EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007CC0304

Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Sharpston της 10ης Ιουλίου 2008.
Directmedia Publishing GmbH κατά Albert-Ludwigs-Universität Freiburg.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundesgerichtshof - Γερμανία.
Οδηγία 96/9/ΕΚ - Νομική προστασία των βάσεων δεδομένων - Δικαίωμα ειδικής φύσεως - Έννοια του όρου "εξαγωγή" του περιεχομένου βάσεως δεδομένων.
Υπόθεση C-304/07.

European Court Reports 2008 I-07565

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2008:401

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ELEANOR SHARPSTON

της 10ης Ιουλίου 2008 ( 1 )

Υπόθεση C-304/07

Directmedia Publishing GmbH

κατά

Albert-Ludwigs-Universität Freiburg

«Οδηγία 96/9/ΕΚ — Νομική προστασία των βάσεων δεδομένων — Δικαίωμα ειδικής φύσεως — Έννοια του όρου “εξαγωγή” του περιεχομένου βάσεως δεδομένων»

1. 

Το Bundesgerichtshof (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) (Γερμανία), ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν η άντληση δεδομένων από μια βάση δεδομένων η οποία προστατεύεται δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/9/ΕΚ (στο εξής: οδηγία 96/9) ( 2 ) και η ενσωμάτωσή τους σε μια άλλη βάση δεδομένων μπορεί να συνιστά «εξαγωγή» κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, στοιχείο α’, της οδηγίας αυτής, ακόμη και σε περίπτωση που τα δεδομένα, πριν χρησιμοποιηθούν κατ’ αυτόν τον τρόπο, εκτιμώνται χωριστά το καθένα κατόπιν της αναζητήσεώς τους στην αρχική βάση δεδομένων ή αν ως «εξαγωγή» κατά την έννοια αυτής της διατάξεως νοείται μόνον η (μηχανική) αντιγραφή δεδομένων ( 3 ).

Το νομικό πλαίσιο

Η οδηγία για την προστασία βάσεων δεδομένων (οδηγία 96/9)

2.

Η οδηγία αυτή περιέχει τις ακόλουθες αιτιολογικές σκέψεις:

«[…]

(7)

για την κατασκευή βάσεων δεδομένων, απαιτείται η επένδυση σημαντικών ανθρώπινων, τεχνικών και οικονομικών πόρων, ενώ η αντιγραφή των εν λόγω βάσεων δεδομένων ή η πρόσβαση σε αυτές είναι δυνατή με κόστος πολύ μικρότερο από εκείνο που συνεπάγεται η ανεξάρτητη δημιουργία τους·

(8)

η εξαγωγή ή/και επαναχρησιμοποίηση του περιεχομένου μιας βάσης δεδομένων χωρίς άδεια αποτελούν πράξεις οι οποίες μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές και τεχνικές συνέπειες·

(9)

οι βάσεις δεδομένων αποτελούν πολύτιμο μέσο για την ανάπτυξη μιας αγοράς πληροφοριών εντός της Κοινότητας [και] το μέσο αυτό θα είναι επίσης χρήσιμο σε ευρύ φάσμα άλλων δραστηριοτήτων·

(10)

η ταχύρρυθμη αύξηση, στην Κοινότητα και ανά τον κόσμο, της ποσότητας των πληροφοριών που παράγονται και υφίστανται επεξεργασία κάθε χρόνο σε όλους τους τομείς του εμπορίου και της βιομηχανίας απαιτεί, σε όλα τα κράτη μέλη, επενδύσεις σε προηγμένα συστήματα διαχείρισης πληροφοριών·

(11)

σήμερα υπάρχει μεγάλη έλλειψη ισορροπίας στο επίπεδο των επενδύσεων τόσο μεταξύ των κρατών μελών όσο και μεταξύ της Κοινότητας και των τρίτων χωρών που διαθέτουν μεγαλύτερη παραγωγή βάσεων δεδομένων·

(12)

η εν λόγω επένδυση σε σύγχρονα συστήματα αποθήκευσης και ανάκτησης πληροφοριών δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στην Κοινότητα χωρίς τη δημιουργία ενός σταθερού και ομοιόμορφου καθεστώτος για τη νομική προστασία των δικαιωμάτων των κατασκευαστών βάσεων δεδομένων·

[…]

(17)

ο όρος «βάση δεδομένων» πρέπει να θεωρείται ότι καλύπτει παντοειδείς συλλογές έργων, λογοτεχνικών, καλλιτεχνικών, μουσικών ή άλλων, ή άλλο υλικό όπως κείμενα, ήχους, εικόνες, αριθμούς, πραγματικά στοιχεία και δεδομένα, [καθώς και] συλλογές έργων, δεδομένων ή άλλων ανεξάρτητων στοιχείων, διευθετημένων κατά συστηματικό ή μεθοδικό τρόπο και ατομικώς προσιτών […]·

(18)

η προστασία των βάσεων δεδομένων από το δικαίωμα ειδικής φύσεως δεν θίγει τα υφιστάμενα δικαιώματα ως προς το περιεχόμενό τους και [ειδικότερα] όταν δημιουργός ή κάτοχος συγγενούς δικαιώματος επιτρέπει να περιληφθούν έργα ή ερμηνείες και εκτελέσεις του σε βάση δεδομένων κατ’ εφαρμογήν σύμβασης μη αποκλειστικής άδειας, τρίτος μπορεί να προβεί στην εκμετάλλευση των έργων ή των ερμηνειών και εκτελέσεων αυτών [εφόσον] λάβει την απαιτούμενη έγκριση του δημιουργού ή του κατόχου συγγενούς δικαιώματος χωρίς να μπορεί να του αντιταχθεί το δικαίωμα ειδικής φύσεως του κατασκευαστή της βάσης δεδομένων, υπό τον όρο ότι τα έργα ή οι ερμηνείες και οι εκτελέσεις δεν έχουν εξαχθεί από τη βάση δεδομένων ούτε επαναχρησιμοποιηθεί από αυτήν·

[…]

(21)

η προστασία που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία αφορά τις βάσεις δεδομένων στις οποίες τα έργα, δεδομένα ή άλλα στοιχεία έχουν διευθετηθεί κατά συστηματικό ή μεθοδικό τρόπο [και] δεν απαιτείται το υλικό αυτό να έχει αποθηκευθεί υλικώς κατά οργανωμένο τρόπο·

[…]

(26)

τα έργα που προστατεύονται βάσει του δικαιώματος του δημιουργού και οι ερμηνείες ή εκτελέσεις που προστατεύονται βάσει συγγενικών δικαιωμάτων και έχουν ενσωματωθεί σε βάση δεδομένων εξακολουθούν, ωστόσο, να αποτελούν αντικείμενο των αντίστοιχων αποκλειστικών δικαιωμάτων και, κατά συνέπεια, δεν μπορούν να ενσωματωθούν σε βάση δεδομένων ή να εξαχθούν από τη βάση αυτή χωρίς την άδεια του δικαιούχου ή των νομίμων διαδόχων του·

(27)

τα δικαιώματα του δημιουργού επί των έργων και τα συγγενικά δικαιώματα επί των ερμηνειών ή εκτελέσεων που έχουν έτσι ενσωματωθεί στη βάση δεδομένων δεν επηρεάζονται κατά κανένα τρόπο από την ύπαρξη χωριστού δικαιώματος για την επιλογή ή διευθέτηση αυτών των έργων και εκτελέσεων ή ερμηνειών στη βάση δεδομένων·

[…]

(38)

η συνεχώς προϊούσα χρήση της τεχνολογίας ψηφιακής εγγραφής εκθέτει τον κατασκευαστή της βάσης δεδομένων στον κίνδυνο να αντιγραφεί το περιεχόμενο της βάσης του και να διευθετηθεί εκ νέου με ηλεκτρονικά μέσα χωρίς την άδειά του για παραγωγή μιας άλλης βάσης δεδομένων με το ίδιο περιεχόμενο αλλά χωρίς να προσβάλλεται κανένα δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας όσον αφορά τη διευθέτηση του περιεχομένου της αρχικής βάσης·

(39)

εκτός από την προστασία βάσει του δικαιώματος του δημιουργού λόγω της πρωτότυπης επιλογής ή διευθέτησης του περιεχομένου μιας βάσης δεδομένων, η παρούσα οδηγία επιδιώκει την προστασία των κατασκευαστών βάσεων δεδομένων έναντι της ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από οικονομικές και επαγγελματικές επενδύσεις για την αναζήτηση και συγκέντρωση του περιεχομένου, προστατεύοντας το σύνολο ή ουσιώδη μέρη της βάσης δεδομένων έναντι ορισμένων πράξεων στις οποίες προβαίνει ο χρήστης ή ανταγωνιστής·

[…]

(42)

το ειδικό δικαίωμα παρεμπόδισης της χωρίς άδεια εξαγωγής ή/και επαναχρησιμοποίησης αφορά της πράξεις του χρήστη που υπερβαίνουν τα νόμιμα δικαιώματά του και, συνεπώς, θίγουν την επένδυση· το δικαίωμα απαγόρευσης της εξαγωγής ή/και επαναχρησιμοποίησης του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου δεν αφορά μόνον την κατασκευή παρασιτικού ανταγωνιστικού προϊόντος αλλά και το χρήστη ο οποίος, με τις πράξεις του, θίγει σημαντικά την επένδυση, κατά ποσοτική ή ποιοτική αξιολόγηση·

(43)

