Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32000R0823

    Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 823/2000 της Επιτροπής, της 19ης Απριλίου 2000, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 81 παράγραφος 3 της συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών μεταξύ ναυτιλιακών εταιρειών τακτικών γραμμών (κοινοπραξίες) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    ΕΕ L 100 της 20.4.2000, p. 24–30 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

    Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO)

    Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 25/04/2010: This act has been changed. Current consolidated version: 26/04/2005

    ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2000/823/oj

    32000R0823

    Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 823/2000 της Επιτροπής, της 19ης Απριλίου 2000, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 81 παράγραφος 3 της συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών μεταξύ ναυτιλιακών εταιρειών τακτικών γραμμών (κοινοπραξίες) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 100 της 20/04/2000 σ. 0024 - 0030


    Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 823/2000 της Επιτροπής

    της 19ης Απριλίου 2000

    σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 81 παράγραφος 3 της συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών μεταξύ ναυτιλιακών εταιρειών τακτικών γραμμών (κοινοπραξίες)

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

    τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 479/92 του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης επί ορισμένων κατηγοριών συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών μεταξύ ναυτιλιακών εταιρειών τακτικών γραμμών (consortia)(1), όπως τροποποιήθηκε από την πράξη προσχώρησης της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας, και ιδίως το άρθρο 1,

    Μετά από δημοσίευση του σχεδίου του παρόντος κανονισμού(2),

    Μετά από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1) Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 479/92 εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να εφαρμόζει το άρθρο 81 παράγραφος 3 της συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών, αποφάσεων ή εναρμονισμένων πρακτικών μεταξύ ναυτιλιακών εταιρειών (κοινοπραξίες) με αντικείμενο τη συνεκμετάλλευση υπηρεσιών στις τακτικές γραμμές θαλασσίων μεταφορών, οι οποίες, χάρη στη συνεργασία που συνεπάγονται μεταξύ των συμβαλλομένων ναυτιλιακών εταιρειών, μπορούν να περιορίσουν τον ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς και να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και είναι, ως εκ τούτου, δυνατόν να υπαχθούν στην απαγόρευση του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης.

    (2) Η Επιτροπή προέβη σε χρήση της εξουσιοδότησης αυτής με την έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 870/95 της Επιτροπής(3). Με βάση την έως τώρα κτηθείσα εμπειρία, είναι δυνατόν να καθορισθεί μια κατηγορία κοινοπραξιών που ενδέχεται να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81 παράγραφος 1, αλλά που, κατά κανόνα, μπορούν να θεωρηθούν ότι πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 81 παράγραφος 3.

    (3) Η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη τις ιδιομορφίες των θαλασσίων μεταφορών. Οι ιδιομορφίες αυτές θα αποτελούν επίσης σημαντικό στοιχείο για την αξιολόγηση εκ μέρους της Επιτροπής περιπτώσεων κοινοπραξιών που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας απαλλαγής κατά κατηγορίες.

    (4) Οι κοινοπραξίες, όπως ορίζονται στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, συμβάλλουν εν γένει στη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ποιότητας των υπηρεσιών τακτικών γραμμών χάρη στον εξορθολογισμό των δραστηριοτήτων των εταιρειών μελών τους, και χάρη στις οικονομίες κλίμακας που επιτρέπουν στο επίπεδο της εκμετάλλευσης των σκαφών και των λιμενικών εγκαταστάσεων. Συμβάλλουν επίσης στην προαγωγή της τεχνικής και οικονομικής προόδου, διευκολύνοντας και προτρέποντας την αύξηση της χρησιμοποίησης των εμπορευματοκιβωτίων, καθώς και την αποτελεσματικότερη χρησιμοποίηση της χωρητικότητας των πλοίων.

    (5) Οι χρήστες των θαλασσίων υπηρεσιών που προσφέρουν οι κοινοπραξίες αποκομίζουν εν γένει δίκαιο τμήμα από το όφελος που προκύπτει από τη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ποιότητας των υπηρεσιών που είναι απόρροια της ύπαρξης των εν λόγω κοινοπραξιών. Τα προαναφερόμενα οφέλη μπορεί να λάβουν μεταξύ άλλων τη μορφή βελτίωσης της συχνότητας εξυπηρέτησης δρομολογίων και προσέγγισης σε λιμένες ή της καλύτερης διευθέτησης των εν λόγω δρομολογίων, καθώς και της βελτιωμένης ποιότητας και της εξατομίκευσης των προσφερόμενων υπηρεσιών, χάρη στη χρησιμοποίηση περισσότερο σύγχρονων σκαφών και εξοπλισμού, λιμενικού ή μη. Οι χρήστες είναι σε θέση να αποκομίσουν ουσιαστικά οφέλη από τις κοινοπραξίες μόνο στο βαθμό που υπάρχει επαρκής ανταγωνισμός στα δρομολόγια στα οποία ασκούν δραστηριότητες οι κοινοπραξίες.

    (6) Κατά συνέπεια, οι συμφωνίες αυτές πρέπει να τύχουν απαλλαγής κατά κατηγορία, στο βαθμό που δεν παρέχουν στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις τη δυνατότητα εξάλειψης του ανταγωνισμού σε σημαντικό τμήμα των εν λόγω δρομολογίων. Για να ληφθούν υπόψη οι συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες που επικρατούν στην αγορά των θαλασσίων μεταφορών και οι συχνές τροποποιήσεις που επιφέρουν τα συμβαλλόμενα μέρη στις ρήτρες των συμφωνιών σύναψης κοινοπραξιών ή στις δραστηριότητες που καλύπτονται από τις συμφωνίες, αντικείμενο του παρόντος κανονισμού είναι να αποσαφηνιστούν οι όροι που πρέπει να πληρούν οι κοινοπραξίες, ούτως ώστε να δικαιούνται του ευεργετήματος της απαλλαγής κατά κατηγορία.

