This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62013CJ0021
Judgment of the Court (Second Chamber), 4 September 2014.#Simon, Evers & Co. GmbH v Hauptzollamt Hamburg-Hafen.#Request for a preliminary ruling from the Finanzgericht Hamburg.#Reference for a preliminary ruling — Commercial policy — Anti-dumping duties — Regulation (EC) No 499/2009 — Validity — Imports of products originating in China — Imports of the same products consigned from Thailand — Circumvention — Proof — Refusal to cooperate.#Case C‑21/13.
Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 4ης Σεπτεμβρίου 2014.
Simon, Evers & Co. GmbH κατά Hauptzollamt Hamburg-Hafen.
Αίτηση του Finanzgericht Hamburg για την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή — Εμπορική πολιτική — Δασμοί αντιντάμπινγκ — Κανονισμός (ΕΚ) 499/2009 — Κύρος — Εισαγόμενα προϊόντα καταγωγής Κίνας — Εισαγωγή των ίδιων προϊόντων αποστελλόμενων από την Ταϊλάνδη — Παράκαμψη — Απόδειξη — Άρνηση συνεργασίας.
Υπόθεση C‑21/13.
Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 4ης Σεπτεμβρίου 2014.
Simon, Evers & Co. GmbH κατά Hauptzollamt Hamburg-Hafen.
Αίτηση του Finanzgericht Hamburg για την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή — Εμπορική πολιτική — Δασμοί αντιντάμπινγκ — Κανονισμός (ΕΚ) 499/2009 — Κύρος — Εισαγόμενα προϊόντα καταγωγής Κίνας — Εισαγωγή των ίδιων προϊόντων αποστελλόμενων από την Ταϊλάνδη — Παράκαμψη — Απόδειξη — Άρνηση συνεργασίας.
Υπόθεση C‑21/13.
Court reports – general
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2014:2154
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (δεύτερο τμήμα)
της 4ης Σεπτεμβρίου 2014 ( *1 )
«Προδικαστική παραπομπή — Εμπορική πολιτική — Δασμοί αντιντάμπινγκ — Κανονισμός (ΕΚ) 499/2009 — Κύρος — Εισαγόμενα προϊόντα καταγωγής Κίνας — Εισαγωγή των ίδιων προϊόντων αποστελλόμενων από την Ταϊλάνδη — Παράκαμψη — Απόδειξη — Άρνηση συνεργασίας»
Στην υπόθεση C‑21/13,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ που υπέβαλε το Finanzgericht Hamburg (Γερμανία) με απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2012, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Ιανουαρίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης
Simon, Evers & Co. GmbH
κατά
Hauptzollamt Hamburg-Hafen,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),
συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, J. L. da Cruz Vilaça (εισηγητή), Γ. Αρέστη, J.‑C. Bonichot και A. Arabadjiev, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: Y. Bot
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
— |
η Simon, Evers & Co. GmbH, εκπροσωπούμενη από τον H. Henninger, Rechtsanwalt, |
— |
η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Τασσοπούλου και τον K. Μπόσκοβιτς, |
— |
η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους A. Coutinho da Silva και L. Inez Fernandes, |
— |
το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από την S. Boelaert, επικουρούμενη από την A. Polcyn, avocate, |
— |
η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον T. Maxian Rusche, |
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 10ης Απριλίου 2014,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 |
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά το κύρος του κανονισμού (ΕΚ) 499/2009 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουνίου 2009, για την επέκταση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1174/2005 στις εισαγωγές τροχοφόρων φορείων και των βασικών μερών τους, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, στις εισαγωγές του ίδιου προϊόντος που αποστέλλονται από την Ταϊλάνδη, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Ταϊλάνδης είτε όχι (ΕΕ L 151, σ. 1, στο εξής: επίμαχος κανονισμός). |
2 |
Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Simon, Evers & Co. GmbH (στο εξής: Simon Evers) και του Hauptzollamt Hamburg-Hafen (κεντρικού τελωνείου του λιμένα του Αμβούργου, στο εξής: Hauptzollamt), σχετικά με την απόφαση του τελευταίου να επιβάλει στη Simon Evers δασμούς αντιντάμπινγκ. |
Το νομικό πλαίσιο
3 |
Οι διατάξεις που ρυθμίζουν την εφαρμογή των μέτρων αντιντάμπινγκ από την Ευρωπαϊκή Ένωση και οι οποίες ίσχυαν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης περιλαμβάνονταν στον κανονισμό (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 56, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 461/2004 του Συμβουλίου, της 8ης Μαρτίου 2004 (ΕΕ L 77, σ. 12, στο εξής: βασικός κανονισμός). |
