This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 32011L0089
Directive 2011/89/EU of the European Parliament and of the Council of 16 November 2011 amending Directives 98/78/EC, 2002/87/EC, 2006/48/EC and 2009/138/EC as regards the supplementary supervision of financial entities in a financial conglomerate Text with EEA relevance
Οδηγία 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011 , για τροποποίηση των οδηγιών 98/78/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ όσον αφορά τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ
Οδηγία 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011 , για τροποποίηση των οδηγιών 98/78/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ όσον αφορά τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ
ΕΕ L 326 της 8.12.2011, p. 113–141
(BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV) Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση
(HR)
In force
8.12.2011 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 326/113 |
ΟΔΗΓΊΑ 2011/89/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ
της 16ης Νοεμβρίου 2011
για τροποποίηση των οδηγιών 98/78/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ όσον αφορά τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 53 παράγραφος 1,
Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
Μετά τη διαβίβαση του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,
Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),
Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Η οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων (3) δίνει στις αρμόδιες αρχές του χρηματοπιστωτικού τομέα συμπληρωματικές εξουσίες και εργαλεία για την εποπτεία των ομίλων πολλών ρυθμιζόμενων οντοτήτων που δραστηριοποιούνται σε διάφορους τομείς των χρηματοπιστωτικών αγορών. Οι εν λόγω όμιλοι, («χρηματοπιστωτικοί όμιλοι ετερογενών δραστηριοτήτων (ΧΟΕΔ)»), είναι εκτεθειμένοι σε κινδύνους («κίνδυνοι ομίλου») στους οποίους συγκαταλέγονται: οι κίνδυνοι διάχυσης, που περιλαμβάνουν την εξάπλωση των κινδύνων σε ολόκληρο τον όμιλο, της συγκέντρωσης κινδύνων, ήτοι της εμφάνισης του ίδιου τύπου κινδύνου σε διάφορα τμήματα του ομίλου ταυτόχρονα, της πολυπλοκότητας που συνεπάγεται η διαχείριση πολλών διαφορετικών νομικών οντοτήτων, των δυνητικών συγκρούσεων συμφερόντων, καθώς και των δυσκολιών που ενέχει ο επιμερισμός των ίδιων κεφαλαίων του σε όλες τις ρυθμιζόμενες οντότητες-μέρη του ΧΟΕΔ, ώστε να αποφεύγεται η πολλαπλή χρησιμοποίηση του κεφαλαίου. Οι ΧΟΕΔ θα πρέπει συνεπώς να υπόκεινται σε εποπτεία συμπληρωματική της εποπτείας σε μεμονωμένη ή ενοποιημένη βάση ή σε επίπεδο ομίλου, χωρίς αλληλεπικαλύψεις και χωρίς να επηρεάζεται ο όμιλος, ανεξάρτητα από τη νομική του υπόσταση. |
(2) |
Επιβάλλεται να εξασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ των στόχων της οδηγίας 2002/87/ΕΚ αφενός, και των οδηγιών του Συμβουλίου 73/239/ΕΟΚ (4) και 92/49/ΕΟΚ (5), και των οδηγιών 98/78/ΕΚ (6), 2002/83/ΕΚ (7), 2004/39/ΕΚ (8), 2005/68/ΕΚ (9), 2006/48/ΕΚ (10), 2006/49/ΕΚ (11), 2009/65/ΕΚ (12), 2009/138/ΕΚ (13) και 2011/61/ΕΕ (14) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αφετέρου, ώστε να διασφαλιστεί η κατάλληλη συμπληρωματική εποπτεία των ασφαλιστικών και τραπεζικών ομίλων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που αποτελούν μέρος μιας μεικτής δομής χρηματοπιστωτικών συμμετοχών. |
(3) |
Είναι αναγκαίο να προσδιορίζονται οι ΧΟΕΔ σε ολόκληρη την Ένωση ανάλογα με το βαθμό έκθεσής τους σε κινδύνους ομίλου, με βάση κοινές κατευθυντήριες γραμμές που έχουν εκδώσει η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΑΤ) (15), η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΑΑΕΣ) (16) και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΑΚΑΑ) (17) σύμφωνα με το άρθρο 56 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, μέσω της Μεικτής Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (Μεικτή Επιτροπή). Είναι επίσης σημαντικό οι απαιτήσεις που αφορούν την παρέκκλιση από την εφαρμογή της συμπληρωματικής εποπτείας να εφαρμόζονται ανάλογα με τους κινδύνους, σύμφωνα με τις κοινές κατευθυντήριες γραμμές. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση μεγαλύτερων ΧΟΕΔ δραστηριοποιουμένων διεθνώς. |
(4) |
Η πλήρης και επαρκής παρακολούθηση των κινδύνων ομίλου σε μεγάλους, σύνθετους ΧΟΕΔ που δραστηριοποιούνται διεθνώς, καθώς και η εποπτεία των κεφαλαιακών τους πολιτικών σε επίπεδο ομίλου, είναι δυνατή μόνο όταν οι αρμόδιες αρχές συγκεντρώνουν εποπτικές πληροφορίες και σχεδιάζουν εποπτικά μέτρα πέραν του εθνικού πεδίου στο οποίο εκτελούν την εντολή τους. Είναι επομένως απαραίτητο οι αρμόδιες αρχές να συντονίζουν τη συμπληρωματική εποπτεία των ΧΟΕΔ που δραστηριοποιούνται διεθνώς μεταξύ των αρμοδίων εκείνων αρχών οι οποίες θεωρούνται πιο πρόσφορες για την εποπτεία αυτή. Τα σώματα των σχετικών αρμόδιων αρχών των ΧΟΕΔ θα πρέπει να ενεργούν σύμφωνα με τη συμπληρωματική φύση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και υπό την έννοια αυτή δεν θα πρέπει να αναπαράγουν ή να υποκαθιστούν αλλά θα πρέπει να προσθέτουν αξία στις δραστηριότητες των σωμάτων που ήδη υφίστανται για τους τραπεζικούς και ασφαλιστικούς υπο-ομίλους των ΧΟΕΔ. Σώμα ενός ΧΟΕΔ θα πρέπει να συγκροτείται μόνο αν δεν υπάρχει ούτε τραπεζικό ούτε ασφαλιστικό τομεακό σώμα. |
(5) |
Για να εξασφαλιστεί κατάλληλη κανονιστική εποπτεία, είναι απαραίτητο η νομική και επιχειρησιακή και οργανωτική δομή —περιλαμβανομένων όλων των ρυθμιζόμενων οντοτήτων, των μη ρυθμιζόμενων θυγατρικών και των σημαντικών υποκαταστημάτων— τραπεζών, ασφαλιστικών φορέων και ΧΟΕΔ που αναπτύσσουν διασυνοριακή δραστηριότητα, να παρακολουθείται από την ΕΑΤ, την ΕΑΑΕΣ, την ΕΑΚΑΑ (στο εξής υπό τη συλλογική ονομασία ΕΑΑ) και τη Μεικτή Επιτροπή, εάν κριθεί απαραίτητο, και οι πληροφορίες να γνωστοποιούνται στις αρμόδιες αρχές. |
(6) |
Για να εξασφαλιστεί κατάλληλη συμπληρωματική εποπτεία των ρυθμιζόμενων οντοτήτων ενός ΧΟΕΔ, ιδιαίτερα όταν η έδρα μιας εκ των θυγατρικών τους ευρίσκεται σε τρίτη χώρα, οι επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται η παρούσα οδηγία θα πρέπει να περιλαμβάνουν όλες τις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα τα πιστωτικά ιδρύματα με καταστατική έδρα σε τρίτη χώρα που θα ήταν υποχρεωμένες να ζητήσουν άδεια λειτουργίας, εάν είχαν την καταστατική τους έδρα εντός της Ένωσης. |
(7) |
Η συμπληρωματική εποπτεία μεγάλων, σύνθετων ΧΟΕΔ που δραστηριοποιούνται διεθνώς απαιτεί συντονισμό σε ολόκληρη την Ένωση για λόγους σταθερότητας της εσωτερικής αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Για το σκοπό αυτό, οι αρμόδιες αρχές χρειάζεται να συμφωνήσουν τις εποπτικές προσεγγίσεις που θα εφαρμοστούν στους εν λόγω ΧΟΕΔ. Οι ΕΕΑ θα πρέπει να εκδώσουν, βάσει του άρθρου 56 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, κοινές κατευθυντήριες γραμμές για τις εν λόγω κοινές προσεγγίσεις, εξασφαλίζοντας έτσι ένα πλήρες προληπτικό πλαίσιο για τα εποπτικά εργαλεία και τις εξουσίες που προβλέπονται στις οδηγίες για τις τράπεζες, τις ασφάλειες, τα χρεώγραφα και τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους. Οι κατευθυντήριες γραμμές που προβλέπει η οδηγία 2002/87/ΕΚ θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν τη συμπληρωματικότητα της εποπτείας υπό την οδηγία αυτή και να συμπληρώνουν την ειδική εποπτεία ανά τομέα όπως προβλέπεται στις οδηγίες 73/239/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 98/78/ΕΚ, 2002/83/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ, 2009/138/ΕΚ και 2011/61/ΕΕ. |
(8) |
Υπάρχει πραγματική ανάγκη παρακολούθησης και ελέγχου των δυνητικών κινδύνων ομίλου που αντιμετωπίζουν οι ΧΟΕΔ λόγω των συμμετοχών τους σε άλλες εταιρείες. Όταν οι συγκεκριμένες εποπτικές εξουσίες που προβλέπονται στην οδηγία 2002/87/ΕΚ φαίνονται ανεπαρκείς, η εποπτική κοινότητα θα πρέπει να αναπτύσσει εναλλακτικές μεθόδους για να αντιμετωπίσει και να συνυπολογίσει επαρκώς τους κινδύνους, κατά προτίμηση στο πλαίσιο των εργασιών των ΕΕΑ μέσω της Μεικτής Επιτροπής. Εάν μια συμμετοχή είναι το μοναδικό στοιχείο για τον προσδιορισμό ενός ΧΟΕΔ, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να μπορούν να εκτιμήσουν εάν ο όμιλος είναι εκτεθειμένος σε κινδύνους ομίλου και ενδεχομένως να τον εξαιρέσουν από συμπληρωματική εποπτεία. |
(9) |
Όσον αφορά ορισμένους σχηματισμούς ομίλων, οι εποπτικές αρχές δεν είχαν καμία εξουσία κατά την παρούσα κρίση επειδή τα καθεστώτα που προβλέπονται στις σχετικές οδηγίες τις υποχρέωναν να επιλέξουν μεταξύ εποπτείας με βάση τον τομέα ή συμπληρωματικής εποπτείας. Ενώ μια πλήρης αναθεώρηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ θα πρέπει να γίνει στο πλαίσιο των εργασιών του G20 όσον αφορά τους ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων, οι αναγκαίες εποπτικές εξουσίες θα πρέπει να δοθούν το ταχύτερο δυνατόν. |
(10) |
Χρειάζεται συνοχή μεταξύ των στόχων της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και της οδηγίας 98/78/ΕΚ. Έτσι, η οδηγία 98/78/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να ορίζει και να συμπεριλαμβάνει και τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών. Προκειμένου να εξασφαλιστεί εγκαίρως η συνεκτική εποπτεία, η οδηγία 98/78/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί, ανεξάρτητα από την επικείμενη εφαρμογή της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, η οποία θα πρέπει να τροποποιηθεί για τον ίδιο σκοπό. |
(11) |
Ενώ η προσομοίωση ακραίων καταστάσεων θα πρέπει να γίνεται τακτικά για τους τραπεζικούς και ασφαλιστικούς υπο-ομίλους ενός ΧΟΕΔ, ο συντονιστής που ορίζεται σύμφωνα με την οδηγία 2002/87/ΕΚ είναι εκείνος που αποφασίζει την καταλληλότητα, τις παραμέτρους και το χρονοδιάγραμμα της προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για μεμονωμένο ΧΟΕΔ στο σύνολό του. Για τις προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης που γίνονται από τις ΕΕΑ σε συγκεκριμένο τομέα, η Μεικτή Επιτροπή θα πρέπει να είναι εκείνη που εξασφαλίζει ότι οι προσομοιώσεις γίνονται με συνοχή σε όλους τους τομείς. Για τους λόγους αυτούς, οι ΕΕΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, θα πρέπει να μπορούν να αναπτύσσουν συμπληρωματικές παραμέτρους για προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης που θα λαμβάνουν υπόψη τους ειδικούς κινδύνους ομίλου που υφίστανται συνήθως σε επίπεδο ΧΟΕΔ, και να δημοσιεύουν τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων όταν το επιτρέπει η τομεακή νομοθεσία. Θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι εμπειρίες από προηγούμενες προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης. Για παράδειγμα, οι προσομοιώσεις αυτές θα πρέπει να συνεκτιμούν τους κινδύνους ρευστότητας και φερεγγυότητας των ΧΟΕΔ. |
