EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62002CC0285

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 16ης Οκτωβρίου 2003.
Edeltraud Elsner-Lakeberg κατά Land Nordrhein-Westfalen.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Verwaltungsgericht Minden - Γερμανία.
Άρθρο 141 ΕΚ - Οδηγία 75/117/ΕΟΚ - Εθνικό μέτρο το οποίο προβλέπει ότι οι εκπαιδευτικοί που εργάζονται κατά πλήρη απασχόληση και εκείνοι που εργάζονται κατά μερική απασχόληση είναι υποχρεωμένοι να έχουν τον ίδιο αριθμό ωρών υπερωριακής απασχολήσεως πριν καταστεί ενεργό το δικαίωμά τους για τη λήψη αμοιβής - Έμμεση διάκριση εις βάρος των γυναικών που εργάζονται κατά μερική απασχόληση.
Υπόθεση C-285/02.

European Court Reports 2004 I-05861

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2003:561

Conclusions

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
F. G. JACOBS
της 16ης Οκτωβρίου 2003(1)



Υπόθεση C-285/02



Edeltraud Elsner-Lakeberg
κατά
Land Nordrhein-Westfalen


[αίτηση του Verwaltungsgericht Minden (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]






1.       Στο πλαίσιο της παρούσας αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Verwaltungsgericht (διοικητικό δικαστήριο) Minden (Γερμανία), το Δικαστήριο ερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν παραβιάζει την αρχή της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών η γερμανική νομοθεσία που προβλέπει ότι οι πλήρως απασχολούμενοι και οι μερικώς απασχολούμενοι εκπαιδευτικοί μπορούν να υποχρεωθούν να εργασθούν για ίδιο αριθμό ωρών υπερωριακής απασχολήσεως προτού αποκτήσουν δικαίωμα για τη λήψη συμπληρωματικής αμοιβής.

Η σχετική εθνική νομοθεσία

2.       Το άρθρο 78 a, παράγραφος 1, του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας  (2) ορίζει ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι υποχρεούνται να εργάζονται υπερωριακώς όταν το απαιτεί η εργασία τους· όταν η ως άνω υπερωριακή εργασία υπερβαίνει τις πέντε ώρες ανά ημερολογιακό μήνα, πρέπει να τους χορηγηθεί επιπλέον άδεια που αντιστοιχεί σε όλες τις ώρες υπερωριακής απασχολήσεως. Το άρθρο 78 a, παράγραφος 2, ορίζει ότι, όταν η χορήγηση της εν λόγω αδείας είναι ασυμβίβαστη με το συμφέρον της υπηρεσίας, ορισμένοι δημόσιοι υπάλληλοι δικαιούνται να λάβουν, αντί της ανωτέρω αδείας, συμπληρωματική αμοιβή για την ως άνω υπερωριακή εργασία.

3.       Το άρθρο 5, παράγραφος 2, σημείο 1, της κανονιστικής αποφάσεως για την αμοιβή των υπερωριών των δημοσίων υπαλλήλων  (3) ορίζει ότι, στην περίπτωση υπερωριακής απασχολήσεως στον τομέα της εκπαιδεύσεως, οι τρεις διδακτικές ώρες ισοδυναμούν με πέντε ώρες.

Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία της κύριας δίκης και το υποβληθέν ερώτημα

4.       Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, η οποία έχει την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου, εργάζεται κατά μερική απασχόληση ως εκπαιδευτικός σε σχολείο μέσης εκπαιδεύσεως του καθού ομόσπονδου κράτους. Οι εκπαιδευτικοί που εργάζονται κατά πλήρη απασχόληση στο σχολείο της προσφεύγουσας της κύριας δίκης εργάζονται 24,5 ώρες εβδομαδιαίως, ενώ η ίδια εργάζεται 15 ώρες εβδομαδιαίως.