4 |
Το άρθρο 13 του βασικού κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Καταστρατήγηση» [παράκαμψη], όριζε τα εξής: «1. Οι δασμοί αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού μπορούν να επεκταθούν έναντι των εισαγωγών από τρίτες χώρες του ομοειδούς προϊόντος […], όταν λαμβάνει χώρα καταστρατήγηση [παράκαμψη] των ισχυόντων μέτρων. […] Με τον όρο καταστρατήγηση [παράκαμψη] νοείται κάθε μεταβολή των τρόπων διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών μεταξύ τρίτων χωρών και της Κοινότητας ή μεταξύ ατομικών εταιρειών στη χώρα που υπόκειται στα μέτρα και της Κοινότητας, η οποία απορρέει από μια πρακτική, διαδικασία ή εργασία, για την οποία δεν υφίσταται ικανός αποχρών λόγος ή άλλη οικονομική δικαιολογία, πλην της επιβολής του δασμού, ενώ παράλληλα υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για ζημία ή στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι εξουδετερώνονται οι επανορθωτικές συνέπειες του δασμού όσον αφορά τις τιμές ή/και τις ποσότητες του ομοειδούς προϊόντος και όταν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι ασκείται πρακτική ντάμπινγκ σχετικά με τις κανονικές αξίες που έχουν ήδη προσδιορισθεί για το ομοειδές προϊόν, αν χρειαστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2. […] 2. Μια συναρμολόγηση στην Κοινότητα ή σε τρίτη χώρα γίνεται δεκτό ότι καταστρατηγεί [παρακάμπτει] τα ισχύοντα μέτρα όταν:
[...] και
3. Οι έρευνες κινούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή με αίτηση κράτους μέλους ή οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου μέρους με βάση επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα θέματα για τα οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1. Η έρευνα αρχίζει, αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής, με κανονισμό της Επιτροπής, με τον οποίον μπορεί επιπλέον να καλούνται οι τελωνειακές αρχές να υποβάλουν τις επίμαχες εισαγωγές υποχρεωτικά σε καταγραφή, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 5, ή να ζητήσουν τη σύσταση εγγύησης. Οι έρευνες διεξάγονται από την Επιτροπή, η οποία είναι δυνατό να επικουρείται από τις τελωνειακές αρχές, και πρέπει να ολοκληρώνονται εντός εννέα μηνών. Όταν τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν εξακριβωθεί τελικώς, δικαιολογούν την επέκταση της ισχύος των μέτρων, τότε αυτή αποφασίζεται από το Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής. [...] [...]» |
5 |
Κατά το άρθρο 14, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού: «Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή σε μηνιαία βάση τα στοιχεία για το εισαγωγικό εμπόριο των προϊόντων σε σχέση με τα οποία διεξάγεται έρευνα ή έχουν επιβληθεί μέτρα, καθώς και για το ύψος των δασμών που εισπράττονται βάσει του παρόντος κανονισμού.» |
6 |
Το άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 6, του βασικού κανονισμού έχει ως εξής: «1. Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται την πρόσβαση σε απαραίτητες πληροφορίες ή γενικότερα δεν τις παρέχει εντός των προθεσμιών που προβλέπει ο παρών κανονισμός ή παρεμποδίζει σημαντικά την έρευνα, επιτρέπεται να συνάγονται προσωρινά ή τελικά συμπεράσματα, είτε καταφατικά είτε αποφατικά, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία. [...] Τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με τις συνέπειες που επισύρει τυχόν άρνηση συνεργασίας. [...] 6. Σε περίπτωση που ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν συνεργάζεται ή συνεργάζεται μόνον εν μέρει, και, ως εκ τούτου, δεν γνωστοποιούνται χρήσιμα στοιχεία, η προκύπτουσα κατάσταση ενδέχεται να είναι λιγότερο ευνοϊκή για το συγκεκριμένο μέρος απ’ ό,τι θα ήταν εάν αυτό είχε συνεργασθεί.» |
7 |
Κατόπιν έρευνας που διεξήγαγε η Επιτροπή από την 1η Απριλίου 2003 έως τις 31 Μαρτίου 2004 (στο εξής: αρχική έρευνα), η Ένωση εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 1174/2005 του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2005, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και για την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές τροχοφόρων φορείων και των βασικών μερών τους καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 189, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 684/2008 του Συμβουλίου, της 17 Ιουλίου 2008 (ΕΕ L 192, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1174/2005). |