    (7) Ένα από τα συμφυή χαρακτηριστικά των καινοπραξιών, για την από κοινού δημιουργία και την παροχή από κοινού μιας υπηρεσίας, είναι η προσαρμογή της χωρητικότητας. Τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση μη χρησιμοποίησης ορισμένου ποσοστού της χωρητικότητας των πλοίων που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο μιας κοινοπραξίας.

    (8) Η απαλλαγή κατά κατηγορία που χορηγείται βάσει του παρόντος κανονισμού πρέπει να καλύπτει τόσο τις κοινοπραξίες που λειτουργούν στο πλαίσιο μιας ναυτιλιακής διάσκεψης, όσο και τις κοινοπραξίες που ασκούν δραστηριότητες εκτός του πλαισίου των διασκέψεων αυτών, με εξαίρεση τον από κοινού καθορισμό του ύψους των ναύλων.

    (9) Ο καθορισμός των τιμών εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4056/86 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1986, για τον καθορισμό του τρόπου εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης στις θαλάσσιες μεταφορές(4), όπως τροποποιήθηκε από την πράξη προσχώρησης της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας. Τα μέλη μιας κοινοπραξίας που επιθυμούν να καθορίσουν από κοινού τιμές και τα οποία δεν πληρούν τα κριτήρια του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4056/86, πρέπει να ζητήσουν ατομική απαλλαγή.

    (10) Ο πρώτος όρος με τον οποίο πρέπει να συνδέεται η απαλλαγή κατά κατηγορία, είναι να εξασφαλίζεται στους χρήστες των μεταφορών δίκαιο τμήμα από το όφελος που προκύπτει από τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, καθώς και από τα άλλα οφέλη που προσφέρουν οι κοινοπραξίες.

    (11) Πρέπει να θεωρείται ότι πληρούται ο προαναφερθείς όρος του άρθρου 81 παράγραφος 3, όταν η κοινοπραξία βρίσκεται σε μία ή περισσότερες από τις τρεις κατωτέρω περιγραφόμενες καταστάσεις:

    - μεταξύ των μελών της διάσκεψης, στο πλαίσιο της οποίας λειτουργεί η κοινοπραξία, υπάρχει πραγματικός ανταγωνισμός σε θέματα τιμών συνεπεία της ανεξάρτητης διαμόρφωσης των ναύλων (independent rate action),

    - εντός της διάσκεψης στο πλαίσιο της οποίας λειτουργεί η κοινοπραξία υπάρχει επαρκής βαθμός πραγματικού ανταγωνισμού ως προς τις προσφερόμενες υπηρεσίες μεταξύ των μελών της κοινοπραξίας και των υπολοίπων μελών της διάσκεψης που δεν συμμετέχουν στην κοινοπραξία, λόγω του ότι η συμφωνία σχετικά με τη διάσκεψη επιτρέπει ρητά στις κοινοπραξίες να προσφέρουν δικές τους διευθετήσεις παροχής υπηρεσιών οι οποίες ενδέχεται να αφορούν, για παράδειγμα, την προσφορά μόνον από την κοινοπραξία υπηρεσιών με τη μορφή της "έγκαιρης παράδοσης" (just in time delivery) ή με τη μορφή της τελειοποιημένης ηλεκτρονικής ανταλλαγής δεδομένων (Electronic data interchange-EDI), που επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να επισημανθεί στους χρήστες σε ποιο σημείο βρίσκονται τα εμπορεύματά τους ή κάποια αξιοσημείωτη αύξηση της συχνότητας στην εξυπηρέτηση δρομολογίων και την προσέγγιση λιμένων στο πλαίσιο των υπηρεσιών που προσφέρει η κοινοπραξία, σε σχέση με τα αντίστοιχα δρομολόγια που προσφέρονται από τη διάσκεψη,

    - τα μέλη της κοινοπραξίας έχουν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικό ανταγωνισμό, πραγματικό ή δυνητικό, από εταιρείες που δεν συμμετέχουν στην κοινοπραξία, είτε υπάρχει διάσκεψη που ασκεί δραστηριότητες στη διαδρομή ή τις διαδρομές.

    (12) Για να πληρωθεί η ίδια αυτή απαίτηση του άρθρου 81 παράγραφος 3 πρέπει να θεσπισθεί ένας περαιτέρω όρος με τον οποίο θα επιδιώκεται η προώθηση τον ανταγωνισμού αναφορικά με την ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών μεταξύ των μελών που συμμετέχουν στις κοινοπραξίες, καθώς και μεταξύ των κοινοπραξιών και των υπολοίπων ναυτιλιακών εταιρειών που ασκούν δραστηριότητες στη συγκεκριμένη διαδρομή ή διαδρομές.

    (13) Πρέπει να θεσπιστεί ένας όρος σύμφωνα με τον οποίο οι κοινοπραξίες και τα μέλη τους δεν μπορούν να διαφοροποιούν τις τιμές τους και τους όρους μεταφοράς στην ίδια γραμμή με αποκλειστικό κριτήριο τη χώρα καταγωγής ή προορισμού των μεταφερόμενων προϊόντων και να προκαλούν με τον τρόπο αυτό εκτός της Κοινότητας εκτροπές του εμπορίου εις βάρος ορισμένων λιμένων, ναυλωτών, μεταφορέων ή βοηθητικών μεταφορέων, εκτός εάν οι τιμές ή οι όροι είναι δικαιολογημένοι από οικονομική άποψη.