σε περίπτωση [διαδικτυακής] μετάδοσης, το δικαίωμα απαγόρευσης της επαναχρησιμοποίησης δεν αναλίσκεται, ούτε όσον αφορά τη βάση δεδομένων ούτε ως προς τα υλικά αντίγραφα της βάσης ή μέρους της τα οποία εξάγει ο παραλήπτης της μετάδοσης με τη συγκατάθεση του δικαιούχου·

[…]

(45)

το δικαίωμα παρεμπόδισης της εξαγωγής ή/και επαναχρησιμοποίησης χωρίς άδεια δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επέκταση της προστασίας του δικαιώματος του δημιουργού σε απλά πραγματικά στοιχεία ή δεδομένα·

[…]

(48)

ο στόχος των διατάξεων της παρούσας οδηγίας, ο οποίος είναι η παροχή πρόσφορου και ομοιόμορφου επιπέδου προστασίας των βάσεων δεδομένων ως μέσου για την εξασφάλιση αμοιβής του κατασκευαστή της βάσης δεδομένων, είναι διαφορετικός από το στόχο της οδηγίας 95/46/ΕΚ [ ( 4 )], ο οποίος είναι η κατοχύρωση της ελεύθερης κυκλοφορίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα βάσει εναρμονισμένων κανόνων που αποσκοπούν στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, και ιδίως του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής που αναγνωρίζεται στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τη διαφύλαξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών· οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν θίγουν τη νομοθεσία περί προστασίας των δεδομένων·

[…]»

3.

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/9 ορίζει ότι η οδηγία αυτή αφορά «τη νομική προστασία των πάσης μορφής βάσεων δεδομένων».

4.

Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 96/9, ως «βάση δεδομένων» νοείται «η συλλογή έργων, δεδομένων ή άλλων ανεξάρτητων στοιχείων, διευθετημένων κατά συστηματικό ή μεθοδικό τρόπο και ατομικώς προσιτών με ηλεκτρονικά μέσα ή κατ’ άλλον τρόπο».

5.

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/9 προβλέπει ότι «οι βάσεις δεδομένων οι οποίες λόγω της επιλογής ή της διευθέτησης του περιεχομένου τους αποτελούν πνευματικά δημιουργήματα προστατεύονται ως τοιαύτα βάσει του δικαιώματος του δημιουργού. Δεν εφαρμόζονται άλλα κριτήρια προκειμένου να προσδιορισθεί αν επιδέχονται προστασία».

6.

Το άρθρο 7 της οδηγίας 96/9, που θεσπίζει δικαίωμα ειδικής φύσεως (sui generis), έχει ως εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη παρέχουν στον κατασκευαστή μιας βάσης δεδομένων το δικαίωμα να απαγορεύει την εξαγωγή ή/και επαναχρησιμοποίηση του συνόλου ή ουσιώδους μέρους, αξιολογούμενου ποιοτικά ή ποσοτικά, του περιεχομένου της βάσης δεδομένων, εφόσον η απόκτηση, ο έλεγχος ή η παρουσίαση του περιεχομένου της βάσης καταδεικνύουν ουσιώδη ποιοτική ή ποσοτική επένδυση.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου νοείται ως:

α)

“εξαγωγή”: η μόνιμη ή προσωρινή μεταφορά του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου βάσης δεδομένων σε άλλο υπόθεμα, με οποιοδήποτε μέσο ή υπό οποιαδήποτε μορφή·

β)

“επαναχρησιμοποίηση”: η πάσης μορφής διάθεση στο κοινό του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου της βάσης με διανομή αντιγράφων, εκμίσθωση, μετάδοση με άμεση επικοινωνία ή με άλλες μορφές. Η πρώτη πώληση αντιγράφου μιας βάσης δεδομένων στην Κοινότητα από το δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του συνιστά ανάλωση του δικαιώματος ελέγχου της μεταπώλησης του εν λόγω αντιγράφου στην Κοινότητα.

[…]

4.   Το δικαίωμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ισχύει ανεξάρτητα από το εάν η εν λόγω βάση δεδομένων επιδέχεται προστασία βάσει του δικαιώματος του δημιουργού ή άλλων δικαιωμάτων. Επιπλέον, ισχύει ανεξάρτητα από το εάν το περιεχόμενο της εν λόγω βάσης δεδομένων επιδέχεται προστασία βάσει του δικαιώματος του δημιουργού ή άλλων δικαιωμάτων. Η προστασία των βάσεων δεδομένων βάσει του δικαιώματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν θίγει ενδεχόμενα δικαιώματα επί του περιεχομένου τους.

5.   Δεν επιτρέπεται η επανειλημμένη και συστηματική εξαγωγή ή/και επαναχρησιμοποίηση επουσιωδών μερών του περιεχομένου της βάσης δεδομένων εφόσον συνεπάγεται τη διενέργεια πράξεων που έρχονται σε σύγκρουση με την κανονική εκμετάλλευση της βάσης δεδομένων ή θίγουν αδικαιολόγητα τα νόμιμα συμφέροντα του κατασκευαστή της βάσης.»

Η σχετική εθνική ρύθμιση

7.

Το άρθρο 87a του Urheberrechtsgesetz (γερμανικού νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας, στο εξής: UrhG) ( 5 ) ορίζει:

«1)   Ως “βάση δεδομένων” για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοείται η συλλογή έργων, δεδομένων ή άλλων ανεξάρτητων στοιχείων, διευθετημένων κατά συστηματικό ή μεθοδικό τρόπο και ατομικώς προσβάσιμων με ηλεκτρονικά ή άλλα μέσα, των οποίων η συγκέντρωση, επαλήθευση ή παρουσίαση απαιτεί την πραγματοποίηση ουσιώδους, είτε από ποιοτικής είτε από ποσοτικής απόψεως, επενδύσεως. Μια βάση δεδομένων της οποίας το περιεχόμενο μεταβάλλεται σημαντικά, είτε ποιοτικώς είτε ποσοτικώς, λογίζεται ως νέα βάση δεδομένων, υπό την προϋπόθεση ότι για τη μεταβολή αυτή πραγματοποιείται μια ουσιώδης, είτε από ποιοτικής είτε από ποσοτικής απόψεως, επένδυση.

2)   Ως κατασκευαστής βάσης δεδομένων, κατά την έννοια του παρόντος νόμου, θεωρείται το πρόσωπο που πραγματοποιεί την ως άνω επένδυση.»

8.

Το άρθρο 87b του UrhG έχει ως εξής:

«1)   Ο κατασκευαστής βάσης δεδομένων έχει το αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής, διανομής και προβολής στο κοινό του συνόλου ή ουσιώδους, από ποιοτικής ή ποσοτικής απόψεως, τμήματος του περιεχομένου της βάσης δεδομένων. Η επανειλημμένη ή συστηματική αναπαραγωγή, διανομή ή προβολή στο κοινό τμημάτων της βάσης δεδομένων που δεν είναι ουσιώδη ποιοτικώς ή ποσοτικώς λογίζεται ως αναπαραγωγή, διανομή ή προβολή στο κοινό ουσιώδους, είτε από ποιοτικής είτε από ποσοτικής απόψεως, τμήματος του περιεχομένου αυτής της βάσης δεδομένων, εφόσον οι πράξεις αυτές αντιβαίνουν στη συνήθη εκμετάλλευση μιας βάσης δεδομένων ή θίγουν αδικαιολογήτως τα νόμιμα συμφέροντα του κατασκευαστή της βάσης δεδομένων.

[…]» ( 6 )

Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

9.

Ο U. Knoop είναι τακτικός καθηγητής στον πρώτο τομέα του τμήματος γερμανικής φιλολογίας του Albert-Ludwigs-Universität Freiburg (Πανεπιστημίου του Freiburg). Διευθύνει το πρόγραμμα «Το Λεξιλόγιο των Κλασσικών» (Klassikerwortschatz) που κατέληξε στην έκδοση της καλουμένης «Freiburger Anthologie», μιας συλλογής ποιημάτων της χρονικής περιόδου 1720-1933.

10.

Στο πλαίσιο του προγράμματος αυτού, καταρτίσθηκε από τον καθηγητή U. Knoop και δημοσιεύθηκε στο διαδίκτυο ένας κατάλογος ποιημάτων υπό τον τίτλο «Τα 1100 σημαντικότερα ποιήματα της γερμανικής γραμματείας από το 1730 έως το 1900» (Die 1100 wichtigsten Gedichte der deutschen Literatur zwischen 1730 und 1900, στο εξής: ο επίμαχος κατάλογος) ( 7 ), στον οποίο στηρίχθηκε η «Freiburger Anthologie». Στον κατάλογο αυτόν τα ποιήματα κατατάσσονται με κριτήριο τη συχνότητα με την οποία απαντούν σε διάφορες ανθολογίες ( 8 ), ενώ αναγράφονται επίσης το όνομα του συγγραφέα, ο τίτλος, ο πρώτος στίχος και το έτος δημοσιεύσεως καθενός από αυτά.

11.