8 |
Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1174/2005: «Επιβάλλεται οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές τροχοφόρων φορείων και των βασικών μερών τους, δηλαδή των βάσεων και των υδραυλικών συστημάτων τους, που εμπίπτουν στους κωδικούς ΣΟ ex 8427 90 00 και ex 8431 20 00 (κωδικοί Taric 8427 90 00 10 και 8431 20 00 10), καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. [...]» |
9 |
Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού (ΕΚ) 923/2008 της Επιτροπής, της 12ης Σεπτεμβρίου 2008, για την έναρξη έρευνας σχετικά με την πιθανή καταστρατήγηση [παράκαμψη] των μέτρων αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1174/2005 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 684/2008, στις εισαγωγές τροχοφόρων φορείων και των βασικών μερών τους καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, από εισαγωγές τροχοφόρων φορείων και των βασικών μερών τους που αποστέλλονται από την Ταϊλάνδη, ανεξάρτητα από το αν έχουν δηλωθεί ως καταγωγής Ταϊλάνδης ή όχι και για την υπαγωγή των εν λόγω εισαγωγών σε καταγραφή (ΕΕ L 252, σ. 3), η Επιτροπή αποφάσισε να διεξαγάγει έρευνα (στο εξής: έρευνα για παράκαμψη) βάσει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων τα οποία, κατά την άποψή της, κατεδείκνυαν εκ πρώτης όψεως ότι τα μέτρα αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν στις εισαγωγές τροχοφόρων φορείων καταγωγής Κίνας παρακάμπτονταν μέσω εργασιών συναρμολόγησης του επίμαχου προϊόντος στην Ταϊλάνδη. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό 923/2008. |
10 |
Κατά την αιτιολογική σκέψη 10 του επίμαχου κανονισμού, η έρευνα για την παράκαμψη κάλυψε την περίοδο από την 1η Σεπτεμβρίου 2007 έως την 31η Αυγούστου 2008 (στο εξής: περίοδος έρευνας). |
11 |
Κατά την αιτιολογική σκέψη 6 του επίμαχου κανονισμού, «[η] Επιτροπή ενημέρωσε επισήμως τις αρχές της ΛΔΚ και της Ταϊλάνδης, τους παραγωγούς-εξαγωγείς της ΛΔΚ και της Ταϊλάνδης, τους κοινοτικούς εισαγωγείς που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται και τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής σχετικά με την έναρξη της έρευνας [για την παράκαμψη]. Απεστάλησαν ερωτηματολόγια στους παραγωγούς-εξαγωγείς της ΛΔΚ και της Ταϊλάνδης, καθώς επίσης και στους εισαγωγείς της Κοινότητας που ήταν γνωστοί στην Επιτροπή από την αρχική έρευνα και στα μέρη που είχαν αναγγελθεί εντός των προθεσμιών που προέβλεπε το άρθρο 3 του κανονισμού [923/2008]. Τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν τη δυνατότητα να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν να γίνουν δεκτά σε ακρόαση εντός της προθεσμίας που καθοριζόταν στον [κανονισμό αυτό]. Όλα τα μέρη ενημερώθηκαν για το γεγονός ότι η άρνηση συνεργασίας μπορεί να οδηγήσει στην εφαρμογή του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού και στη συναγωγή συμπερασμάτων με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία». |
12 |
Από την αιτιολογική σκέψη 7 του επίμαχου κανονισμού προκύπτει ότι δεν ελήφθη καμία απάντηση στα ερωτηματολόγια από τους παραγωγούς-εξαγωγείς της Ταϊλάνδης και ότι η Επιτροπή δεν έλαβε καμία παρατήρηση εκ μέρους των ταϊλανδικών αρχών. |
13 |
Η αιτιολογική σκέψη 8 του επίμαχου κανονισμού αναφέρει ότι «[έ]νας κινέζος παραγωγός-εξαγωγέας απάντησε στο ερωτηματολόγιο, δηλώνοντας τις εξαγωγικές του πωλήσεις στην ΕΚ, καθώς και μερικές άνευ σημασίας εξαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος στην Ταϊλάνδη. Δεν παρελήφθησαν σχόλια από τις κινεζικές αρχές». |
14 |
Επιπλέον, από την αιτιολογική σκέψη 9 του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι «εννέα κοινοτικοί εισαγωγείς υπέβαλαν απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο, αναφέροντας τις εισαγωγές τους από την Κίνα και την Ταϊλάνδη. Γενικά, από τις απαντήσεις τους συνάγεται ότι το 2006, δηλαδή το έτος μετά την έναρξη ισχύος του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ, σημειώθηκε αύξηση των εισαγωγών από την Ταϊλάνδη και αιφνίδια μείωση των εισαγωγών από τη ΛΔΚ. Τα επόμενα έτη οι εισαγωγές από τη ΛΔΚ αυξήθηκαν πάλι ενώ ταυτοχρόνως οι εισαγωγές από την Ταϊλάνδη μειώθηκαν ελαφρώς, ωστόσο παρέμειναν σε επίπεδα σαφώς υψηλότερα του 2005». |
