EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61992CJ0332

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 3ης Μαρτίου 1994.
Eurico Italia Srl, Viazzo Srl και F & P SpA κατά Ente Nazionale Risi.
Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Conciliatura di Vercelli και Pretura circondariale di Vercelli - Ιταλία.
Κοινή οργάνωση της αγοράς ρυζιού - Καταβολή τέλους αγοραπωλησίας - Επιστροφή λόγω εξαγωγής.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-332/92, C-333/92, C-335/92.

Συλλογή της Νομολογίας 1994 I-00711

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1994:79

61992J0332

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΕΚΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 3ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ 1994. - EURICO ITALIA SRL, VIAZZO SRL ΚΑΙ F & P SPA ΚΑΤΑ ENTE NAZIONALE RISI. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: CONCILIATURA DI VERCELLI ΚΑΙ PRETURA CIRCONDARIALE DI VERCELLI - ΙΤΑΛΙΑ. - ΚΟΙΝΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΡΥΖΙΟΥ - ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΕΛΟΥΣ ΑΓΟΡΑΠΩΛΗΣΙΑΣ - ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ. - ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΘΕΙΣΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ C-332/92, C-333/92, C-335/92.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1994 σελίδα I-00711


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Προδικαστικά ερωτήματα - Υποβολή τους προς το Δικαστήριο - Ανάγκη προηγουμένης κατ' αντιδικία ένδικης συζητήσεως - Εκτίμηση από το εθνικό δικαστήριο - Συμφωνία της αποφάσεως περί προδικαστικής παραπομπής προς τους κανόνες περί οργανισμού των δικαστηρίων και της δικονομίας του εθνικού δικαίου - 'Ελεγχος που εκφεύγει από το Δικαστήριο

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 177)

2. Προδικαστικά ερωτήματα - Υποβολή τους προς το Δικαστήριο - Ζήτημα ερμηνείας στο οποίο έχει ήδη δοθεί απάντηση σε ανάλογη περίπτωση - Παραδεκτό νέας αιτήσεως

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 177)

3. Προδικαστικά ερωτήματα - Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου - 'Ορια - Ερώτημα προδήλως άσχετο προς την υπόθεση

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 177)

4. Γεωργία - Κοινή οργάνωση αγορών - Διάκριση εις βάρος παραγωγών ή καταναλωτών - Εσωτερικός φόρος ο οποίος πλήττει τα εγχώρια προϊόντα υπέρ ενός ταμείου ενισχύσεως της εθνικής παραγωγής - Μη επιστροφή φόρου σε περίπτωση εξαγωγής - Ανυπαρξία δυσμενούς διακρίσεως

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 40 PAR 3, εδ. 2)

5. Γεωργία - Κοινή οργάνωση αγορών - Ρύζι - Επιστροφές λόγω εξαγωγής - Εσωτερικός φόρος ο οποίος πλήττει το ρύζι εγχώριας προελεύσεως υπέρ ενός ταμείου ενισχύσεως της εθνικής παραγωγής ρυζιού - Μη επιστροφή φόρου σε περίπτωση εξαγωγής - Επιτρέπεται

(Κανονισμός 1414/76 του Συμβουλίου, άρθρο 17 PAR 2)

Περίληψη


1. Αν και, στα πλαίσια της διαδικασίας του άρθρου 177 της Συνθήκης, μπορεί να αποδειχθεί υπέρ της ορθής απονομής της δικαιοσύνης το να μην υποβάλλεται προδικαστικό ερώτημα παρά μόνον κατόπιν μιας κατ' αντιδικίαν ένδικης συζητήσεως, τούτο δεν συγκαταλέγεται στις προϋποθέσεις που απαιτούνται προκειμένου να κινηθεί η εν λόγω διαδικασία. Συνεπώς, εναπόκειται μόνο στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμά την αναγκαιότητα να έχει ακουστεί ο καθού προτού εκδώσει διάταξη περί προδικαστικής παραπομπής.

Επιπλέον, ενόψει της κατανομής δικαιοδοσίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, το Δικαστήριο στερείται αρμοδιότητας να εξετάζει αν η απόφαση με την οποία του υποβάλλονται προδικαστικά ερωτήματα εκδόθηκε σύμφωνα με τους κανόνες περί οργανισμού των δικαστηρίων και της δικονομίας του εθνικού δικαίου.

2. Το άρθρο 177 της Συνθήκης επιτρέπει πάντοτε στο εθνικό δικαστήριο, εάν το θεωρεί σκόπιμο, να υποβάλει εκ νέου στο Δικαστήριο ερωτήματα περί ερμηνείας, ακόμη και αν αυτά έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο προδικαστικής αποφάσεως σε ανάλογη περίπτωση.