Η επιλογή των ποιημάτων που απαρτίζουν τον επίμαχο κατάλογο έγινε ως εξής. Αρχικώς, από περίπου 3000 εκδοθείσες ανθολογίες ποίησης προκρίθηκαν 14. Στη συνέχεια, προστέθηκε σε αυτές η βιβλιογραφική συλλογή της Α. Dühmert η οποία περιλαμβάνει 50 ανθολογίες γερμανικής ποίησης και φέρει τον τίτλο «Ποιος έγραψε το ποίημα;» (Von wem ist das Gedicht?). Συνολικώς, συγκεντρώθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο 20000 περίπου ποιήματα. Το κριτήριο επιλογής ενός ποιήματος για τον επίμαχο κατάλογο ήταν να περιλαμβάνεται σε τουλάχιστον τρεις από τις προκριθείσες ανθολογίες ή να απαντά τουλάχιστον τρεις φορές στη βιβλιογραφική συλλογή της A. Dühmert. Προκειμένου να καταστεί δυνατή η στατιστική αυτή ανάλυση, εξαλείφθηκαν τυχόν διαφορές στους τίτλους και στους πρώτους στίχους των ποιημάτων και καταρτίσθηκε μια συγκεντρωτική λίστα. Τέλος, για κάθε ποίημα προστέθηκε μια παραπομπή στην ποιητική συλλογή όπου δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά, ενώ προσδιορίσθηκε επίσης και το έτος κατά το οποίο γράφτηκε.

12.

Οι εργασίες για την κατάρτιση του καταλόγου πραγματοποιήθηκαν από τον K. Wolber και τους βοηθούς του, υπό τη γενική καθοδήγηση του καθηγητή U. Knoop, και διήρκεσαν περίπου δυόμισι χρόνια. Το Πανεπιστήμιο του Freiburg ανέλαβε το κόστος των εργασιών, το οποίο ανήλθε σε 34900 ευρώ.

13.

Η Directmedia Publishing GmbH (στο εξής: Directmedia) διανέμει ένα CD-ROM με τον τίτλο «1000 ποιήματα που πρέπει να έχουν όλοι» (1000 Gedichte, die jeder haben muss), το οποίο κυκλοφόρησε στην αγορά το 2002. Τα 876 από τα ποιήματα που περιέχει αυτό το CD-ROM ανάγονται στη χρονική περίοδο από το 1720 έως το 1900. Τα 856 εξ αυτών απαντούν και στον κατάλογο ποιημάτων που καταρτίσθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος «Το Λεξιλόγιο των Κλασσικών».

14.

Η Directmedia ανέτρεχε στον κατάλογο αυτόν κατά τη διαδικασία της επιλογής των ποιημάτων που προέκρινε για το CD-ROM της. Εξέτασε προσεκτικά καθένα από τα ποιήματα που είχε επιλέξει ο καθηγητής U. Knoop, παραλείποντας τελικώς ορισμένα από τα ποιήματα που περιλαμβάνονταν στον κατάλογο και προσθέτοντας κάποια άλλα. Για το καθαυτό κείμενο του κάθε ποιήματος, η Directmedia χρησιμοποίησε δικό της ψηφιακό υλικό.

15.

Ο καθηγητής U. Knoop και το Πανεπιστήμιο του Freiburg θεώρησαν ότι η Directmedia, αναπαράγοντας και διανέμοντας το CD-ROM της, προσέβαλε αφενός μεν το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας που έχει ο καθηγητής ως δημιουργός συλλογής, αφετέρου δε το ειδικής φύσεως δικαίωμα που έχει το πανεπιστήμιο αυτό ως κατασκευαστής βάσεως δεδομένων. Κατόπιν αυτού, άσκησαν αγωγή κατά της Directmedia, με αίτημα την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, δηλαδή ζήτησαν να παύσει η Directmedia να αναπαράγει και/ή να διανέμει το CD-ROM με τον τίτλο «1000 ποιήματα που πρέπει να έχουν όλοι». Επιπλέον, προέβαλαν αίτημα αποζημιώσεως και ζήτησαν να υποχρεωθεί η Directmedia να κοινολογήσει τις σχετικές πληροφορίες και να παραδώσει τυχόν αντίτυπα του CD-ROM που βρίσκονταν ακόμη στην κατοχή της προκειμένου να καταστραφούν.

16.

Εντούτοις, η Directmedia ισχυρίσθηκε ότι συνέλεξε η ίδια τα δημοφιλέστερα ποιήματα της χρονικής περιόδου 1720-1900 για το CD-ROM της. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, χρησιμοποίησε μόνον τον κατάλογο των τίτλων των ποιημάτων από το πρόγραμμα «Το Λεξιλόγιο των Κλασσικών» και αυτόν απλώς ως σημείο αναφοράς. Εφάρμοσε πρόσθετα κριτήρια επιλογής, όπως το αν τα ποιήματα απαντούν σε λήμματα λογοτεχνικών εγκυκλοπαιδειών. Επίσης, χρονολόγησε η ίδια τα ποιήματα που περιέλαβε στο CD-ROM. Κατά την άποψής της, η έλλειψη οποιασδήποτε δημιουργικής προσπάθειας τόσο κατά την επιλογή όσο και κατά τη διευθέτηση του σχετικού υλικού συνεπάγεται ότι ο κατάλογος των τίτλων των ποιημάτων που καταρτίσθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος «Το Λεξιλόγιο των Κλασσικών» δεν μπορεί να τύχει προστασίας δυνάμει δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας. Τέλος, υποστήριξε ότι η συλλογή αυτών των δεδομένων δεν συνιστά, αυτή καθαυτή, βάση δεδομένων κατά την έννοια του άρθρου 87a του UrhG.

17.

Το Landgericht (Περιφερειακό Δικαστήριο) δέχθηκε την αγωγή που άσκησαν ο καθηγητής U. Knoop και το Πανεπιστήμιο του Freiburg.

18.

Η έφεση της Directmedia ενώπιον του Oberlandesgericht (Ανωτάτου Περιφερειακού Δικαστηρίου) δεν ευδοκίμησε. Κατόπιν τούτου, η Directmedia άσκησε αναίρεση ενώπιον του Bundesgerichtshof.

19.

Το Bundesgerichtshof απέρριψε, κατ’ αρχάς, την αίτηση αναιρέσεως κατά το μέτρο που αφορούσε την καταδίκη της Directmedia βάσει των αιτημάτων της αγωγής του καθηγητή U. Knoop ( 9 ). Στη συνέχεια εξέτασε την αίτηση αναιρέσεως κατά το μέτρο που αφορούσε την καταδίκη της Directmedia βάσει των αιτημάτων της αγωγής του Πανεπιστημίου του Freiburg.

20.

Το Πανεπιστήμιο του Freiburg ισχυρίσθηκε ότι η Directmedia προσέβαλε το δικαίωμα που έχει ως κατασκευαστής βάσεως δεδομένων, δυνάμει των άρθρων 97, παράγραφος 1, και 98, παράγραφος 1, του UrhG ( 10 ), σε συνδυασμό με τα άρθρα 87a και 87b του UrhG. Οι διατάξεις αυτές προστέθηκαν στον UrhG προκειμένου να μεταφερθεί στη γερμανική έννομη τάξη η οδηγία 96/9. Κατόπιν τούτου, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η έκβαση της αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε η Directmedia εξαρτάται από την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 2, στοιχείο α’, της εν λόγω οδηγίας.

21.

Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο κατάλογος «Τα 1100 σημαντικότερα ποιήματα της γερμανικής γραμματείας από το 1730 έως το 1900», ο οποίος δημοσιεύθηκε στο διαδίκτυο, συνιστά βάση δεδομένων κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 96/9 ( 11 ). Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά επίσης ότι το Πανεπιστήμιο του Freiburg απολαύει, ως κατασκευαστής αυτής της βάσεως δεδομένων, του ειδικής φύσεως δικαιώματος που θεσπίζει η εν λόγω οδηγία, καθόσον πραγματοποίησε σημαντική επένδυση για τη συγκέντρωση, την επαλήθευση και την παρουσίαση των περιεχομένων της.

22.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, στο πλαίσιο της επιλογής των ποιημάτων που προέκρινε για το CD-ROM της, η Directmedia χρησιμοποίησε επανειλημμένως και συστηματικώς ουσιώδη τμήματα του περιεχομένου της βάσεως δεδομένων του Πανεπιστημίου του Freiburg. Τα ποιήματα που ανάγονται στη χρονική περίοδο 1720-1900 αντιστοιχούν σχεδόν πλήρως στους τίτλους που περιέχει ο επίμαχος κατάλογος: από τα 876 ποιήματα εκείνης της περιόδου, τα 856 (το 98% περίπου) υπήρχαν ήδη στη βάση δεδομένων του πανεπιστημίου. Πάντως, η Directmedia αναζήτησε σε δικό της ψηφιακό υλικό το καθαυτό κείμενο του κάθε ποιήματος, καθόσον στον επίμαχο κατάλογο αναγράφονταν απλώς και μόνον οι τίτλοι τους.

23.

Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι το εφετείο διαπίστωσε με την απόφασή του ότι η Directmedia είχε τον επίμαχο κατάλογο ως οδηγό κατά την επιλογή των ποιημάτων που περιέλαβε στο CD-ROM της. Η Directmedia εξέτασε χωριστά καθένα από τα ποιήματα που περιείχε ο επίμαχος κατάλογος. Κατόπιν τούτου, παρέλειψε ορισμένα από αυτά τα ποιήματα, ενώ προσέθεσε κάποια άλλα. Επομένως, τίθεται το ερώτημα αν η χρησιμοποίηση των περιεχομένων μιας βάσεως δεδομένων ακόμη και κατ’ αυτόν τον τρόπο (δηλαδή μετά από εκτίμηση του κάθε στοιχείου) αποτελεί «εξαγωγή» κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, στοιχείο α’, της οδηγίας 96/9.

