Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62008CO0519

    Διάταξη του Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 24ης Απριλίου 2009.
    Αρχοντιά Κούκου κατά Ελληνικού Δημοσίου.
    Αίτηση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών - Ελλάδα για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Άρθρο 104, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας - Κοινωνική πολιτική - Οδηγία 1999/70/ΕΚ - Ρήτρες 5 και 8 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου - Συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα - Διαδοχικές συμβάσεις - Υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων - Μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων - Κυρώσεις - Απόλυτη απαγόρευση μετατροπής των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου στον δημόσιο τομέα - Συνέπειες της μη ορθής μεταφοράς μιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο - Ερμηνεία σύμφωνη με την οδηγία.
    Υπόθεση C-519/08.

    Συλλογή της Νομολογίας 2009 I-00065*

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2009:269

    ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

    της 24ης Απριλίου 2009 (*)

    «Άρθρο 104, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Ρήτρες 5 και 8 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου – Συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα – Διαδοχικές συμβάσεις – Υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων – Μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων – Κυρώσεις – Απόλυτη απαγόρευση μετατροπής των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου στον δημόσιο τομέα – Συνέπειες της μη ορθής μεταφοράς μιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο – Ερμηνεία σύμφωνη με την οδηγία»

    Στην υπόθεση C‑519/08,

    με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (Ελλάδα) με απόφαση της 1ης Σεπτεμβρίου 2008, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Νοεμβρίου 2008, στο πλαίσιο της δίκης

    Αρχοντιά Κούκου

    κατά

    Ελληνικού Δημοσίου,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

    συγκείμενο από τους A. Ó Caoimh (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, J. Klučka και U. Lõhmus, δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: J. Kokott

    γραμματέας: R. Grass

    κρίνοντας ότι πρέπει να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη, σύμφωνα με το άρθρο 104, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας

    αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Διάταξη

    1        Η υπό κρίση αίτηση έκδοσης προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της ρήτρας 5, σημεία 1 και 2, και της ρήτρας 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο) και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ L 175, σ. 43).

    2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Α. Κούκου και του εργοδότη της, δηλαδή του Ελληνικού Δημοσίου, με αντικείμενο τον χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας που είχαν συνάψει και τη μη ανανέωση της τελευταίας από τις συμβάσεις αυτές.

     Το νομικό πλαίσιο

     Η κοινοτική νομοθεσία

    3        Η οδηγία 1999/70 στηρίζεται στο άρθρο 139, παράγραφος 2, ΕΚ και αποσκοπεί, σύμφωνα με το άρθρο 1, «στην υλοποίηση της συμφωνίας-πλαισίου […] που εμφαίνεται στο παράρτημα και η οποία συνήφθη […] μεταξύ διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα (CES, UNICE, CEEP)».

    4        Από την τρίτη, την έκτη, την έβδομη, τη δέκατη τρίτη, τη δέκατη τέταρτη, τη δέκατη πέμπτη και τη δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας, καθώς και από το πρώτο έως τρίτο εδάφιο του προοιμίου και από τα σημεία 3, 5 έως 8 και 10 των γενικών παρατηρήσεων της συμφωνίας-πλαισίου προκύπτουν τα εξής:

    –        Η δημιουργία της εσωτερικής αγοράς πρέπει να οδηγήσει σε βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα μέσω της προσεγγίσεως των εν λόγω συνθηκών με στόχο την πρόοδο, ιδίως όσον αφορά τις μορφές εργασίας εκτός της εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να επιτευχθεί καλύτερη ισορροπία μεταξύ ευελιξίας στον χρόνο εργασίας και ασφάλειας για τους εργαζομένους.

    –        Οι σκοποί αυτοί δεν μπορούν να επιτευχθούν ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, οπότε κρίθηκε ότι προσήκει η επεξεργασία ενός νομικά δεσμευτικού κοινοτικού μέτρου σε στενή συνεργασία με τους αντιπροσωπευτικούς κοινωνικούς εταίρους.

    –        Τα μέρη της συμφωνίας-πλαισίου αναγνωρίζουν αφενός ότι οι συμβάσεις αορίστου χρόνου είναι και θα συνεχίσουν να είναι η γενική μορφή εργασιακών σχέσεων, αφού συμβάλλουν στην ποιότητα ζωής των οικείων εργαζομένων και στη βελτίωση της απόδοσής τους, αλλά αφετέρου ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ανταποκρίνονται, υπό ορισμένες περιστάσεις, στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων.

    –        Η συμφωνία-πλαίσιο διακηρύσσει τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες απαιτήσεις για τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, καθορίζοντας ένα γενικό πλαίσιο για την εξασφάλιση της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, καθόσον τους προστατεύει από τις διακρίσεις, και για την πρόληψη των καταχρήσεων από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, ενώ αναθέτει στα κράτη μέλη και στους κοινωνικούς εταίρους τον καθορισμό των λεπτομερών τρόπων εφαρμογής των εν λόγω αρχών και επιταγών, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες σε κάθε κράτος μέλος και στους διαφόρους τομείς δραστηριοτήτων, περιλαμβανομένων και των δραστηριοτήτων εποχιακής φύσης.

    –        Για τους λόγους αυτούς, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεώρησε ότι η προσήκουσα πράξη για την υλοποίηση αυτής της συμφωνίας-πλαισίου είναι η οδηγία, καθόσον δεσμεύει τα κράτη μέλη ως προς το αποτέλεσμα που πρέπει να επιτευχθεί, ενώ τους αφήνει την ελευθερία επιλογής του τύπου και των μέσων.

    –        Όσον αφορά, ειδικότερα, τους όρους που χρησιμοποιούνται στη συμφωνία-πλαίσιο χωρίς να ορίζονται επακριβώς, η οδηγία 1999/70 αφήνει στα κράτη μέλη τη μέριμνα να ορίσουν τους εν λόγω όρους σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία ή/και τις εθνικές τους πρακτικές, με την προϋπόθεση ότι οι σχετικοί ορισμοί δεν θα είναι αντίθετοι προς τη συμφωνία-πλαίσιο.

    –        Κατά τα υπογράφοντα τη συμφωνία-πλαίσιο μέρη, η χρησιμοποίηση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου βάσει αντικειμενικών λόγων είναι ένας τρόπος για να προληφθούν οι καταχρήσεις σε βάρος των εργαζομένων.

    5        Η ρήτρα 1 της συμφωνίας-πλαισίου έχει ως εξής:

    «Σκοπός της […] συμφωνίας-πλαισίου είναι:

    α)      η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της μη διάκρισης,

    β)      η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου.»

    6        Η ρήτρα 2 της συμφωνίας-πλαισίου προβλέπει τα εξής:

    «1.      Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος.

    2.      Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να αποφασίσουν ότι η παρούσα συμφωνία δεν εφαρμόζεται:

    α)      στις σχέσεις βασικής επαγγελματικής κατάρτισης και τα συστήματα μαθητείας,

    β)      στις συμβάσεις ή τις σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού δημόσιου ή από το δημόσιο υποστηριζόμενου προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης.»

    7        Η ρήτρα 3 της ίδιας συμφωνίας-πλαισίου ορίζει τα εξής:

    «Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας,

    1.      ως “εργαζόμενος ορισμένου χρόνου” νοείται ένα πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος·

    2.      ως “αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου” νοείται ο εργαζόμενος που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου στην ίδια επιχείρηση και απασχολείται στην ίδια ή παρόμοια εργασία/απασχόληση, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων. Όπου δεν υπάρχει αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου στην ίδια εκμετάλλευση, η σύγκριση πρέπει να γίνεται με αναφορά στην εκάστοτε εφαρμοζόμενη συλλογική σύμβαση, ή, όταν δεν υπάρχει οικεία συλλογική σύμβαση, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή τις εθνικές συλλογικές συμβάσεις ή πρακτικές.»

    8        Η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου έχει ως εξής:

    «1.      Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνον επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

    2.      Όπου κρίνεται αναγκαίο, εφαρμόζεται η αρχή “pro rata temporis”.

    […]»

    9        Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου προβλέπει τα εξής:

    «1.      Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν, κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

    α)      αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας,

    β)      τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου,

    γ)      τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας.

    2.      Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου:

    α)      θεωρούνται “διαδοχικές”,

    β)      χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου.»

    10      Η ρήτρα 8 της συμφωνίας-πλαισίου ορίζει τα εξής:

    «1.      Τα κράτη μέλη ή/και οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να διατηρήσουν ή να εισαγάγουν ευνοϊκότερες διατάξεις για τους εργαζομένους από τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας.

    […]

    3.      Η εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επαρκή αιτιολογία για την υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων στον τομέα που καλύπτεται από την παρούσα συμφωνία.

    […]

    5.      Η πρόληψη και η αντιμετώπιση των διαφορών και καταγγελιών που προκύπτουν από την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας γίνονται σύμφωνα με τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις και [τις] πρακτικές σε εθνικό επίπεδο.

    […]»

    11      Σύμφωνα με το άρθρο 2, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 1999/70:

    «Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι απαραίτητες για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο στις 10 Ιουλίου 2001 ή διασφαλίζουν, το αργότερο την ημερομηνία αυτή, ότι οι κοινωνικοί εταίροι λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα μέσω συμφωνίας, τα δε κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο που να τους επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να διασφαλίζουν τα αποτελέσματα που επιβάλλει η παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως σχετικά την Επιτροπή.

    Τα κράτη μέλη μπορούν, εάν είναι απαραίτητο και ύστερα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους προκειμένου να ληφθούν υπόψη ιδιαίτερες δυσχέρειες ή η υλοποίηση με συλλογική σύμβαση, να διαθέτουν συμπληρωματικό χρονικό διάστημα ενός έτους κατ’ ανώτατο όριο. Οφείλουν να πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή για τα ζητήματα αυτά.»

    12      Το άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας έχει ως εξής:

    «Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

     Η εθνική νομοθεσία

     Η νομοθεσία για τη μεταφορά της οδηγίας 1999/70 στο ελληνικό δίκαιο

    13      Η Ελληνική Κυβέρνηση ενημέρωσε την Επιτροπή ότι σκόπευε να κάνει χρήση της ευχέρειας που παρέχει το άρθρο 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 1999/70, ώστε να έχει στη διάθεσή της πρόσθετη προθεσμία για τη λήψη των μέτρων εφαρμογής της οδηγίας αυτής, οπότε η εν λόγω προθεσμία έληξε, λόγω της παράτασης αυτής, στις 10 Ιουλίου 2002.

    14      Το πρώτο μέτρο μεταφοράς της οδηγίας 1999/70 στην ελληνική έννομη τάξη, ήτοι το προεδρικό διάταγμα 81/2003, «Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου» (ΦΕΚ A΄ 77/2.4.2003), τέθηκε σε ισχύ στις 2 Απριλίου 2003.

    15      Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του προεδρικού διατάγματος 81/2003, το διάταγμα αυτό είχε εφαρμογή στους εργαζομένους με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου.

    16      Το άρθρο 5 του προεδρικού διατάγματος 81/2003 όριζε τα εξής:

    «1.      Η χωρίς περιορισμό ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου είναι επιτρεπτή, αν δικαιολογείται από έναν αντικειμενικό λόγο.

    α)      Αντικειμενικός λόγος υφίσταται ιδίως:

    […] Αν η σύναψη σύμβασης για ορισμένο χρόνο επιβάλλεται από διάταξη νόμου ή κανονιστική πράξη.

    […]»

    17      Το διάταγμα αυτό τροποποιήθηκε στη συνέχεια από το προεδρικό διάταγμα 180/2004 (ΦΕΚ Α΄ 160/23.8.2004), που τέθηκε σε ισχύ στις 23 Αυγούστου 2004. Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του προεδρικού διατάγματος 81/2003 αντικαταστάθηκε από το ακόλουθο κείμενο:

    «Το παρόν προεδρικό διάταγμα εφαρμόζεται στους εργαζόμενους με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίοι απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα.»

    18      Το δεύτερο μέτρο μεταφοράς της οδηγίας 1999/70 στην ελληνική έννομη τάξη τέθηκε σε ισχύ στις 19 Ιουλίου 2004. Το προεδρικό διάταγμα 164/2004, «Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα» (ΦΕΚ A΄ 134/19.7.2004), μετέφερε την οδηγία 1999/70 στην ελληνική νομοθεσία που εφαρμόζεται στο προσωπικό του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα.

    19      Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του εν λόγω προεδρικού διατάγματος:

    «Οι διατάξεις αυτού του διατάγματος εφαρμόζονται στο προσωπικό του δημόσιου τομέα [...] καθώς και στο προσωπικό των δημοτικών και κοινοτικών επιχειρήσεων, το οποίο εργάζεται με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ή σύμβαση έργου ή άλλη σύμβαση ή σχέση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας.»

    20      Το άρθρο 5 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 έχει ως εξής:

    «Διαδοχικές συμβάσεις

    1.      Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών.

    2.      Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης.

    […]

    4.      Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου.»

    21      Το άρθρο 6 του διατάγματος αυτού ορίζει τα εξής:

    «Ανώτατη διάρκεια συμβάσεων

    1.      Συμβάσεις που καταρτίζονται διαδοχικώς και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, απαγορεύεται να υπερβαίνουν τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες σε συνολικό χρόνο διάρκειας της απασχόλησης, είτε συνάπτονται κατ’ εφαρμογήν του προηγούμενου άρθρου είτε συνάπτονται κατ’ εφαρμογήν άλλων διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας.