3. Στα πλαίσια της διαδικασίας του άρθρου 177 της Συνθήκης, μόνο στα εθνικά δικαστήρια, στην κρίση των οποίων υποβάλλεται η διαφορά και τα οποία πρέπει να αναλαμβάνουν την ευθύνη της εκδοθησομένης αποφάσεως, εναπόκειται να εκτιμούν, ενόψει των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών κάθε υποθέσεως, τόσο το αν είναι αναγκαία η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, προκειμένου να είναι σε θέση να αποφανθούν, όσο και το αν τα εκ μέρους τους υποβαλλόμενα στο Δικαστήριο ερωτήματα ασκούν επιρροή στη διαφορά της κύριας δίκης. Η απόρριψη μιας αιτήσεως εθνικού δικαστηρίου είναι δυνατή μόνον όταν είναι πρόδηλον ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου ή η εξέταση του κύρους ενός κοινοτικού κανόνα, που ζητούνται από το δικαστήριο αυτό, δεν έχουν καμία σχέση με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης.

4. Το άρθρο 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης έχει την έννοια ότι η μη επιστροφή ενός εσωτερικού φόρου ο οποίος πλήττει μόνο τα εγχώρια προϊόντα, επ' ευκαιρία της αγοράς ή της μεταποιήσεώς τους, και ο οποίος προορίζεται για τη χρηματοδότηση ενός ταμείου ενισχύσεως της εθνικής παραγωγής, δεν αποτελεί, σε περίπτωση εξαγωγής των προαναφερθέντων προϊόντων, διάκριση εις βάρος των επιχειρηματιών που υφίστανται την επιβάρυνση αυτή, κατά το μέτρο που αυτοί απολαύουν ορισμένων υπηρεσιών των οποίων αντάλλαγμα αποτελεί ο φόρος αυτός, πράγμα το οποίο δεν ισχύει για τους επιχειρηματίες που προμηθεύονται από άλλη αγορά.

5. Το άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1418/76, περί κοινής οργανώσεως αγοράς ορύζης, το οποίο αφορά τις επιστροφές λόγω εξαγωγής, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση εξαγωγής του εν λόγω προϊόντος, δεν απαγορεύει τη μη επιστροφή στον εξαγωγέα ενός φόρου, ο οποίος πλήττει μόνο το εγχώριο ρύζι επ' ευκαιρία της αγοράς του ή της μεταποιήσεώς του και ο οποίος προορίζεται για τη χρηματοδότηση ενός ταμείου ενισχύσεως της εθνικής παραγωγής, στο μέτρο κατά το οποίο ο εν λόγω φόρος, ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με τις επιστροφές λόγω εξαγωγής ούτε με το ύψος αυτών, δεν έχει καμία άμεση επίδραση στη λειτουργία των μηχανισμών που προβλέπονται από τον ως άνω κανονισμό και, συνεπώς, δεν εμφανίζεται ως μέσο μειώσεως του ποσού των εν λόγω επιστροφών.

Διάδικοι


Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-332/92, C-333/92 και C-335/92,

που έχουν ως αντικείμενο αίτηση της Conciliatura di Vercelli και της Pretura circondariale di Vercelli (Ιταλία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον των αιτούντων δικαστηρίων μεταξύ

Eurico Italia Srl,

Viazzo Srl,

F & P SpA

και

Ente Nazionale Risi,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 40, παράγραφος 3, και 5 της Συνθήκης ΕΟΚ καθώς και του άρθρου 17, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1418/76 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1976, περί κοινής οργανώσεως αγοράς ορύζης (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/015, σ. 127),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους G. F. Mancini, πρόεδρο τμήματος, M. Diez de Velasco, K. N. Kακούρη (εισηγητή), F. A. Schockweiler και P. J. G. Kapteyn, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Darmon

γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η Eurico Italia Srl, η Viazzo Srl και η F & P SpA, εκπροσωπούμενες από τους Fausto Capelli και Dario Casalini, δικηγόρους Μιλάνου και Vercelli,

- ο Ente Nazionale Risi, εκπροσωπούμενος από τους Alberto Santa Maria, δικηγόρο Μιλάνου, Nico Schaeffer, δικηγόρο Λουξεμβούργου, και Giuseppe Pizzonia, δικηγόρο Reggio di Calabria,

- η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον καθηγητή Luigi Ferrari Bravo, διευθυντή της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον Ivo M. Braguglia, avvocato dello Stato,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Eugenio de March, νομικό σύμβουλο,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Eurico Italia Srl, της Viazzo Srl και της F & P SpA, του Ente Nazionale Risi, της Ιταλικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής κατά τη συνεδρίαση της 23ης Σεπτεμβρίου 1993,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Νοεμβρίου 1993,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με τρεις Διατάξεις της 30ής Ιουλίου 1992, που περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 4 και 5 Αυγούστου 1992, η Conciliatura di Vercelli και η Pretura circondariale di Vercelli, υπέβαλαν, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 40, παράγραφος 3, και 5 της Συνθήκης ΕΟΚ καθώς και του άρθρου 17, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1418/76 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1976, περί κοινής οργανώσεως αγοράς ορύζης (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/015, σ. 127), και "των στοιχειωδών αρχών περί επιβολής φόρου καταναλώσεως επί των αγαθών εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας".