24.

Οι θεωρητικοί του δικαίου υποστηρίζουν ότι το ειδικής φύσεως δικαίωμα του κατασκευαστή βάσεως δεδομένων δεν του παρέχει τη δυνατότητα να απαγορεύει τη χρησιμοποίησή της ως πηγή αντλήσεως πληροφοριών, ακόμη και αν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, σημαντικό μέρος των δεδομένων μεταφέρεται σταδιακά και, τελικώς, ενσωματώνεται σε άλλη βάση δεδομένων. Επίκληση του δικαιώματος αυτού μπορεί να γίνει μόνον εφόσον ολόκληρη η βάση δεδομένων (ή ουσιώδη τμήματά της) μεταφέρεται «μηχανικά», δηλαδή αντιγράφεται, σε άλλο υπόθεμα. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από την τριακοστή όγδοη, την τεσσαρακοστή δεύτερη, την τεσσαρακοστή πέμπτη και την τεσσαρακοστή όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 96/9, από το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 2, στοιχείο α’, της οδηγίας αυτής, από την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση The British Horseracing Board κ.λπ., από μια συγκεκριμένη άποψη περί του σκοπού και του αντικειμένου του ειδικής φύσεως δικαιώματος, την οποία συμμερίζεται και το ίδιο, από ορισμένα σημεία των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα C. Stix-Hackl στην υπόθεση Fixtures Marketing, C-338/02 ( 12 ) και από τις επιταγές της ασφάλειας δικαίου. Το αιτούν δικαστήριο δέχεται, πάντως, ότι αυτή δεν είναι η μόνη δυνατή ερμηνεία.

25.

Κατόπιν τούτου, το Bundesgerichtshof υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Μπορεί η χρησιμοποίηση στοιχείων μιας βάσεως δεδομένων, η οποία προστατεύεται δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/9, σε μια άλλη βάση δεδομένων να συνιστά “εξαγωγή” κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, στοιχείο α’, της οδηγίας αυτής, σε περίπτωση που τα στοιχεία χρησιμοποιούνται κατόπιν αναζητήσεως στην προστατευόμενη βάση δεδομένων και αφού εκτιμηθούν το καθένα χωριστά, ή ο όρος “εξαγωγή” κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως σημαίνει μια διαδικασία (μηχανικής) αντιγραφής ενός συνόλου δεδομένων;»

26.

Η Directmedia, το Πανεπιστήμιο του Freiburg, η Ιταλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις.

27.

Η Directmedia ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι «εξαγωγή» κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, στοιχείο α’, της οδηγίας 96/9 σημαίνει ότι το περιεχόμενο μιας βάσεως δεδομένων αντιγράφεται αμέσως ή εμμέσως και μεταφέρεται με τεχνική διαδικασία σε άλλο υπόθεμα. Το Πανεπιστήμιο του Freiburg (με το οποίο συμφωνούν τόσο η Ιταλική Κυβέρνηση όσο και η Επιτροπή) αντιτείνει ότι για τον χαρακτηρισμό μιας πράξεως ως «εξαγωγής» είναι αδιάφορο το αν προηγείται αναζήτηση στα περιεχόμενα της βάσεως δεδομένων και χωριστή εκτίμηση καθενός από τα στοιχεία που την απαρτίζουν.

28.

Δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεδομένου ότι δεν υποβλήθηκε σχετικό αίτημα.

Εκτίμηση

29.

Είναι πρόδηλον ότι η απευθείας αντιγραφή μιας ολόκληρης βάσεως δεδομένων ή ουσιωδών τμημάτων της από ένα υπόθεμα σε άλλο συνιστά εξαγωγή ( 13 ). Είναι εξίσου πρόδηλον ότι δεν υπάρχει εξαγωγή όταν κάποιος συμβουλεύεται μια βάση δεδομένων, χωρίς να μεταφέρει το περιεχόμενό της σε άλλο υπόθεμα ( 14 ). Η προκείμενη περίπτωση της χρησιμοποιήσεως του επίμαχου καταλόγου από την Directmedia φαίνεται να καταλαμβάνει μια θέση ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα.

30.

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, κατ’ ουσίαν, ότι τρία στοιχεία, ήτοι το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 2, στοιχείο α’, της οδηγίας 96/9, το αντικείμενο και ο σκοπός του ειδικής φύσεως δικαιώματος, συνηγορούν υπέρ μιας συσταλτικής ερμηνείας του όρου «εξαγωγή», υπό την έννοια ότι αφορά αποκλειστικώς και μόνον τη μηχανική αντιγραφή ολόκληρου ή ουσιώδους τμήματος του περιεχομένου μιας βάσεως δεδομένων από ένα υπόθεμα σε άλλο. Συνεπώς, θα εξετάσω αυτά τα τρία στοιχεία με τη σειρά.

Το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 2, στοιχείο α’, της οδηγίας 96/9

31.

Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο α’, της οδηγίας 96/9, ως «εξαγωγή» νοείται «η μόνιμη ή προσωρινή μεταφορά του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου βάσης δεδομένων σε άλλο υπόθεμα, με οποιοδήποτε μέσο ή υπό οποιαδήποτε μορφή».

32.

Το Δικαστήριο έκρινε με την απόφασή του The British Horseracing Board κ.λπ. ότι η χρησιμοποίηση στο άρθρο 7, παράγραφος 2, φράσεων όπως «με οποιοδήποτε μέσο ή υπό οποιαδήποτε μορφή» (στον ορισμό της έννοιας της εξαγωγής) και «πάσης μορφής διάθεση στο κοινό» (στον ορισμό της έννοιας της επαναχρησιμοποιήσεως) καταδεικνύει τη βούληση του κοινοτικού νομοθέτη να προσδώσει ευρύ περιεχόμενο στις έννοιες αυτές. Το Δικαστήριο προσέθεσε ότι, υπό το φως του επιδιωκόμενου με την οδηγία σκοπού, «οι έννοιες αυτές πρέπει, επομένως, να ερμηνεύονται ως αναφερόμενες σε κάθε πράξη που συνίσταται, αντιστοίχως, στην ιδιοποίηση και τη διάθεση στο κοινό, χωρίς τη συγκατάθεση του δημιουργού της βάσεως δεδομένων, των αποτελεσμάτων της επενδύσεως του τελευταίου, στερώντας του έτσι έσοδα που υποτίθεται ότι θα του επέτρεπαν να αποσβέσει το κόστος της επενδύσεως αυτής» ( 15 ).

33.

Κατά το αιτούν δικαστήριο, από τη φράση αυτή προκύπτει ότι δεν υπάρχει «εξαγωγή» όταν ο χρήστης ο οποίος συμβουλεύεται μια βάση δεδομένων παίρνει στοιχεία που προβάλλονται στην οθόνη και τα ενσωματώνει, αφού εξετάζει το καθένα χωριστά, σε άλλη βάση δεδομένων. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η «εξαγωγή» συνεπάγεται μια διαδικασία κατά την οποία, με μια σειρά «πράξεων αντιγραφής», τα στοιχεία που συνθέτουν μια βάση δεδομένων «μεταφέρονται» σε άλλο υπόθεμα. Προσθέτει ότι η τριακοστή όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 96/9 ενισχύει την ερμηνεία αυτή, καθόσον αναφέρει ότι «η συνεχώς προϊούσα χρήση της τεχνολογίας ψηφιακής εγγραφής εκθέτει τον κατασκευαστή της βάσης δεδομένων στον κίνδυνο να αντιγραφεί το περιεχόμενο της βάσης του και να διευθετηθεί εκ νέου με ηλεκτρονικά μέσα χωρίς την άδειά του για παραγωγή μιας άλλης βάσης δεδομένων με το ίδιο περιεχόμενο […]» ( 16 ).

34.

Κατά την άποψή μου, το αιτούν δικαστήριο περιορίζει έτσι την έννοια της εξαγωγής με δύο τρόπους. Αφενός, εισάγει ένα ποιοτικό κριτήριο, ήτοι τη διανοητική προσπάθεια που καταβάλλει το πρόσωπο το οποίο αντιγράφει τις πληροφορίες από τη βάση δεδομένων, και θεωρεί ότι οσάκις πληρούται αυτό το κριτήριο δεν υφίσταται εξαγωγή. Αφετέρου, συνδέει την «εξαγωγή» με μια πολύ συγκεκριμένη (συσταλτική) ερμηνεία της έννοιας της «αντιγραφής» του περιεχομένου βάσεως δεδομένων.

35.

Φρονώ ότι κανένας από τους δύο περιορισμούς δεν είναι πειστικός.

36.

Πρώτον, το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/9, στο μέτρο που απαγορεύει την εξαγωγή «του συνόλου ή ουσιώδους μέρους» ( 17 ) του περιεχομένου βάσεως δεδομένων, προϋποθέτει κάποιο βαθμό επιλογής και κριτικής εξετάσεως, έστω και μόνο για τον καθορισμό των τμημάτων που θα μεταφερθούν σε άλλο υπόθεμα. Ομοίως, όπως επισήμανε το Πανεπιστήμιο του Freiburg, η διαλαμβανόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 5, απαγόρευση της «επανειλημμέν[ης] και συστηματικ[ής] εξαγωγ[ής] ή/και επαναχρησιμοποίησ[ης] επουσιωδών μερών του περιεχομένου της βάσης δεδομένων» συνεπάγεται ότι προηγείται κάποιου είδους χωριστή εκτίμηση των στοιχείων που πρόκειται να μεταφερθούν σε άλλο υπόθεμα. Ακόμη και όταν ο χρήστης αποφασίζει να αντιγράψει άπαξ ολόκληρη τη βάση δεδομένων, η απόφασή του αυτή ενδέχεται να στηρίζεται σε προηγούμενη εξέταση του περιεχομένου της και στην εκτίμησή του ότι χρήζει εξαγωγής στο σύνολό του.

