Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52009AE0633

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, την Επιτροπή των Περιφερειών και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα — EMU@10: επιτυχίες και προκλήσεις μετά από δέκα έτη λειτουργίας της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης

ΕΕ C 228 της 22.9.2009, p. 116–122 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

22.9.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 228/116


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, την Επιτροπή των Περιφερειών και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα — EMU@10: επιτυχίες και προκλήσεις μετά από δέκα έτη λειτουργίας της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης

COM(2008) 238 τελικό — SEC(2008) 553

2009/C 228/23

Στις 7 Μαΐου 2008, και σύμφωνα με το άρθρο 262 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Επιτροπή αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα την:

«Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, την Επιτροπή των Περιφερειών και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα — EMU@10: επιτυχίες και προκλήσεις μετά από δέκα έτη λειτουργίας της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης»

Το ειδικευμένο τμήμα «Οικονομική και νομισματική ένωση, οικονομική και κοινωνική συνοχή», στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, επεξεργάστηκε τη γνωμοδότησή του στις 5 Μαρτίου 2009, με βάση την έκθεση του εισηγητή κ. BURANI.

Κατά την 452η σύνοδο ολομέλειάς της, της 24ης και 25ης Μαρτίου 2009 (συνεδρίαση της 24ης Μαρτίου 2009), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 79 ψήφους υπέρ, 1 ψήφο κατά και 17 αποχές την ακόλουθη γνωμοδότηση.

1.   Σύνοψη και συμπεράσματα

1.1

Στο παρόν έγγραφο η ΕΟΚΕ διατυπώνει ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής για τις επιτυχίες της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) — δέκα χρόνια μετά την καθιέρωσή της και εκθέτει τις μελλοντικές προκλήσεις. Η ανακοίνωση εκπονήθηκε προτού γίνει αισθητή σε όλο το εύρος της η σημερινή κρίση. Η ΕΟΚΕ αποφεύγει, όσο είναι δυνατόν, να στηριχτεί στα σημερινά γεγονότα για να διατυπώσει σχόλια πάνω σε θέματα που βρίσκονται εκτός της ανακοίνωσης της Επιτροπής. Τα θέματα της επικαιρότητας εξετάζονται σε άλλες γνωμοδοτήσεις.

1.2

Οι αρχικές προσδοκίες δεν επαληθεύθηκαν διόλου: η αισιοδοξία που χαρακτήρισε την εναρκτήρια φάση της ΟΝΕ μετριάσθηκε λόγω της μη ευνοϊκής οικονομικής συγκυρίας, λόγω δηλαδή αντικειμενικών συνθηκών που κατά μεγάλο μέρος δεν εξαρτώντο από το ενιαίο νόμισμα. Η κοινή γνώμη, τις περισσότερες φορές χωρίς να είναι καλά ενημερωμένη και υπό το κράτος της μόνιμης καχυποψίας της έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θεώρησε το ευρώ υπεύθυνο για τα φαινόμενα οικονομικής ύφεσης που στην πραγματικότητα δεν είχαν να κάνουν τίποτε με τα νομισματικά θέματα.

1.3

Μία από τις αδιαμφισβήτητες επιτυχίες της ΟΝΕ ήταν ότι σταθεροποίησε τις μακροχρόνιες προβλέψεις για τον πληθωρισμό σε επίπεδο πλησίον εκείνου που αντιστοιχεί στον ορισμό της σταθερότητας των τιμών. Επιπλέον, η γενική μείωση των επιτοκίων συνέβαλε στην οικονομική ανάπτυξη. Η ολοκλήρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών συνέβαλε κατόπιν στην εισαγωγή μιας οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη που ερχόταν από αλλού.

1.4

Παρόλον ότι το Ευρώ είναι το δεύτερο διεθνές νόμισμα, εντούτοις η Ευρωομάδα και η ΕΚΤ δεν διαθέτουν θεσμική παρουσία στους διεθνείς οικονομικούς και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς: υπάρχουν διάφοροι λόγοι που εξηγούν το φαινόμενο, και μεταξύ αυτών είναι ασφαλώς το γεγονός ότι ορισμένα κράτη μέλη της ευρωζώνης συμμετέχουν στους εν λόγω οργανισμούς, ενώ άλλα όχι. Θεωρητικά θα ήταν εφικτή μία καλύτερη οικονομική διακυβέρνηση, εάν τα δύο αυτά όργανα διέθεταν μία φωνή στους κόλπους των διεθνών αρχών.

1.5

Στο εσωτερικό της Ευρώπης, οι μελλοντικές προκλήσεις απορρέουν κατά κύριον λόγο από τα μη ικανοποιητικά αποτελέσματα που σημειώθηκαν κατά τα δέκα τελευταία χρόνια, ως προς τις ανισότητες μεταξύ των χωρών της ΟΝΕ από την άποψη του πληθωρισμού και του κόστους εργασίας, καθώς και ως προς την μερική ακόμη ολοκλήρωση της αγοράς αγαθών και υπηρεσιών. Η επίτευξη του πρώτου στόχου θα πρέπει να επιδιωχθεί στο πλαίσιο ενός συνόλου εθνικών προγραμμάτων τα οποία, με βάση την τήρηση του συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης, θα αποβλέπουν στη σύγκλιση κατόπιν διαβουλεύσεως μεταξύ κυβερνήσεων και κοινωνικών εταίρων. Ο δεύτερος στόχος πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης στην οποία θα καθορίζονται τα φυσιολογικά όρια της ολοκλήρωσης, πέραν των οποίων αποβαίνει ανέφικτη ή υπερβολικά δαπανηρή.

1.6

Στο παγκόσμιο επίπεδο, η ΟΝΕ έχει να αντιμετωπίσει προκλήσεις πολιτικής και ανταγωνιστικής φύσεως, τις οποίες και θα πρέπει να δαμάσει με τη βοήθεια εσωτερικών προγραμμάτων όσον αφορά την πολιτική του προϋπολογισμού και την καλύτερη ολοκλήρωση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, με την ενδυνάμωση του διεθνούς ρόλου που έχει το ευρώ και τέλος μέσω μιας αποτελεσματικής οικονομικής διακυβέρνησης. Ως προς αυτή την τελευταία πτυχή, ιδιαίτερη προσοχή χρειάζονται οι δημόσιες δαπάνες, η ανταγωνιστικότητα και τα κοινωνικά συστήματα, τρεις τομείς στους οποίους είναι δύσκολο να υπάρξουν ενιαίες παρεμβάσεις, λόγω της ανομοιότητας των καταστάσεων που υφίστανται στα κράτη μέλη.

1.7

Σε ό,τι αφορά τη διακυβέρνηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, η ΕΟΚΕ εύχεται να γίνει εμπεριστατωμένη αναθεώρηση των πολιτικών που κατεύθυναν μέχρι σήμερα τις χρηματοπιστωτικές αγορές: η χρηματοπιστωτική κρίση που προκλήθηκε από τα subprimes, και η οποία επηρεάσθηκε με τη σειρά της από την οικονομική κρίση, οφείλεται στο γεγονός ότι τέθηκαν σε κυκλοφορία προϊόντα εκ φύσεως τοξικά. Η αιτία της κατάστασης είναι η κακή αντίληψη της οικονομίας της αγοράς, σύστημα που δεν πρέπει βεβαίως να καταργηθεί, αλλά να πλαισιωθεί με συγκεκριμένους κανόνες.

