Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document C2008/224/11

    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για τις ακόλουθες προτάσεις: Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 2002/21/ΕΚ σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, 2002/19/ΕΚ σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους, και 2002/20/EΚ για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί τροποποίησης της οδηγίας 2002/22/EΚ για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, της οδηγίας 2002/58/EΚ σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 για τη συνεργασία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Αγορά Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών COM(2007) 697 τελικό — 2007/0247 (COD) — COM(2007) 698 τελικό — 2007/0248 (COD) — COM(2007) 699 τελικό — 2007/0249 (COD)

    ΕΕ C 224 της 30.8.2008, p. 50–56 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    30.8.2008   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 224/50


    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για τις ακόλουθες προτάσεις:

    «Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 2002/21/ΕΚ σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, 2002/19/ΕΚ σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους, και 2002/20/EΚ για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών»

    «Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί τροποποίησης της οδηγίας 2002/22/EΚ για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, της οδηγίας 2002/58/EΚ σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 για τη συνεργασία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών»

    «Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Αγορά Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών»

    COM(2007) 697 τελικό — 2007/0247 (COD)

    COM(2007) 698 τελικό — 2007/0248 (COD)

    COM(2007) 699 τελικό — 2007/0249 (COD)

    (2008/C 224/11)

    Στις 10 Δεκεμβρίου 2007, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 95 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, να ζητήσει γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για τις ακόλουθες προτάσεις:

    «Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 2002/21/ΕΚ σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, 2002/19/ΕΚ σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους, και 2002/20/EΚ για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών»

    «Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί τροποποίησης της οδηγίας 2002/22/EΚ για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, της οδηγίας 2002/58/EΚ σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 για τη συνεργασία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών»

    «Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Αγορά Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών».

    Το ειδικευμένο τμήμα «Μεταφορές, ενέργεια, υποδομές, κοινωνία των πληροφοριών», στο οποίο ανατέθηκαν οι σχετικές προπαρασκευαστικές εργασίες, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 8 Μαΐου 2008 με βάση την εισηγητική έκθεση του κ. HERNÁNDEZ BATALLER.

    Κατά την 445η σύνοδο ολομελείας της 28ης και 29ης Μαΐου 2008 (συνεδρίαση της 29ης Μαΐου), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 80 ψήφους υπέρ και 1 αποχή την παρούσα γνωμοδότηση.

    1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

    1.1

    Η ΕΟΚΕ συμμερίζεται τους στόχους της Επιτροπής να επιτύχει τα μέγιστα δυνατά οφέλη για τους χρήστες της αγοράς των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, να μεριμνήσει ώστε να μην υφίσταται ούτε στρέβλωση ούτε περιορισμός του ανταγωνισμού, να προωθήσει αποτελεσματικές επενδύσεις σε υποδομές και να ενθαρρύνει την καινοτομία, προάγοντας την αποτελεσματική χρήση και διαχείριση του ραδιοφάσματος και των πόρων αριθμοδότησης.

    1.2

    Δεδομένου ότι ο τομέας των ηλεκτρονικών επικοινωνιών χαρακτηρίζεται από υψηλό επίπεδο τεχνολογικής καινοτομίας και από εξαιρετικά δυναμικές αγορές, για την ΕΟΚΕ είναι ικανοποιητικό το γεγονός ότι το ρυθμιστικό μοντέλο για το πλαίσιο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και οι προτεινόμενες τροποποιήσεις βασίζονται στα εξής:

    1.2.1

    αποκεντρωμένη κανονιστική ρύθμιση στα κράτη μέλη, με μεταβίβαση στις εθνικές αρχές της αρμοδιότητας εποπτείας των αγορών σύμφωνα με κοινή δέσμη αρχών και διαδικασιών. Με τη διασφάλιση ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές (ΕΡΑ) διαθέτουν ίδιο προϋπολογισμό και επαρκείς ανθρώπινους πόρους, ενισχύεται η ανεξαρτησία τους, η καθημερινή διαχείριση και το περιθώριο διακριτικής τους ευχέρειας και, ταυτόχρονα, ενισχύονται οι εκτελεστικές εξουσίες τους, ώστε να βελτιωθεί η αποτελεσματική υλοποίηση του κανονιστικού πλαισίου·

    1.2.2

    εδραίωση της εσωτερικής αγοράς, χάρη στην ανάθεση στην Επιτροπή ορισμένων αρμοδιοτήτων για τις διακρατικές αγορές, οι οποίες υπερβαίνουν το πλαίσιο του ενός κράτους μέλους·

    1.2.3

    βελτίωση της συνεκτικότητας της νομοθεσίας, με τον εκσυγχρονισμό ορισμένων διατάξεων προκειμένου να προσαρμοστούν στην εξέλιξη της τεχνολογίας και της αγοράς και την κατάργηση των διατάξεων που είναι παρωχημένες, απηρχαιωμένες ή περιττές·

    1.2.4

    προσδιορισμός μιας αποτελεσματικής στρατηγικής για τη διαχείριση του ραδιοφάσματος, προκειμένου να δημιουργηθεί ένας ενιαίος ευρωπαϊκός χώρος της πληροφορίας·

    1.2.5

    σε εξαιρετικές περιπτώσεις, λειτουργικός διαχωρισμός, που επιβάλλεται από τις ΕΡΑ κατόπιν εγκρίσεως της Επιτροπής, για την εξασφάλιση της παροχής προϊόντων με πλήρως ισότιμη πρόσβαση σε όλους τους κατάντη φορείς εκμετάλλευσης, συμπεριλαμβανομένων των κατάντη τμημάτων του ίδιου του καθετοποιημένου φορέα εκμετάλλευσης·

    1.2.6

    επίτευξη αξιόπιστης και αποτελεσματικής επικοινωνίας μέσω των δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Προς τούτο, η Αρχή πρέπει να συμβάλει στην εναρμόνιση των κατάλληλων τεχνικών και οργανωτικών μέτρων για την ασφάλεια, παρέχοντας τις συμβουλές της·

