Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62006CJ0372

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 2007.
Asda Stores Ltd κατά Commissioners of Her Majesty’s Revenue and Customs.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: VAT and Duties Tribunal, London - Ηνωμένο Βασίλειο.
Κοινοτικός τελωνειακός κώδικας - Μέτρα εφαρμογής - Κανονισμός (ΕΟΚ) 2454/93 - Παράρτημα 11 - Μη προτιμησιακή καταγωγή των εμπορευμάτων - Δέκτες έγχρωμης τηλεοράσεως - Έννοια της μεταποιήσεως ή ουσιαστικής επεξεργασίας - Κριτήριο της προστιθεμένης αξίας - Κύρος και ερμηνεία - Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας - Απόφαση 1/95 του Συμβουλίου Συνδέσεως - Άμεσο αποτέλεσμα - Ερμηνεία.
Υπόθεση C-372/06.

Συλλογή της Νομολογίας 2007 I-11223

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2007:787

Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Διατακτικό

Διάδικοι

Στην υπόθεση C‑372/06,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το VAT and Duties Tribunal, London (Ηνωμένο Βασίλειο) με απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Σεπτεμβρίου 2006, στο πλαίσιο της δίκης

Asda Stores Ltd

κατά

Commissioners of Her Majesty’s Revenue and Customs,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο τμήματος, Γ. Αρέστη, E. Juhász, J. Malenovský (εισηγητή) και T. von Danwitz, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mazák

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Ιουνίου 2007,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

– η Asda Stores Ltd, εκπροσωπούμενη από τους P. De Baere και M. Kuschewsky, advocaten,

– η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την E. O’Neill, επικουρούμενη από τον K. Beal, barrister,

– η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I. M. Braguglia, επικουρούμενο από τον G. Albenzio, avvocato dello Stato,

– η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον X. Lewis και τη J. Hottiaux,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης

1. Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά το κύρος των διατάξεων της στήλης 3, στην κλάση 8528 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας, που μνημονεύεται στο παράρτημα 11 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου περί θεσπίσεως του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 253, σ. 1, στο εξής: επίδικες διατάξεις του παραρτήματος 11 του κανονισμού 2454/93).

2. Η εν λόγω αίτηση αφορά και την ερμηνεία των διατάξεων αυτών.

3. Η αίτηση αφορά επίσης την ερμηνεία του άρθρου 47 του προσθέτου πρωτοκόλλου, που υπογράφηκε στις 23 Νοεμβρίου 1970 στις Βρυξέλλες και συνάφθηκε, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2760/72 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1972 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/002, σ. 149, στο εξής: πρόσθετο πρωτόκολλο), έχει δε προσαρτηθεί στη Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας, που υπογράφηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1963 στην Άγκυρα από την Τουρκική Δημοκρατία καθώς και από τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και την Κοινότητα, και η οποία συνάφθηκε, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 64/732/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1963 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/001, σ. 49, στο εξής: Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας).

4. Η εν λόγω αίτηση αφορά, τέλος, την ερμηνεία των άρθρων 44 έως 47 της αποφάσεως 1/95 του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΚ-Τουρκίας, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την εφαρμογή της οριστικής φάσης της τελωνειακής ένωσης (ΕΕ 1996, L 35, σ. 1, στο εξής: απόφαση 1/95).

5. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Asda Stores Ltd (στο εξής: Asda) και των Commissioners of Her Majesty’s Revenue and Customs (τελωνειακών αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου, στο εξής: τελωνειακές αρχές), σχετικά με δασμούς αντιντάμπινγκ και φόρους προστιθεμένης αξίας (στο εξής: ΦΠΑ) που επιβλήθηκαν σε δέκτες έγχρωμης τηλεοράσεως (στο εξής: ΔΕΤ) που συναρμολογούνται στην Τουρκία και εισάγονται στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Το νομικό πλαίσιο

Η Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας

6. Σύμφωνα με το άρθρο της 2, παράγραφος 1, η Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας έχει ως αντικείμενο την προαγωγή της συνεχούς και ισόρροπης ενισχύσεως των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, λαμβανομένης πλήρως υπόψη της ανάγκης εξασφαλίσεως της επιταχύνσεως της αναπτύξεως της οικονομίας της Τουρκικής Δημοκρατίας και της ανυψώσεως του επιπέδου απασχολήσεως και των όρων διαβιώσεως του τουρκικού λαού. Η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου προβλέπει ότι η σύνδεση περιλαμβάνει μια προπαρασκευαστική φάση, μια μεταβατική φάση και μια οριστική φάση.

7. Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της Συμφωνίας Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας ορίζει τα ακόλουθα:

«Κατά τη διάρκεια της προπαρασκευαστικής φάσεως, η [Τουρκική Δημοκρατία] ενισχύει, με τη βοήθεια της Κοινότητος, την οικονομία της, ώστε να δύναται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της κατά τη διάρκεια της μεταβατικής και της οριστικής φάσεως.

Οι λεπτομέρειες που αφορούν την προπαρασκευαστική φάση, και ιδίως τη βοήθεια που θα παράσχει η Κοινότης, προσδιορίζονται στο προσωρινό και στο χρηματοδοτικό πρωτόκολλο, τα οποία προσαρτώνται στη Συμφωνία.»

8. Το άρθρο 6 της Συμφωνίας Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας έχει ως εξής:

«Για να εξασφαλισθεί η εφαρμογή και η βαθμιαία ανάπτυξη του καθεστώτος της συνδέσεως, τα συμβαλλόμενα μέρη συνέρχονται στο πλαίσιο του Συμβουλίου Συνδέσεως, το οποίο ενεργεί εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που του παρέχονται από τη Συμφωνία.»

9. Το άρθρο 30 της Συμφωνίας Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας ορίζει τα ακόλουθα:

«Τα πρωτόκολλα τα οποία τα συμβαλλόμενα μέρη συνεφώνησαν να προσαρτήσουν στη Συμφωνία αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της.»

10. Το άρθρο 47 του προσθέτου πρωτοκόλλου προβλέπει τα ακόλουθα:

«1. Αν, κατά τη διάρκεια περιόδου είκοσι δύο ετών, το Συμβούλιο Συνδέσεως, κατόπιν αιτήσεως ενός των συμβαλλομένων μερών, διαπιστώσει πρακτική ντάμπινγκ στις σχέσεις μεταξύ της Κοινότητος και της [Τουρκικής Δημοκρατίας], απευθύνει συστάσεις προς εκείνον ή εκείνους που την μετέρχονται, για τον τερματισμό της.