15 |
Όσον αφορά τη μεταβολή του τρόπου διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών μεταξύ τρίτων χωρών και Ένωσης, οι αιτιολογικές σκέψεις 16 έως 21 του επίμαχου κανονισμού ορίζουν τα εξής:
|
16 |
Κατόπιν της έρευνας για την παράκαμψη εκδόθηκε ο επίμαχος κανονισμός. |
17 |
Το άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής: «1. Ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ που εφαρμόζεται σε «όλες τις λοιπές εταιρείες» και ο οποίος επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1174/2005 στις εισαγωγές τροχοφόρων φορείων και των βασικών μερών τους, δηλαδή των βάσεων και των υδραυλικών συστημάτων τους, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 του κανονισμού [1174/2005], καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, επεκτείνεται στα τροχοφόρα φορεία και στα βασικά μέρη τους, δηλαδή στις βάσεις και στα υδραυλικά τους συστήματα, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 του κανονισμού [1174/2005] που εμπίπτουν στους κωδικούς ΣΟ ex 8427 90 00 και ex 8431 20 00 (κωδικοί TARIC 8427 90 00 11 και 8431 20 00 11) που αποστέλλονται από την Ταϊλάνδη, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Ταϊλάνδης είτε όχι. 2. Ο δασμός που επεκτείνεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 εισπράττεται για τις εισαγωγές που καταχωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 923/2008 της Επιτροπής και με το άρθρο 13 παράγραφος 3 και το άρθρο 14 παράγραφος 5 του [βασικού] κανονισμού. [...]» |
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
18 |
Τον Οκτώβριο του 2008 η Simon Evers εισήγαγε από την Ταϊλάνδη τροχοφόρα φορεία. |
19 |
Στις 12 Αυγούστου 2009, με πράξη επιβολής εισαγωγικών δασμών και φόρων, το Hauptzollamt, βασιζόμενο στον επίμαχο κανονισμό, ζήτησε από τη Simon Evers να καταβάλει δασμό αντιντάμπινγκ ύψους 9666,90 ευρώ. |
20 |
Μετά την απόρριψη από το Hauptzollamt, με απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2011, της ενστάσεως που άσκησε κατά της εν λόγω πράξεως ως αβάσιμης, η Simon Evers προσέφυγε ενώπιον του Finanzgericht Hamburg. |
21 |
Το ανωτέρω δικαστήριο εκφράζει επιφυλάξεις ως προς εάν πληρούνται στην υπόθεση της κύριας δίκης οι προβλεπόμενες στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού προϋποθέσεις σχετικά με τη διαπίστωση παρακάμψεως των δασμών αντιντάμπινγκ. Ειδικότερα, διερωτάται ως προς το εάν η μεταβολή του όγκου των επίμαχων εξαγωγών από τρίτες χώρες καθιστά δυνατή, αυτή καθαυτήν, τη σύνδεση των εισαγωγών από τη χώρα που υπόκειται σε δασμό αντιντάμπινγκ και εκείνων από τη χώρα στην οποία πρέπει να επεκταθεί ο δασμός αντιντάμπινγκ. Όσον αφορά την εξέλιξη των εισαγωγών από την Ταϊλάνδη, το Finanzgericht Hamburg παρατηρεί ότι αυτές, μετά από μια σημαντική αύξηση κατά το έτος 2007, μειώθηκαν αισθητά κατά τη διάρκεια της περιόδου της έρευνας. |
22 |
Το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει, εξάλλου, ως προς το κατά πόσον η μεταβολή του τρόπου διεξαγωγής των συναλλαγών μεταξύ των τρίτων χωρών και της Ένωσης ενδέχεται να οφείλεται στην επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ επί των τροχοφόρων φορείων καταγωγής Κίνας ενώ, κατά τη διάρκεια της περιόδου της έρευνας, οι ίδιες οι εισαγωγές από την Κίνα αυξήθηκαν σημαντικά. Ελλείψει, όμως, αποδείξεων ικανών, αφενός, να εξηγήσουν τη σαφή αύξηση των εξαγωγών από την Ταϊλάνδη και, αφετέρου, να τεκμηριώσουν την απουσία πραγματικών δραστηριοτήτων κατασκευής τροχοφόρων φορείων στην Ταϊλάνδη, θα ήταν προφανώς τουλάχιστον αμφίβολο κατά πόσον μπορεί να συναχθεί ότι, ελλείψει κάθε άλλου αποχρώντος λόγου ή οικονομικής δικαιολογίας κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, η μεταβολή του τρόπου διεξαγωγής των συναλλαγών οφείλεται στην επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ επί των τροχοφόρων φορείων καταγωγής Κίνας. |
