Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52004AE0841

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (ΡΩΜΗ II) [COM(2003) 427 τελικό — 2003/0168 (COD)]

ΕΕ C 241 της 28.9.2004, p. 1–7 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)

28.9.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 241/1


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την «Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (“ΡΩΜΗ II”)»

[COM(2003) 427 τελικό — 2003/0168 (COD)]

(2004/C 241/01)

Την 8η Σεπτεμβρίου 2003 και σύμφωνα με το άρθρο 262 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Συμβούλιο ζήτησε από την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή να καταρτίσει γνωμοδότηση σχετικά με την:

«Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (“ΡΩΜΗ II”)»

Το ειδικευμένο τμήμα «Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση» στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του την 4η Μαΐου 2004. Εισηγητής ήταν ο κ. FRANK von FÜRSTENWERTH.

Κατά την 409η σύνοδο ολομελείας της 2ας και 3ης Ιουνίου 2004 (συνεδρίαση της 2ας Ιουνίου 2004) η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε την ακόλουθη γνωμοδότηση με 168 ψήφους υπέρ και 8 αποχές.

1.   Περίληψη των συμπερασμάτων

1.1.

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή επιδοκιμάζει την πρόταση κανονισμού της Επιτροπής που ορίζει τους κανόνες που ισχύουν σε περίπτωση σύγκρουσης των νόμων για τις εξωσυμβατικές ενοχές. Με τον τρόπο αυτό, καλύπτεται το νομοθετικό κενό το οποίο έως σήμερα παρακώλυε σημαντικά την ανάπτυξη ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου δικαίου.

1.2.

Η ΕΟΚΕ επικροτεί την Επιτροπή και την ενθαρρύνει να ολοκληρώσει την πρωτοβουλία της το ταχύτερο δυνατόν, λαμβάνοντας υπόψη τις προτεινόμενες τροποποιήσεις και διορθώσεις που απαριθμούνται στο κεφάλαιο 9 που ακολουθεί, προκειμένου να μπορέσει να τεθεί ο κανονισμός σε ισχύ.

1.3.

Η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει τις προσπάθειες της Επιτροπής να εξαλείψει μέσω της πλήρους εναρμόνισης τον υφιστάμενο κατακερματισμό των νομοθεσιών στον σημαντικό τομέα της σύγκρουσης νόμων όσον αφορά τις εξωσυμβατικές ενοχές. Κάτι τέτοιο, θα διευκολύνει το χρήστη του νόμου σε ανεκτίμητο βαθμό. Αντί να ξεκινήσει με τον καθορισμό, για κάθε περίπτωση που παρουσιάζει διεθνείς διαστάσεις, των εφαρμοστέων κανόνων σε περίπτωση σύγκρουσης νόμων και να επαληθεύσει το περιεχόμενο που διαφέρει από το ένα κράτος μέλος στο άλλο, τουλάχιστον όσον αφορά τις λεπτομέρειες, ο χρήστης θα μπορεί πλέον να διαθέτει ως αφετηρία ένα ενιαίο σύνολο κανόνων, ίδιων σε όλα τα κράτη μέλη, λόγω της άμεσης θέσης σε ισχύ του κανονισμού.

2.   Eισαγωγή: Αιτιολόγηση της πρωτοβουλίας

2.1.

Με τον κανονισμό η Επιτροπή στοχεύει για πρώτη φορά να ενοποιήσει τους κανόνες σύγκρουσης νόμων στον τομέα των εξωσυμβατικών ενοχών. Στον τομέα των εξωσυμβατικών ενοχών ισχύουν οι κανόνες για τις συγκρούσεις νόμων ήδη από το 1980, καθώς η πλειονότητα των δυτικοευρωπαϊκών κρατών αποφάσισε να προβεί στη σύναψη της Σύμβασης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές υποχρεώσεις (Σύμβαση της Ρώμης). Αργότερα, περισσότερα κράτη προσχώρησαν στην Σύμβαση αυτή. Επελέγη η μορφή της πολυμερούς συμβάσεως διότι τότε, σε αντίθεση με σήμερα, η ΕΟΚ δεν είχε τη νομική υπόσταση για την κύρωση του κατάλληλου θεσμικού μέσου ως Κοινότητα. Σήμερα, η σύγκρουση των νομοθεσιών όσον αφορά τις εξωσυμβατικές υποχρεώσεις εξακολουθεί να υπόκειται στους αυτόνομους κανόνες των κρατών μελών, οι οποίοι αν και βασίζονται σε μια κοινή αντίληψη, εντούτοις, διαφέρουν σημαντικά ως προς τις λεπτομέρειες και έχουν διαμορφωθεί διαφορετικά λόγω των εθνικών νομολογιών και νομικών θεωριών. Αυτό συνεπάγεται πολλές δυσχέρειες για τον χρήστη της νομοθεσίας περιλαμβανομένων των προβλημάτων για την πρόσβαση στους σχετικούς κανόνες, τα γλωσσικά προβλήματα και τα προβλήματα της εξοικείωσης με την αλλοδαπή νομική ορολογία και την εθνική νομολογία και νομική θεωρία. Καθώς οι ανωτέρω τομείς συνδέονται στενά, η ενοχική σύμβαση καλύπτει τόσο τις συμβατικές όσο και εξωσυμβατικές ενοχές, ενώ οι διατάξεις της Σύμβασης της Ρώμης αν και αποτελούν σημαντική βελτίωση παραμένουν ατελείς. Η Σύμβαση ήταν εξαρχής ελλιπής στον τομέα των εξωσυμβατικών ενοχών. Η εναρμόνιση των κανόνων της σύγκρουσης νόμων σχετικά με τις εξωσυμβατικές ενοχές υπόσχεται σημαντική πρόοδο σε σχέση με την παρούσα κατάσταση στην Κοινότητα λαμβανομένου υπόψη του στόχου της ασφάλειας δικαίου και της προβλεψιμότητας στον καθορισμό του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου. Θα ήταν βεβαίως ουσιαστικότερο για τους χρήστες της νομοθεσίας να συνδυαστούν οι Συμβάσεις της Ρώμης Ι και ΙΙ σε ενιαίο νομικό μέσο. Ωστόσο, η ΕΟΚΕ αναγνωρίζει ότι, επί του παρόντος, λόγω του ότι οι διαδικασίες που αφορούν τα δύο σχέδια βρίσκονται σε εντελώς διαφορετικά στάδια, κάτι τέτοιο αποτελεί ευσεβή πόθο. Κατά συνέπεια, προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στην ταχεία θέσπιση λειτουργικού καθεστώτος σχετικά με τις εξωσυμβατικές ενοχές. Η ΕΟΚΕ εκφράζει τη λύπη της διότι λόγω των επιφυλάξεων της Δανίας με βάση τον Τίτλο ΙV της ΣΕΚ, το προτεινόμενο νομικό καθεστώς δεν θα ισχύσει άμεσα στο εν λόγω κράτος μέλος (αν και έχει τη δυνατότητα προαιρετικής εφαρμογής) με συνέπεια, η εναρμόνιση των νομοθεσιών να μην έχει το βέλτιστο αποτέλεσμα. Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της διότι το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία εξέφρασαν την βούλησή τους να εφαρμόσουν το εν λόγω καθεστώς.