37.

Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η εκ μέρους της Directmedia «κριτική εξέταση» του περιεχομένου της βάσεως δεδομένων του Πανεπιστημίου του Freiburg μπορεί να ασκεί επιρροή για την εκτίμηση του ζητήματος αν το CD-ROM της αποτελεί (με τη σειρά του) είτε «πνευματικό της δημιούργημα» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/9 είτε «ουσιώδη ποιοτική ή ποσοτική επένδυση» κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, με συνέπεια να τυγχάνει προστασίας δυνάμει του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας ή του ειδικής φύσεως δικαιώματος αντιστοίχως. Πάντως, ακόμη και στην περίπτωση αυτή, δεν θίγεται το (προγενέστερο) ειδικής φύσεως δικαίωμα του Πανεπιστημίου του Freiburg. Η Επιτροπή κάνει, στο πλαίσιο αυτό, έναν παραλληλισμό με το άρθρο 2, παράγραφος 3, της Συμβάσεως της Βέρνης ( 18 ), το οποίο προβλέπει ότι «προστατεύονται ως πρωτότυπα έργα, επιφυλασσομένων των δικαιωμάτων του δημιουργού του πρωτοτύπου έργου, αι μεταφράσεις, προσαρμογαί, διαρρυθμίσεις μουσικής και άλλαι μετατροπαί λογοτεχνικού η καλλιτεχνικού έργου».

38.

Δεύτερον, δεν αντιλαμβάνομαι σε ποια δικαιολογητική βάση στηρίζεται ο προτεινόμενος από το αιτούν δικαστήριο περιορισμός της έννοιας της «αντιγραφής» δεδομένων. Το αιτούν δικαστήριο ταυτίζει μάλλον την «αντιγραφή» (στην περίπτωση μιας ηλεκτρονικής βάσεως δεδομένων) με την καθαυτή μεταφορά στοιχείων με ηλεκτρονικά μέσα, κατά πάσα πιθανότητα με μια πράξη αντίστοιχη της διαδικασίας «αντιγραφή/επικόλληση» του επεξεργαστή κειμένων ή (στην περίπτωση μιας μη ηλεκτρονικής βάσεως δεδομένων) ( 19 ) με την αναπαραγωγή του περιεχομένου της με φωτοτυπία. Εντούτοις, φρονώ ότι το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 2, στοιχείο α’, της οδηγίας 96/9 ουδαμώς ενισχύει την ερμηνεία αυτή.

39.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε, με την απόφασή του Fixtures Marketing, C-444/02 ( 20 ), ότι πλείονα στοιχεία συνηγορούν υπέρ της απόψεως ότι ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε να προσδώσει στην έννοια «βάση δεδομένων», όπως ορίζεται στην οδηγία 96/9, ευρύ περιεχόμενο, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τυπικά, τεχνικά ή υλικά κριτήρια. Για να χαρακτηρισθεί μια συλλογή ως «βάση δεδομένων» πρέπει τα διάφορα, ανεξάρτητα μεταξύ τους, στοιχεία που τη συνθέτουν να είναι συστηματικώς ή μεθοδικώς διευθετημένα και να παρέχεται, με οποιοδήποτε τρόπο, πρόσβαση στο καθένα από αυτά ( 21 ). Όπως προκύπτει σαφώς από την εικοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 96/9, δεν είναι απαραίτητο ο συστηματικός ή μεθοδικός τρόπος οργανώσεως των περιεχομένων να γίνεται άμεσα αντιληπτός σε κάποια υλική μορφή ( 22 ).

40.

Συνεπώς, η ερμηνεία του όρου «εξαγωγή» υπό την έννοια ότι αφορά μόνο τη διαδικασία με την οποία τα στοιχεία που περιέχει μια βάση δεδομένων μεταφέρονται σε άλλο υπόθεμα με τη «δημιουργία υλικού» αντιγράφου [κόπιας] ή αντιγράφων τους φαίνεται τόσο αδικαιολόγητη όσο και αυθαίρετη. Δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίον η σταδιακή μεταφορά όλων των στοιχείων μιας βάσεως δεδομένων, κατόπιν ξεχωριστής αναζητήσεώς τους επί της οθόνης και με αντιγραφή τους «διά χειρός» σε άλλο υπόθεμα, πρέπει να θεωρηθεί ότι βλάπτει την επένδυση του κατασκευαστή της βάσεως δεδομένων λιγότερο απ’ ό,τι η δημιουργία ψηφιακού αντιγράφου αυτών των στοιχείων από την αρχική βάση και η επικόλλησή του απευθείας σε άλλο ηλεκτρονικό υπόθεμα.

41.

Επιπλέον, φρονώ ότι ούτε η τριακοστή όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 96/9 ενισχύει τη συσταλτική ερμηνεία της έννοιας «εξαγωγή». Η αιτιολογική αυτή σκέψη επισημαίνει απλώς και μόνο τους ιδιαίτερους κινδύνους που διατρέχει ο κατασκευαστής βάσεως δεδομένων από την προϊούσα χρήση της ψηφιακής αντιγραφής. Ουδαμώς προκύπτει από την αιτιολογική αυτή σκέψη ότι πρόκειται για τον μοναδικό τρόπο αντιγραφής που μπορεί να βλάψει τα συμφέροντα του κατασκευαστή. Πράγματι, από το γεγονός ότι η προστασία την οποία παρέχει η οδηγία 96/9 καλύπτει και τις μη ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων ( 23 ) συνάγεται το αντίθετο συμπέρασμα. Αν ο χρήστης συμβουλεύεται μια βάση δεδομένων της οποίας το περιεχόμενο προβάλλεται επί οθόνης και, στη συνέχεια, μεταφέρει σε άλλη βάση δεδομένων ορισμένα από τα στοιχεία της αρχικής βάσεως αντιγράφοντας τις οικείες πληροφορίες με το χέρι, η πράξη αυτή —αν και πιο κοπιώδης— αποτελεί το αντίστοιχο της αντιγραφής και της εκ νέου διευθετήσεως, με ηλεκτρονικά μέσα, του περιεχομένου της αρχικής βάσεως δεδομένων. Όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο συστηματικός και μεθοδικός τρόπος διευθετήσεως του υλικού, ο οποίος χαρακτηρίζει την αρχική βάση δεδομένων, αναπαράγεται ακολούθως με κάποιο τρόπο σε άλλο υπόθεμα.

42.

Κατά την άποψή μου, η προτεινόμενη από το αιτούν δικαστήριο ερμηνεία δεν μπορεί να στηριχθεί ούτε στην τεσσαρακοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 96/9. Σύμφωνα με την αιτιολογική αυτή σκέψη «σε περίπτωση μετάδοσης με άμεση επικοινωνία, το δικαίωμα απαγόρευσης της επαναχρησιμοποίησης δεν αναλίσκεται, ούτε όσον αφορά τη βάση δεδομένων ούτε ως προς τα υλικά αντίγραφα της βάσης ή μέρους της τα οποία εξάγει ο παραλήπτης της μετάδοσης με τη συγκατάθεση του δικαιούχου» ( 24 ). Νομίζω ότι με την αιτιολογική αυτή σκέψη τονίζεται απλώς και μόνον ότι το ειδικής φύσεως δικαίωμα δεν αναλίσκεται με την παροχή προσβάσεως στο περιεχόμενο της βάσεως δεδομένων μέσω διαδικτύου. Με την αναφορά σε «υλικά αντίγραφα» της βάσεως δεδομένων διευκρινίζεται, απλώς, ότι το ειδικής φύσεως δικαίωμα του κατασκευαστή δεν αναλίσκεται ούτε με τη δημιουργία ενός υλικού αντιγράφου [κόπιας] των περιεχομένων μιας βάσεως δεδομένων στην οποία παρέχεται πρόσβαση μέσω διαδικτύου. Δεν θεωρώ ότι οι λέξεις «υλικά αντίγραφα» πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η προστασία που διασφαλίζει το ειδικής φύσεως δικαίωμα παρέχεται μόνο σε περίπτωση που ο χρήστης δημιουργεί ένα υλικό αντίγραφο της βάσεως δεδομένων.

43.

Συνεπώς, κατά την άποψη μου, τόσο το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 2, στοιχείο α’, της οδηγίας 96/9 όσο και οι προαναφερθείσες αιτιολογικές σκέψεις συνηγορούν μάλλον υπέρ μιας διασταλτικής ερμηνείας της έννοιας «εξαγωγή».

44.

Η ανάλυση του αντικειμένου και του σκοπού του ειδικής φύσεως δικαιώματος επιβεβαιώνει το ως άνω συμπέρασμα.