    (14) Οι όροι αυτοί θα πρέπει, εξάλλου, να αποτρέπουν τις κοινοπραξίες από την επιβολή περιορισμών στον ανταγωνισμό που δεν είναι απαραίτητοι για την επίτευξη των στόχων που δικαιολογούν τη χορήγηση της απαλλαγής. Προς τον σκοπό αυτό, οι συμφωνίες σύστασης κοινοπραξιών πρέπει να περιλαμβάνουν διατάξεις με τις οποίες παρέχεται σε κάθε ναυτιλιακή εταιρεία που συμμετέχει στις προαναφερθείσες συμφωνίες τη δυνατότητα να εγκαταλείψει την κοινοπραξία, τηρώντας εύλογη προθεσμία καταγγελίας. Ωστόσο, για τις κοινοπραξίες προηγμένης ολοκλήρωσης ή/και υψηλών επενδύσεων πρέπει να προβλεφθούν μεγαλύτερες προθεσμίες καταγγελίας ώστε να ληφθούν με τον τρόπο αυτό υπόψη οι σημαντικές επενδύσεις που έχουν γίνει για τη σύστασή τους και οι μεγαλύτερες ανάγκες αναδιοργάνωσής τους σε περίπτωση αποχώρησης ενός εκ των μελών τους. Ενδείκνυται επίσης να προβλεφθεί ότι, στις περιπτώσεις που η κοινοπραξία λειτουργεί με κοινές δομές εμπορίας, θα πρέπει κάθε μέλος της κοινοπραξίας να έχει το δικαίωμα εφαρμογής ανεξάρτητων μεθόδων εμπορίας, υπό τον όρο ότι θα απευθύνει σχετική προειδοποίηση με εύλογη προθεσμία.

    (15) Η απαλλαγή πρέπει να χορηγείται μόνο στις κοινοπραξίες που δεν παρέχουν τη δυνατότητα κατάργησης του ανταγωνισμού για σημαντικό μέρος των σχετικών υπηρεσιών.

    (16) Για να εκτιμηθεί για τους σκοπούς της χορήγησης απαλλαγής, η ύπαρξη αποτελεσματικού ανταγωνισμού σε κάθε αγορά στην οποία ασκεί δραστηριότητες η κοινοπραξία, πρέπει να ληφθεί υπόψη όχι μόνον η απευθείας μεταφορά μεταξύ των λιμένων που εξυπηρετεί η κοινοπραξία, αλλά και ο ενδεχόμενος ανταγωνισμός από άλλες ναυτιλιακές εταιρείες που παρέχουν υπηρεσίες τακτικών γραμμών από λιμένες δυνάμενους να υποκαταστήσουν εκείνους που εξυπηρετεί η κοινοπραξία και, ενδεχομένως, από άλλα μέσα μεταφοράς.

    (17) Συνεπώς, η απαλλαγή κατά κατηγορίες που χορηγείται από τον παρόντα κανονισμό ισχύει μόνον υπό τον όρο ότι σε κάθε αγορά στην οποία δραστηριοποιείται η κοινοπραξία το μερίδιο αγοράς της κοινοπραξίας δεν υπερβαίνει ορισμένο μέγεθος.

    (18) Το μερίδιο αγοράς για τις κοινοπραξίες που λειτουργούν στο πλαίσιο διάσκεψης θα πρέπει να είναι μικρότερο, δεδομένου ότι των συμφωνιών αυτών προηγείται ήδη περιοριστική συμφωνία που ισχύει.

    (19) Ενδείκνυται, πάντως, να προβλεφθεί για τις κοινοπραξίες που υπερβαίνουν τα οριζόμενα στον παρόντα κανονισμό όρια κατά συγκεκριμένο ποσοστό, αλλά αντιμετωπίζουν πραγματικό ανταγωνισμό στη διαδρομή που εξυπηρετούν, μια απλοποιημένη διαδικασία ώστε να μπορούν να επωφεληθούν από την ασφάλεια δικαίου που προσφέρει μια απαλλαγή κατά κατηγορίες. Η εν λόγω διαδικασία πρέπει επίσης να επιτρέπει στην Επιτροπή να προβαίνει σε ουσιαστική εποπτεία των συμφωνιών και να απλουστεύει τον διοικητικό έλεγχό τους.

    (20) Στις κοινοπραξίες που υπερβαίνουν το όριο πρέπει να είναι δυνατό να χορηγείται απαλλαγή με ατομικές αποφάσεις, εφόσον πληρούν τα κριτήρια του άρθρού 81 παράγραφος 3, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των θαλασσίων μεταφορών.

    (21) Ο παρών κανονισμός πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στις συμφωνίες που έχουν συναφθεί μεταξύ των μελών μιας κοινοπραξίας. Συνεπώς, η απαλλαγή κατά κατηγορία δεν πρέπει να καλύπτει τις περιοριστικές για τον ανταγωνισμό συμφωνίες που έχουν συναφθεί μεταξύ κοινοπραξιών ή μεταξύ ενός ή περισσότερων από τα μέλη τους, αφενός, και άλλων ετατρειών, αφετέρου. Δεν πρέπει να καλύπτει ούτε τις περιοριστικές για τον ανταγωνισμό συμφωνίες μεταξύ διαφόρων κοινοπραξιών που δραστηριοποιούνται στις ίδιες διαδρομές ή μεταξύ των μελών των κοινοπραξιών αυτών.

    (22) Πρέπει επίσης η απαλλαγή να συνοδευτεί από ορισμένες υποχρεώσεις. Από την άποψη αυτή, οι χρήστες των μέσων μεταφοράς θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα, οποτεδήποτε, να λαμβάνουν γνώση των όρων της από κοινού παροχής υπηρεσιών θαλασσίων μεταφορών από τα μέλη της κοινοπραξίας. Πρέπει να προβλεφθεί μια διαδικασία ουσιαστικών και πραγματικών διαβουλεύσεων μεταξύ των κοινοπραξιών και των χρηστών των μέσων μεταφοράς αναφορικά με τις δραστηριότητες που καλύπτουν οι συμφωνίες αυτές. Με τον παρόντα κανονισμό πρέπει επίσης να ορίζεται ποια είναι η έννοια των πραγματικών και αποτελεσματικών διαβουλεύσεων και ποια είναι τα κυριότερα διαδικαστικά στάδια που πρέπει να ακολουθούνται στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων αυτών. Πρέπει να προβλέπεται η εν λόγω υποχρέωση διαβουλεύσεων, η οποία περιορίζεται στις δραστηριότητες των κοινοπραξιών καθαυτών.

