χωρών.

3.   Η Επιτροπή εξακολουθεί να υποστηρίζει τα κράτη μέλη στον τομέα της πρόσβασης στις πληροφορίες.

4.   Αν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τις εθνικές παραδόσεις και τις εθνικές πρακτικές, αλλά και με πλήρη σεβασμό στην αυτονομία των κοινωνικών εταίρων, οι όροι και οι συνθήκες απασχόλησης που αναφέρονται στο άρθρο 3 της οδηγίας 96/71/ΕΚ καθορίζονται σε συλλογικές συμβάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 8 της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εν λόγω όροι και συνθήκες απασχόλησης είναι διαθέσιμοι με προσιτό και διαφανή τρόπο για τους παρόχους υπηρεσιών από άλλα κράτη μέλη και τους αποσπασμένους εργαζομένους, και μπορούν να ζητούν προς τον σκοπό αυτό τη συνεργασία των κοινωνικών εταίρων. Οι σχετικές πληροφορίες θα πρέπει συγκεκριμένα να καλύπτουν τις διάφορες ελάχιστες αμοιβές και τα συστατικά στοιχεία τους, τη μέθοδο που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της αμοιβής και, όπου αρμόζει, τα κριτήρια που πρέπει να πληρούνται για την κατάταξη στις διάφορες μισθολογικές κατηγορίες.

5.   Τα κράτη μέλη υποδεικνύουν φορείς ή αρχές όπου μπορούν να απευθύνονται οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις για γενικές πληροφορίες σχετικά με την εθνική νομοθεσία και πρακτική που ισχύουν γι' αυτούς όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους εντός του εδάφους τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ

Άρθρο 6

Αμοιβαία συνδρομή — Γενικές αρχές

1.   Τα κράτη μέλη συνεργάζονται στενά και παρέχουν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση αμοιβαία συνδρομή για να διευκολύνουν τη μεταφορά, την εφαρμογή και την επιβολή της παρούσας οδηγίας και της οδηγίας 96/71/ΕΚ στην πράξη.

2.   Η συνεργασία των κρατών μελών συνίσταται, ειδικότερα, στην απάντηση σε αιτιολογημένες αιτήσεις παροχής πληροφοριών από τις αρμόδιες αρχές και τη διενέργεια ελέγχων, επιθεωρήσεων και ερευνών σε σχέση με τις περιπτώσεις απόσπασης που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 της οδηγίας 96/71/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένης της διερεύνησης οποιασδήποτε μη συμμόρφωσης ή κατάχρησης των κανόνων που διέπουν την απόσπαση εργαζομένων. Οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με πιθανή είσπραξη διοικητικής χρηματικής κύρωσης και/ή προστίμου ή κοινοποίηση απόφασης σχετικά με παρόμοια κύρωση και/ή πρόστιμο, όπως αναφέρεται στο κεφάλαιο VI.

3.   H συνεργασία των κρατών μελών μπορεί επίσης να περιλαμβάνει την αποστολή και την επίδοση εγγράφων.

4.   Για να μπορούν να απαντούν σε αίτηση συνδρομής που υποβάλλεται από τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι πάροχοι υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός τους να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές τους κάθε απαραίτητη πληροφορία αναγκαία για την εποπτεία των δραστηριοτήτων τους σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα σε περίπτωση μη χορήγησης των εν λόγω πληροφοριών.

5.   Τα κράτη μέλη, όταν δυσκολεύονται να ικανοποιήσουν αίτηση παροχής πληροφοριών ή να διενεργήσουν ελέγχους, επιθεωρήσεις ή έρευνες, ειδοποιούν χωρίς καθυστέρηση το κράτος μέλος που υπέβαλε την αίτηση έτσι ώστε να βρεθεί λύση.

Σε περίπτωση που εμμένουν τα προβλήματα στην ανταλλαγή πληροφοριών ή μόνιμης άρνησης για χορήγηση πληροφοριών, η Επιτροπή ενημερώνεται, κατά περίπτωση μέσω του ΙΜΙ, και λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα.

6.   Τα κράτη μέλη παρέχουν τις πληροφορίες που ζητούν άλλα κράτη μέλη ή η Επιτροπή με ηλεκτρονικά μέσα εντός των ακόλουθων χρονικών ορίων:

α)

σε επείγουσες περιπτώσεις που απαιτούν την εξέταση μητρώων, όπως αυτές για την επιβεβαίωση της καταχώρισης ΦΠΑ προκειμένου να ελεγχθεί η εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος: το συντομότερο δυνατόν και κατ' ανώτατο όριο δύο εργάσιμες ημέρες από την παραλαβή της αίτησης.

Ο λόγος του επείγοντος χαρακτήρα αναφέρεται στην αίτηση με σαφή τρόπο, συμπεριλαμβάνοντας ορισμένες λεπτομέρειες που αιτιολογούν τον εν λόγω επείγοντα χαρακτήρα·

β)

σε όλες τις λοιπές αιτήσεις πληροφοριών, 25 εργάσιμες ημέρες κατ' ανώτατο όριο από την παραλαβή της αίτησης, εκτός εάν συμφωνηθεί βραχύτερο χρονικό όριο από κοινού μεταξύ των κρατών μελών.

7.   Για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και της οδηγίας 96/71/ΕΚ, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα μητρώα στα οποία είναι εγγεγραμμένοι οι πάροχοι υπηρεσιών και τα οποία μπορούν να συμβουλευθούν οι αρμόδιες αρχές στο έδαφός τους, να μπορούν να τα συμβουλευθούν με τους ίδιους όρους και οι αντίστοιχες αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, εφόσον τα εν λόγω μητρώα είναι καταχωρισμένα από τα κράτη μέλη στο ΙΜΙ.

8.   Τα κράτη μέρη μεριμνούν ώστε οι πληροφορίες που ανταλλάσσουν οι φορείς που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο α) ή που μεταβιβάζονται σε αυτούς να χρησιμοποιούνται μόνο για το θέμα ή τα θέματα για τα οποία έχουν ζητηθεί.

9.   Η αμοιβαία διοικητική συνεργασία και συνδρομή παρέχονται δωρεάν.

10.   Μια αίτηση για πληροφορίες δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν μέτρα σύμφωνα με τη σχετική εθνική και ενωσιακή νομοθεσία για τη διερεύνηση και αποτροπή πιθανών παραβιάσεων της οδηγίας 96/71/ΕΚ ή της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 7

Ο ρόλος των κρατών μελών στο πλαίσιο διοικητικής συνεργασίας

1.   Σύμφωνα με τις αρχές που θεσπίζονται στα άρθρα 4 και 5 της οδηγίας 96/71/ΕΚ, κατά τη διάρκεια της περιόδου απόσπασης ενός εργαζομένου σε άλλο κράτος μέλος, η επιθεώρηση των όρων απασχόλησης που πρέπει να πληρούνται σύμφωνα με την οδηγία 96/71/ΕΚ εμπίπτει στην αρμοδιότητα των αρχών του κράτους μέλους υποδοχής σε συνεργασία, εφόσον κριθεί αναγκαίο, με τις αρχές του κράτους μέλους εγκατάστασης.