Το αντικείμενο του ειδικής φύσεως δικαιώματος

45.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ορθώς ότι η προστασία που παρέχεται με το ειδικής φύσεως δικαίωμα δεν αφορά τις ίδιες τις πληροφορίες που περιέχει η βάση δεδομένων ( 25 ). Εντούτοις, όπως ορθώς τονίζει η Επιτροπή, τούτο δεν σημαίνει ότι το ειδικής φύσεως δικαίωμα συνδέεται με το υλικό υπόθεμα της βάσεως δεδομένων. Στην πραγματικότητα, το δικαίωμα αυτό προστατεύει το αποτέλεσμα της επενδύσεως σε μια μεθοδική και συστηματική ταξινόμηση διαφόρων ανεξάρτητων στοιχείων ως άυλο αγαθό, ανεξαρτήτως του υποθέματος στο οποίο ενσωματώνεται και διατίθεται [στο κοινό]. Από την άποψη αυτή ομοιάζει προς ένα κείμενο, το οποίο παραμένει το ίδιο ανεξαρτήτως του αν διαβάζεται σε χαρτί ή διατίθεται σε ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο ή δημοσιεύεται στο διαδίκτυο ή προβάλλεται στην επιφάνεια ενός κτιρίου ή κυκλοφορεί σε οποιοδήποτε άλλο υπόθεμα. Το κείμενο γίνεται αντικείμενο αντιγραφής ανεξαρτήτως του αν κάποιος φωτοτυπήσει τις σελίδες του βιβλίου ή το πάρει από το ηλεκτρονικό βιβλίο ή το διαδίκτυο και το επικολλήσει σε άλλο έγγραφο ή τραβήξει μια ψηφιακή φωτογραφία της προβολής και την επεξεργαστεί καταλλήλως, μεταφέροντας το περιεχόμενο σε άλλο υπόθεμα.

Ο σκοπός του ειδικής φύσεως δικαιώματος

46.

Ο σκοπός της θεσπίσεως και της προστασίας του ειδικής φύσεως δικαιώματος προκύπτει, μεταξύ άλλων, και από το προοίμιο της οδηγίας 96/9. Συγκεκριμένα, στο προοίμιο της οδηγίας αυτής υπογραμμίζεται ότι για την κατασκευή βάσεων δεδομένων (οι οποίες χαρακτηρίζονται ως «πολύτιμο μέσο για την ανάπτυξη μιας αγοράς πληροφοριών εντός της Κοινότητας») απαιτείται η επένδυση σημαντικών πόρων, ενώ αντιθέτως η αντιγραφή του περιεχομένου τους ή η πρόσβαση σε αυτό είναι δυνατή με κόστος πολύ μικρότερο από εκείνο που συνεπάγεται η δημιουργία τους με ίδια μέσα ( 26 ). Επιπλέον, τονίζεται ότι η εξαγωγή και/ή επαναχρησιμοποίηση του περιεχομένου μιας βάσεως δεδομένων αποτελούν πράξεις οι οποίες ενδέχεται να έχουν σοβαρές οικονομικές και τεχνικές συνέπειες ( 27 ). Στο προοίμιο γίνεται επίσης λόγος για την ταχύρρυθμη αύξηση, στην Κοινότητα και ανά τον κόσμο, της ποσότητας των πληροφοριών που παράγονται και υφίστανται επεξεργασία κάθε χρόνο σε όλους τους τομείς του εμπορίου και της βιομηχανίας, η οποία καθιστά αναγκαία την πραγματοποίηση, σε όλα τα κράτη μέλη, επενδύσεων «σε προηγμένα συστήματα διαχειρίσεως πληροφοριών», παράλληλα όμως επισημαίνεται ότι υπάρχει σημαντική έλλειψη ισορροπίας στο επίπεδο των επενδύσεων τόσο μεταξύ των κρατών μελών όσο και μεταξύ της Κοινότητας και των τρίτων χωρών που είναι οι πιο ανεπτυγμένες παγκοσμίως στον τομέα της παραγωγής βάσεων δεδομένων ( 28 ). Το απαιτούμενο επίπεδο επενδύσεων δεν πρόκειται να επιτευχθεί στην Κοινότητα «χωρίς τη δημιουργία ενός σταθερού και ομοιόμορφου καθεστώτος για τη νομική προστασία των δικαιωμάτων των κατασκευαστών βάσεων δεδομένων» ( 29 ). Στηριζόμενο στην ένατη, τη δέκατη και τη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 96/9, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο σκοπός της έγκειται «στην ενθάρρυνση και στην προστασία των επενδύσεων σε συστήματα “αποθήκευσης” και “επεξεργασίας” δεδομένων […]» ( 30 ).

47.

Η οδηγία 96/9 επιδιώκει επίσης να διασφαλίσει «την προστασία των κατασκευαστών βάσεων δεδομένων έναντι της ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από οικονομικές και επαγγελματικές επενδύσεις για την αναζήτηση και συγκέντρωση του περιεχομένου, προστατεύοντας το σύνολο ή ουσιώδη μέρη της βάσης δεδομένων έναντι ορισμένων πράξεων στις οποίες προβαίνει ο χρήστης ή ανταγωνιστής» ( 31 ). Συνεπώς, σκοπός του ειδικής φύσεως δικαιώματος είναι να προστατεύσει τις επενδύσεις που πραγματοποιούνται για τη συγκέντρωση, την επαλήθευση ή την παρουσίαση του περιεχομένου βάσεως δεδομένων (και οι οποίες μπορεί να συνίστανται στη χορήγηση χρηματοδοτικών μέσων ή στη διάθεση χρόνου, προσπαθειών και ενέργειας) και να παράσχει στον κατασκευαστή της βάσεως δεδομένων τη δυνατότητα να απαγορεύει τη χωρίς άδεια εξαγωγή ή/και επαναχρησιμοποίση του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου της ( 32 ).

48.

Το σκεπτικό του Δικαστηρίου στην απόφαση The British Horseracing Board κ.λπ. παρέχει σαφείς ενδείξεις για την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα.

49.

Πρώτον, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι έννοιες «εξαγωγή» και «επαναχρησιμοποίηση» του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 5, αντιστοίχως, πρέπει να ερμηνευθούν υπό το φως του επιδιωκόμενου με το ειδικής φύσεως δικαίωμα σκοπού, ο οποίος έγκειται στην προστασία του δημιουργού της βάσεως δεδομένων έναντι «πράξεων του χρήστη που υπερβαίνουν τα νόμιμα δικαιώματά του και, συνεπώς, θίγουν την επένδυση» του κατασκευαστή ( 33 ). Επιπλέον, «το δικαίωμα απαγόρευσης της εξαγωγής ή/και επαναχρησιμοποίησης του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου δεν αφορά μόνον την κατασκευή παρασιτικού ανταγωνιστικού προϊόντος, αλλά και το χρήστη ο οποίος, με τις πράξεις του, θίγει σημαντικά την επένδυση, κατά ποσοτική ή ποιοτική αξιολόγηση» ( 34 ). Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν ασκεί επιρροή για την εκτίμηση του ζητήματος της εκτάσεως της προστασίας που παρέχει το ειδικής φύσεως δικαίωμα το αν η πράξη εξαγωγής ή/και επαναχρησιμοποιήσεως έχει ως σκοπό τη δημιουργία άλλης βάσεως δεδομένων, ανταγωνιστικής ή μη της αρχικής βάσεως δεδομένων, ίδιου ή διαφορετικού μεγέθους με την αρχική, ή το αν η πράξη αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο άλλης δραστηριότητας, πλην της δημιουργίας βάσεως δεδομένων ( 35 ).

50.

Δεύτερον, το Δικαστήριο τόνισε ότι οι όροι «εξαγωγή» και «επαναχρησιμοποίηση» δεν πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αφορούν αποκλειστικώς και μόνον τις πράξεις που συνδέονται απευθείας με το υλικό υπόθεμα της αρχικής βάσεως δεδομένων. Στην περίπτωση αυτή, ο κατασκευαστής θα έμενε εκτεθειμένος απέναντι στον κίνδυνο της χωρίς άδεια αντιγραφής από αντίγραφο [κόπια] της αρχικής βάσεως δεδομένων ( 36 ). Το Δικαστήριο κατέληξε ότι, εφόσον οι άνευ προηγούμενης αδείας πράξεις εξαγωγής και/ή επαναχρησιμοποιήσεως που διενεργούνται από τρίτον και από πηγή διαφορετική από την επίμαχη βάση δεδομένων, μπορούν να θίξουν την επένδυση του κατασκευαστή της βάσεως αυτής, πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι έννοιες «εξαγωγή» και «επαναχρησιμοποίηση» δεν προϋποθέτουν, κατ’ ανάγκην, απευθείας πρόσβαση στην αντίστοιχη βάση δεδομένων ( 37 ).

51.

Φρονώ ότι, στο ίδιο πνεύμα, η πράξη με την οποία κάποιος, αφού συμβουλεύεται επί της οθόνης μια βάση δεδομένων, μεταφέρει το περιεχόμενό της σε άλλη βάση δεδομένων είναι εξίσου πιθανό να θίξει την επένδυση του κατασκευαστή της αρχικής βάσεως δεδομένων, όπως η αντιγραφή της με ηλεκτρονικά μέσα ή η αναπαραγωγή του περιεχομένου της με φωτοτυπία. Από την ανάλυση του Δικαστηρίου στην απόφαση The British Horseracing Board κ.λπ. προκύπτει ότι η «εξαγωγή» δεν πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά μόνον τους συγκεκριμένους τρόπους αντιγραφής μιας βάσεως δεδομένων (ή τμήματός της).

52.

