EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62013CJ0564

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 26ης Φεβρουαρίου 2015.
Planet AE Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Συμβουλευτικών Υπηρεσιών κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως — Άρθρο 340, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ — Συμβατική ευθύνη της Ένωσης — Άρθρο 272 ΣΛΕΕ — Ρήτρα διαιτησίας — Έκτο πρόγραμμα πλαίσιο για δραστηριότητες έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης — Συμβάσεις στο πλαίσιο των έργων Ontogov, FIT και RACWeb — Επιλέξιμες δαπάνες και προκαταβληθέντα από την Επιτροπή ποσά — Αναγνωριστική αγωγή — Έλλειψη εννόμου συμφέροντος γεγενημένου και ενεστώτος.
Υπόθεση C-564/13 P.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2015:124

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 26ης Φεβρουαρίου 2015 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως — Άρθρο 340, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ — Συμβατική ευθύνη της Ένωσης — Άρθρο 272 ΣΛΕΕ — Ρήτρα διαιτησίας — Έκτο πρόγραμμα‑πλαίσιο για δραστηριότητες έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης — Συμβάσεις στο πλαίσιο των έργων Ontogov, FIT και RACWeb — Επιλέξιμες δαπάνες και προκαταβληθέντα από την Επιτροπή ποσά — Αναγνωριστική αγωγή — Έλλειψη εννόμου συμφέροντος γεγενημένου και ενεστώτος»

Στην υπόθεση C‑564/13 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 31 Οκτωβρίου 2013,

Planet AE Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Συμβουλευτικών Υπηρεσιών, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τους Β. Χριστιανό και Σ. Παλιού, δικηγόρους,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους R. Lyal, B. Conte και Δ. Τριανταφύλλου, επικουρούμενους από τον Σ. Δρακακάκη, δικηγόρο,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. Von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, C. Vajda (εισηγητή), A. Rosas, E. Juhász και D. Šváby, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Σεπτεμβρίου 2014,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 6ης Νοεμβρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Planet AE Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Συμβουλευτικών Υπηρεσιών ζητεί να αναιρεθεί η διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Planet κατά Επιτροπής (T‑489/12, EU:T:2013:496, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως προδήλως απαράδεκτη την προσφυγή της Planet AE η οποία ασκήθηκε δυνάμει των άρθρων 272 ΣΛΕΕ και 340, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και να διαπιστωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παραβίασε πλείονες συμβάσεις συναφθείσες με την Planet AE απορρίπτοντας τις δαπάνες προσωπικού για τα υψηλόβαθμα στελέχη τα οποία απασχολεί και ότι, επομένως, οι δαπάνες αυτές ήσαν επιλέξιμες και δεν έπρεπε να επιστραφούν στην Επιτροπή.

Το ιστορικό της διαφοράς

2

Το ιστορικό της διαφοράς περιγράφεται στις σκέψεις 1 έως 22 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως ως εξής:

«1

Η ενάγουσα PLANET AE Ανώνυμη [Εταιρεία] Παροχής Συμβουλευτικών Υπηρεσιών παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες για τη διαχείριση εταιριών και έργων. Συνεργάζεται σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, μεταξύ άλλων και με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών σε θέματα στρατηγικής, πληροφορικής και διαχειρίσεως έργων.

2

Η υπό κρίση υπόθεση αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν για την Επιτροπή από συμβάσεις που έχει συνάψει με την ενάγουσα για τρία ερευνητικά έργα. Οι συμβάσεις αυτές συνάφθηκαν βάσει της αποφάσεως 1513/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, για το έκτο πρόγραμμα πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με σκοπό τη συμβολή στη δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας και στην καινοτομία (2002‑2006) (ΕΕ L 232, σ. 1).

