Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32006D0495

    2006/495/ΕΚ: Απόφαση του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2006 , σύμφωνα με το άρθρο 122 παράγραφος 2 της συνθήκης για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος από τη Σλοβενία από την 1η Ιανουαρίου 2007

    ΕΕ L 195 της 15.7.2006, p. 25–27 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)
    ΕΕ L 76M της 16.3.2007, p. 74–76 (MT)

    Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (BG, RO, HR)

    Legal status of the document In force

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2006/495/oj

    15.7.2006   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 195/25


    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

    της 11ης Ιουλίου 2006

    σύμφωνα με το άρθρο 122 παράγραφος 2 της συνθήκης για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος από τη Σλοβενία από την 1η Ιανουαρίου 2007

    (2006/495/ΕΚ)

    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 122 παράγραφος 2,

    την πρόταση της Επιτροπής,

    την έκθεση της Επιτροπής (1),

    την έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (2),

    τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (3),

    τη συζήτηση του θέματος στο Συμβούλιο, σε επίπεδο αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1)

    Το τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) άρχισε την 1η Ιανουαρίου 1999. Το Συμβούλιο, το οποίο συνήλθε στις 3 Μαΐου 1998 στις Βρυξέλλες σε επίπεδο αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων, αποφάσισε ότι το Βέλγιο, η Γερμανία, η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιρλανδία, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο, οι Κάτω Χώρες, η Αυστρία, η Πορτογαλία και η Φινλανδία πληρούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος από την 1η Ιανουαρίου 1999 (4).

    (2)

    Το Συμβούλιο αποφάσισε στις 19 Ιουνίου 2000 ότι η Ελλάδα πληρούσε τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος από την 1η Ιανουαρίου 2001 (6).

    (3)

    Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του Πρωτοκόλλου σχετικά με ορισμένες διατάξεις που αφορούν το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, το οποίο προσαρτάται στη συνθήκη, το Ηνωμένο Βασίλειο γνωστοποίησε στο Συμβούλιο ότι δεν σκόπευε να προχωρήσει στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ την 1η Ιανουαρίου 1999. Η γνωστοποίηση αυτή δεν έχει μεταβληθεί. Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του Πρωτοκόλλου σχετικά με ορισμένες διατάξεις που αφορούν τη Δανία, το οποίο προσαρτάται στη συνθήκη, και με την απόφαση που λήφθηκε το Δεκέμβριο του 1992 στο Εδιμβούργο από τους αρχηγούς κρατών ή κυβερνήσεων, η Δανία γνωστοποίησε στο Συμβούλιο ότι δεν θα συμμετάσχει στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ. Η Δανία δεν ζήτησε να κινηθεί η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 122 παράγραφος 2 της συνθήκης.

    (4)

    Με την απόφαση 98/317/ΕΚ, η Σουηδία τυγχάνει παρέκκλισης βάσει του άρθρου 122 της συνθήκης. Σύμφωνα με το άρθρο 4 της Πράξης Προσχώρησης του 2003 (7), η Τσεχική Δημοκρατία, η Εσθονία, η Κύπρος, η Λετονία, η Λιθουανία, η Ουγγαρία, η Μάλτα, η Πολωνία, η Σλοβενία και η Σλοβακία τυγχάνουν παρέκκλισης όπως ορίζεται στο άρθρο 122 της συνθήκης.

    (5)

    Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ιδρύθηκε την 1η Ιουλίου 1998. Το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα αντικαταστάθηκε από ένα μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών, η δημιουργία του οποίου συμφωνήθηκε με ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 1997, για τη θέσπιση ενός μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών στο τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (8). Οι διαδικασίες για τη δημιουργία του μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών στο τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΜΣΙ ΙΙ) καθορίστηκαν στη συμφωνία της 1ης Σεπτεμβρίου 1998 μεταξύ της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών εκτός της ζώνης ευρώ για τη θέσπιση των λειτουργικών διαδικασιών του μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών κατά το τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (9).