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν κατά την εκδίκαση τριών διαφορών μεταξύ των ιταλικών εταιριών Eurico Italia Srl (στο εξής: Eurico Italia, στην υπόθεση C-332/92), Viazzo Srl (στο εξής: Viazzo, στην υπόθεση C-333/92) και F & P SpA (στο εξής: F & P, στην υπόθεση C-335/92) και του Ente Nazionale Risi (στο εξής: Ente Risi) σχετικά με μια οικονομική επιβάρυνση καλούμενη "τέλος αγοραπωλησίας", την οποία εισπράττει, δυνάμει της ιταλικής νομοθεσίας, ο Ente Risi, για κάθε αγοραπωλησία μη αποφλοιωμένου ρυζιού ιταλικής παραγωγής ή μεταποίησή του σε ρύζι.

3 Ο Ente Risi, νομικό πρόσωπο υπό τον έλεγχο του Δημοσίου, είναι ο ιταλικός οργανισμός παρεμβάσεως στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως αγοράς ρυζιού. Πέραν τούτου, οι δραστηριότητές του συνίστανται, μεταξύ άλλων, στην επεξεργασία δεδομένων και στη διεξαγωγή ερευνών σχετικών με την παραγωγή ή την κατανάλωση ρυζιού, στην καταστολή των συναφών απατών, στην προώθηση της αυξήσεως της παραγωγής και της καταναλώσεως ρυζιού. Οι δραστηριότητες αυτές του Ente Risi χρηματοδοτούνται από το "τέλος αγοραπωλησίας".

4 Για κάθε σύμβαση αφορώσα τη μεταβίβαση ιταλικού μη αποφλοιωμένου ρυζιού ή, ελλείψει συμβάσεως, σε περίπτωση μεταποιήσεως μη αποφλοιωμένου ρυζιού από τον ίδιο τον παραγωγό, καταβάλλεται "τέλος αγοραπωλησίας", κατά περίπτωση, από τον αγοραστή ή τον παραγωγό.

5 Οι εταιρίες Eurico Italia, Viazzo και F & P αγόρασαν ορισμένες ποσότητες μη αποφλοιωμένου ρυζιού ποικιλίας "Ariete" και "Europa", προκειμένου να το μεταποιήσουν σε ρύζι και να το εξαγάγουν. Βάσει της ισχύουσας στην Ιταλία νομοθεσίας (άρθρα 8 και 9 του βασιλικού νομοθετικού διατάγματος 1183 της 11ης Αυγούστου 1933), κατέβαλαν στον Ente Risi "τέλος αγοραπωλησίας", ύψους, κατά τον κρίσιμο χρόνο, 1 000 λιρών Ιταλίας (LIT) ανά 100 kg μη αποφλοιωμένου ρυζιού.

6 Η Eurico Italia εξήγαγε στη συνέχεια το επίδικο ρύζι στην Πολωνία και, ως εκ τούτου, εισέπραξε επιστροφή λόγω εξαγωγής, ενώ οι Viazzo και F & P εξήγαγαν το μεταποιημένο ρύζι στη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο αντίστοιχα.

7 Θεωρώντας ότι, λόγω των εξαγωγών αυτών, έπρεπε να τους επιστραφεί το "τέλος αγοραπωλησίας", καθεμία από τις τρεις εταιρίες υπέβαλε αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά του Ente Risi, ενώπιον της Conciliatura di Vercelli και της Pretura circondariale di Vercelli. Υποστήριξαν κατ' ουσίαν ότι, λόγω της μη επιστροφής του "τέλους αγοραπωλησίας", υφίστανται διάκριση έναντι των άλλων κοινοτικών επιχειρηματιών. Συναφώς, προέβαλαν ότι η μη επιστροφή του "τέλους αγοραπωλησίας" συνεπάγεται, για τη μεν Eurico Italia μείωση του ποσού της κοινοτικής επιστροφής που της έχει καταβληθεί, για τις δε Viazzo και F & P αύξηση του κόστους τους, πράγμα το οποίο τις καθιστά λιγότερο ανταγωνιστικές. Η διάκριση αυτή είναι ασυμβίβαστη προς την αρχή την οποία θεσπίζει το άρθρο 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης και προς τις εφαρμοζόμενες στον φόρο καταναλώσεως εντός της Κοινότητας αρχές.