2.   Το κράτος μέλος εγκατάστασης του παρόχου υπηρεσιών εξακολουθεί να παρακολουθεί, να ελέγχει και να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα εποπτείας ή επιβολής, σύμφωνα με την εθνική του νομοθεσία και πρακτική και τις εθνικές διοικητικές διαδικασίες, όσον αφορά τους εργαζομένους που αποσπώνται σε άλλο κράτος μέλος.

3.   Το κράτος μέλος εγκατάστασης του παρόχου υπηρεσιών επικουρεί το κράτος μέλος στο οποίο γίνεται η απόσπαση με σκοπό να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με τους όρους που εφαρμόζονται σύμφωνα με την οδηγία 96/71/ΕΚ και την παρούσα οδηγία. Η ευθύνη αυτή δεν μειώνει ουδόλως τις δυνατότητες του κράτους μέλους στο οποίο γίνεται η απόσπαση να παρακολουθεί, να ελέγχει και να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα εποπτείας ή επιβολής, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και την οδηγία 96/71/ΕΚ.

4.   Όταν υπάρχουν στοιχεία που υποδηλώνουν πιθανές παρατυπίες, ένα κράτος μέλος, κατόπιν δικής του πρωτοβουλίας, κοινοποιεί στο άλλο κράτος μέλος οποιεσδήποτε σχετικές πληροφορίες χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

5.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν επίσης να ζητήσουν από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εγκατάστασης, σε σχέση με κάθε περίπτωση παροχής υπηρεσιών ή με κάθε πάροχο υπηρεσιών, πληροφορίες για τη νομιμότητα της εγκατάστασης του παρόχου υπηρεσιών, την ορθή συμπεριφορά του και την απουσία οποιασδήποτε παράβασης των εφαρμοστέων κανόνων. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εγκατάστασης παρέχουν τις πληροφορίες αυτές σύμφωνα με το άρθρο 6.

6.   Οι υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου δεν συνεπάγονται υποχρέωση του κράτους μέλους εγκατάστασης να προβεί σε εξακριβώσεις πραγματικών γεγονότων και σε ελέγχους στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής όπου παρέχεται η υπηρεσία. Τέτοιες εξακριβώσεις και έλεγχοι μπορούν να διενεργούνται από τις αρχές του κράτους μέλους υποδοχής με δική τους πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους εγκατάστασης, σύμφωνα με το άρθρο 10 και στο πλαίσιο των εξουσιών εποπτείας που προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία και πρακτική και στις εθνικές διοικητικές διαδικασίες του κράτους μέλους υποδοχής και οι οποίες συνάδουν με το δίκαιο της Ένωσης.

Άρθρο 8

Συνοδευτικά μέτρα

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν, με τη βοήθεια της Επιτροπής, συνοδευτικά μέτρα για την ανάπτυξη, τη διευκόλυνση και την προώθηση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των υπαλλήλων που είναι αρμόδιοι για την υλοποίηση της διοικητικής συνεργασίας και της αμοιβαίας συνδρομής, καθώς και για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τους εφαρμοστέους κανόνες και την εποπτεία της επιβολής τους. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να λαμβάνουν συνοδευτικά μέτρα για την υποστήριξη οργανώσεων που παρέχουν πληροφορίες στους αποσπασμένους εργαζομένους.

2.   Η Επιτροπή αξιολογεί την ανάγκη παροχής χρηματοδοτικής στήριξης προκειμένου να βελτιωθεί περαιτέρω η διοικητική συνεργασία και να αυξηθεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη μέσω σχεδίων, συμπεριλαμβανομένης της προώθησης των ανταλλαγών των σχετικών υπαλλήλων και της σχετικής κατάρτισης, καθώς επίσης της ανάπτυξης, της διευκόλυνσης και της προώθησης πρωτοβουλιών βέλτιστων πρακτικών, συμπεριλαμβανομένων των πρωτοβουλιών που αναλαμβάνονται από τους κοινωνικούς εταίρους σε επίπεδο ΕΕ, όπως η ανάπτυξη και η επικαιροποίηση βάσεων δεδομένων ή κοινών ιστοτόπων με γενικές ή τομεακές πληροφορίες σχετικά με τους όρους απασχόλησης που πρέπει να τηρούνται και ή συγκέντρωση και αξιολόγηση διεξοδικών δεδομένων που αφορούν ειδικά τη διαδικασία απόσπασης.

Όταν συμπεραίνει πως υφίσταται παρόμοια ανάγκη, η Επιτροπή, με την επιφύλαξη των προνομίων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου στη διαδικασία κατάρτισης του προϋπολογισμού, χρησιμοποιεί τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα για να ενισχύσει τη διοικητική συνεργασία.

3.   Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη, ενώ σέβονται την αυτονομία των κοινωνικών εταίρων, μπορούν να εξασφαλίζουν επαρκή στήριξη των συναφών πρωτοβουλιών των κοινωνικών εταίρων σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο που αποσκοπούν στην ενημέρωση επιχειρήσεων και εργαζομένων σχετικά με τους εφαρμοστέους όρους και συνθήκες απασχόλησης που θεσπίζονται στην παρούσα οδηγία και στην οδηγία 96/71/ΕΚ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ

Άρθρο 9

Διοικητικές απαιτήσεις και μέτρα ελέγχου

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν μόνον διοικητικές απαιτήσεις και μέτρα ελέγχου που είναι αναγκαία προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία και στην οδηγία 96/71/ΕΚ, υπό τον όρο ότι είναι δικαιολογημένα και αναλογικά σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης.

Για τους σκοπούς αυτούς, τα κράτη μέλη μπορούν συγκεκριμένα να επιβάλλουν τα ακόλουθα μέτρα:

α)

υποχρέωση του παρόχου υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος να υποβάλει απλή δήλωση στις αρμόδιες εθνικές αρχές, το αργότερο κατά την έναρξη της παροχής της υπηρεσίας, στην επίσημη γλώσσα (ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες) του κράτους μέλους υποδοχής, ή σε μια άλλη γλώσσα ή γλώσσες που γίνονται δεκτές από το κράτος μέλος υποδοχής, με τις σχετικές πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την πραγματοποίηση ελέγχων των πραγματικών στοιχείων στον χώρο εργασίας, όπως, μεταξύ άλλων:

i)

την ταυτότητα του παρόχου υπηρεσιών,

ii)

τον αναμενόμενο αριθμό σαφώς ταυτοποιήσιμων αποσπασμένων εργαζομένων,

iii)

τα πρόσωπα που αναφέρονται στα στοιχεία ε) και στ),

iv)

την αναμενόμενη διάρκεια και την προβλεπόμενη ημερομηνία έναρξης και λήξης της απόσπασης,

v)

τη διεύθυνση ή τις διευθύνσεις των χώρων εργασίας, και

vi)

τη φύση των υπηρεσιών που δικαιολογεί την απόσπαση·

β)