5.       Τον Δεκέμβριο του 1999, ζητήθηκε από την προσφεύγουσα της κύριας δίκης να εργασθεί υπερωριακώς επί 2,5 ώρες κατά τη διάρκεια του μηνός αυτού. Η αίτησή της να της καταβληθεί αμοιβή για τις εν λόγω ώρες υπερωριακής απασχολήσεως απερρίφθη με την αιτιολογία ότι η σχετική νομοθεσία προέβλεπε ότι η παροχή υπερωριακής εργασίας από εκπαιδευτικό που είναι δημόσιος υπάλληλος αμείβεται μόνον εφόσον η υπερωριακή εργασία υπερβαίνει τις τρεις ώρες μηνιαίως. Επομένως, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης δεν έλαβε αμοιβή για τις 2,5 ώρες υπερωριακής απασχολήσεως. Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, αφού ακολούθησε ανεπιτυχώς τη διαδικασία υποβολής διοικητικής ενστάσεως, άσκησε προσφυγή ενώπιον του Verwaltungsgericht.

6.       Το εν λόγω δικαστήριο θεωρεί ότι, σύμφωνα με τη σχετική εθνική νομοθεσία, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης δεν δικαιούται να λάβει αμοιβή για την παροχή υπερωριακής απασχολήσεως. Ωστόσο, διερωτάται αν η ως άνω νομοθεσία είναι συμβατή με το άρθρο 141 ΕΚ σε συνδυασμό με την οδηγία περί της ισότητας των αμοιβών  (4) , καθόσον η εν λόγω νομοθεσία έχει ως συνέπεια ότι οι μερικώς απασχολούμενοι εκπαιδευτικοί οι οποίοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι και των οποίων η υπερωριακή απασχόληση δεν υπερβαίνει τις τρεις διδακτικές ώρες μηνιαίως λαμβάνουν συνολικώς μικρότερη αμοιβή από εκείνη που λαμβάνουν, για τον ίδιο αριθμό ωρών, οι πλήρως απασχολούμενοι εκπαιδευτικοί που είναι δημόσιοι υπάλληλοι.

7.       Επομένως, το ως άνω δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο ερώτημα:

«Είναι σύμφωνο με το άρθρο 141 ΕΚ, σε συνδυασμό με την οδηγία 75/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών, το να μη χορηγείται σε μερικώς απασχολούμενους –όπως επίσης και σε πλήρως απασχολούμενους– άνδρες και γυναίκες εκπαιδευτικούς, που είναι δημόσιοι υπάλληλοι στο ομόσπονδο κράτος της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας, εφόσον η υπερωριακή αυτή εργασία δεν υπερβαίνει ανά ημερολογιακό μήνα τις τρεις διδακτικές ώρες;»

8.       Η προσφεύγουσα και το καθού της κύριας δίκης, καθώς και η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση, καθόσον δεν ζητήθηκε η διεξαγωγή της. Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση· το καθού της κύριας δίκης και η Γερμανική Κυβέρνηση είναι αντίθετης γνώμης.

Εκτίμηση

9.       Το άρθρο 141 ΕΚ θεσπίζει την αρχή της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία. Το άρθρο 1 της οδηγίας περί της ισότητας των αμοιβών ορίζει ότι η εν λόγω αρχή συνεπάγεται, για την ίδια εργασία ή για εργασία στην οποία αποδίδεται ίση αξία, την κατάργηση για το σύνολο των στοιχείων και όρων αμοιβής κάθε διακρίσεως λόγω φύλου.

10.     Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ισότητας των αμοιβών εκτείνεται όχι μόνον στις διακρίσεις οι οποίες βασίζονται άμεσα στο φύλο, αλλά επίσης στη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων βάσει κριτηρίων που δεν βασίζονται στο φύλο, εκτός αν η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται από αντικειμενικούς παράγοντες ξένους προς κάθε διάκριση με βάση το φύλο  (5) .

