Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31962R0017

    ΕΟΚ Συμβούλιο: Κανονισμός αριθ. 17: Πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης

    ΕΕ 13 της 21.2.1962, p. 204–211 (DE, FR, IT, NL)
    Αγγλική ειδική έκδοση: Σειρά I τόμος 1959-1962 σ. 87 - 93

    Άλλες ειδικές εκδόσεις (DA, EL, ES, PT, FI, SV, CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO, HR)

    Legal status of the document In force: This act has been changed. Current consolidated version: 01/05/2004

    ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/1962/17/oj

    31962R0017

    ΕΟΚ Συμβούλιο: Κανονισμός αριθ. 17: Πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 013 της 21/02/1962 σ. 0204 - 0211
    Φινλανδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 8 τόμος 1 σ. 0008
    Σουηδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 8 τόμος 1 σ. 0008
    Δανική ειδική έκδοση: Σειρά I Κεφάλαιο 1959-1962 σ. 0081
    Αγγλική ειδική έκδοση: Σειρά I Κεφάλαιο 1959-1962 σ. 0087
    Ελληνική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 08 τόμος 1 σ. 0025
    Ισπανική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 08 τόμος 1 σ. 0022
    Πορτογαλική ειδική έκδοση : Κεφάλαιο 08 τόμος 1 σ. 0022


    ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ αριθ. 17 Πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης

    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ,

    Έχοντας υπόψη:

    τις διατάξεις της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος, και ιδίως το άρθρο 87,

    την πρόταση της Επιτροπής,

    τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής,

    τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κοινοβουλευτικής Συνελεύσεως,

    Εκτιμώντας:

    ότι για την εγκαθίδρυση ενός συστήματος που να εξασφαλίζει ανόθευτο ανταγωνισμό στο πλαίσιο της κοινής αγοράς, επιβάλλεται να ληφθεί μέριμνα για την ομοιόμορφη εφαρμογή των άρθρων 85 και 86 στα Κράτη μέλη-

    ότι ο τρόπος εφαρμογής του άρθρου 85 παράγραφος 3 πρέπει να καθορισθεί, αφού ληφθεί υπ' όψη η ανάγκη, αφ' ενός μεν της εξασφαλίσεως αποτελεσματικού ελέγχου, αφ' ετέρου δε της απλουστεύσεως κατά το δυνατό του διοικητικού ελέγχου-

    ότι κατά συνέπεια είναι απαραίτητο οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να επικαλεσθούν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 85 παράγραφος 3 να υποβληθούν κατ' αρχή στην υποχρέωση να κοινοποιούν στην Επιτροπή τις συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές τους-

    ότι όμως, αφ' ενός οι εν λόγω συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές είναι πιθανότατα πολυάριθμες και δεν είναι δυνατό κατά συνέπεια να εξετασθούν συγχρόνως, και αφ' ετέρου ορισμένες από αυτές έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά δυνάμενα να τις καταστήσουν λιγότερο επικίνδυνες για την ανάπτυξη της κοινής αγοράς-

    ότι θα έπρεπε κατά συνέπεια να προβλεφθεί προσωρινά καθεστώς περισσότερο ελαστικό, για ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών, χωρίς να προδικάζεται το κύρος τους κατά το άρθρο 85-

    ότι ενδέχεται οι επιχειρήσεις να έχουν συμφέρον να γνωρίζουν αν οι συμφωνίες, αποφάσεις και οι εναρμονισμένες πρακτικές, στις οποίες συμμετέχουν ή αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο να συμμετάσχουν, είναι δυνατό να προκαλέσουν την επέμβαση της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 85 παράγραφος 1, ή του άρθρου 86-

    ότι, για να εξασφαλισθεί η ενιαία εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 85 και 86 εντός της κοινής αγοράς, είναι απαραίτητο να καθορισθούν οι κανόνες, σύμφωνα με τους οποίους η Επιτροπή, σε στενή και συνεχή επαφή με τις αρμόδιες αρχές των Κρατών μελών θα δύναται να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή των άρθρων 85 και 86-

    ότι για τον σκοπό αυτόν η Επιτροπή πρέπει να έχει την συνδρομή των αρμοδίων αρχών των Κρατών μελών και επί πλέον να έχει την εξουσία, σε όλη την έκταση της κοινής αγοράς, να ζητεί πληροφορίες και να προβαίνει σε ελέγχους, οι οποίοι είναι απαραίτητοι για να διακριβωθούν οι συμφωνίες, αποφάσεις, και εναρμονισμένες πρακτικές, που απαγορεύονται από το άρθρο 85 παράγραφος 1, καθώς και η κατάχρηση της δεσποζούσης θέσεως, η οποία απαγορεύεται από το άρθρο 86-

    ότι για να εκπληρώσει την αποστολή της, η οποία συνίσταται στην μέριμνα της εφαρμογής των διατάξεων της συνθήκης, η Επιτροπή πρέπει να δύναται να απευθύνει στις επιχειρήσεις ή στις ενώσεις επιχειρήσεων συστάσεις και αποφάσεις, οι οποίες θα αποβλέπουν στην παύση των παραβάσεων των άρθρων 85 και 86-