8 Η Conciliatura di Vercelli και η Pretura circondariale di Vercelli έκριναν ότι η έκβαση των διαφορών εξηρτάτο από την ερμηνεία της Συνθήκης και του προαναφερθέντος κανονισμού 1418/76 και αποφάσισαν να αναστείλουν τη διαδικασία και να υποβάλουν στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

Επί της υποθέσεως C-332/92:

"1) 'Εχουν το ιταλικό Δημόσιο ή ο Ente Risi, ως διαχωριζόμενος από το Δημόσιο οργανισμός, την υποχρέωση, βάσει του άρθρου 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης της Ρώμης, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 της ίδιας Συνθήκης, να επιστρέφουν στους επιχειρηματίες τη χρηματική επιβάρυνση (τέλος αγοραπωλησίας) που επιβάλλεται στο μη αποφλοιωμένο ρύζι που παράγεται στην Ιταλία, όταν το ρύζι που λαμβάνεται από το μη αποφλοιωμένο αυτό ρύζι δεν πωλείται εντός της Ιταλίας, αλλά εξάγεται από τους ανωτέρω επιχειρηματίες προς άλλες χώρες;

2) Εκτός από παραβίαση της απαγορεύσεως των διακρίσεων κατά το άρθρο 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης της Ρώμης, συνιστά η μη επιστροφή της προαναφερθείσας χρηματικής επιβαρύνσεως (του τέλους αγοραπωλησίας), σε περίπτωση εξαγωγής από την Ιταλία προς τρίτες χώρες του ρυζιού που λαμβάνεται από μη αποφλοιωμένο ρύζι που έχει παραχθεί στην Ιταλία και για το οποίο έχει καταβληθεί τέλος αγοραπωλησίας, παράβαση επιπλέον του άρθρου 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 1418/76, καθόσον μειώνει, μόνο για τους εξαγωγείς ρυζιού που παράγεται στην Ιταλία, το ύψος της κοινοτικής επιστροφής, η οποία, κατά το προαναφερθέν άρθρο 17, παράγραφος 2, πρέπει να είναι η ίδια για όλη την Κοινότητα;"

Επί των υποθέσεων C-333/92 και C-335/92:

"1) 'Εχουν το ιταλικό Δημόσιο ή ο Ente Risi, ως διαχωριζόμενος από το Δημόσιο οργανισμός, την υποχρέωση, βάσει του άρθρου 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης της Ρώμης, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 της ίδιας Συνθήκης, να επιστρέφουν στους επιχειρηματίες τη χρηματική επιβάρυνση (τέλος αγοραπωλησίας) που επιβάλλεται στο μη αποφλοιωμένο ρύζι που παράγεται στην Ιταλία, όταν το ρύζι (ή το αποφλοιωμένο ρύζι) που λαμβάνεται από το μη αποφλοιωμένο αυτό ρύζι δεν πωλείται εντός της Ιταλίας, αλλά εξάγεται από τους ανωτέρω επιχειρηματίες προς άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας;

2) Εκτός από παραβίαση της απαγορεύσεως των διακρίσεων κατά το άρθρο 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης της Ρώμης, συνιστά η μη επιστροφή της προαναφερθείσας χρηματικής επιβαρύνσεως (του τέλους αγοραπωλησίας), σε περίπτωση εξαγωγής από την Ιταλία προς άλλες χώρες της Κοινότητας του ρυζιού (ή του αποφλοιωμένου ρυζιού) που λαμβάνεται από μη αποφλοιωμένο ρύζι που έχει παραχθεί στην Ιταλία και για το οποίο έχει καταβληθεί τέλος αγοραπωλησίας, παραβίαση επιπλέον των στοιχειωδών αρχών περί επιβολής φόρου καταναλώσεως επί των αγαθών εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, σύμφωνα με τις οποίες οι επιβαρύνσεις που επιβάλλει κράτος μέλος επί των εγχώριων προϊόντων του επιστρέφονται στους εξαγωγείς, όταν τα προϊόντα αυτά εξέρχονται του εδάφους του κράτους μέλους αυτού;"

9 Με Διάταξη της 14ης Σεπτεμβρίου 1992 του Προέδρου του έκτου τμήματος του Δικαστηρίου και σύμφωνα με το άρθρο 43 του Κανονισμού Διαδικασίας του, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των τριών υποθέσεων προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

Επί του παραδεκτού

10 Ο Ente Risi υποστηρίζει, πρώτον, ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να κηρυχθούν απαράδεκτα διότι, ελλείψει κατ' αντιδικίαν διαδικασίας ενώπιον των αιτούντων εθνικών δικαστηρίων, δεν του δόθηκε η δυνατότητα να προβάλει ορισμένες ενστάσεις, συνεπεία των οποίων θα είχε ενδεχομένως αποφευχθεί η παρούσα διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.

