Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32001R1512

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1512/2001 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2001, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1254/1999 για κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος

ΕΕ L 201 της 26.7.2001, p. 1–3 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 30/06/2008; καταργήθηκε εμμέσως από 32007R1234

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2001/1512/oj

32001R1512

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1512/2001 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2001, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1254/1999 για κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 201 της 26/07/2001 σ. 0001 - 0003


Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1512/2001 του Συμβουλίου

της 23ης Ιουλίου 2001

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1254/1999 για κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως τα άρθρα 36 και 37,

την πρόταση της Επιτροπής(1),

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου(2),

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Η αγορά του βοείου κρέατος υφίσταται σοβαρές αναστατώσεις που οφείλονται στην απώλεια, αφενός, της εμπιστοσύνης των καταναλωτών, οι οποίοι ανησυχούν για την εμφάνιση νέων κρουσμάτων σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας των βοοειδών (ΣΕΒ) και, αφετέρου, του ενδιαφέροντός τους για τα προϊόντα του κλάδου. Η κατάσταση χαρακτηρίζεται από δραστική συρρίκνωση της ζήτησης λόγω κατακόρυφης πτώσης της κατανάλωσης και των εξαγωγών και από τον αυξανόμενο αριθμό ζώων που παραμένουν ως απόθεμα στις κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις. Η κατάσταση αυτή οδηγεί σε σοβαρή επιδείνωση της αγοράς που είναι δύσκολο να τιθασευτεί. Θα πρέπει επομένως να προβλεφθεί μια σειρά μέτρων με σκοπό τη ρύθμιση της αγοράς με τη μείωση της μελλοντικής παραγωγή.

(2) Η ειδική πριμοδότηση αρρένων βοοειδών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1254/1999 του Συμβουλίου(4), αποτελεί ένα από τα κυριότερα μέσα στήριξης της παραγωγής βοείου κρέατος. Η πριμοδότηση αυτή υπόκειται σήμερα σε περιφερειακό ανώτατο όριο. Εάν μειωνόταν ο αριθμός των ζώων για τα οποία υπάρχει η δυνατότητα χορήγησης της ειδικής πριμοδότησης, θα ελαττώνονταν τα κίνητρα για παραγωγή. Θα πρέπει επομένως να εισαχθεί, για μια περιορισμένη χρονική περίοδο, μια μείωση του περιφερειακού ανωτάτου ορίου με βάση τις ενισχύσεις που δόθηκαν κατά τη διάρκεια των παρελθόντων ετών. Επί πλέον, προκειμένου να ενθαρρυνθούν οι παραγωγοί να μετατρέψουν τα ισχνά βοοειδή σε βόδια, τα οποία εκτρέφονται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στα χορτολίβαδα, θα πρέπει να είναι δυνατή η χορήγηση πριμοδότησης για δεύτερη φορά για βόδια τα οποία έχουν ήδη πριμοδοτηθεί μια πρώτη φορά ως ταύροι.

(3) Η παρέκκλιση που επιτρέπει στα κράτη μέλη να τροποποιούν ή να μην εφαρμόζουν το όριο κεφαλών των 90 ζώων ανά κτηνοτροφική εκμετάλλευση και ομάδα ηλικίας, το οποίο προσδιορίζει τη χορήγηση της ειδικής πριμοδότησης, μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του αριθμού των ζώων που είναι επιλέξιμα για την πριμοδότηση σε μεγάλες μονάδες παραγωγής. Προκειμένου να αμβλυνθεί το σχετικό κίνητρο, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί η περίπτωση αυστηρής εφαρμογής του ορίου αυτού, συνδέοντας τη δυνατότητα τροποποίησης ή μη εφαρμογής του με τη συνεκτίμηση περιβαλλοντικών πτυχών και πτυχών απασχόλησης, στο πλαίσιο μιας πολιτικής αγροτικής ανάπτυξης.