11.     Στην παρούσα υπόθεση, είναι σαφές ότι η επίμαχη νομοθεσία δεν ενέχει άμεση δυσμενή διάκριση λόγω φύλου. Ωστόσο, αν η εν λόγω νομοθεσία εισάγει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των πλήρως απασχολουμένων εργαζομένων και των μερικώς απασχολουμένων εργαζομένων και αν η εν λόγω μεταχείριση θίγει σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών απ’ ό,τι ανδρών, η εφαρμογή της νομοθεσίας αυτής μπορεί να συνιστά έμμεση δυσμενή διάκριση που είναι ασυμβίβαστη με το άρθρο 141 ΕΚ και την οδηγία περί της ισότητας των αμοιβών, εκτός αν η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται από παράγοντες άσχετους προς το φύλο.

12.     Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης ισχυρίζεται ότι υφίσταται διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των πλήρως απασχολουμένων εκπαιδευτικών και των μερικώς απασχολουμένων εκπαιδευτικών, λόγω του ότι τρεις ώρες υπερωριακής απασχολήσεως μηνιαίως ενδέχεται να αποτελούν ένα αισθητά μεγαλύτερο βάρος για τους μερικώς απασχολουμένους εκπαιδευτικούς απ’ ό,τι για τους πλήρως απασχολουμένους εκπαιδευτικούς.

13.     Η Επιτροπή θεωρεί, επίσης, ότι υφίσταται διαφορετική μεταχείριση. Ισχυρίζεται ότι, ενώ οι πλήρως απασχολούμενοι εκπαιδευτικοί πρέπει να εργασθούν για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από το 12,24 % των κανονικών ωρών εργασίας τους προκειμένου να λάβουν προσαύξηση λόγω υπερωριών, οι μερικώς απασχολούμενοι εκπαιδευτικοί, όπως η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, πρέπει να εργασθούν για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από το 20 % των κανονικών ωρών εργασίας τους. Επίσης, η Επιτροπή εκτιμά ότι το συνολικό ωρομίσθιο ενός μερικώς απασχολουμένου εκπαιδευτικού που εργάζεται υπερωριακώς είναι χαμηλότερο από εκείνο ενός πλήρως απασχολουμένου εκπαιδευτικού που ευρίσκεται στην ίδια κατάσταση. Επομένως, η Επιτροπή συνάγει ότι υφίσταται, σε σημαντικό βαθμό, άνιση μεταχείριση μεταξύ των πλήρως απασχολουμένων εκπαιδευτικών και των μερικώς απασχολουμένων εκπαιδευτικών.

14.     Εξάλλου, το καθού της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι οι μερικώς απασχολούμενοι εκπαιδευτικοί τυγχάνουν της ίδιας ακριβώς μεταχειρίσεως με τους πλήρως απασχολουμένους εκπαιδευτικούς: για αμφότερες τις κατηγορίες, η υπερωριακή απασχόληση αμείβεται μόνον αν υπερβαίνει τις τρεις ώρες, στην περίπτωση δε αυτή η αμοιβή που καταβάλλεται για τις ώρες υπερωριακής απασχολήσεως είναι ακριβώς η ίδια.

15.     Η Γερμανική Κυβέρνηση συμφωνεί ότι δεν υφίσταται διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των πλήρως απασχολουμένων εκπαιδευτικών και των μερικώς απασχολουμένων εκπαιδευτικών: η προσφεύγουσα της κύριας δίκης λαμβάνει την ίδια αμοιβή για τις ώρες κατά τις οποίες εργάσθηκε, συμπεριλαμβανομένων των ωρών υπερωριακής απασχολήσεως, με εκείνη που λαμβάνει ένας πλήρως απασχολούμενος εκπαιδευτικός για τον ίδιο αριθμό ωρών εργασίας. Η Γερμανική Κυβέρνηση καταλήγει στο ως άνω συμπέρασμα βάσει χωριστής εξετάσεως της ισότητας των αμοιβών όσον αφορά τις κανονικές ώρες εργασίας και τις ώρες υπερωριακής απασχολήσεως. Κατά την ως άνω κυβέρνηση, η αρχή της ισότητας των αμοιβών τηρείται όταν οι πλήρως απασχολούμενοι εργαζόμενοι και οι μερικώς απασχολούμενοι εργαζόμενοι λαμβάνουν το ίδιο ωρομίσθιο για τις κανονικές ώρες εργασίας και όταν το δικαίωμα για τη λήψη συμπληρωματικής αμοιβής γεννάται, για αμφότερες τις κατηγορίες εργαζομένων, μετά τη συμπλήρωση άνω των τριών ωρών διδασκαλίας.

