Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62011TN0004

Υπόθεση T-4/11: Προσφυγή της 7ης Ιανουαρίου 2011 — Export Development Bank of Iran κατά Συμβουλίου

ΕΕ C 72 της 5.3.2011, p. 22–23 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

5.3.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 72/22


Προσφυγή της 7ης Ιανουαρίου 2011 — Export Development Bank of Iran κατά Συμβουλίου

(Υπόθεση T-4/11)

2011/C 72/38

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Export Development Bank of Iran (εκπρόσωπος: J.-M. Thouvenin, δικηγόρος)

Καθού: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει τον κανονισμό (ΕΕ) 961/2010 του Συμβουλίου, στο μέτρο που την αφορά,

να κρίνει την απόφαση 2010/413/ΚΕΠΠΑ ανεφάρμοστη σε σχέση με την προσφεύγουσα,

να ακυρώσει τα άρθρα 16, παράγραφος 2, στοιχεία α' και β', του κανονισμού (ΕΕ) 961/2010 του Συμβουλίου, στο μέτρο που αφορούν την προσφεύγουσα,

να ακυρώσει την απόφαση του Συμβουλίου, με την οποία περιελήφθη η προσφεύγουσα στον κατάλογο του παραρτήματος VIII του κανονισμού (ΕΕ) 961/2010 του Συμβουλίου,

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει επτά λόγους ακυρώσεως.

1)

Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από έλλειψη εννόμου βάσεως του κανονισμού (ΕΕ) 961/2010 του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007 (1) και/ή του άρθρου 16, παράγραφος 2, στοιχεία α' και β', αυτού.

Με το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 215 ΣΛΕΕ δεν μπορεί να αποτελέσει τη νομική βάση του κανονισμού 961/2010, διότι τούτο δεν προβλέπεται από την απόφαση 2010/413/ΚΕΠΠΑ.

Με το δεύτερο σκέλος αυτού του λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 215 ΣΛΕΕ δεν μπορεί να αποτελέσει την νομική βάση του κανονισμού 961/2010, διότι η απόφαση 2010/413/ΚΕΠΠΑ δεν εκδόθηκε σύμφωνα με το κεφάλαιο 2 του τίτλου V της ΣΕΕ. Η απόφαση αυτή έπρεπε, συνεπώς, να κριθεί ανεφάρμοστη εν προκειμένω.

2)

Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση του διεθνούς δικαίου με το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχεία α' και β', του κανονισμού 961/2010, καθόσον οι διατάξεις αυτές δεν αποσκοπούν στην εφαρμογή αποφάσεως του Συμβουλίου Ασφαλείας και προσβάλλουν την αρχή του διεθνούς δικαίου περί μη επεμβάσεως.

3)

Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 215 ΣΕΕ, διότι η διαδικασία εγγραφής στον κατάλογο του παραρτήματος VIII δεν ήταν σύμφωνη προς την προβλεπόμενη από το άρθρο 215 ΣΛΕΕ διαδικασία.

4)

Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως και του δικαιώματος αποτελεσματικής έννομης προστασίας, διότι το Συμβούλιο δεν σεβάστηκε το δικαίωμα ακροάσεως της προσφεύγουσας, δεν αιτιολόγησε επαρκώς τις αποφάσεις του και δεν της εξασφάλισε πρόσβαση στον φάκελο.

5)

Ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από προσβολή της αρχής της αναλογικότητας.

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, καταρχάς, ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι ακατάλληλες, καθόσον η δέσμευση κεφαλαίων και άλλων πόρων που διαχειρίζεται η προσφεύγουσα συνεπάγεται τη δέσμευση κεφαλαίων και πόρων τους οποίους δεν μπορεί η ίδια να διαθέσει ελεύθερα και οι οποίοι ανήκουν σε πελάτες της.

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, ακολούθως, ότι η κύρωση που της επιβλήθηκε είναι δυσανάλογη σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά που της προσάπτονται και στηρίζεται σε παλαιά και αστήρικτα πραγματικά περιστατικά.

6)

Ο έκτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από προσβολή του δικαιώματος σεβασμού της ιδιοκτησίας, ο δε περιορισμός του δικαιώματός της ιδιοκτησίας είναι δυσανάλογος, καθόσον δεν τηρήθηκαν κατά τη διαδικασία τα δικαιώματά της ακροάσεως.

7)

Ο έβδομος λόγος ακυρώσεως αντλείται από προσβολή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, καθόσον επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα κύρωση χωρίς να έχει αποδειχθεί η εκούσια και εν γνώσει συμμετοχή της σε δραστηριότητες με σκοπό ή αποτέλεσμα την αποφυγή της επιβολής περιοριστικών μέτρων.


(1)  ΕΕ L 281, σ. 1.


Top