(12) |
Η Επιτροπή θα πρέπει να αναπτύξει περαιτέρω ένα συνεκτικό και αξιόπιστο σύστημα εποπτείας των ΧΟΕΔ. Η επερχομένη πλήρης αναθεώρηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ θα πρέπει να καλύψει τις μη ρυθμιζόμενες οντότητες, ιδίως τις οντότητες ειδικού σκοπού, και να αναπτύξει μια βάσει κινδύνου εφαρμογή της δυνατότητας που έχουν οι εποπτικές αρχές να χορηγήσουν παρέκκλιση όταν προσδιορίζουν τι συνιστά ΧΟΕΔ, ενώ παράλληλα θα πρέπει επίσης να περιορίσει τη χρήση παρεκκλίσεων. Όσον αφορά τις τομεακές οδηγίες, στην αναθεώρηση θα πρέπει να εξετάζονται επίσης και οι συστημικώς σημαντικοί ΧΟΕΔ, οι οποίοι λόγω του μεγέθους, της διασύνδεσης ή της πολυπλοκότητάς τους είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι. Οι ΧΟΕΔ αυτοί πρέπει να προσδιορίζονται κατ’ αναλογία προς τα εξελισσόμενα πρότυπα του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και της Επιτροπής της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία. Η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο πρότασης ρυθμιστικών μέτρων στον τομέα. |
(13) |
Επιβάλλεται να εξασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ των στόχων της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και της οδηγίας 2006/48/ΕΚ. Η οδηγία 2006/48/ΕΚ θα πρέπει επομένως να τροποποιηθεί ώστε να ορίζει και να συμπεριλαμβάνει τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών. |
(14) |
Η αποκατασταθείσα διαθεσιμότητα των εξουσιών στο επίπεδο της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών συνεπάγεται ότι ορισμένες διατάξεις των οδηγιών 98/78/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ ή 2009/138/ΕΚ εφαρμόζονται στο επίπεδο αυτό ταυτοχρόνως. Οι διατάξεις αυτές μπορεί να είναι ισοδύναμες, ειδικότερα όσον αφορά τα ποιοτικά στοιχεία των διαδικασιών εποπτικής εξέτασης. Χάριν παραδείγματος, απαιτήσεις ικανότητας και ήθους για τη διαχείριση εταιρειών χαρτοφυλακίου προβλέπονται στις οδηγίες 98/78/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ ή 2009/138/ΕΚ. Για την αποφυγή επικάλυψης μεταξύ των διατάξεων αυτών και για να εξασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα της εποπτείας στο ανώτατο επίπεδο, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να μπορούν να εφαρμόσουν συγκεκριμένη διάταξη μόνο μία φορά, ενώ θα συμμορφώνονται με την ισοδύναμη διάταξη σε όλες τις άλλες ισχύουσες οδηγίες. Ακόμη και αν οι διατάξεις δεν έχουν την ίδια διατύπωση, θα πρέπει να θεωρούνται ισοδύναμες αν είναι κατ’ ουσία παρόμοιες, ιδίως όσον αφορά την εποπτεία με βάση τους κινδύνους. Κατά την αξιολόγηση της ισοδυναμίας, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να εξετάζουν, στο πλαίσιο των σωμάτων, εάν το πεδίο εφαρμογής έχει καλυφθεί και οι στόχοι έχουν επιτευχθεί, όσον αφορά κάθε εφαρμοστέα οδηγία, χωρίς να υποβαθμίζονται τα πρότυπα εποπτείας. Θα πρέπει να είναι δυνατή η περαιτέρω ανάπτυξη των αξιολογήσεων ισοδυναμίας κατά την τροποποίηση των πλαισίων και πρακτικών εποπτείας. Οι αξιολογήσεις ισοδυναμίας θα πρέπει επομένως να υπόκεινται σε ανοικτή, εξελικτική διαδικασία Η διαδικασία αυτή θα πρέπει να προβλέπει λύσεις κατά περίπτωση ώστε να λαμβάνονται υπόψη όλες οι ιδιαιτερότητες κάποιου ομίλου. Για να εξασφαλιστεί συνοχή του εποπτικού πλαισίου για ένα συγκεκριμένο όμιλο και να εξασφαλίζονται ίσοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ όλων των χρηματοπιστωτικών ομίλων εντός της Ένωσης χρειάζεται η κατάλληλη εποπτική συνεργασία. Για το σκοπό αυτό, οι ΕΕΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, θα πρέπει να χαράξουν κατευθυντήριες γραμμές με σκοπό τη σύγκλιση των αξιολογήσεων ισοδυναμίας και να εργασθούν για θέσπιση δεσμευτικών τεχνικών προτύπων. |
(15) |
Για να βελτιωθεί η συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε ΧΟΕΔ, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) όσον αφορά τις τεχνικές προσαρμογές που πρέπει να γίνουν στην οδηγία 2002/87/ΕΚ όσον αφορά τους ορισμούς, την ευθυγράμμιση της ορολογίας και τις μεθόδους υπολογισμού που καθορίζονται στην εν λόγω οδηγία. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες, ακόμα και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, όταν ετοιμάζει και συντάσσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. |
(16) |
Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η βελτίωση της συμπληρωματικής εποπτείας των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε ΧΟΕΔ, δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και συνεπώς, λόγω του εύρους και των συνεπειών της παρούσας οδηγίας, μπορεί να πραγματοποιηθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση είναι δυνατόν να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ίδιου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα όρια που είναι αναγκαία για την επίτευξη του στόχου. |
(17) |
Οι οδηγίες 98/78/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ θα πρέπει ως εκ τούτου να τροποποιηθούν αναλόγως, |
ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:
Άρθρο 1
Τροποποιήσεις στην οδηγία 98/78/ΕΚ
Η οδηγία 98/78/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:
1) |
το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:
|
2) |
στο άρθρο 2, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Κάθε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, της οποίας η μητρική επιχείρηση είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, υπόκειται σε συμπληρωματική εποπτεία με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 και στα άρθρα 6, 8 και 10.»· |
3) |
παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 2α Επίπεδο εφαρμογής σχετικά με εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών 1. Σε περίπτωση που εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας και της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τους κινδύνους, η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη να ασκεί τη συμπληρωματική εποπτεία μπορεί, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, να εφαρμόσει στην εν λόγω εταιρεία μόνο τη σχετική διάταξη της οδηγίας 2002/87/ΕΚ. 2. Σε περίπτωση που εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας και της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τους κινδύνους, η αρμόδια αρχή που ασκεί τη συμπληρωματική εποπτεία μπορεί, κατόπιν συμφωνίας με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας του τραπεζικού τομέα και του τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών, να εφαρμόσει μόνον τη διάταξη της οδηγίας που αφορά τον πλέον σημαντικό τομέα, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ. 3. Η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη να ασκεί τη συμπληρωματική εποπτεία ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18) (ΕΑΤ) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19) (ΕΑΑΕΣ) για τις αποφάσεις που ελήφθησαν δυνάμει των παραγράφων 1 και 2. Η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20), χαράσσουν, μέσω της Μεικτής Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (Μεικτή Επιτροπή), κατευθυντήριες γραμμές με σκοπό τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών και, εντός τριών ετών από την έγκριση των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών, καταρτίζουν σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων. Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως. |
4) |
στο άρθρο 3, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Η άσκηση της συμπληρωματικής εποπτείας σύμφωνα με το άρθρο 2 ουδόλως σημαίνει ότι οι αρμόδιες αρχές είναι υποχρεωμένες να εποπτεύουν ατομικώς την ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, την αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας.»· |
5) |
στο άρθρο 4, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Όταν ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη έχουν ως μητρική επιχείρηση την αυτή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας, οι αρμόδιες αρχές των εν λόγω κρατών μελών μπορούν να συμφωνήσουν ποία εξ αυτών θα ασκεί τη συμπληρωματική εποπτεία.»· |
6) |
το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 10 Ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου, εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας 1. Σε συνάρτηση με το άρθρο 2 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη απαιτούν την εφαρμογή της μεθόδου συμπληρωματικής εποπτείας σύμφωνα με το παράρτημα II. Στον υπολογισμό συμπεριλαμβάνονται όλες οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, της ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας. 2. Εάν, βάσει του υπολογισμού που αναφέρεται στην παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι τίθεται σε κίνδυνο ή ενδέχεται να τεθεί σε κίνδυνο η φερεγγυότητα ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης θυγατρικής της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα έναντι της εν λόγω ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.»· |
7) |
τα παραρτήματα I και ΙΙ τροποποιούνται σύμφωνα με το παράρτημα I της παρούσας οδηγίας. |
Άρθρο 2
Τροποποιήσεις στην οδηγία 2002/87/ΕΚ
Η οδηγία 2002/87/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:
1) |