    1.2.7

    ενίσχυση των δικαιωμάτων των καταναλωτών όσον αφορά ορισμένες πτυχές των συμβάσεων, τη διαφάνεια και τη δημοσίευση των πληροφοριών, τη διαθεσιμότητα υπηρεσιών, τις υπηρεσίες πληροφοριών και έκτακτης ανάγκης και τη διατήρηση των αριθμών. Παρ' όλα αυτά, οι προτάσεις δεν επιτυγχάνουν υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, όπως ορίζει για αυτό το θέμα η Συνθήκη, αφού δεν καλύπτουν άλλες πτυχές όπως η ρύθμιση των υπηρεσιών εξυπηρέτησης των πελατών, η πρόβλεψη ελάχιστων επιπέδων ποιότητας, οι ρήτρες κυρώσεων ή οι όροι κοινής σύναψης συμβάσεων για υπηρεσίες και τερματικό εξοπλισμό·

    1.2.8

    αύξηση της προστασίας της ιδιωτικής και της προσωπικής ζωής, παρότι δεν κρίνονται όλες οι προτάσεις αρκετά φιλόδοξες, όπως π.χ. όσον αφορά την προστασία από τα ανεπίκλητα ηλεκτρονικά μηνύματα εμπορικού χαρακτήρα (spam), η οποία, κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, πρέπει να ξεκινά πάντοτε από την αρχή της ρητής προηγούμενης συγκατάθεσης του καταναλωτή να λάβει εμπορικές επικοινωνίες.

    1.3

    Η ΕΟΚΕ θεωρεί πολύ θετική τη συμπερίληψη του τερματικού εξοπλισμού στο πεδίο εφαρμογής του κανονιστικού πλαισίου, επειδή θα βελτιώσει την ηλεκτρονική προσβασιμότητα των τελικών χρηστών με αναπηρίες. Επικροτεί, επίσης, τη θέσπιση δεσμευτικών μέτρων για τους μειονεκτούντες χρήστες στην οδηγία για την καθολική υπηρεσία, τα οποία προωθούν την ισοδύναμη με τους άλλους τελικούς χρήστες πρόσβασή τους στις διαθέσιμες στο κοινό τηλεφωνικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης στις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης, στις υπηρεσίες πληροφοριών καταλόγου και στους καταλόγους, καθώς και άλλα ειδικά μέτρα.

    1.4

    Η απλούστευση και η μείωση του διοικητικού κόστους είναι σημαντική και, καθώς θα υπάρχει μεγαλύτερη ευελιξία στα καθήκοντα διαχείρισης του ραδιοφάσματος, θα διευκολυνθούν οι διοικητικές διαδικασίες και η χρήση του ραδιοφάσματος από τους φορείς εκμετάλλευσης. Η ΕΟΚΕ θεωρεί απαραίτητη τη δυνατότητα των κρατών μελών να επιβάλλουν περιορισμένες εξαιρέσεις τεχνικού χαρακτήρα από την αρχή της τεχνολογικής ουδετερότητας, καθώς και ευρύτερες εξαιρέσεις για την επίτευξη στόχων γενικού συμφέροντος, όπως η πολιτιστική και γλωσσική ποικιλομορφία, η ελευθερία έκφρασης και η πολυφωνία των μέσων επικοινωνίας, η προαγωγή της κοινωνικής και εδαφικής συνοχής ή η ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής, λαμβάνοντας υπόψη τις τεχνικές, κοινωνικές, πολιτιστικές και πολιτικές ανάγκες όλων των κρατών μελών, όπως ορίζεται στην εθνική νομοθεσία σε συμμόρφωση με το κοινοτικό δίκαιο.

    1.5

    Η ίδρυση μιας Ευρωπαϊκής Αρχής για την Αγορά Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών, ως οντότητας ανεξάρτητης από την Επιτροπή που θα ενισχύσει τις εξουσίες των ΕΡΑ, μπορεί να αποβεί θετική, καθώς θα προσφέρει τα μέσα για την εδραίωση μιας ουσιαστικής εταιρικής σχέσης μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών ρυθμιστών, σε σχέση με ζητήματα για τα οποία απαιτείται συνέπεια σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως ο καθορισμός και η ανάλυση των αγορών και τα σχετικά διορθωτικά μέτρα, η εναρμόνιση της χρήσης του ραδιοφάσματος ή ο καθορισμός των διακρατικών αγορών.

    2.   Εισαγωγή

    2.1

    Το 2002 εγκρίθηκε μια μεταρρύθμιση της αγοράς των τηλεπικοινωνιών, η οποία έδωσε το έναυσμα για τη θέσπιση του πλαισίου κανονιστικών ρυθμίσεων για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες (δηλαδή, όλα τα δορυφορικά και επίγεια δίκτυα, σταθερά και ασύρματα), το οποίο απαρτίζεται από την οδηγία-πλαίσιο, την οδηγία για την πρόσβαση, την οδηγία για την αδειοδότηση, την οδηγία για την καθολική υπηρεσία και την οδηγία για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής σε αυτόν τον τομέα.

    2.2

    Αυτό το κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ για τα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών θεσπίστηκε με σκοπό να διευκολύνει την πρόσβαση των νεοεισερχόμενων στην αγορά φορέων στην υπάρχουσα υποδομή, να ενθαρρύνει τις επενδύσεις σε εναλλακτικές υποδομές και να προσφέρει περισσότερες δυνατότητες επιλογής και χαμηλότερες τιμές στους καταναλωτές.

    2.3

    Το ρυθμιστικό πρότυπο για το ισχύον πλαίσιο βασίζεται στην αρχή της αποκεντρωμένης κανονιστικής ρύθμισης στα κράτη μέλη, παρέχοντας στις εθνικές αρχές αρμοδιότητες εποπτείας των αγορών σύμφωνα με μια κοινή δέσμη αρχών και διαδικασιών.

    2.4

    Το πλαίσιο προβλέπει ένα ελάχιστο επίπεδο εναρμόνισης και αφήνει τον ορισμό των μέσων υλοποίησης στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές (εφεξής ΕΡΑ) ή στα κράτη μέλη.

    2.5

    Σύμφωνα με την οδηγία-πλαίσιο, θεσπίζεται ο στόχος του προοδευτικού περιορισμού της εκ των προτέρων κανονιστικής ρύθμισης του τομέα, όσο θα αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός στην αγορά. Αυτό θα επιτευχθεί μέσω σύστασης της Επιτροπής, η οποία θα προσδιορίζει τις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών στις οποίες μπορεί να δικαιολογηθεί η των προτέρων ρύθμιση.

