Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32000Y0311(03)

    Ανακοίνωση της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων

    ΕΕ C 71 της 11.3.2000, p. 14–18 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

    Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO, HR)

    32000Y0311(03)

    Ανακοίνωση της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 071 της 11/03/2000 σ. 0014 - 0018


    Ανακοίνωση της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων

    (2000/C 71/07)

    1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

    1.1. Στην παρούσα ανακοίνωση παρουσιάζεται η προσέγγιση της Επιτροπής όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται με τη μορφή εγγυήσεων. Οι εγγυήσεις συνδέονται συνήθως με δάνειο ή άλλη οικονομική υποχρέωση που αποτελούν αντικείμενο σύμβασης η οποία συνάπτεται μεταξύ ενός δανειζόμενου και ενός δανειστή. Το παρόν έγγραφο καλύπτει πάντως όλες τις μορφές εγγυήσεων, ανεξάρτητα από τη νομική τους βάση και τη συναλλαγή την οποία αφορούν. Οι εγγυήσεις μπορεί να παρέχονται σε μεμονωμένη βάση ή στο πλαίσιο καθεστώτων εγγυήσεων. Αν υπάρχει ενίσχυση, στις περισσότερες περιπτώσεις αυτή χορηγείται στο δανειζόμενο. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι επίσης δυνατό να χορηγείται ενίσχυση και στο δανειστή.

    1.2. Η παρούσα ανακοίνωση εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του άρθρου 295 και κατά συνέπεια δεν επηρεάζει τις εθνικές διατάξεις των κρατών μελών που διέπουν το καθεστώς ιδιοκτησίας των επιχειρήσεων. Η Επιτροπή αντιμετωπίζει στο θέμα αυτό με τον ίδιο τρόπο τις δημόσιες και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Η παρούσα ανακοίνωση δεν εφαρμόζεται στις εγγυήσεις εξαγωγικών πιστώσεων.

    1.3. Το 1989, η Επιτροπή απηύθυνε δύο επιστολές για τις κρατικές εγγυήσεις στα κράτη μέλη. Στην πρώτη επιστολή [1], η Επιτροπή επισήμανε ότι θεωρεί πως όλες οι εγγυήσεις που παρέχονται από το κράτος εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 παράγραφος 1. Συνεπώς, σύμφωνα με την επιστολή αυτή, τα κράτη μέλη πρέπει να κοινοποιούν έγκαιρα στην Επιτροπή την πρόθεσή τους να χορηγήσουν ή να τροποποιήσουν τέτοιες εγγυήσεις, έτσι ώστε να έχει τη δυνατότητα να υποβάλει της παρατηρήσεις της. Στην δεύτερη επιστολή [2], η Επιτροπή κατέστησε σαφές ότι είχε την πρόθεση να εξετάζει τα θεσπιζόμενα καθεστώτα εγγυήσεων, και ότι δεν απαιτείτο η κοινοποίηση των μεμονωμένων εγγυήσεων που παρέχονται στο πλαίσιο ενός εγκεκριμένου καθεστώτος. Το 1993, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση [3] στην οποία εξετάζεται επίσης το θέμα των εγγυήσεων.

    1.4. Βάσει της πείρας που αποκτήθηκε εν τω μεταξύ, θεωρείται σκόπιμη η αναθεώρηση της πολιτικής της Επιτροπής στον τομέα αυτό. Η παρούσα ανακοίνωση αντικαθιστά τις δύο επιστολές της Επιτροπής του 1989 και την παράγραφο 38 της ανακοίνωσης της Επιτροπής του 1993. Σκοπός της είναι να δώσει στα κράτη μέλη λεπτομερέστερες εξηγήσεις για τις αρχές στις οποίες προτίθεται να βασίζει την ερμηνεία των άρθρων 87 και 88 από την Επιτροπή και η εφαρμογή τους στις κρατικές εγγυήσεις. Με τον τρόπο αυτό, η Επιτροπή σκοπεύει να προσδώσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διαφάνεια στην πολιτική της στον τομέα αυτό, πράγμα που θα καταστήσει τις αποφάσεις της προβλέψιμες και θα εξασφαλίσει ισότιμη μεταχείριση.