τα άρθρα 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 1 Αντικείμενο Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των ρυθμιζόμενων οντοτήτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, το άρθρο 4 της οδηγίας 2002/83/ΕΚ (21), το άρθρο 5 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ (22), το άρθρο 3 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ, (23), το άρθρο 6 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ (24), το άρθρο 5 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ (25), το άρθρο 14 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ (26) ή τα άρθρα 6 έως 11 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (27) και οι οποίες ανήκουν σε ΧΟΕΔ. Η παρούσα οδηγία τροποποιεί επίσης τους σχετικούς τομεακούς κανόνες που ισχύουν για τις οντότητες οι οποίες ρυθμίζονται από αυτές τις οδηγίες. Άρθρο 2 Ορισμοί Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως: 1) “πιστωτικό ίδρυμα”: πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ· 2) “ασφαλιστική επιχείρηση”: ασφαλιστική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφοι 1, 2 ή 3 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ· 3) “επιχείρηση επενδύσεων”: η επιχείρηση επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο δ) της οδηγίας 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (28) ή επιχείρηση η οποία έχει την καταστατική της έδρα σε τρίτη χώρα και η οποία θα ήταν υποχρεωμένη, σύμφωνα με την οδηγία 2004/39/ΕΚ, να ζητήσει άδεια λειτουργίας, εάν είχε την καταστατική της έδρα εντός της Ένωσης· 4) “ρυθμιζόμενη οντότητα”: πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων, εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ή διαχειριστής οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων· 5) “εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων”: η εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2009/65/ΕΚ ή η επιχείρηση η οποία έχει την καταστατική της έδρα σε τρίτη χώρα και η οποία θα ήταν υποχρεωμένη, σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, να ζητήσει άδεια λειτουργίας, εάν είχε την καταστατική της έδρα εντός της Ένωσης· 5α) “διαχειριστής οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων”: ο διαχειριστής οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχεία β), ιβ) και αβ) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ ή η επιχείρηση η οποία έχει την καταστατική της έδρα σε τρίτη χώρα και η οποία θα ήταν υποχρεωμένη, σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, να ζητήσει άδεια λειτουργίας, εάν είχε την καταστατική της έδρα εντός της Ένωσης· 6) “αντασφαλιστική επιχείρηση”: αντασφαλιστική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 13 σημεία 4, 5 ή 6 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή φορέας ειδικού σκοπού κατά την έννοια του άρθρου 13, σημείο 26 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ· 7) “τομεακοί κανόνες”: η νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με την προληπτική εποπτεία των ρυθμιζόμενων επιχειρήσεων, όπως θεσπίζεται ιδίως με τις οδηγίες 2004/39/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ· 8) “χρηματοπιστωτικός τομέας”: τομέας που αποτελείται από μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες επιχειρήσεις: α)πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 4 σημεία 1, 5 ή 21 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ (στο εξής υπό τη συλλογική ονομασία τραπεζικός τομέας)·β)ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου κατά την έννοια του άρθρου 13 σημεία 1, 2, 4 ή 5 ή του άρθρου 212, παράγραφος 1 στοιχείο στ) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ (στο εξής υπό τη συλλογική ονομασία ασφαλιστικός τομέας)·γ)επιχείρηση επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2006/49/ΕΚ (στο εξής υπό τη συλλογική ονομασία τομέας των επενδυτικών υπηρεσιών)·9) “μητρική επιχείρηση”: η μητρική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 1 της εβδόμης οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983, για τους ενοποιημένους λογαριασμούς (29) ή οποιαδήποτε επιχείρηση η οποία, κατά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών, ασκεί ουσιαστικά δεσπόζουσα επιρροή σε άλλη επιχείρηση· 10) “θυγατρική επιχείρηση”: η θυγατρική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ ή οποιαδήποτε επιχείρηση επί της οποίας, κατά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών, μια μητρική επιχείρηση ασκεί ουσιαστικά δεσπόζουσα επιρροή ή όλες οι θυγατρικές αυτών των θυγατρικών επιχειρήσεων · 11) “συμμετοχή”: η κατά την έννοια του άρθρου 17 πρώτο εδάφιο της τετάρτης οδηγίας 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, περί των ετησίων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών (30) συμμετοχή, ή η άμεση ή έμμεση κατοχή του 20 % και άνω των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης· 12) “όμιλος”: ο όμιλος επιχειρήσεων ο οποίος αποτελείται από μητρική επιχείρηση, τις θυγατρικές της και τις οντότητες στις οποίες η μητρική επιχείρηση ή οι θυγατρικές της κατέχουν συμμετοχή ή οι επιχειρήσεις που συνδέονται μεταξύ τους με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ και περιλαμβάνει τυχόν υπο-όμιλο αυτού· 12α) “έλεγχος”: μια σχέση μεταξύ της μητρικής επιχείρησης και μιας θυγατρική επιχείρησης, ως ορίζεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, ή παρόμοια σχέση μεταξύ φυσικού ή νομικού προσώπου και επιχείρησης· 13) “στενοί δεσμοί”: μια κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται με έλεγχο ή συμμετοχή, ή μια κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται μονίμως με ένα και το αυτό πρόσωπο με σχέση ελέγχου· 14) “χρηματοπιστωτικός όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων”: όμιλος ή υπο-όμιλος, εφόσον επικεφαλής του ομίλου ή του υπο-ομίλου είναι ρυθμιζόμενη οντότητα, ή εφόσον τουλάχιστον μια από τις θυγατρικές του ομίλου ή του υπο-ομίλου αποτελεί ρυθμιζόμενη οντότητα, και που πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α)εφόσον επικεφαλής του ομίλου ή υπο-ομίλου είναι ρυθμιζόμενη οντότητα:
15) “εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών”: η μητρική επιχείρηση, πλην της ρυθμιζόμενης οντότητας, η οποία, μαζί με τις θυγατρικές της, από τις οποίες μία τουλάχιστον είναι ρυθμιζόμενη οντότητα με καταστατική έδρα στην Ένωση, καθώς και άλλες οντότητες, συνιστά ΧΟΕΔ· 16) “αρμόδιες αρχές”: οι εθνικές αρχές των κρατών μελών που είναι εξουσιοδοτημένες βάσει νομοθετικής ή κανονιστικής ρύθμισης να εποπτεύουν τα πιστωτικά ιδρύματα, τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις εταιρείες επενδύσεων, τις εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ή τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων είτε σε ατομική βάση είτε σε επίπεδο ομίλου· 17) “σχετικές αρμόδιες αρχές”:
18) “εντός ομίλου συναλλαγές”: όλες οι συναλλαγές με τις οποίες ρυθμιζόμενες οντότητες που ανήκουν σε έναν ΧΟΕΔ στηρίζονται, άμεσα ή έμμεσα, σε άλλες επιχειρήσεις του ίδιου ομίλου, ή σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο συνδεόμενο με τις επιχειρήσεις του ομίλου αυτού με στενούς δεσμούς, για να εκπληρώνουν μια υποχρέωση, είτε συμβατική είτε όχι, είτε επ’ αμοιβή είτε όχι· 19) “συγκέντρωση κινδύνων”: κάθε έκθεση σε κίνδυνο με πιθανότητα ζημίας, η οποία είναι αρκετά μεγάλη ώστε να απειλεί τη φερεγγυότητα ή τη γενική χρηματοοικονομική κατάσταση των ρυθμιζόμενων οντοτήτων του ΧΟΕΔ, ανεξάρτητα από το εάν η έκθεση αποτέλεσμα κινδύνων αντισυμβαλλομένου ή πιστωτικών κινδύνων, επενδυτικών κινδύνων, ασφαλιστικών κινδύνων, κινδύνων της αγοράς ή άλλων κινδύνων, ή συνδυασμού ή αλληλεπίδρασης αυτών των κινδύνων. Μέχρις ότου τεθούν σε ισχύ ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 21α, παράγραφος 1, στοιχείο β), η γνώμη που αναφέρεται στο σημείο 17, στοιχείο γ) λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη το μερίδιο αγοράς που κατέχουν οι ρυθμιζόμενες οντότητες του ομίλου σε άλλα κράτη μέλη, ιδίως αν υπερβαίνει το 5 %, και τη βαρύτητα που έχει στα πλαίσια του ομίλου οιαδήποτε ρυθμιζόμενη οντότητα που είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος. |
2) |
το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:
|
3) |
το άρθρο 4 τροποποιείται ως ακολούθως:
|
4) |
το άρθρο 5 τροποποιείται ως ακολούθως:
|
5) |
στο άρθρο 6, οι παράγραφοι 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «3. Προκειμένου να υπολογίζονται οι κεφαλαιακές απαιτήσεις οι οποίες αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2, η συμπληρωματική εποπτεία καλύπτει τις ακόλουθες οντότητες σύμφωνα με το παράρτημα I:
4. Όταν υπολογίζονται, σύμφωνα με τη μέθοδο 1 (“λογιστική ενοποίηση”) που ορίζεται στο παράρτημα I της παρούσας οδηγίας, οι συμπληρωματικές κεφαλαιακές απαιτήσεις για έναν ΧΟΕΔ, το ύψος των ιδίων κεφαλαίων και οι απαιτήσεις φερεγγυότητας των οντοτήτων του ομίλου υπολογίζονται εφαρμόζοντας τους αντίστοιχους τομεακούς κανόνες σχετικά με την έκταση και τη μορφή της ενοποίησης, όπως καθορίζονται ιδίως στα άρθρα 133 και 134 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και στο άρθρο 221 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ. Όταν χρησιμοποιείται η μέθοδος 2 (“Αφαίρεση και συνένωση”) που αναφέρεται στο παράρτημα I, στον υπολογισμό λαμβάνεται υπόψη το μέρος του καταβεβλημένου κεφαλαίου που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, η μητρική επιχείρηση ή η επιχείρηση η οποία κατέχει συμμετοχή σε άλλη οντότητα του ομίλου.»· |
6) |
το άρθρο 7 τροποποιείται ως ακολούθως:
|
7) |
το άρθρο 8 τροποποιείται ως ακολούθως:
|
8) |
το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:
|
9) |
παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 9β Προσομοίωση ακραίων καταστάσεων 1. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τον συντονιστή να εξασφαλίζει κατάλληλη και τακτική προσομοίωση ακραίων καταστάσεων των χρηματοπιστωτικών ομίλων. Απαιτούν επίσης από τις σχετικές αρμόδιες αρχές να συνεργάζονται πλήρως με τον συντονιστή. 2. Για τους σκοπούς προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης οι ΕΕΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής και σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (34), αναπτύσσουν συμπληρωματικές παραμέτρους που λαμβάνουν υπόψη τους ειδικούς κινδύνους που συνδέονται με ΧΟΕΔ, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Ο συντονιστής κοινοποιεί τα αποτελέσματα της προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων στη Μεικτή Επιτροπή. |
10) |
το άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο β) τροποποιείται ως ακολούθως:
|
11) |
το άρθρο 11 τροποποιείται ως ακολούθως:
|
12) |
στο άρθρο 12 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
13) |
Στο άρθρο 12α προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος: «3. Οι συντονιστές παρέχουν στη Μεικτή Επιτροπή τις πληροφορίες όπως προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 4 και στο άρθρο 12 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α). Η Μεικτή Επιτροπή θέτει στη διάθεση των αρμοδίων αρχών πληροφορίες σχετικά με τη νομική δομή και τα συστήματα διακυβέρνησης και οργάνωσης των ΧΟΕΔ.»· |
14) |
παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 12β Κοινές κατευθυντήριες γραμμές 1. Οι ΕΕΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, καταρτίζουν κοινές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τον τρόπο διενέργειας των αξιολογήσεων βάσει κινδύνου που εφαρμόζονται στους ΧΟΕΔ από την αρμόδια αρχή. Αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές εξασφαλίζουν ειδικότερα ότι οι αξιολογήσεις βάσει του κινδύνου περιλαμβάνουν κατάλληλα εργαλεία προκειμένου να αξιολογούνται οι κίνδυνοι ομίλου που απειλούν τους ΧΟΕΔ. 2. Οι ΕΕΑ εκδίδουν, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, κοινές κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες αποσκοπούν στην ανάπτυξη εποπτικών πρακτικών που επιτρέπουν τη συμπληρωματική εποπτεία των εταιρειών χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ώστε να συμπληρώνεται καταλλήλως η εποπτεία του ομίλου σύμφωνα με την οδηγία 98/78/ΕΚ και την οδηγία 2009/138/ΕΚ ή, εφόσον απαιτείται, την ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με την οδηγία 2006/48/ΕΚ. Αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές επιτρέπουν την ενσωμάτωση όλων των σχετικών κινδύνων στην εποπτεία, εξαλείφοντας παράλληλα τις δυνητικές επικαλύψεις κατά την εποπτεία και τον έλεγχο.»· |