2.2.   Το νομοθετικό πλαίσιο

2.2.1.

Ο κανονισμός θα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο των νομοθετικών δραστηριοτήτων της Επιτροπής, είτε αυτές έχουν ολοκληρωθεί, είτε προβλέπονται, είτε είναι ακόμη στο στάδιο της επεξεργασίας. Η ΕΟΚΕ είχε επανειλημμένα την δυνατότητα να γνωμοδοτήσει επί των προτάσεων της Επιτροπής.

2.2.2.

Αρχικά, θα πρέπει να αναφερθούν οι δραστηριότητες που εμπίπτουν στην πολιτική δικονομία και συγκεκριμένα:

την μετατροπή της Σύμβασης των Βρυξελλών του 1968 σε κανονισμό (1),

την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για τη θέσπιση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για μη αμφισβητούμενες υποχρεώσεις (2),

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (3),

τον κανονισμό για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (4),

τη σύσταση της Επιτροπής σχετικά με τις αρχές που διέπουν τα αρμόδια όργανα για την εξώδικη επίλυση των διαφορών (5),

την απόφαση του Συμβουλίου της 28ης Μαΐου 2001 σχετικά με τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου για αστικές και εμπορικές υποθέσεις (6).

2.2.3.

Θα πρέπει επίσης να αναφερθούν οι εργασίες στον τομέα του ουσιαστικού αστικού δικαίου και συγκεκριμένα:

η ανακοίνωση της Επιτροπής της 11ης Ιουλίου 2001 (7) σχετικά με το ευρωπαϊκό δίκαιο των συμβάσεων,

η οδηγία σχετικά με την καταναλωτική πίστη, (8)

η οδηγία του Συμβουλίου σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (9).

2.2.4.

H πρόταση κανονισμού συνδέεται στενά με τις εργασίες της Επιτροπής όσον αφορά τον τομέα των ουσιαστικών δικαίων για τη σύγκρουση νόμων. Οι εργασίες ξεκίνησαν με τη δημοσίευση της Πράσινης Βίβλου για τη μετατροπή της Σύμβασης της Ρώμης σε κοινοτική πράξη (10). Ο κανονισμός της Σύμβασης της Ρώμης ΙΙ συμπληρώνει τον κανονισμό που προτείνεται στην Πράσινη Βίβλο και αποτελεί φυσική του προέκταση.

2.2.5.

Όλες αυτές οι δραστηριότητες εξυπηρετούν τους στόχους της θέσπισης ενός ευρωπαϊκού χώρου δικαίου, τη δημιουργία ενός νομικού πλαισίου το οποίο να διευκολύνει τους οικονομικούς παράγοντες στην απλούστερη και ανεμπόδιστη χρήση της ευρωπαϊκής ενιαίας αγοράς, στη βελτίωση της ασφάλειας δικαίου και στην ευκολότερη εφαρμογή του δικαίου από τα δικαστήρια και την ευκολότερη πρόσβαση των ευρωπαίων πολιτών στη δικαιοσύνη.

3.   Νομική βάση

3.1.

Σκοπός του κανονισμού είναι να ενοποιήσει τους κανόνες που διέπουν τη σύγκρουση νόμων στον τομέα των εξωσυμβατικών ενοχών. Η εναρμόνιση των κανόνων σύγκρουσης νόμων εμπίπτει στο άρθρο 65 παράγραφος β, της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Αυτό συνεπάγεται ότι η Επιτροπή έχει την αρμοδιότητα να λαμβάνει μέτρα, όπου κρίνει αναγκαίο, για την εξομάλυνση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς. Κατά την άποψη της ΕΟΚΕ τούτο ισχύει στην παρούσα περίπτωση διότι η εναρμόνιση θα συμβάλλει στη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης των οικονομικών παραγόντων της Κοινότητας σε περιπτώσεις διασυνοριακών συναλλαγών, θα ενισχύσει την ασφάλεια δικαίου, θα απλουστεύσει την εφαρμογή της νομοθεσίας, θα τονώσει το ενδιαφέρον συμμετοχής των οικονομικών παραγόντων στις διασυνοριακές συναλλαγές και θα ενισχύει την αμοιβαία αναγνώριση των νομικών πράξεων των κρατών μελών δίνοντας τη δυνατότητα στους πολίτες άλλων κρατών μελών να διαπιστώνουν άμεσα τη νομική ευστάθεια των εν λόγω πράξεων.

4.   Πεδίο εφαρμογής, οικουμενικός χαρακτήρας (άρθρα 1 και 2)

4.1.

Ο κανονισμός στοχεύει να ρυθμίσει τους κανόνες σύγκρουσης νόμων στον τομέα του αστικού και εμπορικού δικαίου (άρθρο 1 παράγραφος 1). Ο τομέας αυτός πρέπει να ρυθμιστεί σαφώς για να αποκλεισθούν οι τυχόν παρερμηνείες. Ο νομοθέτης μπορεί να ανατρέξει στην ορολογία του κανονισμού του Συμβουλίου (άρθρο 1) καθώς έχει σαφές περιεχόμενο. Η εξαίρεση των φορολογικών και τελωνειακών υποθέσεων είναι αυταπόδεικτη. Η αναφορά τους, ωστόσο, δεν κρίνεται ζημιογόνος.

4.2.

Ο κανονισμός δεν σκοπεύει να καλύψει το σύνολο των εξωσυμβατικών ενοχών. Ο νομοθέτης ορθά δεν θέτει ψηλά τον πήχη των απαιτήσεών του, ώστε να μη διακυβευθεί η υλοποίηση του εγχειρήματος. Ευπρόσδεκτη είναι η εξαίρεση υποθέσεων που αφορούν οικογενειακές σχέσεις, υποχρεώσεις διατροφής και κληρονομικές σχέσεις (άρθρο 1 παράγραφος 2). Στους κανόνες σύγκρουσης νόμων, τα θέματα αυτά ρυθμίζονται κατά κανόνα με χωριστές διαδικασίες λόγω των κοινωνικών συνεπαγωγών.

4.3.

Η εξαίρεση όσον αφορά ενοχές που προκύπτουν από συναλλαγματικές πληρωμές και τραπεζικές επιταγές καθώς και από πυρηνικές ζημίες (άρθρο 1 παράγραφος 2) αιτιολογείται από το γεγονός ότι τα εν λόγω θέματα αντιμετωπίζονται κατάλληλα σε ειδικές συμφωνίες (11), η εμβέλεια των οποίων ξεπερνά τα σύνορα της Κοινότητας και η ύπαρξη των συμφωνιών αυτών δεν θα πρέπει να τεθεί σε κίνδυνο.