2.   Εισαγωγή

2.1

Τον Μάιο του 2008 η Επιτροπή δημοσίευσε μια ανακοίνωση στην οποία προβαίνει σε απολογισμό των πρώτων δέκα ετών λειτουργίας της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) και εκθέτει τις γενικές γραμμές του θεματολογίου άσκησης πολιτικής για τη δεύτερη δεκαετία (1). Το εν λόγω έγγραφο δημοσιεύτηκε στο δεύτερο τεύχος του «European Economy» (2), συνοδευόμενο από αναλυτική μελέτη (πάνω από 300 σελίδες) των υπό εξέταση θεμάτων. Η ΕΟΚΕ συμπεριλαμβάνεται στους αποδέκτες της ανακοίνωσης και ευχαριστεί την Επιτροπή που της έδωσε την ευκαιρία να εκφράσει την άποψή της· ελπίζει ότι οι παρατηρήσεις της θα γίνουν δεκτές για αυτό που είναι, δηλαδή ότι θα εκληφθούν ως μια προσπάθεια εποικοδομητικής συμβολής στον τρέχοντα προβληματισμό.

2.2

Η αναλυτική μελέτη συνιστά πολύτιμο βοήθημα τόσο για την κατανόηση των φαινομένων που περιγράφονται στην ανακοίνωση όσο και για την αποκωδικοποίηση των δηλώσεων της Επιτροπής· πρόκειται εξάλλου για οικονομετρική και χρηματοοικονομική ανάλυση που απευθύνεται σε ένα περιορισμένο και εξειδικευμένο αναγνωστικό κοινό. Η ΕΟΚΕ έλαβε γνώση του εν λόγω εγγράφου και αναφέρεται σε ορισμένα από τα θέματα που πραγματεύεται τα οποία απαιτούν περαιτέρω εμβάθυνση.

2.3

Κατά τη διατύπωση των παρατηρήσεών της σχετικά με ορισμένα σημεία της ανακοίνωσης η ΕΟΚΕ ακολουθεί τη σειρά με την οποία τα σημεία αυτά εξετάζονται από την Επιτροπή στην ανακοίνωσή της, με την ελπίδα ότι οι παρατηρήσεις της θα αποδειχθούν χρήσιμες και θα εκληφθούν ως πρόθυμη συμβολή των κοινωνικών εταίρων που εκπροσωπούνται από την ΕΟΚΕ.

3.   Η ανακοίνωση: ένα ιστορικό βήμα

3.1   Στον πρόλογο του εν λόγω εγγράφου αναφέρεται ότι η ΟΝΕ « έστειλε στους Ευρωπαίους πολίτες και στον υπόλοιπο κόσμο ένα ηχηρότατο πολιτικό μήνυμα, ότι δηλαδή η Ευρώπη ήταν σε θέση να λάβει αποφάσεις μακρόπνοες …» και ότι το ευρώ «μετά από δέκα έτη ζωής, σημειώνει εντυπωσιακή επιτυχία». Οι δηλώσεις αυτές μοιάζουν μη ενδεδειγμένες υπό το πρίσμα της ανακοίνωσης: η εκδήλωση ικανοποίησης μπορεί να είναι πειστική όταν αποτελεί διαπίστωση ενός αδιαμφισβήτητου γεγονότος, αλλά θεωρείται μη αποδοτική όταν προβάλλεται ως ήδη αποδεδειγμένο θεώρημα. Η ΕΟΚΕ συμφωνεί επί της ουσίας με το περιεχόμενο αυτών των δηλώσεων, αλλά θα προτιμούσε τη διατύπωσή τους στα τελικά συμπεράσματα και όχι στον πρόλογο του εγγράφου.

3.2   Η Επιτροπή, μετριάζοντας κάπως τις δηλώσεις της, παρατηρεί ότι «το ευρώ δεν έχει, μέχρι τώρα, ανταποκριθεί σε ορισμένες από τις αρχικές προσδοκίες» και προβάλλει ως αιτία τα εξής: την ανεπαρκή άνοδο της παραγωγικότητας, την παγκοσμιοποίηση και τη σπανιότητα των φυσικών πόρων, την κλιματική αλλαγή και τη γήρανση του πληθυσμού, προβλήματα τα οποία στο σύνολό τους «θα επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο την ικανότητα ανάπτυξης των οικονομιών μας». Εκ πρώτης όψεως, οι δηλώσεις αυτές φαίνεται να εδραιώνουν την ύπαρξη ενός συσχετισμού — παρότι βεβαίως αυτό δεν αποτελεί την πρόθεση της Επιτροπής — μεταξύ των συνολικών κοινωνικοοικονομικών εξελίξεων και των μη επιτευχθέντων αποτελεσμάτων του ευρώ.

3.2.1   Κατωτέρω (σελ. 7) η Επιτροπή εκφράζει τη λύπη της για το γεγονός ότι «το ευρώ χρησιμοποιείται συχνά [Σημείωση του Συντάκτη (Σ.Σ.): από τους πολίτες] ως άλλοθι για τις ανεπαρκείς οικονομικές επιδόσεις που οφείλονται στην πραγματικότητα σε ακατάλληλες εθνικές οικονομικές πολιτικές», προβαίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο σε ορθή διάκριση μεταξύ της πορείας της οικονομίας και της εξέλιξης του ευρώ. Θα ήταν επωφελέστερο για το ευρώ εάν διευκρινιζόταν ότι το ενιαίο νόμισμα πλήττεται — όπως, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, και τα περισσότερα άλλα νομίσματα — από μια διεθνή οικονομική συγκυρία που επηρεάζει τις νομισματικές πολιτικές.

3.2.2   Οι νομισματικές πολιτικές, και ειδικότερα η ΟΝΕ, δεν μπορούν να διευθετήσουν από μόνες τους τα προβλήματα των παγκόσμιων και ολοκληρωμένων αγορών, όπου τα προβλήματα μεταδίδονται από τη μια αγορά στην άλλη ως φαινόμενο χιονοστιβάδας και σε πραγματικό χρόνο. Η λειτουργία των αγορών εκτός Ευρώπης εμπνεύστηκε για υπερβολικά μεγάλο διάστημα από μια εξαιρετικά φιλελεύθερη ερμηνεία της οικονομίας της αγοράς, τόσο στον οικονομικό όσο και στον χρηματοοικονομικό τομέα. Μια ελεύθερη αγορά χρειάζεται κανόνες οι οποίοι να θέτουν αναπόδραστους περιορισμούς και να καθιερώνουν αποτελεσματικούς ελέγχους για τη διασφάλιση της τήρησής τους: η Ευρώπη έχει σε μεγάλο βαθμό σεβαστεί αυτές τις δύο προϋποθέσεις, αλλά δεν μπορεί δυστυχώς να ειπωθεί το ίδιο και για τους υπολοίπους ενδιαφερομένους.