15) |
το άρθρο 18 τροποποιείται ως εξής:
|
16) |
το άρθρο 19 αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 19 Συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών Το άρθρο 39 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, το άρθρο 10α της οδηγίας 98/78/ΕΚ και το άρθρο 264 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών για τη διαπραγμάτευση συμφωνιών με μια ή περισσότερες τρίτες χώρες σχετικά με τις λεπτομέρειες άσκησης της συμπληρωματικής εποπτείας των ρυθμιζόμενων οντοτήτων ΧΟΕΔ.»· |
17) |
ο τίτλος του κεφαλαίου ΙΙΙ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: |
18) |
το άρθρο 20 αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 20 Εξουσίες που ανατίθενται στην Επιτροπή Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει, μέσω πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση δυνάμει του άρθρου 21γ, μέτρα σχετικά με τις τεχνικές προσαρμογές της παρούσας οδηγίας στους ακόλουθους τομείς:
Τα εν λόγω μέτρα δεν περιλαμβάνουν το αντικείμενο της αρμοδιότητας που μεταβιβάζεται και ανατίθεται στην Επιτροπή σε σχέση με τα σημεία που απαριθμούνται στο άρθρο 21α.»· |
19) |
στο άρθρο 21 οι παράγραφοι 2,3 και 5 διαγράφονται· |
20) |
το άρθρο 21α τροποποιείται ως ακολούθως:
|
21) |
προστίθενται τα ακόλουθα άρθρα στο κεφάλαιο III: «Άρθρο 21β Κοινές κατευθυντήριες γραμμές Οι ΕΕΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, εκδίδουν τις κοινές κατευθυντήριες γραμμές που προβλέπονται στο άρθρο 3 παράγραφος 8, το άρθρο 7 παράγραφος 5, το άρθρο 8 παράγραφος 5, το άρθρο 9 παράγραφος 6, το άρθρο 11 παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, το άρθρο 12β και το άρθρο 21 παράγραφος 4, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 56 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως. Άρθρο 21γ Άσκηση της εξουσιοδότησης 1. Η εξουσία για την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο. 2. Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 20 ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο τεσσάρων ετών από τις 9 Δεκεμβρίου 2011. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις ανατεθείσες αρμοδιότητες το αργότερο έξι μήνες πριν από τη λήξη της τετραετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο αντιταχθεί σε αυτήν την ανανέωση μέσα σε τρεις μήνες πριν από τη λήξη κάθε περιόδου. 3. Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 20 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την ανάθεση της εξουσίας που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται στην απόφαση. Δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση οι οποίες ισχύουν ήδη. 4. Η Επιτροπή, μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. 5. Κάθε κατ’ εξουσιοδότηση πράξη δυνάμει του άρθρου 20 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχουν διατυπωθεί αντιρρήσεις από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός προθεσμίας τριών μηνών από την κοινοποίηση της εν λόγω πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν από τη λήξη της προθεσμίας αυτής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν πληροφορήσει αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα εγείρουν αντιρρήσεις. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά 3 μήνες.»· |
22) |
Στο άρθρο 30 το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Έως ότου επιτευχθεί περαιτέρω συντονισμός των τομεακών κανόνων, τα κράτη μέλη μεριμνούν για την υπαγωγή των εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων:
|
23) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 30α Διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων 1. Έως ότου επιτευχθεί περαιτέρω συντονισμός των τομεακών κανόνων, τα κράτη μέλη μεριμνούν για την υπαγωγή των διαχειριστών οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων:
2. Για την εφαρμογή της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη ορίζουν ή αναθέτουν στις αρμόδιες αρχές τους να αποφασίζουν βάσει ποίων τομεακών κανόνων (τραπεζικός τομέας, ασφαλιστικός τομέας ή τομέας επενδυτικών υπηρεσιών) υπόκεινται οι διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων στην ενοποιημένη ή συμπληρωματική εποπτεία που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, οι σχετικοί τομεακοί κανόνες που αφορούν τη μορφή και τον βαθμό υπαγωγής των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων. Για τους σκοπούς της συμπληρωματικής εποπτείας που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1, ο διαχειριστής οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων θεωρείται ως ανήκων σε οιονδήποτε τομέα εμπίπτει δυνάμει του στοιχείου α) της παραγράφου 1. Στην περίπτωση που ο διαχειριστής οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων ανήκει σε ΧΟΕΔ, αναφορές σε ρυθμιζόμενες οντότητες και σε αρμόδιες και σχετικές αρμόδιες αρχές θεωρούνται, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ότι συμπεριλαμβάνουν, αντίστοιχα, τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των διαχειριστών οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων. Τούτο ισχύει, κατ’ αναλογία, και στους ομίλους που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1.»· |
24) |
το παράρτημα I τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα II της παρούσας οδηγίας. |
Άρθρο 3
Τροποποιήσεις στην οδηγία 2006/48/ΕΚ
Η οδηγία 2006/48/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:
1) |
στο άρθρο 1, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Το άρθρο 39 και τα άρθρα 124 έως 143 εφαρμόζονται στις χρηματοπιστωτικές εταιρείες χαρτοφυλακίου, στις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και στις μεικτής δραστηριότητας εταιρείες συμμετοχών που έχουν την έδρα τους στην Ένωση.»· |
2) |
το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:
|
3) |
το άρθρο 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 14 Κάθε άδεια λειτουργίας κοινοποιείται στην ΕΑΤ. Η επωνυμία κάθε πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας εγγράφεται σε κατάλογο τον οποίο η ΕΑΤ δημοσιεύει στο δικτυακό της τόπο και τον ενημερώνει τακτικά. Η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση διαβιβάζει στις σχετικές αρμόδιες αρχές και στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που αφορούν τον τραπεζικό όμιλο, σύμφωνα με τα άρθρα 12 παράγραφος 3, 22 παράγραφος 1 και 73 παράγραφος 3, και ιδίως εκείνες που αφορούν τη νομική δομή του ομίλου, το πλαίσιο διακυβέρνησης και την οργανωτική δομή του ομίλου.»· |
4) |
το άρθρο 39 τροποποιείται ως εξής:
|
5) |
στο άρθρο 69, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Τα κράτη μέλη μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμα που προβλέπεται στην παράγραφο 1 εφόσον η μητρική επιχείρηση αποτελεί χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών συσταθείσα στο ίδιο κράτος μέλος με το πιστωτικό ίδρυμα, υπό την προϋπόθεση ότι υπόκειται στην ίδια εποπτεία με τα πιστωτικά ιδρύματα και ιδίως στα πρότυπα που ορίζονται στο άρθρο 71 παράγραφος 1.»· |
6) |
στο άρθρο 71, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Με την επιφύλαξη των άρθρων 68, 69 και 70, τα πιστωτικά ιδρύματα που ελέγχονται από μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος ή μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος συμμορφώνονται, στο βαθμό και με τον τρόπο που ορίζεται στο άρθρο 133, με τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται στα άρθρα 75, 120, 123 και το τμήμα 5 βάσει της ενοποιημένης οικονομικής κατάστασης της συγκεκριμένης χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών. Όταν μια χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ελέγχει πάνω από ένα πιστωτικό ίδρυμα, το πρώτο εδάφιο ισχύει μόνο για το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο ασκείται εποπτεία σε ενοποιημένη βάση δυνάμει των άρθρων 125 και 126.»· |
7) |
στο άρθρο 72, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Τα πιστωτικά ιδρύματα που ελέγχονται από μια μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου της ΕΕ ή από μια μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών της ΕΕ συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται στο κεφάλαιο 5 βάσει της ενοποιημένης οικονομικής κατάστασης της συγκεκριμένης χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή της συγκεκριμένης εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών. Οι σημαντικές θυγατρικές μητρικών χρηματοπιστωτικών εταιρειών χαρτοφυλακίου εγκατεστημένων στην ΕΕ ή μητρικών εταιρειών χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένων στην ΕΕ κοινοποιούν τις πληροφορίες που προσδιορίζει το παράρτημα ΧΙΙ, μέρος 1, σημείο 5, σε μεμονωμένη ή υποενοποιημένη βάση.»· |
8) |
παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 72α 1. Σε περίπτωση που εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας και δυνάμει της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τον κίνδυνο, η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή μπορεί να αποφασίσει, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές αρμόδιες εποπτικές αρχές που ευθύνονται για την εποπτεία θυγατρικών, να εφαρμόσει στην εν λόγω εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών μόνο τη διάταξη της οδηγίας 2002/87/ΕΚ. 2. Σε περίπτωση που εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας και δυνάμει της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τον κίνδυνο, η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή μπορεί να αποφασίσει, κατόπιν συμφωνίας με τον επόπτη ομίλου στον ασφαλιστικό τομέα, να εφαρμόσει στην εν λόγω εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών μόνο τη διάταξη της οδηγίας που έχει σχέση με τον πλέον σημαντικό χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ. 3. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενημερώνει την ΕΑΤ και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (35) (ΕΑΑΕΣ) για τις αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει των παραγράφων 1 και 2. Η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (36) (ΕΑΚΑΑ) χαράσσουν, μέσω της Μεικτής Επιτροπής των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών (Μεικτή Επιτροπή), κατευθυντήριες γραμμές με σκοπό τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών και καταρτίζουν σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων, τα οποία υποβάλλουν στην Επιτροπή εντός τριών ετών από την υιοθέτηση αυτών των κατευθυντήριων γραμμών. Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τους ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως. |