υποχρέωση να τηρούνται ή να καθίστανται διαθέσιμα και/ή να φυλάσσονται, κατά τη διάρκεια της απόσπασης, σε ευπρόσιτο και σαφώς καθορισμένο τόπο στο έδαφός τους —όπως στον χώρο εργασίας ή στο εργοτάξιο ή, για τους κινούμενους εργαζομένους του τομέα των μεταφορών, στην επιχειρησιακή βάση ή στο όχημα με το οποίο παρέχεται η υπηρεσία— αντίγραφα, σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή, της σύμβασης εργασίας ή ισοδύναμου εγγράφου κατά την έννοια της οδηγίας 91/533/ΕΟΚ του Συμβουλίου (13), συμπεριλαμβανομένων, όταν αυτό είναι απαραίτητο ή σκόπιμο, των πρόσθετων πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας, δελτία μισθοδοσίας, δελτία χρόνου παρουσίας όπου αναγράφονται η έναρξη, η λήξη και η διάρκεια του ημερήσιου χρόνου εργασίας, αποδεικτικά καταβολής των μισθών ή αντίγραφα ισοδύναμων εγγράφων·

γ)

υποχρέωση αποστολής των εγγράφων που αναφέρονται στο στοιχείο β), μετά την περίοδο της απόσπασης, κατόπιν αίτησης των αρχών του κράτους μέλους υποδοχής, εντός εύλογης προθεσμίας·

δ)

υποχρέωση μετάφρασης των εγγράφων που αναφέρονται στο στοιχείο β) στην επίσημη γλώσσα ή (σε μία από) τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους ή σε άλλη ή άλλες γλώσσες που γίνονται δεκτές από το κράτος μέλος υποδοχής·

ε)

υποχρέωση διορισμού ενός προσώπου που λειτουργεί ως σύνδεσμος με τις αρμόδιες αρχές στο κράτος μέλος υποδοχής όπου παρέχονται οι υπηρεσίες και, εφόσον απαιτείται, αποστέλλει και λαμβάνει έγγραφα και/ή ειδοποιήσεις·

στ)

υποχρέωση καθορισμού ενός προσώπου επικοινωνίας, εφόσον χρειάζεται, το οποίο θα έχει τη θέση εκπροσώπου με το οποίο οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να επιχειρούν να πείσουν τον πάροχο υπηρεσιών να προσέλθει σε συλλογικές διαπραγματεύσεις εντός του κράτους μέλους υποδοχής, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και/ή πρακτική, κατά τη διάρκεια της περιόδου παροχής των υπηρεσιών. Το πρόσωπο αυτό μπορεί να είναι διαφορετικό από το πρόσωπο που αναφέρεται στο στοιχείο ε) και δεν είναι απαραίτητο να είναι παρόν στο κράτος μέλος υποδοχής, αλλά πρέπει να είναι διαθέσιμο μόλις προκύψει εύλογη και αιτιολογημένη αίτηση.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλουν άλλες διοικητικές απαιτήσεις και μέτρα ελέγχου σε περίπτωση που προκύψουν καταστάσεις ή νέες εξελίξεις για τις οποίες οι υφιστάμενες διοικητικές απαιτήσεις και τα υφιστάμενα μέτρα ελέγχου δεν είναι επαρκή ή πρόσφορα για την αποτελεσματική παρακολούθηση της τήρησης των υποχρεώσεων που ορίζονται στην οδηγία 96/71/ΕΚ και την παρούσα οδηγία, εφόσον αυτές οι απαιτήσεις και μέτρα είναι δικαιολογημένα και αναλογικά.

3.   Το παρόν άρθρο δεν θίγει άλλες υποχρεώσεις απορρέουσες από τη νομοθεσία της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που απορρέουν από την οδηγία του Συμβουλίου 89/391/ΕΟΚ (14) και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 883/2004, και/ή εκείνων δυνάμει του εθνικού δικαίου σχετικά με την προστασία ή την απασχόληση των εργαζομένων, εφόσον εφαρμόζονται εξίσου στις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στο συγκεκριμένο κράτος μέλος και εφόσον είναι δικαιολογημένες και αναλογικές.

4.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι διαδικασίες και οι διατυπώσεις σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων σύμφωνα με το παρόν άρθρο μπορούν να διεκπεραιώνονται από τις επιχειρήσεις με φιλικό για τον χρήστη τρόπο, από απόσταση και με ηλεκτρονικά μέσα, στο μέτρο του δυνατού.

5.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή και ενημερώνουν τους παρόχους υπηρεσιών σχετικά με κάθε μέτρο αναφερόμενο στις παραγράφους 1 και 2 που εφαρμόζουν ή που έχουν εφαρμόσει. Η Επιτροπή ανακοινώνει τα εν λόγω μέτρα στα άλλα κράτη μέλη. Οι πληροφορίες για τους παρόχους υπηρεσιών διατίθενται γενικά σε έναν ενιαίο εθνικό ιστότοπο στην προσφορότερη γλώσσα ή γλώσσες, που καθορίζει το κράτος μέλος.

Η Επιτροπή παρακολουθεί από κοντά την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, αξιολογεί τη συμμόρφωσή τους προς τη νομοθεσία της Ένωσης και, όπου αρμόζει, λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα σύμφωνα με τις αρμοδιότητές της βάσει της ΣΛΕΕ.

Η Επιτροπή υποβάλλει τακτικά έκθεση προς το Συμβούλιο σχετικά με μέτρα που ανακοινώθηκαν από τα κράτη μέλη και, όπου κρίνεται σκόπιμο, σχετικά με την πορεία της αξιολόγησης και/ή ανάλυσής της.

Άρθρο 10

Επιθεωρήσεις

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη θέσπιση των κατάλληλων και αποτελεσματικών μηχανισμών ελέγχου και παρακολούθησης που προβλέπονται από την εθνική νομοθεσία και πρακτική καθώς και τη διενέργεια αποτελεσματικών και επαρκών επιθεωρήσεων από τις ορισμένες βάσει του εθνικού δικαίου αρχές στο έδαφός τους, με σκοπό τον έλεγχο και την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τις διατάξεις και τους κανόνες που προβλέπονται στην οδηγία 96/71/ΕΚ και λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές διατάξεις της οδηγίας αυτής και την εξασφάλιση, με τον τρόπο αυτό, της ορθής εφαρμογής και επιβολής τους. Παρά τη δυνατότητα διενέργειας τυχαίων ελέγχων, οι επιθεωρήσεις αυτές βασίζονται κυρίως σε εκτίμηση επικινδυνότητας που διενεργείται από τις αρμόδιες αρχές. Στην εκτίμηση επικινδυνότητας μπορούν να εντοπίζονται οι τομείς δραστηριότητας στους οποίους συγκεντρώνεται, στο έδαφός τους, η απασχόληση των εργαζομένων που αποσπώνται προς παροχή υπηρεσιών. Κατά τη διενέργεια της εν λόγω εκτίμησης επικινδυνότητας μπορούν συγκεκριμένα να λαμβάνονται υπόψη η υλοποίηση μεγάλων έργων υποδομής, η ύπαρξη μεγάλων αλυσίδων υπεργολάβων, η γεωγραφική εγγύτητα, τα ιδιαίτερα προβλήματα και οι ανάγκες συγκεκριμένων τομέων, το ιστορικό παραβάσεων, καθώς και η ευπάθεια ορισμένων ομάδων εργαζομένων.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι επιθεωρήσεις και οι έλεγχοι συμμόρφωσης σύμφωνα με το άρθρο αυτό, δεν προκαλούν διακρίσεις και/ή δεν είναι δυσανάλογα, ενώ λαμβάνονται υπόψη οι σχετικές διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

3.   Αν χρειαστούν πληροφορίες κατά τη διάρκεια των επιθεωρήσεων και με βάση το άρθρο 4, το κράτος μέλος υποδοχής και το κράτος μέλος εγκατάστασης ενεργούν σύμφωνα με τους κανόνες διοικητικής συνεργασίας. Συγκεκριμένα, οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται σύμφωνα με τους κανόνες και τις αρχές που ορίζονται στα άρθρα 6 και 7.