    2.5.1

    Στόχος κάθε εκ των προτέρων κανονιστικής παρέμβασης είναι να ωφελήσει τους καταναλωτές, καθιστώντας ανταγωνιστικές τις αγορές λιανικής πωλήσεως. Ο ορισμός των «σχετικών αγορών» μπορεί να αλλάξει στην πορεία του χρόνου, λόγω της εξέλιξης των χαρακτηριστικών των προϊόντων και των υπηρεσιών και λόγω των δυνατοτήτων υποκατάστασης τόσο της ζήτησης όσο και της προσφοράς, όπως διευκρινίζεται στη σύσταση της Επιτροπής της 17ης Δεκεμβρίου 2007 (1).

    3.   Οι προτάσεις της Επιτροπής

    3.1

    Η Επιτροπή προωθεί μια ευρεία τροποποίηση της ισχύουσας ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες (εφεξής: «πλαίσιο κανονιστικών ρυθμίσεων») μέσω της κοινής παρουσίασης:

    δύο προτάσεων οδηγίας, η μία από τις οποίες τροποποιεί την οδηγία-πλαίσιο (την οδηγία για την πρόσβαση και την αδειοδότηση) και η άλλη την οδηγία για την καθολική υπηρεσία και την προστασία της ιδιωτικής ζωής)·

    μιας πρότασης κανονισμού, με την οποία ιδρύεται η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Αγορά Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών (εφεξής: η «Αρχή»).

    3.2

    Εν ολίγοις, οι προτάσεις αυτές αποσκοπούν στη ρύθμιση του «τροποποιημένου» ευρωπαϊκού πλαισίου κανονιστικών ρυθμίσεων για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, προσαρμόζοντάς το στις απαιτήσεις των εθνικών ρυθμιστικών αρχών, καθώς και των φορέων εκμετάλλευσης και των καταναλωτών των αγαθών και των υπηρεσιών.

    3.3

    Επιδιώκεται η θέσπιση ενός συνεκτικού «τροποποιημένου πλαισίου κανονιστικών ρυθμίσεων» για την ψηφιακή οικονομία, το οποίο να επωφελείται από τα επιτεύγματα της ανάπτυξης της εσωτερικής αγοράς. Οι προτάσεις αφορούν ειδικότερα:

    3.4

    Πρόταση τροποποίησης των οδηγιών για το πλαίσιο, την αδειοδότηση και την πρόσβαση:

    α)

    Όσον αφορά τη διαχείριση του ραδιοφάσματος, διασφαλίζει ότι τα κράτη μέλη διαβουλεύονται με τα ενδιαφερόμενα μέρη όποτε σχεδιάζουν να θεσπίσουν εξαιρέσεις από την αρχή της ουδετερότητας της τεχνολογίας και των υπηρεσιών, ακόμη και στην περίπτωση που επιδιώκονται στόχοι γενικού συμφέροντος.

    β)

    Ενισχύεται η συνεκτικότητα του σχετικού κανονιστικού πλαισίου με τον εξορθολογισμό ορισμένων στοιχείων της διαδικασίας ανασκόπησης της αγοράς, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας της Επιτροπής να διεξάγει ανάλυση της αγοράς εάν μια ΕΡΑ έχει καθυστερήσει σημαντικά στην εκτέλεση των καθηκόντων της.

    γ)

    Βελτιώνει την ασφάλεια και την ακεραιότητα των δικτύων, ενισχύοντας τις υφιστάμενες υποχρεώσεις και διευρύνοντας τις απαιτήσεις ακεραιότητας των τηλεφωνικών δικτύων στα κινητά δίκτυα και στα δίκτυα ΙΡ.

    δ)

    Ενισχύει τις νομικές εγγυήσεις των ενδιαφερομένων, καθορίζοντας κριτήρια για την ανεξαρτησία των ΕΡΑ και αναγνωρίζοντας το δικαίωμα προσφυγής κατά των αποφάσεών τους και τη δυνατότητα αναστολής μέτρων που έχουν λάβει, σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης για αποτροπή σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης).

    ε)

    Μεριμνά για τις ανάγκες των ευάλωτων ομάδων, προβλέποντας στους τερματικούς εξοπλισμούς τεχνικές απαιτήσεις που βελτιώνουν την ηλεκτρονική προσβασιμότητα των ατόμων με αναπηρίες και επικαιροποιώντας τους στόχους των ΕΡΑ όσον αφορά τους ηλικιωμένους χρήστες και τους χρήστες με κοινωνικές ανάγκες.

    στ)

    Παρέχει στις ΕΡΑ τη δυνατότητα να επιβάλλουν λειτουργικό διαχωρισμό με προηγούμενη συμφωνία της Επιτροπής.

    ζ)

    Θεσπίζει κοινή διαδικασία επιλογής.

    η)

    Τέλος, ενισχύει τις εκτελεστικές εξουσίες των ΕΡΑ, οι οποίες αποκτούν τη δυνατότητα να επιβάλλουν ειδικούς όρους στις γενικές άδειες, προκειμένου να εξασφαλίσουν την προσβασιμότητα των χρηστών με αναπηρίες, να εγγυηθούν τα δικαιώματα δημιουργού και διανοητικής ιδιοκτησίας και να διασφαλίσουν τις επικοινωνίες των δημόσιων αρχών με το κοινό σε περίπτωση επικείμενης απειλής.

    3.5

    Η πρόταση για την τροποποίηση του καθεστώτος της καθολικής υπηρεσίας, την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής και των δικαιωμάτων των χρηστών των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τη συνεργασία για την προστασία των καταναλωτών βασίζεται στις προόδους που έχουν ήδη συντελεσθεί σχετικά από τη νομοθετική προσέγγιση της Επιτροπής.

    3.5.1

    Συγκεκριμένα, αναγνωρίζεται ότι ο ανταγωνισμός, μόνος του, δεν αρκεί για να ικανοποιήσει τις ανάγκες όλων των πολιτών και να προστατεύσει τα δικαιώματα των χρηστών· γι' αυτό, περιλαμβάνονται ειδικές διατάξεις που διασφαλίζουν την καθολική υπηρεσία, τα δικαιώματα των χρηστών και την προστασία των προσωπικών δεδομένων.

    3.5.2

    Ειδικότερα, η πρόταση επιδιώκει τη βελτίωση της διαφάνειας των τιμών και τη δημοσίευση των πληροφοριών για τους τελικούς χρήστες, επιβάλλοντας στους φορείς εκμετάλλευσης την υποχρέωση να δημοσιεύουν συγκρίσιμες, κατάλληλες και επικαιροποιημένες πληροφορίες σε ευπρόσιτη μορφή και παρέχοντας στις ΕΡΑ τη δυνατότητα να απαιτούν από τους φορείς εκμετάλλευσης αυτές τις υποχρεώσεις.

