EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32001H0191

Σύσταση του Συμβουλίου, της 12ης Φεβρουαρίου 2001, με στόχο τον τερματισμό της ασυνέπειας με τους γενικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών στην Ιρλανδία

ΕΕ L 69 της 10.3.2001, p. 22–23 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

ELI: http://data.europa.eu/eli/reco/2001/191/oj

32001H0191

Σύσταση του Συμβουλίου, της 12ης Φεβρουαρίου 2001, με στόχο τον τερματισμό της ασυνέπειας με τους γενικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών στην Ιρλανδία

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 069 της 10/03/2001 σ. 0022 - 0023


Σύσταση του Συμβουλίου

της 12ης Φεβρουαρίου 2001

με στόχο τον τερματισμό της ασυνέπειας με τους γενικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών στην Ιρλανδία

(2001/191/ΕΚ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 99 παράγραφος 4,

τη σύσταση της Επιτροπής,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Στις 19 Ιουνίου 2000, το Συμβούλιο συνέστησε στις ιρλανδικές αρχές, στη σύστασή του για τους γενικούς προσανατολισμούς οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών και της Κοινότητας(1), να είναι προετοιμασμένες, ήδη το 2000, να χρησιμοποιήσουν τη δημοσιονομική πολιτική για την εξασφάλιση της οικονομικής σταθερότητας, λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό υπερθέρμανσης της οικονομίας, και να χρησιμοποιήσουν τον προϋπολογισμό για το 2001 για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(2) Στις 6 Δεκεμβρίου 2000, η Ιρλανδία υπέβαλε το επικαιροποιημένο πρόγραμμα σταθερότητας για το 2000, το οποίο προβλέπει στόχους στο δημοσιονομικό τομέα για την περίοδο μέχρι το 2003 και το οποίο θα πρέπει να εξεταστεί σε συνδυασμό με τον προϋπολογισμό για το 2001 που κατατέθηκε την ίδια ημέρα.

(3) Το Συμβούλιο, στη γνώμη του της 12ης Φεβρουαρίου 2001 σχετικά με το επικαιροποιημένο πρόγραμμα σταθερότητας της Ιρλανδίας του 2000 σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου, της 7ης Ιουλίου 1997, για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών(2), θεωρεί ότι τα δημοσιονομικά προγράμματα της Ιρλανδίας για το 2001 δεν είναι συνεπή με τους γενικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών καθόσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική.

(4) Η καλή λειτουργία του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών στη ζώνη του ευρώ απαιτεί την έγκαιρη χρησιμοποίηση των μέσων που διατίθενται βάσει του άρθρου 99 παράγραφος 4.

(5) Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι της 10ης και 11ης Δεκεμβρίου 1999 τόνισε ότι οι υφιστάμενες διαδικασίες και ρυθμίσεις για το συντονισμό της οικονομικής πολιτικής από το Συμβούλιο θα πρέπει να εφαρμόζονται αποτελεσματικά και ότι θα πρέπει να παρακολουθείται εκ του σύνεγγυς η εφαρμογή των πολιτικών.

Αναγνωρίζοντας τα ακόλουθα:

α) Το 2000, η ιρλανδική οικονομία σημείωσε εξαιρετικές επιδόσεις και συνέχισε να αναπτύσσεται με πολύ ταχύ ρυθμό, με εκτιμώμενο ποσοστό αύξησης πραγματικού ΑΕΠ λίγο μεγαλύτερο από 10 %. Το αποτέλεσμα ήταν να ξεπεραστούν κατά πολύ οι δημοσιονομικές προβλέψεις του επικαιροποιημένου προγράμματος σταθερότητας του 1999. Ο λόγος του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ προβλέπεται να μειωθεί στο 24 % μέχρι το 2003. Λόγω της θετικής απόκλισης της παραγωγής, οι πληθωριστικές πιέσεις στην Ιρλανδία έχουν ενταθεί κατά τη διάρκεια του 2000. Ο πληθωρισμός, όπως μετρείται βάσει του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή (ΕΔΤΚ), διαμορφώθηκε σε 5,3 % κατά μέσο όρο το 2000. Ενώ η ταχεία αύξηση του ποσοστού πληθωρισμού κατά τη διάρκεια του 2000 οφείλεται, εν μέρει, σε εξωτερικούς και προσωρινούς παράγοντες, οι οποίοι αναμένεται να εκλείψουν σταδιακά από το δείκτη τιμών καταναλωτή, προκαλεί ανησυχία το γεγονός ότι, στη διαμόρφωση αυτού του ποσοστού πληθωρισμού, συνέβαλαν σε αυξημένο βαθμό και ενδογενείς παράγοντες.