    ότι η τήρηση των άρθρων 85 και 86 και η εκπλήρωση των υποχρεώσεων, οι οποίες επιβάλλονται στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, πρέπει να δύνανται να εξασφαλισθούν με την επιβολή προστίμων και χρηματικών ποινών, ότι είναι σκόπιμο να εξασφαλισθεί το δικαίωμα ακροάσεως ενώπιον της Επιτροπής των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, η δυνατότης υποβολής εκ των προτέρων των παρατηρήσεων τρίτων, των οποίων τα συμφέροντα δυνατόν να θιγούν από μία απόφαση, καθώς και η ευρεία δημοσιότης των αποφάσεων-

    ότι όλες οι αποφάσεις, τις οποίες θα εκδώσει η Επιτροπή κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπόκεινται στον έλεγχο του Δικαστηρίου σύμφωνα με τους όρους οι οποίοι ορίζονται στην συνθήκη και ότι εκτός τούτου πρέπει να αναγνωρισθεί στο Δικαστήριο κατ' εφαρμογή του άρθρου 172, πλήρης δικαιοδοσία σε ότι αφορά τις αποφάσεις της Επιτροπής που επιβάλλουν πρόστιμα και χρηματικές ποινές-

    ότι ο παρών κανονισμός δύναται να αρχίσει να ισχύει ανεξάρτητα από άλλες διατάξεις οι οποίες ενδέχεται να θεσπισθούν μεταγενέστερα δυνάμει του άρθρου 87,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    Άρθρο 1

    Θεμελιώδης διάταξη Οι συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 85 παράγραφος 1 της συνθήκης και η κατάχρηση της δεσποζούσης θέσεως στην αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 86 της συνθήκης, απαγορεύονται χωρίς να απαιτείται προς τούτο προηγουμένη απόφαση, και με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 6, 7 και 23 του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 2

    Αρνητική πιστοποίηση Η Επιτροπή δύναται να πιστοποιήσει, κατόπιν αιτήσεως των συμμετεχουσών επιχειρήσεων και των ενώσεων επιχειρήσεων, ότι δεν υπάρχει λόγος με βάση τα στοιχεία, των οποίων έλαβε γνώση, να επέμβει ως προς τη συμφωνία, απόφαση, ή πρακτική δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 85 παράγραφος 1 ή του άρθρου 86 της συνθήκης.

    Άρθρο 3

    Παύση των παραβάσεων 1. Αν η Επιτροπή διαπιστώσει, κατόπιν αιτήσεως ή αυτεπαγγέλτως, παράβαση των διατάξεων του άρθρου 85 ή του άρθρου 86 της συνθήκης, δύναται να υποχρεώσει με απόφαση τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων να παύσουν την διαπιστωθείσα παράβαση.

    2. Προς το σκοπόν αυτόν νομιμοποιούνται να υποβάλουν αίτηση:

    α) τα Κράτη μέλη-

    β) πρόσωπα και ενώσεις προσώπων που επικαλούνται έννομο συμφέρον.

    3. Υπό την επιφύλαξη των άλλων διατάξεων του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή δύναται προ της εκδόσεως αποφάσεως κατά την παράγραφο 1, να απευθύνει στις συμμετέχουσες επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων συστάσεις για την παύση της παραβάσεως.

    Άρθρο 4

    Κοινοποίηση νέων συμφωνιών, αποφάσεων και πρακτικών 1. Οι συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές που προβλέπονται στο άρθρο 85 παράγραφος 1 της συνθήκης, οι οποίες προέκυψαν μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος κανονισμού και υπέρ των οποίων οι ενδιαφερόμενοι επιθυμούν να επικαλεσθούν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 85 παράγραφος 3, πρέπει να κοινοποιηθούν στην Επιτροπή. Μέχρι να κοινοποιηθούν, δεν είναι δυνατή η έκδοση αποφάσεως εφαρμογής του άρθρου 85 παράγραφος 3.

    2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στις συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές όταν:

    I) συμμετέχουν μόνον επιχειρήσεις ενός Κράτους μέλους και οι συμφωνίες, αποφάσεις ή πρακτικές δεν αφορούν ούτε εισαγωγές ούτε εξαγωγές μεταξύ Κρατών μελών-

    II) συμμετέχουν μόνον δύο επιχειρήσεις και οι συμφωνίες αυτές απλώς:

    α) περιορίζουν την ελευθερία ενός των συμβαλλομένων στην διαμόρφωση των τιμών ή των όρων συναλλαγής κατά την μεταπώληση των εμπορευμάτων τα οποία προμηθεύεται από τον άλλο συμβαλλόμενο-

    β) επιβάλλουν είτε στον αποκτώντα ή σ' αυτόν που κάνει χρήση δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας - ιδίως διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, προτύπων χρήσεως, σχεδίων ή σημάτων - είτε στον εκ συμβάσεως εκδοχέα ή δικαιούχο αδείας εκμεταλλεύσεως μεθόδων κατασκευής ή γνώσεων σχετικών με την χρησιμοποίηση και εφαρμογή βιομηχανικής τεχνικής, περιορισμούς στην άσκηση αυτών των δικαιωμάτων-

    III) έχουν ως μοναδικό αντικείμενο:

    α) την επεξεργασία ή την ενιαία εφαρμογή τεχνικών κανόνων και τύπων-

    β) την από κοινού έρευνα με σκοπό την τεχνική βελτίωση, εφ' όσον το αποτέλεσμα είναι προσιτό σε όλους εκείνους που συμμετέχουν, και επιτρέπεται να γίνει αντικείμενο εκμεταλλεύσεως εκ μέρους τους.