9) |
στο άρθρο 73, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα θυγατρικά πιστωτικά ιδρύματα να τηρούν τις υποχρεώσεις που θεσπίζουν τα άρθρα 75, 120 και 123 και το τμήμα 5 της παρούσας οδηγίας σε υποενοποιημένη βάση, όταν τα υπόψη πιστωτικά ιδρύματα ή η μητρική επιχείρηση, εφόσον αυτή είναι χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, διαθέτουν σε τρίτη χώρα, εν είδει θυγατρικής, πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 2, σημείο 5, της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, ή διαθέτουν συμμετοχή σε μια τέτοια επιχείρηση.»· |
10) |
στο άρθρο 80 παράγραφος 7, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
11) |
το άρθρο 84 τροποποιείται ως εξής:
|
12) |
στο άρθρο 89 παράγραφος 1, το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:
|
13) |
στο άρθρο 105, οι παράγραφοι 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «3. Όταν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί εξελιγμένη μέθοδος μέτρησης από μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και τις θυγατρικές του, ή από τις θυγατρικές μιας μητρικής χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, οι αρμόδιες για τα διάφορα νομικά πρόσωπα αρχές συνεργάζονται στενά μεταξύ τους, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στα άρθρα 129 έως 132. Η εφαρμογή περιλαμβάνει τα στοιχεία που απαριθμούνται στο παράρτημα Χ, μέρος 3. 4. Όταν ένα μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και οι θυγατρικές αυτού ή οι θυγατρικές μιας μητρικής χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ χρησιμοποιούν εξελιγμένη μέθοδο μέτρησης σε ενοποιημένη βάση, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέψουν την εκπλήρωση των κριτηρίων του παραρτήματος Χ, μέρος 3, από κοινού από το μητρικό ίδρυμα και τις θυγατρικές του.»· |
14) |
στο άρθρο 122α η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Εφόσον μητρικό πιστωτικό ίδρυμα της ΕΕ ή μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου της ΕΕ, ή μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών της ΕΕ ή μία των θυγατρικών της, ενεργώντας με την ιδιότητα του μεταβιβάζοντος ή αναδόχου, προβαίνει σε τιτλοποίηση ανοιγμάτων από διάφορα πιστωτικά ιδρύματα, επιχειρήσεις επενδύσεων ή άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τα οποία περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, η απαίτηση κατά την παράγραφο 1 μπορεί να τηρηθεί με βάση την ενοποιημένη κατάσταση του σχετικού μητρικού πιστωτικού ιδρύματος της ΕΕ, της μητρικής χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου της ΕΕ ή της μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών της ΕΕ. Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται μόνον στις περιπτώσεις που τα πιστωτικά ιδρύματα, οι επιχειρήσεις επενδύσεων ή τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τα οποία δημιούργησαν τα τιτλοποιημένα ανοίγματα έχουν δεσμευθεί να τηρήσουν τις απαιτήσεις της παραγράφου 6 και να παραδώσουν εγκαίρως στο μεταβιβάζον ή ανάδοχο ίδρυμα και στο μητρικό πιστωτικό ίδρυμα ή τη χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου της ΕΕ ή την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών της ΕΕ τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των απαιτήσεων της παραγράφου 7.»· |
15) |
στο άρθρο 125, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος, μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος, μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από τις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν στον εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα την άδεια λειτουργίας που προβλέπεται στο άρθρο 6.»· |
16) |
το άρθρο 126 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 126 1. Στην περίπτωση κατά την οποία πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος, την ίδια μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος, την ίδια μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη στην ΕΕ ή την ίδια μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από τις αρμόδιες αρχές του πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος στο οποίο συστάθηκε η χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών. Όταν πρόκειται για μητρικές επιχειρήσεις πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, οι οποίες περιλαμβάνουν περισσότερες της μιας χρηματοπιστωτικές εταιρείες χαρτοφυλακίου ή εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που έχουν τις καταστατικές έδρες τους σε διαφορετικά κράτη μέλη και εφόσον υπάρχει πιστωτικό ίδρυμα σε καθένα από τα εν λόγω κράτη μέλη, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού. 2. Όταν πρόκειται για περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή την ίδια εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και όταν κανένα από τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα δεν έχει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος στο οποίο έχει την καταστατική της έδρα η χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή που χορήγησε την άδεια λειτουργίας στο πιστωτικό ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, το οποίο, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, θεωρείται ως το πιστωτικό ίδρυμα το ελεγχόμενο από μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ. 3. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές δύνανται, κοινή συναινέσει, να παρεκκλίνουν από τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 εάν η εφαρμογή τους αντενδείκνυται, λαμβάνοντας υπόψη τα πιστωτικά ιδρύματα και τη σχετική σπουδαιότητα των δραστηριοτήτων τους στις διάφορες χώρες, και να αναθέσουν σε άλλη αρμόδια αρχή την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση. Προτού αποφασίσουν την παρέκκλιση αυτή, οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στο εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό πιστωτικό ίδρυμα, ή στην εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου, ή στην εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ή στο πιστωτικό ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού τη δυνατότητα να εκφέρει γνώμη σχετικά με την απόφαση αυτή. 4. Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην Επιτροπή και στην ΕΑΤ τις συμφωνίες που υπάγονται στις διατάξεις της παραγράφου 3.»· |
17) |
Το άρθρο 127 τροποποιείται ως εξής:
|
18) |
το άρθρο 129 τροποποιείται ως εξής:
|
19) |
στο άρθρο 131α παράγραφος 2, το έκτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Στα σώματα εποπτών επιτρέπεται να συμμετέχουν:
|
20) |
στο άρθρο 132 η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:
|
21) |
το άρθρο 135 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 135 Τα κράτη μέλη απαιτούν τα πρόσωπα που όντως διευθύνουν τις δραστηριότητες μιας χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή μιας εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών να έχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ήθους και την αναγκαία πείρα για την άσκηση των καθηκόντων τους.»· |
22) |
στο άρθρο 139 παράγραφος 3, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «3. Τα κράτη μέλη επιτρέπουν την ανταλλαγή, μεταξύ των αρμοδίων αρχών τους, των πληροφοριακών στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 υπό τον όρο ότι, στην περίπτωση χρηματοπιστωτικών εταιρειών χαρτοφυλακίου, εταιρειών χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων επικουρικών υπηρεσιών, η συλλογή ή η κατοχή πληροφοριών δεν συνεπάγεται κατά κανένα τρόπο ότι οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να ασκούν σε ατομική βάση εποπτεία αυτών των ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων.»· |
23) |
το άρθρο 140 τροποποιείται ως εξής:
|
24) |
τα άρθρα 141 και 142 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 141 Όταν, στα πλαίσια της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους επιθυμούν, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να επαληθεύσουν πληροφορίες σχετικά με πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών, εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 137 ή θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 127, παράγραφος 3, τα οποία είναι εγκατεστημένα σε άλλο κράτος μέλος, ζητούν από τις αρμόδιες αρχές του άλλου κράτους μέλους τη διενέργεια του σχετικού ελέγχου. Οι αρχές οι οποίες έλαβαν την αίτηση, οφείλουν στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους να δώσουν συνέχεια είτε διενεργώντας οι ίδιες τον έλεγχο αυτόν, είτε επιτρέποντας στις αρχές που υπέβαλαν την αίτηση να διενεργήσουν οι ίδιες τον έλεγχο, είτε επιτρέποντας τη διενέργειά του από εμπειρογνώμονα ή ελεγκτή. Η αρμόδια αρχή που έχει υποβάλει το αίτημα, μπορεί να συμμετάσχει στον έλεγχο, όταν δεν τον πραγματοποιεί η ίδια. Άρθρο 142 Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, με την επιφύλαξη της ποινικής τους νομοθεσίας, μπορεί να επιβληθούν σε χρηματοπιστωτικές εταιρείες χαρτοφυλακίου, εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και εταιρείες χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας ή στα υπεύθυνα στελέχη τους, που έχουν παραβεί νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις θεσπισθείσες βάσει των άρθρων 124 έως 141 και του παρόντος άρθρου, κυρώσεις ή μέτρα για την παύση της διαπιστωθείσας παράβασης ή της αιτίας τους. Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά μεταξύ τους, ιδίως όταν η εταιρική έδρα μιας χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή εταιρείας χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας ευρίσκεται εκτός του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η κεντρική της διοίκηση ή το κύριο κατάστημά της προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι εν λόγω κυρώσεις ή μέτρα παράγουν τα επιθυμητά αποτελέσματα.»· |
25) |
το άρθρο 143 τροποποιείται ως εξής:
|
26) |
παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 146α Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα να δημοσιεύουν, σε ετήσια βάση, σε επίπεδο ομίλου, είτε αυτούσιες είτε με παραπομπές σε αντίστοιχες πληροφορίες, περιγραφή της νομικής δομής, της διακυβέρνησης και της οργανωτικής δομής τους.»· |