β) Στις 6 Δεκεμβρίου 2000 κατατέθηκε ο ιρλανδικός προϋπολογισμός για το 2001. Τα βασικά μέτρα που περιλαμβάνει είναι: δέσμη μέτρων για τους άμεσους φόρους (που προβλέπουν μειώσεις φορολογικών συντελεστών και αυξήσεις αφορολόγητων ορίων) με κόστος για το σύνολο του έτους περίπου 1,5 % του ΑΕΠ, μειώσεις έμμεσων φόρων με κόστος για το σύνολο του έτους 0,4 % του ΑΕΠ, αύξηση κατά 18 % της εγκριθείσας τρέχουσας δαπάνης σε σχέση με την εκτιμηθείσα εκτέλεση του 2000 (από την οποία περίπου 40 % αφορά δαπάνες πληρωμών), και αύξηση κατά 29 % της εγκριθείσας κεφαλαιουχικής δαπάνης. Το επικαιροποιημένο πρόγραμμα σταθερότητας της Ιρλανδίας του 2000 προβλέπει περιορισμό του πλεονάσματος του ευρύτερου δημόσιου τομέα από 4,7 σε 0,4 % του ΑΕΠ για το 2001, πράγμα που προϋποθέτει τροπή της δημοσιονομικής θέσης επί τα χείρω.

γ) Ο προϋπολογισμός του 2001 θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τη ζήτηση στην Ιρλανδία και τα αποτελέσματά του από πλευράς προσφοράς ενδέχεται να είναι περιορισμένα σε βραχυπρόθεσμη βάση. Συνεπώς, θα επιδεινώσει την υπερθέρμανση της οικονομίας και τις πληθωριστικές πιέσεις και θα διευρύνει τη θετική απόκλιση της παραγωγής, η οποία, σύμφωνα με το επικαιροποιημένο πρόγραμμα του 2000, θα φτάσει στο 5,4 % του δυνητικού ΑΕΠ το 2001.

δ) Η στρατηγική για την αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό μέσω της ελάφρυνσης των άμεσων φορολογικών επιβαρύνσεων, την οποία συνιστούσαν οι γενικοί προσανατολισμοί του 2000 στο σχετικό με την αγορά εργασίας σκέλος τους, ενδέχεται να είναι λιγότερο αποτελεσματική από ό,τι στο παρελθόν, διότι ακολουθείται στη γενικότερη συνάρτηση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, και η στενότητα που υπάρχει στην αγορά εργασίας θα μπορούσε να παρακωλύσει τις τυχόν περαιτέρω προσπάθειες για τη συγκράτηση των μισθών μέσω της μείωσης των άμεσων φόρων. Επιπλέον, ενώ οι μειώσεις των έμμεσων φόρων έχουν ένα εφάπαξ αποτέλεσμα στο επίπεδο των τιμών, είναι πιθανό να μην έχουν μόνιμα αποτελέσματα στο ποσοστό του πληθωρισμού, ενώ αντίθετα είναι σαφές ότι τονώνουν ακόμη περισσότερο τη ζήτηση. Με δεδομένη την υφιστάμενη κατεύθυνση της ενιαίας νομισματικής πολιτικής που χαράσσεται για τη ζώνη του ευρώ, η σχεδιαζόμενη συνεισφορά της δημοσιονομικής πολιτικής στο συνδυασμό των μακροοικονομικών πολιτικών δεν είναι η ενδεδειγμένη.

ε) Ο ιρλανδικός προϋπολογισμός για το 2001 έχει προσανατολισμό επεκτατικό και ενισχυτικό των κυκλικών τάσεων, και συνεπώς είναι ασυμβίβαστος με τους γενικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών του Συμβουλίου του 2000, όπου αναφέρεται ότι οι ιρλανδικές αρχές θα πρέπει να είναι σε "ετοιμότητα, ήδη το 2000, για τη χρησιμοποίηση μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής για να εξασφαλιστεί η οικονομική σταθερότητα, λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό υπερθέρμανσης της οικονομίας, [και] να χρησιμοποιηθεί o προϋπολογισμός του 2001 για την επίτευξη του στόχου αυτού". Η Επιτροπή εκτιμά ότι o επεκτατικός χαρακτήρας του σχεδιαζόμενου προϋπολογισμού για το 2001 θα μπορούσε να εξουδετερωθεί με περιοριστικά μέτρα της τάξης τουλάχιστον του 0,5 % του ΑΕΠ,

ΣΥΝΙΣΤΑ ΤΑ ΕΞΗΣ:

1. Για την άρση της ασυνέπειας με τους γενικούς προσανατολισμούς οικονομικής πολιτικής, που χαρακτηρίζει τον προϋπολογισμό του 2001, η ιρλανδική κυβέρνηση θα πρέπει να λάβει κατά τη διάρκεια του παρόντος οικονομικού έτους αντισταθμιστικά δημοσιονομικά μέτρα, με τα οποία να εξασφαλίζεται, βάσει των μακροοικονομικών παραδοχών του επικαιροποιημένου προγράμματος σταθερότητας του 2000, ότι θα αποφευχθεί η μείωση του δημοσιονομικού πλεονάσματος έναντι του 2000.

2. Η Επιτροπή καλείται να υποβάλει κατά τη διάρκεια του 2001 έκθεση για τις οικονομικές και δημοσιονομικές εξελίξεις στην Ιρλανδία. Το Συμβούλιο θα παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τις εξελίξεις αυτές, και ειδικότερα θα εξετάζει κατά πόσο είναι συνεπείς με τους γενικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών.

Η παρούσα σύσταση απευθύνεται στην Ιρλανδία.

Βρυξέλλες, 12 Φεβρουαρίου 2001.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

B. Ringholm

(1) ΕΕ L 210 της 21.8.2000, σ. 1.

(2) ΕΕ L 209 της 2.8.1997, σ. 1.

Top