Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32004R2028

Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2028/2004 του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2004, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 σχετικά με την εφαρμογή της απόφασης 94/728/ΕΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων

ΕΕ L 153M της 7.6.2006, p. 162–168 (MT)
ΕΕ L 352 της 27.11.2004, p. 1–7 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (BG, RO, HR)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 31/12/2013; καταργήθηκε από 32014R0609

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2004/2028/oj

27.11.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 352/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, ΕΥΡΑΤΌΜ) αριθ. 2028/2004 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 16ης Νοεμβρίου 2004

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 σχετικά με την εφαρμογή της απόφασης 94/728/ΕΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 279 παράγραφος 2,

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, και ιδίως το άρθρο 183,

την απόφαση 2000/597/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2000 για το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1), και ιδίως το άρθρο 8 παράγραφος 2,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (2),

τη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που συνήλθε στο Βερολίνο τον Μάρτιο του 1999, εξέδωσε αριθμό συμπερασμάτων σχετικά με το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων τα οποία κατέληξαν στην έκδοση της απόφασης 2000/597/ΕΚ, Ευρατόμ.

(2)

Βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 3 και του άρθρου 10 παράγραφος 2 στοιχείο γ) της απόφασης 2000/597/ΕΚ, Ευρατόμ, το ποσοστό που παρακρατούν τα κράτη μέλη ως έξοδα είσπραξης θα πρέπει να καθορισθεί στο 25 % των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) της εν λόγω απόφασης, που θα βεβαιωθούν μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2000, με εξαίρεση τα ποσά τα οποία, σύμφωνα με τους κανονισμούς περί ιδίων πόρων, θα πρέπει να αποδοθούν στις Κοινότητες, πριν από τις 28 Φεβρουαρίου 2001, για τις οποίες θα πρέπει να συνεχίσει να ισχύει ποσοστό παρακράτησης 10 %.

(3)

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Βερολίνου αποφάσισε ότι, κατά την κατανομή της δημοσιονομικής επιβάρυνσης που αναλαμβάνουν τα άλλα κράτη μέλη για τη διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών υπέρ του Ηνωμένου Βασιλείου, το μερίδιο της Γερμανίας, της Αυστρίας, των Κάτω Χωρών και της Σουηδίας θα πρέπει να προσαρμοσθεί, ώστε να περιορισθεί η οικονομική συνεισφορά τους στο ένα τέταρτο της κανονικής συνεισφοράς τους.

(4)

Σύμφωνα με τη συνθήκη του Άμστερνταμ και τα πρωτοκόλλα αριθ. 4 και 5, που επισυνάπτονται σε αυτή, η Δανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία δεν υποχρεούνται να συμμετέχουν στα μέτρα που εμπίπτουν στον τίτλο IV της συνθήκης ΕΚ και, επομένως, δεν υφίστανται υποχρεωτικά τις δημοσιονομικές επιπτώσεις των λαμβανομένων μέτρων, εκτός των διοικητικών δαπανών. Κατά συνέπεια, μπορούν να επωφελούνται από την προσαρμογή των ιδίων πόρων που καταβάλλονται για κάθε έτος μη συμμετοχής.

(5)

Για να εξασφαλισθεί η ίση μεταχείριση των κρατών μελών έναντι της υποχρέωσης καταβολής τόκων υπερημερίας σε περίπτωση καθυστερημένης εγγραφής των ιδίων πόρων και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, επί του παρόντος, ο καθορισμός του εφαρμοστέου επιτοκίου παρουσιάζει δυσκολίες οι οποίες, στην πράξη, οδηγούν σε δύσκολα δικαιολογούμενες διαφορές μεταξύ των επιτοκίων που κοινοποιούν τα κράτη μέλη τα οποία συμμετέχουν στην οικονομική και νομισματική ένωση, θα πρέπει να τυποποιηθεί το επιτόκιο αναφοράς για αυτά τα κράτη βάσει του επιτοκίου που εφαρμόζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά τις πράξεις αναχρηματοδότησης, το οποίο είναι συγκρίσιμο με τα προτεινόμενα ως επιτόκια αναφοράς για τα κράτη μέλη εκτός της ζώνης του ευρώ.