    (23) Οι διαβουλεύσεις αυτές πρέπει να είναι σε θέση να εξασφαλίσουν την αποτελεσματικότερη λειτουργία των υπηρεσιών θαλασσίων μεταφορών λαμβανομένων υπόψη και των αναγκών των χρηστών. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να χορηγηθεί απαλλαγή σε ορισμένες συμπράξεις που θα μπορούσαν να προέλθουν από τις διαβουλεύσεις αυτές.

    (24) Η έννοια της ανωτέρας βίας για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού είναι αυτή που απορρέει από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    (25) Επιπλέον, θα πρέπει να προβλεφθεί η άμεση κοινοποίηση στην Επιτροπή των διαιτητικών αποφάσεων και συστάσεων που εκδίδουν τα διαμεσολαβητικά όργανα και που έχουν γίνει αποδεκτές από τα μέρη, ούτως ώστε να δοθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να διαπιστώσει ότι οι αποφάσεις αυτές δεν απαλλάσσουν τις κοινοπραξίες από τους όρους και τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται βάσει του κανονισμού και να βεβαιωθεί έτσι ότι δεν καταστρατηγούνται οι διατάξεις των άρθρων 81 και 82.

    (26) Πρέπει να ορισθούν, σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 479/92, οι περιπτώσεις στις οποίες η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να άρει από τις επιχειρήσεις το ευεργέτημα της απαλλαγής κατά κατηγορία.

    (27) Ένδεκα κοινοπραξίες έτυχαν της απαλλαγής κατά κατηγορία που περιέχεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 870/95 κατ' εφαρμογή της διαδικασίας αντιρρήσεων που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός, πράγμα το οποίο έδωσε στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ελέγξει κατά πόσον αντιμετωπίζουν πραγματικό ανταγωνισμό. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη για τέτοια μεταβολή των συνθηκών ώστε οι κοινοπραξίες αυτές να μην αντιμετωπίζουν πλέον αποτελεσματικό ανταγωνισμό. Ως εκ τούτου, πρέπει να εξακολουθήσει η απαλλαγή των κοινοπραξιών αυτών υπό τους όρους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

    (28) Για τις συμφωνίες που απαλλάσσονται αυτοδικαίως βάσει των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, δεν χρειάζεται να υποβληθεί αίτηση βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4056/86. Ωστόσο, σε περιπτώσεις βάσιμων αμφιβολιών, οι εταιρείες πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν από την Επιτροπή να διαπιστώσει με δήλωσή της κατά πόσον οι συμφωνίες τους συνάδουν με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

    (29) Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 82 της συνθήκης.

    (30) Ενόψει της λήξης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 870/95 είναι σκόπιμο να εκδοθεί νέος κανονισμός για την ανανέωση της απαλλαγής κατά κατηγορία,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

    ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

    Άρθρο 1

    Πεδίο εφαρμογής

    Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις κοινοπραξίες μόνον καθόσον παρέχουν διεθνείς υπηρεσίες θαλασσίων μεταφορών τακτικών γραμμών από ή προς έναν ή περισσότερους λιμένες της Κοινότητας.

    Άρθρο 2

    Ορισμοί

    Για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

    1. "κοινοπραξία": η συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων μεταφορέων που εκμεταλλεύονται πλοία τα οποία εκτελούν τακτικά δρομολόγια διεθνών θαλάσσιων μεταφορών αποκλειστικά για τη μεταφορά εμπορευμάτων, κυρίως μέσω εμπορευματοκιβωτίων, σε μια ή περισσότερες γραμμές, η οποία έχει ως αντικείμενο την καθιέρωση συνεργασίας για τη συνεκμετάλλευση μιας υπηρεσίας θαλάσσιας μεταφοράς, βελτιώνοντας το επίπεδο των υπηρεσιών που θα παρέχονταν, ελλείψει κοινοπραξίας, μεμονωμένα από κάθε μέλος της, προκειμένου να οργανώσουν ορθολογικά τις δραστηριότητές τους, μέσω τεχνικών, λειτουργικών ή/και εμπορικών διακανονισμών, με εξαίρεση τον καθορισμό των τιμών·

    2. "τακτική γραμμή θαλάσσιας μεταφοράς": μεταφορά εμπορευμάτων που πραγματοποιείται τακτικά σε μια ή περισσότερες συγκεκριμένες διαδρομές μεταξύ λιμένων και σύμφωνα με ωράρια και ημερομηνίες που έχουν αναγγελθεί εκ των προτέρων, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί, ακόμη και περιστασιακά, από οποιονδήποτε επ' αμοιβή·

    3. "διευθέτηση παροχής υπηρεσιών": συμβατική διευθέτηση μεταξύ ενός ή περισσοτέρων χρηστών μεταφορικών υπηρεσιών και ενός μεμονωμένου μέλους κοινοπραξίας ή της ίδιας της κοινοπραξίας, βάσει της οποίας το μέλος της κοινοπραξίας ή η κοινοπραξία αναλαμβάνει ατομική δέσμευση έναντι ενός χρήστη να του παρέχει εξατομικευμένες υπηρεσίες ορισμένης ποιότητας ειδικά προσαρμοσμένες στις ανάγκες του, σε αντάλλαγμα της δικής του δέσμευσης να αναθέτει τη μεταφορά κάποιας ποσότητας εμπορευμάτων επί δεδομένο χρονικό διάστημα·

    4. "χρήστης μεταφορών": κάθε επιχείρηση (για παράδειγμα ναυλωτής, τελικός παραλήπτης, επιχείρηση διαμετακόμισης, κ.λπ.), που έχει συνάψει ή έχει εκδηλώσει την πρόθεση να συνάψει συμβατική συμφωνία με κοινοπραξία (ή με κάποιο από τα μέλη της), με σκοπό τη μεταφορά εμπορευμάτων, ή κάθε ένωση ναυλωτών ή επιχειρήσεων διαμετακόμισης·

    5. "ανεξάρτητη διαμόρφωση των ναύλων" (Independent rate action): το δικαίωμα μέλους της ναυτιλιακής διάσκεψης να προσφέρει, κατά περίπτωση, για εμπορεύματα ναύλους που διαφέρουν από εκείνους που καθορίζονται στα τιμολόγια της διάσκεψης υπό τον όρο ότι προειδοποιεί σχετικά τα άλλα μέλη της διάσκεψης.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

    ΑΠΑΛΛΑΓΕΣ

    Άρθρο 3

    Απαλλασσόμενες συμφωνίες

    1. Δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 81 παράγραφος 3 της συνθήκης και υπό την επιφύλαξη των όρων και υποχρεώσεων που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό, το άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης κηρύσσεται ανεφάρμοστο επί των δραστηριοτήτων που περιγράφονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, εφόσον περιλαμβάνονται σε συμφωνίες σύστασης κοινοπραξίας, όπως ορίζονται στα άρθρα 1 και 2 του παρόντος κανονισμού.