    Αυτές οι συμφωνίες, αποφάσεις και πρακτικές δύνανται πάντως να κοινοποιηθούν στην Επιτροπή.

    Άρθρο 5

    Κοινοποίηση υφισταμένων συμφωνιών, αποφάσεων και πρακτικών 1. Οι συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 85 παράγραφος 1 της συνθήκης, οι οποίες υφίστανται κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος του παρόντος κανονισμού και ως προς τις οποίες οι συμβαλλόμενοι επιθυμούν να επικαλεσθούν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 85 παράγραφος 3, πρέπει να κοινοποιηθούν στην Επιτροπή προ της 1ηςΑυγούστου 1962.

    2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται, αν οι συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές υπάγονται στις κατηγορίες, τις οποίες προβλέπει το άρθρο 4 παράγραφος 2- δύνανται πάντως να κοινοποιηθούν στην Επιτροπή.

    Άρθρο 6

    Αποφάσεις εφαρμογής του άρθρου 85 παράγραφος 3 1. Όταν η Επιτροπή εκδίδει απόφαση κατ' εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης, ορίζει την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της αποφάσεως. Η ημερομηνία αυτή δεν δύναται να είναι προγενέστερη της ημέρας της κοινοποιήσεως.

    2. Η δεύτερη περίοδος της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζεται σε συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 και στο άρθρο 5 παράγραφος 2, ούτε σε εκείνες οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 και οι οποίες είχαν κοινοποιηθεί εντός της προβλεπομένης από την προηγούμενη διάταξη προθεσμίας.

    Άρθρο 7

    Ειδικές διατάξεις για τις υφιστάμενες συμφωνίες, αποφάσεις και πρακτικές 1. Αν συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές, οι οποίες υφίστανται ήδη κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του παρόντος κανονισμού και είχαν κοινοποιηθεί προ της 1ης Αυγούστου 1962, δεν πληρούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης και οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων δεν τις συνεχίζουν ή τις τροποποιούν κατά τρόπο ώστε είτε να μην εμπίπτουν πλέον στην απαγόρευση του άρθρου 85 παράγραφος 1, είτε να πληρούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 85 παράγραφος 3, η απαγόρευση η οποία προβλέπεται από το άρθρο 85 παράγραφος 1, ισχύει μόνο για την περίοδο που ορίζεται από την Επιτροπή. Απόφαση της Επιτροπής κατ' εφαρμογή της προηγουμένης περιόδου δεν δύναται να αντιταχθεί στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων, οι οποίες δεν συνήνεσαν ρητά στην κοινοποίηση.

    2. Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται σε συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές, οι οποίες υφίστανται κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του παρόντος κανονισμού και εμπίπτουν στις κατηγορίες του άρθρου 4 παράγραφος 2, εφ'όσον έχουν κοινοποιηθεί προ της 1ης Ιανουαρίου 1964.

    Άρθρο 8

    Διάρκεια ισχύος και ανάκληση αποφάσεων εφαρμογής του άρθρου 85 παράγραφος 3 1. Η απόφαση εφαρμογής του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης εκδίδεται για ορισμένο χρόνο και δύναται να συνοδεύεται από όρους και υποχρεώσεις.

    2. Η απόφαση δύναται να ανανεωθεί κατόπιν αιτήσεως, αν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης εξακολουθούν να πληρούνται.

    3. Η Επιτροπή δύναται να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει την απόφασή της ή να απαγορεύσει στις συμμετέχουσες επιχειρήσεις συγκεκριμένες ενέργειες:

    α) αν η πραγματική κατάσταση μεταβάλλεται ως προς ένα στοιχείο ουσιώδους σημασίας για την απόφαση,

    β) αν οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις παρέβησαν υποχρέωση που επέβαλε η απόφαση,

    γ) αν η απόφαση βασίζεται σε ανακριβή στοιχεία ή προεκλήθη δια δόλου, ή

    δ) αν οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις κάνουν κατάχρηση της δια της αποφάσεως χορηγηθείσης απαλλαγής από την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 85 παράγραφος 1 της συνθήκης.

    Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις περιπτώσεις β), γ) και δ), η ανάκληση της αποφάσεως δύναται να έχει αναδρομική ισχύ.