    3.5.3

    Προβλέπονται μέτρα σχετικά με τη διατήρηση του αριθμού, τα οποία επιτρέπουν στους καταναλωτές να αλλάζουν εύκολα φορέα παροχής (ορίζεται ως μέγιστη προθεσμία για την ενεργοποίησή του η μία εργάσιμη ημέρα και εκχωρείται στις ΕΡΑ η δυνατότητα να εμποδίζουν τις αποτρεπτικές πρακτικές των φορέων παροχής), και βελτιώνονται οι απαιτήσεις ενημέρωσης σχετικά με τον εντοπισμό της θέσης του καλούντος στις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης με διάφορα μέτρα, όπως π.χ. η υποχρέωση διαβίβασης πληροφοριών στις αρχές που λαμβάνουν αυτές τις κλήσεις κλπ.

    3.5.4

    Αντικαθίσταται η «δυνατότητα» των κρατών μελών να λαμβάνουν ειδικά μέτρα για τους χρήστες με αναπηρίες με τη ρητή «υποχρέωσή» τους να τα λάβουν, εκχωρείται δε στις ΕΡΑ η δυνατότητα να ζητούν από τους φορείς παροχής να δημοσιεύουν πληροφορίες που ενδιαφέρουν τους χρήστες με αναπηρίες.

    3.5.5

    Εξάλλου, οι ΕΡΑ θα έχουν την αρμοδιότητα να προλαμβάνουν την υποβάθμιση της ποιότητας της υπηρεσίας, θεσπίζοντας ελάχιστα επίπεδα ποιότητας για τις υπηρεσίες μετάδοσης μέσω δικτύου που προορίζονται για τους τελικούς χρήστες, και να παρακολουθούν τα τιμολόγια λιανικής εάν δεν έχει οριστεί καμία επιχείρηση ως πάροχος καθολικής υπηρεσίας.

    3.5.6

    Διασφαλίζεται, επίσης, ότι κοινοποιούνται στους τελικούς χρήστες οι παραβιάσεις της ασφάλειας που έχουν ως αποτέλεσμα την απώλεια ή τη διακύβευση των προσωπικών τους δεδομένων και ότι αυτοί ενημερώνονται σχετικά με τις προφυλάξεις που μπορούν να λάβουν για την ελαχιστοποίηση της συνεπαγόμενης βλάβης.

    3.5.7

    Στο ίδιο πνεύμα, απαγορεύεται η χρήση «κατασκοπευτικού λογισμικού» (spyware) και άλλων κακόβουλων προγραμμάτων, ανεξαρτήτως της μεθόδου που χρησιμοποιήθηκε για την εγκατάστασή τους στον εξοπλισμό του χρήστη, και ενισχύεται η καταπολέμηση των ανεπίκλητων ηλεκτρονικών μηνυμάτων εμπορικού χαρακτήρα (spam), επιτρέποντας στους παρόχους υπηρεσιών Διαδικτύου να αναλαμβάνουν νομική δράση κατά των δημιουργών αυτού του είδους των μηνυμάτων.

    3.6

    Τέλος, πρέπει να υπογραμμιστεί η πρόταση για τη δημιουργία μιας «Αρχής», η οποία θα λογοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, θα περιλαμβάνει ένα ρυθμιστικό συμβούλιο απαρτιζόμενο από τους επικεφαλής των ΕΡΑ όλων των κρατών μελών της ΕΕ και θα αντικαταστήσει την ομάδα των ευρωπαϊκών ρυθμιστικών αρχών (European Regulators Group — ERG) (2).

    3.6.1

    Η «Αρχή» θα συμβουλεύει την Επιτροπή στη λήψη ορισμένων αποφάσεων, θα λειτουργεί ως κέντρο εμπειρογνωσίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με τα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών και θα αναλάβει τα καθήκοντα του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών (ENISA).

    4.   Γενικές παρατηρήσεις

    4.1

    Η ΕΟΚΕ αξιολογεί θετικά τις προτάσεις της Επιτροπής, στον βαθμό που προσπαθούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες ρύθμισης και διαχείρισης της πανευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

    4.1.1

    Εγκρίνει τον στόχο της Επιτροπής να ενισχύσει το άνοιγμα των αγορών των τηλεπικοινωνιών στον ανταγωνισμό και να ενθαρρύνει τις επενδύσεις στα δίκτυα υψηλής ταχύτητας (καλύπτοντας όλες τις τεχνολογίες: σταθερές, κινητές και δορυφορικές) (3), όπως και τους στόχους της μεγαλύτερης ασφάλειας του Διαδικτύου του μέλλοντος (που θα είναι το Διαδίκτυο των αντικειμένων και της σημασιολογίας), στο πλαίσιο μάλιστα της ψηφιοποίησης των οπτικοακουστικών υπηρεσιών, και της καλύτερης διαχείρισης του ραδιοφάσματος στην εσωτερική αγορά. Αυτό αποτελεί κοινό συμφέρον των καταναλωτών και των επιχειρήσεων, που έχουν ανάγκη την πρόσβαση σε δίκτυα και υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών υψηλής τεχνικής ταχύτητας (performants).

    4.1.2

    Παρατηρεί ότι το κανονιστικό πλαίσιο του τομέα των τηλεπικοινωνιών με τους ισχύοντες σήμερα κανόνες επέτρεψε:

    να συντελεσθεί ουσιαστική πρόοδος προς την καθιέρωση πιο ανοιχτών και δυναμικών αγορών, όπως φαίνεται στη 12η έκθεση της Επιτροπής σχετικά με την κατάσταση του κανονιστικού πλαισίου·

    να καταπολεμηθούν οι μεγάλες ανισότητες που υπήρχαν μεταξύ των φορέων εκμετάλλευσης, λόγω των πλεονεκτημάτων των οποίων απολάμβαναν τα παλιά κρατικά μονοπώλια.

    4.2

    Η ΕΟΚΕ θεωρεί επίσης θετικό στοιχείο την επέκταση του κανονιστικού πλαισίου, που προβλέπουν οι προτάσεις, στο πεδίο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και, επομένως, σε όλα τα δίκτυα μετάδοσης και παροχής υπηρεσιών που περιλαμβάνει.