    2.      Συνολικός χρόνος διάρκειας απασχόλησης άνω των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών επιτρέπεται μόνον σε περιπτώσεις ειδικών, από τη φύση και το είδος της εργασίας τους, κατηγοριών εργαζομένων που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, όπως, ιδίως, διευθυντικά στελέχη, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται στο πλαίσιο συγκεκριμένου ερευνητικού ή οιουδήποτε επιδοτούμενου ή χρηματοδοτούμενου προγράμματος, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται για την πραγματοποίηση έργου σχετικού με την εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από συμβάσεις με διεθνείς οργανισμούς.»

    22      Το άρθρο 7 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 προβλέπει τα εξής:

    «Συνέπειες παραβάσεων

    1.      Οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος είναι αυτοδικαίως άκυρη.

    2.      Σε περίπτωση που η άκυρη σύμβαση εκτελέσθηκε εν όλω ή εν μέρει, καταβάλλονται στον εργαζόμενο τα οφειλόμενα βάσει αυτής χρηματικά ποσά, τυχόν δε καταβληθέντα δεν αναζητούνται. Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα, για το χρόνο που εκτελέσθηκε η άκυρη σύμβαση εργασίας, να λάβει ως αποζημίωση το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του. Εάν οι άκυρες συμβάσεις είναι περισσότερες, ως χρόνος για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται η συνολική διάρκεια απασχόλησης με βάση τις άκυρες συμβάσεις. Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο καταλογίζονται στον υπαίτιο.

    3.      Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος τιμωρείται με φυλάκιση […]. Αν το αδίκημα διαπράχθηκε από αμέλεια, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Η ίδια παράβαση στοιχειοθετεί παράλληλα και σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα.»

    23      Το άρθρο 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 περιέχει τις ακόλουθες μεταβατικές διατάξεις:

    «1.      Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)      Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον 24 μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων, ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης 18 μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα 24 μηνών από την αρχική σύμβαση.

    β)      Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου α΄ να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση. […]

    γ)      Το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον, το οποίο υπηρετεί ο φορέας αυτός.

    δ)      Ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση. […]

    2.      Για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγούμενη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος [διατάγματος], αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Αρμόδιο όργανο να κρίνει αιτιολογημένα εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό και, όπου δεν υπάρχει, το Διοικητικό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία. Στις δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις αρμόδιο όργανο είναι σε κάθε περίπτωση το Δημοτικό ή Κοινοτικό Συμβούλιο του οικείου ΟΤΑ, ύστερα από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου ή του διοικούντος οργάνου της επιχείρησης. Το κατά τα ανωτέρω αρμόδιο όργανο κρίνει περαιτέρω εάν στις συμβάσεις έργου ή άλλες συμβάσεις ή σχέσεις υποκρύπτεται σχέση εξαρτημένης εργασίας. Η κατά τις ως άνω διατάξεις κρίση του αρμόδιου οργάνου ολοκληρώνεται το αργότερο εντός πέντε μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος.

    3.      Οι κατά την παράγραφο 2 κρίσεις των αρμόδιων οργάνων, θετικές ή αρνητικές, διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών μηνών από τη διαβίβαση σε αυτό των σχετικών κρίσεων.

    4.      Στις διατάξεις αυτού του άρθρου υπάγονται οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα [...] καθώς και στις δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις […].

    5.      Στις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος, λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η προϋπόθεση του εδαφίου α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά τον χρόνο λήξης της σύμβασης.

    […]»

     Οι λοιπές εθνικές ρυθμίσεις που αφορούν τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου

    –       Οι συνταγματικές διατάξεις

    24      22     Το άρθρο 103 του Συντάγματος της Ελληνικής Δημοκρατίας (στο εξής: Σύνταγμα) ορίζει τα εξής:

    «[…]

    2.      Κανένας δεν μπορεί να διορισθεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου.

    […]

    8.      Νόμος ορίζει τους όρους, και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε […] πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου.»

    25      Το άρθρο 103, παράγραφος 8, του Συντάγματος τέθηκε σε ισχύ στις 7 Απριλίου 2001, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας 1999/70, αλλά πριν από τη λήξη, στις 10 Ιουλίου 2001, της κανονικής προθεσμίας για τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στην εσωτερική νομοθεσία και πριν από τη λήξη, στις 10 Ιουλίου 2002, της συμπληρωματικής προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 2, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας.

    –       Οι νομοθετικές διατάξεις

    26      Το άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920, περί υποχρεωτικής καταγγελίας συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων (ΦΕΚ Β΄ 11/18.3.1920), ορίζει τα εξής:

    «Οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, εάν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλά ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου.»

    27      Σύμφωνα με την απόφαση περί παραπομπής, από το άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920, όπως έχει ερμηνευθεί από τα ελληνικά δικαστήρια, συνάγεται ότι η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου μπορεί να θεωρηθεί αορίστου χρόνου, αν δεν υπάρχει αντικειμενικός λόγος που να δικαιολογεί την ορισμένη διάρκεια της σύμβασης, όπως συμβαίνει όταν η σύμβαση αποσκοπεί στην κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του εργοδότη. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται ακόμη και όταν πρόκειται για την πρώτη ή για μία και μοναδική σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, δηλαδή δεν χρειάζεται να έχουν συναφθεί πολλές διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου.

    28      Εξάλλου, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει επίσης ότι ο Άρειος Πάγος, με την απόφαση 18/2006, έκρινε ότι το άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920 αποτελεί «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο» κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, καθόσον καθιστά δυνατή την αναδρομική μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, και μάλιστα παρά τη διάταξη του άρθρου 103 του ελληνικού Συντάγματος, το οποίο απαγορεύει τη διά νόμου μετατροπή της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου, αφού η απαγόρευση αυτή δεν εμποδίζει την αναγνώριση της πραγματικής φύσης της σύμβασης. Αντίθετα, με τις αποφάσεις 19/2007 και 20/2007, της 11ης Ιουνίου 2007, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου δεν μπορούν, λόγω ακριβώς του εν λόγω άρθρου 103, να μετατρέπονται σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, ακόμη και αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες.

    29      Το άρθρο 81, παράγραφος 2, του νόμου 1958/1991 ορίζει τα εξής:

    «Σε περίπτωση που υπάρχει επείγουσα και απρόβλεπτη ανάγκη εκτέλεσης κάποιου αρχαιολογικού έργου, που δεν περιλαμβάνεται στο ετήσιο εγκεκριμένο πρόγραμμα του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, για την αποτροπή κινδύνου που ανέκυψε, μπορεί ο προϊστάμενος της αρμόδιας κατά τις κείμενες διατάξεις κεντρικής περιφερειακής ή ειδικής περιφερειακής Υπηρεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού να προβαίνει αμέσως στην εκτέλεση των αναγκαίων εργασιών, συνεννοούμενος με το Υπουργείο για τη δαπάνη και αιτούμενος την έγκριση της αρμόδιας Διεύθυνσης […]».

     Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    30      Η ενάγουσα της κύριας δίκης συνήψε με το Ελληνικό Δημόσιο οκτώ συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 2, του νόμου 1958/1991, προκειμένου να εκτελέσει, υπό την ιδιότητα του αρχαιολόγου, καθήκοντα επίβλεψης αρχαιολογικών εργασιών και καταγραφής των ευρημάτων των ανασκαφών που πραγματοποιούνται από τη Διεύθυνση Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Οι συμβάσεις αυτές αφορούσαν τα χρονικά διαστήματα από 13 Μαρτίου έως 13 Ιουνίου 2002, από 8 Αυγούστου έως 31 Δεκεμβρίου 2002, από 3 Ιανουαρίου έως 27 Σεπτεμβρίου 2003, από 1 Οκτωβρίου έως 31 Δεκεμβρίου 2003, από 2 Αυγούστου έως 31 Δεκεμβρίου 2004, από 15 Μαρτίου έως 31 Δεκεμβρίου 2005, από 27 Μαρτίου έως 16 Ιουνίου 2006 και από 26 Ιουνίου έως 31 Δεκεμβρίου 2006.

    31      Η ενάγουσα της κύριας δίκης, θεωρώντας ότι η εργασία που παρείχε στο πλαίσιο των συμβάσεων αυτών κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη της, προσέφυγε στις 28 Μαρτίου 2006 στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, από το οποίο ζήτησε να χαρακτηρίσει τις εν λόγω συμβάσεις ως μία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, να αναγνωρίσει την ακυρότητα της απόλυσής της και να υποχρεώσει το Ελληνικό Δημόσιο να την απασχολεί βάσει τέτοιας σύμβασης.

    32      Με την απόφαση περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο διατυπώνει ευθύς εξαρχής αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του προεδρικού διατάγματος 164/2004 με την οδηγία 1999/70 και με τη συμφωνία-πλαίσιο. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, ειδικότερα, αν οι πάγιες διατάξεις των άρθρων 5 έως 7 του διατάγματος αυτού, καθώς και οι μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 του ίδιου διατάγματος, συνιστούν αποτελεσματικά μέτρα προς αποτροπή της κατάχρησης που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο, 1 της συμφωνίας-πλαισίου και προς επιβολή κυρώσεων σε τέτοιες περιπτώσεις και αν συνεπάγονται την υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων κατά την έννοια της ρήτρας 8, σημείο 3, της εν λόγω συμφωνίας. Ζητεί επίσης να διευκρινισθεί το περιεχόμενο της έννοιας «αντικειμενικός λόγος», όπως χρησιμοποιείται στη ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου.

    33      Στη συνέχεια, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν, σε περίπτωση που κριθεί ότι με το προεδρικό διάταγμα 164/2004 δεν ελήφθησαν αποτελεσματικά μέτρα προς αποτροπή των καταχρήσεων κατά την έννοια της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου, ο εθνικός δικαστής οφείλει να εφαρμόσει, στο πλαίσιο της υποχρέωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου κατά τρόπο σύμφωνο με το κοινοτικό δίκαιο, την προγενέστερη του προεδρικού διατάγματος 164/2004 ελληνική ρύθμιση, όπως απορρέει ιδίως από το άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920. Η διάταξη αυτή θα παρείχε, στην πράξη, τη δυνατότητα εκ νέου χαρακτηρισμού των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, ακόμη και στον δημόσιο τομέα, εφόσον δεν δικαιολογούνται από αντικειμενικό λόγο, ήτοι εφόσον καλύπτουν στην πραγματικότητα πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη. Συναφώς, το δικαστήριο αυτό ζητεί ειδικότερα να διευκρινισθεί κατά πόσον το άρθρο 103, παράγραφος 8, του Συντάγματος, όπως τροποποιήθηκε από 7ης Απριλίου 2001, θα μπορούσε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει απολύτως, όσον αφορά το δημόσιο τομέα, τη μετατροπή συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου.

    34      Τέλος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν είναι σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο η, κατόπιν της έναρξης της ισχύος του προεδρικού διατάγματος 164/2004, υπαγωγή των σχετικών με την καταχρηστική χρησιμοποίηση συμβάσεων ορισμένου χρόνου διαφορών στην αποκλειστική δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, δεδομένου ότι δυσχεραίνει σημαντικά την πρόσβαση στη δικαιοσύνη.

    35      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)      Η ρήτρα 5 της συµφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισµένου χρόνου που βρίσκεται στο παράρτηµα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ έχει την έννοια ότι µπορεί να θεωρηθεί αντικειµενικός λόγος για τη σύναψη διαδοχικών συµβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισµένου χρόνου το γεγονός ότι οι συµβάσεις αυτές έχουν συναφθεί κατ’ επίκληση νοµοθετικής διάταξης που προβλέπει τη σύναψη συµβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισµένου χρόνου, ανεξαρτήτως αν στην πραγµατικότητα µε αυτές καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη;

    2)      Η προσθήκη κριτηρίων για τη διαπίστωση της κατάχρησης, µε τα µέτρα που ελήφθησαν σε συµµόρφωση προς τη ρήτρα 5 της συµφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισµένου χρόνου (π.χ. ανώτατη χρονική διάρκεια συµβάσεων και αριθµού ανανεώσεων, στο πλαίσιο των οποίων επιτρέπεται η απασχόληση και χωρίς τη συνδροµή αντικειµενικού λόγου που να δικαιολογεί τη σύναψη ή την ανανέωση συµβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισµένου χρόνου), συνιστά ανεπίτρεπτη υποβάθµιση, κατά την έννοια της ρήτρας 8, σημείο 3, της συµφωνίας-πλαισίου, του προϋφιστάµενου της οδηγίας 1999/70/ΕΚ γενικού επιπέδου προστασίας, δεδοµένου ότι υπό το προηγούµενο της οδηγίας 1999/70/ΕΚ νοµοθετικό καθεστώς µόνο κριτήριο για τη διαπίστωση της κατάχρησης ήταν η απασχόληση µε σύµβαση ή σχέση εργασίας συναφθείσα[…] ως ορισµένου χρόνου χωρίς αντικειµενικό λόγο;

    3)      Η πρόβλεψη αόριστων και ανοιχτών καταλόγων εξαιρέσεων, όπως αυτών που τίθενται µε τις πάγιες διατάξεις [του προεδρικού διατάγματος] 164/2004, από τα κατ’ αρχήν τιθέµενα ανώτατα όρια σύναψης διαδοχικών συµβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισµένου χρόνου, συνιστά αποτελεσµατικό µέτρο αποτροπής της κατάχρησης που προκύπτει από τη χρήση διαδοχικών συµβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισµένου χρόνου, κατά την έννοια της ρήτρας 5 της συµφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισµένου χρόνου;

    4)      Μπορούν να θεωρηθούν αποτελεσµατικά για την αποτροπή και την προστασία έναντι της κατάχρησης, κατά την έννοια της ρήτρας 5 της συµφωνίας-πλαισίου, µέτρα όπως τα επίµαχα στο πλαίσιο της κυρίας δίκης, που ετέθησαν µε το άρθρο 7 [του προεδρικού διατάγματος] 164/2004, όταν:

    α)      προβλέπουν, ως µέσο αποτροπής της κατάχρησης και προστασίας των εργαζοµένων ορισµένου χρόνου έναντι αυτής, την υποχρέωση του εργοδότη σε καταβολή µισθού και “αποζηµίωσης” απόλυσης σε περίπτωση καταχρηστικής απασχόλησης µε διαδοχικές συµβάσεις εργασίας ορισµένου χρόνου, δεδοµένου ότι i) η υποχρέωση καταβολής µισθού και “αποζηµίωσης” απόλυσης προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο σε κάθε περίπτωση σχέσης εργασίας και δεν αποσκοπεί ειδικά στην αποτροπή της κατάχρησης, κατά την έννοια της συµφωνίας-πλαισίου, και ii) ιδίως η υποχρέωση καταβολής “αποζηµίωσης” κατά τη λύση των συµβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισµένου χρόνου αποτελεί συνέπεια της εφαρµογής της ρήτρας 4 της συµφωνίας-πλαισίου σχετικά µε τη µη διάκριση των εργαζοµένων ορισµένου χρόνου έναντι των αντίστοιχων εργαζοµένων αορίστου χρόνου και

    β)      προβλέπουν, ως µέσο αποτροπής της κατάχρησης, την επιβολή κυρώσεων στα αρµόδια όργανα του εργοδότη, στο βαθµό που έχει διαπιστωθεί ότι όµοιες ή ανάλογες κυρώσεις που είχαν προβλεφθεί και στο παρελθόν όσον αφορά στο δηµόσιο τοµέα υπήρξαν αναποτελεσµατικές για την αντιµετώπιση της κατάχρησης από τη χρήση διαδοχικών συµβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισµένου χρόνου;

    5)      Συνιστούν ορθή μεταφορά της οδηγίας 1999/70/ΕΚ στην ελληνική έννομη τάξη και αν είναι αποτελεσματικά μέτρα, όπως αυτά που ελήφθησαν με το άρθρο 11 [του προεδρικού διατάγματος] 164/2004, που τέθηκαν σε ισχύ την 19-07-2004, δηλαδή εκπρόθεσμα σε σχέση με την προθεσμία που έτασσε η οδηγία 1999/70/ΕΚ, και στα οποία προσδόθηκε μόνο τρίμηνη αναδρομικότητα, ώστε καταλαμβάνουν μόνο τις διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που ήταν ενεργές μετά την 19-04-2004, μη καταλαμβάνοντας μάλιστα συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που εξακολούθησαν να συνάπτονται διαδοχικώς και μετά την παρέλευση της προθεσμίας συμμόρφωσης προς την οδηγία 1999/70/ΕΚ και πριν την 19-04-2004;

    6)      Σε περίπτωση που θεωρηθεί ότι τα µέτρα που ελήφθησαν µε το [προεδρικό διάταγμα] 164/2004 σε συµµόρφωση προς τη ρήτρα 5 της συµφωνίας-πλαισίου δεν είναι αποτελεσµατικά, το [δ]ικαστήριο. υποχρεούται, στο πλαίσιο της υποχρέωσης σύµφωνης µε το κοινοτικό δίκαιο ερµηνείας, να εφαρµόσει σύµφωνα µε την οδηγία 1999/70/ΕΚ το προϋφιστάµενο του προεδρικού αυτού διατάγματος ελληνικό δίκαιο, βάσει του οποίου είναι δυνατόν να επιτευχθεί η προστασία της ενάγουσας έναντι της κατάχρησης, κατά τρόπο που οδηγεί σε άρση των συνεπειών της παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου (όπως του άρθρου 8[, παράγραφος] 3, [του νόμου] 2112/1920);

    7)      Σε περίπτωση που θεωρηθεί ότι τα µέτρα που ελήφθησαν µε το [προεδρικό διάταγμα] 164/2004 δεν είναι αποτελεσµατικά και εφαρµοστέο τυγχάνει το προϋφιστάµενο αυτού νοµοθετικό καθεστώς (άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920), στο πλαίσιο της υποχρέωσης για σύµφωνη µε το κοινοτικό δίκαιο ερµηνείας του εθνικού δικαίου, είναι συµβατή µε το κοινοτικό δίκαιο η ερµηνεία κανόνων αυξηµένης τυπικής ισχύος της εθνικής έννοµης τάξης (άρθρο 103, παράγραφος 8, του Συντάγματος), υπό την έννοια ότι απαγορεύουν απολύτως τη µετατροπή συµβάσεων ορισµένου χρόνου σε αορίστου, ακόµα και όταν προκύπτει ότι στην πραγµατικότητα οι συµβάσεις αυτές καταχρηστικώς συνήφθησαν µε νοµική βάση διατάξεις για την κάλυψη έκτακτων και προσωρινών εν γένει αναγκών, καθότι µε αυτές καλύφθηκαν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη που ανήκει στο δηµόσιο τοµέα (έτσι αποφάσεις 19/2007 και 20/2007 της ολομέλειας του Αρείου Πάγου), όταν είναι δυνατή και ερµηνεία, σύµφωνα µε την οποία η εν λόγω απαγόρευση πρέπει να περιορίζεται µόνο στις συµβάσεις εργασίας ορισµένου χρόνου που πράγµατι συνήφθησαν προς κάλυψη πρόσκαιρων, απρόβλεπτων, επειγουσών ή έκτακτων αναγκών και όχι και στην περίπτωση που στην πραγµατικότητα συνήφθησαν προς κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών (έτσι απόφαση 18/2006 της ολομέλειας του Αρείου Πάγου);

    8)      Είναι σύµφωνη µε το κοινοτικό δίκαιο η υπαγωγή, µετά τη θέση σε ισχύ του [προεδρικού διατάγματος] 164/2004, των διαφορών σχετικά µε την εργασία ορισµένου χρόνου και τη ρήτρα 5 της συµφωνίας-πλαισίου στην αποκλειστική δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όταν µάλιστα αυτό δυσχεραίνει την πρόσβαση στη Δικαιοσύνη του προσφεύγοντος εργαζοµένου ορισµένου χρόνου, δεδοµένου ότι, πριν τη θέσπιση του [προεδρικού διατάγματος] 164/2004, όλες οι διαφορές σχετικά µε την εργασία ορισµένου χρόνου υπάγονταν στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων µε την επιεικέστερη ως προς την τήρηση των τύπων, απλούστερη, λιγότερο δαπανηρή για τον προσφεύγοντα εργαζόµενο ορισµένου χρόνου και κατά κανόνα ταχύτερη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών;»

     Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    36      Κατά το άρθρο 104, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν το ερώτημα που υποβάλλεται με αίτηση έκδοσης προδικαστικής αποφάσεως είναι ταυτόσημο με ερώτημα επί του οποίου το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ή όταν η απάντηση σε τέτοιο ερώτημα μπορεί να συναχθεί σαφώς από τη νομολογία, το Δικαστήριο, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, μπορεί οποτεδήποτε να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη.

    37      Η δικονομική αυτή διάταξη πρέπει να εφαρμοσθεί στην υπό κρίση υπόθεση.

    38      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το αιτούν δικαστήριο, με το πρώτο, το τρίτο, το τέταρτο, το πέμπτο, το έκτο και το όγδοο ερώτημά του, ζητεί κατ’ αρχάς από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τη ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου προκειμένου να εκτιμήσει αν αυτή απαγορεύει τις διατάξεις της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικής ρύθμισης, δηλαδή του προεδρικού διατάγματος 164/2004, οι οποίες ως σκοπό έχουν την πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης των συμβάσεων ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα και την επιβολή κυρώσεων σε τέτοιες περιπτώσεις. Ακολούθως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, με το δεύτερο ερώτημά του, από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τη ρήτρα 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαισίου προκειμένου να εκτιμήσει αν αυτή απαγορεύει την επίδικη ρύθμιση, στο μέτρο που συνιστά υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων ορισμένου χρόνου κατά την έννοια της ρήτρας αυτής. Τέλος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, με το έκτο ερώτημά του, να διευκρινισθούν οι συνέπειες που θα έχει για τα εθνικά δικαστήρια η ενδεχόμενη ασυμβατότητα του προεδρικού διατάγματος 164/2004 προς τις διατάξεις της συμφωνίας-πλαισίου.

    39      Στα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο πρέπει να δοθεί απάντηση με την ως άνω σειρά, αφού διευκρινισθεί ότι, κατά το μέτρο που το εν λόγω δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της συμβατότητας του προεδρικού διατάγματος 164/2004 προς τη συμφωνία-πλαίσιο, δεν απόκειται μεν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 234 ΕΚ, να αποφαίνεται επί της συμβατότητας εθνικών διατάξεων με το κοινοτικό δίκαιο, πλην όμως το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα απορρέοντα από το κοινοτικό δίκαιο ερμηνευτικά στοιχεία που θα του δώσουν τη δυνατότητα να αξιολογήσει τη συμβατότητα αυτή προκειμένου να εκδώσει απόφαση στις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιόν του (απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, C-378/07 έως C-380/07, Αγγελιδάκη κ.λπ., δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 66).

     Επί της ερμηνείας της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου

     Επί του πρώτου ερωτήματος

    40      Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν το γεγονός και μόνον ότι η σύναψη σύμβασης ορισμένου χρόνου επιβάλλεται από νομοθετική ή κανονιστική διάταξη κράτους μέλους μπορεί να συνιστά «αντικειμενικό λόγο» κατά την έννοια της ρήτρας 2, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου, ο οποίος να δικαιολογεί την ανανέωση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

    41      Συναφώς, τονίζεται εκ προοιμίου ότι από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το προεδρικό διάταγμα 164/2004 δεν περιέχει, εν αντιθέσει προς το προεδρικό διάταγμα 81/2003 ως είχε αρχικώς, διάταξη η οποία να χαρακτηρίζει το γεγονός ότι η σύναψη επιβάλλεται εκ του νόμου ως αντικειμενικό λόγο που δικαιολογεί την ανανέωση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Αντιθέτως, το προεδρικό διάταγμα 164/2004 μάλλον αποσαφηνίζει και συγκεκριμενοποιεί τις περιστάσεις υπό τις οποίες μπορούν να συναφθούν διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα. Πράγματι, το άρθρο 5, παράγραφος 2, του εν λόγω προεδρικού διατάγματος επιτρέπει τη χρησιμοποίηση τέτοιων συμβάσεων, οσάκις πρόκειται για κάλυψη «ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης». Ομοίως, από το άρθρο 1, παράγραφος 2, του νόμου 1958/1991 προκύπτει ότι η σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου βάσει του νόμου αυτού δικαιολογείται αποκλειστικώς και μόνον οσάκις «υπάρχει επείγουσα και απρόβλεπτη ανάγκη» για την εκτέλεση αρχαιολογικού έργου.

    42      Εντούτοις, όπως υπογραμμίζει το αιτούν δικαστήριο, ο Άρειος Πάγος έχει κρίνει, με την υπ’ αριθ. 1665/2007 απόφασή του, ότι το γεγονός ότι μια σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου συνήφθη δυνάμει νομοθετικής διάταξης αποτελεί, σύμφωνα με τη σχετική εθνική ρύθμιση, αντικειμενικό λόγο για τη σύναψη ή την ανανέωση μιας τέτοιας σύμβασης, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν αυτή καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη.

    43      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αποφαίνεται, στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής, επί της ερμηνείας του εθνικού δικαίου, καθόσον το αιτούν δικαστήριο είναι αποκλειστικώς αρμόδιο προς τούτο. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο οφείλει, στο πλαίσιο της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των κοινοτικών και των εθνικών δικαστηρίων, να λαμβάνει υπόψη το πραγματικό και νομοθετικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα προδικαστικά ερωτήματα, όπως ακριβώς εξειδικεύεται με την απόφαση περί παραπομπής (προαναφερθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    44      Επομένως, στο μέτρο που η ελληνική έννομη τάξη περιλαμβάνει μια ρύθμιση όπως αυτή που αποτελεί το αντικείμενο του πρώτου ερωτήματος, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο απάντησε σε πανομοιότυπο ερώτημα με τις σκέψεις 60 έως 75 της αποφάσεως της 4ης Ιουλίου 2006, C‑212/04, Αδενέλερ κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I‑6057), και με τις σκέψεις 91 έως 100 της προαναφερθείσας αποφάσεως Αγγελιδάκη κ.λπ., καθώς με τις σκέψεις 79 έως 94 της διατάξεως της 12ης Ιουνίου 2008, C-364/07, Βασιλάκης κ.λπ. Χρήσιμα στοιχεία για την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο ερώτημα αυτό παρέχει επίσης η απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, C-307/05, Del Cerro Alonso (Συλλογή 2007, σ. I‑7109, σκέψη 53).

    45      Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, ο όρος «αντικειμενικοί λόγοι», κατά τη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι αφορά σαφείς και συγκεκριμένες περιστάσεις που χαρακτηρίζουν μια καθορισμένη δραστηριότητα και οι οποίες, κατά συνέπεια, μπορούν να δικαιολογήσουν, στο ειδικό αυτό πλαίσιο, τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Οι περιστάσεις αυτές μπορούν να οφείλονται, μεταξύ άλλων, στην ιδιαίτερη φύση των καθηκόντων για την εκτέλεση των οποίων έχουν συναφθεί οι συμβάσεις αυτές και στα εγγενή χαρακτηριστικά των καθηκόντων αυτών ή, ενδεχομένως, στην επιδίωξη ενός θεμιτού σκοπού κοινωνικής πολιτικής εκ μέρους κράτους μέλους (προαναφερθείσες αποφάσεις Αδενέλερ κ.λπ., σκέψεις 69 και 70, Del Cerro Alonso, σκέψη 53, και Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 96, καθώς και προαναφερθείσα διάταξη Βασιλάκης, σκέψεις 88 και 89).