23 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Finanzgericht Hamburg αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα: «Είναι άκυρος ο [επίδικος] κανονισμός, για τον λόγο ότι η Επιτροπή, παραλείποντας να λάβει υπόψη τις προκύπτουσες από το άρθρο 13 του [βασικού] κανονισμού προϋποθέσεις για τη διαπίστωση της καταστρατηγήσεως [παρακάμψεως] μέτρων αντιντάμπινγκ, έκανε δεκτή την ύπαρξη παρακάμψεως εξαιτίας και μόνον του γεγονότος ότι μετά τη θέσπιση των μέτρων αυξήθηκε σημαντικά ο όγκος των σχετικών εξαγωγών από την Ταϊλάνδη, μολονότι η Επιτροπή δεν προέβη σε περαιτέρω συγκεκριμένες διαπιστώσεις, προβάλλοντας έλλειψη συνεργασίας εκ μέρους των Ταϊλανδών εξαγωγέων;» |
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
24 |
Πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι, με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί κατά πόσον ο επίμαχος κανονισμός είναι άκυρος διότι τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν απέδειξαν επαρκώς κατά νόμο την ύπαρξη «παρακάμψεως», κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, καθότι δεν περιέγραψαν τα χαρακτηριστικά, αφενός, της μεταβολής του τρόπου διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών μεταξύ τρίτων χωρών και Ένωσης και, αφετέρου, της υπάρξεως πρακτικών, διαδικασιών ή εργασιών για τις οποίες δεν υφίσταται αποχρών λόγος ή άλλη οικονομική δικαιολογία πλην της επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ, ελλείψει συνεργασίας των Ταϊλανδών εξαγωγέων. |
25 |
Στις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσε στο Δικαστήριο, η Simon Evers προέβαλε έναν ακόμα λόγο ακυρότητας του επίμαχου κανονισμού, ο οποίος στηρίζεται στο γεγονός ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν απέδειξαν ότι οι επανορθωτικές συνέπειες του δασμού αντιντάμπινγκ είχαν εξουδετερωθεί όσον αφορά τις τιμές και/ή τις ποσότητες των ομοειδών προϊόντων. |
26 |
Κατά πάγια νομολογία, η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ στηρίζεται στη σαφή διάκριση των αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, με συνέπεια να εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί, να εκτιμήσει, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Hoesch Metals and Alloys, C‑373/08, EU:C:2010:68, σκέψη 59). |
27 |
Κατά πάγια νομολογία, προκύπτει, επίσης, ότι το άρθρο 267 ΣΛΕΕ δεν συνιστά ένδικο βοήθημα παρεχόμενο στους διαδίκους διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, οπότε το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να εκτιμήσει το κύρος του δικαίου της Ένωσης για τον λόγο και μόνον ότι ένας από τους διαδίκους προέβαλε ενώπιόν του το ζήτημα αυτό με τις γραπτές του παρατηρήσεις (βλ. απόφαση MSD Sharp & Dohme, C‑316/09, EU:C:2011:275, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
28 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, η εξέταση του κύρους του επίμαχου κανονισμού δεν μπορεί να επεκταθεί επί λόγων που δεν έχουν προβληθεί από το αιτούν δικαστήριο (βλ. απόφαση Nuova Agricast, C‑390/06, EU:2008:224, σκέψη 44). |
Επί του κύρους του επίμαχου κανονισμού
29 |
Κατά πάγια νομολογία, στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και, ειδικότερα, των μέτρων εμπορικής άμυνας, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων που πρέπει να εξετάζουν. Ως προς τον δικαστικό έλεγχο αυτής της εκτιμήσεως, αυτός πρέπει επομένως να περιορίζεται στον έλεγχο τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας, του υποστατού των περιστατικών επί των οποίων στηρίχθηκε η επίμαχη επιλογή και της απουσίας πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή καταχρήσεως εξουσίας (βλ. απόφαση Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP, C‑191/09 P και C‑200/09 P, EU:C:2012:78, σκέψη 63 ανωτέρω καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
30 |
Όσον ειδικότερα αφορά την παράκαμψη των μέτρων αντιντάμπινγκ, το άρθρο 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού ορίζει ότι αυτή συνίσταται σε μεταβολή των τρόπων διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών μεταξύ τρίτων χωρών και της Ένωσης, η οποία απορρέει από μια πρακτική, διαδικασία ή εργασία για τις οποίες δεν υφίσταται αποχρών λόγος ή άλλη οικονομική δικαιολογία, πλην της επιβολής του δασμού, ενώ παράλληλα υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για ζημία ή στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι εξουδετερώνονται οι επανορθωτικές συνέπειες του δασμού όσον αφορά τις τιμές ή/και τις ποσότητες του ομοειδούς προϊόντος. |
31 |
Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, απόκειται στην Επιτροπή να κινήσει έρευνα με βάση αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτουν εκ πρώτης όψεως πρακτικές παρακάμψεως. Εάν από τα πραγματικά περιστατικά που εξακριβώθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη τέτοιας παρακάμψεως, η Επιτροπή προτείνει στο Συμβούλιο την επέκταση των μέτρων αντιντάμπινγκ. |
32 |
Εντούτοις, καμία διάταξη του βασικού κανονισμού δεν παρέχει στην Επιτροπή, στο πλαίσιο έρευνας για την ύπαρξη παρακάμψεως, την εξουσία να υποχρεώσει τους παραγωγούς ή τους εξαγωγείς, τους οποίους αφορά η καταγγελία, να συμμετάσχουν στην έρευνα ή να προσκομίσουν πληροφορίες. Επομένως, η Επιτροπή στηρίζεται στην οικειοθελή συνεργασία των ενδιαφερομένων μερών προκειμένου να λάβει τις απαραίτητες πληροφορίες. |
33 |
Για τον λόγο αυτόν, ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε στο άρθρο 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού ότι, όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται την πρόσβαση σε απαραίτητες πληροφορίες ή γενικότερα δεν τις παρέχει ή παρεμποδίζει σημαντικά την έρευνα, επιτρέπεται να συνάγονται προσωρινά ή τελικά συμπεράσματα, είτε καταφατικά είτε αποφατικά, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία. |
34 |
Επιπλέον, το άρθρο 18, παράγραφος 6, του ίδιου κανονισμού διευκρινίζει ότι, σε περίπτωση που ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν συνεργάζεται ή συνεργάζεται μόνον εν μέρει και, ως εκ τούτου, δεν γνωστοποιούνται χρήσιμα στοιχεία, η προκύπτουσα κατάσταση ενδέχεται να είναι λιγότερο ευνοϊκή για το συγκεκριμένο μέρος απ’ ό,τι θα ήταν εάν αυτό είχε συνεργασθεί. |
35 |
Καίτοι είναι αληθές ότι ο βασικός κανονισμός, και ιδίως το άρθρο 13, παράγραφος 3, αυτού, καθιερώνει την αρχή κατά την οποία τα θεσμικά όργανα της Ένωσης φέρουν το βάρος να αποδείξουν την παράκαμψη, εντούτοις, προβλέποντας, στην περίπτωση μη συνεργασίας των ενδιαφερομένων μερών, ότι τα θεσμικά αυτά όργανα μπορούν να στηρίξουν το πόρισμα έρευνας για την ύπαρξη παρακάμψεως στα διαθέσιμα στοιχεία και ότι τα μέρη που δεν συνεργάστηκαν σε αυτήν την έρευνα διατρέχουν τον κίνδυνο να περιέλθουν σε λιγότερο ευνοϊκή κατάσταση, οι παράγραφοι 1 και 6 του άρθρο 18 του βασικού κανονισμού αποσκοπούν σαφώς στο να μετριασθεί το εν λόγω βάρος. |
36 |
Ασφαλώς, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 68 και 69 των προτάσεών του, από το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης δεν ήταν να καθιερώσει τεκμήριο εκ του νόμου που να επιτρέπει την ευθεία συναγωγή παρακάμψεως από την άρνηση συνεργασίας των ενδιαφερομένων ή οικείων μερών και, συνεπώς, να απαλλάσσει τα θεσμικά όργανα της Ένωσης από κάθε ανάγκη αποδείξεως. Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη της δυνατότητας συναγωγής ακόμη και τελικών συμπερασμάτων βάσει των διαθέσιμων στοιχείων και της μεταχειρίσεως του μέρους, το οποίο αρνείται να συνεργασθεί ή συνεργάζεται μόνον εν μέρει, κατά τρόπο λιγότερο ευνοϊκό από ό,τι εάν είχε συνεργασθεί, είναι εξίσου προφανές ότι επιτρέπεται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης να στηρίζονται σε δέσμη συγκλινουσών ενδείξεων από τις οποίες να μπορεί να συναχθεί η παράκαμψη κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού. |
37 |
Κάθε άλλη λύση εγκυμονεί τον κίνδυνο να υπονομεύεται η αποτελεσματικότητα των μέτρων εμπορικής άμυνας της Ένωσης, οσάκις τα θεσμικά όργανα της Ένωση έρχονται αντιμέτωπα με άρνηση συνεργασίας στο πλαίσιο έρευνας για τη διαπίστωση παρακάμψεως. |
38 |
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων πρέπει να εκτιμηθεί το ζήτημα κύρους του επίμαχου κανονισμού. |
39 |
Κατά πρώτο λόγο, πρέπει να υπομνησθεί ότι, εν προκειμένω, οι παραγωγοί‑εξαγωγείς της Ταϊλάνδης, καθώς και οι αρχές της Ταϊλάνδης, δεν συνεργάστηκαν στην έρευνα για παράκαμψη. Επιπλέον, ένας μόνον Κινέζος παραγωγός-εξαγωγέας δήλωσε τις εξαγωγικές του πωλήσεις στην Ένωση, καθώς και μερικές άνευ σημασίας εξαγωγές στην Ταϊλάνδη, ενώ οι κινεζικές αρχές δεν διατύπωσαν καμία παρατήρηση. |
40 |
Όπως δε προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 6 του επίμαχου κανονισμού, η Επιτροπή ενημέρωσε τις κινεζικές αρχές και τις αρχές της Ταϊλάνδης, τους οικείους παραγωγούς-εξαγωγείς και κοινοτικούς εισαγωγείς, καθώς και τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής σχετικά με την έναρξη της έρευνας για παράκαμψη. Επιπλέον, απεστάλησαν ερωτηματολόγια στους προμνησθέντες παραγωγούς-εξαγωγείς και στους εισαγωγείς της Κοινότητας, οπότε οι τελευταίοι είχαν, επομένως, τη δυνατότητα να κοινοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να γίνουν δεκτοί σε ακρόαση από την Επιτροπή. |