4.   Οι σημαντικότερες επιτυχίες των δέκα πρώτων ετών

4.1   Η Επιτροπή σωστά επισημαίνει ότι η νομισματική πολιτική «σταθεροποίησε τις μακροχρόνιες προσδοκίες για τον πληθωρισμό σε επίπεδο πλησίον εκείνου που αντιστοιχεί στον ορισμό της ΕΚΤ για τη σταθερότητα τιμών». Αναγνωρίζει ότι ο πληθωρισμός έχει αυξηθεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών «κυρίως λόγω των εκτίναξης των τιμών του πετρελαίου και των βασικών αγαθών», αλλά προβλέπει «επιστροφή σε χαμηλό πληθωρισμό … μόλις χαλαρώσουν αυτές οι εξωτερικές πιέσεις», όπως και συνέβη προσφάτως. Όσον αφορά τα επιτόκια, οι αυστηρότεροι όροι δανεισμού για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις αποδίδονται στην αναστάτωση που παρατηρείται στις χρηματοπιστωτικές αγορές και αναμένεται — και σε αυτή την περίπτωση — «επιστροφή σε … πλέον φυσιολογικά επίπεδα πιστωτικών όρων … μολονότι οι τιμές του πετρελαίου και των βασικών αγαθών μπορεί να εξακολουθήσουν να έχουν ανοδικές τάσεις …».

4.1.1   Η μεγάλη πλειοψηφία των παρατηρητών προβλέπει μακροχρόνια κρίση και δεν κάνει προγνωστικά για τον χρόνο ανάκαμψης των εθνικών οικονομιών, ιδιαίτερα δε εκείνων των δυτικών χωρών· η ρευστή κατάσταση που επικρατεί στην παγκόσμια γεωπολιτική σκηνή περιορίζει τις οικονομετρικές προβλέψεις σε μια απλή αντιπαράθεση απόψεων. Η ΕΟΚΕ επιθυμεί να επιστήσει ειδικότερα την προσοχή σε ένα συγκεκριμένο σημείο της ανακοίνωσης: ενώ επικρίνεται το γεγονός ότι ο πληθωρισμός επέφερε αυστηρότερους όρους δανεισμού για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, εντούτοις δεν γίνεται αναφορά στο γεγονός ότι τα νοικοκυριά δεν είναι μόνο δανειολήπτες αλλά και αποταμιευτές, οι οποίοι με τις επενδύσεις τους συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη και, σε τελική ανάλυση, στη χρηματοδότηση του δημοσίου χρέους και των επιχειρήσεων.

4.1.2   Τα ποσοστά απόδοσης της αποταμίευσης, είτε πρόκειται για τραπεζικές καταθέσεις είτε για επενδύσεις σε κινητές αξίες, έχουν αυξηθεί λιγότερο από ό,τι το ποσοστό του πληθωρισμού: αφού αφαιρεθούν οι φορολογικές εισφορές, το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζει μια εκτεταμένη διάβρωση της αγοραστικής δύναμης από πλευράς εισοδημάτων του κεφαλαίου, με παράλληλη απώλεια της αξίας του επενδυμένου κεφαλαίου. Οι τεράστιες απώλειες που υπέστησαν τα χρηματιστήρια ώθησαν ωστόσο τα νοικοκυριά να αναζητήσουν πιο σίγουρες επενδύσεις στις παραδοσιακές καταθέσεις ταμιευτηρίου, παρά τη χαμηλή απόδοση και τη διάβρωση του κεφαλαίου.

4.2   Η ΕΟΚΕ συμφωνεί με την Επιτροπή όσον αφορά την προβολή των οφελών που απέφερε το ευρώ: το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το οποίο μεταρρυθμίστηκε το 2005, ώθησε τα κράτη μέλη να υιοθετήσουν φορολογικές πολιτικές σύμφωνες προς το στόχο της μακροοικονομικής σταθερότητας στην ΟΝΕ, τονώνοντας την ενοποίηση της οικονομίας και των αγορών και ενεργώντας «ως ισχυρός καταλύτης για την ολοκλήρωση της χρηματαγοράς». Εντούτοις, η ενοποίηση αυτή η οποία «βελτίωσε την ανθεκτικότητα της ζώνης του ευρώ έναντι των δυσμενών εξωτερικών εξελίξεων» χρήζει περαιτέρω εξέτασης.

4.2.1   Είναι αλήθεια ότι η ΟΝΕ κατέστησε δυνατή την οικοδόμηση μιας ισχυρής ολοκληρωμένης χρηματαγοράς, η οποία είναι ασφαλώς περισσότερο σε θέση να αντισταθεί σε δυσμενή εξωτερικά γεγονότα από ό,τι ένα σύνολο μεμονωμένων εθνικών αγορών, αλλά πρέπει συγχρόνως να ληφθεί υπόψη ότι η ολοκλήρωση στο εσωτερικό της ΟΝΕ συνδυάζεται επίσης με την ύπαρξη στενής διασύνδεσης με τις παγκόσμιες αγορές. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι «η ευρωζώνη φαίνεται προστατευμένη από τις χειρότερες συνέπειες της παρούσας παγκόσμιας οικονομικής αναταραχής», αλλά αυτή η αναταραχή, πρωτίστως στον τομέα των subprimes (στεγαστικά ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου), εισήχθηκε από εξωτερικές αγορές και προκλήθηκε από καταστάσεις ανεξάρτητες προς την ΟΝΕ.

4.2.2   Έπειτα από την εν λόγω εισαγωγική παρουσίαση, προκύπτει το ακόλουθο ζήτημα που θίγεται από την Επιτροπή πιο κάτω στην ανακοίνωσή της: η εξωτερική επιρροή της Ευρωομάδας, όχι μόνο όσον αφορά την οικονομική διακυβέρνηση αλλά και τα θεσμικά όργανα που ρυθμίζουν κανονιστικά τις χρηματαγορές. Η κρίση των subprimes ξέσπασε εξαιτίας μη ενδεδειγμένων ακατάλληλων πιστωτικών πρακτικών και αμφιλεγόμενων συστημάτων τιτλοποίησης που είναι εν μέρει εξωγενή προς την ευρωπαϊκή πρακτική: κρίνεται επομένως εύλογο να αναρωτηθεί κανείς εάν το κακό θα μπορούσε να αποφευχθεί ή να μετριαστεί σε περίπτωση που η Ευρωομάδα (ή η ΕΚΤ) διέθετε θεσμική παρουσία στους διεθνείς οικονομικούς και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.