4.   Τα κράτη μέλη στα οποία, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο και/ή τις εθνικές τους πρακτικές, ο καθορισμός των όρων απασχόλησης που αναφέρονται στο άρθρο 3 της οδηγίας 96/71/ΕΚ σχετικά με τους αποσπασμένους εργαζόμενους, και ιδίως των ελάχιστων αμοιβών, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου εργασίας, έχει ανατεθεί στην εργοδοσία και τους εργαζομένους μπορούν, στο κατάλληλο επίπεδο και σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται από τα κράτη μέλη, να τους αναθέσουν επίσης την παρακολούθηση της εφαρμογής των σχετικών όρων απασχόλησης των αποσπασμένων εργαζομένων, υπό την προϋπόθεση ότι εξασφαλίζεται κατάλληλο επίπεδο προστασίας ισοδύναμο με το επίπεδο που απορρέει από την οδηγία 96/71/ΕΚ και την παρούσα οδηγία.

5.   Τα κράτη μέλη στα οποία οι επιθεωρήσεις εργασίας δεν έχουν καμία αρμοδιότητα για τον έλεγχο και την παρακολούθηση των συνθηκών εργασίας και/ή των όρων απασχόλησης των αποσπασμένων εργαζομένων μπορούν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και/ή πρακτική, να θεσπίζουν, τροποποιούν ή διατηρούν ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς που εγγυώνται την τήρηση των εν λόγω όρων απασχόλησης, υπό την προϋπόθεση ότι οι σχετικές ρυθμίσεις παρέχουν στα εν λόγω πρόσωπα κατάλληλο βαθμό προστασίας ισοδύναμο με το επίπεδο που απορρέει από την οδηγία 96/71/ΕΚ και την παρούσα οδηγία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΕΠΙΒΟΛΗ

Άρθρο 11

Υπεράσπιση των δικαιωμάτων — Διευκόλυνση των καταγγελιών — Καθυστερούμενες πληρωμές

1.   Για την επιβολή των υποχρεώσεων σύμφωνα με την οδηγία 96/71/ΕΚ, ειδικότερα το άρθρο 6, και την παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι υπάρχουν αποτελεσματικοί μηχανισμοί που παρέχουν στους αποσπασμένους εργαζομένους τη δυνατότητα να υποβάλουν απευθείας καταγγελία κατά του εργοδότη τους, καθώς και το δικαίωμα να κινήσουν σχετικές δικαστικές ή διοικητικές διαδικασίες, και στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου είναι ή ήταν αποσπασμένοι, αν οι εν λόγω εργαζόμενοι κρίνουν ότι υπέστησαν ζημία ή βλάβη λόγω της μη εφαρμογής των εφαρμοστέων κανόνων, ακόμη και μετά τη λήξη της σχέσης εργασίας στο πλαίσιο της οποίας φέρεται ότι έγινε η παράβαση των κανόνων.

2.   Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων των κρατών μελών, όπως αυτή ορίζεται ιδίως από τις σχετικές πράξεις του δικαίου της Ένωσης και/ή από διεθνείς συμβάσεις.

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και άλλα τρίτα μέρη, όπως οι ενώσεις, οι οργανώσεις και τα άλλα νομικά πρόσωπα, τα οποία έχουν, σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζει η εθνική τους νομοθεσία, έννομο συμφέρον να εξασφαλίσουν την τήρηση της παρούσας οδηγίας και της οδηγίας 96/71/ΕΚ, μπορούν να κινήσουν εξ ονόματος ή προς υποστήριξη των αποσπασμένων εργαζομένων ή του εργοδότη τους και με την έγκρισή τους, κάθε δικαστική ή διοικητική διαδικασία για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και της οδηγίας 96/71/ΕΚ και/ή για την επιβολή των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα οδηγία και την οδηγία 96/71/ΕΚ.

4.   Οι παράγραφοι 1 και 3 ισχύουν με την επιφύλαξη:

α)

των εθνικών κανόνων περί των προθεσμιών παραγραφής ή των προθεσμιών άσκησης των σχετικών ενεργειών, υπό τον όρο ότι δεν θα θεωρούνται ικανοί να καταστήσουν δυνητικά αδύνατη ή υπερβολικά δύσκολη την άσκηση αυτών των δικαιωμάτων·

β)

άλλων αρμοδιοτήτων και συλλογικών δικαιωμάτων των κοινωνικών εταίρων, των εκπροσώπων των εργαζομένων και των εργοδοτών, κατά περίπτωση, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και/ή πρακτική·

γ)

των εθνικών δικονομικών κανόνων που διέπουν την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση ενώπιον των δικαστηρίων.

5.   Οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι που κινούν δικαστικές ή διοικητικές διαδικασίες κατά την έννοια της παραγράφου 1 δεν υφίστανται δυσμενή μεταχείριση από τον εργοδότη τους.

6.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο εργοδότης του αποσπασμένου εργαζομένου να είναι υπεύθυνος για οφειλόμενα δικαιώματα που απορρέουν από τη συμβατική σχέση μεταξύ του εργοδότη και του εν λόγω αποσπασμένου εργαζομένου.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν συγκεκριμένα για τη θέσπιση των αναγκαίων μηχανισμών ώστε οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι να μπορούν να λαμβάνουν:

α)

τυχόν καθυστερούμενες καθαρές αμοιβές που τους οφείλονται σύμφωνα με τους εφαρμοστέους όρους και συνθήκες απασχόλησης που αναφέρονται στο άρθρο 3 της οδηγίας 96/71/ΕΚ·

β)

τυχόν καθυστερούμενες πληρωμές ή επιστροφές φόρων ή εισφορών κοινωνικής ασφάλισης που έχουν παρακρατηθεί αχρεωστήτως από τους μισθούς τους·

γ)

επιστροφή υπερβολικών δαπανών, σε σχέση με το ποσό των καθαρών αποδοχών ή με την ποιότητα του καταλύματος, οι οποίες παρακρατήθηκαν ή αφαιρέθηκαν από τους μισθούς για τα καταλύματα που παρασχέθηκαν από τον εργοδότη·.