    46      Αντιθέτως, μια εθνική διάταξη που θα περιοριζόταν στο να επιτρέπει γενικά και αφηρημένα, μέσω κανόνα προβλεπομένου σε νόμο ή κανονιστική πράξη, τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου δεν θα ήταν σύμφωνη προς τις απαιτήσεις που προσδιορίσθηκαν με την αμέσως προηγούμενη σκέψη της παρούσας διατάξεως (προαναφερθείσες αποφάσεις Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 71, Del Cerro Alonso, σκέψη 54, και Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 97, καθώς και προαναφερθείσα διάταξη Βασιλάκης, σκέψη 90).

    47      Ειδικότερα, η χρησιμοποίηση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με μοναδικό έρεισμα μια γενική νομοθετική ή κανονιστική διάταξη, άσχετα προς το συγκεκριμένο περιεχόμενο της οικείας δραστηριότητας, δεν καθιστά δυνατό τον καθορισμό αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων προκειμένου να ελεγχθεί αν η ανανέωση των συμβάσεων αυτών ανταποκρίνεται πράγματι σε μια γνήσια ανάγκη, είναι κατάλληλη προς επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και είναι αναγκαία προς τούτο (προαναφερθείσες αποφάσεις Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 74, Del Cerro Alonso, σκέψη 55, και Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 100, καθώς και προαναφερθείσα διάταξη Βασιλάκης, σκέψη 93).

    48      Συνεπώς, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι απαγορεύει τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, όταν ως μοναδικός δικαιολογητικός της λόγος προβάλλεται ότι την προβλέπει μια γενικού περιεχομένου νομοθετική ή κανονιστική διάταξη κράτους μέλους. Αντιθέτως, ο όρος «αντικειμενικοί λόγοι», κατά την έννοια της ρήτρας αυτής, σημαίνει ότι η χρησιμοποίηση αυτού του ιδιαίτερου είδους εργασιακής σχέσης, όπως την ορίζει η εθνική ρύθμιση, δικαιολογείται μόνον από την ύπαρξη συγκεκριμένων στοιχείων που αφορούν, ιδίως, την οικεία δραστηριότητα και τις συνθήκες άσκησής της.

     Επί του τρίτου ερωτήματος

    49      Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει εθνική ρύθμιση η οποία, μολονότι επιβάλλει, ως μέτρο πρόληψης της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, την τήρηση ανωτάτων ορίων όσον αφορά τη συνολική τους διάρκεια, προβλέπει εξαιρέσεις από τα όρια αυτά σε σχέση με ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων.

    50      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το ερώτημα αυτό αφορά τη δυνατότητα που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 2, του προεδρικού διατάγματος 164/2004, κατ’ εξαίρεση από την αρχή που διατυπώνεται στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου, να συνάπτονται διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου για συνολική διάρκεια υπερβαίνουσα τους 24 μήνες, «σε περιπτώσεις ειδικών, από τη φύση και το είδος της εργασίας τους, κατηγοριών εργαζομένων που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, όπως, ιδίως, διευθυντικά στελέχη, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται στο πλαίσιο συγκεκριμένου ερευνητικού ή οιουδήποτε επιδοτούμενου ή χρηματοδοτούμενου προγράμματος, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται για την πραγματοποίηση έργου σχετικού με την εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από συμβάσεις με διεθνείς οργανισμούς.»

    51      Κατά το αιτούν δικαστήριο, αυτή η ασαφής και μη περιοριστική απαρίθμηση εξαιρέσεων μπορεί να θίξει την αποτελεσματικότητα των μέτρων πρόληψης των καταχρήσεων που προκύπτουν από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά την έννοια της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου.

    52      Διαπιστώνεται ότι η απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα μπορεί να συναχθεί σαφώς από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

    53      Πράγματι, από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου επιβάλλει στα κράτη μέλη, προς αποτροπή της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, την αποτελεσματική και δεσμευτική θέσπιση ενός τουλάχιστον από τα μέτρα που απαριθμούνται στη διάταξη αυτή, εφόσον το εθνικό δίκαιο δεν περιλαμβάνει ισοδύναμα μέτρα (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 101· αποφάσεις της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, C-53/04, Marrosu και Sardino, Συλλογή 2006, σ. I‑7213, σκέψη 50, και C-180/04, Vassalo, Συλλογή 2006, σ. I‑7251, σκέψη 35· απόφαση της 15ης Απριλίου 2008, C‑268/06, Impact, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 70, και προαναφερθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 151, καθώς και προαναφερθείσα διάταξη Βασιλάκης κ.λπ., σκέψη 124).

    54      Τα συνολικώς τρία μέτρα που απαριθμούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο στη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχεία α΄ έως γ΄, αφορούν τους αντικειμενικούς λόγους που δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, τη μέγιστη συνολική διάρκεια αυτών των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας και τον αριθμό των ανανεώσεών τους αντιστοίχως. Η ρήτρα αυτή τάσσει στα κράτη μέλη έναν γενικό σκοπό, ο οποίος συνίσταται στην αποτροπή της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να επιλέξουν τα μέσα για την επίτευξή του (προαναφερθείσα απόφαση Impact, σκέψεις 69 και 70).

    55      Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έκρινε με τη σκέψη 94 της προαναφερθείσας αποφάσεως Αγγελιδάκη κ.λπ. ότι, προς τον σκοπό της εφαρμογής της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, κάθε κράτος μέλος μπορεί νομίμως να επιλέξει να μη λάβει το προβλεπόμενο στο σημείο 1, στοιχείο α΄, της εν λόγω ρήτρας μέτρο, κατά το οποίο η ανανέωση των διαδοχικών αυτών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου πρέπει να δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Το κράτος μέλος μπορεί, αντιθέτως, να προτιμήσει να θεσπίσει το ένα ή και τα δύο από τα μέτρα στα οποία αναφέρεται το σημείο 1, στοιχεία β΄ και γ΄, της εν λόγω ρήτρας και τα οποία αφορούν τη μέγιστη συνολική διάρκεια αυτών των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας και τον αριθμό των ανανεώσεών τους αντιστοίχως, ή μάλιστα να επιλέξει να διατηρήσει σε ισχύ ήδη υφιστάμενο ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι, οποιοδήποτε μέτρο και αν επιλεγεί, διασφαλίζεται η αποτελεσματική πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

    56      Εν προκειμένω πάντως, όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο με τη σκέψη 152 της προαναφερθείσας αποφάσεως Αγγελιδάκη κ.λπ., τα άρθρα 5 και 6 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 θέτουν σε εφαρμογή, στον δημόσιο τομέα, όλα τα μέτρα για την πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που απαριθμούνται στη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχεία α΄ έως γ΄, της συμφωνίας-πλαισίου.

    57      Ασφαλώς, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, από το άρθρο 6, παράγραφος 2, του προεδρικού διατάγματος 164/2004 προκύπτει ότι ένα από τα μέτρα που ελήφθησαν για την πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, ήτοι το σχετικό με τη μέγιστη συνολική διάρκεια των συμβάσεων μέτρο στο οποίο αναφέρεται η ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο β΄, της συμφωνίας-πλαισίου, ενδέχεται να μην τύχει εφαρμογής σε σχέση με ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων. Εξάλλου, από τον συνδυασμό του άρθρου 5, παράγραφος 4, του προεδρικού διατάγματος 164/2004 με το εν λόγω άρθρο 6, παράγραφος 2, φαίνεται να προκύπτει επίσης, αν και απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει το ζήτημα αυτό, ότι στις ίδιες κατηγορίες εργαζομένων ενδέχεται να μην τύχει εφαρμογής ούτε το προληπτικό μέτρο της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο γ΄, περί του αριθμού ανανεώσεων των συμβάσεων.

    58      Ωστόσο, δεν αμφισβητείται ότι, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στη σκέψη 53 της παρούσας διατάξεως νομολογία, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση προβλέπει εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά τους εργαζομένους αυτούς, την εφαρμογή τουλάχιστον ενός μέτρου πρόληψης της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, ήτοι του μέτρου στο οποίο αναφέρεται η ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου, σχετικά με τη συνδρομή αντικειμενικού λόγου που να δικαιολογεί την ανανέωση.

    59      Επομένως, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία, μολονότι επιβάλλει, ως μέτρο πρόληψης της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, την τήρηση ανωτάτων ορίων όσον αφορά τη συνολική τους διάρκεια, προβλέπει εξαιρέσεις από τα όρια αυτά σε σχέση με ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων, εφόσον όμως εφαρμόζεται στους εργαζομένους αυτούς τουλάχιστον ένα από τα μέτρα πρόληψης της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που απαριθμούνται στην εν λόγω ρήτρα.

     Επί του τετάρτου ερωτήματος

    60      Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινισθεί αν η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει, ως μέτρα για τον κολασμό της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, την καταβολή στον εργαζόμενο του μισθού του και μιας αποζημίωσης, καθώς και την επιβολή ποινικών και πειθαρχικών κυρώσεων.

    61      Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι κυρώσεις αυτές, τις οποίες καθορίζει το άρθρο 7 του προεδρικού διατάγματος 164/2004, μάλλον δεν συνιστούν αποτελεσματικά μέτρα πρόληψης των καταχρήσεων που προκύπτουν από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, εν αντιθέσει προς την κύρωση που επέβαλλε το προϊσχύον εθνικό δίκαιο και, ιδίως, το άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920, το οποίο προέβλεπε τον εκ νέου χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου.

    62      Το δικαστήριο αυτό εκτιμά, ειδικότερα, ότι η προβλεπόμενη με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του εν λόγω προεδρικού διατάγματος καταβολή του μισθού και μιας αποζημίωσης δεν αποσκοπεί, σε καμία περίπτωση, στην αποτροπή των ως άνω καταχρήσεων, καθόσον πρόκειται για την κύρωση που προβλέπει και το κοινό εργατικό δίκαιο. Εξάλλου, η υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης απορρέει και από τη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου, η οποία επιβάλλει την τήρηση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων μεταξύ εργαζομένων ορισμένου χρόνου και εργαζομένων αορίστου χρόνου. Επιπλέον, η προβλεπόμενη αποζημίωση καλύπτει μόνον το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο εργαζόμενος απασχολήθηκε βάσει συμβάσεων που συνήφθησαν κατά παράβαση των άρθρων 5 και 6 του προεδρικού διατάγματος 164/2004, και όχι την πρώτη σύμβαση, με συνέπεια τη μείωση του ποσού της αποζημίωης που θα μπορούσε να αξιώσει πριν από την έναρξη της ισχύος του διατάγματος αυτού για την περίοδο κατά την οποία θα είχε απασχοληθεί βάσει συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου χωρίς να συντρέχει αντικειμενικός λόγος. Όσον αφορά τις ποινικές και πειθαρχικές κυρώσεις του άρθρου 7, παράγραφος 3, του εν λόγω προεδρικού διατάγματος, το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι, αφενός, προβλέπονταν και από τις προγενέστερες εθνικές διατάξεις και, αφετέρου, είναι παντελώς αναποτελεσματικές.

    63      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα μπορεί να συναχθεί σαφώς από τη νομολογία και, ειδικότερα, από τις σκέψεις 158 έως 167 της προαναφερθείσας αποφάσεως Αγγελιδάκη κ.λπ., στην οποία το Δικαστήριο ασχολήθηκε με παρεμφερές ζήτημα.

    64      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι όταν, όπως συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης, το κοινοτικό δίκαιο δεν προβλέπει ειδικές κυρώσεις για την περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνονται μολαταύτα καταχρήσεις, απόκειται στις εθνικές αρχές να λαμβάνουν πρόσφορα μέτρα για να αντιμετωπίσουν μια τέτοια κατάσταση, αυτά δε τα μέτρα πρέπει να είναι όχι μόνον αναλογικά, αλλά και αρκούντως αποτελεσματικά και αποτρεπτικά για να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που έχουν θεσπισθεί κατ’ εφαρμογή της συμφωνίας-πλαισίου (προαναφερθείσες αποφάσεις Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 94, Marrosu και Sardino, σκέψη 51, Vassallo, σκέψη 36, και Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 158, καθώς και προαναφερθείσα διάταξη Βασιλάκης κ.λπ., σκέψη 125).

    65      Καίτοι, ελλείψει σχετικής κοινοτικής ρύθμισης, οι διατάξεις περί καθορισμού των λεπτομερειών εφαρμογής των ως άνω κανόνων εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών δυνάμει της αρχής της διαδικαστικής τους αυτονομίας, εντούτοις οι διατάξεις αυτές δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που διέπουν παρεμφερείς καταστάσεις εσωτερικής φύσης (αρχή της ισοδυναμίας) ούτε να καθιστούν στην πράξη αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η κοινοτική έννομη τάξη (αρχή της αποτελεσματικότητας) (βλ., μεταξύ άλλων, προαναφερθείσες αποφάσεις Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 95, Marrosu και Sardino, σκέψη 52, Vassallo, σκέψη 37, και Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 159, καθώς και προαναφερθείσα διάταξη Βασιλάκης κ.λπ., σκέψη 126).

    66      Επομένως, όταν έχει γίνει καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, πρέπει να υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής μέτρου που να παρέχει αποτελεσματικές και ισοδύναμες εγγυήσεις για την προστασία των εργαζομένων, ώστε να τιμωρείται δεόντως η κατάχρηση αυτή και να εξαλείφονται οι συνέπειες της παράβασης του κοινοτικού δικαίου. Όπως δηλαδή προβλέπει ρητά το ίδιο το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 1999/70, τα κράτη μέλη οφείλουν να «λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο που να τους επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να διασφαλίζουν τα αποτελέσματα που επιβάλλει η […] οδηγία» (προαναφερθείσες αποφάσεις Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 102, Marrosu και Sardino, σκέψη 53, Vassallo, σκέψη 38, και Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 160, καθώς και προαναφερθείσα διάταξη Βασιλάκης κ.λπ., σκέψη 127).