(4) Επειδή η παραγωγή βοείου κρέατος υπαγορεύεται κυρίως από τον αριθμό των αγελάδων, υπάρχει δυνατότητα επίτευξης μιας μείωσης της παραγωγής κρέατος στο μέλλον με περιστολή του αριθμού των θηλαζουσών αγελάδων. Για να πραγματοποιηθεί αυτό -από άποψη μείωσης της παραγωγής- θα πρέπει να ενισχυθούν οι συνέπειες του συνυπολογισμού των δαμαλίδων στα ζώα που είναι επιλέξιμα για την πριμοδότηση για θηλάζουσες αγελάδες, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1254/1999, ορίζοντας ένα ελάχιστο ποσοστό δαμαλίδων, για μια περιορισμένη χρονική περίοδο, και αυξάνοντας το μέγιστο ποσοστό των ζώων αυτών. Λαμβάνοντας υπόψη τη μείωση των κεφαλών στις αγέλες, λόγω του αφθώδους πυρετού, η υποχρέωση αυτή δεν θα έχει εφαρμογή στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2002 και θα είναι περιορισμένης μορφής το 2003. Αυτό συνεπάγεται ανάλογες προσαρμογές του χωριστού εθνικού ανωτάτου ορίου για τις δαμαλίδες, το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 10 του εν λόγω κανονισμού. Για να απλοποιηθεί η διαχείριση αυτού του μέτρου, οι παραγωγοί που υποβάλλουν αιτήσεις για μικρό αριθμό πριμοδοτήσεων θα εξαιρούνται από αυτό τον όρο. Για να επιτευχθεί μια μείωση της παραγωγής θα πρέπει επίσης να ανασταλεί, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, η δυνατότητα ανακατανομής των δικαιωμάτων πριμοδότησης τα οποία επιστρέφονται στο εθνικό απόθεμα. Προκειμένου να ληφθεί υπόψη η μείωση του αριθμού των διαθέσιμων θηλαζουσών αγελάδων λόγω του αφθώδους πυρετού, το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να εξαιρεθεί από το μέτρο αυτό το 2002.

(5) Ο αριθμός των ζώων για τα οποία μπορεί να χορηγηθεί η ειδική πριμοδότηση και η πριμοδότηση για τις θηλάζουσες αγελάδες περιορίζεται σήμερα με την επιβολή δείκτη πυκνότητας ύψους δύο μονάδων μεγάλων ζώων (ΜΜΖ) ανά εκτάριο, όπως αναφέρεται στο άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1254/1999. Προκειμένου να μειωθεί ο αριθμός των ζώων τα οποία εκτρέφονται σε κτηνοτροφικές μονάδες εντατικής εκμετάλλευσης και για τα οποία μπορούν να χορηγηθούν οι ανωτέρω πριμοδοτήσεις και έτσι να διευκολυνθεί η εκτατική παραγωγή, θα πρέπει ο δείκτης πυκνότητας να περιορισθεί σταδιακά σε 1,9 ΜΜΖ το 2002 και 1,8 το 2003.

(6) Προκειμένου να απορροφηθεί η σημερινή πλεονάζουσα παραγωγή η οποία προκύπτει από την υποχώρηση της κατανάλωσης, οι ποσότητες που πρέπει να αγοραστούν είναι δυνατό να προκαλέσουν υπέρβαση του ανωτάτου ορίου το οποίο καθορίζεται στο άρθρο 47 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1254/1999. Το ανώτατο αυτό όριο θα πρέπει να αντικατασταθεί από ένα υψηλότερο ανώτατο όριο για το 2001, προκειμένου να αποφευχθεί η προσφυγή στο καθεστώς "ασφαλείας", που προβλέπεται στο άρθρο 47 παράγραφος 5 του εν λόγω κανονισμού.

(7) Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό αποσκοπούν στην αντιμετώπιση της κατάστασης που επικρατεί σήμερα στην αγορά. Ανάλογα με την εξέλιξη της κατάστασης αυτής πιθανώς να απαιτηθεί η θέσπιση περαιτέρω μέτρων στο μέλλον,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1254/1999 τροποποιείται ως εξής:

1. Στο άρθρο 4 παράγραφος 2 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο: "Ωστόσο, για το έτος 2001, η πριμοδότηση για δεύτερη φορά που αναφέρεται στη δεύτερη περίπτωση του στοιχείου β) μπορεί να χορηγηθεί επίσης για βοοειδή για τα οποία έχει ήδη χορηγηθεί πριμοδότηση για πρώτη φορά, όπως αναφέρεται στο στοιχείο α)".

2. Στο άρθρο 4 παράγραφος 4 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο: "Ωστόσο, για τα έτη 2002 και 2003, εφαρμόζονται τα εξής περιφερειακά ανώτατα όρια:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Οι υφιστάμενες υποσημειώσεις του παραρτήματος Ι εξακολουθούν να ισχύουν κατά την περίοδο αυτή. Ωστόσο, κατ' αυτή την περίοδο, το μέγιστο ανώτατο όριο για το Ηνωμένο Βασίλειο που αναφέρεται στην τελευταία υποσημείωση είναι 1461978.".

3. Στο άρθρο 4 παράγραφος 5, η πρώτη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: "- βάσει αντικειμενικών κριτηρίων που είναι μέρος μιας πολιτικής αγροτικής ανάπτυξης και μόνο υπό τον όρο ότι λαμβάνονται υπόψη περιβαλλοντικές πτυχές καθώς και πτυχές απασχόλησης, να τροποποιούν ή να μην εφαρμόζουν το όριο κεφαλών των 90 ζώων ανά εκμετάλλευση και ομάδα ηλικίας".