4.4.

Ο αποκλεισμός των ζητημάτων που αφορούν στο δίκαιο των εταιρειών στο άρθρο 1 παράγραφος 2 εδάφιο ε), είναι αναπόφευκτος καθώς τα εν λόγω ζητήματα συνδέονται στενά με το καταστατικό της εταιρείας και απαιτούν σχετική νομοθετική ρύθμιση.

4.5.

Τα trust αποτελούν ιδιάζον γνώρισμα του αγγλοαμερικανικού δικαίου. Αποτελούν νομικό μέσο που βρίσκεται στο μεταίχμιο του δικαίου των εταιρειών και της νομοθεσίας περί ιδρυμάτων· λειτουργικά είναι παρόμοια με το γερμανικό Treuhand (ίδρυμα καταπιστεύσεων) και δεν έχουν ίδια νομική προσωπικότητα. Τα trust δεν απαντώνται στα νομικά συστήματα των ηπειρωτικών ευρωπαϊκών κρατών. Λόγω των ιδιομορφιών τους και της συνάφειάς τους με το εταιρικό δίκαιο, αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης της Ρώμης (άρθρο 1 παράγραφος 2 εδάφιο ι). Καθώς ο κανονισμός αποκλείει το δίκαιο των εταιρειών, συνεπάγεται ότι και τα trust δεν εμπίπτουν σε αυτόν (άρθρο 1 παράγραφος 2 εδάφιο ε).

4.6.

Ο κανονισμός ορίζει το εφαρμοστέο δίκαιο, είτε πρόκειται για δίκαιο κράτους μέλους, είτε για δίκαιο τρίτου κράτους (άρθρο 2). Με τον τρόπο αυτό, ο κανονισμός ακολουθεί ένα γενικά αναγνωρισμένο κανόνα στις περιπτώσεις σύγκρουσης νόμων δηλαδή την κατ'αρχήν απαγόρευση των διακρίσεων έναντι άλλων έννομων τάξεων. Η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει πλήρως τα ανωτέρω. Εφόσον οι συνθήκες προϋποθέτουν την εφαρμογή συγκεκριμένης έννομης τάξης για την επίλυση των διαφορών, δεν έχει σημασία εάν πρόκειται για έννομη τάξη κράτους μέλους ή τρίτου κράτους.

5.   Εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές που απορρέουν από αδικοπραξία (άρθρα 3 έως 8)

5.1.

Το άρθρο 3 το οποίο αναφέρεται στις ενοχές που απορρέουν από αδικοπραξία αποτελεί την ουσία του ζητήματος. Θεωρητικά, θα πρέπει σε αυτό το σημείο να καθοριστεί ένας αριθμός κριτηρίων τα οποία συνήθως περιγράφονται αδιακρίτως ως lex loci delicti (commissi), δηλαδή το δίκαιο του τόπου τέλεσης του αδικήματος, το δίκαιο του τόπου στον οποίο επέρχεται η ζημία, το δίκαιο του τόπου στον οποίο επέρχονται έμμεσες συνέπειες του αδικήματος ή το δίκαιο του τόπου συνήθους διαμονής του ζημιωθέντος. Όλα τα ανωτέρω κριτήρια βασίζονται στην παράδοση και διαθέτουν ισχυρά επιχειρήματα υπέρ τους. Στην πραγματικότητα, όλα ισχύουν στα διάφορα συστήματα ρύθμισης των κανόνων σύγκρουσης νόμων. Ως εκ τούτου, προτεραιότητα του ευρωπαίου νομοθέτη πρέπει να αποτελέσει η εισαγωγή ενιαίων κανόνων σε όλα τα κράτη μέλη. Κάτι τέτοιο αποτελεί βασική μέριμνα, ενώ το ζήτημα της επιλογής μεταξύ των υφιστάμενων λύσεων είναι συγκριτικά ήσσονος σημασίας. Αναφορικά με την επακόλουθη εφαρμογή στην πράξη, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι στις περισσότερες περιπτώσεις όλα ή πολλά από τα εν λόγω κριτήρια συμπίπτουν. Ο τόπος της συνήθους διαμονής του ζημιωθέντος είναι γενικά ο ίδιος με τον τόπο τέλεσης του γεγονότος, το οποίο με τη σειρά του θα συμπίπτει με τον τόπο επέλευσης της αδικοπραξίας. Συνεπώς, η διαμάχη όσον αφορά τον καθορισμό του προς εφαρμογή κριτηρίου είναι καθαρά θεωρητική. Ο ευρωπαίος νομοθέτης δήλωσε την προτίμησή του για το δίκαιο του κράτους στο οποίο επέρχεται η ζημία. Ενδεχομένως να τεθεί υπό αμφισβήτηση, το κατά πόσον κάτι τέτοιο συνάδει με τις πρόσφατες εξελίξεις σχετικά με την κωδικοποίηση του δικαίου στον τομέα αυτό (12). Εντούτοις, η επιλογή της Επιτροπής είναι αιτιολογημένη καθώς δίνει προτεραιότητα στην προστασία του ζημιωθέντος χωρίς, ωστόσο, να παραβλέπει τα συμφέροντα του αυτουργού του ζημιογόνου γεγονότος. Τούτο θα συνέβαινε εάν ίσχυε μόνον το κριτήριο συνήθους διαμονής του ζημιωθέντος. Η αποκλειστική επιλογή του δικαίου του τόπου τέλεσης της αδικοπραξίας θα ευνοούσε δυσανάλογα τον αυτουργό του ζημιογόνου γεγονότος, (13) καθώς οι προσδοκίες του ζημιωθέντος για νομική προστασία, δεν θα ευοδώνονταν. Η προσπάθεια του νομοθέτη να ισορροπήσει τα συμφέροντα των διάφορων μερών είναι από κάθε άποψη αποδεκτή. Ο περιορισμός που ορίζεται στο γενικό κανόνα του άρθρου 3 παράγραφος 2, στην περίπτωση όπου ο αυτουργός του ζημιογόνου γεγονότος και ο ζημιωθείς έχουν την συνήθη διαμονή τους στην ίδια χώρα είναι βάσιμος και αποτρέπει τις ανώφελες προσφυγές σε αλλοδαπές έννομες τάξεις. Η παράγραφος 3 είναι μια γενική διορθωτική ρήτρα που αντιστοιχεί στο άρθρο 4 παράγραφος 5 εδάφιο 2 της Σύμβασης της Ρώμης. Στην πράξη, ωστόσο, θα πρέπει να υπάρξει μέριμνα για να διασφαλιστεί ότι η εν λόγω ρήτρα εξαίρεσης για ορισμένες περιπτώσεις δεν θα εφαρμόζεται στα κράτη μέλη που μέχρι πρόσφατα ακολουθούσαν το κριτήριο του τόπου τέλεσης της αδικοπραξίας, ώστε να μην ακυρούται η νέα προσέγγιση που επιχειρεί ο ευρωπαίος νομοθέτης.