2. Το ζημιούμενο μέρος δύναται, αφού πληροφορήσει σχετικά το Συμβούλιο Συνδέσεως, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα προστασίας στις περιπτώσεις που:

α) το Συμβούλιο Συνδέσεως δεν έλαβε καμία απόφαση δυνάμει της παραγράφου 1, εντός προθεσμίας τριών μηνών από της υποβολής της αιτήσεως,

β) [συνεχίζεται] η πρακτική ντάμπινγκ παρά τη διαβίβαση των συστάσεων που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο.

Εξ άλλου, όταν το συμφέρον του ζημιουμένου μέρους απαιτεί άμεση ενέργεια, το μέρος αυτό, αφού πληροφορήσει σχετικά το Συμβούλιο Συνδέσεως, δύναται να λάβει συντηρητικώς προσωρινά μέτρα προστασίας περιλαμβανομένων και των δασμών αντιντάμπινγκ. Η διάρκεια των μέτρων αυτών δεν πρέπει να υπερβαίνει τους τρεις μήνες από την υποβολή της αιτήσεως ή από την ημερομηνία κατά την οποία το ζημιούμενο μέρος έλαβε μέτρα προστασίας δυνάμει [του σημείου] β΄ του προηγούμενου εδαφίου.

3. Όταν τα μέτρα προστασίας λαμβάνονται στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, εδάφιο πρώτο, περίπτωση α΄, ή εδάφιο δεύτερο, το Συμβούλιο Συνδέσεως δύναται οποτεδήποτε ν’ αποφασίσει ότι αυτά τα μέτρα προστασίας πρέπει να ανασταλούν εν αναμονή της διαβιβάσεως των συστάσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

Όταν τα μέτρα προστασίας λαμβάνονται στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 2, εδάφιο πρώτο, περίπτωση β΄, το Συμβούλιο Ασφαλείας δύναται να συστήσει την κατάργηση ή την τροποποίηση αυτών των μέτρων προστασίας.

4. Τα προϊόντα καταγωγής συμβαλλομένου μέρους ή τα ευρισκόμενα σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός συμβαλλομένου μέρους, τα οποία έχουν εξαχθεί στο συμβαλλόμενο μέρος, γίνονται δεκτά προς επανεισαγωγή στο έδαφος του πρώτου, άνευ επιβολής οιουδήποτε δασμού, ποσοτικού περιορισμού ή μέτρου ισοδυνάμου αποτελέσματος.

Το Συμβούλιο Συνδέσεως δύναται να απευθύνει κάθε χρήσιμη σύσταση για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσης παραγράφου, εμπνεόμενο από την πείρα που απέκτησε η Κοινότητα στον τομέα αυτό.»

11. Η απόφαση 1/95 εγκαθιδρύει τελωνειακή ένωση μεταξύ της Κοινότητας και της Τουρκικής Δημοκρατίας για τα εμπορεύματα πλην, καταρχήν, των γεωργικών προϊόντων. Προβλέπει την κατάργηση των τελωνειακών δασμών και των φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος, καθώς και την κατάργηση των ποσοτικών περιορισμών και των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος.

12. Το τμήμα III του κεφαλαίου IV της αποφάσεως αυτής, που τιτλοφορείται «Μέσα εμπορικής άμυνας», περιέχει τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 44

1. Το Συμβούλιο Σύνδεσης υποχρεούται να επανεξετάζει, μετά από αίτηση οποιουδήποτε από τα μέρη, την αρχή της εφαρμογής μέσων εμπορικής άμυνας άλλων από τις διασφαλίσεις που εφαρμόζει ένα συμβαλλόμενο μέρος στις σχέσεις του με το άλλο μέρος. Κατά τη διάρκεια της επανεξέτασης, το Συμβούλιο Σύνδεσης μπορεί να αποφασίσει να αναστείλει την εφαρμογή των μέσων αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι η [Τουρκική Δημοκρατία] εφαρμόζει το κοινοτικό κεκτημένο όσον αφορά τον ανταγωνισμό, τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων και τα άλλα σχετικά θέματα που συνδέονται με την εσωτερική αγορά και διασφαλίζει την αποτελεσματική επιβολή του, παρέχοντας εγγυήσεις κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού παρόμοιες με αυτές που υπάρχουν στην εσωτερική αγορά.

2. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής των μέτρων αντιντάμπινγκ που καθορίζονται στο άρθρο 47 του πρόσθετου πρωτοκόλλου εξακολουθούν να ισχύουν.

Άρθρο 45

Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του τμήματος ΙΙ του κεφαλαίου V, οι διαδικασίες διαβουλεύσεων και λήψης των αποφάσεων που αναφέρονται στο τμήμα αυτό δεν εφαρμόζονται στα μέτρα εμπορικής άμυνας που λαμβάνει οποιοδήποτε από τα μέρη.

Στο πλαίσιο της εφαρμογής των μέτρων εμπορικής πολιτικής έναντι τρίτων χωρών, τα μέρη προσπαθούν, μέσω ανταλλαγής πληροφοριών και διαβουλεύσεων, να εντοπίσουν τις δυνατότητες για συντονισμό των ενεργειών τους όταν το επιτρέπουν οι περιστάσεις και οι διεθνείς υποχρεώσεις και των δύο μερών.

Άρθρο 46

Κατά παρέκκλιση της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων που αναφέρεται στο κεφάλαιο Ι, όταν ένα μέρος έλαβε ή λαμβάνει μέτρα κατά του ντάμπινγκ ή άλλα μέτρα σύμφωνα με τα μέσα εμπορικής άμυνας όπως αναφέρονται στο άρθρο 44 στις σχέσεις του με το άλλο μέρος ή με τρίτες χώρες, το εν λόγω μέρος μπορεί να πραγματοποιεί εισαγωγές των σχετικών προϊόντων από το έδαφος του άλλου μέρους, υπό την προϋπόθεση της εφαρμογής αυτών των μέτρων. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ενημερώνει σχετικά τη μεικτή επιτροπή για την τελωνειακή ένωση.

Άρθρο 47

Κατά τη διεκπεραίωση των διατυπώσεων για την εισαγωγή προϊόντων που καλύπτονται από μέτρα εμπορικής πολιτικής, όπως προβλέπεται στα προηγούμενα άρθρα, οι αρχές του κράτους εισαγωγής πρέπει να ζητούν από τον εισαγωγέα να αναφέρει την καταγωγή των σχετικών προϊόντων στη διασάφηση.