    4.3

    Εκτός από τη βελτίωση των καθαρά τεχνικών και διαχειριστικών πτυχών που ήδη επισημάναμε, πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί η θετική αποτίμηση της ευρείας δέσμης διατάξεων που αποσκοπούν ειδικά στην ενίσχυση των δικαιωμάτων των χρηστών των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως και οι εγγυήσεις δικαστικής και διοικητικής φύσεως των φορέων εκμετάλλευσης, που θα επιτρέψουν την πραγματική άσκηση αυτών των δικαιωμάτων σε εσωτερικό επίπεδο (δικαίωμα ακρόασης των θιγέντων, αιτιολόγηση των αποφάσεων, ασφαλιστικά μέτρα και δικαίωμα προσφυγής). Με την καθιέρωση αυτών των εγγυήσεων, εκπληρώνεται το «δικαίωμα στη χρηστή διακυβέρνηση», που προβλέπεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

    4.4

    Η ΕΟΚΕ επικροτεί ιδιαιτέρως το γεγονός ότι οι προτάσεις λαμβάνουν υπόψη τα αιτήματα που έχει διατυπώσει σε παλαιότερες γνωμοδοτήσεις της όσον αφορά:

    την υποχρέωση των κρατών να λαμβάνουν ειδικά μέτρα υπέρ των χρηστών με αναπηρίες (4), προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες·

    τις γενικές αρχές διαχείρισης του ραδιοφάσματος προς το δημόσιο συμφέρον και από οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική οπτική, οι οποίες, εκτός από την ουδετερότητα της τεχνολογίας και των υπηρεσιών, πρέπει να περιλαμβάνουν και την πολιτιστική και γλωσσική ποικιλομορφία, την ελευθερία έκφρασης και την πολυφωνία των μέσων επικοινωνίας, και να λαμβάνουν υπόψη τις τεχνικές, κοινωνικές, πολιτιστικές και πολιτικές ανάγκες όλων των κρατών μελών (5).

    4.4.1

    Προκειμένου να εξασφαλισθεί η πολιτιστική και γλωσσική πολυμορφία, είναι επίσης σημαντικό να είναι ευανάγνωστα στα ηλεκτρονικά μηνύματα τόσο τα γράμματα των γλωσσών εκείνων που περιέχουν διακριτικά χαρακτηριστικά, όσο και οι χαρακτήρες του κυριλλικού, του ελληνικού αλφάβητου και τα λοιπά χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Η αποστολή των χαρακτήρων αυτών μέσω της υπηρεσίας σύντομων μηνυμάτων (SMS), δεν θα πρέπει να είναι ακριβότερη.

    4.5

    Υποστηρίζει επίσης ιδιαίτερα τις προτάσεις της Επιτροπής που αφορούν:

    α)

    την απλοποίηση των διαδικασιών ανάλυσης της αγοράς, χάρη στην οποία θα περιοριστεί ο διοικητικός φόρτος των ΕΡΑ και θα μειωθεί το διοικητικό κόστος των φορέων εκμετάλλευσης·

    β)

    τη βελτίωση της ασφάλειας και της ακεραιότητας των δικτύων, με την οποία θα εξασφαλιστεί η αξιόπιστη χρήση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών·

    γ)

    την ενίσχυση της ανεξαρτησίας των ΕΡΑ, περιορίζοντας την πιθανή επιρροή άλλων δημόσιων φορέων στην καθημερινή διαχείριση των ΕΡΑ και εξασφαλίζοντας ότι διαθέτουν ίδιο ανεξάρτητο προϋπολογισμό και επαρκείς ανθρώπινους πόρους.

    5.   Ειδικές παρατηρήσεις

    5.1

    Δεδομένου ότι ο στόχος των προτάσεων της Επιτροπής είναι, αφενός, η υιοθέτηση «μέτρων προσέγγισης» των εθνικών νομοθεσιών στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και, αφετέρου, η δημιουργία ενός νέου, υπερεθνικού οργάνου, η ΕΟΚΕ επιθυμεί να υπογραμμίσει το γεγονός ότι οι προτάσεις αυτές βασίζονται αποκλειστικά στο άρθρο 95 της ΣΕΚ.

    5.1.1

    Το άρθρο αυτό μπορεί βέβαια να είναι προσήκουσα και επαρκής νομική βάση για τους επιδιωκόμενους στόχους (6), αλλά, όπως υπενθυμίζει η νομολογία του ΔΕΚ, η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίσει ότι τα μέτρα που θα ληφθούν για τον σκοπό αυτό έχουν πραγματικά αντίκτυπο στις εθνικές έννομες τάξεις (επιφέροντας την τροποποίησή τους) και ότι ρυθμίζονται αποκλειστικά σε υπερεθνικό επίπεδο όλες οι πτυχές που θα ωφελήσουν τους καταναλωτές και τους χρήστες των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και οι πτυχές σχετικά με τις νομικές και διαδικαστικές εγγυήσεις που θεσπίζονται στις προτάσεις (7).

    5.1.2

    Εν ολίγοις, η υιοθέτηση του μελλοντικού υπερεθνικού κανονιστικού πλαισίου στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών δεν πρέπει να παραμείνει μια απλή επιχείρηση κοσμητικής ανάπλασης του ισχύοντος υπερεθνικού κανονιστικού πλαισίου σ' αυτόν τον τομέα.

    5.1.3

    Η παρατήρηση αυτή αφορά και τη δημιουργία της «Αρχής», η ύπαρξη της οποίας δικαιολογείται πλήρως εφόσον είναι ικανή να συμβάλλει στην ομοιόμορφη και αποτελεσματική εφαρμογή του ευρέος φάσματος των διατάξεων που προτείνονται και για τις οποίες είναι κατ' αρχήν υπεύθυνη λόγω των ειδικών αρμοδιοτήτων που της ανατίθενται.

    5.1.4

    Η δημιουργία της Αρχής αυτής συνάδει με την αρχή της επικουρικότητας για τους εξής λόγους:

    α)

    αποσκοπεί στην αποφυγή της σημερινής, ελάχιστα διαρθρωμένης συνεργασίας με μη αποτελεσματικούς μηχανισμούς, που κατακερματίζει την εσωτερική αγορά·

    β)

    δεν διασφαλίζει ίσους όρους μεταξύ των φορέων που είναι εγκατεστημένοι σε διαφορετικά κράτη μέλη·

    γ)

    εμποδίζει τους καταναλωτές να απολαύσουν τα οφέλη που παρέχουν ο ανταγωνισμός και οι διασυνοριακές υπηρεσίες.