4.2.3   Η πεποίθηση αυτή επιτείνεται λόγω των κρατικών μέτρων στήριξης και της πτώχευσης σημαντικών αμερικανικών χρηματοπιστωτικών ομίλων με υποκαταστήματα στην Ευρώπη που εγείρουν ευαίσθητα ζητήματα από πλευράς ανταγωνισμού και εποπτείας. Εντούτοις, η ΕΟΚΕ δεν είναι η μόνη που ισχυρίζεται κάτι τέτοιο: η ίδια η Επιτροπή εκφράζει τη λύπη της για την «απουσία ισχυρής φωνής στα διεθνή βήματα», αλλά δεν αναφέρει — ούτε βεβαίως σχολιάζει τι — ή πόσο λίγα — έκανε το Συμβούλιο προκειμένου να αποκτήσει έμπρακτα η Ευρώπη αυτήν την «ισχυρή φωνή».

4.3   Όσον αφορά τα «σημαντικά οφέλη στις χώρες μέλη της που βρίσκονται σε διαδικασία κάλυψης της υστέρησης» δεν υπάρχει λόγος να εξεταστούν εν προκειμένω: η Επιτροπή ασχολήθηκε με το ζήτημα αυτό σε προγενέστερη ανακοίνωσή της (3), επί της οποίας η ΕΟΚΕ εξέφρασε την άποψή της στη σχετική γνωμοδότησή της (4).

4.4   Το ευρώ «έχει καθιερωθεί … ως το δεύτερο διεθνές νόμισμα …» και αντιστοιχεί στο ένα τέταρτο των παγκόσμιων αποθεμάτων· τα τραπεζικά δάνεια που εξέδωσαν τράπεζες της ευρωζώνης προς δανειζόμενους εκτός της ευρωζώνης αποτελούν το 36 % του συνόλου, έναντι ποσοστού 45 % σε δολάρια ΗΠΑ. Δεν αρκεί ωστόσο να επαναπαυόμαστε στις δάφνες μας: η σημασία του ευρώ, η οποία σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις αναμένεται να αυξηθεί, πρέπει να μετουσιωθεί σε απτά αποτελέσματα και οφέλη, πρωτίστως σε συνάρτηση με τη διαμόρφωση της τιμής του πετρελαίου. Η εξάρτηση από την εν λόγω πηγή ενέργειας αποτελεί μια από τις τροχοπέδες που παρακωλύουν την οικονομία των χωρών της ευρωζώνης, και μάλιστα πολύ σοβαρά στην περίπτωση ορισμένων εξ αυτών. Οι διακυμάνσεις των τιμών δεν οφείλονται αποκλειστικά και μόνο στις μονοπωλιακές πολιτικές των χωρών-παραγωγών: εξαρτώνται επίσης από την κερδοσκοπία και τις διακυμάνσεις της τιμής του δολαρίου, το οποίο δεν αποτελεί πλέον αξιόπιστο νόμισμα από πλευράς σταθερότητας. Θα ήταν σκόπιμο να αρχίσουμε να εξετάζουμε το ενδεχόμενο μιας στρατηγικής για τη διαμόρφωση της τιμής του πετρελαίου σε ευρώ, τουλάχιστον όσον αφορά τις συναλλαγές με τις χώρες της ΟΝΕ: αναγνωρίζεται ωστόσο ότι μια τέτοια ενέργεια δεν είναι άνευ προβλημάτων και πρέπει επομένως να τύχει προσεκτικής αξιολόγησης. Εν πάση περιπτώσει, η επιτυχία δεν θα εξαρτηθεί απλώς και μόνο από τη θέση του ευρώ, αλλά και από τη διαπραγματευτική δύναμη της Ευρώπης στο σύνολό της.

4.5   Η Επιτροπή στρέφει εν συνεχεία την προσοχή της στην οικονομική διακυβέρνηση που έχει πλέον καταστεί δυνατή χάρη στη δράση της Ευρωομάδας, η αποτελεσματικότητα της οποίας έχει ενισχυθεί χάρη στο γεγονός ότι μπορεί πλέον να βασιστεί στην ύπαρξη μιας μόνιμης προεδρίας. Εντούτοις, η εσωτερική διακυβέρνηση του νομίσματος δεν είναι αρκετή για τη διασφάλιση της σταθερότητας και του γοήτρου του ευρώ: οι παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν προηγουμένως εξαίρουν την ανάγκη «εξωτερικής διακυβέρνησης» η οποία θα καταστεί δυνατή μόνον (βλ. σημεία 4.2.2 και 4.4 ανωτέρω) εάν η Ευρωομάδα και η ΕΚΤ αποκτήσουν θεσμικό ρόλο στο πλαίσιο των διεθνών οργανισμών, και ειδικότερα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Δεν είναι πλέον αποδεκτό να μην διαθέτει δικαίωμα ψήφου η αρχή που εκπροσωπεί συνολικά το ενιαίο νόμισμα.

5.   Εναπομένουσες προκλήσεις της ΟΝΕ

5.1   Η οικονομία στη ζώνη της ΟΝΕ βρίσκεται σε περίοδο υφέσεως, και το ίδιο ισχύσει και στην περίπτωση της αμερικανικής οικονομίας και των οικονομιών των άλλων ευρωπαϊκών χωρών εκτός της ζώνης της ΟΝΕ. Είναι μια κατάσταση κοινή για ολόκληρο το δυτικό κόσμο και θα ήταν εσφαλμένο να αποδοθεί σε μια άμεση ή έμμεση επίδραση του ευρώ. Μια ενδελεχέστερη ανάλυση καταδεικνύει, εντούτοις, ότι υπάρχουν «ουσιώδεις και επίμονες διαφορές μεταξύ χωρών από πλευράς πληθωρισμού και μοναδιαίου κόστους εργασίας». Για την εξήγηση των διαφορών αυτών η Επιτροπή προβάλλει αίτια τα οποία είναι πλέον ευρέως γνωστά: έλλειψη ανταπόκρισης των τιμών και των αμοιβών· ανεπάρκεια των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων· περιορισμένη ολοκλήρωση των αγορών· και ατελής ανάπτυξη της διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών.

5.1.1   Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι οι δυνατότητες παρέμβασης σε καθέναν από τους προαναφερθέντες τομείς εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους. Συγχρόνως, η ΕΟΚΕ καλεί την Επιτροπή να προωθήσει τη διενέργεια μελέτης σχετικά με τη δυνατότητα να υλοποιηθεί εν καιρώ η ολοκλήρωση των αγορών αγαθών και υπηρεσιών, τόσο στη ζώνη του ευρώ όσο και σε ολόκληρη την Κοινότητα. Πέραν των δηλώσεων αρχής, υπάρχει ένα φυσικό όριο ολοκλήρωσης το οποίο δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεπεραστεί: παρά την απαιτούμενη προσπάθεια εναρμόνισης και άρσης των εμποδίων που τίθενται από την άποψη του ανταγωνισμού και της νομοθεσίας, θα εξακολουθήσουν πάντοτε να υφίστανται ανυπέρβλητες διαφορές όσον αφορά το κοινωνικό πλαίσιο, τη φορολογία, τις αγορές εργασίας, τη γλώσσα κ.ά.