11 'Οπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, μπορεί βεβαίως να αποδειχθεί επωφελές για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης το να μην υποβάλλεται ένα προδικαστικό ερώτημα παρά μόνον κατόπιν μιας κατ' αντιδικίαν ένδικης συζητήσεως. Πρέπει ωστόσο να γίνει δεκτό ότι η ύπαρξη προηγουμένης κατ' αντιδικίαν συζητήσεως δεν συγκαταλέγεται στις προϋποθέσεις που απαιτούνται προκειμένου να κινηθεί η διαδικασία του άρθρου 177 της Συνθήκης και ότι εναπόκειται μόνο στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμά την αναγκαιότητα της ακροάσεως του καθού προτού εκδώσει διάταξη περί προδικαστικής παραπομπής (βλ. απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 1993, C-10/92, Balocchi, Συλλογή 1993, σ. Ι-0000, σκέψεις 13 και 14).

12 Ο Ente Risi υποστηρίζει, δεύτερον, ότι, κατά την ιταλική Πολιτική Δικονομία, αφενός μεν τα αιτούντα δικαστήρια είναι καθ' ύλην αναρμόδια να εκδικάσουν τις κύριες διαφορές, αφετέρου δε η κινηθείσα εξ αφορμής των διαφορών αυτών διαδικασία εκδόσεως διαταγής πληρωμής είναι απαράδεκτη, διότι αποσκοπεί μόνο στην καταψήφιση και όχι στην αναγνώριση της υπάρξεως οφειλής, αναγνώριση στην οποία αποβλέπουν στην πραγματικότητα οι αιτήσεις των αιτουσών της κύριας δίκης. Συνεπώς, στην περίπτωση που ένα δικαστήριο είναι αναρμόδιο κατά το εθνικό δίκαιο ή όταν η αίτηση της κύριας δίκης πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη, το εθνικό δικαστήριο κωλύεται να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο.

13 Πρέπει να υπομνησθεί επ' αυτού ότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 1982, 65/81, Reina (Συλλογή 1982, σ. 33, σκέψη 7), ενόψει της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ αυτού και των εθνικών δικαστηρίων, δεν έχει την εξουσία να εξετάζει αν η απόφαση με την οποία του υποβάλλονται προδικαστικά ερωτήματα εκδόθηκε σύμφωνα με τους κανόνες περί οργανισμού των δικαστηρίων και της δικονομίας του εθνικού δικαίου.

14 Ο Ente Risi υποστηρίζει, τρίτον, ότι, λόγω της υπάρξεως του νομολογιακού προηγουμένου με την απόφαση της 12ης Ιουλίου 1973, 2/73, Geddo (Rec. 1973, σ. 865), η οποία επέλυσε τα ανακύψαντα στις διαφορές της κύριας δίκης ζητήματα, τα αιτούντα δικαστήρια δεν έχουν δικαίωμα να υποβάλουν εκ νέου τα ερωτήματα αυτά στο Δικαστήριο, εκτός αν εκθέσουν τους λόγους για τους οποίους θα έπρεπε να τροποποιηθεί η ήδη δοθείσα από το Δικαστήριο ερμηνεία.

15 Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι τα ερωτήματα επί των οποίων δόθηκε απάντηση με την προαναφερθείσα απόφαση Geddo δεν ταυτίζονται με αυτά που υποβλήθηκαν στις υπό κρίση υποθέσεις, το άρθρο 177 της Συνθήκης επιτρέπει πάντοτε στο εθνικό δικαστήριο, εάν το θεωρεί σκόπιμο, να υποβάλει εκ νέου στο Δικαστήριο ερωτήματα περί ερμηνείας (βλ. απόφαση της 27ης Μαρτίου 1963, 28/62, 29/62 και 30/62, Da Costa en Schaake, Rec. 1963, σ. 59, 76).

16 Ο Ente Risi υποστηρίζει επίσης ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα δεν ασκούν επιρροή στην έκβαση των διαφορών στις κύριες δίκες. Υπογραμμίζει συναφώς ότι, ενόψει της αμελητέας οικονομικής σημασίας τους, οι υποθέσεις στις κύριες δίκες αποτελούν υποθέσεις "πιλότους" που υποβλήθηκαν στην κρίση των εθνικών δικαστηρίων με μοναδικό σκοπό την έκδοση αποφάσεως εκ μέρους του Δικαστηρίου.