δ)

κατά περίπτωση, εισφορές των εργοδοτών που οφείλονται σε κοινά ταμεία ή οργανισμούς των κοινωνικών εταίρων που έχουν παρακρατηθεί αχρεωστήτως από τους μισθούς τους.

Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις στις οποίες οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι έχουν επιστρέψει από το κράτος μέλος στο οποίο έγινε η απόσπαση.

Άρθρο 12

Ευθύνη υπεργολάβου

1.   Προς αντιμετώπιση των περιπτώσεων απάτης και καταχρήσεων, τα κράτη μέλη μπορούν, κατόπιν διαβούλευσης με τους αρμόδιους κοινωνικούς εταίρους, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και/ή πρακτική, να λαμβάνουν πρόσθετα μέτρα χωρίς διακρίσεις και σε αναλογική βάση, ώστε να διασφαλίζεται ότι, στις αλυσίδες υπεργολαβίας, ο εργολάβος του οποίου άμεσος υπεργολάβος είναι ο εργοδότης (πάροχος υπηρεσιών) που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 της οδηγίας 96/71/ΕΚ να μπορεί, επιπλέον ή αντί του εργοδότη, να θεωρείται υπεύθυνος από τον αποσπασμένο εργαζόμενο όσον αφορά κάθε οφειλόμενη καθαρή αμοιβή που αντιστοιχεί στους ελάχιστους μισθούς και/ή τις εισφορές σε κοινά ταμεία ή όργανα των κοινωνικών εταίρων, εφόσον καλύπτονται από το άρθρο 3 της οδηγίας 96/71/ΕΚ.

2.   Όσον αφορά τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα της οδηγίας 96/71/ΕΚ, τα κράτη μέλη προβλέπουν μέτρα για να εξασφαλίζουν ότι στις αλυσίδες υπεργολαβίας, αποσπασμένοι εργαζόμενοι μπορούν να θεωρούν υπεύθυνο τον εργολάβο του οποίου ο εργοδότης είναι άμεσος υπεργολάβος, μαζί με τον εργοδότη ή σε αντικατάστασή του, για την τήρηση των δικαιωμάτων των αποσπασμένων εργαζομένων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

3.   Η ευθύνη για την οποία γίνεται λόγος στις παραγράφους 1 και 2 περιορίζεται στα δικαιώματα των εργαζομένων που έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο της συμβατικής σχέσης μεταξύ του εργολάβου και του υπεργολάβου του.

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν, σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης, να προβλέπουν επίσης πιο αυστηρούς κανόνες ευθύνης, βάσει της εθνικής τους νομοθεσίας, όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής και το εύρος της ευθύνης των υπεργολάβων, χωρίς διακρίσεις και σε αναλογική βάση. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, να προβλέπουν ευθύνη αυτού του είδους και σε άλλους τομείς οι οποίοι δεν αναφέρονται στο παράρτημα της οδηγίας 96/71/ΕΚ.

5.   Τα κράτη μέλη, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 4, μπορούν να προβλέπουν ότι οι εργολάβοι που έχουν επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια, όπως την ορίζει η εθνική νομοθεσία, δεν φέρουν ευθύνη.

6.   Αντί των κανόνων για την ευθύνη που αναφέρονται στην παράγραφο 2, τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να λάβουν άλλα κατάλληλα μέτρα επιβολής, σύμφωνα με την ενωσιακή και εθνική νομοθεσία και/ή πρακτική, η οποία θα επιτρέψει, σε άμεση σχέση υπεργολαβίας, αποτελεσματικές και αναλογικές κυρώσεις εις βάρος του εργολάβου, για την πάταξη της απάτης και των καταχρήσεων σε περιπτώσεις που οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην άσκηση των δικαιωμάτων τους.

7.   Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή τα μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος άρθρου και καθιστούν ευρέως διαθέσιμες τις πληροφορίες στη γλώσσα ή τις γλώσσες που επιλέγουν τα κράτη μέλη.

Στην περίπτωση της παραγράφου 2, οι πληροφορίες που παρέχονται στην Επιτροπή περιλαμβάνουν στοιχεία για τον καθορισμό της ευθύνης σε αλυσίδες υπεργολαβίας.

Στην περίπτωση της παραγράφου 6, οι πληροφορίες που παρέχονται στην Επιτροπή περιλαμβάνουν στοιχεία που καθορίζουν την αποτελεσματικότητα των εναλλακτικών εθνικών μέτρων όσον αφορά τους κανόνες περί ευθύνης που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Η Επιτροπή θέτει τις πληροφορίες αυτές στη διάθεση των άλλων κρατών μελών.

8.   Η Επιτροπή παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗ ΕΠΙΒΟΛΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΚΥΡΩΣΕΩΝ ΚΑΙ/Ή ΠΡΟΣΤΙΜΩΝ

Άρθρο 13

Πεδίο εφαρμογής

1.   Με την επιφύλαξη των μέσων που προβλέπονται ή μπορεί να προβλεφθούν σε άλλη νομοθετική πράξη της Ένωσης, η διασυνοριακή επιβολή διοικητικών χρηματικών κυρώσεων και/ή προστίμων σε πάροχο υπηρεσιών εγκατεστημένο σε κράτος μέλος λόγω μη τήρησης των εφαρμοστέων κανόνων για την απόσπαση εργαζομένων σε άλλο κράτος μέλος διέπεται από τις αρχές της αμοιβαίας συνδρομής και αμοιβαίας αναγνώρισης, καθώς και από τα μέτρα και τις διαδικασίες που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο.

2.   Το παρόν κεφάλαιο εφαρμόζεται στις διοικητικές χρηματικές κυρώσεις και/ή πρόστιμα, συμπεριλαμβανομένων των τελών και των προσαυξήσεων που επιβάλλονται από τις αρμόδιες αρχές ή επιβεβαιώνονται από διοικητικούς ή δικαστικούς φορείς ή, κατά περίπτωση, από εργατοδικεία για τη μη τήρηση της οδηγίας 96/71/ΕΚ ή της παρούσας οδηγίας.

Το παρόν κεφάλαιο δεν εφαρμόζεται για την επιβολή προστίμων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της απόφασης-πλαισίου 2005/214/ΔΕΥ του Συμβουλίου (15), στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου (16) ή στην απόφαση 2006/325/ΕΚ του Συμβουλίου (17).

Άρθρο 14

Ορισμός των αρμόδιων αρχών

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν μέσω του ΙΜΙ την Επιτροπή σχετικά με το ποια ή ποιες αρχές είναι, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, αρμόδιες για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου. Τα κράτη μέλη μπορούν, εάν αυτό απαιτείται λόγω της οργάνωσης των εσωτερικών τους συστημάτων, να ορίσουν μία ή περισσότερες κεντρικές αρχές αρμόδιες για τη διοικητική διαβίβαση και παραλαβή των αιτήσεων και για να επικουρούν άλλες αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 15

Γενικές αρχές — Αμοιβαία συνδρομή και αναγνώριση

1.   Κατόπιν αίτησης της αιτούσας αρχής, η αρχή στην οποία απευθύνεται η αίτηση προβαίνει στα ακόλουθα, με την επιφύλαξη των άρθρων 16 και 17:

α)

εισπράττει διοικητική χρηματική κύρωση και/ή πρόστιμο που έχει επιβληθεί, σύμφωνα με τη νομοθεσία και τις διαδικασίες του αιτούντος κράτους μέλους, από αρμόδια αρχή ή έχουν επιβεβαιωθεί από διοικητικό ή δικαστικό φορέα ή, κατά περίπτωση, από εργατοδικεία και κατά του οποίου δεν μπορεί να ασκηθεί μεταγενέστερη προσφυγή· ή

β)

κοινοποιεί αποφάσεις επιβολής της εν λόγω χρηματικής κύρωσης και/ή προστίμου.