    (6)

    Το άρθρο 122 παράγραφος 2 της συνθήκης ορίζει τις διαδικασίες για την κατάργηση της παρέκκλισης των σχετικών κρατών μελών. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, τουλάχιστον μία φορά κάθε δύο χρόνια, ή όποτε το ζητήσει κράτος μέλος με παρέκκλιση, η Επιτροπή και η ΕΚΤ υποβάλλουν έκθεση στο Συμβούλιο ακολουθώντας τη διαδικασία του άρθρου 121 παράγραφος 1 της Συνθήκης. Στις 2 Μαρτίου 2006, η Σλοβενία υπέβαλε επίσημο αίτημα αξιολόγησης της σύγκλισης.

    (7)

    Η εθνική νομοθεσία των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των καταστατικών των εθνικών κεντρικών τραπεζών, θα προσαρμοστεί δεόντως προκειμένου να εξασφαλιστεί συμφωνία με τα άρθρα 108 και 109 της συνθήκης και με το καταστατικό του Ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας («Καταστατικό του ΕΣΚΤ»). Οι εκθέσεις της Επιτροπής και της ΕΚΤ παρέχουν λεπτομερή αξιολόγηση του συμβιβάσιμου της νομοθεσίας της Σλοβενίας με τα άρθρα 108 και 109 της συνθήκης και με το καταστατικό του ΕΣΚΤ.

    (8)

    Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης κατ’άρθρο 121 της συνθήκης, το κριτήριο για τη σταθερότητα των τιμών, που προβλέπεται στο άρθρο 121 παράγραφος 1 πρώτη περίπτωση της συνθήκης, σημαίνει ότι ένα κράτος μέλος έχει σταθερές επιδόσεις στο θέμα των τιμών και μέσο ποσοστό πληθωρισμού, καταγεγραμμένο επί ένα έτος πριν από την εξέταση, που δεν υπερβαίνει περισσότερο από 1,5 εκατοστιαίες μονάδες εκείνο των τριών, το πολύ, κρατών μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών. Για τους σκοπούς του κριτηρίου σταθερότητας των τιμών, ο πληθωρισμός μετράται βάσει των εναρμονισμένων δεικτών τιμών καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2494/95 (10) του Συμβουλίου. Για την αξιολόγηση του κριτηρίου σταθερότητας των τιμών, ο πληθωρισμός ενός κράτους μέλους έχει μετρηθεί ως ποσοστό της μεταβολής του αριθμητικού μέσου 12 μηνιαίων δεικτών ως προς τον αριθμητικό μέσο των 12 μηνιαίων δεικτών της προηγούμενης περιόδου. Κατά την ετήσια περίοδο που έληξε το Μάρτιο του 2006, τα τρία κράτη μέλη με τις καλύτερες επιδόσεις από απόψεως σταθερότητας των τιμών ήταν η Σουηδία, η Φινλανδία και η Πολωνία, με ποσοστά πληθωρισμού, αντιστοίχως, 0,9 τοις εκατό, 1 τοις εκατό και 1,5 τοις εκατό. Στις εκθέσεις της Επιτροπής και ΕΚΤ ελήφθη υπόψη τιμή αναφοράς η οποία υπολογίστηκε ως ο απλός αριθμητικός μέσος των ποσοστών πληθωρισμού των τριών κρατών μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από απόψεως σταθερότητας των τιμών συν 1,5 ποσοστιαίες μονάδες. Στη βάση αυτή, η τιμή αναφοράς για την ετήσια περίοδο που έληξε το Μάρτιο του 2006 ήταν 2,6 τοις εκατό.

    (9)

    Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης, το κριτήριο της δημοσιονομικής κατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 121 παράγραφος 1 δεύτερη περίπτωση της συνθήκης σημαίνει ότι, κατά τη στιγμή της εξέτασης, το κράτος μέλος δεν αποτελεί αντικείμενο αποφάσεως του Συμβουλίου δυνάμει του άρθρου 104 παράγραφος 6 της συνθήκης σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος.