17 Συναφώς, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, κατά πάγια νομολογία, μόνο στα εθνικά δικαστήρια, στην κρίση των οποίων υποβάλλεται η διαφορά και τα οποία πρέπει να αναλαμβάνουν την ευθύνη της εκδοθησομένης αποφάσεως, εναπόκειται να εκτιμούν, ενόψει των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών κάθε υποθέσεως, τόσο το αν είναι αναγκαία η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, προκειμένου να είναι σε θέση να αποφανθούν, όσο και το αν τα εκ μέρους τους υποβαλλόμενα στο Δικαστήριο ερωτήματα ασκούν επιρροή στη διαφορά της κύριας δίκης. Η απόρριψη μιας αιτήσεως εθνικού δικαστηρίου είναι δυνατή όταν είναι πρόδηλον ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου ή η εξέταση του κύρους ενός κοινοτικού κανόνα, που ζητούνται από το δικαστήριο αυτό, δεν έχουν καμία σχέση με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης (βλ. ιδίως την απόφαση της 16ης Ιουλίου 1992, C-67/91, Asociacion Espanola de Banca Privada κ.λπ., Συλλογή 1992, σ. Ι-4785, σκέψεις 25 και 26). Τούτο όμως δεν συμβαίνει με τις επίδικες διαφορές στις κύριες δίκες.

18 Τέλος, ο Ente Risi υποστηρίζει ότι τα υποβληθέντα εν προκειμένω ερωτήματα αποβλέπουν στην πραγματικότητα σε μια απόφαση του Δικαστηρίου επί του ασυμβιβάστου της εσωτερικής νομοθεσίας περί του "τέλους αγοραπωλησίας" προς το κοινοτικό δίκαιο, πράγμα το οποίο δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, όταν αποφαίνεται στα πλαίσια της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.

19 Πρέπει να υπομνησθεί επ' αυτού ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, αυτό δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, στα πλαίσια της εφαρμογής του άρθρου 177 της Συνθήκης, περί του αν συμβιβάζεται μια εθνική διάταξη με το κοινοτικό δίκαιο. Το Δικαστήριο ωστόσο μπορεί να συναγάγει από τη διατύπωση των ερωτημάτων που του έχει υποβάλει το εθνικό δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα εκτιθέμενα από αυτό δεδομένα, τα στοιχεία που σχετίζονται με την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, προκειμένου να παράσχει στο δικαστήριο αυτό τη δυνατότητα να επιλύσει το νομικό πρόβλημα του οποίου έχει επιληφθεί (βλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 1992, C-149/91 και C-150/91, Sanders Adour και Guyomarc' h Orthez Nutrition animale, Συλλογή 1992, σ. Ι-3899, σκέψη 10).

Επί της ουσίας

Επί του πρώτου, κοινού στις τρεις υποθέσεις, ερωτήματος

20 Το πρώτο ερώτημα των εθνικών δικαστηρίων αφορά κατ' ουσίαν το αν τα άρθρα 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, και 5 της Συνθήκης έχουν την έννοια ότι η μη επιστροφή ενός εσωτερικού φόρου, ο οποίος πλήττει μόνο τα εγχώρια προϊόντα, επ' ευκαιρία της αγοράς ή της μεταποιήσεώς τους, και ο οποίος προορίζεται για τη χρηματοδότηση ενός ταμείου ενισχύσεως της εθνικής παραγωγής, αποτελεί, σε περίπτωση εξαγωγής των προαναφερθέντων προϊόντων προς ένα κράτος μέλος ή προς τρίτη χώρα, διάκριση εις βάρος των επιχειρηματιών που υφίστανται την επιβάρυνση αυτή.

21 Πρέπει να παρατηρηθεί εκ προοιμίου ότι ο προορισμός της εξαγωγής προς ένα κράτος μέλος της Κοινότητας ή προς μια τρίτη χώρα δεν ασκεί επίδραση στην απάντηση που θα δοθεί στο πρώτο αυτό ερώτημα.

22 Ως προς το άρθρο 5 της Συνθήκης, πρέπει να υπομνησθεί ότι η διατύπωση της διατάξεως αυτής είναι τόσο γενική, ώστε να μη μπορεί να εφαρμοστεί αυτοτελώς οσάκις η επίδικη κατάσταση ρυθμίζεται από ειδική διάταξη της Συνθήκης, όπως το άρθρο 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, πράγμα το οποίο συμβαίνει με τις διαφορές στις κύριες δίκες εν προκειμένω (βλ. απόφαση της 11ης Μαρτίου 1992, C-78/90 έως C-83/90, Compagnie commerciale de l' Ouest κ.λπ., Συλλογή 1992, σ. Ι-1847, σκέψη 19). Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει λόγος να δοθεί απάντηση στο πρώτο ερώτημα, όσον αφορά το άρθρο 5 της Συνθήκης.