    2. Η κήρυξη του ανεφάρμοστου καλύπτει μόνον τις ακόλουθες δραστηριότητες:

    α) τη συνεκμετάλλευση υπηρεσιών θαλασσίων μεταφορών τακτικών γραμμών, που περιλαμβάνουν αποκλειστικά τις ακόλουθες δραστηριότητες:

    i) το συντονισμό ή/και τον κοινό καθορισμό των ωραρίων των ταξιδιών, καθώς και τον προσδιορισμό των ενδιάμεσων λιμένων,

    ii) την ανταλλαγή, την πώληση ή την αμοιβαία ναύλωση χώρου ή θέσεων εμπορευματοκιβωτίων στα πλοία,

    iii) τη συνεκμετάλλευση με τη μορφή της κοινοπραξίας (pooling) πλοίων ή/και λιμενικών εγκαταστάσεων,

    iv) τη χρήση ενός ή περισσοτέρων γραφείων κοινής εκμετάλλευσης,

    v) τη διάθεση εμπορευματοκιβωτίων, αμαξωμάτων και άλλου εξοπλισμού ή/και συμβάσεων εκμίσθωσης, χρηματοδοτικής μίσθωσης ή αγοράς του εξοπλισμού αυτού,

    vi) τη χρησιμοποίηση συστήματος ανταλλαγής ηλεκτρονικών δεδομένων ή/και συστήματος κοινής τεκμηρίωσης·

    β) τις προσωρινές προσαρμογές χωρητικότητας·

    γ) τη συνεκμετάλλευση ή τη χρησιμοποίηση από κοινού λιμενικών τερματικών σταθμών και των συναφών υπηρεσιών (π.χ. υπηρεσίες φόρτωσης σε φορτηγίδες ή στοιβασίας)·

    δ) τη συμμετοχή σε ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα κοινά ταμεία συνεκμετάλλευσης: φορτίου, εσόδων ή κοινού ταμείου καθαρών εσόδων·

    ε) την από κοινού άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει η κοινοπραξία στη διάσκεψη, στο πλαίσιο της οποίας ασκούν δραστηριότητες τα μέλη της, καθόσον η από κοινού άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου, σχετίζεται με τις δραστηριότητες της κοινοπραξίας καθαυτές·

    στ) τις υποδομές κοινής εμπορίας ή/και την έκδοση κοινής φορτωτικής·

    ζ) οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα παρεπόμενη σε σχέση με τις αναφερόμενες στα στοιχεία α) έως στ), η οποία είναι απαραίτητη για την άσκησή τους.

    3. Ως παρεπόμενες δραστηριότητες κατά την έννοια της παραγράφου 2 στοιχείο ζ) θεωρούνται, ιδίως, οι ακόλουθες ρήτρες:

    α) η υποχρέωση των μελών της κοινοπραξίας να χρησιμοποιούν, στη σχετική γραμμή ή γραμμές, σκάφη που ανήκουν στην κοινοπραξία και να μην μισθώνουν χώρο σε σκάφη που ανήκουν σε τρίτους·

    β) η υποχρέωση των μελών της κοινοπραξίας να μην παραχωρούν ούτε να μισθώνουν χώρο σε άλλους μεταφορείς που εκμεταλλεύονται σκάφη στην εν λόγω γραμμή ή γραμμές, χωρίς προηγούμενη συγκατάθεση των άλλων μελών της κοινοπραξίας.

    Άρθρο 4

    Μη χρησιμοποίηση της χωρητικότητας

    Η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 3 δεν εφαρμόζεται σε κοινοπραξίες οι οποίες περιλαμβάνουν διευθετήσεις περί μη χρησιμοποίησης της υφιστάμενης χωρητικότητας, ώστε οι ναυτιλιακές εταιρείες που συμμετέχουν στην κοινοπραξία να απέχουν από το να χρησιμοποιούν ορισμένο ποσοστό της χωρητικότητας των πλοίων που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της κοινοπραξίας.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

    ΟΡΟΙ ΤΗΣ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ

    Άρθρο 5

    Βασικός όρος για τη χορήγηση της απαλλαγής

    Η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 3 εφαρμόζεται μόνον αν πληρούνται μία ή περισσότερες από τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

    α) να υπάρχει μεταξύ των μελών της διάσκεψης, στο πλαίστο της οποίας ασκεί δραστηριότητες η κοινοπραξία, πραγματικός ανταγωνισμός σε θέματα τιμών, λόγω του ότι η συμφωνία σύστασης της διάσκεψης επιτρέπει στα μέλη της, βάσει υποχρέωσης εκ του νόμου ή με άλλον τρόπο, να προβαίνουν σε ανεξάρτητη διαμόρφωση των τιμών για κάθε ναύλο που προβλέπεται από τα τιμολόγια της διάσκεψης, ή

    β) να επικρατεί εντός της διάσκεψης στο πλαίσιο της οποίας ασκεί δραστηριότητες η κοινοπραξία, επαρκής βαθμός αποτελεσματικού ανταγωνισμού μεταξύ των μελών της διάσκεψης ως προς την παροχή υπηρεσιών, λόγω του ότι με τη συμφωνία σύστασης της διάσκεψης επιτρέπεται ρητά στην κοινοπραξία να προσφέρει τη δική της διευθέτηση παροχής υπηρεσιών, ανεξάρτητα από τη μορφή της, όσον αφορά τη συχνότητα και την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών μεταφοράς, καθώς και να προσαρμόζει ελεύθερα ττς προσφερόμενες υπηρεσίες, ανά πάσα στιγμή, ούτως ώστε να ανταποκρίνονται στα συγκεκριμένα αιτήματα που εκφράζουν οι χρήστες των μεταφορών, ή

    γ) τα μέλη της κοινοπραξίας να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικό ανταγωνισμό, πραγματικό ή δυνητικό, από επιχειρήσεις που δεν είναι μέλη της κοινοπραξίας, είτε υπάρχει διάσκεψη που ασκεί δραστηριότητες στην εν λόγω διαδρομή ή διαδρομές είτε όχι.