    Άρθρο 9

    Αρμοδιότης 1. Υπό την επιφύλαξη του ελέγχου της αποφάσεώς της από το Δικαστήριο, η Επιτροπή έχει αποκλειστική αρμοδιότητα να κηρύσσει τις διατάξεις του άρθρου 85 παράγραφος 1 ανεφάρμοστες σύμφωνα με το άρθρο 85 παράγραφος 3 της συνθήκης.

    2. Η Επιτροπή είναι αρμόδια να εφαρμόζει τις διατάξεις του άρθρου 85 παράγραφος 1 και του άρθρου 86 της συνθήκης, ακόμη και αν δεν έχουν λήξει οι προθεσμίες, οι οποίες προβλέπονται από το άρθρο 5 παράγραφος 1 και το άρθρο 7 παράγραφος 2 για την διενέργεια της κοινοποιήσεως.

    3. Ενόσω η Επιτροπή δεν έχει κινήσει καμιά διαδικασία κατ' εφαρμογή των άρθρων 2, 3 ή 6, οι αρχές των Κρατών μελών παραμένουν αρμόδιες για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 85 παράγραφος 1 και του άρθρου 86 σύμφωνα με το άρθρο 88 της συνθήκης ακόμη και αν δεν έχουν λήξει οι προθεσμίες, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 και το άρθρο 7 παράγραφος 2 για την διενέργεια της κοινοποιήσεως.

    Άρθρο 10

    Σχέσεις με τις αρχές των Κρατών μελών 1. Η Επιτροπή διαβιβάζει αμελλητί στις αρμόδιες αρχές των Κρατών μελών αντίγραφο των αιτήσεων και των κοινοποιήσεων καθώς και τα σπουδαιότερα έγγραφα, τα οποία της απευθύνονται για την διαπίστωση παραβάσεων των διατάξεων του άρθρου 85 ή του άρθρου 86 της συνθήκης, για την χορήγηση αρνητικής πιστοποιήσεως ή για την έκδοση αποφάσεως εφαρμογής του άρθρου 85 παράγραφος 3.

    2. Διευθύνει τις διαδικασίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 σε στενή και συνεχή επαφή με τις αρμόδιες αρχές των Κρατών μελών, οι οποίες έχουν αρμοδιότητα να εκφέρουν γνώμη σχετικά με τις διαδικασίες αυτές.

    3. Συμβουλευτική Επιτροπή επί Συμπράξεων και Δεσποζουσών Θέσεων εκφέρει γνώμη προ της εκδόσεως αποφάσεως, η οποία, είτε εκδίδεται κατά την διαδικασία της παραγράφου 1, είτε αφορά ανανέωση, τροποποίηση ή ανάκληση αποφάσεως, η οποία εξεδόθη κατ' εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης.

    4. Η Συμβουλευτική Επιτροπή αποτελείται από υπαλλήλους αρμοδίους επί συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων. Κάθε Κράτος μέλος ορίζει έναν υπάλληλο, ο οποίος το εκπροσωπεί και ο οποίος δύναται να αντικατασταθεί σε περίπτωση κωλύματος από άλλον υπάλληλο.

    5. Η γνώμη διατυπώνεται κατά την διάρκεια κοινής συνεδριάσεως μετά από πρόσκληση της Επιτροπής και όχι ενωρίτερον των 14 ημερών μετά την αποστολή της προσκλήσεως. Η γνώμη συνοδεύεται από έκθεση των πραγματικών περιστατικών και αναφορά των σπουδαιοτέρων εγγράφων, καθώς και από προσχέδιο αποφάσεως για κάθε υπό εξέταση περίπτωση.

    6. Η Συμβουλευτική Επιτροπή δύναται να εκφέρει γνώμη και εν απουσία μελών της ή εκπροσώπων τους. Το πόρισμα της διαδικασίας γνωμοδοτήσεως καταγράφεται, επισυνάπτεται στην πρόταση αποφάσεως και δεν δημοσιεύεται.

    Άρθρο 11

    Συλλογή πληροφοριών 1. Η Επιτροπή, κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί βάσει του άρθρου 89, και των διατάξεων, οι οποίες θεσπίζονται κατ' εφαρμογή του άρθρου 87 της συνθήκης, δύναται να συγκεντρώνει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες από τις κυβερνήσεις και τις αρμόδιες αρχές των Κρατών μελών, καθώς και από τις επιχειρήσεις και τις ενώσεις επιχειρήσεων.

    2. Όταν η Επιτροπή απευθύνει αίτηση παροχής πληροφοριών προς μία επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, διαβιβάζει συγχρόνως αντίγραφο της αιτήσεως στην αρμόδια αρχή του Κράτους μέλους, στην επικράτεια του οποίου ευρίσκεται η έδρα της επιχειρήσεως ή της ενώσεως επιχειρήσεων.

    3. Στην αίτησή της η Επιτροπή αναφέρει τη νομική βάση και τον σκοπό της αιτήσεώς της, καθώς και τις προβλεπόμενες από το άρθρο 15 παράγραφος 1 περίπτωση β) κυρώσεις για την περίπτωση παροχής ανακριβών πληροφοριών.