    5.1.5

    Ταυτόχρονα, είναι σύμφωνη και με την αρχή της αναλογικότητας, επειδή προσφέρει τα μέσα για την εδραίωση μιας ουσιαστικής εταιρικής σχέσης μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών ρυθμιστών σε σχέση με ζητήματα για οποία απαιτείται συνέπεια σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

    5.2

    Η Αρχή θα πρέπει να χρησιμεύει ως αποκλειστικό φόρουμ για τη συνεργασία των ΕΡΑ κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους σύμφωνα με το κανονιστικό πλαίσιο.

    5.2.1

    Η ΕΟΚΕ αναμένει την προβλεπόμενη αξιολόγηση της λειτουργίας της «Αρχής», για να διαπιστώσει εάν η δράση της βασίστηκε στη διαφάνεια, τη λογοδοσία και την ανεξαρτησία, καθώς και εάν ενισχύθηκαν οι εξουσίες των ΕΡΑ με την απόκτηση στέρεας και διαφανούς βάσης στο κοινοτικό δίκαιο.

    5.3

    Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά τη νομοθετική προσέγγιση του προτεινόμενου κανονιστικού πλαισίου, πρέπει να αναγνωριστεί η χρησιμότητα της εφαρμογής ειδικών κριτηρίων για τη ρύθμιση του τομέα, παράλληλα με τις αρχές και τους κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού στην ενιαία αγορά (8). Αυτό είναι ιδιαίτερα ενδεδειγμένο για τον συγκεκριμένο τομέα, ο οποίος χρειάζεται εκ των προτέρων διοικητικές παρεμβάσεις και εις βάθος οικονομικές αναλύσεις των αγορών, οι οποίες δεν είναι απαραίτητες σε άλλους τομείς της ενιαίας αγοράς (9).

    5.3.1

    Η ΕΟΚΕ συμφωνεί με τον στόχο του κανονιστικού πλαισίου να περιοριστεί προοδευτικά η εκ των προτέρων κανονιστική ρύθμιση του τομέα, όσο θα αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός στην αγορά, όπως πράγματι κάνει σταδιακά η Επιτροπή, π.χ. με τη σύσταση της 17ης Δεκεμβρίου 2007. Η ΕΟΚΕ αναμένει ότι, δεδομένου του δυναμισμού των αγορών των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, η εξέλιξη των χαρακτηριστικών των προϊόντων και των υπηρεσιών και οι δυνατότητες υποκατάστασης ενδέχεται να καταστήσουν περιττή τη χρήση αυτών των μέτρων παρέμβασης.

    5.3.2

    Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι ο «λειτουργικός διαχωρισμός» είναι μέτρο εξαιρετικού χαρακτήρα και ότι η εφαρμογή του πρέπει να είναι περιορισμένη. Θα πρέπει να επιβάλλεται μόνο από τις ΕΡΑ, κατόπιν προηγούμενης εγκρίσεως της Επιτροπής, η οποία θα πρέπει να ζητά τη γνώμη της νέας Αρχής.

    5.3.3

    Μια λύση τέτοιας φύσεως θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο όπου έχει σημειωθεί επανειλημμένη αδυναμία επίτευξης αποτελεσματικής αμεροληψίας σε διάφορες από τις σχετικές αγορές και όπου υπάρχει περιορισμένη ή καμία προοπτική ανταγωνισμού υποδομής εντός εύλογου χρονικού ορίζοντα, αφού έχει υπάρξει προσφυγή σε ένα ή περισσότερα επανορθωτικά μέτρα που προηγουμένως θεωρούνταν ενδεδειγμένα.

    5.4

    Παρ' όλα αυτά, οι ειδικές ρυθμίσεις που προτείνονται για αυτόν τον τομέα δεν καλύπτουν διάφορα σχετικά θέματα που επηρεάζουν την αποτελεσματική και διαφανή εφαρμογή των κριτηρίων του ελεύθερου ανταγωνισμού μεταξύ φορέων εκμετάλλευσης και παρόχων υπηρεσιών στην πανευρωπαϊκή αγορά και, αφετέρου, ορισμένες ουσιώδεις πτυχές των δικαιωμάτων των χρηστών.

    5.5

    Ως πρώτο ζήτημα, θα πρέπει να επισημανθεί το πεδίο εφαρμογής της έννοιας της «εθνικής ασφάλειας», το οποίο, σύμφωνα με την τελευταία περίπτωση του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 3Α της ΣΕΕ, όπως τροποποιήθηκε από τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, αναγνωρίζει στα κράτη μέλη την «αποκλειστική ευθύνη» για τη διασφάλισή της.

    5.5.1

    Αυτή η αναγνώριση μη ρυθμισμένων εξουσιών θα παράσχει ευρύτερο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας κατά τη θέσπιση των αιτιών και των μέτρων που μπορούν να δημιουργήσουν, για λόγους εθνικής ασφάλειας, εξαιρέσεις από τους κανόνες και τις αρχές του τομέα και του δικαίου του ανταγωνισμού που περιλαμβάνονται στις υπό εξέταση προτάσεις της Επιτροπής.

    5.5.2

    Υπάρχουν σήμερα εθνικοί κανόνες του τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, που αφήνουν στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών τον προσδιορισμό των δικτύων, των υπηρεσιών, των εγκαταστάσεων και των εξοπλισμών των τηλεπικοινωνιών που αναπτύσσουν δραστηριότητες ουσιώδους σημασίας για την εθνική και τη δημόσια ασφάλεια (10). Η ΕΟΚΕ υπενθυμίζει ότι μπορεί να αποτελέσει χρήσιμη σχετική αναφορά η πρακτική που ακολουθήθηκε στην εφαρμογή του προγράμματος Galileo.

    5.6

    Για να διασφαλιστεί η οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή κατά την εγκατάσταση των νέων δικτυακών υποδομών και, ιδιαίτερα, των αποκαλούμενων «δικτύων νέας γενιάς», οι δημόσιες αρχές πρέπει να προωθήσουν, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο και τις δημκρατικές αρχές, την οικονομική και κοινωνική πρόοδο και ένα υψηλό επίπεδο απασχόλησης, προκειμένου να επιτευχθεί ισόρροπη και αειφόρος ανάπτυξη και να αναπτυχθεί μια αγορά ηλεκτρονικών επικοινωνιών υψηλού τεχνολογικού επιπέδου.