3

Πρόκειται, ειδικότερα, για συμβάσεις τις οποίες έχει συνάψει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή, με:

την ενάγουσα, ως συντονίστρια και μέλος κοινοπραξίας, στις 17 Δεκεμβρίου 2003 για το έργο “Ontology enabled E-Gov Service Configuration” (Ontogov, no 507237),

το Forschungszentrum Informatik an der Universität Karlsruhe, ως συντονιστή κοινοπραξίας, μέλος της οποίας ήταν η ενάγουσα, στις 21 Δεκεμβρίου 2005 για το έργο “Fostering self-adaptive e-government service improvement using semantic technologies” (FIT, no 27090),

την ενάγουσα, ως συντονίστρια και μέλος κοινοπραξίας, στις 18 Δεκεμβρίου 2006 για το έργο “Risk Assessment for Customs in Western Balkans” (RACWeb, no 45101) (στο εξής, από κοινού: επίμαχες συμβάσεις).

4

Το άρθρο ΙΙ.24, παράγραφος 1, σημείο αʹ, των επίμαχων συμβάσεων προβλέπει ότι η χρηματοδοτική συνδρομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταβάλλεται βάσει των επιλέξιμων δαπανών που δηλώνουν οι αντισυμβαλλόμενοι.

5

Κατά το άρθρο II.8 των επίμαχων συμβάσεων, πριν την απόδοση των δαπανών που έχουν δηλωθεί από την κοινοπραξία και/ή τους αντισυμβαλλομένους στο τέλος εκάστης περιόδου αναφοράς, η Επιτροπή οφείλει να αξιολογεί και να εγκρίνει τις εκθέσεις και τα παραδοτέα στοιχεία του έργου. Κατά την παράγραφο 4 του άρθρου αυτού, η έγκριση εκθέσεως από την Επιτροπή δεν αποκλείει τη διενέργεια οικονομικού ή άλλου ελέγχου κατά τις διατάξεις του άρθρου II.29.

6

Το άρθρο II.29 των επίμαχων συμβάσεων προβλέπει τα εξής:

“1.   Η Επιτροπή δύναται οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της συμβάσεως και έως πέντε έτη μετά την περάτωση του έργου να διενεργεί ελέγχους είτε από εξωτερικούς, οικονομικούς, επιστημονικούς ή τεχνολογικούς ελεγκτές, είτε από τις υπηρεσίες της Επιτροπής, περιλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης. Οι έλεγχοι αυτοί αφορούν επιστημονικά, οικονομικά, τεχνολογικά και άλλα (όπως είναι η τήρηση των αρχών της λογιστικής και της διοικήσεως) στοιχεία σχετικά με την καλή εκτέλεση του έργου και της συμβάσεως. Οι έλεγχοι αυτοί είναι εμπιστευτικοί. Τα ποσά που, σύμφωνα με τα πορίσματα των ελέγχων αυτών, διαπιστώνεται ότι οφείλονται στην Επιτροπή μπορούν να αναζητηθούν κατά τα οριζόμενα στο άρθρο ΙΙ.31 […]

2.   Οι αντισυμβαλλόμενοι θέτουν απευθείας στη διάθεση της Επιτροπής όλα τα στοιχεία που αυτή τους ζητά, προκειμένου να ελέγξει την ορθή διαχείριση και εκτέλεση της συμβάσεως.

3.   Οι αντισυμβαλλόμενοι διατηρούν, επί πέντε έτη μετά το πέρας του έργου, τα πρωτότυπα ή, κατ’ εξαίρεση, εφόσον συντρέχουν επαρκείς προς τούτο λόγοι, ακριβή αντίγραφα των σχετικών με το έργο εγγράφων. Τα έγγραφα αυτά τίθενται στη διάθεση της Επιτροπής, εφόσον ζητηθούν κατά τη διενέργεια ελέγχου στο πλαίσιο της συμβάσεως.”

7

Κατά το άρθρο II.31, παράγραφος 1, των επίμαχων συμβάσεων, “σε περίπτωση αχρεώστητης καταβολής χρηματικού ποσού στον αντισυμβαλλόμενο ή σε περίπτωση που δικαιολογείται, κατά τους όρους της συμβάσεως, η αναζήτηση χρηματικού ποσού, ο αντισυμβαλλόμενος υποχρεούται να επιστρέψει το ποσό αυτό στην Επιτροπή υπό τους όρους και κατά τον χρόνο που αυτή ορίζει”.