Είναι δυνατό να ζητείται η προσκόμιση συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων, όταν αυτά θεωρούνται απολύτως αναγκαία λόγω της ύπαρξης σοβαρών και κατάλληλα αιτιολογημένων αμφιβολιών για την απόδειξη της πραγματικής καταγωγής των σχετικών προϊόντων.»

Ο κοινοτικός τελωνειακός κώδικας

13. Το άρθρο 22 του τμήματος 1, που τιτλοφορείται «Μη προτιμησιακή καταγωγή των εμπορευμάτων», του κεφαλαίου 2 του τίτλου ΙΙ του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302, σ. 1, στο εξής: κοινοτικός τελωνειακός κώδικας), ορίζει τα εξής:

«Τα άρθρα 23, 24, 25 και 26 προσδιορίζουν τη μη προτιμησιακή καταγωγή των εμπορευμάτων:

α) για την εφαρμογή του δασμολογίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με εξαίρεση τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 20, παράγραφος 3, στοιχεία δ΄ και ε΄·

β) για την εφαρμογή των μέτρων, εκτός των δασμολογικών, που θεσπίζονται από ειδικές κοινοτικές ρυθμίσεις στο πλαίσιο των εμπορικών συναλλαγών·

γ) για την έκδοση και χορήγηση πιστοποιητικών καταγωγής.»

14. Το άρθρο 23 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα προβλέπει τα ακόλουθα:

«1. Κατάγονται από συγκεκριμένη χώρα τα εμπορεύματα που παράγονται εξ ολοκλήρου στην εν λόγω χώρα.

2. Ως εμπορεύματα παραγόμενα εξ ολοκλήρου σε μια χώρα νοούνται:

α) τα ορυκτά προϊόντα που εξορύσσονται στη χώρα αυτή·

β) τα φυτικά προϊόντα που συγκομίζονται στη χώρα αυτή·

γ) τα ζώντα ζώα που γεννιούνται και εκτρέφονται στη χώρα αυτή·

δ) τα προϊόντα τα προερχόμενα από τα ζώντα ζώα τα οποία εκτρέφονται στη χώρα αυτή·

ε) τα προϊόντα θήρας και αλιείας που διεξάγονται στη χώρα αυτή·

στ) τα προϊόντα της θαλάσσιας αλιείας και τα άλλα προϊόντα που εξάγονται από τη θάλασσα εκτός των χωρικών υδάτων μιας χώρας από πλοία νηολογημένα ή εγγεγραμμένα στη χώρα αυτή, και τα οποία φέρουν τη σημαία της χώρας αυτής·

ζ) τα εμπορεύματα που παράγονται επί πλοίων-εργοστασίων από προϊόντα που αναφέρονται στο σημείο στ΄ καταγόμενα από τη χώρα αυτή, εφόσον τα πλοία-εργοστάσια αυτά είναι νηολογημένα ή εγγεγραμμένα στη χώρα αυτή και φέρουν τη σημαία της·

η) τα προϊόντα που εξάγονται από το θαλάσσιο έδαφος ή υπέδαφος που βρίσκεται εκτός των χωρικών υδάτων, εφόσον η χώρα αυτή έχει το αποκλειστικό δικαίωμα εκμετάλλευσης αυτού του εδάφους ή υπεδάφους·

θ) τα απόβλητα και τα απορρίμματα που προέρχονται από βιομηχανικές εργασίες, καθώς και τα άχρηστα είδη, εφόσον έχουν συλλεγεί στη χώρα αυτή και δεν δύνανται να χρησιμεύσουν παρά μόνο για την ανάκτηση πρώτων υλών·

ι) τα εμπορεύματα που παράγονται στη χώρα αυτή αποκλειστικά από προϊόντα που αναφέρονται στα στοιχεία α΄ έως θ΄ ή από τα παράγωγά τους, σε οποιοδήποτε στάδιο παραγωγής.

3. Για την εφαρμογή της παραγράφου 2, η έννοια της χώρας καλύπτει επίσης και τα θαλάσσια ύδατα της εν λόγω χώρας.»

15. Το άρθρο 24 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα ορίζει τα εξής:

«Εμπόρευμα στην παραγωγή του οποίου μεσολάβησαν δύο ή περισσότερες χώρες, κατάγεται από τη χώρα στην οποία πραγματοποιήθηκε η τελευταία μεταποίηση ή ουσιαστική επεξεργασία, οικονομικά δικαιολογημένη, σε επιχείρηση εξοπλισμένη για τον σκοπό αυτό και η οποία κατέληξε στην κατασκευή ενός νέου προϊόντος ή ενός προϊόντος που αντιπροσωπεύει σημαντικό στάδιο παραγωγής.»

16. Το άρθρο 25 του κώδικα αυτού ορίζει τα ακόλουθα:

«Η μεταποίηση ή επεξεργασία για την οποία υπάρχουν αποδείξεις ή γεγονότα που δικαιολογούν την υπόνοια ότι αυτή είχε ως μόνο σκοπό την καταστρατήγηση, μέσα στην Κοινότητα ή στα κράτη μέλη, των διατάξεων που εφαρμόζονται στα εμπορεύματα ορισμένων χωρών, δεν δύναται σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ότι προσδίδει, κατά την έννοια του άρθρου 24, στα εμπορεύματα που παρήχθησαν κατ’ αυτόν τον τρόπο, την καταγωγή της χώρας στην οποία πραγματοποιήθηκε αυτή η μεταποίηση ή επεξεργασία.»

17. Το άρθρο 26 του εν λόγω κώδικα προβλέπει τα εξής:

«1. Η τελωνειακή νομοθεσία ή άλλες ειδικές κοινοτικές διατάξεις μπορούν να προβλέπουν ότι η καταγωγή των εμπορευμάτων πρέπει να αποδεικνύεται με την προσκόμιση εγγράφου.

2. Παρά την προσκόμιση αυτού του εγγράφου, οι τελωνειακές αρχές μπορούν, σε περίπτωση σοβαρών αμφιβολιών, να απαιτήσουν συμπληρωματικές αποδείξεις, προκειμένου να βεβαιωθούν ότι η ένδειξη καταγωγής ανταποκρίνεται πράγματι στους κανόνες που έχουν θεσπιστεί από τη σχετική κοινοτική νομοθεσία.»

18. Το άρθρο 249 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα προβλέπει ότι η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων θεσπίζει τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή του εν λόγω κώδικα.