    5.6.1

    Τα μέτρα παρέμβασης, σε συνδυασμό με τη δημόσια χρηματοδότηση, ιδίως εκείνη που προέρχεται από τις τοπικές αρχές, πρέπει να χρησιμεύσουν για την ενθάρρυνση της μελλοντικής ανάπτυξης των δικτύων νέας γενιάς, διασφαλίζοντας την τεχνολογική ουδετερότητα και αποφεύγοντας την περιττή επικάλυψη των δικτυακών πόρων, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας.

    5.7

    Όσον αφορά τις συνέπειες του προτεινόμενου κανονιστικού πλαισίου για τα δικαιώματα των χρηστών, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, θα πρέπει να διενεργείται ειδική ανάλυση για τη διασφάλιση του δικαιώματος πρόσβασης στις υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος (11) —το οποίο, εκτός του ότι αναγνωρίζεται ως θεμελιώδες δικαίωμα στο άρθρο 36 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, θα ρυθμίζεται και από το άρθρο 16 της ΣΕΚ και του πρωτοκόλλου αριθ. 6 που επισυνάπτεται στις Συνθήκες— και την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού, η οποία δεν θα περιλαμβάνεται στους ειδικούς στόχους της ΕΕ στο άρθρο 3 της Συνθήκης της Λισσαβώνας και θα αποτελεί επίσης αντικείμενο ad hoc ρυθμίσεως, βάσει του συνημμένου στις Συνθήκες πρωτοκόλλου για την ενιαία αγορά και τον ανταγωνισμό.

    5.7.1

    Η ΕΟΚΕ θεωρεί μεν θετικό το γεγονός ότι η πρόταση για την καθολική υπηρεσία θεσπίζει στα κράτη μέλη ένα μηχανισμό διαβούλευσης, ο οποίος εγγυάται ότι κατά τη λήψη αποφάσεων λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα συμφέροντα των καταναλωτών, λυπάται όμως που καμία διάταξη δεν αναφέρεται στον ρόλο της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών στη διαβούλευση και στη συμμετοχή της στη διαδικασία λήψης, από τα αρμόδια υπερεθνικά όργανα, των κατάλληλων μέτρων για την αποτελεσματική εφαρμογή στην ΕΕ.

    5.7.2

    Όσον αφορά το υλικό πεδίο της καθολικής υπηρεσίας, η ΕΟΚΕ περιμένει τη σχετική πρόταση που εξήγγειλε φέτος η Επιτροπή για να εκφραστεί οριστικά, επαναλαμβάνοντας (12) εν τω μεταξύ τις αρχές που θεωρεί εφαρμοστέες, ήτοι:

    α)

    διαθεσιμότητα ποιοτικών υπηρεσιών σε δίκαιες, ενδεδειγμένες και προσιτές τιμές·

    β)

    ταχεία και δημόσια ευρυζωνική πρόσβαση στις προηγμένες υπηρεσίες ενημέρωσης και τηλεπικοινωνιών σε όλες τις περιφέρειες·

    γ)

    πρόσβαση όλων των καταναλωτών, ανεξαρτήτως του εισοδήματος και της γεωγραφικής τους θέσης, με δικαίωμα σε τιμολογιακή εξίσωση·

    δ)

    δίκαιη και αμερόληπτη συμβολή όλων των παρόχων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών στη διατήρηση και την προαγωγή της καθολικής υπηρεσίας·

    ε)

    ύπαρξη ειδικών, προβλέψιμων και επαρκών μηχανισμών που εγγυώνται τη διατήρηση και την επέκταση της καθολικής υπηρεσίας, σε συνάρτηση με την τεχνολογία και τις κοινωνικές εξελίξεις·

    στ)

    όποιες άλλες αρχές κριθούν απαραίτητες για την προστασία του δημόσιου συμφέροντος από τις ΕΡΑ·

    ζ)

    δημιουργία «Φόρουμ» και «Παρατηρητηρίου των Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών» σε κοινοτικό επίπεδο, για τη συνεκτίμηση των απόψεων όλων των οικονομικών και κοινωνικών φορέων και των άλλων παραγόντων της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών.

    5.7.3

    Όσον αφορά την καθολική υπηρεσία, η οδηγία θα πρέπει να καλύπτει τις εξής πτυχές:

    α)

    ανάγκη ρύθμισης των υπηρεσιών των φορέων για την εξυπηρέτηση των πελατών, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας επιβολής επιπέδων ποιότητας, όταν η εξυπηρέτηση αρχίζει να υποβαθμίζεται·

    β)

    ρήτρες κυρώσεων, για την επίτευξη μεγαλύτερης νομικής ασφάλειας·

    γ)

    τροποποιήσεις των συμβάσεων·

    δ)

    ελάχιστα επίπεδα ποιότητας για ορισμένες πτυχές και δυνατότητα των ΕΡΑ, εάν το επιθυμούν, να επιβάλλουν ελάχιστα επίπεδα ποιότητας σε όλες τις υπηρεσίες·

    ε)

    αναλυτικούς λογαριασμούς και καλύτερες υπηρεσίες τιμολόγησης, με βάση την αρχή ότι κάθε υπηρεσία που δεν ανήκει στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες αναγράφεται αναλυτικά στους λογαριασμούς·

    στ)

    μεγαλύτερη διαφάνεια των συμβατικών όρων κατά την κοινή σύναψη συμβάσεων για υπηρεσίες και τερματικό εξοπλισμό.

    5.7.4

    Η αύξηση της προστασίας των καταναλωτών, που προβλέπεται στην πρόταση για την καθολική υπηρεσία, δεν τους εγγυάται πλήρως υψηλό επίπεδο προστασίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 153 της ΣΕΚ, αφού δεν προβλέπεται, ως γενική αρχή, το δικαίωμα των συνδρομητών να καταγγέλλουν χωρίς ποινή τις συμβάσεις αορίστου χρόνου με τους παρόχους δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

    5.7.5

    Ωστόσο, υπάρχουν πτυχές στις οποίες η προστασία των καταναλωτών βελτιώνεται, όπως:

    η ενημέρωση για τις τιμές με διαφανή, επικαιροποιημένα και συγκρίσιμα τιμολόγια, καθώς και για τους τύπους των προσφερόμενων υπηρεσιών·

    η τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 που καθιστά δυνατή τη διεθνή συνεργασία για την αποτροπή ανεπιθύμητων πρακτικών όπως το phishing  (13), το cyberstalking και το spoofing.