8

Τέλος, κατά το άρθρο 12 των επίμαχων συμβάσεων, οι συμβάσεις αυτές διέπονται από το βελγικό δίκαιο. Το άρθρο 13 ορίζει ότι “για την εκδίκαση διαφορών μεταξύ της Κοινότητας και των αντισυμβαλλομένων όσον αφορά το κύρος, την εφαρμογή ή την ερμηνεία της παρούσας συμβάσεως είναι αρμόδιο, κατά περίπτωση, το Γενικό Δικαστήριο ή το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων”.

9

Από τις 17 έως τις 21 Νοεμβρίου 2008, καθώς και στις 4 Δεκεμβρίου 2008, διενεργήθηκε στην ενάγουσα, από εταιρία εξωτερικού ελέγχου, για λογαριασμό του τμήματος εξωτερικού ελέγχου της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) “Κοινωνία της Πληροφορίας και Μέσα Ενημέρωσης” (στο εξής: ΓΔ Κοινωνία της Πληροφορίας), οικονομικός έλεγχος για τις δαπάνες που η ενάγουσα κατά καιρούς είχε δηλώσει στο πλαίσιο των έργων Ontogov, FIT και RACWeb.

10

Με ηλεκτρονική επιστολή της 8ης Απριλίου 2009, η ελεγκτική εταιρία παρέδωσε στην ενάγουσα την προσωρινή έκθεση ελέγχου, με την οποία αμφισβητούνταν, μεταξύ άλλων, οι δαπάνες προσωπικού για τρία ανώτερα στελέχη της (στο εξής: επίμαχες δαπάνες).

11

Στις 29 Μαΐου 2009, η ενάγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της προσωρινής εκθέσεως ελέγχου.

12

Στις 10 Ιουλίου 2009, η ενάγουσα υπέβαλε αναθεωρημένη δήλωση δαπανών, δεχόμενη ορισμένες από τις συστάσεις της ελεγκτικής εταιρίας.

13

Με έγγραφο της 11ης Νοεμβρίου 2009, το τμήμα εξωτερικού ελέγχου της ΓΔ Κοινωνία της Πληροφορίας εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους αποδεχόταν τα συμπεράσματα της προσωρινής εκθέσεως ελέγχου και διαβίβασε στην ενάγουσα την τελική έκθεση ελέγχου.

14

Με έγγραφο της 23ης Δεκεμβρίου 2009, η ενάγουσα αμφισβήτησε το σύννομο του ελέγχου και ζήτησε συνάντηση με την Επιτροπή, προκειμένου να θέσει υπόψη της λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τις υποχρεώσεις της.

15

Στις 4 Μαρτίου 2010 πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ της ενάγουσας και του τμήματος εξωτερικού ελέγχου της ΓΔ Κοινωνία της Πληροφορίας. Συμφωνήθηκε ότι η ενάγουσα θα προσκομίσει στην Επιτροπή συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά με τη συμμετοχή των ανώτερων στελεχών της.

16

Με έγγραφο της 19ης Απριλίου 2010, η ενάγουσα διαβίβασε στην Επιτροπή τα υπεσχημένα συμπληρωματικά έγγραφα.

17

Με έγγραφο της 10ης Μαΐου 2010, το τμήμα εξωτερικού ελέγχου της ΓΔ Κοινωνία της Πληροφορίας ενημέρωσε την ενάγουσα ότι προτίθεται να διενεργήσει συμπληρωματικό έλεγχο (follow-up audit) στην έδρα της και της διαβίβασε κατάλογο δικαιολογητικών που θα έπρεπε να προσκομιστούν κατά τον έλεγχο. Ο έλεγχος αυτός διενεργήθηκε από τις 20 έως τις 22 Ιουλίου 2010.

18

Στις 3 Σεπτεμβρίου και στις 9 Δεκεμβρίου 2010, η ενάγουσα προσκόμισε τα συμπληρωματικά στοιχεία που είχαν ζητηθεί κατά τον συμπληρωματικό έλεγχο.