5.1.2   Σκοπός της προαναφερθείσας μελέτης πρέπει να είναι ο προσανατολισμός του έργου της Επιτροπής και των κρατών μελών προς τη διαμόρφωση μιας πολιτικής με γνώμονα τη διαρκή αξιολόγηση της σχέσης κόστους-οφέλους της εναρμόνισης: η υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς και η ανταγωνιστικότητα δεν μπορούν να αποτελούν το μόνο στόχο. Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι κοινωνικές και οικονομικές αντιδράσεις στις επιμέρους χώρες και η ικανότητά τους για προσαρμογή.

5.2   Οι υπόλοιπες συνιστώσες — εκτός του πληθωρισμού — που συντείνουν σε μειωμένη οικονομική ανάπτυξη επηρεάζονται μόνον έμμεσα από τη νομισματική πολιτική, και εν πάση περιπτώσει εκφεύγουν των δυνατοτήτων παρέμβασης της Ευρωομάδας. Επομένως, κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, θα ήταν εσφαλμένο να καταλογιστεί στο ευρώ η ευθύνη για μια οικονομική κατάσταση που είναι κοινή στις χώρες τόσο εντός όσο και εκτός της ευρωζώνης: επιπλέον, σε καμία από τις χώρες εκτός της ευρωζώνης η κοινή γνώμη δεν έχει καταλογίσει στο εθνικό νόμισμα τα σφάλματα που ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης εντός της ευρωζώνης προσάπτει αντίθετα στο ενιαίο νόμισμα.

5.3   Εντούτοις, παρά το γενικώς θετικό και αισιόδοξο σκηνικό, ανησυχία προκαλεί η ακόλουθη φράση της Επιτροπής (5): «Πέραν όμως της εκπλήρωσης των αρχικών προσδοκιών, το θεματολόγιο πολιτικής της ΟΝΕ για την επόμενη δεκαετία θα χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση νέων παγκόσμιων προκλήσεων οι οποίες θα έχουν διευρύνουν τις ανωτέρω περιγραφείσες αδυναμίες της ΟΝΕ». Αντί για τις «αδυναμίες της ΟΝΕ», θα ήταν προτιμότερο να γίνει λόγος για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι χώρες της ευρωζώνης από πλευράς ανταγωνισμού: αντικατάσταση των τομέων που βρίσκονται σε παρακμή, έρευνα, καινοτομία, ανθρώπινο δυναμικό, στις οποίες προστίθεται η αύξηση της τιμής των τροφίμων, της ενέργειας και ορισμένων πρώτων υλών, με φόντο την κλιματική αλλαγή, τη γήρανση του πληθυσμού και τη μετανάστευση. Κατά συνέπεια το πρόβλημα είναι πρωτίστως οικονομικής και κοινωνικής φύσεως.

5.3.1   Όλες αυτές οι πτυχές αντικατοπτρίζονται σε αυτό που, κατά τα λεγόμενα της Επιτροπής, αποτελεί «ιδιαίτερα επιτακτικές προκλήσεις άσκησης πολιτικής για την ευρωζώνη». Παρότι συμφωνεί με την ανάλυση της Επιτροπής, η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι μπορεί να ερμηνεύσει τη δήλωση αυτή ως εξής: τα προαναφερθέντα προβλήματα μπορεί να επηρεάζουν τις πολιτικές της ΟΝΕ, αλλά χρήζουν επίλυσης μάλλον σε κοινοτικό επίπεδο παρά σε επίπεδο Ευρωομάδας. Με άλλα λόγια, οι προς ανάπτυξη πολιτικές έχουν «ευρωπαϊκό» χαρακτήρα, ενώ η αποστολή της Ευρωομάδας πρέπει να περιοριστεί σε άμεσες (και συντονισμένες) παρεμβάσεις σχετικά μόνο με νομισματικά ζητήματα που αφορούν το ευρώ.

6.   Άξονες πολιτικής για τη δεύτερη δεκαετία

6.1   Η Επιτροπή εκθέτει τους εν λόγω άξονες πολιτικής στο έγγραφό της επισημαίνοντας ότι «η εμπειρία από την πρώτη δεκαετία της ΟΝΕ, ενώ συνολικά υπήρξε ιδιαίτερα θετική, αποκαλύπτει ορισμένες αδυναμίες που χρειάζεται να αντιμετωπιστούν». Πέρα από την παγίωση της μακροοικονομικής σταθερότητας, θα πρέπει επίσης «να επιταχυνθεί η δυνητική ανάπτυξη», «να αυξηθεί η ευημερία των πολιτών της ευρωζώνης», «να προστατευθούν επιτυχώς τα συμφέροντα της ευρωζώνης στην παγκόσμια οικονομία» και να διασφαλιστεί η «ομαλή ικανότητα προσαρμογής» των νέων μελών στην ΟΝΕ.

6.2   Για την επίτευξη των εν λόγω στόχων, η Επιτροπή προτείνει ένα τρίπτυχο πολιτικών:

έναν άξονα εσωτερικής πολιτικής: με στόχο, μεταξύ άλλων, την ενδυνάμωση του συντονισμού και της εποπτείας των δημοσιονομικών πολιτικών και τη βελτίωση της ενοποίησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο συνολικό συντονισμό της πολιτικής που ασκείται στην ΟΝΕ·

έναν άξονα εξωτερικής πολιτικής: με στόχο την ενίσχυση του ρόλου της ευρωζώνης στην παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση·

ένα σύστημα οικονομικής διακυβέρνησης που αποτελεί προαπαιτούμενο για την υλοποίηση των δύο προαναφερθέντων αξόνων.

6.3   Όσον αφορά την εσωτερική πολιτική, ουσιαστικά δεν τίθενται κάποιες νέες αρχές, αλλά επαναλαμβάνονται οι κατευθυντήριες γραμμές υγιούς διακυβέρνησης που έχουν επανειλημμένως διατυπωθεί κατά το παρελθόν: βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών και βελτίωση της ποιότητάς τους με ορθολογική χρήση των δαπανών και των φορολογικών εσόδων και διοχέτευσή τους σε δραστηριότητες που ευνοούν την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα. Πέραν αυτού, στην ανακοίνωση τονίζεται η «ανάγκη διεύρυνσης της εποπτείας για την αντιμετώπιση μακροοικονομικών ανισορροπιών», όπως η αύξηση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και οι αποκλίσεις ως προς το ποσοστό του πληθωρισμού. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η ολοκλήρωση, κυρίως των χρηματαγορών, υπήρξε επωφελής για την εδραίωση της ΟΝΕ, αλλά — εάν δεν συνοδεύεται από ενδεδειγμένες πολιτικές — μπορεί επίσης να ενισχύσει τις αποκλίσεις μεταξύ των συμμετεχουσών χωρών.

6.3.1   Η ΕΟΚΕ δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει με αυτή την ανάλυση, αλλά εφιστά την προσοχή στη σκοπιμότητα μιας συνετής αξιολόγησης των πραγματικών συνθηκών ή, με άλλα λόγια, στην ανάγκη συνεκτίμησης των δυσκολιών που θέτει ο συνδυασμός της διατύπωσης αρχών, αφενός, και της δυνατότητας απτής εφαρμογής των εν λόγω αρχών, αφετέρου.