    4. Τις πληροφορίες υποχρεούνται να παράσχουν οι ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων ή οι αντιπρόσωποί τους και στην περίπτωση νομικών προσώπων, εταιρειών, ή ενώσεων χωρίς νομική προσωπικότητα, τα πρόσωπα τα οποία τις εκπροσωπούν σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό.

    5. Αν μία επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων δεν παρέχει τις αιτούμενες πληροφορίες εντός της καθορισμένης από την Επιτροπή προθεσμίας ή τις παρέχει κατά τρόπο ελλιπή, η Επιτροπή τις ζητεί με απόφαση. Η απόφαση καθορίζει ακριβώς τις αιτούμενες πληροφορίες, ορίζει εύλογη προθεσμία εντός της οποίας οι πληροφορίες πρέπει να παρασχεθούν και αναφέρει τις κυρώσεις οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 15 παράγραφος 1 περίπτωση β) και στο άρθρο 16 παράγραφος 1 περίπτωση γ) καθώς και το δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο κατά της αποφάσεως.

    6. Η Επιτροπή κοινοποιεί συγχρόνως αντίγραφο της αποφάσεώς της στην αρμόδια αρχή του Κράτους μέλους, στην επικράτεια του οποίου ευρίσκεται η έδρα της επιχειρήσεως ή της ενώσεως επιχειρήσεων.

    Άρθρο 12

    Έρευνα κατά κλάδους της οικονομίας 1. Αν σε ένα κλάδο της οικονομίας η εξέλιξη του εμπορίου μεταξύ των Κρατών μελών, οι διακυμάνσεις των τιμών ή η ακαμψία των τιμών ή άλλες συνθήκες επιτρέπουν την πιθανολόγηση ότι στον τομέα αυτό έχει περιορισθεί ή έχει νοθευτεί ο ανταγωνισμός στο εσωτερικό της κοινής αγοράς, η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει την διεξαγωγή γενικής ερεύνης του σχετικού κλάδου της οικονομίας και, μέσα στο πλαίσιο αυτό, να ζητήσει από τις επιχειρήσεις του οικονομικού αυτού κλάδου τις πληροφορίες τις απαραίτητες για την πραγμάτωση των αρχών των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης και για την εκπλήρωση των έργων που της έχουν ανατεθεί.

    2. Η Επιτροπή δύναται ιδίως να ζητήσει από όλες τις επιχειρήσεις και ομάδες επιχειρήσεων του κλάδου αυτού να της γνωστοποιήσουν όλες τις συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές, οι οποίες απηλλάγησαν από την υποχρέωση κοινοποιήσεως δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 2 και του άρθρου 5 παράγραφος 2.

    3. Όταν η Επιτροπή διεξάγει την προβλεπόμενη στην παράγραφο 2 έρευνα, ζητεί επίσης από τις επιχειρήσεις και τις ομάδες επιχειρήσεων, οι οποίες λόγω του μεγέθους τους πιθανολογείται ότι κατέχουν δεσπόζουσα θέση στην κοινή αγορά ή σε σημαντικό τμήμα αυτής, να της παράσχουν στοιχεία σχετικά με τη δομή και τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων που είναι απαραίτητα για να εκτιμηθεί η κατάστασή τους ως προς τις διατάξεις του άρθρου 86 της συνθήκης.

    4. Οι διατάξεις του άρθρου 10 παράγραφος 3 μέχρι 6, και των άρθρων 11, 13 και 14 εφαρμόζονται αναλόγως.

    Άρθρο 13

    Έλεγχος από τις αρχές των Κρατών μελών 1. Κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής, οι αρμόδιες αρχές των Κρατών μελών διεξάγουν τους ελέγχους, τους οποίους η Επιτροπή κρίνει ενδεδειγμένους σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 1 ή τους οποίους διατάσσει με απόφαση κατ' εφαρμογή του άρθρου 14 παράγραφος 3. Τα όργανα των αρμοδίων αρχών, τα επιφορτισμένα με την διεξαγωγή ελέγχων, ασκούν τα καθήκοντά τους επιδεικνύοντας έγγραφη εντολή ελέγχου της αρμοδίας αρχής του Κράτους μέλους, στην επικράτεια του οποίου πρέπει να πραγματοποιηθεί ο έλεγχος. Στην εντολή ελέγχου αναφέρεται το αντικείμενο και ο σκοπός του ελέγχου.

    2. Υπηρεσιακά όργανα της Επιτροπής δύνανται κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής ή της αρμοδίας αρχής του Κράτους μέλους, στην επικράτεια του οποίου πρέπει να πραγματοποιηθεί ο έλεγχος, να συνδράμουν τα όργανα της αρχής αυτής κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.

    Άρθρο 14

    Ελεγκτικές εξουσίες της Επιτροπής 1. Η Επιτροπή δύναται κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί βάσει του άρθρου 89 και των διατάξεων, οι οποίες θεσπίζονται κατ' εφαρμογή του άρθρου 87 της συνθήκης, να διεξάγει όλους τους απαραίτητους ελέγχους στις επιχειρήσεις και τις ενώσεις επιχειρήσεων.