    67      Κατά συνέπεια, μολονότι τα κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων το ενδιαφερόμενο εν προκειμένω κράτος μέλος, δεν είναι υποχρεωμένα να προβλέπουν, ως κύρωση για τη μη τήρηση των προληπτικών μέτρων που έχουν θεσπίσει με την εθνική νομοθεσία περί μεταφοράς της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, πρέπει εντούτοις να διασφαλίζουν ότι οι λοιπές κυρώσεις που επιβάλλει η νομοθεσία τους αυτή είναι αρκούντως αποτελεσματικές και αποτρεπτικές, ώστε να εγγυώνται την πλήρη αποτελεσματικότητα των εν λόγω προληπτικών μέτρων (βλ., σχετικώς, προαναφερθείσες αποφάσεις Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 105, Marrosu και Sardino, σκέψη 49, Vassallo, σκέψη 34, και Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 161, καθώς και προαναφερθείσα διάταξη Βασιλάκης κ.λπ., σκέψη 123).

    68      Όσον αφορά τις κυρώσεις που προβλέπει, εν προκειμένω, το άρθρο 7 του προεδρικού διατάγματος 164/2004, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποφαίνεται επί της ερμηνείας των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου, καθόσον τούτο αποτελεί έργο αποκλειστικά του αιτούντος δικαστηρίου ή, ενδεχομένως, των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων, τα οποία πρέπει να εξετάζουν αν οι διατάξεις της εφαρμοστέας εθνικής ρύθμισης ανταποκρίνονται στις επιταγές που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 64 έως 66 της παρούσας διατάξεως (βλ., μεταξύ άλλων, προαναφερθείσες αποφάσεις Vassallo, σκέψη 39, και Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 163, καθώς και προαναφερθείσα διάταξη Βασιλάκης κ.λπ., σκέψη 134).

    69      Επομένως, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει κατά πόσον οι προϋποθέσεις εφαρμογής και η εφαρμογή στην πράξη των σχετικών διατάξεων του εσωτερικού δικαίου καθιστούν τις διατάξεις αυτές κατάλληλο μέτρο για την πάταξη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης από τις διοικητικές αρχές διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις Marrosu και Sardino, σκέψη 56, Vassallo, σκέψη 41 και Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 164, καθώς και προαναφερθείσα διάταξη Βασιλάκης κ.λπ., σκέψη 135).

    70      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να διασφαλίσει κυρίως ότι οι εργαζόμενοι που είναι τα θύματα της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου δεν θα αποτρέπονται, ελπίζοντας ότι θα εξακολουθήσουν να απασχολούνται και στο μέλλον στον δημόσιο τομέα, από την άσκηση ενώπιον των εθνικών αρχών, περιλαμβανομένων και των δικαστικών, των δικαιωμάτων που τους απονέμει η εθνική ρύθμιση και που αποτελούν συνέπεια της εφαρμογής, με τη ρύθμιση αυτή, όλων των προληπτικών μέτρων που προβλέπει η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου (προαναφερθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 165).

    71      Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να διασφαλίσει ότι όλοι οι εργαζόμενοι «ορισμένου χρόνου» κατά την έννοια της ρήτρας 3, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου μπορούν να αξιώσουν την επιβολή στον εργοδότη τους των κυρώσεων που προβλέπει το προεδρικό διάταγμα 164/2004, όταν είναι θύματα καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων, και μάλιστα ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό της σύμβασής τους σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο (προαναφερθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 166).

    72      Επομένως, στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει, ως μέτρα για τον κολασμό της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, την καταβολή στον εργαζόμενο του μισθού του και μιας αποζημίωσης, καθώς και την επιβολή ποινικών και πειθαρχικών κυρώσεων, εφόσον το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής και η εφαρμογή στην πράξη των οικείων διατάξεων του εσωτερικού δικαίου τις καθιστούν κατάλληλο μέτρο για την πάταξη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης από τις διοικητικές αρχές διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

     Επί του πέμπτου ερωτήματος

    73      Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, της οποίας οι διατάξεις που έχουν ως αντικείμενο τη λήψη μέτρων για την πρόληψη και την πάταξη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου δεν εφαρμόζονται ratione temporis σε διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που συνήφθησαν ή ανανεώθηκαν μετά τη λήξη της προθεσμίας που έτασσε η οδηγία 1999/70 για τη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο, εφόσον οι συμβάσεις αυτές δεν ίσχυαν πλέον κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της εν λόγω εθνικής ρύθμισης ή εντός του τελευταίου τριμήνου πριν από την ημερομηνία αυτή.

    74      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι οι μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 προβλέπουν ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που ίσχυαν κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του εν λόγω διατάγματος, ήτοι στις 19 Ιουλίου 2004, ή έπαυσαν να ισχύουν εντός του τελευταίου τριμήνου πριν από την ημερομηνία αυτή, δηλαδή μετά τις 19 Απριλίου 2004, μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Πάντως, όπως προκύπτει από τη σκέψη 13 της παρούσας διατάξεως, οι διατάξεις της οδηγίας 1999/70, περιλαμβανομένης της συμφωνίας-πλαισίου, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της οδηγίας αυτής, έπρεπε να μεταφερθούν στην ελληνική έννομη τάξη το αργότερο έως τις 10 Ιουλίου 2002.

    75      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν οι μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 διασφαλίζουν, δεδομένου ότι η αναδρομική τους ισχύς περιορίζεται στους τρεις μήνες, την αποτελεσματική αποτροπή της καταχρηστικής χρησιμοποίησης συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου για τη χρονική περίοδο από τις 10 Ιουλίου 2002 έως τις 19 Απριλίου 2004. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ειδικότερα ότι οι τέσσερις διαδοχικές συμβάσεις που συνήψε η Α. Κούκου με το Ελληνικό Δημόσιο πριν από την έναρξη της ισχύος του προεδρικού διατάγματος 164/2004, μεταξύ Μαρτίου 2002 και Δεκεμβρίου 2003, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των μεταβατικών αυτών διατάξεων, μολονότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα λόγω της μέγιστης συνολικής τους διάρκειας. Το δικαστήριο αυτό τονίζει επίσης ότι δεν παρέχεται προστασία ούτε σε σχέση με τις λοιπές τέσσερις διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που συνήφθησαν μετά την έναρξη της ισχύος του προεδρικού διατάγματος 164/2004, από τον Αύγουστο του 2004 έως τον Δεκέμβριο του 2006, μολονότι και αυτές έχουν τέτοιο χαρακτήρα, λαμβανομένου υπόψη του αριθμού των ανανεώσεών τους.

    76      Διαπιστώνεται ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να συναχθεί σαφώς από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

    77      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποφαίνεται επί της ερμηνείας των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου, καθόσον τούτο αποτελεί έργο αποκλειστικά του αιτούντος δικαστηρίου ή, ενδεχομένως, των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων, τα οποία πρέπει να εξετάζουν αν οι διατάξεις της εφαρμοστέας εθνικής ρύθμισης ανταποκρίνονται στις επιταγές που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 64 έως 66 της παρούσας διατάξεως. Συνεπώς, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει κατά πόσον οι προϋποθέσεις εφαρμογής και η εφαρμογή στην πράξη των σχετικών διατάξεων του εσωτερικού δικαίου καθιστούν τις διατάξεις αυτές κατάλληλο μέτρο για την πάταξη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης από τις διοικητικές αρχές διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

    78      Συγκεκριμένα, όσον αφορά κατ’ αρχάς τις διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που συνήφθησαν ή ανανεώθηκαν στον δημόσιο τομέα μετά την έναρξη της ισχύος του προεδρικού διατάγματος 164/2004, το αιτούν δικαστήριο είναι αρμόδιο να εξετάσει αν τίθεται, στις περιπτώσεις των συμβάσεων αυτών, ζήτημα επιβολής των κυρώσεων που προβλέπει το άρθρο 7 του διατάγματος αυτού, στο μέτρο που, όπως διαπιστώνει το ίδιο το αιτούν δικαστήριο με την απόφαση περί παραπομπής, οι εν λόγω συμβάσεις δεν πληρούν τη σχετική με τον αριθμό ανανεώσεων των διαδοχικών συμβάσεων προϋπόθεση που θέτει το διάταγμα αυτό και πρέπει, ως εκ τούτου, να θεωρηθούν ως καταχρηστικές κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου.

    79      Ακολούθως, όσον αφορά τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που συνήφθησαν ή ανανεώθηκαν στον δημόσιο τομέα πριν από την έναρξη της ισχύος του προεδρικού διατάγματος 164/2004 αλλά μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 1999/70 στο εθνικό δίκαιο, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι μολονότι, λόγω του περιορισμένου αναδρομικού αποτελέσματος που προσέδωσε ο Έλληνας νομοθέτης στο άρθρο 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004, σε ορισμένες περιπτώσεις τέτοιων συμβάσεων δεν μπορεί να επιβληθεί καμία κύρωση, εντούτοις το αιτούν δικαστήριο οφείλει να διασφαλίσει την εφαρμογή ενός μέτρου που να παρέχει αποτελεσματικές και ισοδύναμες εγγυήσεις προστασίας των εργαζομένων, προκειμένου να επιβάλλονται οι προσήκουσες κυρώσεις για την κατάχρηση και να εξαλείφονται οι συνέπειες της παραβίασης του κοινοτικού δικαίου. Καθόσον η ελληνική έννομη τάξη δεν περιελάμβανε, κατά την εν λόγω περίοδο, άλλα αποτελεσματικά προς τούτο μέτρα, η μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920 θα μπορούσε να συνιστά τέτοιο μέτρο, εφόσον το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι η διάταξη αυτή εξακολουθεί να τυγχάνει εφαρμογής στην οικεία εσωτερική έννομη τάξη (βλ., σχετικώς, προαναφερθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ. και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    80      Όπως έκρινε το Δικαστήριο με τη σκέψη 171 της προαναφερθείσας αποφάσεως Αγγελιδάκη κ.λπ., απόκειται πάντως στις εθνικές αρχές και στα εθνικά δικαστήρια, που είναι αρμόδια για την εφαρμογή των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 1999/70 και της συμφωνίας-πλαισίου και καλούνται επομένως να αποφαίνονται επί του χαρακτηρισμού των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, να εξετάζουν σε κάθε περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, αν τα μέτρα που προβλέπει το άρθρο 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 αποτελούν προσήκουσες κυρώσεις, οσάκις ενδέχεται να έχει γίνει καταχρηστική χρησιμοποίηση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου πριν από την έναρξη της ισχύος του εν λόγω διατάγματος, και εξαλείφουν έτσι τις συνέπειες της παραβίασης του κοινοτικού δικαίου.

    81      Επομένως, στο πέμπτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι, εφόσον το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι η εσωτερική έννομη τάξη του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους δεν προβλέπει, όσον αφορά τον δημόσιο τομέα, άλλο αποτελεσματικό μέτρο για την αποτροπή και, ενδεχομένως, την επιβολή κυρώσεων για την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, απαγορεύει εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, καθόσον δεν εφαρμόζεται ratione temporis σε διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που συνήφθησαν ή ανανεώθηκαν μετά τη λήξη της προθεσμίας που έτασσε η οδηγία 1999/70 για τη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο, σε περίπτωση που οι συμβάσεις αυτές δεν ίσχυαν πλέον κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της εν λόγω εθνικής ρύθμισης ή εντός του τελευταίου τριμήνου πριν από την ημερομηνία αυτή.

     Επί του εβδόμου ερωτήματος

    82      Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινισθεί αν η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι κωλύει την εφαρμογή εθνικής ρύθμισης, η οποία απαγορεύει, όσον αφορά τον δημόσιο τομέα, να μετατρέπονται σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου που έχουν στην πραγματικότητα ως αντικείμενο την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του εργοδότη.

    83      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, κατά το δικαστήριο που επιλήφθηκε της διαφοράς της κύριας δίκης, η απόλυτη αυτή απαγόρευση κάθε μετατροπής απορρέει από το άρθρο 103, παράγραφος 8, του Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε στις 7 Απριλίου 2001, σύμφωνα τουλάχιστον με την ερμηνεία που έδωσε ο Άρειος Πάγος με τις αποφάσεις του 19/2007 και 20/2007. Πάντως, όπως προκύπτει από την προγενέστερη απόφαση 18/2006 του ιδίου δικαστηρίου, είναι επίσης δυνατή η ερμηνεία της εν λόγω συνταγματικής διάταξης υπό την έννοια ότι η επίμαχη απαγόρευση περιορίζεται στις διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου οι οποίες συνήφθησαν, στην πράξη, για να καλυφθούν προσωρινές, απρόβλεπτες, επείγουσες ή έκτακτες ανάγκες.

    84      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Δικαστήριο έχει απαντήσει σε πανομοιότυπο ερώτημα με την προαναφερθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ. (σκέψεις 182 έως 190), καθώς και με την προαναφερθείσα διάταξη Βασιλάκης κ.λπ. (σκέψεις 120 έως 137). Εξάλλου, χρήσιμα στοιχεία για την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο ερώτημα αυτό αντλούνται και από τις προαναφερθείσες αποφάσεις Αδενέλερ κ.λπ. (σκέψεις 91 έως 105), Marrosu και Sardino (σκέψεις 44 έως 57), καθώς και Vassallo (σκέψεις 33 έως 42), στις οποίες είχε υποβληθεί παρόμοιο ερώτημα.