19

Με έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 2010, το τμήμα εξωτερικού ελέγχου της ΓΔ Κοινωνία της Πληροφορίας ενημέρωσε την ενάγουσα για την απόφασή του να αναθεωρήσει εν μέρει τα συμπεράσματα της εκθέσεώς του, δεχόμενο ορισμένες δαπάνες, αλλά να διατηρήσει τα συμπεράσματα ως προς τις επίμαχες δαπάνες.

20

Με έγγραφο της 11ης Φεβρουαρίου 2011, η ενάγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί των αναθεωρημένων συμπερασμάτων της εκθέσεως ελέγχου.

21

Με έγγραφο της 10ης Απριλίου 2012, το τμήμα εξωτερικού ελέγχου της ΓΔ Κοινωνία της Πληροφορίας απάντησε ότι εμμένει σε όλα σχεδόν τα συμπεράσματά του όσον αφορά τις επίμαχες δαπάνες.

22

Με έγγραφο της 21ης Μαΐου 2012, η ενάγουσα επανέλαβε τις θέσεις της σχετικά με την επιλεξιμότητα των επίμαχων δαπανών.»

H ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

3

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Νοεμβρίου 2012, η νυν αναιρεσείουσα άσκησε αγωγή δυνάμει των άρθρων 272 ΣΛΕΕ και 340, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ με σκοπό να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή παραβίασε πλείονες συμβάσεις συναφθείσες με αυτή απορρίπτοντας τις επίμαχες δαπάνες και ότι, επομένως, οι δαπάνες αυτές ήσαν επιλέξιμες και δεν έπρεπε να επιστραφούν στην Επιτροπή.

4

Στις 24 Ιανουαρίου 2013, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου, δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Στις 11 Μαρτίου 2013, η αναιρεσείουσα κατέθεσε παρατηρήσεις επί της ενστάσεως απαραδέκτου της Επιτροπής.

5

Με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε την ένσταση απαραδέκτου την οποία προέβαλε η Επιτροπή, κρίνοντας ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον κατά την ημέρα ασκήσεως της υπό κρίση αγωγής της.

Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

6

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη·

να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου για να αποφανθεί επί της ουσίας, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

7

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως προδήλως αβάσιμη.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

8

Με ένα μοναδικό λόγο ακυρώσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 31 έως 35, 37, 38, 42 έως 45 και 50 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι δεν είχε γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον κατά την ημέρα ασκήσεως της αγωγής της δυνάμει των άρθρων 272 ΣΛΕΕ και 340, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

9

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το απαιτούμενο έννομο συμφέρον στο πλαίσιο αναγνωριστικής αγωγής με σκοπό να αναγνωριστεί η συμβατική ευθύνη της Ένωσης κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 272 ΣΛΕΕ και 340, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, όπως η ασκηθείσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, έχει διαφορετικό περιεχόμενο από το απαιτούμενο έννομο συμφέρον στο πλαίσιο των λοιπών ενδίκων βοηθημάτων που υφίστανται στο δίκαιο της Ένωσης, όπως η προσφυγή ακυρώσεως και η αγωγή αποζημιώσεως.

10

Κατά την αναιρεσείουσα, το απαιτούμενο έννομο συμφέρον στο πλαίσιο τέτοιας αναγνωριστικής αγωγής με σκοπό να αναγνωριστεί η συμβατική ευθύνη της Ένωσης υφίσταται όταν διαπιστώνεται, εκ μέρους αντισυμβαλλομένου ή του εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου του, σοβαρή, συστηματική και επαναλαμβανόμενη αμφισβήτηση συμβατικού δικαιώματος, η οποία δημιουργεί ευλόγως αβεβαιότητα όσον αφορά την ύπαρξη, την έκταση και την ελεύθερη άσκηση του δικαιώματος του ενδιαφερομένου. Κατά συνέπεια, το απαιτούμενο έννομο συμφέρον στο πλαίσιο αγωγής για την αναγνώριση της συμβατικής ευθύνης δεν προϋποθέτει την εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση οριστικής βλαπτικής πράξεως ή την ύπαρξη ζημίας.