Ο κανονισμός 2454/93

19. Το άρθρο 39 του κανονισμού 2454/93 ορίζει τα εξής:

«Για τα παραγόμενα προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα 11, ως επεξεργασίες ή μεταποιήσεις που προσδίδουν την καταγωγή σύμφωνα με το άρθρο 24 του κώδικα, θεωρούνται οι επεξεργασίες ή μεταποιήσεις που αναφέρονται στη στήλη 3 του εν λόγω παραρτήματος.

Οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή των κανόνων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα 11 αναπτύσσονται στις εισαγωγικές σημειώσεις του παραρτήματος 9.»

20. Το παράρτημα 9 του κανονισμού 2454/93, που τιτλοφορείται «Εισαγωγικές σημειώσεις για τους πίνακες επεξεργασιών ή μεταποιήσεων στις οποίες υποβάλλονται οι μη καταγόμενες ύλες ανεξάρτητα από το αν αυτές προσδίδουν ή όχι στο μεταποιημένο προϊόν την ιδιότητα καταγωγής» περιλαμβάνει τις ακόλουθες σημειώσεις 2 και 3:

«Σημείωση 2

2.1. Ο όρος “κατασκευή” καλύπτει κάθε μορφή κατεργασίας ή μεταποίησης συμπεριλαμβανομένης της “συναρμολόγησης” ή ακόμη και ειδικές εργασίες.

2.2. Ο όρος “υλικό” καλύπτει κάθε “συστατικό”, “πρώτη ύλη”, “υλικό”, “συνθετικό στοιχείο μέρους”, κ.λπ., που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή του προϊόντος.

2.3. Ο όρος “προϊόν” αναφέρεται στο προϊόν που έχει κατασκευαστεί, ακόμη και αν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί αργότερα σε άλλη διαδικασία κατασκευής.

Σημείωση 3

3.1. Η κατεργασία ή η μεταποίηση που απαιτείται από έναν κανόνα της στήλης 3 αφορά μόνο τις χρησιμοποιούμενες μη καταγόμενες ύλες. Ομοίως, οι περιορισμοί που περιλαμβάνονται σε κανόνα της στήλης 3 εφαρμόζονται μόνο για τις χρησιμοποιούμενες μη καταγόμενες ύλες.

3.2. Αν ένα προϊόν που κατασκευάζεται από μη καταγόμενες ύλες και το οποίο απόκτησε την ιδιότητα του “προϊόντος καταγωγής” κατά τη διάρκεια της κατασκευής, χρησιμοποιείται ως ύλη στη διαδικασία κατασκευής ενός άλλου προϊόντος, τότε δεν υπόκειται στον κανόνα του πίνακα ο οποίος εφαρμόζεται στο προϊόν στο οποίο αυτό είναι ενσωματωμένο.

Για παράδειγμα:

Τα μη κεντημένα υφάσματα μπορούν να αποκτήσουν καταγωγή εφόσον υφαίνονται από νήματα. Όταν στη συνέχεια τα υφάσματα αυτά χρησιμοποιούνται στην κατασκευή κεντημένων πανικών κρεβατιού, το όριο σε ποσοστό της αξίας που προβλέπεται για τη χρησιμοποίηση μη κεντημένου υφάσματος δεν ισχύει στη συγκεκριμένη περίπτωση.»

21. Το παράρτημα 11 του κανονισμού 2454/93 ορίζει τα εξής:

>lt>1

Ο κανονισμός 2584/98

22. Δυνάμει του οικείου άρθρου 1, ο κανονισμός (ΕΚ) 2584/98 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1998, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 710/95 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων δεκτών έγχρωμης τηλεόρασης καταγωγής Μαλαισίας, Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Δημοκρατίας της Κορέας, Σιγκαπούρης και Ταϊλάνδης και την οριστική είσπραξη του επιβληθέντος προσωρινού δασμού (ΕΕ L 324, σ. 1), καθόρισε τους συντελεστές του δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται στις εν λόγω συσκευές, οι οποίες εμπίπτουν στην κλάση 8528.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

23. Η Asda, εταιρία συσταθείσα στο Ηνωμένο Βασίλειο, εισήγαγε στο κράτος μέλος αυτό, από τον Ιούνιο του 2000 έως τον Απρίλιο του 2001, ΔΕΤ που είχαν συναρμολογηθεί στην Τουρκία από την εταιρία τουρκικού δικαίου Vestel, Electronic Sanayi re Ticavet A. S. (στο εξής: Vestel). Οι διασαφήσεις εισαγωγής που υπέβαλε η Asda διευκρίνιζαν ότι τα εμπορεύματα αυτά κατάγονταν από την Τουρκία.

24. Τα φορτία συνοδεύονταν από πιστοποιητικά A.TR1 που είχαν εκδώσει οι τουρκικές τελωνειακές αρχές πιστοποιώντας ότι τα εμπορεύματα τελούσαν υπό ελεύθερη κυκλοφορία σύμφωνα με την απόφαση 1/95. Τα έγγραφα αυτά ανέφεραν ότι στην Τουρκία είχε καταβληθεί αντισταθμιστική εισφορά.

25. Ωστόσο, οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου θεώρησαν ότι οι συνθήκες συναρμολογήσεως των ΔΕΤ από τη Vestel στην Τουρκία οδηγούσαν στο συμπέρασμα, κατ’ εφαρμογήν του κριτηρίου που θεσπίζουν οι επίδικες διατάξεις του παραρτήματος 11 του κανονισμού 2454/93, ότι οι συσκευές αυτές κατάγονταν, στην πραγματικότητα, από την Κίνα και την Κορέα, χώρες τις οποίες αφορούν τα μέτρα αντιντάμπινγκ που προβλέπει ο κανονισμός 2584/98.

26. Για τις εισαγωγές της Asda εκδόθηκαν εκ των υστέρων, τον Ιούνιο του 2003 και, κατόπιν, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, πράξεις καταλογισμού για συνολικό ποσό 410 786,52 αγγλικών λιρών στερλινών (GBP) δασμών αντιντάμπινγκ και ΦΠΑ λόγω εισαγωγής.

27. Η Asda αμφισβήτησε τους δασμούς αυτούς ενώπιον των τελωνειακών αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου και στη συνέχεια, κατόπιν της απορρίψεως των διοικητικών της ενστάσεων, ενώπιον του VAT and Duties Tribunal, London.