    2. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 87 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

    2.1. Ενίσχυση στον δανειζόμενο

    2.1.1. Συνήθως, δικαιούχος της ενίσχυσης είναι ο δανειζόμενος. Η κρατική εγγύηση παρέχει τη δυνατότητα στον δανειζόμενο να εξασφαλίσει ευνοϊκότερους όρους χρηματοδότησης για ένα δάνειο από αυτούς που συνήθως ισχύουν στις κεφαλαιαγορές. Κατά κανόνα, χάρη στην κρατική εγγύηση, ο δανειζόμενος μπορεί να εξασφαλίσει χαμηλότερα επιτόκια ή να προσφέρει λιγότερες ασφάλειες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο δανειζόμενος δεν θα μπορούσε, χωρίς την κρατική εγγύηση, να εξεύρει κάποιο χρηματοδοτικό οργανισμό διατεθειμένο να του χορηγήσει δάνειο με οποιουσδήποτε όρους. Κατ' αυτόν τον τρόπο, οι κρατικές εγγυήσεις μπορεί να παρέχουν τη δυνατότητα σε ορισμένες επιχειρήσεις να εξασφαλίσουν πόρους έτσι ώστε να ασκήσουν νέες δραστηριότητες ή απλώς να παραμείνουν σε λειτουργία αντί να παύσουν τις δραστηριότητές τους ή να αναδιαρθρωθούν, προκαλώντας έτσι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Για τον λόγο αυτό, οι κρατικές εγγυήσεις εμπίπτουν εν γένει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 παράγραφος 1, εφόσον επηρεάζονται οι συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών και δεν καταβάλλεται το ασφάλιστρο που προβλέπεται στην αγορά.

    2.1.2. Το πλεονέκτημα της κρατκής εγγύησης είναι ότι ο σχετικός κίνδυνος αναλαμβάνεται από το κράτος. Κανονικά, για την ανάληψη αυτού του κινδύνου από το κράτος θα έπρεπε να προβλέπεται η καταβολή ενός ενδεδειγμένου ασφαλίστρου. Όταν το κράτος δεν απαιτεί την καταβολή αυτού του ασφαλίστρου, τότε όχι μόνο χορηγείται ένα πλεονέκτημα στην επιχείρηση, αλλά δαπανώνται και κρατικοί πόροι. Έτσι, ακόμη και αν το κράτος δεν χρειαστεί ποτέ να προβεί σε πληρωμές στο πλαίσιο της εγγύησης, μπορεί εντούτοις να υπάρχει κρατική ενίσχυση βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 1. Η ενίσχυση χορηγείται όταν παρέχεται η εγγύηση, και όχι όταν η εγγύηση καταπίπτει ή όταν πραγματοποιούνται οι πληρωμές σύμφωνα με τους όρους της εγγύησης. Η εκτίμηση του κατά πόσο μία εγγύηση συνιστά κρατική ενίσχυση, και, αν ναι, ο προσδιορισμός του ποσού της κρατικής ενίσχυσης, πρέπει να πραγματοποιείται κατά τη στιγμή που παρέχεται η εγγύηση.

    2.1.3. Η Επιτροπή θεωρεί επίσης ως ενίσχυση με τη μορφή εγγύησης τους ευνοϊκότερους όρους χρηματοδότησης που εξασφαλίζουν επιχειρήσεις των οποίων το νομικό καθεστώς αποκλείει την πτώχευση ή άλλες διαδικασίες αφερεγγυότητας ή προβλέπει ρητώς την παροχή κρατικής εγγύησης ή την κάλυψη ζημιών από το κράτος. Το ίδιο ισχύει και όταν το κράτος αποκτά συμμετοχή σε επιχείρηση, εφόσον αναλαμβάνει απεριόριστη ευθύνη αντί να φέρει την κανονική περιορισμένη ευθύνη [4].

    2.1.4. Το άρθρο 87 παράγραφος 1 καλύπτει τις ενισχύσεις που χορηγούνται από τα κράτη μέλη ή με κρατικούς πόρους. Συνεπώς, όπως και για άλλες μορφές δυνητικών εγγυήσεων, οι εγγυήσεις που παρέχονται άμεσα από το κράτος, δηλαδή μέσω των κεντρικών, περιφερειακών ή τοπικών αρχών, καθώς και οι εγγυήσεις που παρέχονται από επιχειρήσεις στις οποίες οι δημόσιες αρχές ασκούν δεσπόζουσα επιρροή, μπορεί να συνιστούν κρατική ενίσχυση.