11

Εν προκειμένω, η αναιρεσείουσα εκτιμά ότι το έννομο συμφέρον της δεν είναι υποθετικό, αλλά σαφώς γεγενημένο και ενεστώς, εφόσον οι επαναλαμβανόμενες αμφισβητήσεις εκ μέρους της Επιτροπής δημιούργησαν αβεβαιότητα όσον αφορά την ύπαρξη του δικαιώματός της να καταγράψει τις αμοιβές υψηλόβαθμων στελεχών ως άμεσα επιλέξιμες δαπάνες.

12

Με γνώμονα τις αρχές αυτές, η αναιρεσείουσα εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένως το κριτήριο του απαιτούμενου προς άσκηση προσφυγής ακυρώσεως έννομου συμφέροντος, ήτοι την ύπαρξη οριστικής πράξεως, στη σκέψη 34 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, σε συνδυασμό με τις σκέψεις 45, 35, 37, 38 και 42 αυτής. Η αναιρεσείουσα θεωρεί επίσης ότι το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένως το κριτήριο του απαιτούμενου προς άσκηση αγωγής αποζημιώσεως έννομου συμφέροντος, ήτοι την ύπαρξη βέβαιης ζημίας, στις σκέψεις 42 έως 44 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως.

13

Η αναιρεσείουσα διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, έκρινε εσφαλμένως ότι το έννομο συμφέρον της είναι γεγενημένο και ενεστώς μόνον κατόπιν της εκ μέρους της Επιτροπής εκδόσεως εντάλματος εισπράξεως ή οποιασδήποτε άλλης πράξεως. Η απαίτηση αυτή συνεπάγεται μακροπρόθεσμη ανασφάλεια δικαίου για τους ιδιώτες, καθόσον οι ιδιώτες μπορεί να υποχρεωθούν να αναμείνουν την έκδοση εντάλματος εισπράξεως ενώ η Επιτροπή έχει ήδη αμφισβητήσει το συμβατικό τους δικαίωμα, σοβαρώς, επανειλημμένως και συστηματικώς.

14

Η Επιτροπή εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε καμία πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον κατά την ημέρα ασκήσεως της υπό κρίση αγωγής της για τη διαπίστωση αθετήσεως συμβατικών υποχρεώσεων δυνάμει των άρθρων 272 ΣΛΕΕ και 340, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

15

Πρώτον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν θεμελίωσε την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη στις προϋποθέσεις του παραδεκτού των προσφυγών ακυρώσεως. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο δεν θεμελίωσε την εκτίμησή του στη μη ύπαρξη βλαπτικής πράξεως κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

16

Δεύτερον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι δεν αμφισβήτησε τα συμβατικά δικαιώματα της αναιρεσείουσας, δεδομένου ότι δεν εξέδωσε χρεωστικό σημείωμα για να απαιτήσει την επιστροφή των επίμαχων δαπανών. Η Επιτροπή υπενθυμίζει, συναφώς, ότι το άρθρο II.29, παράγραφος 1, των επίμαχων συμβάσεων με την αναιρεσείουσα ορίζει ότι «τα ποσά που οφείλονται στην Επιτροπή, συνεπεία των πορισμάτων ελέγχων, δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο ανακτήσεως». Κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως αυτής, η σύνταξη δυσμενούς τελικής εκθέσεως δεν συνεπάγεται αυτομάτως την ανάκτηση των επίμαχων δαπανών, καθόσον οι αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής διατηρούν τη διακριτική ευχέρεια να απαιτήσουν ή να μην απαιτήσουν την επιστροφή τους. Κατά μείζονα λόγο, στην υπό κρίση υπόθεση, η σύνταξη δυσμενούς εκθέσεως από μία εκ των εσωτερικών υπηρεσιών της, ενώ δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία οικονομικού ελέγχου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αμφισβήτηση των συμβατικών δικαιωμάτων της αναιρεσείουσας. Τελικώς, η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν υφίσταται καμία περαιτέρω διαφορά μεταξύ των συμβαλλομένων, εφόσον κανείς εξ αυτών δεν έλαβε συγκεκριμένα μέτρα για να επιβάλει την εφαρμογή συμβατικής ρήτρας ως προς την οποία διαφωνούν.