    (10)

    Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης, το κριτήριο της συμμετοχής στο μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος, που αναφέρεται στο άρθρο 121 παράγραφος 1 τρίτη περίπτωση της συνθήκης, σημαίνει ότι ένα κράτος μέλος έχει τηρήσει τα κανονικά περιθώρια διακύμανσης που προβλέπει ο μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών (ΜΣΙ) του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος χωρίς σοβαρές εντάσεις επί δύο τουλάχιστον έτη πριν από την εξέταση. Ειδικότερα, το κράτος μέλος δεν πρέπει να έχει υποτιμήσει την κεντρική διμερή ισοτιμία του νομίσματός του έναντι του νομίσματος οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους με δική του πρωτοβουλία μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα. Από την 1η Ιανουαρίου 1999, ο ΜΣΙ ΙΙ παρέχει το πλαίσιο για την αξιολόγηση της ικανοποίησης του κριτηρίου της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Κατά την εν λόγω αξιολόγηση, η Επιτροπή και η ΕΚΤ έλαβαν υπόψη στις εκθέσεις τους τη διετή περίοδο που έληξε τον Απρίλιο 2006.

    (11)

    Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης, το κριτήριο της σύγκλισης των επιτοκίων που αναφέρεται στο άρθρο 121 παράγραφος 1 τέταρτη περίπτωση της συνθήκης σημαίνει ότι ένα κράτος μέλος, κατά την περίοδο παρατήρησής του ενός έτους που προηγήθηκε της εξέτασης, εμφάνισε μέσο ονομαστικό μακροπρόθεσμο επιτόκιο το οποίο δεν υπερβαίνει περισσότερο από δύο ποσοστιαίες μονάδες εκείνο των τριών, το πολύ, κρατών μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από απόψεως σταθερότητας των τιμών. Για τους σκοπούς των κριτηρίων σύγκλισης των επιτοκίων χρησιμοποιήθηκαν συγκρίσιμα επιτόκια δεκαετών κρατικών ομολόγων. Για την αξιολόγηση της εκπλήρωσης του κριτηρίου σύγκλισης των επιτοκίων, στις εκθέσεις της Επιτροπής και της ΕΚΤ λήφθηκε υπόψη τιμή αναφοράς η οποία υπολογίστηκε με βάση τον απλό αριθμητικό μέσο των ονομαστικών μακροπρόθεσμων επιτοκίων των τριών κρατών μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από απόψεως σταθερότητας των τιμών συν δύο ποσοστιαίες μονάδες. Στη βάση αυτή, η τιμή αναφοράς για την ετήσια περίοδο που έληξε το Μάρτιο 2006 ήταν 5,9 τοις εκατό.

    (12)

    Σύμφωνα με το άρθρο 5 του Πρωτοκόλλου για τα κριτήρια σύγκλισης, τα στατιστικά δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν στην παρούσα αξιολόγηση ικανοποίησης των κριτηρίων σύγκλισης παρέχονται από την Επιτροπή. Η τελευταία έδωσε τα αναγκαία στοιχεία για την εκπόνηση της παρούσας απόφασης. Τα δημοσιονομικά δεδομένα δόθηκαν από την Επιτροπή επί τη βάσει των εκθέσεων που υπεβλήθησαν από τα κράτη μέλη μέχρι την 1η Απριλίου 2006, σύμφωνα με τον κανονισμό αριθ. 3605/93 του Συμβουλίου, της 22ας Νοεμβρίου 1993, για την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου σχετικά με τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος το οποίο προσαρτάται στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (11).

    (13)

    Βάσει των εκθέσεων που υπέβαλαν η Επιτροπή και η ΕΚΤ για την πρόοδο που σημειώθηκε όσον αφορά την εκπλήρωση από τη Σλοβενία των υποχρεώσεών της για την επίτευξη της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, η Επιτροπή διατυπώνει τα ακόλουθα συμπεράσματα:

     

    Η εθνική νομοθεσία της Σλοβενίας, συμπεριλαμβανομένου του καταστατικού της εθνικής κεντρικής τράπεζας, συμβιβάζεται με τα άρθρα 108 και 109 της συνθήκης και με το καταστατικό του ΕΣΚΤ.