5.2.

Στις περιπτώσεις σχετικά με την ευθύνη λόγω ελαττωματικών προϊόντων (άρθρο 4), το εφαρμοστέο δίκαιο είναι εκείνο της χώρας συνήθους διαμονής του ζημιωθέντος. Η προσέγγιση που υιοθετείται μπορεί να θεωρηθεί πρόταση συμβιβασμού, ιδιαιτέρως στο πλαίσιο των εντόνων διαβουλεύσεων που προηγήθηκαν της σχετικής ακρόασης της 6ης Ιανουαρίου 2003. Άλλα πιθανά κριτήρια σύνδεσης που εξετάσθηκαν αποδεικνύονται λιγότερο κατάλληλα. Ο τόπος αγοράς του προϊόντος μπορεί να είναι εντελώς συμπτωματικός και, σε ορισμένες περιπτώσεις, πρακτικά αδύνατο να καθορισθεί (αγορές μέσω διαδικτύου). Στις περιπτώσεις ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων, ο τόπος επέλευσης της ζημίας ενδεχομένως να είναι επίσης συμπτωματικός (εάν, για παράδειγμα ο αγοραστής υποστεί τη ζημία κατά τη διάρκεια ταξιδιού). Τέλος, ο τόπος κατασκευής του προϊόντος πιθανώς να μην αποτελεί ικανοποιητικό κριτήριο, εφόσον στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, ενδεχομένως κάτι τέτοιο να έχει ελάχιστη σημασία. Επιπλέον, το επιλεγέν κριτήριο εστιάζεται στην προστασία των συμφερόντων του ζημιωθέντος. Η επιλογή του εν λόγω κριτηρίου τεκμηριώνεται ισχυρότερα εφόσον στην ακρόαση που διεξήγαγε η Επιτροπή την 1η Ιανουαρίου 2003, οι εκπρόσωποι της βιομηχανίας που επηρεάζεται άμεσα από την πρόταση και του ασφαλιστικού τομέα τάχθηκαν υπέρ της προσέγγισης αυτής, ως παραχώρηση στους εκπροσώπους των καταναλωτών. Ο περιορισμός του γενικού κανόνα (διάθεση στο εμπόριο χωρίς άδεια), λαμβάνει επαρκώς υπόψη τα έννομα συμφέροντα της βιομηχανίας καθώς και οι ίδιοι οι εκπρόσωποι αναγνώρισαν κατά τη διάρκεια της ακρόασης.

5.3.

Οι διατάξεις του κανονισμού περί αθέμιτου ανταγωνισμού (άρθρο 5), στηρίζονται στη βασική αρχή που εφαρμόζεται στον τομέα αυτό, δηλαδή ότι εφαρμοστέο είναι το δίκαιο του κράτους όπου ο ανταγωνισμός θίγεται άμεσα και ουσιαστικά (τόπος όπου θίγεται ουσιαστικά ο ανταγωνισμός). Ο κανόνας αυτός περιλαμβάνει ίση μεταχείριση των ημεδαπών και αλλοδαπών ανταγωνιστών οι οποίοι υπόκεινται στους ίδιους κανόνες. Το ίδιο αντικείμενο εξετάζεται από άλλη σκοπιά στο άρθρο 4 παράγαφος 1 της πρότασης οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές (14) όπου γίνεται αναφορά στο κράτος μέλος που είναι εγκατεστημένη η εμπορική έδρα. Παρότι οι αιτιολογικές εκθέσεις των δύο νομικών πράξεων δεν αναφέρουν την εν λόγω διαφορά, η αντίφαση στην εφαρμογή των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου και της εσωτερικής αγοράς, μπορεί να επιλυθεί ως εξής: το άρθρο 5 του κανονισμού αφορά το δίκαιο που εφαρμόζεται από την Κοινότητα στις σχέσεις με τις τρίτες χώρες (ή σε τομείς τους οποίους δεν καλύπτει η οδηγία), ενώ το άρθρο 4 παράγαφος 1 της οδηγίας ρυθμίζει τις σχέσεις των κρατών μελών στην εσωτερική αγορά. Εφόσον κάτι τέτοιο αποτελεί στόχο της Επιτροπής, θα πρέπει να το διευκρινίσει η ίδια στις αιτιολογικές εκθέσεις των δύο νομικών μέσων. Ωστόσο, συνεχίζει να υφίσταται η ίδια απαράδεκτη κατάσταση όπου ανταγωνιστές προερχόμενοι ο ένας από την ΕΕ και ο άλλος από τρίτη χώρα, να υπόκεινται στους ίδιους κανόνες σε ένα κράτος μέλος ενώ ενδέχεται να εφαρμόζονται διαφορετικοί κανόνες στην περίπτωση που οι ανταγωνιστές προέρχονται από διαφορετικά κράτη της ΕΕ (τούτο όμως αφορά στο βαθμό εναρμόνισης του ουσιαστικού δικαίου περί ανταγωνισμού στην οδηγία). Ο περιορισμός της γενικής διάταξης που περιέχεται στο άρθρο 5 παράγαφος 2, αναφέρεται στη σπάνια περίπτωση όπου η πράξη του αθέμιτου ανταγωνισμού θίγει τα συμφέροντα συγκεκριμένου ανταγωνιστή. Αυτό αιτιολογεί την εφαρμογή του γενικού κανόνα περί αδικοπραξίας.

Η ΕΟΚΕ προτείνει να εξετασθεί το ενδεχόμενο τροποποίησης του τίτλου του άρθρου σε «Ανταγωνισμός και αθέμιτες εμπορικές πρακτικές» προκειμένου να τονισθεί σαφέστερα ότι η διάταξη επιδιώκει να εξαλείψει όλες τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

5.4.

Αρχικά, προξενεί έκπληξη η παρουσία διατάξεων σχετικά με τις προσβολές του ιδιωτικού βίου και του δικαιώματος στην προσωπικότητα (άρθρο 6), σε ένα νομικό μέσο που πραγματεύεται τη σύγκρουση νόμων όσον αφορά τις εξωσυμβατικές ενοχές, καθώς σε πολλές έννομες τάξεις τα ζητήματα αυτά υπάγονται στο δίκαιο των προσώπων. Ωστόσο πρόσφατα, μια νέα προσέγγιση κερδίζει έδαφος σε πολλά κράτη μέλη όπου τα εν λόγω θέματα εξετάζονται σε πλαίσιο που προσεγγίζει το πεδίο της αδικοπραξίας. Υπό την έννοια αυτή, είναι λογικό να εξετάζεται το ζήτημα στην παρούσα περίπτωση. Επιπλέον, υπάρχει μία αδιαμφισβήτητη αλληλουχία με τα θέματα που περιέχονται στα άρθρα 5 και 8. Ο κανόνας που περιέχεται στο άρθρο 6 παράγαφος 1 πρέπει να υιοθετηθεί. Το ίδιο ισχύει για το δικαίωμα απάντησης που προβλέπεται στην παράγραφο 2. Η ΕΟΚΕ προτείνει να εξετασθεί εάν η εξαίρεση υπέρ των lex fori καθίσταται ενδεχομένως περιττή λόγω του άρθρου 22.