23 Οι αιτούσες της κύριας δίκης παρατηρούν ότι οι επιχειρηματίες οι οποίοι αγοράζουν μη αποφλοιωμένο ρύζι προελεύσεως Ιταλίας ή οι παραγωγοί οι οποίοι το μεταποιούν σε ρύζι υφίστανται δυσμενή διάκριση, διότι η ιταλική νομοθεσία περί του "τέλους αγοραπωλησίας" έχει ως αποτέλεσμα να υποβάλλεται το μη αποφλοιωμένο ρύζι ιταλικής παραγωγής σε διαφορετικό καθεστώς από αυτό του μη παραγομένου στην Ιταλία ρυζιού.

24 Πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι επιχειρηματίες που αγοράζουν ή μεταποιούν το ιταλικό μη αποφλοιωμένο ρύζι απολαύουν των υπηρεσιών που περιγράφονται πιο πάνω, στη σκέψη 3, τις οποίες παρέχει ο Ente Risi και των οποίων αντάλλαγμα αποτελεί το "τέλος αγοραπωλησίας". Συνεπώς, οι επιχειρηματίες αυτοί δεν υφίστανται καμία διάκριση σε σχέση με τους επιχειρηματίες οι οποίοι, λόγω του ότι προμηθεύονται από άλλη αγορά, δεν υπόκεινται στο τέλος αυτό, αλλά ούτε απολαύουν των υπηρεσιών του Ente Risi.

25 Οι αιτούσες της κύριας δίκης υποστηρίζουν επίσης ότι η εφαρμογή του "τέλους αγοραπωλησίας" συνιστά δυσμενή διάκριση, διότι παραβιάζει την κοινοτική νομοθεσία περί καθορισμού ενιαίων τιμών και επιστροφών κατά την εξαγωγή. Υπογραμμίζουν συναφώς ότι, στο μέτρο που τα κοινοτικά όργανα δεν λαμβάνουν υπόψη τους το "τέλος αγοραπωλησίας" όταν καθορίζουν τις τιμές του ρυζιού και το ύψος των επιστροφών κατά την εξαγωγή, προκύπτει αύξηση του κόστους των Ιταλών επιχειρηματιών και, συνεπώς, μείωση της ανταγωνιστικότητάς τους.

26 Το επιχείρημα αυτό βασίζεται στην υπόθεση ότι το "τέλος αγοραπωλησίας", το οποίο εφαρμόζεται στο ιταλικό μη αποφλοιωμένο ρύζι, δεν αποτελεί παρά μια επιβάρυνση η οποία αυξάνει το κόστος των Ιταλών επιχειρηματιών. 'Οπως όμως έχει λεχθεί προηγουμένως, το τέλος αυτό αποτελεί το αντάλλαγμα των υπηρεσιών που τους παρέχονται από τον Ente Risi.

27 Βάσει των προαναφερθεισών σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης έχει την έννοια ότι η μη επιστροφή ενός εσωτερικού φόρου ο οποίος πλήττει μόνο τα εγχώρια προϊόντα, επ' ευκαιρία της αγοράς ή της μεταποιήσεώς τους, και ο οποίος προορίζεται για τη χρηματοδότηση ενός ταμείου ενισχύσεως της εθνικής παραγωγής, δεν αποτελεί, σε περίπτωση εξαγωγής των προαναφερθέντων προϊόντων, διάκριση εις βάρος των επιχειρηματιών που υφίστανται την επιβάρυνση αυτή.

Επί του δευτέρου ερωτήματος στην υπόθεση C-332/92

28 Το ερώτημα αυτό του εθνικού δικαστηρίου αφορά κατ' ουσίαν το αν το άρθρο 17, παράγραφος 2, του προαναφερθέντος κανονισμού 1418/76, το οποίο αφορά τις επιστροφές λόγω εξαγωγής, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση εξαγωγής του εν λόγω προϊόντος, απαγορεύει τη μη επιστροφή στον εξαγωγέα ενός φόρου που παρουσιάζει τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά.

29 Κατά τις αιτούσες της κύριας δίκης, το γεγονός ότι το "τέλος αγοραπωλησίας" δεν επιστρέφεται όταν το ιταλικό ρύζι εξάγεται προς τρίτη χώρα συνεπάγεται στην πραγματικότητα τη μείωση της εισπραττομένης κοινοτικής επιστροφής εις βάρος των επιχειρηματιών που προμηθεύονται ιταλικό ρύζι. Κατά συνέπεια, το σημείο 2 του διατακτικού της προαναφερθείσας αποφάσεως Geddo είναι ελλιπές, στο μέτρο κατά το οποίο το Δικαστήριο αναγνώρισε σιωπηρώς το δικαίωμα των επιχειρηματιών προς επιστροφή του τέλους αυτού.