    2.2. Ενίσχυση στο δανειστή

    2.2.1. Ακόμα και εάν συνήθως ο δικαιούχος της ενίσχυσης είναι ο δανειζόμενος, δεν αποκλείεται υπό ορισμένες συνθήκες να επωφελείται από την ενίσχυση και ο δανειστής. Σε τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή θα αντιμετωπίσει βεβαίως το θέμα αναλόγως.

    2.2.2. Ειδικότερα, για παράδειγμα, σε περίπτωση που μία κρατική εγγύηση παρέχεται εκ των υστέρων για δάνειο ή άλλη οικονομική υποχρέωση που έχει ήδη συμφωνηθεί, χωρίς να προσαρμοστούν οι όροι της υποχρέωσης αυτής, ή που ένα εγγυημένο δάνειο χρησιμοποιηθεί για την αποπληρωμή άλλου, μη εγγυημένου δανείου, στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα, μπορεί να υπάρχει ενίσχυση και προς το δανειστή, καθόσον εξασφαλίζεται περισσότερο το δάνειο. Μία τέτοια ενίσχυση θα μπορούσε να ευνοήσει το δανειστή και να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό, και εμπίπτει γενικά στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 παράγραφος 1 εάν επηρεάζονται οι συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

    3. ΠΟΣΟ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

    3.1. Στην περίπτωση μεμονωμένης κρατικής εγγύησης, το στοιχείο ενίσχυσης πρέπει να εκτιμηθεί σε σχέση με τις λεπτομέρειες εφαρμογής της εγγύησης και του δανείου (ή άλλης οικονομικής υποχρέωσης). Στους παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη συγκαταλέγονται ιδίως η διάρκεια και το ποσό της εγγύησης και του δανείου, ο κίνδυνος μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων από τον δανειζόμενο, το τίμημα που καταβάλλεται από τον δανειζόμενο για την εγγύηση, η φύση των παρεχομένων ασφαλειών, οι λεπτομέρειες σχετικά με τον τρόπο και το χρονικό διάστημα εντός του οποίου το κράτος θα μπορούσε ενδεχομένως να κληθεί να καταβάλει την οφειλή και τα μέσα που θα χρησιμοποιήσει το κράτος (π.χ. κηρύσσοντας την επιχείρηση σε πτώχευση) για την ανάκτηση ποσών που οφείλονται από τον δανειζόμενο αφ' ης στιγμής καταπέσει η εγγύηση.

    3.2. Για εγγυήσεις δανείων, το ισοδύναμο επιχορήγησης για δεδομένο έτος μπορεί είτε:

    - να υπολογιστεί με τον ίδιο τρόπο όπως το ισοδύναμο επιχορήγησης ενός δανείου με ευνοϊκούς όρους, όπου η επιδότηση επιτοκίου αντιπροσωπεύει τη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου της αγοράς και του επιτοκίου που λήφθηκε χάρη στην κρατική εγγύηση, αφού αφαιρεθούν τα καταβληθέντα ασφάλιστρα, ή

    - να ληφθεί ως η διαφορά μεταξύ α) του οφειλόμενου ποσού για το οποίο παρέχεται εγγύηση, πολλαπλασιαζόμενου επί το συντελεστή κινδύνου (πιθανότητα μη εκπλήρωσης της υποχρέωσης) και β) όλων των καταβληθέντων ασφαλίστρων, δηλαδή: (ποσό καλυπτόμενο από την εγγύηση × κίνδυνος) - ασφάλιστρα, ή

    - να υπολογιστεί με οποιαδήποτε άλλη αντικειμενικά αιτιολογημένη και γενικά αποδεκτή μέθοδο.

    Για τις μεμονωμένες εγγυήσεις, θα πρέπει καταρχήν να χρησιμοποιείται κανονικά η πρώτη μέθοδος υπολογισμού, ενώ για τα καθεστώτα εγγυήσεων η δεύτερη.

    Ο συντελεστής κινδύνου θα πρέπει να αντανακλά την αποκτηθείσα πείρα περιπτώσεων μη εξόφλησης δανείων που έχουν χορηγηθεί υπό παρόμοιες συνθήκες (τομέας, μέγεθος της επιχείρησης, επίπεδο της γενικής οικονομικής δραστηριότητας). Τα ετήσια ισοδύναμα επιχορήγησης θα πρέπει να ανάγονται στην παρούσα αξία τους με τη χρησιμοποίηση του επιτοκίου αναφοράς, και εν συνεχεία να προστίθενται για να ληφθεί το συνολικό ισοδύναμο επιχορήγησης.