16.     Οι μέθοδοι υπολογισμού που ακολούθησαν η Επιτροπή και η Γερμανία είναι, κατά τη γνώμη μου, εσφαλμένες. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η διαφορετική μεταχείριση, ως προς την αμοιβή, μεταξύ των πλήρως απασχολουμένων εκπαιδευτικών και των μερικώς απασχολουμένων εκπαιδευτικών δεν πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την αναλογική επίπτωση των ωρών υπερωριακής απασχολήσεως που δεν αμείβονται, με τη διαφορά επί του συνολικού ωρομισθίου όταν συμπληρώνονται ώρες υπερωριακής απασχολήσεως ή με την εξέταση του επιπέδου της αμοιβής για τις ώρες υπερωριακής απασχολήσεως ανεξαρτήτως των κανονικών ωρών εργασίας.

17.     Στην απόφαση Helmig  (6) , το Δικαστήριο έκρινε ότι άνιση μεταχείριση υφίσταται κάθε φορά που η συνολική αμοιβή που καταβάλλεται στους εργαζομένους με πλήρες ωράριο είναι υψηλότερη, για ίσο χρόνο εργασίας, υφισταμένης εργασιακής σχέσεως μεταξύ εργοδότη και μισθωτού, έναντι εκείνης που καταβάλλεται σε εργαζομένους με μειωμένο ωράριο.

18.     Στην ως άνω υπόθεση, προσαύξηση λόγω υπερωριών καταβαλλόταν στους εργαζομένους που συμπλήρωναν ώρες εργασίας πέραν του κανονικού πλήρους ωραρίου εργασίας. Ωστόσο, οι μερικώς απασχολούμενοι εργαζόμενοι που συμπλήρωναν ώρες εργασίας πέραν του κανονικού μειωμένου ωραρίου εργασίας τους, οι οποίες όμως δεν υπερέβαιναν τις ώρες του πλήρους ωραρίου εργασίας, ελάμβαναν την κανονική αμοιβή, χωρίς προσαύξηση λόγω υπερωριών. Το Δικαστήριο ερωτήθηκε, κατ’ ουσίαν, αν οι ως άνω διακανονισμοί ήσαν αντίθετοι προς την αρχή της ισότητας των αμοιβών.

19.     Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι, στην ως άνω περίπτωση, οι εργαζόμενοι με μειωμένο ωράριο όντως έλαβαν, για τις ίδιες ώρες εργασίας, την ίδια συνολική αμοιβή σε σχέση με εκείνη που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι με πλήρες ωράριο. Παρέθεσε το παράδειγμα ενός εργαζομένου με μειωμένο ωράριο, η συμβατική διάρκεια εργασίας του οποίου ήταν 18 ώρες: εάν ο εργαζόμενος αυτός εργαζόταν επί 19 ώρες, θα ελάμβανε την ίδια συνολική αμοιβή με εκείνη που λαμβάνει ένας εργαζόμενος με πλήρες ωράριο ο οποίος εργάσθηκε επί 19 ώρες. Επομένως, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας των αμοιβών  (7) .