27) |
Το παράρτημα Χ τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα III της παρούσας οδηγίας. |
Άρθρο 4
Τροποποιήσεις στην οδηγία 2009/138/ΕΚ
Η οδηγία 2009/138/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:
1) |
στο άρθρο 212 παράγραφος 1, τα στοιχεία στ) και ζ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:
|
2) |
στο άρθρο 213 οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η εποπτεία σε επίπεδο ομίλου εφαρμόζεται:
3. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 2, όταν η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών η οποία έχει την έδρα της στην Ένωση είναι είτε συνδεδεμένη επιχείρηση είτε είναι η ίδια ρυθμιζόμενη οντότητα ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, η οποία υπόκειται σε συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η αρμόδια αρχή για την εποπτεία του ομίλου μπορεί, μετά από διαβουλεύσεις με τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, να αποφασίζει να μη διενεργήσει την εποπτεία της συγκέντρωσης κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 244 της παρούσας οδηγίας ή την εποπτεία των συναλλαγών εντός του ομίλου που αναφέρεται στο άρθρο 245 της παρούσας οδηγίας ή και τα δύο στο επίπεδο της εν λόγω συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή της εν λόγω ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών. 4. Σε περίπτωση που εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας και δυνάμει της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τον κίνδυνο, η αρχή εποπτείας του ομίλου μπορεί να αποφασίσει, μετά από διαβούλευση με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, να εφαρμόσει στην εν λόγω εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών μόνο τις οικείες διατάξεις της οδηγίας 2002/87/ΕΚ. 5. Σε περίπτωση που εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας και δυνάμει της οδηγίας 2006/48//ΕΚ, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τον κίνδυνο, η αρχή εποπτείας του ομίλου μπορεί να αποφασίσει, κατόπιν συμφωνίας με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας του τραπεζικού τομέα και του τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών, να εφαρμόσει μόνον τις διατάξεις της οδηγίας σχετικά με τον πλέον σημαντικό τομέα, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ. 6. Η αρχή εποπτείας του ομίλου ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (37) (ΕΑΤ) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΑΑΕΣ) (38) για τις αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει των παραγράφων 4 και 5. Η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (39) (ΕΑΚΑΑ), μέσω της Μεικτής Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (Μεικτή Επιτροπή), χαράσσουν κατευθυντήριες γραμμές με σκοπό τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών και καταρτίζουν σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων, τα οποία υποβάλλουν στην Επιτροπή εντός τριών ετών από την υιοθέτηση αυτών των κατευθυντήριων γραμμών. Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τους ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως. |
3) |
Στο άρθρο 214, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Η άσκηση της εποπτείας ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 213 δεν σημαίνει ότι οι εποπτικές αρχές οφείλουν να διαδραματίζουν εποπτικό ρόλο σε ατομική βάση, σε σχέση με την ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, την αντασφαλιστική επιχείρησης τρίτης χώρας, την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας, με την επιφύλαξη του άρθρου 257 όσον αφορά τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου ή τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.»· |
4) |
Στο άρθρο 215 οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Όταν η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που αναφέρεται στο άρθρο 213 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β) είναι η ίδια θυγατρική εταιρεία άλλης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών η οποία έχει την έδρα της στην Ένωση, τα άρθρα 218 έως 258 εφαρμόζονται μόνο στο επίπεδο της τελικής μητρικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών η οποία έχει την έδρα της στην Ένωση. 2. Όταν η τελική μητρική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που έχει την έδρα της στην Ένωση, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, είναι θυγατρική επιχείρηση άλλης επιχείρησης η οποία υπόκειται στη συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η αρχή εποπτείας του ομίλου μπορεί, αφού συμβουλευθεί τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, να αποφασίσει να μην πραγματοποιήσει την εποπτεία της συγκέντρωσης κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 244 ή την εποπτεία των συναλλαγών εντός του ομίλου που αναφέρονται στο άρθρο 245 ή και τα δύο, στο επίπεδο της τελικής αυτής μητρικής επιχείρησης ή εταιρείας.»· |
5) |
στο άρθρο 216 η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Όταν η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών η οποία έχει την έδρα της στην Ένωση, όπως αναφέρεται στα στοιχεία α) και β) του άρθρου 213 παράγραφος 2, δεν έχει την έδρα της στο ίδιο κράτος μέλος με αυτό της τελικής μητρικής επιχείρησης σε ενωσιακό επίπεδο, όπως αναφέρεται στο άρθρο 215, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στις εποπτικές τους αρχές να αποφασίζουν, μετά από διαβούλευση με την αρχή εποπτείας του ομίλου και με την αρχή εποπτείας της τελικής μητρικής επιχείρησης σε ενωσιακό επίπεδο, να υπαγάγουν την τελική μητρική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών σε εθνικό επίπεδο στην εποπτεία του ομίλου.»· |
6) |
το άρθρο 219 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 219 Συχνότητα υπολογισμού 1. Η αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου μεριμνά ώστε οι υπολογισμοί που αναφέρονται στο άρθρο 218 παράγραφοι 2 και 3 να διενεργούνται τουλάχιστον μία φορά ετησίως, είτε από τη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, είτε από την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου είτε από την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών. Τα σχετικά δεδομένα για τον υπολογισμό και τα αποτελέσματα του υπολογισμού υποβάλλονται στην αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου από τη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή, όταν του ομίλου δεν ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, από την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή από την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή από την επιχείρηση στον όμιλο που καθορίζει η αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και με τον ίδιο τον όμιλο. 2. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου και η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών επιβλέπουν σε συνεχή βάση τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου. Εάν το προφίλ κινδύνου του ομίλου αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζονται οι τελευταίες αναφερθείσες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου υπολογίζονται χωρίς καθυστέρηση εκ νέου και υποβάλλονται στην αρχή εποπτείας του ομίλου. Όταν υπάρχουν στοιχεία που υπονοούν ότι το προφίλ κινδύνου του ομίλου έχει αλλάξει σημαντικά από την ημερομηνία κατά την οποία αναφέρθηκαν τελευταία οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, η αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου μπορεί να ζητήσει επανυπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου.». |
7) |
το άρθρο 226 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 226 Ενδιάμεσες ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου 1. Κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία κατέχει συμμετοχή σε συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση, συνδεδεμένη αντασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, μέσω ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση αυτής της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών. Για το σκοπό του υπολογισμού αυτού και μόνο, η ενδιάμεση ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η ενδιάμεση εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών αντιμετωπίζεται ως εάν ήταν ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποκείμενη στους κανόνες που ορίζονται στον τίτλο I κεφάλαιο VI τμήμα 4 υποτμήματα 1, 2 και 3 σε σχέση με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και στις ίδιες προϋποθέσεις με αυτές που ορίζονται στον τίτλο I κεφάλαιο VI τμήμα 3 υποτμήματα 1, 2 και 3 σε σχέση με τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας. 2. Στις περιπτώσεις στις οποίες μια ενδιάμεση ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή ενδιάμεση εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών κατέχει οφειλές μειωμένης εξασφάλισης ή άλλα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια που υπόκεινται σε περιορισμό σύμφωνα με το άρθρο 98, αναγνωρίζονται ως επιλέξιμα ίδια κεφάλαια μέχρι τα ποσά που υπολογίζονται με την εφαρμογή των ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 98 στα συνολικά οφειλόμενα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια σε επίπεδο ομίλου σε σύγκριση με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου. Τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια ενδιάμεσης ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή ενδιάμεσης εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, για τα οποία απαιτείται προηγούμενη έγκριση από την εποπτική αρχή σύμφωνα με το άρθρο 90 εάν κρατούνται από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, μπορούν να συμπεριληφθούν στον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου μόνον εφόσον έχουν εγκριθεί δεόντως από την αρχή εποπτείας του ομίλου.»· |
8) |
στο άρθρο 231, παράγραφος 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Στην περίπτωση αίτησης για να επιτραπεί ο υπολογισμός των ενοποιημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου, καθώς και των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων του ομίλου βάσει εσωτερικού υποδείγματος, που έχει υποβληθεί από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της ή από κοινού από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή από μια ενδιάμεση εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, οι αρμόδιες εποπτικές αρχές συνεργάζονται προκειμένου να αποφασίσουν για την έγκριση ή μη της αίτησης και για να καθορίσουν τους όρους και τις προϋποθέσεις, ενδεχομένως, που διέπουν την έγκριση αυτή.»· |