Επιπλέον, η αρχή στην οποία απευθύνεται η αίτηση κοινοποιεί κάθε άλλο σχετικό έγγραφο σχετικό με την είσπραξη της χρηματικής κύρωσης και/ή του προστίμου, περιλαμβανομένης της δικαστικής ή τελικής απόφασης, η οποία μπορεί να λάβει τη μορφή επικυρωμένου αντιγράφου, που αποτελεί τη νομική βάση και τον τίτλο για την εκτέλεση της αίτησης είσπραξης.

2.   Η αιτούσα αρχή διασφαλίζει ότι η αίτηση είσπραξης διοικητικής χρηματικής ποινής και/ή προστίμου ή κοινοποίησης απόφασης για την επιβολή της εν λόγω χρηματικής κύρωσης και/ή προστίμου γίνεται σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές πρακτικές που εφαρμόζονται στο εν λόγω κράτος μέλος.

Η αίτηση αυτή υποβάλλεται μόνον όταν η αιτούσα αρχή δεν είναι ικανή να προβεί στην είσπραξη ή την κοινοποίησή της σύμφωνα με τους νόμους, τους κανονισμούς και τις διοικητικές της πρακτικές.

Η αιτούσα αρχή δεν υποβάλλει αίτηση για την είσπραξη διοικητικής χρηματικής κύρωσης και/ή προστίμου ή για κοινοποίηση απόφασης επιβολής της εν λόγω χρηματικής κύρωσης και/ή προστίμου, εάν και εφόσον η χρηματική κύρωση και/ή το πρόστιμο, καθώς και η υποκείμενη αξίωση και/ή ο τίτλος που επιτρέπει την εκτέλεσή της στο αιτούν κράτος μέλος, αποτελούν αντικείμενο αμφισβήτησης ή προσβολής στο εν λόγω κράτος μέλος.

3.   Η αρμόδια αρχή από την οποία ζητείται να εισπράξει διοικητική χρηματική κύρωση και/ή πρόστιμο ή να κοινοποιήσει απόφαση επιβολής χρηματικής κύρωσης και/ή προστίμου, η οποία έχει διαβιβαστεί σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο και το άρθρο 21, αποδέχεται την αίτηση χωρίς περαιτέρω διατυπώσεις και λαμβάνει αμέσως όλα τα απαραίτητα μέτρα για την εκτέλεσή της, εκτός εάν η αρχή στην οποία απευθύνεται η αίτηση αποφασίσει να επικαλεσθεί λόγο άρνησης που προβλέπεται στο άρθρο 17.

4.   Για τους σκοπούς της είσπραξης διοικητικής χρηματικής κύρωσης και/ή προστίμου ή της κοινοποίησης απόφασης για την επιβολή χρηματικής κύρωσης και/ή προστίμου, η αρχή στην οποία απευθύνεται η αίτηση ενεργεί σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές πρακτικές που ισχύουν στο κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση και ισχύουν για την ίδια ή, ελλείψει ιδίας, παρόμοια παράβαση ή απόφαση.

Η κοινοποίηση απόφασης για την επιβολή διοικητικής χρηματικής κύρωσης και/ή προστίμου από την αρχή στην οποία απευθύνεται η αίτηση και η αίτηση είσπραξης θεωρούνται, σύμφωνα με τους εθνικούς νόμους, κανονισμούς και διοικητικές πρακτικές του κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση, ότι έχουν το ίδιο αποτέλεσμα με αυτό που θα είχαν αν είχαν γίνει από το αιτούν κράτος μέλος.

Άρθρο 16

Αίτηση είσπραξης ή κοινοποίησης

1.   Η αίτηση της αιτούσας αρχής για την είσπραξη διοικητικής χρηματικής κύρωσης και/ή προστίμου και για την κοινοποίηση απόφασης σχετικά με την κύρωση και/ή πρόστιμο αυτό πραγματοποιείται χωρίς καθυστέρηση με τυποποιημένο έγγραφο και περιλαμβάνει τα εξής τουλάχιστον στοιχεία:

α)

το όνομα και τη γνωστή διεύθυνση του αποδέκτη και κάθε άλλο σχετικό στοιχείο ή πληροφορία χρήσιμο για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του αποδέκτη·

β)

σύνοψη των γεγονότων και των περιστάσεων της παραβίασης, της φύσης της αξιόποινης πράξης και των σχετικών εφαρμοστέων κανόνων·

γ)

τον τίτλο που επιτρέπει την εκτέλεση στο αιτούν κράτος μέλος και κάθε άλλη σχετική πληροφορία ή έγγραφο, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών, σχετικά με την υποκείμενη αξίωση, τη διοικητική χρηματική κύρωση και/ή το πρόστιμο· και

δ)

το όνομα, τη διεύθυνση και τα λοιπά στοιχεία επικοινωνίας της αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για την αξιολόγηση της διοικητικής κύρωσης και/ή του προστίμου, και, αν διαφέρουν, του αρμόδιου φορέα από τον οποίο μπορούν να ζητηθούν περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με την κύρωση και/ή το πρόστιμο ή σχετικά με τις δυνατότητες αμφισβήτησης της υποχρέωσης πληρωμής ή της απόφασης με την οποία επιβλήθηκε.

2.   Επιπροσθέτως των προβλεπομένων στην παράγραφο 1, η αίτηση αναφέρει:

α)

στην περίπτωση κοινοποίησης απόφασης, τον σκοπό της κοινοποίησης και την περίοδο εντός της οποίας εκτελείται·

β)

σε περίπτωση αίτησης είσπραξης, την ημερομηνία κατά την οποία η δικαστική ή άλλη απόφαση κατέστη εκτελεστή ή τελεσίδικη, περιγραφή της φύσης και του ποσού της διοικητικής κύρωσης και/ή του προστίμου, άλλες σχετικές με τη διαδικασία εκτέλεσης ημερομηνίες, που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, αν —και αν ναι, πώς— επιδόθηκε η δικαστική ή άλλη απόφαση στον ή στους εναγομένους και/ή αν εκδόθηκε ερήμην τους, καθώς και επιβεβαίωση από την αιτούσα αρχή ότι κατά της κύρωσης και/ή του προστίμου δεν μπορεί να ασκηθεί περαιτέρω ένδικο μέσο, καθώς και την υποκείμενη αξίωση όσον αφορά την υποβληθείσα αίτηση και τα διαφορετικά στοιχεία της.