    Στην περίπτωση στην οποία, κατά τον χρόνο χορήγησης του δανείου, υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες ότι ο οφειλέτης δεν θα είναι σε θέση να εκπληρώσει την υποχρέωσή του, η αξία της εγγύησης μπορεί να φθάνει μέχρι και το ποσό που καλύπτει η εν λόγω εγγύηση.

    3.3. Εάν μία οικονομική υποχρέωση καλύπτεται πλήρως από κρατική εγγύηση, ο δανειστής δεν έχει τα αναγκαία κίνητρα να προβεί σε ορθή αξιολόγηση, εξασφάλιση και ελαχιστοποίηση του κινδύνου που συνδέεται με την πράξη δανειοδότησης, και ιδίως να αξιολογήσει ορθά την αξιοπιστία του δανειζόμενου, Αυτή η αξιολόγηση του κινδύνου δεν αναλαμβάνεται εν γένει από τον εγγυητή, λόγω έλλειψης μέσων. Η εν λόγω απουσία κινήτρων για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου μη αποπληρωμής του δανείου είναι πιθανό να ενθαρρύνει δανειστές να συνάπτουν δάνεια με μεγαλύτερο κίνδυνο από το συνήθη εμπορικό κίνδυνο και να οδηγήσει σε αύξηση των εγγυήσεων υψηλότερου κινδύνου στο χαρτοφυλάκιο του κράτους.

    3.4. Η Επιτροπή θεωρεί ότι ένα ποσοστό ύψους τουλάχιστον 20 % που δεν πρέπει να καλύπτεται από κρατική εγγύηση αποτελεί κατάλληλο όριο, έτσι ώστε ο δανειστής να έχει το κίνητρο να εκτιμήσει ορθά την αξιοπιστία του δανειζόμενου [5], να προβεί σε κατάλληλη εξασφάλιση των δανείων που χορηγεί και να ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο που συνδέεται με την πράξη [6]. Συνεπώς, η Επιτροπή θα εξετάζει με αυστηρά κριτήρια τις εγγυήσεις που καλύπτουν το σύνολο (ή σχεδόν το σύνολο) μιας συναλλαγής.

    3.5. Σε περίπτωση καθεστώτων κρατικών εγγυήσεων, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των μεμονωμένων περιπτώσεων μπορεί να μην είναι γνωστά κατά το χρόνο αξιολόγησης του καθεστώτος. Στις περιπτώσεις αυτές, το στοιχείο ενίσχυσης πρέπει να αξιολογηθεί με βάση τις διατάξεις του καθεστώτος όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το μέγιστο ποσό και τη διάρκεια των δανείων, την κατηγορία της επιχείρησης και τη μορφή του επιλέξιμου σχεδίου, τις ασφάλειες που απαιτούνται από τους δανειζόμενους, το ασφάλιστρο που πρέπει να καταβληθεί και τα επιτόκια που χορηγούνται σε αυτούς.

    4. ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΥΣΙΑ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

    4.1. Μία μεμονωμένη εγγύηση ή ένα καθεστώς εγγυήσεων που έχει θεσπίσει το κράτος δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 παράγραφος 1 όταν δεν υπάρχει ενίσχυση που να ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις ή την παραγωγή ορισμένων προϊόντων. Σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν απαιτείται κοινοποίηση από το κράτος μέλος. Επίσης, μια εγγύηση δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση βάσεισ του άρθρου 87 παράγραφος 1 όταν το μέτρο δεν επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

    4.2. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η πλήρωση όλων των ακόλουθων προϋποθέσεων διασφαλίζει ότι μεμονωμένη κρατική εγγύηση δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1:

    α) ο δανειζόμενος δεν αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες·

    β) ο δανειζόμενος θα μπορούσε καταρχήν να λάβει δάνειο από τις κεφαλαιαγορές χωρίς οποιαδήποτε παρέμβαση του κράτους·

    γ) η εγγύηση συνδέεται με συγκεκριμένη οικονομική συναλλαγή, αφορά καθορισμένο μέγιστο ποσό, δεν καλύπτει ποσοστό μεγαλύτερο του 80 % του οφειλόμενου δανείου ή άλλης οικονομικής υποχρέωσης (εκτός από ομόλογα και παρόμοια μέσα) και δεν είναι ανοικτού τύπου·