6.3.2   Οι δημόσιες δαπάνες είναι μια από τις βασικές συνιστώσες: η Επιτροπή συνιστά «καλά σχεδιασμένους κανόνες δαπανών, οι οποίοι θα επιτρέπουν στους αυτόματους δημοσιονομικούς σταθεροποιητές να λειτουργήσουν εντός των ορίων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ), προσαρμόζοντας τη σύνθεση των δημόσιων δαπανών στις διαρθρωτικές και κυκλικές ανάγκες της οικονομίας»· η σύσταση αυτή είναι δύσκολο να τεθεί έμπρακτα σε εφαρμογή σε περιόδους χαρακτηριζόμενες από διαταραχές των οποίων η διάρκεια δεν μπορεί μέχρι στιγμής να προβλεφθεί. Οι πληθωριστικές πιέσεις επηρεάζουν αισθητά την κατανομή του εισοδήματος, τους μισθούς και τις επενδύσεις και, σε τελική ανάλυση, την ανταγωνιστικότητακαι τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, αλλά σε βαθμό που ποικίλλει ευρέως μεταξύ των διαφόρων χωρών της ΟΝΕ. Πράγματι, η σύνθεση του πρωτογενούς ελλείμματος διαφέρει από χώρα σε χώρα, το εμπορικό ισοζύγιο επηρεάζεται όλο και περισσότερο από το ύψος, μεγαλύτερο ή μικρότερο, των ενεργειακών δαπανών και υφίστανται σημαντικότατες διαρθρωτικές διαφορές μεταξύ των συνταξιοδοτικών συστημάτων που είναι δύσκολο να εξαλειφθούν υπό φυσιολογικές συνθήκες και ακόμη δυσκολότερο όταν επικρατούν μη φυσιολογικές συνθήκες.

6.3.3   Λαμβανομένης υπόψη της πραγματικής κατάστασης, η προσδοκώμενη σύγκλιση θα πρέπει να τεθεί ως μεσομακροπρόθεσμος στόχος. Η ΕΟΚΕ συμφωνεί ότι υπάρχει «σαφής ανάγκη διεύρυνσης της εποπτείας για την αντιμετώπιση μακροοικονομικών ανισορροπιών» με βάση τα υφιστάμενα μέσα, αλλά κρούει τον κώδωνα του κινδύνου όσον αφορά την επίδειξη «εύκολης» αισιοδοξίας σχετικά με τη βραχυπρόθεσμη αποτελεσματικότητά τους.

6.3.4   Όσον αφορά τις υποψήφιες για ένταξη στην ευρωζώνη χώρες, η Επιτροπή προτίθεται να ασκήσει στενότερη εποπτεία επί των οικονομικών εξελίξεών τους, ιδίως στις χώρες που συμμετέχουν στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών II (ΜΣΙ II). Και σε αυτήν την περίπτωση δεν τίθεται ζήτημα καινοτομίας, αλλά βελτίωσης της αποτελεσματικότητας των ήδη υφισταμένων μηχανισμών. Εν προκειμένω πρέπει να καταστεί σαφές ότι μόλις μια χώρα εκπληρώσει τα κριτήρια που απαιτούνται για την ένταξή της στην ΟΝΕ, η ένταξη αυτή παύει να είναι προαιρετική διότι προβλέπεται από τη Συνθήκη Προσχώρησης. Άλλωστε, λόγω της παρούσας κρίσης μπορεί να αναβληθεί επί μακρώ η επίτευξη των μεγεθών. Ο πρωταρχικός στόχος, να υπάρχει δηλαδή ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, μπορεί να απαιτήσει ορισμένη ευελιξία όσον αφορά την αξιολόγηση των μεγεθών ή την προσαρμογή τους.

6.3.5   Σχετικά με την ολοκλήρωση των αγορών προϊόντων, υπηρεσιών και εργασίας, η Επιτροπή επισημαίνει τη συνεχιζόμενη ύπαρξη κανονιστικών φραγμών και ανομοιογενούς προόδου αναλόγως των χωρών. Οι εν λόγω παράμετροι δεν αποτελούν εξάλλου χαρακτηριστικό γνώρισμα της ζώνης της ΟΝΕ και πρέπει, ως εκ τούτου, να εξεταστούν υπό το ευρύτερο πρίσμα της Ένωσης στο σύνολό της. Όπως έχει ήδη προαναφερθεί στο σημείο 5.1.1, υπάρχουν φυσικά όρια ολοκλήρωσης, καθώς και άλλα όρια που επιβάλλονται από τα οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά των διαφόρων χωρών: τα όρια αυτά χρήζουν εξέτασης κατά περίπτωση και πρέπει, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο, να γίνονται σεβαστά.

6.3.6   Όσον αφορά τις χρηματοπιστωτικές αγορές, αναφέρεται ότι «η ευρωζώνη μπορεί να αποκομίσει συγκριτικά μεγάλα οφέλη από την προώθηση της οικονομικής ολοκλήρωσης της ΕΕ», καθώς και ότι «χρειάζονται και άλλες προσπάθειες για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και της ρευστότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών της ευρωζώνης». Η ΕΟΚΕ διαπιστώνει ότι η πολιτική που ασκεί η ΕΚΤ στον εν λόγω τομέα είναι υποδειγματική και εμπνέει πραγματική εμπιστοσύνη ότι θα μπορέσει να αντισταθεί σε οξείες κρίσεις, όπως έχει πράξει έως τώρα. Η μετάδοση της αμερικανικής κρίσης θα μπορούσε να έχει πολύ χειρότερες επιπτώσεις εάν δεν είχε συγκρατηθεί από μια πολιτική εδραζόμενη στην προστασία της ευρωστίας και της ρευστότητας των αγορών. Όσον αφορά τις δομές ελέγχου, οι οποίες φαίνεται ότι δεν μπόρεσαν να προβλέψουν, και ακόμη λιγότερο να αποφύγουν την κατάρρευση διαφόρων μεγάλων ιδρυμάτων, η ΕΟΚΕ θεωρεί φρόνιμο να απέχει προς το παρόν από την διατύπωση κρίσεων, εν αναμονή περισσότερων πληροφοριών που η αγορά και η κοινή γνώμη δικαίως απαιτούν.

6.3.6.1   Σχετικά με αυτό το θέμα, και υπενθυμίζοντας όσα αναφέρθηκαν στο προηγούμενο σημείο, η ΕΟΚΕ παρατηρεί ότι η αμερικανική κρίση εκδηλώθηκε σε μια αγορά με ανεπαρκείς κανόνες και ελλιπή επιτήρηση. Παραδόξως, η κρίση αυτή ανάγκασε την κατ’ εξοχήν οικονομία της ελεύθερης αγοράς να καταφύγει στις δημόσιες αρχές προκειμένου να αναζητήσει βοήθεια για την αντιμετώπιση της καταστροφής με κρατικές ενισχύσεις και αθρόες «ενέσεις» ρευστότητας, καταφέροντας πλήγμα στην οικονομία, στον κρατικό προϋπολογισμό και στους αμερικανούς πολίτες, αλλά προπαντός στην αξιοπιστία του συγκεκριμένου συστήματος.