17

Τρίτον, η Επιτροπή εκτιμά ότι το γεγονός ότι δεν εξέδωσε ακόμα χρεωστικό σημείωμα δεν έχει καμιά αρνητική συνέπεια για την αναιρεσείουσα. H κατάσταση αυτή δεν συνεπάγεται καμιά ανασφάλεια δικαίου εφόσον, αφενός, η δυνατότητα της Επιτροπής να απαιτήσει την επιστροφή των επίμαχων δαπανών υπόκειται σε παραγραφή κατά τις διατάξεις του εθνικού δικαίου στον τομέα των συμβάσεων και, αφετέρου, το τυχόν ένταλμα εισπράξεως υπόκειται σε πλήρη δικαστικό έλεγχο.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

18

Εισαγωγικώς, επισημαίνεται ότι με το δικόγραφο της αγωγής της, το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Νοεμβρίου 2012, η αναιρεσείουσα άσκησε αναγνωριστική αγωγή δυνάμει, μεταξύ άλλων, του άρθρου 272 ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει η γενική εισαγγελέας στο σημείο 16 των προτάσεών της, η αγωγή την οποία άσκησε η αναιρεσείουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν αποσκοπούσε στην εκπλήρωση μιας παροχής εκ μέρους της Επιτροπής, αλλά στην εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης αναγνώριση του δικαιώματός της να διατηρήσει τα ήδη καταβληθέντα από την Επιτροπή ποσά στο πλαίσιο των επίμαχων συμβάσεων.

19

Λόγω της φύσεως της αναγνωριστικής αγωγής που άσκησε η αναιρεσείουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, απαιτείται να εξακριβωθεί αν ο δικαστής της Ένωσης είναι αρμόδιος να επιληφθεί τέτοιου είδους αγωγής, τούτο δε παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν προέβαλε ένσταση αναρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου κατά τη διάρκεια της ενώπιόν του διαδικασίας, ούτε κατά τη διάρκεια της παρούσας διαδικασίας.

20

Συγκεκριμένα, ζήτημα απτόμενο αυτής καθεαυτήν της αρμοδιότητας του δικαστή της Ένωσης πρέπει να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή ακόμα και αν δεν το ζήτησε κανένας από τους διαδίκους (βλ., συναφώς, αποφάσεις Γερμανία κατά Ανωτάτης Αρχής, 19/58, EU:C:1960:19, σ. 488, καθώς και Ferriera Valsabbia κ.λπ. κατά Επιτροπής, 154/78, 205/78, 206/78, 226/78 έως 228/78, 263/78, 264/78, 31/79, 39/79, 83/79 και 85/79, EU:C:1980:81, σκέψη 7). Εξάλλου, οι διάδικοι κλήθηκαν να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους επί του ζητήματος αυτού το οποίο τέθηκε αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο.

21

Συναφώς, το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να αποφανθεί ότι, στο πλαίσιο ρήτρας διαιτησίας συναφθείσας δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο μπορεί μεν να κληθεί να λύσει τη διαφορά εφαρμόζοντας το εθνικό δίκαιο που διέπει τη σύμβαση, όμως η αρμοδιότητά του να επιληφθεί υποθέσεως που αφορά την εν λόγω σύμβαση κρίνεται λαμβανομένων αποκλειστικώς υπόψη των διατάξεων του άρθρου αυτού και των όρων της ρήτρας διαιτησίας, χωρίς να μπορούν να του αντιταχθούν οι διατάξεις του εθνικού δικαίου που φέρονται ως αποκλείουσες την αρμοδιότητά του (αποφάσεις Επιτροπή κατά Zoubek, 426/85, EU:C:1986:501, σκέψη 10, και Επιτροπή κατά Feilhauer, C‑209/90, EU:C:1992:172, σκέψη 13).

22

Κατά το άρθρο 272 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 256 ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να λαμβάνει αποφάσεις, πρωτοδίκως, δυνάμει ρήτρας διαιτησίας που περιέχεται σε σύμβαση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, η οποία έχει συναφθεί από την Ένωση ή για λογαριασμό της.