    δ) ο δανειζόμενος καταβάλλει το τίμημα που προβλέπει η αγορά για την εγγύηση (που αντανακλά, μεταξύ άλλων, το ποσό και τη διάρκεια της εγγύησης, τις ασφάλειες που παρέχει ο δανειζόμενος, τη χρηματοοικονομική κατάσταση του δανειζόμενου, τον τομέα δραστηριότητας και τις προοπτικές, τους τόκους υπερημερίας και άλλους οικονομικούς όρους).

    4.3. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η πλήρωση όλων των ακόλουθων προϋποθέσεων εξασφαλίζει ότι ένα καθεστώς κρατικών εγγυήσεων δεν συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1:

    α) το καθεστώς δεν επιτρέπει τη χορήγηση εγγυήσεων σε δανειζόμενους οι οποίοι αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες·

    β) οι δανειζόμενοι θα ήταν καταρχήν σε θέση να λάβουν δάνειο από τις κεφαλαιαγορές χωρίς οποιαδήποτε παρέμβαση του κράτους·

    γ) οι εγγυήσεις συνδέονται με συγκεκριμένη οικονομική πράξη, αφορούν καθορισμένο ανώτατο ποσό, δεν καλύπτουν ποσοστό υψηλότερο από το 80 % κάθε οφειλόμενου δανείου ή άλλης οικονομικής υποχρέωσης και δεν είναι ανοικτού τύπου·

    δ) οι όροι του καθεστώτος στηρίζονται σε ρεαλιστική εκτίμηση του κινδύνου, έτσι ώστε τα ασφάλιστρα που καταβάλλουν οι δικαιούχοι να επιτρέπουν, κατά πάσα πιθανότητα, την αυτοχρηματοδότησή του·

    ε) το καθεστώς καθορίζει τους όρους με τους οποίους παρέχονται οι μελλοντικές εγγυήσεις και προβλέπει την επανεξέταση της συνολικής χρηματοδότησης του καθεστώτος τουλάχιστον μία φορά το χρόνο·

    στ) τα ασφάλιστρα καλύπτουν τόσο τους συνήθεις κινδύνους που συνδέονται με την παροχή της εγγύησης όσο και τις διοικητικές δαπάνες του καθεστώτος, καθώς και μία κανονική απόδοση του κεφαλαίου στις περιπτώσεις που το κράτος παρέχει το αρχικό κεφάλαιο για την έναρξη λειτουργίας του καθεστώτος.

    4.4. Η μην συμμόρφωση με κάποια από τις ανωτέρω προϋποθέσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 4.2. και 4.3. δεν σημαίνει ότι μία εγγύηση ή ένα καθεστώς εγγυήσεων θεωρείται αυτομάτως κρατική ενίσχυση. Εάν υπάρχουν αμφιβολίες για το κατά πόσο μία σχεδιαζόμενη εγγύηση ή καθεστώς εγγυήσεων συνιστά όντως ενίσχυση, η εν λόγω εγγύηση ή το καθεστώς πρέπει να κοινοποιείται.

    4.5. Σε ορισμένες περιπτώσεις γίνεται χρήση κρατικών εγγυήσεων με σκοπό να δοθεί η δυνατότητα σε επιχειρήσεις, ιδίως ΜΜΕ, να λάβουν δάνεια που δεν μπορούν να χορηγηθούν από την αγορά. Αυτό συμβαίνει όταν οι επιχειρήσεις βρίσκονται στη φάσση εκκίνησης, αναπτύσσονται με ταχύ ρυθμό ή είναι πολύ μικρές και συνεπώς δεν είναι σε θέση να παράσχουν τις αναγκαίες ασφάλειες για την εξασφάλιση του δανείου ή να λάβουν εγγύηση. Μπορεί να εμπίπτουν στην κατηγορία των επιχειρήσεων υψηλού κινδύνου (που αναμένεται να φθάσουν σε κερδοφορία μόνο σε μακροπρόθεσμη βάση ή/και να υπάρχει ιδιαίτερα μεγάλη πιθανότητα αποτυχίας). Αυτό μπορεί να συμβαίνει για παράδειγμα σε σχέδια που αφορούν νέα, καινοτόμα προϊόντα ή διεργασίες. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι περιστάσεις αυτές δεν εξαιρούν εν γένει τις κρατικές εγγυήσεις από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 παράγραφος 1. Συνεπώς, οι κρατικές εγγυήσεις που παρέχονται κάτω από τέτοιες συνθήκες πρέπει να κοινοποιούνται έγκαιρα στην Επιτροπή, κατά τον ίδιο τρόπο όπως και οι κρατικές εγγυήσεις που παρέχονται σε άλλες περιπτώσεις.