41 |
Λόγω της αρνήσεως συνεργασίας των ως άνω ενδιαφερομένων, ο όγκος και η αξία των ταϊλανδικών και κινεζικών εξαγωγών τροχοφόρων φορείων στην Ένωση καθορίστηκαν από το Συμβούλιο με βάση τα διαθέσιμα μόνον στοιχεία, ήτοι στατιστικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από τα κράτη μέλη και επεξεργάστηκε η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού, καθώς και στατιστικά στοιχεία της Eurostat. |
42 |
Βάσει των πληροφοριών αυτών τα θεσμικά όργανα της Ένωσης μπόρεσαν να συναγάγουν ότι, κατόπιν της επιβολής μέτρων αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές τροχοφόρων φορείων καταγωγής Κίνας, οι εισαγωγές τροχοφόρων φορείων καταγωγής Ταϊλάνδης αυξήθηκαν από 7458 φορεία το 2005 σε 64706 φορεία το 2007 και μειώθηκαν σε 42056 φορεία κατά την περίοδο της έρευνας. Τούτο αντιπροσώπευε αύξηση κατά 868 % μεταξύ των ετών 2005 και 2007 και, κατά την περίοδο της έρευνας, αύξηση κατά 564 % σε σχέση με το 2005. |
43 |
Όσον αφορά τις εισαγωγές στην Ένωση τροχοφόρων φορείων καταγωγής Κίνας, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης επισήμαναν ότι αυτές αυξήθηκαν από 240639 φορεία το 2005 σε 538271 φορεία το 2007 και σε 584786 κατά την περίοδο της έρευνας. Βάσει των πληροφοριών που διέθεταν τα θεσμικά όργανα, η αύξηση αυτή οφειλόταν κυρίως στην αύξηση των εξαγωγών του Κινέζου παραγωγού-εξαγωγέα ως προς τον οποίο εφαρμοζόταν ο χαμηλότερος δασμολογικός συντελεστής αντιντάμπινγκ, ήτοι 7,6 %, ενώ οι υπόλοιποι Κινέζοι παραγωγοί-εξαγωγείς υπόκειντο σε δασμό αντιντάμπινγκ μεταξύ 28,5 % και 46,7 %. |
44 |
Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει, πρώτον, ότι οι εισαγωγές από την Ταϊλάνδη σημείωσαν σημαντική αύξηση από το έτος 2005, δηλαδή από το χρονικό σημείο επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές από την Κίνα, δεύτερον, ότι συνέτρεχε εύλογος οικονομικός λόγος που δικαιολογούσε την αύξηση των τελευταίων αυτών εισαγωγών από το έτος 2005 και, τρίτον, ότι η αύξηση αυτή ήταν, αναλογικώς, σαφώς υποδεέστερη από εκείνη των εισαγωγών από την Ταϊλάνδη. |
45 |
Εντούτοις, η Simon Evers υποστηρίζει ότι ο τρόπος διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών μεταξύ τρίτων χωρών και Ένωσης δεν μεταβλήθηκε σημαντικά, δεδομένου ότι τυχόν μεταβολή του τρόπου διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι οι εισαγωγές από τη χώρα που υπόκειται σε δασμό αντιντάμπινγκ θα έπρεπε να μειωθούν κατόπιν της έναρξης ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ, ενώ οι εισαγωγές ομοειδών προϊόντων από τη χώρα μέσω της οποίας φέρεται να έχει γίνει η παράκαμψη έπρεπε να αυξηθούν. |
46 |
Στην υπόθεση, όμως, της κύριας δίκης δεν συντρέχει μια τέτοια συνθήκη. |
47 |
Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι η απαίτηση σχετικά με την υποκατάσταση των εισαγωγών από τη χώρα που υπόκειται σε δασμό αντιντάμπινγκ με εκείνες που προέρχονται από τη χώρα μέσω της οποίας γίνεται η παράκαμψη, ως αναγκαία προϋπόθεση για τη διαπίστωση παρακάμψεως, δεν προβλέπεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού. |
48 |
Επιπλέον, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 87 των προτάσεών του, ο ορισμός της «καταστρατήγησης [παρακάμψεως]» διατυπώνεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού με πολύ γενικούς όρους που αφήνουν ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, καθότι ουδόλως διευκρινίζονται η φύση και οι λεπτομέρειες της «μεταβολής των τρόπων διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών μεταξύ τρίτων χωρών και της Κοινότητας». |
49 |
Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι το Συμβούλιο απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την μεταβολή του τρόπου διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών μεταξύ Κίνας, Ταϊλάνδης και Ένωσης. |
50 |
Κατά δεύτερο λόγο, οι επιφυλάξεις που διατύπωσε το αιτούν δικαστήριο ως προς το κύρος του επίμαχου κανονισμού βασίζονται, επίσης, στο γεγονός ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν απέδειξαν ότι η μεταβολή του τρόπου διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των οικείων τρίτων χωρών και της Ένωσης οφειλόταν στην παράκαμψη του δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε στις εισαγωγές από την Κίνα. |