5.5.

Στον τομέα της προσβολής του περιβάλλοντος (άρθρο 7), ο βασικός κανόνας αντιστοιχεί στα γενικά κριτήρια του άρθρου 3 περί αδικοπραξίας, αν και ο ζημιωθείς έχει την επιλογή να βασίσει την αξίωση για αποζημίωση στο δίκαιο του κράτους στο οποίο επήλθε η ζημία (όπου και ενδέχεται να είναι ευνοϊκότερο για την περίπτωσή του). Είναι αδιαμφισβήτητο ότι προβλέποντας την εξαίρεση από τον γενικό κανόνα μέσω του δικαιώματος επιλογής από τον θιγόμενο του εφαρμοστέου δικαίου σε περίπτωση σύγκρουσης νόμων, ο ευρωπαίος νομοθέτης προωθεί στόχους που ουδεμία σχέση φέρουν με τη σύγκρουση των νόμων αλλά αποσκοπούν στο να προειδοποιήσουν τους πιθανούς υπαίτιους περιβαλλοντικής ρύπανσης να λάβουν σοβαρά υπόψη τους τις διατάξεις περί περιβαλλοντικής προστασίας, ειδάλλως θα εφαρμοστεί το αυστηρότερο ουσιαστικό δίκαιο. Αυτό γίνεται, μάλιστα, πρόδηλο στην αιτιολογική σκέψη του άρθρου 7.

5.6.

Το κριτήριο για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας (άρθρο 8) ακολουθεί τον γενικά αναγνωρισμένο κανόνα στον εν λόγω τομέα ότι το εφαρμοστέο δίκαιο θα είναι εκείνο της χώρας όπου αξιώνεται η προστασία. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα μια αξιέπαινη ισότητα μεταχείρισης μεταξύ των πολιτών από την ΕΕ και αλλοδαπών στην εκάστοτε δικαιοδοσία. Θα είναι δύσκολο να εντοπιστεί περίπτωση όπου πνευματική ιδιοκτησία πολίτη εκτός ΕΕ να έτυχε μικρότερης ή μεγαλύτερης προστασίας σε σχέση με εκείνη πολίτη κράτους μέλους της ΕΕ. Το άρθρο 8 παράγραφος 2, συνεπώς, απλώς διατυπώνει το πασίδηλο.

6.   Εφαρμοστέοι κανόνες στις εξωσυμβατικές ενοχές που απορρέουν από άλλο γεγονός πλην αδικοπραξίας

6.1.

Το δίκαιο για τις αδικοπραξίες όπως εξετάζεται στο Κεφάλαιο ΙΙ, Τμήμα 1 του κανονισμού, αποτελεί τον πυρήνα των εξωσυμβατικών ενοχών· ωστόσο, χρειάζονται επίσης κανόνες για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και τη διοίκηση αλλοτρίων. Τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν και άλλες εξωσυμβατικές ενοχές διαφορετικής εμβέλειας που θα μπορούσαν να ρυθμιστούν με μια γενική ρήτρα όπως ορθά πράττει ο νομοθέτης στο άρθρο 9 παράγαφος 1.

6.2.

Εάν μια εξωσυμβατική ενοχή απορρέει από προϋπάρχουσα σχέση μεταξύ των μερών (όπως μεταξύ άλλων σύμβαση) είναι αυτονόητο ότι εφαρμόζεται το δίκαιο που διέπει την ισχύουσα σχέση (επικουρική σύνδεση). Όσον αφορά τις συμβάσεις για τις οποίες υπάρχει ειδική αναφορά στη ρύθμιση, πρέπει να τηρηθεί η Σύμβαση της Ρώμης, η οποία περιλαμβάνει κανόνα για το πεδίο εφαρμογής. Ωστόσο, το άρθρο 9 παράγαφος 1 διατυπώνεται κατά τρόπο αρκετά ελαστικό ώστε να διασφαλίσει την απρόσκοπτη σύνδεση στον κανόνα της Σύμβασης της Ρώμης χωρίς να δημιουργεί αντιφάσεις. Το περιεχόμενο του κανόνα που διατυπώνεται στο άρθρο 9 παράγαφος 2 αντιστοιχεί σε εκείνο του άρθρου 3 παράγαφος 2 του κανονισμού και αιτιολογείται παρομοίως.

6.3.

Ο κανόνας για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό που ορίζει ότι ισχύει το δίκαιο της χώρας όπου επήλθε ο πλουτισμός (άρθρο 9 παράγαφος 3) συνάδει με τις αρχές που αναγνωρίζονται στα περισσότερα κράτη μέλη. Εάν επήλθε ο πλουτισμός λόγω μίας (ανενεργούς) συμβατικής σχέσης, σύμφωνα με το πνεύμα του άρθρου 9, ισχύει η παράγαφος 1 του ίδιου άρθρου (15). Τούτο θα πρέπει να αναφέρεται σαφέστερα στο κανονιστικό κείμενο προκειμένου να μην αφήνεται καμία αμφιβολία στους λιγότερο ειδικούς χρήστες του δικαίου. Ως παράδειγμα θα μπορούσε να χρησιμεύσει ο κανόνας που ορίζει το άρθρο 38 παράγαφος 1 και 2 του γερμανικού αστικού κώδικα που ακολουθεί την ίδια αρχή. Μετά τις διασαφηνίσεις που έδωσε η εκπρόσωπος της Επιτροπής όσον αφορά τη διάταξη, η σύνδεση αυτή θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή μόνον όταν δεν ισχύει μια επικουρική σύνδεση σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγαφος 1 ή 2. Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι τούτο θα πρέπει να τονισθεί κατά τρόπο πολύ πιο σαφή προκειμένου να αποφευχθούν παρανοήσεις από τον χρήστη του δικαίου.

6.4.

Όσον αφορά τη διοίκηση αλλοτρίων, ο κανονισμός ορίζει ότι εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας όπου στην οποία ο έχει τη συνήθη διαμονή του κύριος της υπόθεσης (με εξαίρεση την ιδιαίτερη περίπτωση του άρθρου 9 παράγραφος 4 εδάφιο 2. Η διάταξη αυτή ευνοεί τον κύριο της υπόθεσης σε περίπτωση σύγκρουσης νόμων. Εάν εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας όπου ο κύριος της υπόθεσης έχει τη συνήθη διαμονή του, τούτος έχει ευνοϊκή μεταχείριση. Ωστόσο, υφίσταται η δυνατότητα —που δεν έχει εξετασθεί από το νομοθέτη— να επιτευχθεί ουδετερότητα από άποψη σύγκρουσης νόμων, με το να ορίζεται ότι εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας στην οποία πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή. Η Επιτροπή καλείται να εξετάσει εάν μια τέτοια λύση θα ήταν πιο κατάλληλη. Σε αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι στο άρθρο 9 παράγραφος 4 εδάφιο 2, ο νομοθέτης έχει ήδη διατυπώσει κανόνα παρόμοιο με τον προτεινόμενο. Μετά τις διασαφηνίσεις που έδωσε η εκπρόσωπος της Επιτροπής όσον αφορά τη διάταξη, η σύνδεση αυτή θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή μόνον όταν δεν ισχύει μια επικουρική σύνδεση σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 ή 2. Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι τούτο θα πρέπει να τονισθεί κατά τρόπο πολύ πιο σαφή προκειμένου να αποφευχθούν παρανοήσεις από τον χρήστη του δικαίου.