    5. ΣΥΜΒΙΒΑΣΙΜΟ ΤΩΝ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ ΥΠΟ ΜΟΡΦΗ ΕΓΓΥΗΣΕΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΑΓΟΡΑ

    5.1. Οι κρατικές εγγυήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 παράγραφος 1 πρέπει να εξετάζονται από την Επιτροπή προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον συμβιβάζονται με την κοινή αγορά. Πριν από την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου χαρακτήρα, πρέπει να προσδιοριστεί ο διακιούχος της ενίσχυσης. Όπως αναφέρθηκε στο σημείο 2, αυτός μπορεί να είναι ο δανειζόμενος, ο δανειστής ή και οι δύο.

    5.2. Στις περισσότερες περιπτώσεις η εγγύηση περιλαμβάνει ενίσχυση στον δανειζόμενο (σημείο 2.1). Το κατά πόσον η ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά θα εξεταστεί από την Επιτροπή βάσει των ιδίων κανόνων με αυτούς που εφαρμόζονται σε άλλες μορφές ενισχύσεων. Τα συγκεκριμένα κριτήρια για την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου χαρακτήρα αποσαφηνίστηκαν και απαριθμούνται στα πλαίσια και τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής σχετικά με τις οριζόντιες, τις περιφερειακές και τις τομεακές ενισχύσεις [7]. Κατά την εξέταση λαμβάνονται υπόψη, ιδιαίτερα, η ένταση της ενίσχυσης, τα χαρακτηριστικά των δικαιούχων και οι επιδιωκόμενοι στόχοι.

    5.3. Η Επιτροπή θα δέχεται εγγυήσεις μόνον εφόσον η ενεργοποίησή τους συνδέεται συμβατικά με ειδικούς όρους οι οποίοι φθάνουν μέχρι την υποχρεωτική κήρυξη πτώχευσης της δικαιούχου επιχείρησης ή οποιαδήποτε παρόμοια διαδικασία,. Οι όροι αυτοί πρέπει να συμφωνηθούν κατά την προκαταρκτική εξέταση της προτεινόμενης εγγύησης από την Επιτροπή στο πλαίσιο των κανονικών διαδικασιών του άρθρου 88 παράγραφος 3, κατά το στάδιο της χορήγησης. Σε περίπτωση που κάποιο κράτος μέλος θελήσει να ενεργοποιήσει την εγγύηση κάτω από διαφορετικούς όρους από εκείνους που είχαν αρχικά συμφωνηθεί κατά το στάδιο της χορήγησης, η Επιτροπή θα θεωρήσει ότι η ενεργοποίηση της εγγύησης δημιουργεί νέα ενίσχυση η οποία πρέπει να κοινοποιηθεί βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 3.

    5.4. Εάν η εγγύηση περιλαμβάνει ενίσχυση στο δανειστή (σημείο 2.2), πρέπει να δοθεί προσοχή στο γεγονός ότι μια τέτοια ενίσχυση μπορεί, καταρχήν, να αποτελέσει ενίσχυση λειτουργίας.

    6. ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 88 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

    6.1. Εάν τα κράτη μέλη δεν τηρούν την υποχρέωση προηγούμενης κοινοποίησης και αναστολής της χορήγησης της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 88 παράγραφος 3, το στοιχείο της εγγύησης που συνιστά ενίσχυση θα θεωρείται ως παράνομο σύμφωνα με το άρθρο 1 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ [8]. Όσον αφορά τις επιπτώσεις από την παράβαση του τρίτου εδαφίου του άρθρου 88 παράγραφος 3, διακρίνονται οι εξής περιπτώσεις, ανάλογα με τη θέση του δικαιούχου και εκείνη των δανειστών που δεν είναι δικαιούχοι.