9) |
στο άρθρο 233, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «5. Στην περίπτωση αίτησης έγκρισης υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων του ομίλου με βάση κάποιο εσωτερικό υπόδειγμα, που έχει υποβληθεί από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της, ή από κοινού από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, εφαρμόζεται το άρθρο 231 τηρουμένων των αναλογιών.»· |
10) |
στον τίτλο III, κεφάλαιο II, τμήμα 1, ο τίτλος του υποτμήματος 5 αντικαθίσταται από την ακόλουθη φράση: |
11) |
το άρθρο 235 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 235 Φερεγγυότητα ομίλου ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών 1. Όταν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις είναι θυγατρικές ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, η αρχή εποπτείας του ομίλου μεριμνά ώστε ο υπολογισμός της φερεγγυότητας του ομίλου να διεξάγεται στο επίπεδο της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών σύμφωνα με τα άρθρα 220 παράγραφος 2 έως 233. 2. Στο πλαίσιο του υπολογισμού αυτού, η μητρική επιχείρηση αντιμετωπίζεται ως εάν ήταν ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποκείμενη στους κανόνες που ορίζονται στον τίτλο I, κεφάλαιο VI, τμήμα 4, υποτμήματα 1, 2 και 3, όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, και στις ίδιες προϋποθέσεις που προβλέπονται στον τίτλο I, κεφάλαιο VI, τμήμα 3, υποτμήματα 1, 2 και 3, όσον αφορά τα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας.»· |
12) |
το άρθρο 243 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 243 Θυγατρικές ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου και εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών Τα άρθρα 236 έως 242 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες είναι θυγατρικές ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.»· |
13) |
στο άρθρο 244, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου ή τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών να αναφέρουν, σε τακτική βάση, και τουλάχιστον ανά έτος, στην αρχή εποπτείας του ομίλου οποιαδήποτε σημαντική συγκέντρωση κινδύνων στο επίπεδο του ομίλου, εκτός εάν ισχύει η παράγραφος 2 του άρθρου 215. Οι αναγκαίες πληροφορίες υποβάλλονται την αρχή εποπτείας του ομίλου από την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία ηγείται του ομίλου ή, εάν του ομίλου δεν ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, από την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, από την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στον όμιλο που έχει καθορισθεί από την αρχή εποπτείας του ομίλου μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και με τον όμιλο. Οι συγκεντρώσεις κινδύνου στις οποίες αναφέρεται το πρώτο εδάφιο αποτελούν αντικείμενο εποπτικής εξέτασης από την αρχή εποπτείας του ομίλου.»· |
14) |
στο άρθρο 245, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών να αναφέρουν σε τακτική βάση, τουλάχιστον ανά έτος, στην αρχή εποπτείας του ομίλου όλες τις σημαντικές εντός του ομίλου συναλλαγές από ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ανήκουν σε όμιλο, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών με φυσικό πρόσωπο συνδεόμενο στενά με οποιαδήποτε επιχείρηση του ομίλου, εκτός εάν ισχύει η παράγραφος 2 του άρθρου 215. Επιπλέον, τα κράτη μέλη απαιτούν να δηλώνονται, το συντομότερο δυνατό, οι πολύ σημαντικές συναλλαγές εντός του ομίλου. Οι αναγκαίες πληροφορίες υποβάλλονται στην αρχή εποπτείας του ομίλου από την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία ηγείται του ομίλου ή, εάν του ομίλου δεν ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, από την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, από την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στον όμιλο που έχει καθορισθεί από την αρχή εποπτείας του ομίλου μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και με τον όμιλο. Οι εντός του ομίλου συναλλαγές υπόκεινται σε εποπτική εξέταση από την αρχή εποπτείας του ομίλου.»· |
15) |
στο άρθρο 246 παράγραφος 4, το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «4. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών να αναλαμβάνει, στο επίπεδο του ομίλου, την αξιολόγηση που απαιτείται από το άρθρο 45. Η εσωτερική εκτίμηση του κινδύνου και της φερεγγυότητας που διεξάγεται σε επίπεδο ομίλου υπόκειται σε εποπτική αξιολόγηση από την αρχή εποπτείας του ομίλου σύμφωνα με το κεφάλαιο III. Όταν ο υπολογισμός της φερεγγυότητας στο επίπεδο του ομίλου εκτελείται με τη μέθοδο 1, στην οποία παραπέμπει το άρθρο 230, η συμμετέχουσα επιχείρηση ασφάλισης ή αντασφάλισης ή η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών διευκρινίζει σαφώς στην αρχή εποπτείας του ομίλου τη διαφορά μεταξύ του ύψους των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας καθεμιάς τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις ασφάλισης ή αντασφάλισης και των ενοποιημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου. Η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, με την επιφύλαξη της σύμφωνης γνώμης της αρχής εποπτείας του ομίλου, μπορεί να προβεί σε όλες τις εκτιμήσεις που απαιτούνται από το άρθρο 45 στο επίπεδο του ομίλου και στο επίπεδο οποιασδήποτε θυγατρικής στον όμιλο, ταυτοχρόνως, και μπορεί να εκπονήσει ένα ενιαίο έγγραφο που να καλύπτει όλες αυτές τις εκτιμήσεις.»· |
16) |
στο άρθρο 247 παράγραφος 2, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
|
(17) |
στο άρθρο 249, παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο: «Η αρχή εποπτείας του ομίλου διαβιβάζει στις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και στην ΕΑΑΕΣ όλες τις σχετικές με τον όμιλο πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 19, το άρθρο 51 παράγραφος 1 και το άρθρο 254 παράγραφος 2, και ιδίως εκείνες που αφορούν τη νομική δομή του ομίλου, το πλαίσιο διακυβέρνησης και την οργανωτική δομή του ομίλου.»· |
(18) |
στο άρθρο 256, οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Τα κράτη μέλη ζητούν από τις συμμετέχουσες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών να δημοσιεύουν, σε ετήσια βάση, έκθεση για τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση σε επίπεδο ομίλου. Τα άρθρα 51, 53, 54 και 55 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών. 2. Μια συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή μια ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών μπορεί, με την επιφύλαξη της συμφωνίας της αρχής εποπτείας του ομίλου, να δημοσιεύει ενιαία έκθεση για τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάστασή της, η οποία περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
Πριν να δώσει τη συγκατάθεσή του σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, η αρχή εποπτείας του ομίλου ζητεί τη γνώμη και λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις και τυχόν επιφυλάξεις των μελών του σώματος αρχών εποπτείας.»· |
19) |
Το άρθρο 257 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 257 Διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυλακίου και εταιρειών χρηματοπιστωτικών συμμετοχών Τα κράτη μέλη απαιτούν όλα τα πρόσωπα που διευθύνουν όντως τις δραστηριότητες ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών να έχουν το απαιτούμενο ήθος και τις ικανότητες για την άσκηση των καθηκόντων τους. Οι διατάξεις του άρθρου 42 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.»· |
20) |
στο άρθρο 258, οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «1. Εάν οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενός ομίλου δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 218 έως 246, ή εάν οι απαιτήσεις πληρούνται αλλά προκύπτουν κίνδυνοι για τη φερεγγυότητα, ή εάν οι εντός του ομίλου συναλλαγές ή οι συγκεντρώσεις κινδύνων αποτελούν απειλή για τη χρηματοοικονομική θέση των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, λαμβάνονται από τους παρακάτω, το συντομότερο δυνατόν, τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διορθωθεί η κατάσταση:
Εάν, στην περίπτωση που αναφέρεται στο στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου, η αρχή εποπτείας του ομίλου δεν είναι μια από τις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους στο οποίο η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών έχει την έδρα της, η αρχή εποπτείας του ομίλου ενημερώνει τις εποπτικές αυτές αρχές για τις διαπιστώσεις της προκειμένου να μπορέσουν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα. Εάν, στην περίπτωση που αναφέρεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου, η αρχή εποπτείας του ομίλου δεν είναι μια από τις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους στο οποίο η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει την έδρα της, η αρχή εποπτείας του ομίλου ενημερώνει τις εποπτικές αυτές αρχές για τις διαπιστώσεις της προκειμένου να μπορέσουν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη καθορίζουν τα μέτρα τα οποία μπορούν να λαμβάνουν οι εποπτικές τους αρχές σε σχέση με τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών. Οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, συμπεριλαμβανομένης της αρχής εποπτείας του ομίλου, συντονίζουν, οσάκις ενδείκνυται, τα μέτρα τους. 2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ποινικού δικαίου τους, τα κράτη μέλη επιβάλλουν κυρώσεις ή λαμβάνουν μέτρα σε σχέση με ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών οι οποίες παραβιάζουν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που έχουν θεσπισθεί για την εφαρμογή του εν λόγω τίτλου, ή σε σχέση με το πρόσωπο το οποίο ασκεί ουσιαστικά τη διοίκηση των εταιρειών αυτών. Οι εποπτικές αρχές συνεργάζονται στενά προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι οι εν λόγω κυρώσεις ή τα μέτρα είναι αποτελεσματικά, ιδίως όταν η κεντρική διοίκηση ή η κύρια εγκατάσταση ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών δεν βρίσκεται στο ίδιο κράτος μέλος με την καταστατική έδρα της.»· |
21) |