    Άρθρο 6

    Όροι σχετικά με το μερίδιο αγοράς

    1. Για να τύχει της προβλεπόμενης στο άρθρο 3 απαλλαγής, μια κοινοπραξία πρέπει να κατέχει, σε κάθε αγορά στην οποία ασκεί δραστηριότητες, μερίδιο κατώτερο του 30 %, υπολογιζόμενο με βάση τον όγκο των μεταφερόμενων εμπορευμάτων (τόνοι φορτίου ή ισοδύναμο 20 ποδών), όταν λειτουργεί στο πλαίσιο διάσκεψης και κατώτερο του 35 % όταν ασκεί δραστηριότητες εκτός διάσκεψης.

    2. Η απαλλαγή του άρθρου 3 εξακολουθεί να ισχύει όταν, για δύο συνεχή ημερολογιακά έτη, δεν σημειώνεται υπέρβαση άνω του ενός δεκάτου του μεριδίου αγοράς που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

    3. Όταν σημειωθεί υπέρβαση των ορίων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, η προβλεπόμενη στο άρθρο 3 απαλλαγή εξακολουθεί να ισχύει για περίοδο έξι μηνών από τη λήξη του ημερολογιακού έτους κατά τη διάρκεια του οποίου σημειώθηκε η υπέρβαση. Η περίοδος αυτή παρατείνεται σε δώδεκα μήνες, αν η υπέρβαση οφείλεται σε αποχώρηση από την αγορά θαλάσσιου μεταφορέα που δεν είναι μέλος της κοινοπραξίας.

    Άρθρο 7

    Διαδικασία αντιρρήσεων

    1. Δικαιούνται επίσης της προβλεπόμενης στα άρθρα 3 και 10 απαλλαγής οι κοινοπραξίες που κατέχουν μερίδιο αγοράς ανώτερο των οριζόμενων στο άρθρο 6, σε κάθε αγορά όπου ασκούν δραστηριότητες, χωρίς ωστόσο αυτό να υπερβαίνει το 50 % σε καμία αγορά, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω συμφωνίες κοινοποιούνται στην Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2843/98 της Επιτροπής(5) και ότι η τελευταία δεν προβάλει, εντός έξι μηνών, αντιρρήσεις για την απαλλαγή.

    Η προθεσμία των έξι μηνών υπολογίζεται από την ημέρα κατά την οποία αρχίζει να ισχύει η κοινοποίηση, σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2843/98.

    2. Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται μόνον αν η κοινοποίηση ή η συνοδευτική ανακοίνωση παραπέμπουν ρητά στο παρόν άρθρο.

    3. Η Επιτροπή μπορεί να προβάλει αντιρρήσεις έναντι της απαλλαγής.

    Προβάλλει αντιρρήσεις, αν το ζητήσει κράτος μέλος εντός τριών μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης στο κράτος αυτό της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Η σχετική αίτηση πρέπει να θεμελιώνεται σε επιχειρήματα σχετικά με τους κανόνες ανταγωνισμού της συνθήκης.

    4. Η Επιτροπή μπορεί να άρει καθ' οιονδήποτε χρόνο τις αντιρρήσεις για χορήγηση απαλλαγής. Ωστόσο, όταν οι αντιρρήσεις έχουν προκύψει από σχετική αίτηση κράτους μέλους και το εν λόγω κράτος εμμένει στο αίτημά του, οι αντιρρήσεις μπορούν να αρθούν μόνον αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής συμπράξεων και δεσποζουσών βέσεων στον τομέα των θαλασσίων μεταφορών.

    5. Αν οι αντιρρήσεις αρθούν, διότι οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις απέδειξαν ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 81 παράγραφος 3, η απαλλαγή ισχύει από την ημερομηνία της κοινοποίησης.

    6. Αν οι αντιρρήσεις αρθούν, διότι οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις τροποποίησαν τη συμφωνία ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 81 παράγραφος 3, η απαλλαγή ισχύει από την ημερομηνία ενάρξεως της εφαρμογής των τροποποιήσεων.

    7. Αν η Επιτροπή προβάλει αντιρρήσεις και οι αντιρρήσεις αυτές δεν αρθούν, τα αποτελέσματα της κοινοποίησης διέπονται από τις διατάξεις του τμήματος ΙΙ του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4056/86.

    Άρθρο 8

    Λοιποί όροι

    Η χορήγηση της απαλλαγής που προβλέπεται στα άρθρα 3 και 10 εξαρτάται από τους ακόλουθους όρους:

    α) η κοινοπραξία οφείλει να παρέχει σε καθένα από τα μέλη της τη δυνατότητα να προσφέρει, δυνάμει ατομικών συμβάσεων, τις δικές του διευθετήσεις παροχής υπηρεσιών·

    β) η συμφωνία σύστασης της κοινοπραξίας πρέπει να παρέχει στις ναυτιλιακές εταιρείες-μέλη της το δικαίωμα να αποχωρούν από την κοινοπραξία, χωρίς να διατρέχουν τον κίνδυνο να τους επιβληθεί οποιαδήποτε οικονομική ή άλλη κύρωση, όπως, ιδίως, υποχρέωση παύσης των μεταφορικών δραστηριοτήτων τους στο σχετικό δρομολόγιο ή δρομολόγια, σε συνδυασμό ή μη με τη δυνατότητα να επαναλάβουν τις δραστηριότητές τους μετά την πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να ασκηθεί υπό τον όρο της τήρησης προειδοποιητικής προθεσμίας έξι μηνών κατ' ανώτατο όριο για την καταγγελία, η οποία μπορεί να γίνει μετά παρέλευση δεκαοκτώ μηνών από την έναρξη ισχύος της συμφωνίας.