(6)

Το σύστημα της διπλής λογιστικής, που καθιερώθηκε το 1989, αποσκοπεί στο να γίνεται διάκριση μεταξύ εισπραχθέντων και οφειλομένων δασμών. Το σύστημα αυτό πέτυχε μόνον εν μέρει τους στόχους του όσον αφορά τον μηχανισμό εκκαθάρισης της χωριστής λογιστικής. Κατά τους ελέγχους από το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο και την Επιτροπή επισημάνθηκαν πράγματι επανειλημμένα ανωμαλίες κατά την τήρηση της χωριστής λογιστικής, οι οποίες δεν δίνουν τη δυνατότητα στη λογιστική αυτή να αντανακλά την πραγματική κατάσταση στον τομέα της είσπραξης. Η χωριστή λογιστική θα πρέπει να εκκαθαρίζεται από τα ποσά των οποίων η είσπραξη αποδεικνύεται αβέβαιη στο πέρας δεδομένης περιόδου και των οποίων η διατήρηση στρεβλώνει το υπόλοιπο. Επίσης, όσον αφορά τη σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας, τα κράτη μέλη δεν θα υποβάλλονται πλέον στις διοικητικές δαπάνες που απορρέουν από την παρακολούθηση αυτών των ποσών.

(7)

Η Επιτροπή θα πρέπει να ενεργεί σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη. Ειδικότερα, θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να διαβιβάζει τις παρατηρήσεις της στο οικείο κράτος μέλος.

(8)

Λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να εξευρεθεί προσωρινή λύση σχετικά με ορισμένες διοικητικές δυσκολίες, κρίνεται σκόπιμο να προβλεφθούν μεταβατικές ρυθμίσεις.

(9)

Με βάση το αίτημα που διατύπωσε το Ελεγκτικό Συνέδριο και προκειμένου η χωριστή λογιστική να αντανακλά καλύτερα τη σημερινή δημοσιονομική πραγματικότητα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διαβιβάζουν στην Επιτροπή, μαζί με την τελευταία τριμηνιαία κατάσταση κάθε οικονομικού έτους, την εκτίμηση του συνολικού ποσού των οφειλόμενων ποσών της χωριστής λογιστικής των οποίων η είσπραξη φαίνεται αβέβαιη.

(10)

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 της απόφασης 2000/597/ΕΚ, Ευρατόμ για την εφαρμογή της εν λόγω απόφασης, ως «ΑΕΠ» θεωρείται το ετήσιο ΑΕΕ σε αγοραίες τιμές όπως καθορίζεται από την Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν του ΕΣΟΛ 95, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2223/96 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 1996, περί του ευρωπαϊκού συστήματος εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Κοινότητας (4). Επιπλέον, ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1287/2003 του Συμβουλίου (5) καθορίζει τους κανόνες για την εναρμόνιση του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος σε τιμές της αγοράς.

(11)

Σύμφωνα με την απόφαση 2000/597/ΕΚ, Ευρατόμ, η Επιτροπή θα πραγματοποιήσει, πριν από την 1η Ιανουαρίου 2006, μια γενική επανεξέταση του συστήματος ιδίων πόρων. Στις νέες προτάσεις της Επιτροπής με βάση αυτήν την επανεξέταση, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στο άρθρο 2 παράγραφος 3, στο άρθρο 4 και στο άρθρο 5 της εν λόγω απόφασης.

(12)

Ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 (6) θα πρέπει, συνεπώς, να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στον τίτλο, στο άρθρο 1, στο άρθρο 2 και στο άρθρο 5:

α)

η παραπομπή στην «απόφαση 94/728/ΕΚ, Ευρατόμ» αντικαθίσταται από παραπομπή στην «απόφαση 2000/597/ΕΚ, Ευρατόμ»·

β)

στο άρθρο 1, η νέα παραπομπή στην απόφαση 2000/597/ΕΚ, Ευρατόμ, συνοδεύεται από την ακόλουθη υποσημείωση: «(*ΕΕ L 130 της 31.5.2000, σ. 1

2)

Στο άρθρο 6:

α)

στην παράγραφο 3, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

οι πόροι ΦΠΑ και ο συμπληρωματικός πόρος, λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων σε αυτούς τους πόρους από τη διόρθωση που παρέχεται στο Ηνωμένο Βασίλειο λόγω των δημοσιονομικών ανισορροπιών, περιλαμβάνονται, ωστόσο, στη λογιστική που προβλέπεται στο στοιχείο α), ως εξής:

την πρώτη εργάσιμη ημέρα κάθε μήνα, βάσει του δωδεκατημορίου που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 3,

κάθε χρόνο, όσον αφορά το υπόλοιπο που προβλέπεται στο άρθρο 10 παράγραφοι 4 και 7 και τις προσαρμογές που προβλέπονται στο άρθρο 10 παράγραφοι 6 και 8, με εξαίρεση τις ειδικές προσαρμογές που προβλέπονται στο άρθρο 10 παράγραφος 6 πρώτη περίπτωση, οι οποίες εμφανίζονται στα λογιστικά βιβλία την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μήνα που ακολουθεί τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ του εν λόγω κράτους μέλους και της Επιτροπής.»