το άρθρο 262 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 262 Μητρικές επιχειρήσεις που έχουν συσταθεί σε τρίτη χώρα: έλλειψη ισοδυναμίας 1. Σε περίπτωση που ο έλεγχος που γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 260 δείχνει ότι δεν υπάρχει ισοδύναμη εποπτεία, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, τηρουμένων των αναλογιών, είτε τα άρθρα 218 έως 258, με την εξαίρεση των άρθρων 236 έως 243, ή μια από τις μεθόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου. Οι γενικές αρχές και μέθοδοι που εκτίθενται στα άρθρα 218 έως 258 εφαρμόζονται στο επίπεδο της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, της ασφαλιστικής επιχείρησης της τρίτης χώρας ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης της τρίτης χώρας. Μόνον για τον σκοπό του υπολογισμού της φερεγγυότητας του ομίλου, η μητρική επιχείρηση αντιμετωπίζεται ως εάν ήταν ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποκείμενη στις ίδιες προϋποθέσεις που αναφέρονται στον τίτλο I, κεφάλαιο VI, τμήμα 3, ενότητες 1, 2 και 3 σε σχέση με τα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και σε ένα από τα ακόλουθα:
2. Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις εποπτικές τους αρχές να εφαρμόζουν άλλες μεθόδους οι οποίες εξασφαλίζουν κατάλληλη εποπτεία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ενός ομίλου. Για τις μεθόδους αυτές, λαμβάνεται η σύμφωνη γνώμη της αρχής της εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβουλεύσεις με τις υπόλοιπες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Οι εποπτικές αρχές μπορούν, ιδίως, να απαιτούν την ίδρυση ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου που να έχει την έδρα της στην Ένωση, ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που να έχει την έδρα της στην Ένωση, και να εφαρμόσουν τον παρόντα τίτλο στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις του ομίλου του οποίου ηγείται η εν λόγω ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών. Οι επιλεγείσες μέθοδοι επιτρέπουν την επίτευξη των στόχων εποπτείας των ομίλων όπως ορίζονται στον παρόντα τίτλο, και κοινοποιούνται στις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και στην Επιτροπή.»· |
22) |
στο άρθρο 263, το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «Όταν η μητρική επιχείρηση που αναφέρεται στο άρθρο 260 είναι η ίδια θυγατρική ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που έχει την έδρα της σε τρίτη χώρα ή ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την εξακρίβωση που προβλέπεται στο άρθρο 260 μόνο στο επίπεδο της τελικής μητρικής επιχείρησης η οποία είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου τρίτης χώρας, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών τρίτης χώρας, ή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας. Ωστόσο, οι εποπτικές αρχές μπορούν να αποφασίζουν, σε περίπτωση απουσίας ισοδύναμης εποπτείας που αναφέρεται στο άρθρο 260, να προβαίνουν σε νέα εξακρίβωση σε χαμηλότερο επίπεδο, οσάκις υφίσταται μητρική επιχείρηση ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, είτε πρόκειται για ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου τρίτης χώρας, είτε για εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών τρίτης χώρας, είτε για ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας.». |
Άρθρο 5
Επανεξέταση
Η Επιτροπή επανεξετάζει πλήρως την οδηγία 2002/87/ΕΚ, περιλαμβανομένων των κατ’ εξουσιοδότηση και πράξεων εφαρμογής που εγκρίθηκαν σύμφωνα με την οδηγία αυτήν. Μετά την επανεξέταση, η Επιτροπή διαβιβάζει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, το αργότερο την 31η Δεκεμβρίου 2012, όπου εξετάζονται, ιδίως, το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, περιλαμβανομένης και μιας εκτίμησης σχετικά με το κατά πόσο το πεδίο αυτό θα πρέπει να διευρυνθεί μέσω της αναθεώρησης του άρθρου 3, καθώς και η εφαρμογή της οδηγίας αυτής σε μη ρυθμιζόμενες οντότητες, και ιδίως στις οντότητες ειδικού σκοπού. Η έκθεση καλύπτει επίσης τα κριτήρια για τον προσδιορισμό ΧΟΕΔ που ανήκουν σε ευρύτερους μη χρηματοπιστωτικούς ομίλους των οποίων οι συνολικές δραστηριότητες στον τραπεζικό τομέα, στον ασφαλιστικό τομέα και στον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών είναι ουσιώδεις για την εσωτερική αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.
Η Επιτροπή εξετάζει επίσης εάν οι ΕΕΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, θα πρέπει να εκδίδουν κατευθυντήριες γραμμές για την αξιολόγηση αυτού του ουσιώδους χαρακτήρα.
Στο ίδιο πλαίσιο, η έκθεση καλύπτει τους συστημικά σημαντικούς ΧΟΕΔ των οποίων το μέγεθος, η διασύνδεση ή η πολυπλοκότητα τους κάνει ιδιαίτερα ευάλωτους και οι οποίοι θα πρέπει να προσδιορισθούν ανάλογα με τα εξελισσόμενα κριτήρια του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και της Επιτροπής της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία. Επιπροσθέτως, η έκθεση αυτή θα εξετάζει τη δυνατότητα επιβολής υποχρεωτικών δοκιμών προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Η έκθεση θα ακολουθείται, εφόσον είναι απαραίτητο, από τις κατάλληλες νομοθετικές προτάσεις.
Άρθρο 6
Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο
1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με τα άρθρα 1, 2 και 3 της παρούσας οδηγίας έως τις 10 Ιουνίου 2013. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων, καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών και των διατάξεων της παρούσας οδηγίας.
2. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν με το άρθρο 4 της παρούσας οδηγίας από τις 10 Ιουνίου 2013. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων, καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών και των διατάξεων της παρούσας οδηγίας.
3. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ έως την 22α Ιουλίου 2013 τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με το άρθρο 2 παράγραφος 23 της παρούσας οδηγίας και με το άρθρο 2 παράγραφοι 1 και 2 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας στο βαθμό που οι διατάξεις αυτές τροποποιούν το άρθρο 1, το άρθρο 2 σημεία 4, 5α και 16 και το άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ όσον αφορά τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων, καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών και των διατάξεων της παρούσας οδηγίας.
4. Τα μέτρα που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, παραπέμπουν στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Τα κράτη μέλη ορίζουν τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η αναφορά αυτή.
5. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.
Άρθρο 7
Έναρξη ισχύος
Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 8
Αποδέκτες
Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.
Στρασβούργο, 16 Νοεμβρίου 2011.
Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Ο Πρόεδρος
J. BUZEK
Για το Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος
W. SZCZUKA
(1) ΕΕ C 62 της 26.2.2011, σ. 1.
(2) Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 5ης Ιουλίου 2011 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 8ης Νοεμβρίου 2011.
(3) ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1.
(4) Πρώτη οδηγία 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1973, περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητας πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής (ΕΕ L 228 της 16.8.1973, σ. 3).
(5) Οδηγία 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής) (ΕΕ L 228 της 11.8.1992, σ. 1).
(6) Οδηγία 98/78/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 1998, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού ομίλου (ΕΕ L 330 της 5.12.1998, σ. 1).
(7) Οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής (ΕΕ L 345 της 19.12.2002, σ. 1).
(8) Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).
(9) Οδηγία 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2005, σχετικά με τις αντασφαλίσεις (ΕΕ L 323 της 9.12.2005, σ. 1).
(10) Οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1).
(11) Οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 201).
(12) Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).
(13) Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).
(14) Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).
(15) ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12.
(16) ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48.
(17) ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.
(18) ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12.
(19) ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48.
(20) ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.»·
(21) Οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής (ΕΕ L 345 της 19.12.2002, σ. 1).
(22) Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).
(23) Οδηγία 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2005, σχετικά με τις αντασφαλίσεις (ΕΕ L 323 της 9.12.2005, σ. 1).
(24) Οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1).
(25) Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).
(26) Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).
(27) Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).
(28) ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 201.
(29) ΕΕ L 193 της 18.7.1983, σ. 1.
(30) ΕΕ L 222 της 14.8.1978, σ. 11.»·
(31) ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12.
(32) ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48.
(33) ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.»·
(34) ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 1.»·
(35) ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48.
(36) ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.»·
(37) ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12.
(38) ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48.
(39) ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.»·
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I
Τα παραρτήματα I και II της οδηγίας 98/78/ΕΚ τροποποιούνται ως εξής:
A. |
Το παράρτημα I τροποποιείται ως ακολούθως:
|
B. |
Το παράρτημα II τροποποιείται ως εξής:
|
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
Στο παράρτημα I της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, στο σημείο ΙΙ. «Τεχνικές μέθοδοι υπολογισμού», η μέθοδος 3 και η μέθοδος 4 αντικαθίστανται από τα ακόλουθα:
«Μέθοδος 3: “Συνδυαστική μέθοδος”
Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν συνδυασμό της μεθόδου 1 με τη μέθοδο 2.».
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III
Στην οδηγία 2006/48/ΕΚ, το σημείο 30 του τμήματος 3 του μέρους 3 του παραρτήματος Χ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«30. |
Εάν το μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και οι θυγατρικές του ή οι θυγατρικές μητρικής χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ προτίθενται να χρησιμοποιήσουν εξελιγμένη μέθοδο μέτρησης, η σχετική αίτηση περιλαμβάνει περιγραφή των μεθόδων που εφαρμόζονται για την κατανομή της κεφαλαιακής κάλυψης του λειτουργικού κινδύνου μεταξύ των διαφόρων οντοτήτων του ομίλου.». |