    85      Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου, εφόσον δεν επιβάλλει καμία γενική υποχρέωση στα κράτη μέλη να προβλέπουν τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ούτε θέτει συγκεκριμένες προϋποθέσεις για τη χρησιμοποίηση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, παρέχει συναφώς ορισμένη διακριτική ευχέρεια στα κράτη μέλη (προαναφερθείσες αποφάσεις Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 91, Marrosu και Sardino, σκέψη 47, και Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 183, καθώς και προαναφερθείσα διάταξη Βασιλάκης κ.λπ., σκέψη 121).

    86      Πάντως, για να μπορεί να θεωρηθεί ότι συνάδει με τη συμφωνία-πλαίσιο μια εθνική ρύθμιση η οποία απαγορεύει απόλυτα, στον δημόσιο τομέα, να μετατρέπεται σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μια σειρά διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που στην πράξη είχαν ως αντικείμενο την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του εργοδότη, η εσωτερική έννομη τάξη του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους πρέπει να προβλέπει, στον εν λόγω τομέα, ένα άλλο αποτελεσματικό μέτρο ώστε να αποτρέπεται και, εν ανάγκη, να τιμωρείται η καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (βλ., σχετικώς, προαναφερθείσες αποφάσεις Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 105, Marrosu και Sardino, σκέψη 49, Vassallo, σκέψη 34, και Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 184, καθώς και προαναφερθείσα διάταξη Βασιλάκης κ.λπ., σκέψη 123).

    87      Πρέπει να υπομνησθεί ότι η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου επιβάλλει στα κράτη μέλη την αποτελεσματική και δεσμευτική θέσπιση ενός τουλάχιστον από τα μέτρα που απαριθμούνται στη διάταξη αυτή και έχουν ως σκοπό την πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, εφόσον το εθνικό δίκαιο δεν περιλαμβάνει ισοδύναμα μέτρα (βλ. παρατιθέμενη στη σκέψη 53 της παρούσας διατάξεως νομολογία).

    88      Επιπλέον, όταν, όπως συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης, το κοινοτικό δίκαιο δεν προβλέπει ειδικές κυρώσεις για την περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνονται μολαταύτα καταχρήσεις, απόκειται στις εθνικές αρχές να λαμβάνουν μέτρα που πρέπει να είναι όχι μόνον αναλογικά, αλλά και αρκούντως αποτελεσματικά και αποτρεπτικά για να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που έχουν θεσπισθεί κατ’ εφαρμογή της συμφωνίας-πλαισίου, σύμφωνα με τις επιταγές που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 64 έως 66 της παρούσας διατάξεως.

    89      Συναφώς, όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο με τη σκέψη 187 της προαναφερθείσας αποφάσεως Αγγελιδάκη κ.λπ., η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση θέτει επιτακτικούς κανόνες σχετικούς με τη διάρκεια και την ανανέωση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, με σκοπό τη διασφάλιση της εφαρμογής των τριών προληπτικών μέτρων που απαριθμούνται στη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχεία α΄ έως γ΄ της συμφωνίας-πλαισίου. Η εν λόγω ρύθμιση ορίζει επίσης ότι, όταν έχει διαπιστωθεί καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, ο ζημιωθείς εργαζόμενος έχει αξίωση καταβολής του οφειλόμενου μισθού και αποζημίωσης λόγω απόλυσης, ενώ μπορούν να επιβληθούν στον παραβάτη ποινικές και πειθαρχικές κυρώσεις. Εξάλλου, η ρύθμιση αυτή προβλέπει επίσης ότι ορισμένες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που ίσχυαν κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της ή είχαν λήξει λίγο πριν από την ημερομηνία αυτή μπορούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να μετατρέπονται σε συμβάσεις αορίστου χρόνου.

    90      Μολονότι η ρύθμιση αυτή θα μπορούσε να ανταποκρίνεται στις επιταγές που υπομνήσθηκαν με τις σκέψεις 64 έως 66 της παρούσας διατάξεως, απόκειται εντούτοις στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει κατά πόσον οι προϋποθέσεις εφαρμογής καθώς και η εφαρμογή στην πράξη των οικείων διατάξεων του εσωτερικού δικαίου τις καθιστούν κατάλληλο μέτρο για την πρόληψη και, ενδεχομένως, την πάταξη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης από τις διοικητικές αρχές διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις Marrosu και Sardino, σκέψεις 55 και 56, Vassallo, σκέψεις 40 και 41 και Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 188, καθώς και προαναφερθείσα διάταξη Βασιλάκης κ.λπ., σκέψεις 128 και 135).

    91      Επομένως, στο έβδομο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, σε περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, όταν η εσωτερική έννομη τάξη του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους προβλέπει, στον επίμαχο τομέα, άλλα αποτελεσματικά μέτρα για να αποτρέπεται και, εν ανάγκη, να τιμωρείται η καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου κατά την έννοια του σημείου 1 της ρήτρας αυτής, η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι δεν κωλύει την εφαρμογή κανόνα του εθνικού δικαίου που απαγορεύει απόλυτα, όσον αφορά συγκεκριμένα τον δημόσιο τομέα, τη μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου μιας σειράς διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίες, καθόσον έχουν ως αντικείμενο την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του εργοδότη, πρέπει να θεωρούνται ως καταχρηστικές. Ωστόσο, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει κατά πόσον οι προϋποθέσεις εφαρμογής καθώς και η εφαρμογή στην πράξη των οικείων διατάξεων του εσωτερικού δικαίου τις καθιστούν κατάλληλο μέτρο για την πρόληψη και, ενδεχομένως, την πάταξη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης από τις διοικητικές αρχές διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

     Επί του ογδόου ερωτήματος

    92      Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινισθεί αν η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου απαγορεύει την υπαγωγή των διαφορών που αφορούν την καταχρηστική χρησιμοποίηση στον δημόσιο τομέα συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στην αποκλειστική δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων.

    93      Συναφώς, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει το ερώτημα αυτό λόγω της ένστασης αναρμοδιότητας που προέβαλε στο πλαίσιο της κύριας δίκης το Ελληνικό Δημόσιο, υποστηρίζοντας ότι οι διαφορές του εργατικού δικαίου που ανακύπτουν μετά την έναρξη της ισχύος του προεδρικού διατάγματος 164/2004 δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων. Η ένσταση αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι το άρθρο 11 του εν λόγω διατάγματος θεσπίζει, όσον αφορά τη μετατροπή στον δημόσιο τομέα των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, μια διοικητική διαδικασία υπό τον έλεγχο του ΑΣΕΠ, του οποίου οι αποφάσεις συνιστούν διοικητικές πράξεις. Το Ελεγκτικό Συνέδριο αποφάνθηκε μάλιστα ότι ο κανόνας της αναρμοδιότητας των πολιτικών δικαστηρίων ισχύει ακόμη και όταν οι εργαζόμενοι επικαλούνται το άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920. Πάντως, πριν από τη μεταφορά της οδηγίας 1999/70 στην ελληνική έννομη τάξη με το προεδρικό διάταγμα 164/2004, όλες οι σχετικές με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου διαφορές υπάγονταν στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και, ειδικότερα, στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, η οποία ήταν λιγότερο αυστηρή, απλούστερη, λιγότερο δαπανηρή και, γενικώς, ταχύτερη. Κατά συνέπεια, η πρόσβαση στη δικαιοσύνη έχει πλέον καταστεί δυσχερέστερη για τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου.

    94      Διαπιστώνεται ότι η απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα μπορεί να συναχθεί σαφώς από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ειδικότερα δε από τις προαναφερθείσες αποφάσεις Impact (σκέψεις 39 έως 55) και Αγγελιδάκη κ.λπ. (σκέψεις 172 έως 176), καθώς και από την προαναφερθείσα διάταξη Βασιλάκης κ.λπ. (σκέψεις 138 έως 150).

    95      Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι, δυνάμει της ρήτρας 8, σημείο 5, της συμφωνίας-πλαισίου, τυχόν διαφορές και καταγγελίες που απορρέουν από την εφαρμογή της συμφωνίας αυτής προλαμβάνονται και ρυθμίζονται σύμφωνα αφενός με τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας και αφετέρου με τις εθνικές συλλογικές συμβάσεις και τις εθνικές πρακτικές (προαναφερθείσες αποφάσεις Impact, σκέψη 39, και Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 172, καθώς και προαναφερθείσα διάταξη Βασιλάκης κ.λπ., σκέψη 140).

    96      Κατά πάγια νομολογία, ελλείψει σχετικής κοινοτικής νομοθεσίας, η εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους πρέπει να καθορίζει τα αρμόδια δικαστήρια και να ρυθμίζει τις δικονομικές λεπτομέρειες σε σχέση με τις ένδικες προσφυγές που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων που παρέχει στους πολίτες το κοινοτικό δίκαιο (προαναφερθείσες αποφάσεις Impact, σκέψη 44, και Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 173, καθώς και προαναφερθείσα διάταξη Βασιλάκης κ.λπ., σκέψη 141).

    97      Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 64 και 65 της παρούσας διατάξεως, οι εθνικές αρχές οφείλουν να λαμβάνουν πρόσφορα μέτρα για τη διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας των κανόνων που έχουν θεσπισθεί κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας-πλαισίου. Οι ρυθμίσεις περί καθορισμού των λεπτομερειών εφαρμογής των ως άνω κανόνων, οι οποίες εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών δυνάμει της αρχής της εθνικής δικονομικής αυτονομίας, πρέπει να είναι σύμφωνες με τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας (προαναφερθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 174, και προαναφερθείσα διάταξη Βασιλάκης κ.λπ., σκέψη 142).

    98      Όπως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο, οι επιταγές αυτές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, οι οποίες εκφράζουν τη γενική υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν την ένδικη προστασία των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο, ισχύουν και όσον αφορά τον καθορισμό των δικαιοδοτικών οργάνων που είναι αρμόδια να επιλαμβάνονται ενδίκων προσφυγών στηριζομένων στο δίκαιο αυτό. Πράγματι, η μη τήρηση των εν λόγω επιταγών ως προς αυτή την πτυχή, όπως και η μη τήρησή τους όσον αφορά τον καθορισμό των δικονομικών λεπτομερειών, θα αντέβαινε στην αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (προαναφερθείσα απόφαση Impact, σκέψεις 47 και 48).

    99      Το Δικαστήριο πάντως έχει κρίνει ότι μια εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία ορίζει ότι μια ανεξάρτητη διοικητική αρχή, όπως το ΑΣΕΠ, είναι αρμόδια για την ενδεχόμενη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου φαίνεται εκ πρώτης όψεως να πληροί τις απαιτήσεις αυτές (προαναφερθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 175, και προαναφερθείσα διάταξη Βασιλάκης κ.λπ., σκέψη 144).

    100    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, είτε λόγω της παρεμβολής της διοικητικής αυτής αρχής είτε για οποιονδήποτε άλλον λόγο, οι διαφορές που αφορούν την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου υπάγονται πλέον στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων της ελληνικής έννομης τάξεως.

    101    Πάντως, στο αιτούν δικαστήριο, και όχι στο Δικαστήριο, απόκειται να ελέγξει κατά πόσον το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έχει θεσπίσει όλες τις αναγκαίες διατάξεις, προκειμένου αφενός να είναι ανά πάσα στιγμή σε θέση να εγγυηθεί τα αποτελέσματα που επιβάλλει η οδηγία 1999/70 και αφετέρου να προβλέψει στο πλαίσιο της εσωτερικής έννομης τάξεώς του, βάσει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, τέτοιες ρυθμίσεις περί καθορισμού τόσο των λεπτομερειών εφαρμογής των κανόνων που έχουν θεσπισθεί κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας-πλαισίου όσο και των δικαστηρίων που είναι αρμόδια να επιλαμβάνονται προσφυγών ή αγωγών στηριζομένων στους κανόνες αυτούς, ώστε να διασφαλίζεται το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, με παράλληλη τήρηση των αρχών της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας (βλ., σχετικώς, μεταξύ άλλων, προαναφερθείσες αποφάσεις Impact, σκέψεις 43 έως 55, και Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 176, καθώς και προαναφερθείσα διάταξη Βασιλάκης κ.λπ., σκέψη 149).

    102    Επομένως, στο όγδοο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει, κατ’ αρχήν, την υπαγωγή των διαφορών που αφορούν την καταχρηστική χρησιμοποίηση, στον δημόσιο τομέα, συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στην αποκλειστική δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Ωστόσο, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να μεριμνήσει για τη διασφάλιση του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, με παράλληλη τήρηση των αρχών της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας.

     Επί της ερμηνείας της ρήτρας 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαισίου

    103    Με το δεύτερό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινισθεί αν η ρήτρα 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαισίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία θέτει, για τη διαπίστωση της υπάρξεως καταχρηστικής χρησιμοποίησης συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, πρόσθετες προϋποθέσεις σε σχέση με εκείνες που προέβλεπε το προϊσχύον εθνικό δίκαιο και, ιδίως, το άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920.

    104    Κατά το δικαστήριο αυτό, το προεδρικό διάταγμα 164/2004 συνιστά «υποβάθμιση» κατά την έννοια της ρήτρας 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαισίου, καθόσον το εν λόγω διάταγμα αφενός εφαρμόζεται αποκλειστικώς και μόνο στους εργαζομένους που έχουν απασχοληθεί βάσει διαδοχικών συμβάσεων, και όχι σε εκείνους που έχουν συνάψει μόνο μια πρώτη σύμβαση ή μία και μοναδική σύμβαση και αφετέρου προβλέπει ότι, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη καταχρήσεως, πρέπει να συντρέχουν πρόσθετες προϋποθέσεις σχετικές με τη μέγιστη συνολική διάρκεια των συμβάσεων και τον αριθμό των ανανεώσεών τους. Αντιθέτως, κατά το προγενέστερο της έναρξης της ισχύος του εν λόγω διατάγματος εσωτερικό δίκαιο αρκούσε, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη καταχρήσεως, το γεγονός και μόνον ότι ο ενδιαφερόμενος εργαζόμενος απασχολούνταν χωρίς αντικειμενικό λόγο με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, ανεξαρτήτως της συνολικής τους διάρκειας ή του αριθμού των ανανεώσεών τους.