28. Δεδομένου ότι η Asda αμφισβήτησε το κύρος των επιδίκων διατάξεων του παραρτήματος 11 του κανονισμού 2454/93 και την εκ μέρους των τελωνειακών αρχών ερμηνεία των διατάξεων αυτών και των διατάξεων του προσθέτου πρωτοκόλλου, καθώς και της αποφάσεως 1/95, το VAT and Duties Tribunal, London αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Είναι οι κανόνες περί καθορισμού της μη προτιμησιακής καταγωγής που περιέχονται [στις επίδικες διατάξεις του παραρτήματος 11 του κανονισμού 2454/93] ανίσχυροι για [τους ΔΕΤ] που κατασκευάζονται στην Τουρκία και εμπίπτουν στην κλάση 8528 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας, [όπως διατυπώνονται] στη στήλη 3 του πίνακα της κλάσης αυτής, ως ασυμβίβαστοι με τις διατάξεις του άρθρου 24 του [κοινοτικού τελωνειακού κώδικα];

2) Αν είναι έγκυρος ο ειδικός κανόνας καταγωγής για τους ΔΕΤ που υπάγονται [στις επίδικες διατάξεις του παραρτήματος 11 του κανονισμού 2454/93], πρέπει να προσδιοριστεί χωριστά η μη προτιμησιακή καταγωγή ενός εξαρτήματος όπως το πλαίσιο που ενσωματώνεται στον τελικό ΔΕΤ; Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, προσδιορίζεται αυτή η μη προτιμησιακή καταγωγή:

α) βάσει της υλικής επεξεργασίας του προϊόντος προκειμένου να εξεταστεί αν το εν λόγω προϊόν έχει υποστεί την τελική μεταποίηση ή ουσιαστική και οικονομικώς δικαιολογημένη επεξεργασία (και αν υποτεθεί ότι πληρούνται οι λοιπές απαιτήσεις του άρθρου 24 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα), ή

β) βάσει ειδικών και γενικών κανόνων που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών στο πλαίσιο της διαπραγματευτικής θέσεως της […] Κοινότητας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου στο πλαίσιο της εναρμονίσεως των μη προτιμησιακών κανόνων καταγωγής, όπου ο ειδικός κανόνας εν προκειμένω είναι το κριτήριο της προστιθέμενης αξίας 45 % και ο γενικός κανόνας είναι ότι η χώρα καταγωγής του προϊόντος είναι η χώρα από την οποία κατάγεται η μεγαλύτερη αναλογία μη καταγομένων υλικών, όπως ορίζεται σε κάθε κεφάλαιο, με την επιφύλαξη πάντως ότι, οσάκις τα καταγόμενα υλικά αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον 50 % όλων των χρησιμοποιηθέντων υλικών, χώρα καταγωγής του προϊόντος είναι η χώρα καταγωγής αυτών των υλικών, ή

γ) επί άλλης βάσεως;

3) Αν ένα εξάρτημα ΔΕΤ, όπως το πλαίσιο, αποκτήσει τοπική καταγωγή βάσει του άρθρου 24 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα λόγω υλικής επεξεργασίας, πρέπει περαιτέρω να προσδιοριστεί μια αξία για το εξάρτημα αυτό προκειμένου να εφαρμοστεί στο ΔΕΤ ο ειδικός κανόνας καταγωγής για τους ΔΕΤ που περιέχεται στο παράρτημα 11 του κανονισμού [2454/93];

4) Αν έχουν εφαρμογή οι κανόνες που έχουν συμφωνηθεί για τη διαπραγματευτική θέση της Κοινότητας ενώπιον του [Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου] στο πλαίσιο της εφαρμογής του παραρτήματος 11 [του κανονισμού 2454/93], πρέπει ένα εξάρτημα του ΔΕΤ, όπως το πλαίσιο, να έχει τη δική του πραγματική εργοστασιακή τιμή ή μπορεί να του αποδοθεί μια αξία ισοδύναμη προς μια εργοστασιακή τιμή;

5) Αν η απάντηση στο τρίτο και το τέταρτο ερώτημα είναι ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη μια ισοδύναμη προς την εργοστασιακή τιμή αξία, πώς θα προσδιοριστεί η αξία αυτή;

Ειδικότερα:

α) Πρέπει να εφαρμοστούν:

i) τα άρθρα 29 ή 30 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα·

ii) κάποιο από τα άρθρα 141 έως 153 του κανονισμού [2454/93]· και

iii) κάποια από τις ερμηνευτικές σημειώσεις περί δασμολογητέας αξίας που περιέχονται στο παράρτημα 23 του κανονισμού [2454/93];

β) Ποια αποδεικτικά στοιχεία απαιτούνται προς απόδειξη της αξίας ή του κόστους;

γ) Υπό ποιες περιστάσεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί υπολογιζόμενο ή κατασκευασμένο κόστος για ένα εξάρτημα ΔΕΤ προς εκτίμηση της μη προτιμησιακής καταγωγής του;

δ) Ποια είδη εξόδων μπορούν να ληφθούν υπόψη για το υπολογιζόμενο ή κατασκευασμένο κόστος ενός εξαρτήματος;

ε) Μπορούν να εφαρμοστούν μέσες αξίες επί ορισμένη χρονική περίοδο για να προσδιοριστεί αν ένα συγκεκριμένο προϊόν υπόκειται σε δασμό σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή;

στ) Μπορούν να χρησιμοποιηθούν διαφορετικές μέθοδοι για τον υπολογισμό των εξόδων ή αξιών στο πλαίσιο της συγκρίσεως του κόστους ή της αξίας ενός εξαρτήματος με το κόστος ή την αξία ενός εξαγομένου τελικού προϊόντος;

6) Απορρέει από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 44, παράγραφος 2, της αποφάσεως 1/95 […] και του άρθρου 47 του προσθέτου πρωτοκόλλου υποχρέωση της Κοινότητας να ζητήσει από το Συμβούλιο Συνδέσεως [ΕΟΚ]-Τουρκίας να απευθύνει συστάσεις και να το ενημερώσει προτού εφαρμόσει τους δασμούς αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό 2584/98 […] και στα προϊόντα που εισάγονται από την Τουρκία και τελούν στη χώρα αυτή υπό καθεστώς ελεύθερης κυκλοφορίας;

7) Επιβάλλει το άρθρο 46 της αποφάσεως 1/95 στην Κοινότητα την υποχρέωση, αφού τροποποίησε, με τον κανονισμό 2584/98 […], το φάσμα των προϊόντων και τους συντελεστές των δασμών που είχαν επιβληθεί με τρεις προγενέστερους κανονισμούς του Συμβουλίου [της Ευρωπαϊκής Ενώσεως] επί των εισαγωγών ορισμένων ΔΕΤ καταγωγής Κίνας και Κορέας, να ενημερώσει τη μεικτή επιτροπή για την τελωνειακή ένωση ότι προτίθεται να εφαρμόσει τα μέτρα αυτά και στις εισαγωγές από την Τουρκία προτού υποβάλει τις εισαγωγές από την Τουρκία ΔΕΤ καταγωγής Κίνας ή Κορέας που τελούν ήδη σε ελεύθερη κυκλοφορία στους νέους δασμούς αντιντάμπινγκ τους οποίους επέβαλε ο κανονισμός 2584/98 […];