    Ωστόσο, για κοινοπραξίες προηγμένης ολοκλήρωσης που λειτουργούν βάσει συστήματος κοινού ταμείου αποτελεσμάτων ή/και συνεπάγονται ιδιαιτέρως υψηλό επίπεδο επενδύσεων λόγω της αγοράς ή της ναύλωσης πλοίων από τα μέλη τους ειδικά για τη σύστασή της, η μέγιστη προειδοποιητική προθεσμία είναι έξι μήνες και η καταγγελία μπορεί να γίνει μετά τριάντα μήνες από την έναρξη ισχύος της συμφωνίας·

    γ) όταν η κοινοπραξία λειτουργεί με κοινές δομές εμπορίας, πρέπει να παρέχεται σε κάθε κράτος μέλος της κοινοπραξίας η ευχέρεια να εφαρμόζει ανεξάρτητο μάρκετινγκ, χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνο να του επιβληθεί οποιαδήποτε κύρωση, υπό τον όρο τήρησης προειδοποιητικής προθεσμίας έξι μηνών κατ' ανώτατο όριο·

    δ) ούτε η κοινοπραξία ούτε τα μέλη της επιτρέπεται να διαφοροποιούν τις τιμές και τους όρους μεταφοράς των ίδιων εμπορευμάτων στη γεωγραφική περιοχή που καλύπτεται από τη συμφωνία, εντός της κοινής αγοράς, ανάλογα με τη χώρα καταγωγής ή προορισμού ή ανάλογα με το λιμένα φόρτωσης ή εκφόρτωσης, εις βάρος ορισμένων λιμένων, χρηστών ή μεταφορέων, εκτός εάν οι προαναφερθείσες τιμές ή όροι είναι οικονομικά δικαιολογημένοι.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

    ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ

    Άρθρο 9

    Υποχρεώσεις που συνοδεύουν την απαλλαγή

    1. Η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 3 και στο άρθρο 13 παράγραφος 1 συνοδεύεται από τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 5 του παρόντος άρθρου.

    2. Διεξάγονται πραγματικές και ουσιαστικές διαβουλεύσεις μεταξύ των χρηστών ή των αντιπροσωπευτικών τους οργανώσεων, αφενός και της κοινοπραξίας αφετέρου, με σκοπό την εξεύρεση λύσεων για όλα τα σημαντικά ζητήματα, εκτός των καθαρά διεκπεραιωτικού χαρακτήρα ήσσονος σημασίας, τα οποία σχετίζονται με τους όρους και την ποιότητα των υπηρεσιών θαλασσίων μεταφορών τακτικών γραμμών που προσφέρουν η κονοπραξία ή τα μέλη της.

    Οι διαβουλεύσεις αυτές διεξάγονται οποτεδήποτε μετά από αίτηση οποιουδήποτε από τα προαναφερθέντα μέρη.

    Οι διαβουλεύσεις πραγματοποιούνται πριν από την έναρξη εφαρμογής των μέτρων που αποτελούν το αντικείμενό τους, με εξαίρεση τις περιπτώσεις ανωτέρας βίας. Όταν, για λόγους ανωτέρας βίας, τα μέλη της κοινοπραξίας είναι υποχρεωμένα να εφαρμόσουν απόφαση πριν από τη διεξαγωγή διαβουλεύσεων, οι διαβουλεύσεις, εφόσον ζητηθούν, πρέπει να πραγματοποιούνται εντός προθεσμίας δέκα εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης. Με εξαίρεση τις εν λόγω περιπτώσεις ανωτέρας βίας, της οποίας θα πρέπει να γίνει μνεία στην ανακοίνωση του μέτρου, δεν γίνεται καμία δημόσια αναγγελία του μέτρου, πριν από τη διεξαγωγή των σχετικών διαβουλεύσεων.

    Η διαδικασία των διαβουλεύσεων περιλαμβάνει τα ακόλουθα στάδια:

    α) η κοινοπραξία κοινοποιεί εγγράφως στο άλλο μέρος αναλυτικά στοιχεία σχετικά με το θέμα που αποτελεί αντικείμενο των διαβουλεύσεων, πριν από τη διεξαγωγή τους·

    β) πραγματοποιείται ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των μερών, είτε εγγράφως είτε σε συνεδρίαση, είτε και με τους δύο τρόπους, κατά την οποία οι εκπρόσωποι των ναυτιλιακών εταιρειών μελών της κοινοπραξίας και των φορτωτών που θα συμμετάσχουν εξουσιοδοτούνται να καταλήξουν σε κοινές θέσεις. Τα μέρη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για το σκοπό αυτό·

    γ) όταν δεν είναι δυνατόν να καταλήξουν σε καμία κοινή θέση παρά τις προσπάθειες που κατέβαλαν τα δύο μέρη, η διαφωνία πρέπει να αναγνωρίζεται και να γνωστοποιείται δημόσια. Κάθε μέρος δύνανται να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή την ύπαρξη της εν λόγω διαφωνίας·

    δ) μπορεί να ορισθεί μια εύλογη προθεσμία για την ολοκλήρωση των διαβουλεύσεων, αν αυτό είναι δυνατόν, έπειτα από κοινή συμφωνία των δύο μερών. Η εν λόγω προθεσμία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα μήνα εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις ή κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των μερών.