6.5.

Η ρήτρα εξαίρεσης που στο άρθρο 9 παράγραφος 5 ορίζει ότι, εάν συντρέχει λόγος, το δίκαιο που εφαρμόζεται είναι εκείνο της χώρας με την οποία υφίστανται στενότεροι δεσμοί, συνάδει με το άρθρο 3 παράγαφος 3 του κανονισμού και αιτιολογείται παρομοίως. Τίθεται ωστόσο το ερώτημα εάν θα μπορούσε να διαμορφωθεί μια γενικότερη αρχή που θα ίσχυε σε όλες τις διατάξεις του κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που περιλαμβάνονται στα άρθρα 4 έως 8 για τα οποία δεν υπάρχει ακόμη καμία πρόβλεψη. Η Επιτροπή καλείται να εξετάσει το ζήτημα και ενδεχομένως να προσθέσει σχετική διάταξη στο Τμήμα 3. Στην περίπτωση αυτή, το άρθρο 3 παράγαφος 3 και το άρθρο 9 παράγαφος 5 θα μπορούσαν να διαγραφούν.

6.6.

Η ΕΟΚΕ θεωρεί περιττό το άρθρο 9 παράγαφος 6 δεδομένου ότι το αποτέλεσμα που επιδιώκει επιτυγχάνεται ήδη από τον ειδικό κανόνα του άρθρου 8. Ωστόσο, η διατήρηση του δεν έχει επιπτώσεις.

7.   Κοινοί κανόνες εφαρμοστέοι στις εξωσυμβατικές ενοχές που απορρέουν από αδικοπραξία και σε εκείνες που απορρέουν από άλλο γεγονός πλην αδικοπραξίας

7.1.

Η ονομασία του Τμήματος 3 του Κεφαλαίου ΙΙ είναι ασκόπως πολύπλοκη δυσχεραίνει την κατανόηση. Η ΕΟΚΕ συνιστά να ακολουθηθεί το παράδειγμα της Σύμβασης της Ρώμης και να προτιμηθεί η ονομασία «Γενικές διατάξεις».

7.2.

Με την παραχώρηση στα μέρη της ελευθερίας επιλογής με σύμβαση μεταγενέστερη της εξωσυμβατικής ενοχής (άρθρο 10), ο κανονισμός ακολουθεί δικαίως μια προοδευτική τάση που διαφαίνεται στο άρθρο 42 του γερμανικού αστικού κώδικα ή στο άρθρο 6 του ολλανδικού διεθνούς ιδιωτικού δικαίου. Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για το γεγονός αυτό. Δεν εκφράζεται καμία αντίρρηση για την επιφύλαξη στο άρθρο 10 παράγαφος 2 και 3, όσον αφορά το μη εφαρμοστέο δίκαιο διότι αποτελεί πάγια τακτική προκειμένου τα μέρη να μην καταστρατηγούν το νόμο, αν και στην πράξη περιπλέκει την εφαρμογή του νόμου.

7.3.

Κατά τον προσδιορισμό του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού στα άρθρα 3 έως 10, ο νομοθέτης βασίζεται στο παράδειγμα του άρθρου 10 της Σύμβασης της Ρώμης, προσαρμόζοντάς το ανάλογα. Η πολύ λεπτομερής παρουσίαση καταδεικνύει τις προσπάθειες της Επιτροπής προκειμένου επιτύχει υψηλό βαθμό ασφάλειας δικαίου.

7.4.

Ωστόσο, η διάταξη του άρθρου 11 δ) του κανονισμού φαίνεται προβληματική λαμβανομένων υπόψη των γενικά αναγνωρισμένων αρχών ότι το δικονομικό δίκαιο υπόκειται στην lex fori· μια αρχή που ο ευρωπαίος νομοθέτης δεν θα πρέπει να θέσει υπό αμφισβήτηση. Στο βαθμό που πρόκειται για δικονομικές πτυχές για την εφαρμογή και την (προληπτική διασφάλιση) των υλικών αξιώσεων, από διαδικαστική άποψη θα πρέπει κατ'αρχήν να ισχύει το δίκαιο του αρμοδίου δικαστηρίου. Το ερώτημα εάν η αξίωση υφίσταται ως τέτοια (υλική), θα πρέπει εξετάζεται σύμφωνα με τα άρθρα 3-10 που αναφέρονται στο συγκεκριμένο δίκαιο. Η αιτιολογική σκέψη αφήνει να διαφανεί ότι τούτο εννοούσε ο νομοθέτης. Στις περιπτώσεις όπου το εφαρμοστέο δικονομικό δίκαιο και οι υλικές αξιώσεις συνδέονται τόσο στενά μεταξύ τους ώστε να μην μπορούν να διαχωριστούν, ενδείκνυται να προβλεφθεί εξαίρεση από την κανόνα της lex fori και να προτιμηθεί η lex causae.

7.5.

Το άρθρο 12 που ρυθμίζει το στρυφνό ζήτημα των κανόνων δημόσιας τάξης (διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, loi de police) βασίζεται στο άρθρο 7 της Σύμβασης της Ρώμης (mutatis mutandis) και συνάδει με τη συνήθη τακτική σε περίπτωση σύγκρουσης νόμων. Η τροποποιημένη σε σχέση με τη Σύμβαση της Ρώμης, διατύπωση του τίτλου οφείλεται στην εξέλιξη από το 1980 της ορολογίας στον τομέα αυτό.

7.6.

Το άρθρο 13 διατυπώνει τις προϋποθέσεις για την υποχρέωση εφαρμογής των κανόνων ασφάλειας και συμπεριφοράς, άποψη κατ'αρχήν αιτιολογημένη. Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι κανονικά, θα πρέπει να εφαρμόζονται οι κανόνες που ισχύουν στον τόπο επέλευσης του γενεσιουργού της ζημίας γεγονότος εφόσον ο δράστης όφειλε να τους τηρεί. Οι διατάξεις του άρθρου 7 της Σύμβασης της Χάγης για το εφαρμοστέο δίκαιο όσον αφορά τα τροχαία ατυχήματα οφείλουν να κατανοούνται με τον τρόπο αυτό (αντίθετα με όσα αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη, σελ. 28) διότι τούτες ισχύουν στον τόπο επέλευσης του ατυχήματος. Κατόπιν σχετικού ερωτήματος, ο εκπρόσωπος της Επιτροπής διευκρίνισε το άρθρο 13 με τον τρόπο αυτό. Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι τούτο δεν γίνεται επαρκώς σαφές σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις. Η ΕΟΚΕ καλεί την Επιτροπή να διασαφηνίσει κατά τρόπο που να μην αφήνει αμφιβολίες ότι σύμφωνα με το άρθρο 13 του κανονισμού, εφαρμοστέοι θα είναι οι κανόνες ασφάλειας και συμπεριφοράς που ισχύουν στον τόπο επέλευσης του γεγονότος.