6.4   Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, η Επιτροπή εξαγγέλλει μια ατζέντα χάρη στην οποία αναμένεται να ενισχυθεί ο διεθνής ρόλος της ευρωζώνης με τη χάραξη μια διεθνούς στρατηγικής «ανάλογης με το διεθνές κύρος του νομίσματός της». Επιπλέον, η Επιτροπή επαναλαμβάνει την ευχή που έχει ήδη εκφράζει σε πολυάριθμες περιπτώσεις κατά το παρελθόν, προκειμένου «να υιοθετεί ενιαία στάση» στους διεθνείς νομισματικούς οργανισμούς. Η ΕΟΚΕ επαναλαμβάνει για άλλη μια φορά ότι υποστηρίζει πλήρως αυτή την ατζέντα: η απουσία των αρχών που είναι αρμόδιες για τη διαχείριση του ευρώ από τους διεθνείς νομισματικούς οργανισμούς συνιστά απαράδεκτη παρέκκλιση τόσο από λειτουργική όσο και από πολιτική άποψη.

6.4.1   Η Επιτροπή κάνει μνεία στην αντίσταση που προβάλλουν «άλλες χώρες», κατά τις οποίες «η ΕΕ και η ευρωζώνη συχνά θεωρούνται … ως υπέρμετρα εκπροσωπούμενες σε διεθνείς οργανισμούς (από πλευράς τόσο εδρών όσο και ψήφων)»: η σπανιότητα των διαθέσιμων πληροφοριών και η απροθυμία παροχής τους δημιουργούν την εντύπωση ότι πράγματι προβάλλεται μια τέτοιου είδους αντίσταση και ότι οι πιέσεις που ασκούνται για μεγαλύτερη εκπροσώπηση των χωρών της ΕΕ — είτε είναι μέλη της ΟΝΕ είτε όχι — δεν είναι ούτε ισχυρές ούτε συντονισμένες. Η Ευρωομάδα θα πρέπει να υψώσει την ηχηρή φωνή της πρωτίστως στο Συμβούλιο.

6.4.2   Προκειμένου να καμφθεί η αντίσταση των χωρών που δεν ανήκουν στην ΕΕ, η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι οι χώρες της ΟΝΕ θα μπορούσαν να κάνουν ένα βήμα το οποίο θα είχε τεράστια συμβολική αξία, αποποιούμενες όχι την έδρα τους, αλλά το ατομικό τους δικαίωμα ψήφου: εφόσον η διαχείριση του ευρώ ως νομίσματος πραγματοποιείται από μια ενιαία αρχή, η λογική υπαγορεύει ότι μόνον η εν λόγω αρχή θα πρέπει να έχει δικαίωμα ψήφου. Οι κοινωνικοί εταίροι έχουν δικαίωμα στην πληροφόρηση και σχετικά με αυτό το θέμα· η απροθυμία παροχής πληροφοριών οφείλεται ασφαλώς σε ευαίσθητα πολιτικά ζητήματα, αλλά η σιωπή και η έλλειψη διαφάνειας δεν συμβάλλουν στην αποδοχή της Ευρώπης, και ακόμη λιγότερο του ευρώ.

6.5   Το έγγραφο της Επιτροπής ολοκληρώνεται με το κεφάλαιο που είναι ίσως το πλέον μεστό από πλευράς περιεχομένου και επιπτώσεων, τη διακυβέρνηση της ΟΝΕ. Σε αυτό το κεφάλαιο γίνεται λόγος για «ισχυρή εμπλοκή όλων των κρατών μελών της ΕΕ στο Συμβούλιο ECOFIN» στον τομέα της οικονομικής πολιτικής, «εντάσσοντας πληρέστερα στις εργασίες του τα ζητήματα της ΟΝΕ», καθώς και για «συνεπέστερη προσέγγιση στα πεδία των αρμοδιοτήτων του» Συμβουλίου ECOFIN: μακροοικονομική πολιτική, χρηματαγορές και φορολογία.

6.5.1   Δεν χρειάζεται κανένα σχόλιο σχετικά με την προσέγγιση αυτή, εκτός από την αποδοχή της. Ωστόσο, η ΕΟΚΕ διαπιστώνει ότι στις αποφάσεις του Συμβουλίου ECOFIN πολύ σπάνια αναφέρεται η ΟΝΕ ως άμεσα ή έμμεσα ενδιαφερόμενη πλευρά στο πλαίσιο των εν λόγω αποφάσεων. Μεταξύ της οικονομικής και της νομισματικής πολιτικής υπάρχει μια σχέση αμοιβαίας αλληλεξάρτησης: το ευρώ δεν είναι το μοναδικό νόμισμα εντός της ΕΕ, αλλά είναι το σημαντικότερο, όχι μόνον επειδή εκπροσωπεί μια σημαντική ομάδα χωρών αλλά και λόγω των προοπτικών ένταξης επιπλέον κρατών μελών.

6.5.2   Ο ρόλος της Επιτροπής στη διακυβέρνηση της ΟΝΕ είναι ζωτικής σημασίας, όχι μόνον επειδή χρησιμεύει ως στήριγμα για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της, αλλά και λόγω του έργου που επιτελεί για τη δημοσιονομική και μακροοικονομική εποπτεία. Η Επιτροπή προτίθεται να ενισχύσει και να καταστήσει αποτελεσματικότερο το έργο της και συγχρόνως να επιδιώξει την ενδυνάμωση του ρόλου που διαδραματίζει τους διεθνείς οργανισμούς. Τα καθήκοντα αυτά αναμένεται να διευρυνθούν και να ενισχυθούν περαιτέρω με τη νέα Συνθήκη, δυνάμει της οποίας η Επιτροπή έχει δυνατότητα «θέσπισης μέτρων» για τα κράτη μέλη της ΟΝΕ σχετικά με τη δημοσιονομική πειθαρχία και τις κατευθυντήριες γραμμές οικονομικής πολιτικής, πέραν των καθηκόντων της από πλευράς εποπτείας και επιτήρησης. Επιπλέον, το άρθρο 121 της νέας Συνθήκης παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αποστέλλει «προειδοποιήσεις» στα κράτη μέλη τα οποία αποκλίνουν από τις γενικές κατευθυντήριες γραμμές.

6.5.3   Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για τη δέσμευση της Επιτροπής και ευελπιστεί ότι με τη νέα Συνθήκη θα έχει τη δυνατότητα να ασκήσει — τόσο τα συνήθη όσο και τα νέα — καθήκοντά της με τη μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα και το κύρος που της αρμόζει. Ειδικότερα, ωστόσο, ελπίζει να αντλήσουν όλες οι οικονομικές και νομισματικές αρχές διδάγματα από την αμερικανική κρίση των subprimes και να συμφωνήσουν να προβούν σε εις βάθος αναθεώρηση των πολιτικών που κατηύθυναν έως τώρα τη λειτουργία των χρηματαγορών.