23

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το άρθρο 272 ΣΛΕΕ συνιστά ιδιόμορφο κανόνα ο οποίος επιτρέπει την προσφυγή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης δυνάμει ρήτρας διαιτησίας συναφθείσας από τους συμβαλλομένους στο πλαίσιο συμβάσεων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, τούτο δε άνευ περιορισμών όσον αφορά τη φύση του ασκούμενου ενώπιον του δικαστή της Ένωσης ενδίκου βοηθήματος.

24

Εντούτοις, πρέπει να εξακριβωθεί αν, εν προκειμένω, η ρήτρα διαιτησίας η οποία περιλαμβάνεται στις επίμαχες συμβάσεις παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο την αρμοδιότητα να επιληφθεί της ασκηθείσας από την αναιρεσείουσα αναγνωριστικής αγωγής.

25

Κατά τη ρήτρα διαιτησίας την οποία προβλέπει το άρθρο 13 των επίμαχων συμβάσεων, το Γενικό Δικαστήριο ή το Δικαστήριο, κατά περίπτωση, έχει αρμοδιότητα για διαφορές μεταξύ της Ένωσης και των αντισυμβαλλομένων όσον αφορά το κύρος, την εφαρμογή ή την ερμηνεία των συμβάσεων αυτών. Ως εκ τούτου, η εν λόγω ρήτρα διαιτησίας δεν περιορίζει την αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου ή του Δικαστηρίου ούτε όσον αφορά τη φύση του ενδίκου βοηθήματος.

26

Βάσει του περιεχομένου της, η εν λόγω ρήτρα διαιτησίας μπορεί επομένως να θεμελιώσει την αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου ή του Δικαστηρίου να επιληφθεί αναγνωριστικής αγωγής, όπως η επίμαχη, η οποία αφορά διαφορά μεταξύ της Ένωσης και της αναιρεσείουσας ως προς το κύρος, την εφαρμογή ή την ερμηνεία των εν λόγω συμβάσεων.

27

Συναφώς, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η αγωγή την οποία άσκησε η αναιρεσείουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αφορούσε την ερμηνεία των εν λόγω συμβάσεων και ειδικότερα την επιλεξιμότητα των επίμαχων δαπανών στο πλαίσιο των εν λόγω συμβάσεων.

28

Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 33 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε ότι, κατά την ημέρα ασκήσεως της αγωγής της, η αγωγή της θεμελιωνόταν σε γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον το οποίο έχρηζε νομικής προστασίας.

29

Η αναιρεσείουσα εκτιμά ότι, με την κρίση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον, στο πλαίσιο αναγνωριστικής αγωγής, για τη γένεση του εννόμου αυτού συμφέροντος, αρκεί η σοβαρή, συστηματική και κατ’ επανάληψη αμφισβήτηση συμβατικού δικαιώματος εκ μέρους ενός συμβαλλομένου, η οποία, επομένως, δημιουργεί αβεβαιότητα στον έτερο συμβαλλόμενο ως προς την ύπαρξη ή το περιεχόμενο του δικαιώματος αυτού. Η προϋπόθεση αυτή πληρούται εν προκειμένω, εφόσον η Επιτροπή αμφισβήτησε σοβαρώς, συστηματικώς και επανειλημμένως το δικαίωμα της αναιρεσείουσας για επιστροφή των επίμαχων δαπανών.

30

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι δεν αμφισβήτησε τα συμβατικά δικαιώματα της αναιρεσείουσας, για τους λόγους που εκτίθενται συνοπτικώς στη σκέψη 16 της παρούσας αποφάσεως. Ουσιαστικώς, η Επιτροπή διατείνεται ότι κατά την ημέρα ασκήσεως της αγωγής της αναιρεσείουσας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν είχε ακόμα απαιτήσει την επιστροφή των επίμαχων δαπανών εκδίδοντας χρεωστικό σημείωμα και η επιλεξιμότητα των δαπανών αυτών αποτελούσε αντικείμενο μη ολοκληρωθείσας διαδικασίας οικονομικού ελέγχου, η τελική έκθεση του οποίου δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, δεσμευτική για τις υπηρεσίες εισπράξεως της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου II.29, παράγραφος 1, των επίμαχων συμβάσεων.