7.7.

Ο κανόνας σύνδεσης όσον αφορά την ευθεία αγωγή κατά ενός ασφαλιστή για αξίωση αποζημίωσης συνάδει με τη φύση του ζητήματος και αποτελεί την ουσιαστική πτυχή του δικονομικού κανόνα του άρθρου 11 παράγαφος 2 της Σύμβασης για Βρυξελλών.

7.8.

Οι διατάξεις για την υποκατάσταση (άρθρο 15) συμφωνούν με το άρθρο 13 της Σύμβασης της Ρώμης και δεν δημιουργούν κανένα πρόβλημα. Η Επιτροπή οφείλει να προσδώσει ιδιαίτερη προσοχή στο ότι αυτή η συμφωνία πρέπει να διατηρηθεί και κατά την μετατροπή της Σύμβασης της Ρώμης σε ευρωπαϊκό κανονισμό (Κανονισμός Ρώμη Ι). Το ίδιο ισχύει και για το άρθρο 17 (Απόδειξη) το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 14 της Σύμβασης της Ρώμης. Λόγω των διαφορετικών ζητημάτων που εξετάζονται, το άρθρο 16 βασίζεται αμυδρά στο άρθρο 9 παράγαφος 4 της Συνθήκης της Ρώμης και αποτελεί μια επιτυχή προσαρμογή.

8.   Λοιπές και τελικές διατάξεις

8.1.

Τα ζητήματα που εξετάζονται στα Κεφάλαια III και IV του κανονισμού δεν παρουσιάζουν προβλήματα δεδομένου ότι αφορούν τεχνικές λεπτομέρειες που συμφωνούν με τους γενικούς κανόνες σύγκρουσης νόμων και συνεπώς δεν απαιτούν λεπτομερή σχολιασμό. Τούτο ισχύει συγκεκριμένα για το άρθρο 20 (Αποκλεισμός της παραπομπής), το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 15 της Σύμβασης της Ρώμης, το άρθρο 21 (Κράτη χωρίς ενοποιημένο σύστημα δικαίου) το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 21 της Σύμβασης, το άρθρο 22 (Δημόσια τάξη του forum) που αντιστοιχεί στο άρθρο 16 της Σύμβασης και το άρθρο 25 (Σχέση με τις ισχύουσες διεθνείς συμβάσεις) που αντιστοιχεί στο άρθρο 21.

8.2.

Για το συγκεκριμένο κανονισμό, το άρθρο 18 εξομοιώνει με επικράτεια, ορισμένες ζώνες που δεν υπάγονται στην εδαφική κυριαρχία ενός κράτους. Με τον τρόπο αυτό, αποφεύγονται τα ανεπιθύμητα νομικά κενά και οι συμπτωματικές συνδέσεις στο πλαίσιο της σύγκρουσης νόμων. Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για το γεγονός αυτό.

8.3.

Η συνήθης διαμονή ενός ατόμου διαδραματίζει καίριο ρόλο στο σημερινό διεθνές ιδιωτικό δίκαιο και κατά συνέπεια στον κανονισμό κατά τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου. Αν και ο προσδιορισμός της συνήθους διαμονής των φυσικών προσώπων δεν θέτει κανένα πρόβλημα, μπορεί να υπάρξουν αμφιβολίες για τα νομικά πρόσωπα. Ο κανονισμός ορθά παραμερίζει το πρόβλημα διότι επιλέγει ορθά το κριτήριο της κύριας εγκατάστασης. Η μεταφορά του άρθρου 60 της Σύμβασης των Βρυξελλών δεν θα ήταν ενδεδειγμένη διότι τούτη ορίζει γενικά την κατοικία και όχι τη συνήθη διαμονή και η λύση με τις τρεις επιλογές θα οδηγούσε σε πολύ μικρότερη ασφάλεια δικαίου.

8.4.

Ο νομοθέτης περιέλαβε το άρθρο 24 στο κείμενο του κανονισμού μόνον μετά από τις σχετικές προτάσεις που διατυπώθηκαν κατά την ακρόαση του Ιανουαρίου 2003. Βασίζεται στο παράδειγμα του άρθρου 40 παράγαφος 3 του γερμανικού αστικού κώδικα που επιδιώκει να εμποδίζει την μέσω του ουσιαστικού δικαίου προβολή αξιώσεων που κατά γενική άποψη στην Κοινότητα κρίνονται καταχρηστικές και, κατά συνέπεια, να αποφευχθούν διαμάχες και συζητήσεις για το εάν οι αξιώσεις αντιβαίνουν προς τη δημόσια τάξη (ordre public). Η ΕΟΚΕ εκφράζει σαφώς την ικανοποίησή της για την άποψη που υιοθετεί ο νομοθέτης. Ωστόσο, παραμένει το ερώτημα ότι ο δικαιούχος αποζημίωσης θα ζημιωνόταν εάν δεν ετύγχανε αντισταθμιστικής αποζημίωσης (για ορθούς από νομική άποψη λόγους) διότι μια αλλοδαπή ρύθμιση προβλέπει την κατάλληλη αποζημίωση από την άποψη των κρατών μελών αλλά και μη αποδεκτές αποζημιώσεις (ποινικού ή παραδειγματικού χαρακτήρα). Η ΕΟΚΕ εκφράζει το φόβο ότι η εν λόγω διατύπωση του άρθρου 24 μπορεί να οδηγήσει σε πλήρη απόρριψη των αξιώσεων. Συνεπώς, προτείνει να διατυπωθεί το άρθρο ως εξής:

«Η εφαρμογή διάταξης του εφαρμοστέου δυνάμει του παρόντος κανονισμού δικαίου δεν αιτιολογεί σε καμία περίπτωση οποιαδήποτε αξίωση παροχής που να εξυπηρετεί εμφανώς άλλους σκοπούς από την κατάλληλη αποζημίωση του ζημιωθέντος.»

8.5.