β)

στο τέλος της παραγράφου 4 στοιχείο β), προστίθεται το ακόλουθο κείμενο:

«Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν, μαζί με την τελευταία τριμηνιαία κατάσταση κάθε οικονομικού έτους, την εκτίμηση του συνολικού ποσού των οφειλόμενων ποσών της χωριστής λογιστικής στις 31 Δεκεμβρίου του εν λόγω οικονομικού έτους, των οποίων η είσπραξη φαίνεται αβέβαιη.»

3)

Το άρθρο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 7

Μετά τις 31 Δεκεμβρίου του τρίτου έτους που ακολουθεί ένα δεδομένο οικονομικό έτος, το συνολικό ποσό που αναφέρεται στις μηνιαίες καταστάσεις τις οποίες υποβάλλουν τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 4 στοιχείο α) και που αφορά το εν λόγω οικονομικό έτος δε δύναται πλέον να διορθωθεί, εκτός από τα σημεία που κοινοποιούνται πριν από την ημερομηνία αυτή, είτε από την Επιτροπή είτε από το σχετικό κράτος μέλος.»

4)

Στο άρθρο 9:

α)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.   Η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει, κατά γενικό κανόνα, την ίδια την ημέρα της εγγραφής, το αργότερο δε σε τρεις εργάσιμες ημέρες, από τα κράτη μέλη ή τους οργανισμούς που έχουν ορίσει τα κράτη μέλη, με κάθε κατάλληλο μέσο, κατά προτίμηση δε δια της ηλεκτρονικής οδού, αντίγραφο λογαριασμού με τις εγγραφές των ιδίων πόρων.»

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα εγγεγραμμένα ποσά καταχωρούνται λογιστικώς σε ευρώ σύμφωνα με τον δημοσιονομικό κανονισμό (7) που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και τις λεπτομέρειες εφαρμογής του.

5)

Στο άρθρο 10:

α)

στην παράγραφο 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Αφού αφαιρεθούν τα έξοδα είσπραξης βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 3 και του άρθρου 10 παράγραφος 2 στοιχείο γ) της απόφασης 2000/597/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2000, περί του συστήματος των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (8), η εγγραφή των ιδίων πόρων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) της απόφασης αυτής, διενεργείται το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη 19η ημέρα του δεύτερου μήνα που ακολουθεί το μήνα κατά τη διάρκεια του οποίου βεβαιώθηκε η απαίτηση βάσει του άρθρου 2 του παρόντος κανονισμού.

β)

στην παράγραφο 3, το πρώτο και δεύτερο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η εγγραφή των πόρων ΦΠΑ και του συμπληρωματικού πόρου, λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων σε αυτούς του πόρους από τη διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών που παρέχεται στο Ηνωμένο Βασίλειο, εξαιρουμένου του αποθεματικού για τις πράξεις χορήγησης ή εγγύησης δανείων και του αποθεματικού για επείγουσα βοήθεια, διενεργείται κατά την πρώτη εργάσιμη ημέρα κάθε μηνός, και τούτο ανά δωδεκατημόριο των ποσών που προκύπτουν από τον προϋπολογισμό για το σκοπό αυτό, μετά τη μετατροπή τους σε εθνικά νομίσματα με την ισοτιμία της τελευταίας ημέρας συναλλαγών του ημερολογιακού έτους που προηγείται του δημοσιονομικού έτους, όπως δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C.

Για τις ειδικές ανάγκες που αφορούν την πληρωμή των δαπανών του ΕΓΤΠΕ, τμήμα ‘‘Εγγυήσεων’’, βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1765/92 και σε συνάρτηση με την ταμειακή κατάσταση της Κοινότητας, τα κράτη μέλη είναι δυνατόν να κληθούν από την Επιτροπή να επισπεύσουν κατά έναν ή δύο μήνες, εντός του πρώτου τριμήνου του οικονομικού έτους, την εγγραφή ενός δωδεκατημορίου ή ενός κλάσματος δωδεκατημορίου των ποσών που προβλέπονται στον προϋπολογισμό στα πλαίσια των πόρων ΦΠΑ ή/και του συμπληρωματικού πόρου, λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων σε αυτούς τους πόρους από τη διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών που παρέχεται στο Ηνωμένο Βασίλειο, εκτός των ιδίων πόρων που προβλέπονται για το αποθεματικό για εγγυήσεις δανείων και για το αποθεματικό για επείγουσα βοήθεια.»