6.5.4   Τα γεγονότα που συντελέστηκαν στις ΗΠΑ προκάλεσαν συστημική κρίση σε παγκόσμια κλίμακα. Η Ευρώπη έχει ήδη δεχθεί σημαντικό πλήγμα και δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο νέων κραδασμών. Κατά την εξέταση της κρίσης θα ήταν ιδιαίτερα εποικοδομητικό να συνδυαστεί η μακροοικονομική προσέγγιση με μια ιστορική ανάλυση των μικροοικονομικών παραμέτρων: μια τέτοιου είδους διττή προσέγγιση θα μπορούσε να φέρει στο φως τις βαθιές αιτίες του εν λόγω φαινομένου οι οποίες ελλόχευαν εδώ και καιρό.

6.5.5   Στις Ηνωμένες Πολιτείες τα ενυπόθηκα δάνεια καλύπτουν ανέκαθεν το 100 % της αξίας του ακινήτου, η οποία αυξάνεται αισθητά με τις συνακόλουθες δαπάνες. Στην Ευρώπη, αντίθετα, έως και πριν από μια εικοσαετία περίπου, οι περισσότερες χώρες ακολουθούσαν κριτήρια υπαγορευόμενα από την επίδειξη σύνεσης και τα χορηγούμενα δάνεια κάλυπταν κατ’ ανώτατο όριο το 70-80 % της αξίας του ακινήτου για προφανείς λόγους: η ενδεχόμενη πτώση των τιμών στην αγορά ακινήτων θα επέφερε μείωση της αξίας των παρεχόμενων εγγυήσεων.

6.5.6   Υπό την ώθηση της ελευθέρωσης των αγορών — και κυρίως λόγω του υπέρμετρου ανταγωνισμού που εκδηλώθηκε ενόψει της ολοκλήρωσης των εν λόγω αγορών — η τήρηση του «κανόνα του 70 %» εγκαταλείφθηκε και στην Ευρώπη, χωρίς ωστόσο να προκληθούν έως τώρα μείζονα προβλήματα. Εντούτοις, ο «κανόνας του 100 %» εξακολουθεί να αντίκειται προς τις επιταγές της σύνεσης και της ηθικής της αγοράς. Το σύστημα της «εύκολης δανειοδότησης» προτρέπει τους πάντες στην αγορά ενός ακινήτου: εάν όμως στη συνέχεια εκδηλωθεί κρίση τότε η πληρωμή των δανείων από τους οικονομικά αδύναμους οφειλέτες διακόπτεται, με αποτέλεσμα να κάνει την εμφάνισή του ένα φαινόμενο γενικευμένης υπέρμετρης χρέωσης. Από τη δική του πλευρά, ο εκάστοτε πιστωτής αποκτά μια υποθηκευμένη ακίνητη ιδιοκτησία, της οποίας η αξία συχνά δεν καλύπτει το ποσό της χρηματοδότησης, και κατά συνέπεια αποφασίζει να προβεί στην πώλησή της· ωστόσο, η διάθεση του εν λόγω ακινήτου στην αγορά επιτείνει περαιτέρω την πτωτική πορεία της αγοράς.

6.5.7   Η αλληλεπίδραση μεταξύ της οικονομικής κρίσης και της κρίσης στην αγορά ακινήτων είναι προφανής: όμως όταν η χρήση της τιτλοποίησης, των τραπεζικών «πακέτων» και των subprimes γενικεύεται ως πρακτική, τότε το φαινόμενο μεταδίδεται σε ολόκληρη τη χρηματαγορά, προκαλώντας μια διασυστημική κρίση πρωτοφανών διαστάσεων. Υφίσταται επίσης ο εύλογος φόβος ότι το ζήτημα δεν θα λήξει εδώ: το υψηλό επίπεδο της χρέωσης των νοικοκυριών που σχετίζεται με την καταναλωτική πίστη και τις πιστωτικές κάρτες, δημιουργούν φόβους για ενδεχόμενη έκρηξη άλλης μιας «φυσαλίδας» απρόβλεπτων διαστάσεων.

6.5.8   Στην Ευρώπη, οι πολιτικές και νομισματικές αρχές κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για την αποτροπή ακόμη χειρότερων καταστροφών, προβαίνοντας σε «ενέσεις» ρευστότητας και εξαγορές χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων: πρόκειται για κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που επιβάλλει την παροχή κρατικών ενισχύσεων και επομένως αντιδιαστέλλεται προς την θεωρία της ελεύθερης αγοράς, χωρίς κανόνες και με ελάχιστη επιτήρηση.

6.5.9   Εκτός από την αντιμετώπιση της παρούσας συγκυρίας, υπάρχει πλέον επιτακτική ανάγκη διερεύνησης των αιτίων που βρίσκονται στη ρίζα της κρίσης: απαιτούνται σαφείς κανόνες για την παροχή ενυπόθηκων δανείων και πιστωτικών καρτών, αποτελεσματικότερα συστήματα εποπτείας, τα οποία να καλύπτουν συγχρόνως και το σύνολο του πολυδιάστατου και αρκετά αδιαφανούς τομέα των «μη τραπεζών», καθώς και επανεξέταση της σκοπιμότητας αποδοχής στην αγορά κινητών αξιών μιας σειράς ελάχιστα διαφανών προϊόντων, σχετικά με τη φύση και την αξιοπιστία των οποίων ακόμη και οι ειδικοί αδυνατούν να αποφανθούν. Δεν τίθεται ζήτημα εγκατάλειψης της οικονομίας της αγοράς, αλλά μάλλον θέσπισης ορισμένων κανόνων εφαρμογής του.

Βρυξέλλες, 24 Μαρτίου 2009

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Mario SEPI


(1)  COM(2008) 238 τελικό

(2)  European Economy 2/2008, «EMU@10, επιτυχίες και προκλήσεις μετά από 10 έτη οικονομικής και νομισματικής ένωσης», Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων.

(3)  Πρβλ. την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Η οικονομία της ΕΕ: επισκόπηση 2006 — Ενίσχυση της ζώνης ευρώ: βασικές πολιτικές προτεραιότητες», COM(2006) 714 τελικό.

(4)  Πρβλ. τη γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ με θέμα «Η οικονομία της ΕΕ: επισκόπηση 2006 — Ενίσχυση της ζώνης ευρώ: βασικές πολιτικές προτεραιότητες», ΕΕ C 10 της 15.1.2008, σελ. 88.

(5)  COM(2008) 238 τελικό — EMU@10: επιτυχίες και προκλήσεις μετά από δέκα έτη λειτουργίας της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, Κεφάλαιο με τίτλο: Εναπομένουσες προκλήσεις της ΟΝΕ εντεινόμενες από τις νέες παγκόσμιες τάσεις, τέλος της 5ης παραγράφου.


Top