     

    Όσον αφορά την ικανοποίηση από τη Σλοβενία των κριτηρίων σύγκλισης που αναφέρονται στις τέσσερις περιπτώσεις του άρθρου 121 παράγραφος 1 της συνθήκης:

    το μέσο ποσοστό πληθωρισμού στη Σλοβενία κατά το έτος που έληξε το Μάρτιο 2006 ανήλθε στο 2,3 τοις εκατό, δηλαδή σε επίπεδο χαμηλότερο από την τιμή αναφοράς και είναι πιθανό ότι θα διατηρηθεί κάτω από την τιμή αυτή και κατά τους επόμενους μήνες·

    η Σλοβενία δεν αποτελεί αντικείμενο απόφασης του Συμβουλίου περί υπάρξεως υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος·

    η Σλοβενία συμμετείχε στον ΜΣΙ ΙΙ από τις 28 Ιουνίου 2004· κατά τη διετή περίοδο που έληξε τον Απρίλιο του 2006, το σλοβενικό tolar (SIT) δεν υπέστη σοβαρές πιέσεις και η Σλοβενία δεν έχει υποτιμήσει, με δική της πρωτοβουλία τη διμερή κεντρική ισοτιμία του SIT έναντι του ευρώ·

    κατά την ετήσια περίοδο που έληξε το Μάρτιο του 2006, το μακροπρόθεσμο επιτόκιο της Σλοβενίας κινήθηκε, κατά μέσο όρο, στο 3,8 τοις εκατό δηλαδή σε επίπεδο χαμηλότερο από την τιμή αναφοράς·

     

    Η Σλοβενία πέτυχε υψηλό βαθμό διατηρήσιμης σύγκλισης σε σχέση με τα εν λόγω κριτήρια.

     

    Κατά συνέπεια, η Σλοβενία πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος.

    (14)

    Σύμφωνα με το άρθρο 122 παράγραφος 2 της συνθήκης, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία μετά από πρόταση της Επιτροπής, αποφασίζει ποια κράτη μέλη με παρέκκλιση πληρούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος και καταργεί τις παρεκκλίσεις για τα εν λόγω κράτη μέλη,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

    Άρθρο 1

    Η Σλοβενία πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος. Η παρέκκλιση υπέρ της Σλοβενίας, που αναφέρεται το άρθρο 4 της Πράξης Προσχώρησης του 2003, καταργείται με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2007.

    Άρθρο 2

    Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

    Άρθρο 3

    Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Βρυξέλλες, 11 Ιουλίου 2006.

    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    E. HEINÄLUOMA


    (1)  Έκθεση που εγκρίθηκε στις 16 Μαΐου 2006.

    (2)  Έκθεση που εγκρίθηκε στις 15 Μαΐου 2006.

    (3)  Γνώμη που εδόθη στις 15 Ιουνίου 2006 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

    (4)  Απόφαση 98/317/ΕΚ του Συμβουλίου της 3ης Μαΐου 1998 σύμφωνα με το άρθρο 121 παράγραφος 4 () της συνθήκης (ΕΕ L 139, 11.5.1998, σ. 30).

    (5)  

    ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο τίτλοs τηs απόφασηs 98/317/ΕΚ προσαρμόστηκε προκειμένου να ληφθεί υπόψη η αναρίθμιση των άρθρων τηs Συνθήκηs περί ιδρύσεωs τηs Ευρωπαϊκήs Κοινότηταs, σύμφωνα με το άρθρο 12 τηs Συνθήκηs του Αμστερνταμ. Η αρχική αναφορά ήταν στο άρθρο 109Ι (4) τηs Συνθήκηs.

    (6)  Απόφαση 2000/427/ΕΚ του Συμβουλίου της 19ης Ιουνίου 2000 σύμφωνα με το άρθρο 122 παράγραφος 2 της συνθήκης για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος από την Ελλάδα από την 1η Ιανουαρίου 2001 (ΕΕ L 167 της 7.7.2000, σ. 19).

    (7)  ΕΕ L 236 της 23.9.2003, σ. 33.

    (8)  ΕΕ C 236 της 2.8.1997, σ. 5.

    (9)  ΕΕ C 345 της 13.11.1998, σ. 6. Συμφωνία όπως τροποποιήθηκε από τη συμφωνία της 14ης Σεπτεμβρίου 2000 (ΕΕ C 362 της 16.12.2000, σ. 11).

    (10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2494/95 του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 1995 για τη θέσπιση εναρμονισμένων δεικτών τιμών καταναλωτή (ΕΕ L 257 της 27.10.1995, σ. 1). Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

    (11)  ΕΕ L 332 της 31.12.1993, σ. 7. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2103/2005 (ΕΕ L 337 της 22.12.2005, σ. 1).


    Top