    105    Συναφώς, πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 56 της παρούσας διατάξεως και όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο με τη σκέψη 152 της προαναφερθείσας αποφάσεως Αγγελιδάκη κ.λπ., τα άρθρα 5 και 6 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 θέτουν σε εφαρμογή, στον δημόσιο τομέα, όλα τα μέτρα για την πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που απαριθμούνται στη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχεία α΄ έως γ΄, της συμφωνίας-πλαισίου, δηλαδή μέτρα σχετικά με τη συνδρομή αντικειμενικών λόγων που να δικαιολογούν την ανανέωση αυτών των συμβάσεων εργασίας, με τη μέγιστη συνολική διάρκεια των διαδοχικών αυτών συμβάσεων εργασίας και με τον αριθμό των ανανεώσεών τους.

    106    Επομένως, το γεγονός ότι το προεδρικό διάταγμα 164/2004, ενώ προβλέπει ότι η ανανέωση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου πρέπει να δικαιολογείται από αντικειμενικό λόγο, περιορίζει επιπλέον, σύμφωνα με τη ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, τον μέγιστο επιτρεπόμενο αριθμό ανανεώσεων των συμβάσεων αυτών και επιβάλλει την τήρηση ορίων όσον αφορά τη συνολική τους διάρκεια, όχι μόνο δεν μειώνει το επίπεδο της προστασίας που παρέχεται στους εργαζομένους ορισμένου χρόνου, αλλά αντιθέτως φαίνεται να ενισχύει την προστασία αυτή. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η ανανέωση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου απαγορεύεται ως καταχρηστική εφόσον δεν πληρούται μια από τις προϋποθέσεις αυτές, η εν λόγω ανανέωση θα έπρεπε, ακόμη και αν συντρέχει αντικειμενικός λόγος, να θεωρείται καταχρηστική οσάκις υπάρχει υπέρβαση της μέγιστης συνολικής διάρκειας ή του μέγιστου επιτρεπόμενου αριθμού ανανεώσεων.

    107    Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο μάλλον εκτιμά ότι οι προϋποθέσεις που θέτει το εθνικό δίκαιο εφαρμόζονται σωρευτικώς, υπό την έννοια ότι για να απαγορευθεί ως καταχρηστική η ανανέωση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου δεν αρκεί να μη συντρέχει αντικειμενικός λόγος προς δικαιολόγησή της, αλλά πρέπει, επιπλέον, να μην πληρούνται και οι άλλες δύο προαναφερθείσες προϋποθέσεις. Ειδικότερα, κατά την κρίση του δικαστηρίου αυτού, το προεδρικό διάταγμα 164/2004 εξαρτά πλέον τη διαπίστωση της υπάρξεως καταχρήσεως από τη «συµπλήρωση ενός ελάχιστου χρονικού διαστήµατος απασχόλησης» και από τη «σύναψη ελάχιστου αριθµού διαδοχικών συµβάσεων». Αυτό θα σήμαινε αποδυνάμωση της προστασίας που παρέχεται στους εργαζομένους ορισμένου χρόνου, καθόσον η ανανέωση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, ακόμη και αν δεν δικαιολογείται από αντικειμενικό λόγο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως καταχρηστική εφόσον πληρούνται, κατά τα λοιπά, οι προϋποθέσεις της μέγιστης συνολικής διάρκειας των οικείων συμβάσεων και του μέγιστου επιτρεπόμενου αριθμού ανανεώσεών τους.

    108    Μολονότι η ερμηνεία αυτή δεν στηρίζεται στο γράμμα των διατάξεων του προεδρικού διατάγματος 164/2004, δεδομένου ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, του διατάγματος αυτού ορίζει ρητώς ότι η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση από τα όσα προβλέπει η παράγραφος 1 του ίδιου άρθρου μόνον εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, εντούτοις υπενθυμίζεται ότι τα εθνικά δικαστήρια είναι, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στη σκέψη 43 της παρούσας διατάξεως νομολογία, αποκλειστικώς αρμόδια να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο.

    109    Επομένως, στα εθνικά δικαστήρια απόκειται να εξετάσουν κατά πόσον οι ως άνω τροποποιήσεις, που επήλθαν με το προεδρικό διάταγμα 164/2004 στο προϊσχύον δίκαιο όπως είχε διαμορφωθεί με το άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920, είχαν ως συνέπεια τη μείωση του επιπέδου της προστασίας των απασχολουμένων με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, συγκρίνοντας τον βαθμό της προστασίας που παρέχει καθεμία από τις εθνικές αυτές διατάξεις (προαναφερθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 129).

    110    Πάντως, το αιτούν δικαστήριο οφείλει συναφώς, κατά πάγια νομολογία, να χρησιμοποιήσει κάθε δυνατότητα εντός των ορίων της αρμοδιότητάς του, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας μεθόδους ερμηνείας που αναγνωρίζονται από το δίκαιο αυτό, προκειμένου να εξασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα της επίμαχης οδηγίας και να καταλήξει σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που αυτή επιδιώκει (βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 111, και Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 200, καθώς και προαναφερθείσα διάταξη Βασιλάκης κ.λπ., σκέψη 59).

    111    Το Δικαστήριο μπορεί, καθόσον αποφαίνεται επί αίτησης έκδοσης προδικαστικής αποφάσεως, να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τις αναγκαίες ενδείξεις προκειμένου το εν λόγω δικαστήριο να εκτιμήσει κατά πόσον η ενδεχόμενη αυτή μείωση του επιπέδου της προστασίας των απασχολουμένων με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου συνιστά «υποβάθμιση» κατά την έννοια της ρήτρας 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαισίου. Προς τούτο, πρέπει να εξετασθεί κατά πόσον οι τροποποιήσεις που επέφερε η εθνική ρύθμιση για τη μεταφορά της οδηγίας 1999/70 και της συμφωνίας-πλαισίου στην εσωτερική έννομη τάξη μπορούν να θεωρηθούν ότι αφορούν αφενός την «εφαρμογή» της συμφωνίας αυτής και αφετέρου το «γενικό επίπεδο προστασίας» των εργαζομένων κατά την έννοια της ρήτρας 8, σημείο 3, της συμφωνίας αυτής (προαναφερθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 130).

    112    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να συναχθεί σαφώς από τη νομολογία του Δικαστηρίου και, ειδικότερα, από την προαναφερθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ. (σκέψεις 122 έως 146).

    113    Όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο με τη σκέψη 125 της αποφάσεως αυτής και όπως είχε κρίνει με τη σκέψη 50 της αποφάσεως της 22ας Νοεμβρίου 2005, C-144/04, Mangold (Συλλογή 2005, σ. I‑9981), από το γράμμα της ρήτρας 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαισίου προκύπτει ότι η θέση σε ισχύ της συμφωνίας αυτής δεν μπορεί να αποτελεί για τα κράτη μέλη επαρκή αιτιολογία για την υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων που παρεχόταν προηγουμένως εντός της εσωτερικής έννομης τάξης στον τομέα που καλύπτεται από την εν λόγω συμφωνία.

    114    Κατά συνέπεια, μια υποβάθμιση της προστασίας που παρέχεται στους εργαζομένους στον τομέα των συμβάσεων ορισμένου χρόνου δεν απαγορεύεται, αυτή καθεαυτή, από τη συμφωνία-πλαίσιο, αλλά, για να εμπίπτει στην απαγόρευση της ρήτρας 8, σημείο 3, η υποβάθμιση αυτή πρέπει αφενός να συνδέεται με την «εφαρμογή» της συμφωνίας-πλαισίου και αφετέρου να αφορά το «γενικό επίπεδο προστασίας» των εργαζομένων ορισμένου χρόνου (προαναφερθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 126· βλ. επίσης, σχετικώς, προαναφερθείσα απόφαση Mangold, σκέψη 52).

    115    Όσον αφορά, πρώτον, την προϋπόθεση ότι η υποβάθμιση πρέπει να συνδέεται με την «εφαρμογή» της συμφωνίας-πλαισίου, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι αυτός ο όρος, που χρησιμοποιείται χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση στη ρήτρα 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαισίου, δεν μπορεί να αφορά μόνον την αρχική μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 1999/70 και ιδίως του παραρτήματός της που περιέχει τη συμφωνία-πλαίσιο, αλλά πρέπει να καλύπτει κάθε εθνικό μέτρο το οποίο λαμβάνεται προκειμένου να διασφαλισθεί η δυνατότητα επίτευξης του επιδιωκόμενου με την οδηγία σκοπού, περιλαμβανομένων εκείνων που, μετά την κυρίως ειπείν μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο, συμπληρώνουν ή τροποποιούν τους θεσπισθέντες εθνικούς κανόνες (προαναφερθείσες αποφάσεις Mangold, σκέψη 51, και Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 131).

    116    Επομένως, η ρήτρα 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαισίου μπορεί να αφορά μια εθνική ρύθμιση, όπως το προεδρικό διάταγμα 164/2004, το οποίο αποτελεί το δεύτερο μέτρο μεταφοράς που θέσπισε το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος για τη μεταφορά της οδηγίας 1999/70 και της συμφωνίας αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη του (απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 132).

    117    Η ρύθμιση αυτή πάντως δεν μπορεί να θεωρηθεί αντίθετη προς την εν λόγω ρήτρα, αν η υποβάθμιση την οποία συνεπάγεται ουδαμώς συνδέεται με την εφαρμογή της συμφωνίας-πλαισίου. Αυτό θα συνέβαινε αν ο δικαιολογητικός λόγος για την υποβάθμιση αυτή δεν ήταν η υποχρέωση θέσεως σε εφαρμογή της συμφωνίας-πλαισίου, αλλά η ανάγκη προαγωγής ενός άλλου, διαφορετικού σκοπού (προαναφερθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 133· βλ. επίσης, σχετικώς, προαναφερθείσα απόφαση Mangold, σκέψεις 52 και 53).

    118    Εν προκειμένω δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο οι τροποποιήσεις του προϊσχύοντος εθνικού δικαίου με το προεδρικό διάταγμα 164/2004 να συνδέονται με την εφαρμογή της συμφωνίας-πλαισίου, αφού, σύμφωνα με την απόφαση περί παραπομπής, κατά τον χρόνο έκδοσης της οδηγίας 1999/70 και της συμφωνίας αυτής, ίσχυαν για τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου τα μέτρα προστασίας που προέβλεπε, μεταξύ άλλων, το άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920. Επιπλέον, από κανένα στοιχείο της αποφάσεως περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι ο εθνικός νομοθέτης θέλησε, με τις επίμαχες τροποποιήσεις, να προαγάγει κάποιον σκοπό διαφορετικό από τη θέση σε εφαρμογή της συμφωνίας-πλαισίου, πράγμα που όμως καλείται να εξακριβώσει το αιτούν δικαστήριο (βλ., σχετικώς, προαναφερθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 139).

    119    Όσον αφορά, δεύτερον, την προϋπόθεση ότι η υποβάθμιση πρέπει να αφορά το «γενικό επίπεδο προστασίας» των εργαζομένων ορισμένου χρόνου, συνέπειά της είναι ότι στο πεδίο εφαρμογής της ρήτρας 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαισίου μπορεί να εμπίπτει μόνο μια μείωση τέτοιας έκτασης που να επηρεάζει συνολικά την εθνική ρύθμιση περί των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (προαναφερθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 140).

    120    Εν προκειμένω όμως είναι προφανές ότι οι τροποποιήσεις του προϊσχύοντος εθνικού δικαίου με το προεδρικό διάταγμα 164/2004 δεν αφορούν όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου, αλλά μόνον εκείνους που αφενός εμπίπτουν στον δημόσιο τομέα και αφετέρου έχουν συνάψει διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (βλ., σχετικώς, προαναφερθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 141).

    121    Εφόσον το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι οι τελευταίοι αυτοί εργαζόμενοι δεν αντιπροσωπεύουν σημαντικό τμήμα των εργαζομένων ορισμένου χρόνου στο οικείο κράτος μέλος, η μείωση του επιπέδου της προστασίας που ισχύει για την περιορισμένη αυτή κατηγορία εργαζομένων δεν μπορεί, καθεαυτή, να επηρεάσει συνολικά το επίπεδο προστασίας που παρέχεται εντός της εσωτερικής έννομης τάξεως στους απασχολούμενους με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου (προαναφερθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 142).

    122    Επιπλέον και εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι το προεδρικό διάταγμα 164/2004 θέτει σε εφαρμογή στον δημόσιο τομέα όλα τα μέτρα για την πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που απαριθμούνται στη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχεία α΄ έως γ΄, της συμφωνίας πλαισίου, τα οικεία μέτρα φαίνονται, εκ πρώτης όψεως, ικανά να αντισταθμίσουν κάθε ενδεχόμενη μείωση του επιπέδου προστασίας των εργαζομένων ορισμένου χρόνου, την οποία επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο (βλ., σχετικώς, προαναφερθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 143).