8) Απαιτούν τα άρθρα 44 έως 47 της αποφάσεως 1/95 να γνωστοποιούνται ή να επισημαίνονται στους επιχειρηματίες οι πληροφορίες που δίνονται σύμφωνα με το άρθρο 46 της αποφάσεως 1/95 ή η κοινοποίηση που γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 47, παράγραφος 2 του προσθέτου πρωτοκόλλου […];

9) Αν απαιτείται αίτηση, κοινοποίηση ή ενημέρωση:

α) Ποια μορφή πρέπει να λάβει η αίτηση ή η κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 44 της αποφάσεως 1/95 σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του προσθέτου πρωτοκόλλου […];

β) Ποια μορφή πρέπει να λάβει η γνωστοποίηση που γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 46 της αποφάσεως 1/95;

γ) Πληρούν τα μέτρα που έλαβε εν προκειμένω η Επιτροπή τον απαιτούμενο εν προκειμένω τύπο της αιτήσεως, κοινοποιήσεως ή ενημερώσεως;

δ) Ποιες είναι οι συνέπειες της μη συμμορφώσεως;

10) Έχουν τα άρθρα 44, 46 και 47 της αποφάσεως 1/95 και το άρθρο 47 του προσθέτου πρωτοκόλλου […] απευθείας εφαρμογή ή άμεσο αποτέλεσμα ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ώστε να παρέχουν στους μεμονωμένους επιχειρηματίες το δικαίωμα να επικαλεστούν την παράβασή τους προκειμένου να αρνηθούν την πληρωμή δασμών αντιντάμπινγκ που θα όφειλαν κανονικά;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

29. Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν οι επίδικες διατάξεις του παραρτήματος 11 του κανονισμού 2454/93 είναι ανίσχυρες ως ασυμβίβαστες με τις διατάξεις του άρθρου 24 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα.

30. Η Asda υποστηρίζει ότι οι επίδικες διατάξεις του παραρτήματος 11 του κανονισμού 2454/93, στο μέτρο που απαιτούν να αντιπροσωπεύει η αξία την οποία αποκτά το αγαθό λόγω των πράξεων συναρμολογήσεως και, ενδεχομένως, ενσωματώσεως καταγομένων εξαρτημάτων τουλάχιστον το 45 % της εργοστασιακής τιμής των ΔΕΤ ώστε η κατασκευή τους να τους προσδίδει την καταγωγή της χώρας όπου γίνεται η συναρμολόγηση αυτή, χρησιμοποιούν κριτήριο –το οποίο χαρακτηρίζει «ποσοτικό»– βασιζόμενο στην προστιθέμενη αξία, το οποίο είναι ασυμβίβαστο με τα –κατ’ αυτήν «ποιοτικά»– κριτήρια του άρθρου 24 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα. Η Asda υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, θεσπίζοντας τις διατάξεις αυτές, υπερέβη τις εξουσίες τις οποίες της απένειμε το Συμβούλιο προς εκτέλεση των κανόνων που το ίδιο θέσπισε με τον εν λόγω κώδικα.

31. Πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, ότι, κατά το άρθρο 24 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, ένα εμπόρευμα στην παραγωγή του οποίου μεσολάβησαν δύο ή περισσότερες χώρες, κατάγεται από τη χώρα στην οποία πραγματοποιήθηκε η τελευταία μεταποίηση ή ουσιαστική επεξεργασία, οικονομικά δικαιολογημένη, σε επιχείρηση εξοπλισμένη για τον σκοπό αυτό, η οποία κατέληξε στην κατασκευή ενός νέου προϊόντος ή ενός προϊόντος που αντιπροσωπεύει σημαντικό στάδιο παραγωγής.

32. Αυτό το άρθρο 24 επαναλαμβάνει τους όρους του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) 802/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί του κοινού ορισμού της εννοίας της καταγωγής των εμπορευμάτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/001, σ. 20), που εφαρμοζόταν πριν από την έναρξη της ισχύος του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα. Για την ερμηνεία του κανονισμού αυτού, το Δικαστήριο έκρινε ότι από αυτό το άρθρο 5 προκύπτει ότι το καθοριστικό κριτήριο είναι το της τελευταίας μεταποιήσεως ή ουσιαστικής επεξεργασίας (απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1989, C-26/88, Brother International, Συλλογή 1989, σ. 4253, σκέψη 15).

33. Υπενθυμίζεται, δεύτερον, ότι το άρθρο 249 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα συνιστά επαρκή βάση εξουσιοδοτήσεως επιτρέπουσα στην Επιτροπή να καθορίσει τις λεπτομέρειες εφαρμογής του εν λόγω κώδικα (απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1999, C‑48/98, Söhl & Söhlke, Συλλογή 1999, σ. I‑7877, σκέψη 35).

34. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει όλα τα αναγκαία ή πρόσφορα εκτελεστικά μέτρα για να θέτει σε εφαρμογή τη βασική ρύθμιση, αρκεί τα λαμβανόμενα μέτρα να μην αντίκεινται προς τη ρύθμιση αυτή ή προς τους εκτελεστικούς κανόνες του Συμβουλίου (βλ., μεταξύ άλλων, προμνησθείσα απόφαση Söhl & Söhlke, σκέψη 36).

35. Εξάλλου, η Επιτροπή διαθέτει, προς άσκηση της εξουσίας που της έχει παράσχει το Συμβούλιο για την εφαρμογή του άρθρου 24 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, περιθώριο εκτιμήσεως που της επιτρέπει να διευκρινίζει τις αφηρημένες έννοιες της διατάξεως αυτής σε περιπτώσεις ειδικών μεταποιήσεων ή κατεργασιών (βλ. απόφαση της 23ης Μαρτίου 1983, 162/82, Cousin κ.λπ., Συλλογή 1983, σ. 1101, σκέψη 17).