51 |
Όπως προκύπτει από το άρθρο 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, η διαπίστωση παρακάμψεως απαιτεί να αποδεικνύεται ότι δεν υφίσταται αποχρών λόγος ή άλλη οικονομική δικαιολογία, πλην της επιβολής του δασμού, για μια πρακτική, διαδικασία ή εργασία που έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταβολή των τρόπων διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών μεταξύ τρίτων χωρών και της Ένωσης. |
52 |
Εν προκειμένω, από τον επίμαχο κανονισμό προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα βασίσθηκαν σε μια δέσμη συγκλινουσών ενδείξεων προκειμένου να συναγάγουν την ύπαρξη τέτοιας παρακάμψεως. Διαπίστωσαν ότι η μεταβολή του τρόπου διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών μεταξύ της Ταϊλάνδης και της Ένωσης ξεκίνησε αμέσως μετά την επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές από την Κίνα. Η χρονική αυτή σύμπτωση συνιστά σημαντική ένδειξη, ικανή να αποδείξει ένα λογικό και εύλογο σύνδεσμο μεταξύ της σημαντικής αυξήσεως των εισαγωγών από την Ταϊλάνδη και της επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ. |
53 |
Επιπλέον, από την αιτιολογική σκέψη 21 του επίμαχου κανονισμού προκύπτει ότι, κατά τον χρόνο κινήσεως της έρευνας για παράκαμψη, τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή υποδήλωναν μάλλον ότι εκτελούνταν εκτεταμένες εργασίες συναρμολογήσεως του οικείου προϊόντος στην Ταϊλάνδη. |
54 |
Τέλος, ούτε οι Ταϊλανδοί και οι Κινέζοι παραγωγοί-εξαγωγείς ούτε η Κυβέρνηση της Ταϊλάνδης προσκόμισαν στα θεσμικά όργανα της Ένωσης αποδεικτικά στοιχεία ικανά να εξηγήσουν τη σημαντική αύξηση των εισαγωγών τροχοφόρων φορείων καταγωγής Ταϊλάνδης. Ειδικότερα, στα θεσμικά αυτά όργανα δεν προσκομίστηκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι υφίσταντο πραγματικές δραστηριότητες παραγωγής τροχοφόρων φορείων στην Ταϊλάνδη. |
55 |
Η έλλειψη συνεργασίας εκ μέρους των οικείων επιχειρήσεων και εθνικών αρχών κατά την έρευνα για παράκαμψη εμπόδισε, επομένως, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης να καθορίσουν με βεβαιότητα τους λόγους για τη μεταβολή του τρόπου διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών μεταξύ της Ταϊλάνδης και της Ένωσης. |
56 |
Προκειμένου περί περιπτώσεως χαρακτηριζόμενης από πλήρη άρνηση συνεργασίας στην έρευνα για καταστρατήγηση, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης είχαν, επομένως, την εξουσία να βασισθούν σε ενδείξεις προκειμένου να συναγάγουν την ύπαρξη πρακτικής, διαδικασίας ή εργασίας στην Ταϊλάνδη αποσκοπούσας αποκλειστικώς στην παράκαμψη του δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται στις εισαγωγές από την Κίνα. Υπό τις συνθήκες αυτές, απέκειτο στα οικεία μέρη να αποδείξουν ότι υφίστατο εύλογη αιτία που δικαιολογούσε τις δραστηριότητες αυτές, διαφορετική από την αποφυγή του εν λόγω δασμού αντιντάμπινγκ (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Brother International, C‑26/88, EU:C:1989:637, σκέψη 29). |
57 |
Ως εκ τούτου, κρίνοντας στον επίμαχο κανονισμό ότι υπήρξε παράκαμψη των μέτρων κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. |
58 |
Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθεισών σκέψεων, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι από την εξέταση του ερωτήματος που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος του επίμαχου κανονισμού. |
Επί των δικαστικών εξόδων
59 |
Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται. |
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται: |
Από την εξέταση του ερωτήματος που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος του επίμαχου κανονισμού (ΕΚ) 499/2009 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουνίου 2009, για την επέκταση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1174/2005 στις εισαγωγές τροχοφόρων φορείων και των βασικών μερών τους, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, στις εισαγωγές του ίδιου προϊόντος που αποστέλλονται από την Ταϊλάνδη, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Ταϊλάνδης είτε όχι. |
(υπογραφές) |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.