γ)

στην παράγραφο 3, το έκτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η εγγραφή που αφορά το νομισματικό αποθεματικό του ΕΓΤΠΕ, το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 6 της απόφασης 2000/597/ΕΚ, Ευρατόμ, το αποθεματικό για τις πράξεις χορήγησης ή εγγύησης δανείων και το αποθεματικό για επείγουσα βοήθεια, τα οποία δημιουργούνται με την απόφαση 94/729/ΕΚ (9), διενεργείται κατά την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μήνα που ακολουθεί τον καταλογισμό των σχετικών δαπανών στον προϋπολογισμό και μέχρι του ύψους των εν λόγω δαπανών, αν ο καταλογισμός γίνει πριν από τις 16 του μηνός. Άλλως, η εγγραφή διενεργείται την πρώτη εργάσιμη ημέρα του δεύτερου μήνα που ακολουθεί τον καταλογισμό.

δ)

στην παράγραφο 3 έβδομο εδάφιο, το κείμενο «άρθρο 6 του δημοσιονομικού κανονισμού της 21ης Δεκεμβρίου 1977 που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (13), εφεξής καλούμενο “δημοσιονομικό κανονισμό”» αντικαθίσταται από το κείμενο «άρθρο 8 του δημοσιονομικού κανονισμού»·

ε)

στην παράγραφο 3, το ένατο, δέκατο, ενδέκατο και δωδέκατο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κάθε τροποποίηση του ομοιόμορφου συντελεστή των πόρων ΦΠΑ, του συντελεστή του συμπληρωματικού πόρου, καθώς και της διόρθωσης των δημοσιονομικών ανισορροπιών που παρέχεται στο Ηνωμένο Βασίλειο και της χρηματοδότησής της που προβλέπεται στα άρθρα 4 και 5 της απόφασης 2000/597/ΕΚ, Ευρατόμ, αιτιολογείται με την οριστική έγκριση διορθωτικού προϋπολογισμού και οδηγεί στην αναπροσαρμογή των δωδεκατημορίων που έχουν εγγραφεί από την αρχή του οικονομικού έτους.

Οι αναπροσαρμογές αυτές διενεργούνται κατά την πρώτη εγγραφή που ακολουθεί την οριστική έγκριση του διορθωτικού προϋπολογισμού, αν αυτή πραγματοποιείται πριν από τις 16 του μηνός. Άλλως, οι αναπροσαρμογές διενεργούνται κατά τη δεύτερη εγγραφή μετά την οριστική έγκρισή του. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 8 του δημοσιονομικού κανονισμού, οι αναπροσαρμογές αυτές λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο του οικονομικού έτους του διορθωτικού προϋπολογισμού, περί του οποίου γίνεται λόγος.

Τα δωδεκατημόρια που αφορούν στην εγγραφή του μηνός Ιανουαρίου κάθε οικονομικού έτους υπολογίζονται βάσει των ποσών που προβλέπονται στο σχέδιο προϋπολογισμού, όπως αναφέρεται στο άρθρο 272 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ και στο άρθρο 177 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚΑΕ, μετατρεπομένων σε εθνικό νόμισμα με την ισοτιμία της πρώτης ημέρας συναλλαγών που ακολουθεί την 15η Δεκεμβρίου του ημερολογιακού έτους που προηγείται του δημοσιονομικού έτους. Ο διακανονισμός διενεργείται κατά την εγγραφή που αντιστοιχεί στον επόμενο μήνα.

Όταν ο προϋπολογισμός δεν έχει οριστικά εγκριθεί πριν από την έναρξη του οικονομικού έτους, τα κράτη μέλη εγγράφουν την πρώτη εργάσιμη ημέρα κάθε μήνα, συμπεριλαμβανομένου του Ιανουαρίου, ένα δωδέκατο των ποσών που προβλέπονται ως προϊόν των πόρων ΦΠΑ και συμπληρωματικού πόρου, λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις σε αυτούς τους πόρους από τη διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών που παρέχεται στο Ηνωμένο Βασίλειο στον τελευταίο προϋπολογισμό που εγκρίθηκε οριστικά. Ο διακανονισμός διενεργείται κατά την πρώτη λήξη της προθεσμίας που ακολουθεί την οριστική έγκριση του προϋπολογισμού, αν αυτή πραγματοποιείται πριν από τις 16 του μηνός. Άλλως, ο διακανονισμός, διενεργείται κατά τη δεύτερη λήξη της προθεσμίας που ακολουθεί την οριστική έγκριση του προϋπολογισμού.»

