Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62017TN0341

    Υπόθεση T-341/17: Προσφυγή της 31ης Μαΐου 2017 — British Airways κατά Επιτροπής

    ΕΕ C 239 της 24.7.2017, p. 62–63 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    24.7.2017   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 239/62


    Προσφυγή της 31ης Μαΐου 2017 — British Airways κατά Επιτροπής

    (Υπόθεση T-341/17)

    (2017/C 239/74)

    Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

    Διάδικοι

    Προσφεύγουσα: British Airways plc (Harmondsworth, Ηνωμένο Βασίλειο) (εκπρόσωποι: J. Turner, QC, R. O’Donoghue, Barrister, και A. Lyle-Smythe, Solicitor)

    Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

    Αιτήματα

    Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    να ακυρώσει, εν όλω ή εν μέρει, την απόφαση C(2017) 1742 τελικό της Επιτροπής, της 17ης Μαρτίου 2017, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ και του άρθρου 8 της Συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τις αεροπορικές μεταφορές (Υπόθεση ΑΤ.39258 — Αεροπορικές μεταφορές φορτίου)·

    περαιτέρω ή επικουρικώς, να ακυρώσει ή μειώσει, κατ’ ενάσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, το πρόστιμο που της επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση·

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

    Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

    Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει εννέα λόγους ακυρώσεως.

    1.

    Πρώτον, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε νομικό σφάλμα και/ή σε παράβαση ουσιώδους τύπου, εκδίδοντας απόφαση περί διαπιστώσεως παραβάσεως η οποία βασίστηκε σε δύο αντιφατικές πραγματικές και νομικές εκτιμήσεις, με συνέπεια να είναι ανακόλουθη, να μη συνάδει προς την αρχή της ασφάλειας του δικαίου και να μπορεί να προκαλέσει σύγχυση στο πλαίσιο της έννομης τάξεως της Ένωσης.

    2.

    Δεύτερον, ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 266 ΣΛΕΕ, στο μέτρο που, με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως εις βάρος της προσφεύγουσας, έλαβε μέτρο το οποίο προοριζόταν να διορθώσει τα διαπιστωθέντα από το Γενικό Δικαστήριο στην υπόθεση T-48/11 ουσιώδη σφάλματα, τα οποία όμως, αντί να αποκατασταθούν, επιδεινώθηκαν.

    3.

    Τρίτον, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε νομικό σφάλμα και/ή σε παράβαση ουσιώδους τύπου, καθόσον δεν αιτιολόγησε επαρκώς την επιβολή του προστίμου στην προσφεύγουσα. Κατά την προσφεύγουσα, η επιβολή προστίμου βασίστηκε σε διαπίστωση παραβάσεων η οποία όχι μόνον δεν περιεχόταν στην προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά και αντιφάσκει προς τις διαπιστώσεις που όντως περιέχονται σε αυτήν. Περαιτέρω ή επικουρικώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, με την προσέγγιση που ακολούθησε, υπερέβη τα όρια των αρμοδιοτήτων της.

    4.

    Τέταρτον, ότι η Επιτροπή δεν είχε αρμοδιότητα να εφαρμόσει το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και/ή το άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ ως προς τους προβαλλόμενους περιορισμούς του ανταγωνισμού αναφορικά με την παροχή υπηρεσιών αεροπορικής μεταφοράς φορτίων σε δρομολόγια επιστροφής σε αερολιμένες της ΕΕ και του ΕΟΧ. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι τέτοιοι περιορισμοί δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του άρθρου 53 ΕΟΧ.

    5.

    Πέμπτον, ότι η Επιτροπή εσφαλμένως εφάρμοσε το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και/ή το άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ στον συντονισμό όσον αφορά τα πρόσθετα τέλη κατά την παροχή υπηρεσιών αεροπορικής μεταφοράς φορτίων με προέλευση/προορισμό αερολιμένες ορισμένων χωρών, λόγω των ισχυόντων νομικών και ρυθμιστικών καθεστώτων και των πρακτικών συνεπειών τους, και ότι η συνακόλουθη μείωση του προστίμου ήταν αυθαίρετη και ανεπαρκής. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι, εν πάση περιπτώσει, η αιτιολογία της Επιτροπής όσον αφορά ορισμένες δικαιοδοσίες είναι προδήλως ανεπαρκής.

    6.

    Έκτον, ότι η Επιτροπή εσφαλμένως έκρινε ότι η προσφεύγουσα μετείχε σε παράβαση σχετική με τη (μη) καταβολή προμηθειών επί των προσθέτων τελών.

    7.

    Έβδομον, ότι η Επιτροπή δεν υπολόγισε ορθώς την «αξία των πωλήσεων», βάσει της οποίας επέβαλε τα οριζόμενα στην απόφαση πρόστιμα. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη της μόνο τα έσοδα που αφορούσαν τα πρόσθετα τέλη και όφειλε να εξαιρέσει τον κύκλο εργασιών που αφορούσαν υπηρεσίες παρεχόμενες σε πτήσεις επιστροφής στην ΕΕ ή στον ΕΟΧ.

    8.

    Όγδοον, ότι παρόλο που η προσφεύγουσα ήταν κατ’ ουσίαν η πρώτη επιχείρηση που υπέβαλε αίτηση επιείκειας, μετά την αίτηση απαλλαγής που υποβλήθηκε από άλλη επιχείρηση, και προσκόμισε στοιχεία που αντιπροσώπευαν σημαντική προστιθέμενη αξία, εντούτοις, η Επιτροπή εσφαλμένως έκρινε ότι η προσφεύγουσα ήταν η ένατη αιτούσα στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί επιείκειας και ότι, επομένως, δικαιούταν μείωση του προστίμου μόνον κατά 10 %.

    9.

    Ένατον, ότι η Επιτροπή έσφαλε ως προς τον χρόνο ενάρξεως της παραβάσεως της προσφεύγουσας. Κατά την προσφεύγουσα, ο κρίσιμος χρόνος ήταν ο Οκτώβριος του 2001 και τα στοιχεία που προβλήθηκαν για να αποδειχθεί ότι η παράβαση άρχισε σε προγενέστερη ημερομηνία δεν ήταν επαρκή κατά νόμον.


    Top