Ούτε η διαπίστωση του Δικαστηρίου, ότι η προστασία που παρέχει το ειδικής φύσεως δικαίωμα καλύπτει μόνον τις πράξεις εξαγωγής και επαναχρησιμοποιήσεως κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 96/, και όχι την αναζήτηση στα περιεχόμενα της βάσεως δεδομένων, στηρίζει αυτή την ερμηνεία της έννοιας «εξαγωγή». Η συγκατάθεση του κατασκευαστή της βάσεως δεδομένων για αναζήτηση στα περιεχόμενά της δεν συνεπάγεται ανάλωση του ειδικής φύσεως δικαιώματος. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ανάλυση αυτή επιβεβαιώνεται, όσον αφορά την «εξαγωγή», από την τεσσαρακοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου της οδηγίας 96/9, σύμφωνα με την οποία, όταν το περιεχόμενο μιας βάσεως δεδομένων προβάλλεται επί οθόνης, απαιτείται άδεια του κατασκευαστή της για τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξεως που ενέχει μόνιμη ή προσωρινή μεταφορά ολόκληρου ή ουσιώδους τμήματος του περιεχομένου αυτού σε άλλο υπόθεμα ( 38 ).

53.

Τέλος, το Δικαστήριο παρέσχε ορισμένες διευκρινίσεις σχετικά με το άρθρο 7, παράγραφος 5, της οδηγίας 96/9. Σκοπός της διατάξεως αυτής είναι η πρόληψη των επανειλημμένων και συστηματικών πράξεων εξαγωγής ή/και επαναχρησιμοποιήσεως μη ουσιωδών τμημάτων του περιεχομένου μιας βάσεως δεδομένων, οι οποίες θα μπορούσαν, σωρευτικώς, να θίξουν την επένδυση του κατασκευαστή της βάσεως δεδομένων τόσο σοβαρά όσο οι πράξεις εξαγωγής ή/και επαναχρησιμοποιήσεως κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/9 ( 39 ). Όσον αφορά την εξαγωγή, η φράση «πράξεις που έρχονται σε σύγκρουση με την κανονική εκμετάλλευση [μιας] βάσης δεδομένων ή θίγουν αδικαιολόγητα τα νόμιμα συμφέροντα του κατασκευαστή της βάσης [δεδομένων]» παραπέμπει σε πράξεις οι οποίες, καθόσον διενεργούνται χωρίς άδεια και αποσκοπούν στην ανασύσταση, δια του σωρευτικού τους αποτελέσματος, του συνόλου ή ουσιώδους τμήματος του περιεχομένου μιας προστατευόμενης από το ειδικής φύσεως δικαίωμα βάσεως δεδομένων, θίγουν σοβαρά την επένδυση του κατασκευαστή της βάσεως αυτής ( 40 ).

54.

Επομένως, ο σκοπός του ειδικής φύσεως δικαιώματος, όπως τον έχει ερμηνεύσει το Δικαστήριο, δεν ενισχύει, κατά την άποψή μου, την [προτεινόμενη από το αιτούν δικαστήριο] συσταλτική ερμηνεία της έννοιας «εξαγωγή». Πράγματι, είναι πρόδηλον ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση The British Horseracing Board κ.λπ., το γεγονός ότι ο εναγόμενος δεν θα μπορούσε να έχει μεταφέρει μηχανικά και απευθείας από την οικεία βάση δεδομένων όλα τα στοιχεία που ενσωμάτωσε στο ηλεκτρονικό του σύστημα δεν εμπόδισε το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι επρόκειτο για «πράξεις εξαγωγής και επαναχρησιμοποιήσεως κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 96/9» ( 41 ).

55.

Συνεπώς, το κρίσιμο ζήτημα είναι αν η εξαγωγή (ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο πραγματοποιείται) αφορά το σύνολο ή ουσιώδες τμήμα του περιεχομένου της βάσεως δεδομένων και, ως εκ τούτου, θίγει την επένδυση του κατασκευαστή της αρχικής βάσεως δεδομένων. Αυτό συμβαίνει οπωσδήποτε όταν δεν μεταφέρεται απλώς και μόνον το σύνολο ή ουσιώδες μέρος των ίδιων των πληροφοριών που περιέχει η βάση δεδομένων, αλλά και ο συστηματικός και μεθοδικός τρόπος με τον οποίο έχουν διευθετηθεί. Φρονώ ότι είναι αδιάφορο το αν η εξαγωγή αυτή πραγματοποιείται με απευθείας αντιγραφή της αρχικής βάσεως δεδομένων ή με αναπαραγωγή των περιεχομένων της (σε άλλο υπόθεμα) κατόπιν αναζητήσεώς τους επί οθόνης.

56.

Το αιτούν δικαστήριο υπονοεί ότι η ασφάλεια δικαίου διασφαλίζεται πιο αποτελεσματικά αν (όπως το ίδιο προτείνει) δεν υπάρχει «εξαγωγή» οσάκις μια βάση δεδομένων χρησιμοποιείται απλώς ως πηγή πληροφοριών, έστω και εκτεταμένα. Εκτιμά ότι οι χρήστες που αντλούν στοιχεία από άλλες πηγές, και όχι απευθείας από την αρχική βάση δεδομένων, συχνά δεν γνωρίζουν ούτε αν (και με ποιον τρόπο) τα στοιχεία αυτά έχουν αντιγραφεί από προστατευόμενη βάση δεδομένων ούτε αν αποτελούν ουσιώδες τμήμα βάσεως δεδομένων ή αν μεταφέρθηκαν με επανειλημμένες και συστηματικές πράξεις εξαγωγής, χωρίς άδεια του κατασκευαστή.

57.

Νομίζω ότι η ασφάλεια δικαίου προβάλλεται εν προκειμένω ως επιχείρημα προς στήριξη της απόψεως ότι η έμμεση αντιγραφή βάσεως δεδομένων δεν συνιστά προσβολή του ειδικής φύσεως δικαιώματος. Το επιχείρημα αυτό έχει, εκ πρώτης όψεως, τις θετικές του πλευρές. Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει κρίνει εμμέσως ότι η ασφάλεια δικαίου δεν αποτελεί, κατ’ ανάγκην, αποφασιστικής σημασίας παράγοντα, στο μέτρο που αποφάνθηκε ότι μπορεί να συντρέχει περίπτωση απαγορευμένης εξαγωγής, ακόμη και χωρίς απευθείας πρόσβαση στην αρχική βάση δεδομένων. Επομένως, δεν αμφισβητείται ότι η έμμεση αντιγραφή προστατευόμενης βάσεως δεδομένων μπορεί να συνιστά προσβολή του ειδικής φύσεως δικαιώματος ( 42 ).

58.

Εν πάση περιπτώσει, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι εν προκειμένω η Directmedia χρησιμοποίησε άμεσα τη βάση δεδομένων του Πανεπιστημίου του Freiburg. Επομένως, το ζήτημα της έμμεσης προσβάσεως στο περιεχόμενο μιας βάσεως δεδομένων δεν ανακύπτει στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως. Εξυπακούεται ότι απόκειται στο αιτούν δικαστήριο, και όχι στο Δικαστήριο, να αποφανθεί αν, βάσει των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, η χρησιμοποίηση της βάσεως δεδομένων του Πανεπιστημίου του Freiburg από την Directmedia συνιστά «εξαγωγή».

59.

Συνεπώς, καταλήγω ότι η «εξαγωγή» κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, στοιχείο α’, της οδηγίας 96/9 δεν προϋποθέτει τη (μηχανική) αντιγραφή δεδομένων. Για την εκτίμηση της υπάρξεως «εξαγωγής» κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, είναι άνευ σημασίας το ότι τα στοιχεία που μεταφέρονται από μια προστατευόμενη δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/9 βάση δεδομένων και ενσωματώνονται σε άλλη βάση δεδομένων χρησιμοποιούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο αφού εξετασθούν το καθένα χωριστά, μετά από την αναζήτησή τους στην αρχική βάση δεδομένων.

Πρόταση

60.

Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο ερώτημα που υπέβαλε το Bundesgerichtshof:

Η «εξαγωγή» κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, στοιχείο α’, της οδηγίας 96/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 1996, σχετικά με τη νομική προστασία των βάσεων δεδομένων, δεν προϋποθέτει τη (μηχανική) αντιγραφή δεδομένων·

Για την εκτίμηση της υπάρξεως «εξαγωγής» κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, στοιχείο α’, της οδηγίας 96/9/ΕΚ, είναι άνευ σημασίας το ότι τα στοιχεία που μεταφέρονται από μια προστατευόμενη δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/9 βάση δεδομένων και ενσωματώνονται σε άλλη βάση δεδομένων χρησιμοποιούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο αφού εξετασθούν το καθένα χωριστά, μετά από την αναζήτησή τους στην αρχική βάση δεδομένων.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 1996, σχετικά με τη νομική προστασία των βάσεων δεδομένων (ΕΕ L 77, σ. 20).

( 3 ) Το Δικαστήριο αποφάνθηκε το πρώτον επί ζητήματος ερμηνείας αυτής της οδηγίας με τις αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 2004, C-203/02, The British Horseracing Board κ.λπ. (Συλλογή 2004, σ. I-10415C-46/02, Fixtures Marketing (Συλλογή 2004, σ. I-10365)· C-338/02, Fixtures Marketing (Συλλογή 2004, σ. I-10497), και C-444/02, Fixtures Marketing (Συλλογή 2004, σ. I-10549). Στο εξής θα παραπέμπω στις τρεις τελευταίες αποφάσεις χρησιμοποιώντας τα ονόματα των εναγομένων. Στο πλαίσιο της υποθέσεως Verlag Schwawe (C-215/07), υποβλήθηκε αρχικώς στο Δικαστήριο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως περί της ερμηνείας των άρθρων 7, παράγραφοι 1 και 5, και 9 της οδηγίας 96/9, η οποία όμως εν συνεχεία αποσύρθηκε.