στ)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Βάσει της ετήσιας κατάστασης της βάσης των πόρων ΦΠΑ που προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1553/89, κάθε κράτος μέλος χρεώνεται με το ποσό που προκύπτει από τα στοιχεία που αναφέρονται στην εν λόγω κατάσταση με την εφαρμογή του ομοιόμορφου συντελεστή που χρησιμοποιήθηκε για το προηγούμενο οικονομικό έτος και πιστώνεται με τις δώδεκα εγγραφές που διενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια του εν λόγω οικονομικού έτους. Η βάση όμως των πόρων ΦΠΑ ενός κράτους μέλους, στο οποίο εφαρμόζεται ο συντελεστής που προαναφέρθηκε, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσοστό του ΑΕΠ του κράτους αυτού, που καθορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 της απόφασης 2000/597/ΕΚ, Ευρατόμ, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 7 πρώτη πρόταση του παρόντος άρθρου. Η Επιτροπή προσδιορίζει το υπόλοιπο και το γνωστοποιεί στα κράτη μέλη εγκαίρως, ούτως ώστε αυτά να μπορέσουν να το εγγράψουν στο λογαριασμό που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού κατά την πρώτη εργάσιμη ημέρα του Δεκεμβρίου του ιδίου έτους.»

ζ)

η παράγραφος 5 διαγράφεται·

η)

στην παράγραφο 6, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Οι ενδεχόμενες διορθώσεις της βάσης πόρων ΦΠΑ που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1553/89 δίνουν τη δυνατότητα σε κάθε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, του οποίου η βάση δεν υπερβαίνει τα ποσοστά που ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και στο άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο β) της απόφασης 2000/597/ΕΚ, Ευρατόμ, λαμβανομένων υπόψη των διορθώσεων αυτών … (το υπόλοιπο παραμένει ως έχει).»

θ)

στην παράγραφο 6 δεύτερο εδάφιο, η πρώτη πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι τροποποιήσεις του ΑΕΠ που αναφέρονται στην παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου επιτρέπουν επίσης την αναπροσαρμογή του υπολοίπου κάθε κράτους μέλους, του οποίου η βάση, λαμβανομένων υπόψη των διορθώσεων, ορίζεται στα ποσοστά που καθορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και στο άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο β) της απόφασης 2000/597/ΕΚ, Ευρατόμ.»

ι)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«10.   Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 της απόφασης 2000/597/ΕΚ, Ευρατόμ, για την εφαρμογή της εν λόγω απόφασης, ως «ΑΕΠ» θεωρείται το ετήσιο ΑΕΕ σε αγοραίες τιμές, όπως ορίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1287/2003 του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2003, για την εναρμόνιση του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος σε τιμές της αγοράς (10).

6)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 10α

1.   Όταν ένα κράτος μέλος, βάσει της συνθήκης του Άμστερνταμ και των πρωτοκόλλων αριθ. 4 και 5 της συνθήκης αυτής, δεν συμμετέχει στη χρηματοδότηση μιας ειδικής δράσης ή μιας πολιτικής της Ένωσης, δικαιούται προσαρμογή, υπολογιζόμενη σύμφωνα με την παράγραφο 2, του ποσού που κατέβαλε ως ιδίους πόρους για κάθε οικονομικό έτος μη συμμετοχής. Η προσαρμογή αυτή έχει ενιαίο και οριστικό χαρακτήρα, ανεξάρτητα από τη μεταγενέστερη τροποποίηση του ΑΕΠ που χρησιμοποιήθηκε.

2.   Η Επιτροπή προβαίνει στον υπολογισμό της προσαρμογής κατά τη διάρκεια του έτους που ακολουθεί το εξεταζόμενο οικονομικό έτος, ενώ ταυτόχρονα καθορίζει τα υπόλοιπα ΑΕΠ που προβλέπονται στο άρθρο 10 του παρόντος κανονισμού.

Ο υπολογισμός γίνεται με βάση τα στοιχεία που αφορούν το εξεταζόμενο οικονομικό έτος:

το σύνολο του ΑΕΠ σε τιμές της αγοράς και των συνιστωσών του,

την εκτέλεση των επιχειρησιακών δαπανών του προϋπολογισμού που ανταποκρίνονται στην εν λόγω δράση ή πολιτική.