    Για το σκοπό αυτόν, τα εντεταλμένα από την Επιτροπή όργανα έχουν την εξουσία:

    α) να ελέγχουν τα βιβλία και άλλα επαγγελματικά έγγραφα-

    β) να λαμβάνουν αντίγραφα ή αποσπάσματα των βιβλίων και επαγγελματικών εγγράφων-

    γ) να ζητούν επί τόπου προφορικές διευκρινίσεις-

    δ) να εισέρχονται σε όλους τους χώρους, γήπεδα και μεταφορικά μέσα των επιχειρήσεων.

    2. Τα εντεταλμένα από την Επιτροπή για τον έλεγχο όργανα ασκούν την εξουσία τους επιδεικνύοντας έγγραφη εντολή ελέγχου που αναφέρει το αντικείμενο και τον σκοπό του ελέγχου καθώς και τις προβλεπόμενες από το άρθρο 15 παράγραφος 1 περίπτωση γ) του παρόντος κανονισμού κυρώσεις, για την περίπτωση όπου τα βιβλία ή άλλα αιτηθέντα επαγγελματικά έγγραφα επιδειχθούν κατά τρόπον ελλιπή.

    Η Επιτροπή γνωστοποιεί σε εύλογο χρόνο προ του ελέγχου στην αρμόδια αρχή του Κράτους μέλους, στην επικράτεια του οποίου θα διενεργηθεί ο έλεγχος, την εντολή ελέγχου και την ταυτότητα του εντεταλμένου οργάνου.

    3. Οι επιχειρήσεις και οι ενώσεις επιχειρήσεων υποχρεούνται να δεχθούν τους ελέγχους, τους οποίους διατάσσει με απόφασή της η Επιτροπή. Η απόφαση αναφέρει το αντικείμενο και τον σκοπό του ελέγχου, ορίζει τον χρόνο ενάρξεως του ελέγχου και αναφέρει τις προβλεπόμενες από το άρθρο 15 παράγραφος 1 περίπτωση γ) και το άρθρο 16 παράγραφος 1 περίπτωση δ) κυρώσεις καθώς και το δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο κατά της αποφάσεως.

    4. Η Επιτροπή εκδίδει τις αποφάσεις, οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 3, αφού προηγουμένως συμβουλευθεί την αρμόδια αρχή του Κράτους μέλους, στην επικράτεια του οποίου πρέπει να διενεργηθεί ο έλεγχος.

    5. Τα όργανα της αρμόδιας αρχής του Κράτους μέλους, στην επικράτεια του οποίου πρόκειται να διενεργηθεί ο έλεγχος, δύνανται κατόπιν αιτήσεως της αρχής ή της Επιτροπής, να παράσχουν την συνδρομή τους στα όργανα της Επιτροπής κατά την εκπλήρωση του έργου τους.

    6. Όταν μία επιχείρηση αντιτίθεται στην διενέργεια ελέγχου, ο οποίος διετάχθη δυνάμει του παρόντος άρθρου, το ενδιαφερόμενο Κράτος μέλος παρέχει στα εντεταλμένα από την Επιτροπή όργανα την απαραίτητη συνδρομή για να δυνηθούν να διενεργήσουν τον έλεγχο. Προς τον σκοπό αυτόν τα Κράτη μέλη λαμβάνουν, προ της 1ης Οκτωβρίου 1962 και κατόπιν διαβουλεύσεως με την Επιτροπή, τα απαραίτητα μέτρα.

    Άρθρο 15

    Πρόστιμα 1. Η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να επιβάλλει στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα ύψους εκατό μέχρι και πέντε χιλιάδων λογιστικών μονάδων όταν εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

    α) παρέχουν ανακριβή ή πλαστά στοιχεία κατά την υποβολή αιτήσεως σύμφωνα με το άρθρο 2 ή κοινοποιήσεως σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 5,

    β) παρέχουν ανακριβείς πληροφορίες σε απάντηση αιτήσεως που εγένετο σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 ή 5, ή το άρθρο 12, ή δεν παρέχουν πληροφορίες εντός της καθορισθείσης με απόφαση κατά το άρθρο 11 παράγραφος 5 προθεσμίας, ή

    γ) επιδεικνύουν κατά τρόπο ελλιπή κατά την διενέργεια του ελέγχου κατά το άρθρο 13 ή 14, τα βιβλία ή άλλα αιτηθέντα επαγγελματικά έγγραφα, ή δεν δέχονται να υποβληθούν σε έλεγχο διατεταγμένο με απόφαση που έχει ληφθεί δυνάμει του άρθρου 14 παράγραφος 3.

    2. Η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει με απόφαση στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμο ύψους χιλίων μέχρις ενός εκατομμυρίου λογιστικών μονάδων, ή και ποσό μεγαλύτερο από αυτό μέχρι ποσοστού δέκα τοις εκατό του κύκλου εργασιών που επραγματοποιήθη κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο από μία των επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν συνεργήσει στην παράβαση, όταν εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

    α) διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου 85 παράγραφος 1, ή του άρθρου 86 της συνθήκης-

    β) παραβαίνουν υποχρέωση επιβεβλημένη δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 1.

    Κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου πρέπει να λαμβάνονται υπ' όψη, εκτός από την σοβαρότητα της παραβάσεως, και η διάρκειά της.

    3. Οι διατάξεις του άρθρου 10 παράγραφος 3 μέχρι 6 εφαρμόζονται εν προκειμένω.

    4. Οι αποφάσεις, οι οποίες λαμβάνονται δυνάμει των παραγράφων 1 και 2, δεν έχουν ποινικό χαρακτήρα.

    5. Το προβλεπόμενο στην παράγραφο 2 περίπτωση α) πρόστιμο δεν δύναται να επιβληθεί για πράξεις:

    α) μεταγενέστερες της κοινοποιήσεως στην Επιτροπή και προγενέστερες της αποφάσεως με την οποία δέχεται ή αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης, εφ' όσον εμπίπτουν στα όρια της δραστηριότητος που περιγράφεται στην κοινοποίηση,

    β) προγενέστερες της κοινοποιήσεως των συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών, οι οποίες υπάρχουν κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του παρόντος κανονισμού, εφ' όσον η κοινοποίηση λάβει χώρα εντός των προθεσμιών, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 και στο άρθρο 7 παράγραφος 2.

    6. Οι διατάξεις της παραγράφου 5 δεν εφαρμόζονται από της γνωστοποιήσεως εκ μέρους της Επιτροπής προς τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ότι, μετά από πρώτη εξέταση, κρίνει πως οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 85 παράγραφος 1 της συνθήκης πληρούνται και πως δεν δικαιολογείται εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3.

    Άρθρο 16

    Επιβολή χρηματικών ποινών 1. Η Επιτροπή δύναται με απόφαση να επιβάλλει στις επιχειρήσεις και τις ενώσεις επιχειρήσεων χρηματικές ποινές ύψους πενήντα μέχρι χιλίων λογιστικών μονάδων ανά ημέρα καθυστερήσεως από την ημερομηνία που θα ορίσει στην απόφασή της, για να τις υποχρεώσει:

    α) να παύσουν την παράβαση των διατάξεων του άρθρου 85 ή του άρθρου 86 της συνθήκης σύμφωνα με απόφαση που έχει ληφθεί κατ' εφαρμογή του άρθρου 3 του παρόντος κανονισμού,

    β) να παύσουν κάθε απαγορευμένη ενέργεια δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 3,

    γ) να παράσχουν με τρόπο πλήρη και ακριβή κάθε πληροφορία που έχει ζητήσει με απόφασή της κατ'εφαρμογή του άρθρου 11 παράγραφος 5,

    δ) να υποβληθούν σε έλεγχο που έχει διαταχθεί με απόφαση κατ' εφαρμογή του άρθρου 14 παράγραφος 3.

    2. Όταν οι επιχειρήσεις ή οι ενώσεις επιχειρήσεων εκπληρώσουν την υποχρέωση, για την εκτέλεση της οποίας τους επεβλήθη χρηματική ποινή, η Επιτροπή δύναται να καθορίσει ως οριστικό ύψος του ποσού της ποινής αυτής, ποσό κατώτερο εκείνου, το οποίο θα προέκυπτε από την αρχική απόφαση.

    3. Οι διατάξεις του άρθρου 10 παράγραφος 3 μέχρι 6, εφαρμόζονται εν προκειμένω.

    Άρθρο 17

    Έλεγχος του Δικαστηρίου Επί των προσφυγών που ασκούνται εναντίον των αποφάσεων της Επιτροπής, οι οποίες ορίζουν πρόστιμο ή χρηματική ποινή, το Δικαστήριο αποφαίνεται κατά πλήρη δικαιοδοσία κατά το άρθρο 172 της συνθήκης. Δύναται δε να άρει, να μειώσει ή να αυξήσει το πρόστιμο ή την χρηματική ποινή που επεβλήθη.

    Άρθρο 18

    Λογιστική μονάδα Για την εφαρμογή των άρθρων 15 μέχρι 17, η λογιστική μονάδα είναι η προβλεπόμενη για την κατάρτιση του προϋπολογισμού της Κοινότητος κατά τα άρθρα 207 και 209 της συνθήκης.

    Άρθρο 19

    Ακρόαση των ενδιαφερομένων και των τρίτων 1. Πριν λάβει αποφάσεις δυνάμει των άρθρων 2, 3, 6, 7, 8, 15, και 16, η Επιτροπή παρέχει στις συμμετέχουσες επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων την ευκαιρία να γνωρίσουν την άποψή τους επί του αντικειμένου των αιτιάσεων που ελήφθησαν υπ' όψη από την Επιτροπή.

    2. Κατά το μέτρο που η Επιτροπή ή οι αρμόδιες αρχές των Κρατών μελών κρίνουν αναγκαίο, δύνανται επίσης να ακούσουν και άλλα πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων. Αν πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων υποβάλουν αίτηση ακροάσεως, η αίτηση γίνεται δεκτή, εφ' όσον πιθανολογείται εύλογο συμφέρον.