Ο κανονισμός περιλαμβάνει στο άρθρο 25 επιφύλαξη σχετικά με τις διεθνείς συμβάσεις στις οποίες ορισμένα κράτη να είναι συμβαλλόμενα μέρη, παραχωρώντας τους προτεραιότητα σε περίπτωση σύγκρουσης νόμων στον τομέα των εξωσυμβατικών ενοχών. Η διάταξη αντιστοιχεί σε γενικές γραμμές στο άρθρο 21 της Σύμβασης της Ρώμης αλλά σε αντίθεση με αυτήν, δεν προβλέπει εξαίρεση για τη σύναψη μελλοντικών συμβατικών υποχρεώσεων που αποκλίνουν από το κοινοτικό δίκαιο. Η διαφορά αυτή εξηγείται από τον νομικά δεσμευτικό για τον εθνικό νομοθέτη χαρακτήρα του κανονισμού και την ανάγκη αποφυγής στο μέλλον ενός πρόσθετου κατακερματισμού του κοινοτικού δικαίου. Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για την επιφύλαξη που επιτρέπει στα κράτη μέλη να τηρούν και στο μέλλον τις συμβατικές υποχρεώσεις που συνήψαν στο παρελθόν και να διατηρήσουν τη συμμετοχή τους σε σημαντικές συμβάσεις διεθνούς ισχύος. Η ΕΟΚΕ υπενθυμίζει για παράδειγμα τη Σύμβαση της Βέρνης για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων της 9ης Σεπτεμβρίου 1896, την Συμφωνία για τις πτυχές των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας που αφορούν το εμπόριο (TRIPS), τη Διεθνή σύμβαση της 23ης Σεπτεμβρίου 1910 για την εναρμόνιση ορισμένων κανόνων στον τομέα της επιθαλάσσιας αρωγής και διάσωσης σε κατάσταση ανάγκης στη θάλασσα και τη Διεθνή συμφωνία για τον περιορισμό της ευθύνης των πλοιοκτητών.

9.   Συμπέρασμα

Η ΕΟΚΕ καλεί την Επιτροπή, αφού προβεί στις τροποποιήσεις, να ολοκληρώσει όσο το δυνατόν ταχύτερα τις εργασίες για τον κανονισμό προκειμένου τούτος να τεθεί σε ισχύ. Η Επιτροπή θα πρέπει να προβεί στις κάτωθι ενέργειες:

να διασαφηνίσει τη σχέση μεταξύ του άρθρου 5 του κανονισμού και του άρθρου 4 παράγραφος 1 της οδηγίας για τον αθέμιτο ανταγωνισμό και να προσαρμόσει κατάλληλα την αιτιολογική σκέψη·

να εξετάσει εάν είναι πραγματικά κατάλληλη η παραχώρηση της δυνατότητας επιλογής του δικαίου από τον ζημιωθέντα στο ζήτημα της προσβολής του περιβάλλοντος (Άρθρο 7)·

να διασαφηνίσει καλύτερα τη σχέση μεταξύ του άρθρου 9 παράγραφοι 3 και 4 με το άρθρο 9 παράγραφοι 1 και 2·

να εξετάσει εάν είναι σκόπιμο να προβλεφθεί στο άρθρο 9 παράγραφος 4 ότι το εφαρμοστέο δίκαιο είναι εκείνο του τόπου όπου πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή·

να εξετάσει εάν το άρθρο 9 παράγραφος 5 μπορεί να αναχθεί σε γενική αρχή και να ενσωματωθεί στο Τμήμα 3·

να τροποποιήσει τον τίτλο του Τμήματος 3 σε «Γενικές διατάξεις»·

να διασαφηνίσει στο άρθρο 13 του κανονισμού ότι εφαρμοστέοι θα είναι οι κανόνες ασφάλειας και συμπεριφοράς που ισχύουν στον τόπο επέλευσης του γεγονότος·

να τροποποιήσει το άρθρο 24 ως εξής:

«Η εφαρμογή διάταξης του εφαρμοστέου δυνάμει του παρόντος κανονισμού δικαίου δεν αιτιολογεί σε καμία περίπτωση οποιαδήποτε αξίωση παροχής που να εξυπηρετεί εμφανώς άλλους σκοπούς από την κατάλληλη αποζημίωση του ζημιωθέντος.»

Βρυξέλλες, 2 Ιουνίου 2004.

Ο Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Roger BRIESCH


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ΕΕ L 12 της 16.1.2001, σ. 1.

(2)  Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για τη θέσπιση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για μη αμφισβητούμενες υποχρεώσεις, έγγραφο COM (2002) 159 τελικό της 18.4.2002.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, ΕΕ L 160 της 30.6.2000, σ. 37.

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1206/2001 του Συμβουλίου της 28ης Μαΐου 2001 για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, ΕΕ L 174 της 27.6.2001, σ. 1.

(5)  Σύσταση της Επιτροπής της 30ής Μαρτίου 1998 σχετικά με τις αρχές που διέπουν τα αρμόδια όργανα για την εξώδικη επίλυση των διαφορών (98/257/EΚ), ΕΕ L 115 της 17.4.1998, σ. 31.

(6)  Απόφαση του Συμβουλίου της 28ης Μαΐου 2001 σχετικά με τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου για αστικές και εμπορικές υποθέσεις (2001/470/EΚ), ΕΕ L 174 της 27.6.2001, σ. 25.

(7)  Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με το ευρωπαϊκό δίκαιο των συμβάσεων (2001/C 255/01), ΕΕ C 255 της 13.9.2001, σ. 1.

(8)  ΕΕ L 61 της 10.3.1990, σ. 14.

(9)  ΕΕ L 95 της 21.4.1993, σ. 29.

(10)  Πράσινη Βίβλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τη μετατροπή σε κοινοτική πράξη και τον εκσυγχρονισμό της Σύμβασης της Ρώμης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (COM (2002) 654 τελικό).

(11)  Η Σύμβαση της Γενεύης της 7ης Ιουνίου 1930, θεσπίζει ενοποιημένη νομοθεσία για συναλλαγματικές πληρωμές και γραμμάτια, η Σύμβαση της Γενεύης της 19ης Μαρτίου 1931 καθώς και η Σύμβαση των Παρισίων της 29ης Ιουλίου 1960 και πληθώρα συμπληρωματικών προς αυτές συμβάσεις.

(12)  Σε αντίθεση με το άρθρο 40 παράγραφος 1 του γερμανικού αστικού κώδικα που ισχύει από το 1999 και ορίζει ως αποφασιστικό κριτήριο τον τόπο επέλευσης της ζημίας·

(13)  Ενδεχομένως μάλιστα τούτος να γνωρίζει την εθνική νομοθεσία, να μην χρειάζεται να ασχοληθεί με τις υπόλοιπες έννομες τάξεις και πιθανώς επωφεληθεί από το χαμηλότερο μερίδιο ευθύνης για επικίνδυνες πράξεις.

(14)  Πρόταση Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση των οδηγιών 84/450/ΕΟΚ, 97/7/ΕΚ και 98/27/ΕΚ Έγγραφο COM (2003) 356 της 18.6.2003.

(15)  Η αιτιολογική έκθεση πραγματοποιεί σύντομη και έμμεση σχετική αναφορά (σελ. 24).


Top