Για τον υπολογισμό της προσαρμογής, το συνολικό ποσό των εν λόγω δαπανών, με εξαίρεση τις δαπάνες που χρηματοδοτούνται από τρίτες συμμετέχουσες χώρες, πολλαπλασιάζεται με το ποσοστό που αντιπροσωπεύει το ΑΕΠ του κράτους μέλους που δικαιούται προσαρμογής σε σχέση με το ΑΕΠ του συνόλου των κρατών μελών. Η προσαρμογή χρηματοδοτείται από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη σύμφωνα με την κλίμακα που προσδιορίζεται, διαιρώντας το αντίστοιχο ΑΕΠ τους με το ΑΕΠ του συνόλου των συμμετεχόντων κρατών μελών. Όσον αφορά τον υπολογισμό της προσαρμογής, η μετατροπή των ποσών από εθνικό νόμισμα σε ευρώ διενεργείται με το συντελεστή ισοτιμίας της τελευταίας ημέρας συναλλαγών του ημερολογιακού έτους που προηγείται του υπό εξέταση οικονομικού έτους.

Καμία αναθεώρηση της προσαρμογής αυτής δεν γίνεται εκ των υστέρων, ανεξάρτητα από τη μεταγενέστερη τροποποίηση του ΑΕΠ που χρησιμοποιήθηκε.

3.   Η Επιτροπή ανακοινώνει εγκαίρως στα κράτη μέλη το ποσό της αναπροσαρμογής, ώστε αυτά να μπορέσουν να το εγγράψουν στο λογαριασμό που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού την πρώτη εργάσιμη ημέρα του Δεκεμβρίου.»

7)

Το άρθρο 11 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 11

1.   Κάθε καθυστέρηση στις εγγραφές του λογαριασμού που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 δημιουργεί για το συγκεκριμένο κράτος μέλος, την υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας.

2.   Όσον αφορά τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, το επιτόκιο είναι ίσο προς το επιτόκιο της πρώτης ημέρας του μήνα λήξης της προθεσμίας, που εφαρμόζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις πράξεις αναχρηματοδότησης, όπως δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C, προσαυξημένο κατά δύο μονάδες.

Το επιτόκιο αυτό αυξάνεται κατά 0,25 μονάδες κατά μήνα καθυστέρησης και εφαρμόζεται για όλη την περίοδο υπερημερίας.

3.   Όσον αφορά τα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στην οικονομική και νομισματική ένωση, το επιτόκιο ισούται με το επιτόκιο που εφαρμόζουν την πρώτη ημέρα του εν λόγω μήνα οι αντίστοιχες κεντρικές τράπεζες στις βασικές συναλλαγές αναχρηματοδότησης, προσαυξημένο κατά δύο μονάδες, ή, για τα κράτη μέλη για τα οποία το επιτόκιο της Κεντρικής Τράπεζας δεν είναι διαθέσιμο, στο πλησιέστερο επιτόκιο που ισχύει την πρώτη ημέρα του εν λόγω μήνα στη χρηματαγορά του κράτους μέλους, προσαυξημένο κατά δύο μονάδες. Το επιτόκιο αυτό αυξάνεται κατά 0,25 μονάδες ανά μήνα καθυστέρησης και εφαρμόζεται για όλη την περίοδο υπερημερίας.

4.   Για την καταβολή των τόκων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, το άρθρο 9, παράγραφοι 2 και 3 εφαρμόζεται, τηρουμένων των αναλογιών».

8)

Στο άρθρο 12, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Τα κράτη μέλη ή ο οργανισμός που έχουν ορίσει σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1, εκτελούν τις εντολές πληρωμής της Επιτροπής, το συντομότερο δυνατό, και το αργότερο εντός πέντε εργάσιμων ημερών από τη λήψη των εντολών πληρωμής και διαβιβάζουν στην Επιτροπή αντίγραφο του λογαριασμού με κάθε κατάλληλο μέσο, κατά προτίμηση δε διά της ηλεκτρονικής οδού, το αργότερο εντός των τριών εργάσιμων ημερών που ακολουθούν κάθε συναλλαγή. Ωστόσο, τα κράτη μέλη εκτελούν τις πράξεις τις σχετικές με τις ταμειακές κινήσεις μέσα στις προθεσμίες που ζητά η Επιτροπή.»

9)

Ο τίτλος V διαγράφεται.