    5.8

    Όσον αφορά την ιδιωτική ζωή και τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι η πρόταση αποτελεί πρόοδο σε σχέση με την ισχύουσα νομοθεσία και καλεί την Επιτροπή να ενισχύσει την εμπιστευτικότητα των επικοινωνιών που πραγματοποιούνται μέσω των δημόσιων δικτύων και των σχετικών δεδομένων κίνησης, καθώς και των διαθέσιμων στο κοινό ηλεκτρονικών επικοινωνιών, σύμφωνα με τα κριτήρια που έχουν επισημανθεί στη νομολογία του ΔΕΚ (14).

    5.8.1

    Η ΕΟΚΕ είναι υπέρ της ενίσχυσης των ρυθμίσεων των θεμελιωδών δικαιωμάτων που συνδέονται με τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, όπως η προστασία της ιδιωτικής ζωής, η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το απόρρητο των επικοινωνιών, η εμπιστευτικότητα, καθώς και ορισμένες εμπορικές πτυχές που συνδέονται με την πνευματική ιδιοκτησία.

    5.8.2

    Όσον αφορά την ασφάλεια (15), πρέπει να υιοθετηθούν μέτρα που εγγυώνται την ασφάλεια (16) των δικτύων και τη χρήση αρκετά αξιόπιστου υλικού κρυπτογράφησης, για να ενισχυθεί η προστασία της ιδιωτικής ζωής.

    5.8.3

    Η ΕΟΚΕ θεωρεί θετική την εφαρμογή της προστασίας αυτής της οδηγίας στα δημόσια δίκτυα επικοινωνιών που υποστηρίζουν συσκευές συγκέντρωσης δεδομένων και ταυτοποίησης (συμπεριλαμβάνονται οι ανεπαφικές συσκευές, όπως οι Συσκευές Ραδιοσυχνικής Αναγνώρισης — RFID) (17).

    5.9

    Σε σχέση με τα ανεπίκλητα μηνύματα εμπορικού χαρακτήρα (spam), η ΕΟΚΕ επαναλαμβάνει (18) ότι θεωρεί απαραίτητο να ξεκινά πάντοτε η νομοθεσία από την αρχή της ρητής προηγούμενης συγκατάθεσης του καταναλωτή, το συμφέρον του οποίου πρέπει να υπερισχύει, για την αποφυγή ανεπιθύμητων εμπορικών επικοινωνιών. Προς τούτο, θα πρέπει να προβλεφθούν όλα τα απαιτούμενα μέτρα για τη διασφάλιση της τήρησης αυτής της αρχής, αν είναι απαραίτητο μέσω της θέσπισης αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών κυρώσεων.

    Βρυξέλλες, 29 Μαΐου 2008.

    Ο Πρόεδρος

    της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

    Δημήτρης ΔΗΜΗΤΡΙΆΔΗΣ


    (1)  ΕΕ L 344, 28.12.2007, σ. 65.

    (2)  Δημιουργήθηκε με την απόφαση 2002/627/EΚ της Επιτροπής, της 29.7.2002, που τροποποιήθηκε για τελευταία φορά με απόφαση της Επιτροπής της 6.12.2007, ΕΕ L 323, 8.12.2007, σ. 43.

    (3)  Βλ. γνωμοδότηση ΕΕ C 44 της 16.2.2008, σ. 50, εισηγητής: ο κ. Retureau.

    (4)  Διερευνητική γνωμοδότηση με θέμα: «H μελλοντική νομοθεσία για την ηλεκτρονική προσβασιμότητα»ΕΕ C 175, 27.7.2007, σ. 91-95.

    (5)  ΕΕ C 151 της 17.6.2008, σ. 25.

    (6)  Απόφαση του ΔΕΚ της 2.5.2006, υπόθεση C-436/03.

    (7)  Όπου προηγουμένως, επιχειρήματα 44 και 45.

    (8)  Βλ. BAVASSO, A: «Electronics Communications: A New Paradigm for European Regulation», CML Rev. 41, 2004, σ. 110 κ.ε.

    (9)  De STREEL, A: «The Integration of Competition Law Principles in the New European Regulatory Framework for Electronics Communications», World Competition, 26, 2003, σ. 497.

    (10)  Για λεπτομερέστερη ανάλυση αυτών των θεμάτων, βλ. MOREIRO GONZÁLEZ, Carlos J.: Las cláusulas de Seguridad Nacional. Iustel, 207, σ. 26-31 και 53-64.

    (11)  Βλ. τις γνωμοδοτήσεις CESE 207/2008 (που υιοθετήθηκε στις 14.2.2008), εισηγητής: ο κ. Hencks.

    (12)  Γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ που υιοθετήθηκε κατά τη σύνοδο ολομέλειας της 28ης Φεβρουαρίου και 1ης Μαρτίου 2001, ΕΕ C 139, της 11.5.2001, σ. 15.

    (13)  Μια τεχνική απάτης που συνίσταται στην υποκλοπή —χωρίς τη συγκατάθεση του ενδιαφερομένου— των στοιχείων πρόσβασης στον τρεχούμενο τραπεζικό λογαριασμό του για να αποκτήσουν πρόσβαση σ' αυτόν και να εκτρέψουν τους πόρους.

    (14)  Βλ. ιδίως απόφαση του ΔΕΚ της 29ης Ιανουαρίου 2008 (υπόθεση C-275/06).

    (15)  H EOKE καταρτίζει επί του παρόντος γνωμοδότηση (ΙΝΤ/417) DT R/CESE 480/2008 σχετικά με την καταπολέμηση της απάτης και της παραποίησης των μέσων πληρωμής.

    (16)  Βλ. τη γνωμοδότηση με τον «Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών», εισηγητής: ο κ. Retureau, ΕΕ C 48 της 21.2.2002, σ. 20.

    (17)  Βλ. τη γνωμοδότηση σχετικά με την «Ραδιοσυχνική αναγνώριση (RFID)», εισηγητής: ο κ. Morgan,, ΕΕ C 256 της 27.10.2007, σ. 66.

    (18)  Γνωμοδότηση που υιοθετήθηκε κατά τη σύνοδο ολομέλειας της 24ης και 25ης Ιανουαρίου 2001, ΕΕ C 123, 25.4.2001, σ. 53.


    Top