    3. Οι όροι όσον αφορά τις υπηρεσίες θαλασσίων μεταφορών που προσφέρουν η κοινοπραξία και τα μέλη της, συμπεριλαμβανομένων των όρων που σχετίζονται με την ποιότητα των εν λόγω υπηρεσιών και κάθε σχετική τροποποίηση που τις αφορά, τίθενται, εφόσον ζητηθούν, στη διάθεση των χρηστών σε λογική τιμή και είναι διαθέσιμοι για να τους συμβουλεύονται οποτεδήποτε χωρίς επιβάρυνση στα γραφεία των ναυτιλιακών εταιρειών που είναι μέλη της κοινοπραξίας ή της ίδιας της κοινοπραξίας, καθώς και στα γραφεία των πρακτόρων τους.

    4. Οι διαιτητικές αποφάσεις και οι συστάσεις των διαμεσολαβητικών οργάνων που έχουν γίνει δεκτά από τα μέρη, με τις οποίες διευθετούνται οι διαφωνίες σχετικά με τις πρακτικές των κοινοπραξιών που αφορά ο παρών κανονισμός, κοινοποιούνται αμέσως από την κοινοπραξία στην Επιτροπή.

    5. Κάθε κοινοπραξία που επικαλείται το ευεργέτημα των διατάξεων του παρόντος κανονισμού οφείλει να είναι ανά πάσα στιγμή σε θέση να αποδείξει, εφόσον της ζητηθεί από την Επιτροπή, με προειδοποιητική προθεσμία τουλάχιστον ενός μηνός, η οποία καθορίζεται από την Επιτροπή ανάλογα με τις συγκεκριμένες συνθήκες, ότι πληροί τους όρους και τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται από τα άρθρα 5 έως 8, και τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου και να της κοινοποιήσει, εντός της προθεσμίας αυτής, τη συμφωνία σύστασης κοινοπραξίας.

    Άρθρο 10

    Απαλλαγή των συμπράξεων μεταξύ χρηστών και κοινοπραξιών που αφορούν την εκμετάλλευση υπηρεσιών θαλάσσιων μεταφορών τακτικών γραμμών

    Οι συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ των χρηστών θαλασσίων μεταφορών ή των αντιπροσωπευτικών τους οργανώσεων, αφενός, και της κοινοπραξίας που έχει τύχει της απαλλαγής του άρθρου 3, αφετέρου, οι οποίες αφορούν τους όρους και την ποιότητα των υπηρεσιών τακτικών γραμμών που προσφέρει η κοινοπραξία, καθώς και γενικότερα θέματα που συνδέονται με τις υπηρεσίες αυτές, απαλλάσσονται από την απαγόρευση του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης, εφόσον προέκυψαν από τις διαβουλεύσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9 παράγραφος 2.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

    ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    Άρθρο 11

    Επαγγελματικό απόρρητο

    1. Οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται κατ' εφαρμογή του άρθρου 7 και του άρθρου 9 παράγραφος 5 χρησιμοποιούνται μόνο για τους σκοπούς που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό.

    2. Η Επιτροπή και οι αρχές των κρατών μελών καθώς και οι μόνιμοι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό τους υποχρεούνται να μην κοινοποιούν τις πληροφορίες που συγκέντρωσαν κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και οι οποίες, από τη φύση τους, καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο.

    3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εμποδίζουν τη δημοσίευση γενικού χαρακτήρα πληροφοριών ή μελετών που δεν περιέχουν ατομικά πληροφοριακά στοιχεία για τις επιχειρήσεις ή τις ενώσεις επιχειρήσεων.

    Άρθρο 12

    Άρση της απαλλαγής κατά κατηγορία

    Η Επιτροπή δύναται να άρει το ευεργέτημα της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 479/92, αν διαπιστώσει ότι μια συμφωνία, απόφαση ή εναρμονισμένη πρακτική που απαλλάσσεται βάσει του άρθρου 3 ή του άρθρου 13 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού έχει, παρά ταύτα, σε συγκεκριμένη περίπτωση, ορισμένες επιπτώσεις που δεν συμβιβάζονται με τους όρους του άρθρου 81 παράγραφος 3 της συνθήκης ή απαγορεύονται βάσει του άρθρου 82 της συνθήκης, και ιδίως όταν:

    α) σε δεδομένο δρομολόγιο, ο ανταγωνισμός που ασκείται εκτός της διάσκεψης στο πλαίσιο της οποίας ασκεί δραστηριότητες η κοινοπραξία ή εκτός συγκεκριμένης κοινοπραξίας, δεν είναι αποτελεσματικός·

    β) μια κοινοπραξία αθετεί, κατ' εξακολούθηση, τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 9 του παρόντος κανονισμού·

    γ) μια κοινοπραξία υιοθετεί συμπεριφορά που παράγει αποτελέσματα ασυμβίβαστα με το άρθρο 82 της συνθήκης·

    δ) οι επιπτώσεις αυτές απορρέουν από διαιτητική απόφαση.

    Άρθρο 13

    Μεταβατικές διατάξεις

    1. Το άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης δεν εφαρμόζεται στις ισχύουσες στις 25 Απριλίου 2000 συμφωνίες που πληρούν κατά την ημερομηνία αυτή τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 870/95 και στις οποίες εφαρμόσθηκε η διαδικασία αντιρρήσεων που προβλέπεται στο άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού.

    2. Οι κοινοποιήσεις που έγιναν πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 870/95 και για τις οποίες δεν έχει λήξει η προθεσμία των έξι μηνών στις 25 Απριλίου 2000, λογίζεται ότι υποβλήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 7 του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 14

    Έναρξη ισχύος

    Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 26 Απριλίου 2000.

    Εφαρμόζεται έως τις 25 Απριλίου 2005.

    Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

    Βρυξέλλες, 19 Απριλίου 2000.

    Για την Επιτροπή

    Mario Monti

    Μέλος της Επιτροπής

    (1) ΕΕ L 55 της 29.2.1992, σ. 3.

    (2) ΕΕ C 379 της 31.12.1999, σ. 13.

    (3) ΕΕ L 89 της 21.4.1995, σ. 7.

    (4) ΕΕ L 378 της 31.12.1986, σ. 4.

    (5) ΕΕ L 354 της 30.12.1998, σ. 22.

    Top