10)

Ο τίτλος VI αντικαθίσταται ως εξής:

 

«Τρόπος εφαρμογής του άρθρου 7 της απόφασης 2000/597/ΕΚ, Ευρατόμ»

11)

Το άρθρο 15 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 15

Για την εφαρμογή του άρθρου 7 της απόφασης 2000/597/ΕΚ, Ευρατόμ, το υπόλοιπο ενός συγκεκριμένου οικονομικού έτους αποτελείται από τη διαφορά μεταξύ:

του συνόλου των εσόδων που εισπράττονται γι' αυτό το οικονομικό έτος

και

του ποσού των πραγματοποιηθεισών πληρωμών έναντι των πιστώσεων αυτού του οικονομικού έτους, προσαυξημένου κατά το ποσό των πιστώσεων του ιδίου οικονομικού έτους που μεταφέρονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9 του δημοσιονομικού κανονισμού. Η διαφορά αυτή προσαυξάνεται ή μειώνεται, αφενός, κατά το καθαρό ποσό που προκύπτει από τις ακυρώσεις των πιστώσεων που παρέμειναν από προηγούμενα οικονομικά έτη και, αφετέρου, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 5 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού:

κατά το ποσό των υπερβάσεων κατά την πληρωμή, που οφείλονται στις διακυμάνσεις των ισοτιμιών του ευρώ των μη διαχωριζόμενων πιστώσεων, που μεταφέρθηκαν από το προηγούμενο οικονομικό έτος κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9 παράγραφοι 1 και 4 του δημοσιονομικού κανονισμού

και

κατά το υπόλοιπο που προκύπτει από τα συναλλαγματικά κέρδη και ζημίες που σημειώνονται κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους.»

12)

Στο άρθρο 16, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Όταν εμφανίζονται σημαντικές διαφορές σε σύγκριση με τις αρχικές προβλέψεις, οι διαφορές αυτές μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διορθωτικής επιστολής του προσχεδίου προϋπολογισμού του επόμενου οικονομικού έτους ή διορθωτικού προϋπολογισμού για το τρέχον οικονομικό έτος.»

13)

Στο άρθρο 17:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη απαλλάσσονται της υποχρεώσεως να αποδίδουν στην Επιτροπή τα ποσά που αντιστοιχούν στα οφειλόμενα έσοδα που βεβαιώθηκαν ως μη ανακτήσιμα:

α)

είτε για λόγους ανωτέρας βίας·

β)

είτε για άλλους λόγους που δεν μπορούν να τους καταλογισθούν.

Τα ποσά των βεβαιωθέντων δασμών δηλώνονται ως μη ανακτήσιμα με απόφαση της αρμόδιας διοικητικής αρχής που βεβαιώνει την αδυναμία ανάκτησης.

Τα ποσά των βεβαιωθέντων οφειλόμενων ποσών χαρακτηρίζονται μη ανακτήσιμα το αργότερο μετά την παρέλευση πενταετίας από την ημερομηνία κατά την οποία βεβαιώθηκε το ποσό σύμφωνα με στο άρθρο 2 ή, σε περίπτωση διοικητικής ή δικαστικής προσφυγής, από την κοινοποίηση, γνωστοποίηση ή δημοσίευση της οριστικής απόφασης.

Σε περίπτωση τμηματικής πληρωμής ή πληρωμών, η πενταετία προσμετράται το αργότερο από την ημερομηνία της τελευταίας πραγματικής πληρωμής, στο βαθμό που με την πληρωμή αυτή δεν εξοφλείται η οφειλή.

Τα ποσά που δηλώνονται ή χαρακτηρίζονται μη ανακτήσιμα εκπίπτουν οριστικά από τη χωριστή λογιστική που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο β). Τα ποσά αυτά αναφέρονται σε παράρτημα της τριμηνιαίας κατάστασης που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 στοιχείο β) καθώς και, ενδεχομένως, στην τριμηνιαία κατάσταση που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 5.»

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Εντός τριών μηνών από τη διοικητική απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 ή σύμφωνα με την προθεσμία που ορίζεται στην ίδια παράγραφο, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή τις πληροφορίες που αφορούν τις περιπτώσεις εφαρμογής της εν λόγω παραγράφου 2, εφόσον το ποσό των βεβαιωθέντων οφειλόμενων ποσών υπερβαίνει τα 50 000 ευρώ.

Τα κράτη μέλη δύνανται να επεκτείνουν το χρονοδιάγραμμα αυτό έως και τρία έτη για περιπτώσεις βεβαιωθέντων οφειλόμενων ποσών, που δηλώθηκαν ή χαρακτηρίσθηκαν μη ανακτήσιμα πριν από την 1η Ιουλίου 2006.