31

Συναφώς, πρέπει να υπoμνησθεί ότι το έννομο συμφέρον του ασκούντος ένδικο βοήθημα πρέπει, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου του εν λόγω βοηθήματος, να υφίσταται κατά τον χρόνο ασκήσεώς του, άλλως αυτό κρίνεται απαράδεκτο (βλ., κατ’ αναλογίαν και όσον αφορά την προσφυγή ακυρώσεως, αποφάσεις Wunenburger κατά Επιτροπής, C‑362/05 P, EU:C:2007:322, σκέψη 42, καθώς και Cañas κατά Επιτροπής, C‑269/12 P, EU:C:2013:415, σκέψη 15).

32

Ωστόσο, κατά τις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου, οι οποίες εκτίθενται στη σκέψη 34 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, κατά την ημέρα ασκήσεως της υπό κρίση αγωγής δεν είχε ακόμα εκδοθεί από την αρμόδια υπηρεσία της Επιτροπής καμία πράξη περί επιστροφής δυνάμει των προκαταβληθέντων στο πλαίσιο των επίμαχων συμβάσεων εξόδων. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε, στη σκέψη 35 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι η επιλεξιμότητα των επίμαχων δαπανών αποτελούσε το αντικείμενο διαδικασίας οικονομικού ελέγχου, η οποία έχει απλώς προκαταρκτικό και προπαρασκευαστικό χαρακτήρα και διακρίνεται από τη διαδικασία η οποία ενδέχεται να καταλήξει σε είσπραξη, η δε διαδικασία αυτή διενεργείται από τις επιχειρησιακές υπηρεσίες της Επιτροπής.

33

Περαιτέρω, από τις σκέψεις 36 έως 39 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως προκύπτει ότι η διαδικασία οικονομικού ελέγχου δεν είχε ακόμη περατωθεί κατά την ημέρα ασκήσεως της αγωγής της αναιρεσείουσας και η επιφορτισμένη με τον εν λόγω οικονομικό έλεγχο υπηρεσία της Επιτροπής εξακολούθησε να επικοινωνεί με την αναιρεσείουσα, ακόμη και μετά την ημερομηνία αυτή, όσον αφορά τυχόν τροποποίηση των προκαταρκτικών συμπερασμάτων του εν λόγω οικονομικού ελέγχου.

34

Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, των οποίων έγινε μνεία στις σκέψεις 32 και 33 της παρούσας αποφάσεως, η αναιρεσείουσα δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίξει ότι, κατά την ημέρα ασκήσεως της αγωγής της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, είχε γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον το οποίο έχρηζε νομικής προστασίας.

35

Συγκεκριμένα, εφόσον η επιλεξιμότητα των επίμαχων δαπανών εξακολουθούσε να αποτελεί το αντικείμενο οικονομικού ελέγχου, η κατόπιν του οποίου συντασσόμενη τελική έκθεση δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, δεσμευτική για τις υπηρεσίες εισπράξεως της Επιτροπής, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν είχε ακόμα καθορίσει οριστικώς τις δαπάνες τις οποίες έκρινε μη επιλέξιμες βάσει των σχετικών διατάξεων των επίμαχων συμβάσεων. Ήταν λοιπόν ακόμη αβέβαιο αν και κατά πόσον οι εν λόγω δαπάνες μπορούσαν πράγματι να θεμελιώσουν αίτηση επιστροφής εκ μέρους της Επιτροπής. Συνεπώς, η αναιρεσείουσα δεν είχε έννομο συμφέρον κατά την ημέρα ασκήσεως της αγωγής της.

36

Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η αναιρεσείουσα, κατά την ημέρα ασκήσεως της αγωγής της, δεν είχε γεγενημένο και ενεστώς συμφέρον χρήζον νομικής προστασίας.

37

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο λόγος τον οποίο προέβαλε η αναιρεσείουσα προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτός και, επομένως, η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

38

Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται και επί των εξόδων. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

39

Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν ζήτησε να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, η Επιτροπή και η αναιρεσείουσα φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 

2)

Η Planet AE Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Συμβουλευτικών Υπηρεσιών και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.

Top