3.   Η αρχή στην οποία απευθύνεται η αίτηση προβαίνει σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες ώστε να κοινοποιηθεί στον πάροχο των υπηρεσιών η αίτηση είσπραξης ή η απόφαση επιβολής διοικητικής κύρωσης και/ή προστίμου και τα σχετικά έγγραφα, κατά περίπτωση, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και/ή πρακτική, το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο εντός ενός μηνός από την παραλαβή της αίτησης.

Η αρχή στην οποία απευθύνεται η αίτηση ενημερώνει το συντομότερο δυνατόν την αιτούσα αρχή σχετικά με:

α)

τα μέτρα που ελήφθησαν βάσει της αίτησής της για είσπραξη και κοινοποίηση και, ειδικότερα, την ημερομηνία κατά την οποία έγινε η κοινοποίηση στον αποδέκτη·

β)

του λόγους άρνησης, σε περίπτωση που αρνηθεί να εκτελέσει μια αίτηση είσπραξης διοικητικής κύρωσης και/ή προστίμου ή να κοινοποιήσει απόφαση επιβολής διοικητικής κύρωσης και/ή προστίμου σύμφωνα με το άρθρο 17.

Άρθρο 17

Λόγοι άρνησης

Οι αρχές στις οποίες απευθύνεται η αίτηση δεν είναι υποχρεωμένες να εκτελέσουν αίτηση είσπραξης ή κοινοποίησης απόφασης εάν η αίτηση δεν περιλαμβάνει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 16 παράγραφοι 1 και 2 ή είναι ελλιπής ή δεν αντιστοιχεί προδήλως στην υποκείμενη απόφαση.

Επιπλέον, οι αρχές στις οποίες απευθύνεται η αίτηση μπορούν να αρνηθούν να εκτελέσουν αίτηση είσπραξης στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

κατόπιν έρευνας της αρχής στην οποία απευθύνεται η αίτηση, καθίσταται σαφές ότι το εκτιμώμενο κόστος ή οι εκτιμώμενοι πόροι που απαιτούνται για την είσπραξη της διοικητικής κύρωσης και/ή του προστίμου είναι δυσανάλογοι προς το προς είσπραξη ποσό ή συνεπάγονται σοβαρές δυσκολίες·

β)

το συνολικό ύψος της χρηματικής κύρωσης και/ή του προστίμου είναι μικρότερο από 350 EUR ή ισοδύναμο ποσό·

γ)

παραβιάζονται τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες των εναγομένων και οι αρχές δικαίου που ισχύουν σε αυτούς, ως ορίζονται στο Σύνταγμα του κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση.

Άρθρο 18

Αναστολή της διαδικασίας

1.   Αν, κατά τη διαδικασία είσπραξης ή κοινοποίησης, ο ενδιαφερόμενος πάροχος υπηρεσιών ή άλλο ενδιαφερόμενο μέρος προσβάλει τη διοικητική κύρωση και/ή το πρόστιμο και/ή την υποκείμενη αξίωση ή προσφύγει κατά αυτών, η διασυνοριακή διαδικασία επιβολής της κύρωσης και/ή του προστίμου που επιβλήθηκε αναστέλλεται μέχρι να αποφανθεί σχετικώς ο κατάλληλος αρμόδιος φορέας ή αρχή του αιτούντος κράτους μέλους.

Η προσβολή ή η προσφυγή ασκείται ενώπιον του κατάλληλου αρμόδιου φορέα ή αρχής του αιτούντος κράτους μέλους.

Η αιτούσα αρχή κοινοποιεί χωρίς καθυστέρηση την αμφισβήτηση στην αρχή στην οποία απευθύνεται η αίτηση.

2.   Διαφορές σχετικά με τα μέτρα εκτέλεσης τα οποία ελήφθησαν στο κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση ή σχετικά με το κύρος κοινοποίησης που έγινε από αρχή στην οποία απευθύνεται η αίτηση φέρονται ενώπιον του αρμόδιου οργάνου ή δικαστικής αρχής του εν λόγω κράτους μέλους σύμφωνα με τις δικές του νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις.

Άρθρο 19

Έξοδα

1.   Τα εισπραττόμενα ποσά από κυρώσεις και/ή πρόστιμα που αναφέρονται στο παρόν κεφάλαιο περιέρχονται στην αρχή στην οποία απευθύνεται η αίτηση.

Η αρχή στην οποία απευθύνεται η αίτηση εισπράττει τα οφειλόμενα ποσά στο νόμισμα του κράτους μέλους της, σύμφωνα με τους νόμους, τις κανονιστικές και διοικητικές διαδικασίες ή πρακτικές που εφαρμόζονται για παρόμοιες αξιώσεις στο εν λόγω κράτος μέλος.

Εάν χρειαστεί, η αρχή στην οποία απευθύνεται η αίτηση μετατρέπει την κύρωση και/ή το πρόστιμο στο νόμισμα του κράτους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση βάσει της ισοτιμίας που ισχύει κατά την ημερομηνία επιβολής της κύρωσης και/ή του προστίμου.

2.   Τα κράτη μέλη παραιτούνται αμοιβαίως από κάθε απαίτηση για απόδοση των εξόδων που προέκυψαν από την αμοιβαία συνδρομή την οποία παρέχουν το ένα στο άλλο σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή κατ' εφαρμογή της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 20

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των εθνικών διατάξεων εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή και την τήρησή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, ανάλογες με την παράβαση και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2016. Κοινοποιούν χωρίς καθυστέρηση κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

Άρθρο 21

Σύστημα πληροφόρησης για την εσωτερική αγορά

1.   Η διοικητική συνεργασία και η αμοιβαία συνδρομή μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών που αναφέρονται στα άρθρα 6 και 7, στο άρθρο 10 παράγραφος 3 και στα άρθρα 14 έως 18 υλοποιείται μέσω του συστήματος πληροφόρησης για την εσωτερική αγορά (IMI), που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2012.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν διμερείς συμφωνίες ή ρυθμίσεις σχετικά με τη διοικητική συνεργασία και την αμοιβαία συνδρομή μεταξύ των αρμόδιων αρχών τους όσον αφορά την εφαρμογή και την παρακολούθηση των όρων και συνθηκών απασχόλησης που ισχύουν για τους αποσπασμένους εργαζομένους που αναφέρονται στο άρθρο 3 της οδηγίας 96/71/ΕΚ, στον βαθμό που οι συμφωνίες ή ρυθμίσεις αυτές δεν θίγουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συγκεκριμένων εργαζομένων και επιχειρήσεων.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τις διμερείς συμφωνίες και/ή ρυθμίσεις που εφαρμόζουν και καθιστούν ευρέως διαθέσιμο το κείμενο των εν λόγω διμερών συμφωνιών.

3.   Στο πλαίσιο των διμερών συμφωνιών ή ρυθμίσεων για τις οποίες γίνεται λόγος στην παράγραφο 2, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών χρησιμοποιούν όσο το δυνατόν περισσότερο το IMI. Σε κάθε περίπτωση, αν η αρμόδια αρχή ενός από τα οικεία κράτη μέλη έχει χρησιμοποιήσει το ΙΜΙ, το σύστημα αυτό χρησιμοποιείται, ει δυνατόν, για κάθε απαιτούμενη επόμενη ενέργεια.