Η έκθεση αυτή, η οποία γίνεται σύμφωνα με το πρότυπο που καταρτίζεται από την Επιτροπή κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή του άρθρου 20, περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται προκειμένου να εκτιμηθούν εμπεριστατωμένα οι λόγοι που προβλέπονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α) και β), οι οποίοι εμπόδισαν το εν λόγω κράτος μέλος να αποδώσει τα ποσά αυτά καθώς και τα μέτρα που έλαβε το κράτος μέλος στη συγκεκριμένη περίπτωση ή περιπτώσεις για την ανάκτηση.

4.   Η Επιτροπή έχει προθεσμία έξι μηνών από την παραλαβή της έκθεσης που προβλέπεται στην παράγραφο 3 για να διαβιβάσει τις παρατηρήσεις της στο οικείο κράτος μέλος.

Στην περίπτωση που η Επιτροπή κρίνει αναγκαίο να ζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες, η εξάμηνη προθεσμία προσμετράται από την ημερομηνία παραλαβής των αιτηθεισών συμπληρωματικών πληροφοριών.»

γ)

η νυν παράγραφος 3 γίνεται παράγραφος 5 και διατυπώνεται ως εξής:

«5.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν στην Επιτροπή, μέσω ετήσιας έκθεσης, για την πορεία και τα αποτελέσματα των ελέγχων τους καθώς και για τα συνολικά στοιχεία και τα θέματα αρχής του αφορούν τα σημαντικότερα ανακύπτοντα προβλήματα, ιδίως τις διαφορές, από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Η έκθεση αυτή διαβιβάζεται στην Επιτροπή μέχρι την 1η Μαρτίου του έτους που έπεται του εκάστοτε οικονομικού έτους. Η συγκεφαλαιωτική παρουσίαση των κοινοποιήσεων των κρατών μελών βάσει του παρόντος άρθρου, περιέχεται στην έκθεση της Επιτροπής που προβλέπεται στο άρθρο 280 παράγραφος 5 της συνθήκης. Η έκθεση καθώς και οι δεόντως αιτιολογημένες τροποποιήσεις της καταρτίζονται από την Επιτροπή κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή του άρθρου 20. Προβλέπονται, ενδεχομένως, οι κατάλληλες προθεσμίες εφαρμογής.»

14)

Στο άρθρο 18 παράγραφος 1, η παραπομπή στην «απόφαση 94/728/ΕΚ, Ευρατόμ» αντικαθίσταται από παραπομπή στην «απόφαση 2000/597/ΕΚ, Ευρατόμ».

15)

Στο άρθρο 21 παράγραφος 1, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

τους ελέγχους και εξακριβώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 18 παράγραφοι 2 και 3.»

16)

Παρεμβάλλεται ο ακόλουθος τίτλος:

«ΤΙΤΛΟΣ IX

Μεταβατικές διατάξεις

Άρθρο 21α

Το επιτόκιο που προβλέπεται στο άρθρο 11 του παρόντος κανονισμού εξακολουθεί να ισχύει για τον υπολογισμό των τόκων υπερημερίας, σε περίπτωση που η προθεσμία λήγει πριν από το τέλος του μήνα έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2028/2004 του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2004 για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 σχετικά με την εφαρμογή της απόφασης 94/728/ΕΚ, Ευρατόμ για το σύστημα ιδίων πόρων των Κοινοτήτων (11).

17)

Ο νυν τίτλος ΙΧ γίνεται τίτλος Χ.

Άρθρο 2

Οι άλλες διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 εξακολουθούν να ισχύουν στο βαθμό που δεν τροποποιούνται ρητώς από τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 16 Νοεμβρίου 2004.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. ZALM


(1)  ΕΕ L 253 της 7.10.2000, σ. 42.

(2)  Γνώμη που διατυπώθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2004 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  ΕΕ C 318 της 30.12.2003, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 310 της 30.11.1996, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1267/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 180 της 18.7.2003, σ. 1).

(5)  ΕΕ L 181 της 19.7.2003, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 130 της 31.5.2000, σ. 1.

(7)  Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002 για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248 της 16.9.2002, σ. 1).»

(8)  ΕΕ L 253 της 7.10.2000, σ. 42

(9)  Απόφαση η οποία καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2040/2000 (ΕΕ L 244 της 29.9.2000, σ. 27).»

(10)  ΕΕ L 181 της 19.7.2003, σ. 1

(11)  ΕΕ L 352 της 27.11.2004, σ. 1


Top