    3. Όταν η Επιτροπή προτίθεται να εκδώσει αρνητική πιστοποίηση δυνάμει του άρθρου 2 ή να εκδώσει απόφαση εφαρμογής του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης, δημοσιεύει το ουσιώδες περιεχόμενο της σχετικής αιτήσεως ή της κοινοποιήσεως καλώντας συγχρόνως τους τρίτους ενδιαφερομένους να της γνωστοποιήσουν τις παρατηρήσεις τους εντός προθεσμίας την οποία καθορίζει, και η οποία δεν δύναται να είναι μικρότερη του μηνός. Η δημοσίευση πρέπει να λαμβάνει υπ' όψη το νόμιμο συμφέρον των επιχειρήσεων προς διαφύλαξη των επιχειρηματικών τους απορρήτων.

    Άρθρο 20

    Επαγγελματικό απόρρητο 1. Οι πληροφορίες, οι οποίες συνελέγησαν κατ' εφαρμογή των άρθρων 11, 12, 13 και 14 δύνανται να χρησιμοποιηθούν μόνον για το σκοπό, για τον οποίο εζητήθησαν.

    2. Υπό την επιφύλαξη των άρθρων 19 και 21, η Επιτροπή και οι αρμόδιες αρχές των Κρατών μελών καθώς και οι υπάλληλοί τους και τα άλλα όργανα υποχρεούνται να μη κάνουν χρήση των πληροφοριών, τις οποίες συνέλεξαν κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και οι οποίες, λόγω της φύσεώς τους, καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο.

    3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν αντιτίθενται στην δημοσίευση γενικών πληροφοριών ή μελετών, οι οποίες δεν συμπεριλαμβάνουν στοιχεία εξατομικευμένα για τις επιχειρήσεις ή τις ενώσεις επιχειρήσεων.

    Άρθρο 21

    1. Η Επιτροπή δημοσιεύει τις αποφάσεις, τις οποίες εκδίδει κατ' εφαρμογή των άρθρων 2, 3, 6, 7 και 8.

    2. Η δημοσίευση μνημονεύει τα ονόματα των μερών και το ουσιώδες τμήμα της αποφάσεως, οφείλει δε να λαμβάνει υπόψη το νόμιμο συμφέρον των επιχειρήσεων προς διαφύλαξη των επιχειρηματικών τους απορρήτων.

    Άρθρο 22

    Ειδικές διατάξεις 1. Η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο προτάσεις που αποβλέπουν στο να υποβληθούν στην προβλεπόμενη στα άρθρα 4 και 5 υποχρέωση κοινοποιήσεως ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 και στο άρθρο 5 παράγραφος 2.

    2. Εντός προθεσμίας ενός έτους από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος κανονισμού το Συμβούλιο θα εξετάσει, προτάσει της Επιτροπής, τις ειδικές διατάξεις, οι οποίες είναι δυνατό να θεσπισθούν κατά παρέκκλιση των διατάξεων του κανονισμού αυτού, σχετικά με τις συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 και στο άρθρο 5 παράγραφος 2.

    Άρθρο 23

    Μεταβατικές διατάξεις σχετικές με τις αποφάσεις των αρχών των Κρατών μελών 1. Οι συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 85 παράγραφος 1 της συνθήκης, ως προς τις οποίες, προ της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος κανονισμού, η αρμόδια αρχή ενός Κράτους μέλους εκήρυξε τις διατάξεις του άρθρου 85 παράγραφος 1 ανεφάρμοστες δυνάμει του άρθρου 85 παράγραφος 3, δεν υπόκεινται στην υποχρέωση κοινοποιήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 5. Η απόφαση της αρμόδιας αρχής του Κράτους μέλους ισοδυναμεί με απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 6, η ισχύς της οποίας εκπνέει το αργότερο μετά την λήξη της προθεσμίας, την οποία αυτή όρισε, και εν πάση περιπτώσει όχι πέραν των τριών ετών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος κανονισμού. Οι διατάξεις του άρθρου 8 παράγραφος 3 εφαρμόζονται εν προκειμένω.

    2. Η Επιτροπή αποφασίζει κατά το άρθρο 80 παράγραφος 2 επί των αιτήσεων ανανεώσεως των αποφάσεων, οι οποίες προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο 1.

    Άρθρο 24

    Διατάξεις εφαρμογής Η Επιτροπή εκδίδει διατάξεις σχετικές με την μορφή, το περιεχόμενο και τις άλλες προϋποθέσεις των αιτήσεων, οι οποίες θα υποβάλλονται κατ' εφαρμογή των άρθρων 2 και 3 και της κοινοποιήσεως, η οποία προβλέπεται στα άρθρα 4 και 5 καθώς και των ακροάσεων, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 και 2.

    Ο κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε Κράτος μέλος.

    Έγινε στις Βρυξέλλες, στις 6 Φεβρουαρίου 1962.

    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    M. COUVE DE MURVILLE

    Top