    6.2. Αρχικά, εάν μια ενίσχυση έχει χορηγηθεί παρανόμως, οι δικαιούχοι της ενίσχυσης που περιέχονται στην εγγύηση διατρέχουν κίνδυνο. Η Επιτροπή μπορεί να λάβει προσωρινά μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, σε αναμονή του αποτελέσματος της εξέτασης του συμβιβάσιμου της ενίσχυσης. Εάν, μετά την εξέταση αυτή, η Επιτροπή καταλήξει ότι η κρατική ενίσχυση δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, η ενίσχυση θα αναζητηθεί από τον δικαιούχο σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, ακόμα και εάν αυτό συνεπάγεται πτώχευση της επιχείρησης.

    6.3. Επιπλέον, οι δικαιούχοι της ενίσχυσης διατρέχουν κίνδυνο σε εθνικό επίπεδο λόγω του άμεσου αποτελέσματος του τρίτου εδαφίου του άρθρου 88 παράγραφος 3. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει επανειλημμένα αποφανθεί ότι αποτελεί καθήκον των εθνικών δικαστηρίων η διαφύλαξη των δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων τρίτων, όπως είναι οι ανταγωνιστές των επιχειρήσεων οι οποίες έχουν λάβει την παράνομη ενίσχυση, έναντι των παραβιάσεων του τρίτου εδαφίου του άρθρου 88 παράγραφος 3. Τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να εξάγουν τα αναγκαία συμπεράσματα από τις παράνομες ενισχύσεις οι οποίες χορηγούνται κατά παράβαση των διαδικαστικών κανόνων της συνθήκης. Εάν κάποιο εθνικό δικαστήριο κληθεί να διατάξει την ανάκτηση της παράνομης ενίσχυσης, πρέπει κανονικά να ικανοποιήσει το αίτημα αυτό [9].

    6.4. Δεύτερον, οι εγγυήσεις διαφέρουν από τα άλλα μέτρα κρατικών ενισχύσεων, όπως οι επιχορηγήσεις ή οι φορολογικές απαλλαγές, στο βαθμό που σε μια εγγύηση το κράτος συνάπτει συμβατική σχέση με τον δανειστή. Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί εάν το γεγονός της παράνομης χορήγησης ενίσχυσης έχει επίσης συνέπειες και για τρίτους. Στην περίπτωση κρατικών εγγυήσεων για δάνεια, αυτό αφορά κυρίως τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που δανείζουν. Στην περίπτωση εγγυήσεων για ομόλογα που εκδίδονται με σκοπό τη χρηματοδότηση επιχειρήσεων, αυτό αφορά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που ενέχονται στην έκδοση των ομολόγων.

    6.5. Το θέμα του κατά πόσον ο παράνομος χαρακτήρας των κρατικών ενισχύσεων επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών πρέπει να εξετάζεται βάσει της εθνικής νομοθεσίας. Τα εθνικά δικαστήρια ίσως πρέπει να διερευνήσουν εάν το εθνικό δίκαιο εμποδίζει την εκτέλεση των συμβάσεων εγγύησης και στην αξιολόγηση αυτή η Επιτροπή θεωρεί ότι πρέπει να λάβουν υπόψη την παράβαση του κοινοτικού δικαίου. Κατά συνέπεια, οι δανειστές μπορεί να έχουν συμφέρον να προνοούν και να ελέγχουν την τήρηση των κοινοτικών κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων κάθε φορά που παρέχονται εγγυήσεις. Το κράτος μέλος πρέπει να είναι σε θέση να γνωστοποιεί τον αριθμό που δίδεται από την Επιτροπή σε ατομική υπόθεση ή καθεστώς και ενδεχομένως να διαθέσει ένα μη εμπιστευτικό αντίγραφοσ της απόφασης της Επιτροπής μαζί με τη σχετική παραπομπή στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η Επιτροπή από την πλευρά της θα κάνει ότι είναι δυνατόν για να παράσχει με διαφανή τρόπο πληροφορίες για υποθέσεις και καθεστώτα που έχει εγκρίνει.