4. Στο άρθρο 4 παράγραφος 7 στοιχείο β), προστίθεται η εξής φράση: "Ωστόσο, για βοοειδή που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2, το ποσό της πριμοδότησης καθορίζεται σε 98 ευρώ".

5. Στο άρθρο 6 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο, τα ποσοστά "80 %" και "20 %" αντικαθίστανται από τα ποσοστά "60 %" και "40 %" αντίστοιχα.

6. Στο άρθρο 6 παράγραφος 2 προστίθενται ένα δεύτερο, ένα τρίτο και ένα τέταρτο εδάφιο ως εξής: "Ωστόσο, για τα έτη 2002 και 2003, ο αριθμός των διατηρουμένων δαμαλίδων είναι τουλάχιστον 15 % του συνολικού αριθμού ζώων για τα οποία ζητείται η πριμοδότηση.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η υποχρέωση να εκτρέφεται ένας ελάχιστος αριθμός δαμαλίδων δεν έχει εφαρμογή το 2002 και περιορίζεται σε 5 % το 2003.

Παραγωγός που υποβάλλει αίτηση πριμοδότησης για λιγότερες από 14 θηλάζουσες αγελάδες εξαιρείται από την εφαρμογή του όρου που αφορά τον ελάχιστο αριθμό δαμαλίδων".

7. Στο άρθρο 9 παράγραφος 3 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο: "Ωστόσο, το 2002 και το 2003, δικαιώματα που έχουν επιστραφεί στο εθνικό απόθεμα σύμφωνα με τη δεύτερη περίπτωση της παραγράφου 4 δεν ανακατανέμονται έως τις 31 Δεκεμβρίου 2003. Για το Ηνωμένο Βασίλειο ο κανόνας αυτός εφαρμόζεται μόνο το 2003".

8. Στο άρθρο 10 παράγραφος 1 προστίθεται ένα τρίτο, ένα τέταρτο και ένα πέμπτο εδάφιο ως εξής: "Ωστόσο, για τα έτη 2002 και 2003, αυτό το χωριστό εθνικό ανώτατο όριο είναι τουλάχιστον 10 % και δεν υπερβαίνει το 40 % του εθνικού ανωτάτου ορίου του συγκεκριμένου κράτους μέλους το οποίο καθορίζεται στο παράρτημα ΙΙ του παρόντος κανονισμού.

Εάν, το 2002 και 2003, κράτος μέλος αποφασίσει να εφαρμόσει τη δυνατότητα που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, η πριμοδότηση για θηλάζουσες αγελάδες χορηγείται σε κάθε παραγωγό που διατηρεί αριθμό δαμαλίδων ο οποίος αντιστοιχεί σε ποσοστό τουλάχιστον 5 % και το πολύ 20 % του συνολικού αριθμού των ζώων για τα οποία ζητείται η πριμοδότηση.

Ο όρος που αφορά τον ελάχιστο αριθμό δαμαλίδων δεν εφαρμόζεται στον παραγωγό που υποβάλλει αίτηση πριμοδότησης για λιγότερο από 14 θηλάζουσες αγελάδες".

9. Στο άρθρο 12 παράγραφος 1, η πρώτη φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: "Ο συνολικός αριθμός των ζώων για τα οποία μπορεί να χορηγηθεί η ειδική πριμοδότηση και η πριμοδότηση για θηλάζουσες αγελάδες περιορίζεται με την εφαρμογή δείκτη πυκνότητας των ζώων στην εκμετάλλευση, ο οποίος ανέρχεται σε 2 μονάδες μεγάλων ζώων (ΜΜΖ) ανά εκτάριο και ημερολογιακό έτος. Ο δείκτης πυκνότητας, είναι 1,9 ΜΜΖ από την 1η Ιανουαρίου 2002 και 1,8 ΜΜΖ από την 1η Ιανουαρίου 2003".

10. Στο άρθρο 47 παράγραφος 2, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: "Οι αγορές αυτές δεν μπορούν να υπερβαίνουν τους 350000 τόνους ανά έτος για την Κοινότητα ως σύνολο. Ωστόσο, για το έτος 2001, οι μέγιστες αγορές καθορίζονται σε 500000 τόνους".

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει από την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2002. Ωστόσο, το άρθρο 1 παράγραφοι 1, 4 και 10 εφαρμόζονται από την ημέρα έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 23 Ιουλίου 2001.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. Neyts-Uyttebroeck

(1) Πρόταση της 6ης Φεβρουαρίου 2001 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2) Γνώμη που διατυπώθηκε στις 16 Μαΐου 2001 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3) Γνώμη που διατυπώθηκε στις 25 Απριλίου 2001 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(4) ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 21.

Top