    123    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ότι οι τροποποιήσεις που επιφέρει μια εθνική ρύθμιση, η οποία, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, αποσκοπεί στη μεταφορά της οδηγίας 1999/70 και της συμφωνίας-πλαισίου στο εθνικό δίκαιο, μάλλον δεν συνιστούν «υποβάθμιση» του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων ορισμένου χρόνου κατά την έννοια της ρήτρας 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαισίου, εφόσον αφορούν, πράγμα που καλείται να εξακριβώσει το αιτούν δικαστήριο, περιορισμένη κατηγορία εργαζομένων που έχουν συνάψει σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου ή μπορούν να αντισταθμίζονται με την έκδοση μέτρων για την πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (προαναφερθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 146).

    124    Επομένως, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία θέτει, για τη διαπίστωση της υπάρξεως καταχρηστικής χρησιμοποίησης συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, πρόσθετες προϋποθέσεις σε σχέση με εκείνες που προέβλεπε το προϊσχύον εσωτερικό δίκαιο και ιδίως το άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920, εφόσον το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι οι προϋποθέσεις αυτές είτε αφορούν περιορισμένη κατηγορία εργαζομένων που έχουν συνάψει σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου είτε μπορούν να αντισταθμίζονται με την έκδοση μέτρων για την πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου.

     Επί των συνεπειών που πρέπει να έχει για τα εθνικά δικαστήρια η τυχόν παράβαση των ρητρών 5, σημείο 1 και 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαισίου

    125    Με το έκτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινισθεί αν υποχρεούται, βάσει του κοινοτικού δικαίου, να μην εφαρμόσει εθνική ρύθμιση, όπως το επίμαχο εν προκειμένω προεδρικό διάταγμα 164/2004, σε περίπτωση που αντιβαίνει στις διατάξεις της συμφωνίας-πλαισίου και να εφαρμόσει αντ’ αυτού το προϊσχύον εθνικό δίκαιο, ήτοι το άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920.

    126    Διαπιστώνεται ότι το Δικαστήριο απάντησε σε πανομοιότυπο ερώτημα με τις σκέψεις 191 έως 213 της προαναφερθείσας αποφάσεως Αγγελιδάκη κ.λπ. και ότι άλλα χρήσιμα στοιχεία για την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο ερώτημα αυτό παρέχουν οι προαναφερθείσες αποφάσεις Αδενέλερ κ.λπ. (σκέψεις 108 έως 124) και Impact (σκέψεις 69 έως 80), καθώς και από την προαναφερθείσα διάταξη Βασιλάκης κ.λπ. (σκέψεις 56 έως 72).

    127    Συναφώς, υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι το Δικαστήριο έκρινε με τη σκέψη 196 της προαναφερθείσας αποφάσεως Αγγελιδάκη κ.λπ. ότι η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου δεν μπορεί να θεωρηθεί, από την άποψη του περιεχομένου της, ως απαλλαγμένη αιρέσεων και αρκούντως ακριβής ώστε να μπορούν οι ιδιώτες να την επικαλούνται ενώπιον εθνικού δικαστηρίου. Πράγματι, δυνάμει της διάταξης αυτής, απόκειται στην εξουσία εκτιμήσεως των κρατών μελών να εφαρμόζουν, προς αποτροπή της καταχρηστικής χρησιμοποίησης συμβάσεων ορισμένου χρόνου, ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που απαριθμούνται στην εν λόγω ρήτρα ή ακόμα και ήδη ισχύοντα ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες των επιμέρους τομέων και/ή κατηγοριών εργαζομένων. Επιπλέον, δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί επαρκώς το ελάχιστο όριο προστασίας που θα έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να διασφαλίζεται δυνάμει της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου (προαναφερθείσα απόφαση Impact, σκέψεις 71, 78 και 79).

    128    Εξάλλου, το Δικαστήριο κατέληξε, με τις σκέψεις 209 έως 211 της προαναφερθείσας αποφάσεως Αγγελιδάκη κ.λπ., ότι ούτε η ρήτρα 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαισίου πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να παράγει άμεσα αποτελέσματα. Πράγματι, πρώτον, η ρήτρα αυτή αφορά μόνο την «εφαρμογή» της συμφωνίας αυτής από τα κράτη μέλη και/ή τους κοινωνικούς εταίρους, που έχουν την υποχρέωση μεταφοράς της στην εσωτερική έννομη τάξη, και τους απαγορεύει να προβάλλουν, κατά τη μεταφορά αυτή, ως δικαιολογητικό λόγο της υποβάθμισης του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων την υποχρέωση εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου. Δεύτερον, η ρήτρα αυτή, καθόσον απαγορεύει απλώς, σύμφωνα με το γράμμα της, «την υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων στον τομέα που καλύπτεται από την παρούσα συμφωνία», συνεπάγεται ότι στο πεδίο εφαρμογής της μπορεί να εμπίπτει μόνο μια τέτοιας έκτασης μείωση του επιπέδου της προστασίας, ώστε να είναι δυνατόν να επηρεάζεται συνολικά η εθνική ρύθμιση που διέπει τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου. Οι ιδιώτες όμως δεν μπορούν να αντλήσουν από την απαγόρευση αυτή κανένα δικαίωμα του οποίου το περιεχόμενο να είναι αρκούντως σαφές, ακριβές και απαλλαγμένο αιρέσεων.

    129    Πάντως, κατά πάγια νομολογία, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να χρησιμοποιούν κάθε δυνατότητα εντός των ορίων της αρμοδιότητάς τους, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας μεθόδους ερμηνείας που αναγνωρίζονται από το δίκαιο αυτό, προκειμένου να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της επίμαχης οδηγίας και να καταλήγουν σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που αυτή επιδιώκει (βλ. παρατιθέμενη στη σκέψη 110 της παρούσας διατάξεως νομολογία).

    130    Όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο με τη σκέψη 115 της προαναφερθείσας αποφάσεως Αδενέλερ κ.λπ., σε περίπτωση εκπρόθεσμης μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο μιας οδηγίας, η γενική υποχρέωση που υπέχουν τα εθνικά δικαστήρια να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς την οδηγία υφίσταται μόνον από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο (βλ., επίσης, προαναφερθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 201, καθώς και προαναφερθείσα διάταξη Βασιλάκης κ.λπ., σκέψη 63).

    131    Άλλωστε, στην περίπτωση που το αποτέλεσμα που επιδιώκεται με μια οδηγία δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί διά της ερμηνευτικής οδού, πρέπει να υπομνησθεί ότι το κοινοτικό δίκαιο επιβάλλει στα κράτη μέλη να αποκαθιστούν τις ζημίες που έχουν προκαλέσει στους ιδιώτες λόγω της μη μεταφοράς μιας οδηγίας, εφόσον πληρούνται τρεις προϋποθέσεις. Πρώτ’ απ’ όλα, η σχετική οδηγία πρέπει να έχει ως σκοπό την παροχή δικαιωμάτων σε ιδιώτες. Στη συνέχεια, το περιεχόμενο των δικαιωμάτων αυτών πρέπει να μπορεί να προσδιορισθεί βάσει των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας. Τέλος, πρέπει να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράβασης της υποχρεώσεως του κράτους μέλους και της ζημίας που προκλήθηκε (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 202, καθώς και προαναφερθείσα διάταξη Βασιλάκης κ.λπ., σκέψη 60).

    132    Στην υπόθεση της κύριας δίκης, απόκειται επομένως στο αιτούν δικαστήριο να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει τις οικείες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, κατά το μέτρο του δυνατού και εφόσον έχει γίνει καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή εφόσον η εφαρμογή της συμφωνίας-πλαισίου προβλήθηκε ως δικαιολογητικός λόγος για την υποβάθμιση του γενικού επιπέδου της προστασίας των εργαζομένων ορισμένου χρόνου, κατά τρόπο ώστε να επιβληθεί η προσήκουσα κύρωση για τη σχετική κατάχρηση και να εξαλειφθούν οι συνέπειες της παραβίασης του κοινοτικού δικαίου. Το εν λόγω δικαστήριο οφείλει, στο πλαίσιο αυτό, να κρίνει κατά πόσον οι διατάξεις του άρθρου 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920 μπορούν ενδεχομένως να εφαρμοστούν κατόπιν ερμηνείας σύμφωνης προς την οδηγία (βλ., σχετικώς, προαναφερθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 203) .

    133    Συνεπώς, στο έκτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να ερμηνεύσει τις οικείες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο σύμφωνο με τις ρήτρες 5, σημείο 1, και 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαισίου, καθώς και να εξετάσει στο πλαίσιο αυτό αν μια διάταξη του εσωτερικού δικαίου, όπως το άρθρο 8, σημείο 3, του νόμου 2112/1920, πρέπει να εφαρμοσθεί στην υπόθεση της κύριας δίκης αντί ορισμένων άλλων διατάξεων του δικαίου αυτού.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    134    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

    1)      Η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχει την έννοια ότι απαγορεύει τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, όταν ως μοναδικός δικαιολογητικός της λόγος προβάλλεται ότι την προβλέπει μια γενικού περιεχομένου νομοθετική ή κανονιστική διάταξη κράτους μέλους. Αντιθέτως, ο όρος «αντικειμενικοί λόγοι», κατά την έννοια της ρήτρας αυτής, σημαίνει ότι η χρησιμοποίηση αυτού του ιδιαίτερου είδους εργασιακής σχέσης, όπως την ορίζει η εθνική ρύθμιση, δικαιολογείται μόνον από την ύπαρξη συγκεκριμένων στοιχείων που αφορούν, ιδίως, την οικεία δραστηριότητα και τις συνθήκες άσκησής της.

    2)      Η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία, μολονότι επιβάλλει, ως μέτρο πρόληψης της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, την τήρηση ανωτάτων ορίων όσον αφορά τη συνολική τους διάρκεια, προβλέπει εξαιρέσεις από τα όρια αυτά σε σχέση με ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων, εφόσον όμως εφαρμόζεται στους εργαζομένους αυτούς τουλάχιστον ένα από τα μέτρα πρόληψης της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που απαριθμούνται στην εν λόγω ρήτρα.

    3)      Η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει, ως μέτρα για τον κολασμό της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, την καταβολή στον εργαζόμενο του μισθού του και μιας αποζημίωσης, καθώς και την επιβολή ποινικών και πειθαρχικών κυρώσεων, εφόσον το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής και η εφαρμογή στην πράξη των οικείων διατάξεων του εσωτερικού δικαίου τις καθιστούν κατάλληλο μέτρο για την πάταξη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης από τις διοικητικές αρχές διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

    4)      Η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου έχει την έννοια ότι, εφόσον το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι η εσωτερική έννομη τάξη του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους δεν προβλέπει, όσον αφορά τον δημόσιο τομέα, άλλο αποτελεσματικό μέτρο για την αποτροπή και, ενδεχομένως, την επιβολή κυρώσεων για την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, απαγορεύει εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, καθόσον δεν εφαρμόζεται ratione temporis σε διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που συνήφθησαν ή ανανεώθηκαν μετά τη λήξη της προθεσμίας που έτασσε η οδηγία 1999/70 για τη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο, σε περίπτωση που οι συμβάσεις αυτές δεν ίσχυαν πλέον κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της εν λόγω εθνικής ρύθμισης ή εντός του τελευταίου τριμήνου πριν από την ημερομηνία αυτή.

    5)      Σε περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, όταν η εσωτερική έννομη τάξη του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους προβλέπει, στον επίμαχο τομέα, άλλα αποτελεσματικά μέτρα για να αποτρέπεται και, εν ανάγκη, να τιμωρείται η καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου κατά την έννοια του σημείου 1 της ρήτρας αυτής, η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου έχει την έννοια ότι δεν κωλύει την εφαρμογή κανόνα του εθνικού δικαίου που απαγορεύει απόλυτα, όσον αφορά συγκεκριμένα τον δημόσιο τομέα, τη μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου μιας σειράς διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίες, καθόσον έχουν ως αντικείμενο την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του εργοδότη, πρέπει να θεωρούνται ως καταχρηστικές. Ωστόσο, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει κατά πόσον οι προϋποθέσεις εφαρμογής καθώς και η εφαρμογή στην πράξη των οικείων διατάξεων του εσωτερικού δικαίου τις καθιστούν κατάλληλο μέτρο για την πρόληψη και, ενδεχομένως, την πάταξη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης από τις διοικητικές αρχές διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

    6)      Η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει, κατ’ αρχήν, την υπαγωγή των διαφορών που αφορούν την καταχρηστική χρησιμοποίηση, στον δημόσιο τομέα, συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στην αποκλειστική δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Ωστόσο, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να μεριμνήσει για τη διασφάλιση του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, με παράλληλη τήρηση των αρχών της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας.

    7)      Η ρήτρα 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία θέτει, για τη διαπίστωση της υπάρξεως καταχρηστικής χρησιμοποίησης συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, πρόσθετες προϋποθέσεις σε σχέση με εκείνες που προέβλεπε το προϊσχύον εσωτερικό δίκαιο και ιδίως το άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920, περί υποχρεωτικής καταγγελίας συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων, εφόσον το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι οι προϋποθέσεις αυτές είτε αφορούν περιορισμένη κατηγορία εργαζομένων που έχουν συνάψει σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου είτε μπορούν να αντισταθμίζονται με την έκδοση μέτρων για την πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου.

    8)      Απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να ερμηνεύσει τις οικείες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο σύμφωνο με τις ρήτρες 5, σημείο 1, και 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, καθώς και να εξετάσει στο πλαίσιο αυτό αν μια διάταξη του εσωτερικού δικαίου, όπως το άρθρο 8, σημείο 3, του νόμου 2112/1920, πρέπει να εφαρμοσθεί στην υπόθεση της κύριας δίκης αντί ορισμένων άλλων διατάξεων του δικαίου αυτού.

    (υπογραφές)


    * Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.

    Top