30 Με την προαναφερθείσα απόφαση Geddo, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο φόρος αυτός θα ερχόταν σε αντίθεση προς τις διατάξεις του κανονισμού που προβλέπει επιστροφές λόγω εξαγωγής, μόνον αν εμφανιζόταν ως μέσο μειώσεως του ποσού των επιστροφών.

31 Πρέπει να υπομνησθεί ότι ο φόρος αυτός, ο οποίος προορίζεται για τη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού του Ente Risi, βαρύνει τον αγοραστή του μη αποφλοιωμένου ρυζιού προελεύσεως Ιταλίας, επ' ευκαιρία της συμβάσεως αγοραπωλησίας, και τον ίδιο τον παραγωγό, οσάκις προβαίνει στη μεταποίηση του ρυζιού. Αυτή η χρηματική επιβάρυνση επιβάλλεται συνεπώς στο ιταλικό ρύζι, ανεξαρτήτως του αν αυτό εξάγεται ή καταναλώνεται στο εσωτερικό της χώρας.

32 Συνεπώς, το τέλος αγοραπωλησίας δεν έχει καμία σχέση με τις επιστροφές λόγω εξαγωγής, διότι καθίσταται απαιτητό μολονότι δεν πραγματοποιείται εξαγωγή. Δεν έχει, επίσης, σχέση ούτε με το ύψος αυτών, αλλ' ούτε και καμία άμεση επίδραση στη λειτουργία των μηχανισμών που προβλέπονται από τον προαναφερθέντα κανονισμό 1418/76.

33 Κατά συνέπεια, στο δεύτερο ερώτημα, το οποίο υποβλήθηκε επί της υποθέσεως C-332/92, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1418/76 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1976, περί κοινής οργανώσεως αγοράς ορύζης, το οποίο αφορά τις επιστροφές λόγω εξαγωγής, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση εξαγωγής του εν λόγω προϊόντος, δεν απαγορεύει τη μη επιστροφή στον εξαγωγέα ενός φόρου που παρουσιάζει τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά, εκτός αν ο φόρος αυτός εμφανίζεται ως μέσο μειώσεως του ποσού των επιστροφών λόγω εξαγωγής.

Επί του δευτέρου ερωτήματος στις υποθέσεις C-333/92 και C-335/92

34 Το ερώτημα αυτό του εθνικού δικαστηρίου αφορά κατ' ουσίαν το αν οι στοιχειώδεις αρχές περί επιβολής φόρου καταναλώσεως επί των αγαθών εντός της Κοινότητας απαγορεύουν τη μη επιστροφή στον εξαγωγέα ενός φόρου που παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά του "τέλους αγοραπωλησίας", οσάκις το προϊόν το οποίο πλήττει ο φόρος αυτός εξάγεται προς άλλο κράτος μέλος.

35 Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν υφίστανται τέτοιες αρχές, ο προαναφερθείς φόρος που παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά του "τέλους αγοραπωλησίας" δεν αποτελεί φόρο καταναλώσεως, αλλά, όπως δικαίως παρατηρεί η Επιτροπή, φόρο υπέρ τρίτων.

36 Συνεπώς, δεν υπάρχει λόγος να δοθεί απάντηση στο δεύτερο ερώτημα που υποβλήθηκε επί των υποθέσεων C-333/92 και C-335/92.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

37 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ιταλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλαν, με Διατάξεις της 30ής Ιουλίου 1992, η Conciliatura di Vercelli και η Pretura circondariale di Vercelli, αποφαίνεται:

1) Tο άρθρο 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης έχει την έννοια ότι η μη επιστροφή ενός εσωτερικού φόρου ο οποίος πλήττει μόνο τα εγχώρια προϊόντα, επ' ευκαιρία της αγοράς ή της μεταποιήσεώς τους, και ο οποίος προορίζεται για τη χρηματοδότηση ενός ταμείου ενισχύσεως της εθνικής παραγωγής, δεν αποτελεί, σε περίπτωση εξαγωγής των προαναφερθέντων προϊόντων, διάκριση εις βάρος των επιχειρηματιών που υφίστανται την επιβάρυνση αυτή.

2) Tο άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1418/76 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1976, περί κοινής οργανώσεως αγοράς ορύζης, το οποίο αφορά τις επιστροφές λόγω εξαγωγής, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση εξαγωγής του εν λόγω προϊόντος, δεν απαγορεύει τη μη επιστροφή στον εξαγωγέα ενός φόρου που παρουσιάζει τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά, εκτός αν ο φόρος αυτός εμφανίζεται ως μέσο μειώσεως του ποσού των επιστροφών λόγω εξαγωγής.

Top