( 4 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281, σ. 31).

( 5 ) Νόμος της 9ης Σεπτεμβρίου 1965 (BGBl. I, σ. 1273).

( 6 ) Η μετάφραση των διατάξεων αυτών στην αγγλική γλώσσα από το Διεθνές Γραφείο του Παγκόσμιου Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας έχει δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα: http://www.wipo.int/clea/docs_new/pdf/en/de/de080en.pdf.

( 7 ) Βλ. ιστοσελίδα: http://www.klassikerwortschatz.uni-freiburg.de/Lyrik.htm.

( 8 ) Βλ. αμέσως κατωτέρω σημείο.

( 9 ) Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο καθηγητής U. Knoop δεν αναφέρεται ως διάδικος της κύριας δίκης στην αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο.

( 10 ) Το άρθρο 97, παράγραφος 1, του UrhG προβλέπει ότι ο δικαιούχος δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας ή οποιουδήποτε άλλου δικαιώματος που προστατεύεται από τον νόμο αυτόν μπορεί να καταθέσει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά του προσώπου που προσβάλλει το δικαίωμά του και, ενδεχομένως, να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως ή να αξιώσει την καταβολή του κέρδους που αποκόμισε το πρόσωπο αυτό από τις οικείες πράξεις. Το άρθρο 98, παράγραφος 1, του UrhG προβλέπει ότι ο δικαιούχος μπορεί να αξιώσει την καταστροφή όλων των παράνομων αντιτύπων που βρίσκονται στην κατοχή ή στην κυριότητα του προσώπου που προσέβαλε το δικαίωμά του.

( 11 ) Το Bundesgerichthof εξηγεί τους λόγους στους οποίους στηρίζει αυτή τη διαπίστωση με το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής.

( 12 ) Προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 3 αποφάσεις.

( 13 ) Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα C. Stix-Hackl στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 3 αποφάσεις British Horseracing Board κ.λπ., σημεία 62 έως 70, Fixtures Marketing, C-46/02, σημεία 78 έως 86, και Fixtures Marketing, C-444/02, σημεία 84 έως 92.

( 14 ) Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3 απόφαση British Horseracing Board κ.λπ., σκέψεις 54 και 55.

( 15 ) Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3 απόφαση The British Horseracing Board κ.λπ., σκέψη 51. Με τις προτάσεις της στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε αυτή η απόφαση, η γενική εισαγγελέας C. Stix-Hackl υποστήριξε, στο ίδιο πνεύμα, ότι από τη φράση «με οποιοδήποτε μέσο ή υπό οποιαδήποτε μορφή» συνάγεται ότι ο κοινοτικός νομοθέτης προσδίδει ευρεία έννοια στον όρο «εξαγωγή», προσθέτοντας ότι «[ε]πομένως, αντικείμενο της ρυθμίσεως δεν είναι μόνον η μεταφορά σε άλλο υπόθεμα του ίδιου τύπου, αλλά και η μεταφορά σε υπόθεμα διαφορετικού τύπου. [Αυτό σημαίνει ότι] η απλή εκτύπωση του περιεχομένου εμπίπτει στην έννοια της “εξαγωγής”» (σημεία 98 και 99).Βλ. επίσης τις προτάσεις της στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 3 αποφάσεις Fixtures Marketing, C-46/02, σημεία 113 και 114, Fixtures Marketing, C-338/02, σημεία 94 και 95, και Fixtures Marketing, C-444/02, σημεία 119 και 120.

( 16 ) H υπογράμμιση δική μου.

( 17 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 18 ) Σύμβασις της Βέρνης, της 9ης Σεπτεμβρίου 1886, διά την προστασίαν των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων, όπως τροποποιήθηκε τελευταίως στις .

( 19 ) Σύμφωνα με τη δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 96/9, η προστασία που παρέχει η οδηγία αυτή πρέπει να επεκταθεί στις μη ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων.

( 20 ) Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3.

( 21 ) Βλ. επίσης τη δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 96/9.

( 22 ) Εντούτοις, η προϋπόθεση αυτή σημαίνει ότι η συλλογή πρέπει να βρίσκεται ενσωματωμένη σε, οποιουδήποτε είδους, σταθερό υπόθεμα και να προσφέρονται τεχνικά (όπως ηλεκτρικά, ηλεκτρομαγνητικά ή ηλεκτρο-οπτικά, κατά την έννοια της δέκατης τρίτης αιτιολογικής σκέψης της οδηγίας 96/9) ή άλλα μέσα (όπως ευρετήριο, πίνακας περιεχομένων ή άλλο συγκεκριμένο σχεδιάγραμμα ή μέθοδος ταξινομήσεως) που να παρέχουν τη δυνατότητα αναζητήσεως και εντοπισμού καθενός από τα στοιχεία που τη συνθέτουν: βλ. προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3 απόφαση Fixtures Marketing, C-444/02, σκέψεις 20 και 30.

( 23 ) Δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 96/9.

( 24 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 25 ) Βλ. άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 96/9, καθώς και τη δέκατη όγδοη, την εικοστή έκτη και την εικοστή έβδομη αιτιολογική της σκέψη.

( 26 ) Έβδομη και ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 96/9.

( 27 ) Όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 96/9.

( 28 ) Δέκατη και ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 96/9.

( 29 ) Δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 96/9.

( 30 ) Προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 3 αποφάσεις The British Horseracing Board κ.λπ., σκέψη 30· Fixtures Marketing, C-46/02, σκέψη 33· Fixtures Marketing, C-338/02, σκέψη 23, και Fixtures Marketing, C-444/02, σκέψη 39 (δική μου υπογράμμιση).

( 31 ) Τριακοστή ένατη αιτιολογική σκέψη.

( 32 ) Τεσσαρακοστή και τεσσαρακοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη.

( 33 ) Σκέψη 45, με την οποία το Δικαστήριο παρέπεμψε στην τεσσαρακοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη.

( 34 ) Όπ.π. Το Δικαστήριο παρέπεμψε επίσης, με τη σκέψη 46, στην τεσσαρακοστή όγδοη αιτιολογική σκέψη, η οποία εξηγεί ότι η θέσπιση του ειδικής φύσεως δικαιώματος υπαγορεύθηκε από οικονομικούς λόγους, ήτοι από την ανάγκη παροχής προστασίας στον κατασκευαστή και εξασφαλίσεως μιας αμοιβής για την επένδυση που πραγματοποιεί προς τον σκοπό της δημιουργίας και της συντηρήσεως/λειτουργίας της βάσεως δεδομένων.

( 35 ) Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3 απόφαση The British Horseracing Board κ.λπ., σκέψεις 45 έως 47.

( 36 ) Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο β’, της οδηγίας 96/9, το οποίο προβλέπει ότι η πρώτη πώληση αντιγράφου μιας βάσεως δεδομένων στην Κοινότητα από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του συνιστά ανάλωση του δικαιώματος ελέγχου της μεταπώλησης του εν λόγω αντιγράφου εντός της Κοινότητας, αλλά όχι ανάλωση του δικαιώματος ελέγχου της εξαγωγής και της επαναχρησιμοποιήσεως του περιεχομένου αυτού του αντιγράφου εντός της Κοινότητας.

( 37 ) Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3 απόφαση The British Horseracing Board κ.λπ., σκέψεις 52 και 53.

( 38 ) Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3 απόφαση The British Horseracing Board κ.λπ., σκέψεις 54 έως 59.

( 39 ) Βλ. επίσης τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα C. Stix-Hackl στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 3 αποφάσεις British Horseracing Board κ.λπ., σημείο 34· Fixtures Marketing, C-338/02, σημείo 121, και Fixtures Marketing, C-444/02, σημείo 146.

( 40 ) Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3 απόφαση The British Horseracing Board κ.λπ., σκέψεις 86 έως 89.

( 41 ) Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3 απόφαση The British Horseracing Board κ.λπ., σκέψεις 86 έως 89. Από την απόφαση περί παραπομπής στην υπόθεση εκείνη προέκυπτε ότι η εναγομένη της κύριας δίκης έπαιρνε τα σχετικά με τις ιπποδρομίες στοιχεία, τα οποία δημοσίευε στην ιστοσελίδα της και τα οποία προέρχονταν από τη βάση δεδομένων του British Horseracing Board (BHB), από εφημερίδες που εκδίδονταν την προηγουμένη των αγώνων και από μη επεξεργασμένες πληροφορίες που της παρείχε τρίτος. Η εναγομένη της κύριας δίκης εξήγε δεδομένα (προερχόμενα από τη βάση δεδομένων του BHB) από τις δύο αυτές πηγές και τα ενσωμάτωνε στο δικό της ηλεκτρονικό σύστημα. Στη συνέχεια, τα επαναχρησιμοποιούσε, δημοσιεύοντάς τα στην ιστοσελίδα της, προκειμένου να μπορούν οι πελάτες της να στοιχηματίσουν στις ιπποδρομίες.

( 42 ) Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3 απόφαση The British Horseracing Board κ.λπ., σκέψεις 52 και 53. Βλ. ανωτέρω σημείο 50.

Top