36. Όσον αφορά το κατά πόσον η εργασία συναρμολογήσεως διαφόρων στοιχείων συνιστά ουσιώδη μεταποίηση ή κατεργασία, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μια τέτοια εργασία μπορεί να θεωρηθεί ως καθοριστική της καταγωγής οσάκις αποτελεί, εξεταζόμενη από τεχνική άποψη και λαμβανομένου υπόψη του ορισμού του συγκεκριμένου εμπορεύματος, το καθοριστικό στάδιο παραγωγής στη διάρκεια του οποίου συγκεκριμενοποιείται ο προορισμός των χρησιμοποιουμένων εξαρτημάτων και προσδίδονται στο εν λόγω εμπόρευμα οι ειδικές ποιοτικές του ιδιότητες (απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Ιανουαρίου 1979, 114/78, Yoshida, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 85, και προμνησθείσα απόφαση Brother International, σκέψη 19).

37. Ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε ότι, λαμβανομένης υπόψη της ποικιλίας των εργασιών που καλύπτονται από την έννοια της συναρμολογήσεως, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες ο καθορισμός της καταγωγής ενός εμπορεύματος δεν είναι δυνατός βάσει κριτηρίων τεχνικού χαρακτήρα. Στις περιπτώσεις αυτές, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, ως επικουρικό κριτήριο, η προστιθέμενη με τη συναρμολόγηση αξία (προμνησθείσα απόφαση Brother International, σκέψη 20).

38. Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η σπουδαιότητα του κριτηρίου αυτού επιβεβαιώνεται, εξάλλου, από τη Διεθνή Σύμβαση για την απλοποίηση και εναρμόνιση των τελωνειακών καθεστώτων (Σύμβαση του Κιότο), πλείονα παραρτήματα της οποίας έχουν γίνει δεκτά εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 77/415/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1977 (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/004, σ. 7), και της οποίας οι σχετικές με τον κανόνα 3, του παραρτήματος Δ.1 σημειώσεις διευκρινίζουν ότι το κριτήριο της ουσιαστικής μεταποιήσεως δύναται να εκφράζεται, στην πράξη, με τον κανόνα του ποσοστού κατ’ αξία, όταν το ποσοστό της αξίας των χρησιμοποιουμένων προϊόντων ή το ποσοστό της κτηθείσας υπεραξίας ανέρχεται σε συγκεκριμένο επίπεδο (προμνησθείσα απόφαση Brother International, σκέψη 21).

39. Πρέπει επίσης να παρατηρηθεί ότι το Συμβούλιο, με την απόφαση 94/800/ΕΚ, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994) καθόσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της (ΕΕ L 336, σ. 1), ενέκρινε μεταξύ άλλων τη συμφωνία για τους κανόνες καταγωγής που επισυνάφθηκε στην τελική πράξη που υπογράφηκε στο Μαρακές στις 15 Απριλίου 1994 (ΕΕ L 336, σ. 144), σύμφωνα με την οποία, κατά την επεξεργασία των εν λόγω κανόνων, το κριτήριο του κατ’ αξία ποσοστού μπορεί να χρησιμοποιηθεί.

40. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι οι διεθνείς συμφωνίες, από της ενάρξεως ισχύος τους, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της κοινοτικής έννομης τάξεως (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2006, C-344/04, IATA και ELFAA, Συλλογή 2006, σ. I-403, σκέψη 36). Κατά πάγια νομολογία, οι διατάξεις του παράγωγου κοινοτικού δικαίου πρέπει να ερμηνεύονται, κατά το μέτρο του δυνατού, υπό το φως αυτών των συμφωνιών (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2003, C-76/00 P, Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. I-79, σκέψη 57).

41. Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η επιλογή του κριτηρίου της προστιθεμένης αξίας δεν είναι, αυτή καθαυτή, ασυμβίβαστη με το άρθρο 24 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και ότι η προσφυγή στο κριτήριο αυτό δεν μπορεί, από μόνη της, να καταδείξει ότι η Επιτροπή υπερέβη τις εκτελεστικές εξουσίες που αντλούσε από το άρθρο 249 του εν λόγω κώδικα (απόφαση της 8ης Μαρτίου 2007, C‑447/05 και C-448/05, Thomson και Vestel France, Συλλογή 2007,σ. I-2049, σκέψη 31).

42. Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, για την εφαρμογή του κανονισμού 802/68, η Επιτροπή είχε εκδώσει τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2632/70, της 23ης Δεκεμβρίου 1970, περί του καθορισμού της καταγωγής των συσκευών δεκτών ραδιοφωνίας και τηλεοράσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/001, σ. 115), του οποίου οι διατάξεις, που αναφέρονται στο κριτήριο της προστιθεμένης αξίας, επαναλαμβάνονται κατ’ ουσίαν στις επίδικες διατάξεις του παραρτήματος 11 του κανονισμού 2454/93.

43. Κατά τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2632/70, η συναρμολόγηση των συσκευών δεκτών ραδιοφωνίας και τηλεοράσεως δύναται να καλύπτει διαδικασίες κατά το μάλλον ή ήττον εξελιγμένες, ανάλογα με τους τύπους των συναρμολογουμένων συσκευών και σύμφωνα με τα χρησιμοποιούμενα μέσα και τους όρους υπό τους οποίους πραγματοποιείται. Η τρίτη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού αναφέρει επίσης ότι οι εργασίες συναρμολογήσεως, «στο παρόν στάδιο της τεχνικής στον βιομηχανικό τούτο κλάδο», δεν συνιστούν γενικά αυτές μόνες σημαντικό στάδιο παραγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 5 του κανονισμού 802/68, αλλά ότι, σε ορισμένες πε ριπτώσεις, δύναται να συμβαίνει διαφορετικά, όπως, για παράδειγμα, όταν οι εργασίες αυτές αφορούν συσκευές υψηλής αποδόσεως ή απαιτούν αυστηρό έλεγχο των χρησιμοποιουμένων στοιχείων ή όταν συνεπάγονται και τη συναρμολόγηση των συστατικών στοιχείων των συσκευών. Η τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2632/70 προσθέτει ότι η ποικιλία των εργασιών που υπάγονται στην έννοια της συναρμολογήσεως δεν επιτρέπει τον καθορισμό, βάσει ενός κριτηρίου τεχνικής φύσεως, των περιπτώσεων στις οποίες οι εργασίες αυτές αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό στάδιο παραγωγής και ότι ενδείκνυται, υπό τις συνθήκες αυτές, να λαμβάνεται υπόψη η προκύπτουσα από τις εργασίες αυτές προστιθεμένη αξία.