20.     Αντιθέτως, στην παρούσα υπόθεση, η εθνική νομοθεσία έχει ως αποτέλεσμα ότι ένας μερικώς απασχολούμενος εργαζόμενος, η συμβατική διάρκεια εργασίας του οποίου είναι 15 ώρες, που εργάζεται υπερωριακώς επί 2,5 ώρες και, επομένως, εργάζεται συνολικά επί 17,5 ώρες θα ελάμβανε αμοιβή μόνο για 15 ώρες εργασίας και, ως εκ τούτου, δεν θα ελάμβανε την ίδια συνολική αμοιβή με εκείνη που λαμβάνει ένας πλήρως απασχολούμενος εργαζόμενος ο οποίος εργάσθηκε επί 17,5 ώρες. Κατά συνέπεια, βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου, υφίσταται διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των μερικώς απασχολουμένων εργαζομένων και των πλήρως απασχολουμένων εργαζομένων.

21.     Τέλος, απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να καθορίσει, πρώτον, αν η διαφορετική μεταχείριση που εισάγει η ως άνω νομοθεσία πλήττει πολύ μεγαλύτερο αριθμό γυναικών απ’ ό,τι ανδρών και, δεύτερον, αν υφίστανται αντικειμενικοί παράγοντες, άσχετοι με το φύλο των εργαζομένων, οι οποίοι μπορούν να δικαιολογήσουν την ως άνω διαφορετική μεταχείριση. Επιπροσθέτως, από τις παρατηρήσεις που κατατέθηκαν προκύπτει ότι δεν αμφισβητείται ότι η νομοθεσία όντως θίγει σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών απ’ ό,τι ανδρών, ενώ δεν υφίσταται ένδειξη για την ύπαρξη οποιασδήποτε δικαιολογήσεως της ως άνω διαφορετικής μεταχειρίσεως.

Πρόταση

22.     Επομένως, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι στο ερώτημα που υπέβαλε το Verwaltungsgericht Minden πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση:

«Εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει ότι τόσο οι πλήρως απασχολούμενοι εργαζόμενοι όσο και οι μερικώς απασχολούμενοι εργαζόμενοι δεν λαμβάνουν αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας και η οποία έχει ως αποτέλεσμα ότι η συνολική αμοιβή των πλήρως απασχολουμένων εργαζόμενων είναι υψηλότερη από εκείνη των μερικώς απασχολουμένων εργαζομένων, για τις ίδιες ώρες εργασίας, εισάγει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των πλήρως απασχολουμένων εργαζομένων και των μερικώς απασχολουμένων εργαζομένων. Αν η ως άνω διαφορετική μεταχείριση πλήττει πολύ μεγαλύτερο αριθμό γυναικών απ’ ό,τι ανδρών, η εν λόγω νομοθεσία παραβαίνει το άρθρο 141 ΕΚ και την οδηγία 75/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών, εκτός αν υφίστανται αντικειμενικοί παράγοντες, άσχετοι με το φύλο των εργαζομένων, που δικαιολογούν την ως άνω διαφορετική μεταχείριση.»


1
Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2
Nordrhein-Westfalisches Beamtgesetz, όπως δημοσιεύθηκε την 1η Μαΐου 1981.


3
Verordnüng über die Gewährung von Mehrarbeitsvergütung für Beamte, της 13ης Μαρτίου 1992, BGBl. I, σ. 528, όπως τροποποιήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 1998, BGBl. I, σ. 3494.


4
Οδηγία 75/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 42).


5
Απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1994, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-399/92, C-409/92, C-425/92, C-34/93, C-50/93και C-78/93, Helmig κ.λπ. (Συλλογή 1994, σ. Ι-5727, σκέψη 20).


6
Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5, σκέψη 26. Βλ. επίσης την απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 1996, C-457/93, Lewark (Συλλογή 1996, σ. Ι-243, σκέψεις 25 και 26).


7
Σκέψεις 27, 28 και 31 της αποφάσεως.

Top