    7. ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΘΑ ΥΠΟΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ

    7.1. Λαμβάνοντας υπόψη τις πιθανές νέες εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και δεδομένου ότι η αξία των κρατικών εγγυήσεων είναι δύσκολο να εκτιμηθεί, η διαρκής εξέταση των καθεστώτων εγγυήσεων που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 1 είναι ιδιαίτερα σημαντική. Εκτός από τα συνήθη στοιχεία για τη δαπάνη, οι εκθέσεις που θα υποβάλλονται σε ετήσια βάση στην Επιτροπή θα πρέπει να παρέχουν στοιχεία (για τα καθεστώτα και για τις μεμονωμένες εγγυήσεις) σχετικά με το συνολικό ποσό των τρεχουσών κρατικών εγγυήσεων, το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε κατά το προηγούμενο έτος από το κράτος σε οφειλέτες που δεν εκπλήρωσαν τις συμβατικές υποχρεώσεις τους (αφαιρουμένων τυχών εισπραχθέντων ποσών), και τα ασφάλιστρα που καταβλήθηκαν από τους δανειζόμενους για κρατικές εγγυήσεις κατά το ίδιο έτος. Οι πληροφορίες αυτές θα βοηθήσουν στον υπολογισμό του συντελεστή μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων και θα χρησιμοποιούνται για την επανεκτίμηση της αξίας των μελλοντικών εγυήσεων και, εφόσον απαιτείται, του ασφάλιστρου που πρέπει να καταβάλλουν οι νέοι δανειολήπτες.

    7.2. Η Επιτροπή δεν σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τις πληροφορίες που θα χορηγηθούν στις ανωτέρω εκθέσεις οι οποίες δεν ήταν γνωστές ούτε μπορούσαν να προβλεφθούν όταν εξέδωσε προηγούμενη απόφαση, προκειμένου να αναθεωρήσει τα αρχικά της συμπεράσματα σχετικά με την ύπαρξη ενίσχυσης ή το μέγεθος της ενίσχυσης που περιέχεται σε καθεστώτα κρατικών εγγυήσεων. Ωστόσο, η Επιτροπή μπορεί να χρησιμοποιήσει τις πληροφορίες αυτές για να προτείνει τη λήψη κατάλληλων μέτρων σε κράτη μέλη βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 1 ή για την τροποποίηση ενός υφιστάμενου καθεστώτος κρατικών εγγυήσεων.

    [1] Επιστολή της Επιτροπής στα κράτη μέλη SG(1989) D/4328, της 5ης Απριλίου 1989.

    [2] Επιστολή της Επιτροπής στα κράτη μέλη SG(1989) D/12772, της 12ης Οκτωβρίου 1989.

    [3] Βλέπε ανακοίνωση της Επιτροπής στα κράτη μέλη για την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της συνθήκης ΕΟΚ και του άρθρου 5 της οδηγίας της Επιτροπής 80/723/ΕΟΚ επί των δημοσίων επιχειρήσεων στον κλάδο της μεταποίησης (ΕΕ C 307 της 13.11.1993, σ. 3).

    [4] Βλέπε υποσημείωση 3 παράγραφοι 38.1 και 38.2.

    [5] Με την υπόθεση ότι παρέχεται το ίδιο επίπεδο εξασφάλισης από την επιχείρηση προς το κράτος και το πιστωτικό ίδρυμα.

    [6] Από τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο για τις κρατικές ενισχύσεις, διαπιστώνεται ότι αρκετά κράτη μέλη εφαρμόζουν ήδη τον κανόνα αυτό. Το καλυπτόμενο ποσοστό κυμαίνεται ευρύτατα από 20 % έως 100 %. Ωστόσο, πολλές εγγυήσεις καλύπτουν το πλήρες ποσό της συναπτόμενης χρηματοοικονομικής πράξης, στερώντας με τον τρόπο αυτό από το φορέα χρηματοδότησης το κίνητρο να εκτιμήσει ορθά, για το δικό του συμφέρον, την αξιοπιστία του δικαιούχου.

    [7] Βλέπε νομοθεσία περί ανταγωνισμού στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, τόμος ΙΙΑ, κανόνες που εφαρμόζονται στις κρατικές ενισχύσεις που δημοσιεύθηκε από την Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεωνσ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ορισμένα κείμενα έχουν δημοσιευθεί στην ΕΕ και είναι διαθέσιμα στο Διαδίκτυο.

    [8] ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

    [9] Βλέπε απόφαση του Δικαστηρίου, της 1ης Ιουλίου 1996, στην υπόθεση C-39/94 Syndicat Français de l'Express International (SFEI) και λοιποί κατά La Poste και λοιποί, Συλλογή 1999, τόμος Ι-3547.

    --------------------------------------------------

    Top