Άρθρο 22

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012

Στο παράρτημα του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012, προστίθενται τα ακόλουθα σημεία:

«6.

Οδηγία 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών (18): άρθρο 4.

7.

Οδηγία 2014/67/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για την εφαρμογή της οδηγίας 96/71/ΕΚ σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 σχετικά με τη διοικητική συνεργασία μέσω του Συστήματος Πληροφόρησης για την Εσωτερική Αγορά (“κανονισμός ΙΜΙ”) (19): άρθρα 6 και 7, άρθρο 10 παράγραφος 3 και άρθρα 14 έως 18.

Άρθρο 23

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία έως τις 18 Ιουνίου 2016. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Τα μέτρα αυτά, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής αυτής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών μέτρων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 24

Επανεξέταση

1.   Η Επιτροπή προβαίνει σε επανεξέταση της μεταφοράς και εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

Το αργότερο έως τις 18 Ιουνίου 2019, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τη μεταφορά και εφαρμογή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και προτείνει, κατά περίπτωση, τις απαιτούμενες τροπολογίες και τροποποιήσεις.

2.   Κατά την επανεξέταση, η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με τα κράτη μέλη και, αναλόγως της περίπτωσης, με τους κοινωνικούς εταίρους σε επίπεδο Ένωσης, αξιολογεί συγκεκριμένα:

α)

την αναγκαιότητα και καταλληλότητα των πραγματικών στοιχείων για τον προσδιορισμό της πραγματικής απόσπασης, συμπεριλαμβανομένων των δυνατοτήτων τροποποίησης που υπάρχουν και καθορισμού πιθανών νέων στοιχείων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να ορισθεί κατά πόσο είναι πραγματική η επιχείρηση και κατά πόσο ένας αποσπασμένος εργαζόμενος ασκεί προσωρινά τα καθήκοντά του, όπως αναφέρεται στο άρθρο 4·

β)

την επάρκεια των διαθέσιμων δεδομένων σχετικά με τη διαδικασία απόσπασης·

γ)

την καταλληλότητα και επάρκεια της εφαρμογής εθνικών μέτρων ελέγχου υπό το πρίσμα της εμπειρίας και της αποτελεσματικότητας του συστήματος διοικητικής συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών, την ανάπτυξη πιο ομοιόμορφων, τυποποιημένων εγγράφων, τη θέσπιση κοινών αρχών ή προτύπων για επιθεωρήσεις στον τομέα της απόσπασης των εργαζομένων και τις τεχνολογικές εξελίξεις, όπως ακριβώς αναφέρεται στο άρθρο 9·

δ)

την ευθύνη και/ή τα μέτρα επιβολής που καθιερώθηκαν προς εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς τους ισχύοντες κανόνες και την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε αλυσίδες υπεργολαβίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 12·

ε)

την εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με τη διασυνοριακή εκτέλεση των επιβαλλόμενων διοικητικών κυρώσεων και προστίμων, ιδιαίτερα με γνώμονα την πείρα και την αποτελεσματικότητα του συστήματος, όπως ορίζεται στο κεφάλαιο VI·

στ)

τη χρήση διμερών συμφωνιών και ρυθμίσεων σε σχέση με το ΙΜΙ, λαμβάνοντας υπόψη, κατά περίπτωση, την έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012·

ζ)

το ενδεχόμενο προσαρμογής των προθεσμιών που ορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 6 για τη χορήγηση των πληροφοριών που ζητούν τα κράτη μέλη ή η Επιτροπή με σκοπό τη μείωση των εν λόγω προθεσμιών, λαμβάνοντας υπόψη την πρόοδο που σημειώθηκε στη λειτουργία και τη χρήση του ΙΜΙ.

Άρθρο 25

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 26

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 15 Μαΐου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΫΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  ΕΕ C 351 της 15.11.2012, σ. 61.

(2)  ΕΕ C 17 της 19.1.2013, σ. 67.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 13ης Μαΐου 2014.

(4)  Οδηγία 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με την απόσπαση εργαζόμενων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών (ΕΕ L 18 της 21.1.1997, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), (ΕΕ L 177 της 4.7.2008, σ. 6).

(6)  Σύμβαση της Ρώμης, της 19ης Ιουνίου 1980, σχετικά με το δίκαιο που εφαρμόζεται στις συμβατικές υποχρεώσεις, η οποία ανοίχτηκε για υπογραφή στη Ρώμη (80/934/ΕΟΚ) (ΕΕ L 266 της 9.10.1980, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, ο οποίος καθορίζει τη διαδικασία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ L 284 της 30.10.2009, σ. 1).

(9)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).

(10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(11)  Κανονισμός (EE) αριθ. 1024/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τη διοικητική συνεργασία μέσω του Συστήματος Πληροφόρησης για την εσωτερική αγορά και την κατάργηση της απόφασης 2008/49/ΕΚ («κανονισμός ΙΜΙ») (ΕΕ L 316 της 14.11.2012, σ. 1).

(12)  ΕΕ C 27 της 29.1.2013, σ. 4.

(13)  Οδηγία 91/533/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Οκτωβρίου 1991, σχετικά με την υποχρέωση του εργοδότη να ενημερώνει τον εργαζόμενο για τους όρους που διέπουν τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας (ΕΕ L 288 της 18.10.1991, σ. 32).

(14)  Οδηγία 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία (ΕΕ L 183 της 29.6.1989, σ. 1).

(15)  Απόφαση-πλαίσιο 2005/214/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 2005, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης στις αποφάσεις δήμευσης (ΕΕ L 76 της 22.3.2005, σ. 16).

(16)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 12 της 16.1.2001, σ. 1).

(17)  Απόφαση 2006/325/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2006, σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Βασιλείου της Δανίας για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 120 της 5.5.2006, σ. 22).


Κοινή δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για το άρθρο 4 παράγραφος 3 στοιχείο ζ)

Το κατά πόσον η θέση στην οποία έχει τοποθετηθεί προσωρινά ο αποσπασμένος εργαζόμενος προκειμένου να εκτελέσει το έργο του/της στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών έχει καλυφθεί από τον ίδιο ή άλλον (αποσπασμένο) εργαζόμενο κατά τη διάρκεια προηγούμενων περιόδων αποτελεί ένα μόνο από τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη συνολική εκτίμηση της πραγματικής κατάστασης σε περίπτωση αμφιβολίας.

Απλά και μόνο το γεγονός ότι συνιστά ένα από τα στοιχεία δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να ερμηνεύεται ως επιβολή απαγόρευσης ενδεχόμενης αντικατάστασης του αποσπασμένου εργαζομένου από άλλον αποσπασμένο εργαζόμενο ή ως παρεμπόδιση της δυνατότητας τέτοιας αντικατάστασης η οποία μπορεί να είναι εγγενής, ιδίως σε υπηρεσίες που παρέχονται σε εποχική, κυκλική ή επαναλαμβανόμενη βάση.


Top