44. Τέτοιες, όμως, αιτιολογικές σκέψεις είναι ικανές να δικαιολογήσουν τη διατήρηση του κριτηρίου της προστιθεμένης αξίας στις επίδικες διατάξεις του παραρτήματος 11 του κανονισμού 2454/93 (προμνησθείσα απόφαση Thomson και Vestel France, σκέψη 35).

45. Πράγματι, εναπόκειται στην Επιτροπή, στο πλαίσιο του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει για τη θέσπιση των αναγκαίων μέτρων για την εφαρμογή των διατάξεων του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, και ιδίως εκείνων που αφορούν την καταγωγή των εμπορευμάτων, να θεσπίσει διατάξεις γενικού χαρακτήρα οι οποίες, προς εξασφάλιση της ασφάλειας δικαίου, λαμβάνουν υπόψη, σε βάθος χρόνου, τη συνολική κατάσταση ενός βιομηχανικού τομέα και οι οποίες, στη συνέχεια, δεν μπορούν να επηρεάζονται από την ιδιαίτερη κατάσταση, σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, της μιας ή της άλλης επιχειρήσεως του τομέα αυτού (προμνησθείσα απόφαση Thomson και Vestel France, σκέψη 36).

46. Υπό τις συνθήκες αυτές, η συνεκτίμηση εκ μέρους της Επιτροπής της μεγάλης ποικιλίας εργασιών που εμπίπτουν στην έννοια της συναρμολογήσεως στο σύνολο του οικείου βιομηχανικού τομέα δικαιολογεί την προσφυγή στο κριτήριο της προστιθεμένης αξίας (προμνησθείσα απόφαση Thomson και Vestel France, σκέψη 37).

47. Άλλωστε, από τις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλε η Asda προκύπτει ότι οι εργασίες συναρμολογήσεως των διαφόρων εξαρτημάτων των επιδίκων στην κύρια δίκη ΔΕΤ εντάσσονται σε μια σύνθετη βιομηχανική διαδικασία. Εξάλλου, τα στοιχεία της δικογραφίας που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο δεν επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι η διαδικασία αυτή είναι όμοια για όλους τους κατασκευαστές ΔΕΤ. Εν πάση περιπτώσει, δεν επιτρέπουν να συναχθεί ότι δεν υφίσταται μεγάλη ποικιλία των εργασιών που εμπίπτουν στην έννοια της συναρμολογήσεως στο σύνολο του οικείου βιομηχανικού τομέα.

48. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η απαίτηση της ομοιόμορφης εφαρμογής των τελωνειακών κανόνων στο σύνολο του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας συνεπάγεται ότι οι αφηρημένες έννοιες της τελευταίας μεταποιήσεως ή της ουσιαστικής επεξεργασίας στις οποίες αναφέρεται, για το σύνολο των εμπορευμάτων, το άρθρο 24 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα πρέπει να διευκρινιστούν, για ειδικά προϊόντα όπως είναι οι συσκευές τηλεοράσεως, με ειδικές διατάξεις οι οποίες να λαμβάνουν υπόψη τη διαφοροποίηση των διαδικασιών κατασκευής αυτών των συσκευών. Κατά συνέπεια, η χρησιμοποίηση ενός σαφούς και αντικειμενικού κριτηρίου, όπως εκείνο της προστιθεμένης αξίας, το οποίο επιτρέπει να εκφράζεται, γι’ αυτό το είδος εμπορευμάτων περίπλοκης συνθέσεως, σε τι συνίσταται η ουσιαστική μεταποίηση που προσδίδει την καταγωγή των προϊόντων αυτών, δεν μπορεί να συνιστά πλάνη περί το δίκαιο (προμνησθείσα απόφαση Thomson και Vestel France, σκέψη 39).

49. Πρέπει, επιπλέον, να παρατηρηθεί ότι, αν η κατάσταση την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα της κύριας δίκης απορρέει από την εξέλιξη των τεχνικών κατασκευής των ΔΕΤ, δεν προκύπτει ότι η κατάσταση αυτή είχε, υπό τις συνθήκες αυτές, χαρακτήρα άλλο πλην του περιστασιακού. Άλλωστε η εξέλιξη των σύγχρονων τεχνικών κατασκευής προς εκείνες για τις οθόνες με «πλάσμα» είναι ικανή, ενδεχομένως, να θέσει ουσιαστικά υπό αμφισβήτηση την κατάσταση της οποίας γίνεται επίκληση. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει λυσιτελώς επίκληση της καταστάσεως αυτής προκειμένου να αμφισβητηθεί το βάσιμο της χρησιμοποιήσεως του κριτηρίου της προστιθεμένης αξίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, προμνησθείσα απόφαση Thomson και Vestel France, σκέψη 44).

50. Το αυτό ισχύει και για το επιχείρημα που αντλείται από τη διακύμανση των ισοτιμιών, εφόσον αυτή, η οποία είναι καθαρά συγκυριακή και μπορεί να συνίσταται τόσο σε ανοδική όσο και σε καθοδική τάση, δεν μπορεί να συνεπάγεται ότι η εφαρμογή του κριτηρίου της προστιθεμένης αξίας είναι αναγκαστικά δυσμενής για τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις.

51. Βάσει του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι από την εξέτασή του δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να επηρεάσουν το κύρος των επιδίκων διατάξεων του παραρτήματος 11 του κανονισμού 2454/93.

Επί του δευτέρου, τρίτου, τετάρτου και πέμπτου ερωτήματος

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

52. Το δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο ερώτημα, που αφορούν την ερμηνεία των επιδίκων διατάξεων του παραρτήματος 11 του κανονισμού 2454/93, αποσκοπούν στον καθορισμό του τρόπου υπολογισμού της προστιθεμένης αξίας που αποκτούν οι ΔΕΤ λόγω των εργασιών συναρμολογήσεως και της ενσωματώσεως καταγομένων εξαρτημάτων.

53. Για τον υπολογισμό αυτόν, η Asda υποστηρίζει ότι, μεταξύ των εξαρτημάτων που συναρμολογούνται από τον προμηθευτή της, τη Vestel, για την παραγωγή του τελικού προϊόντος που είναι οι εισαγόμενοι ΔΕΤ, πρέπει κατ’ αρχάς να προσδιοριστεί χωριστά η καταγωγή ενός από τα εξαρτήματα αυτά, ήτοι του πλαισίου, το οποίο κατασκευάζει ο ίδιος αυτός προμηθευτής από εξαρτήματα προερχόμενα από πλείονες χώρες. Με τη μέθοδο αυτή, το εν λόγω πλαίσιο, ήτοι το σύνολο που ελέγχει όλες τις ηλεκτρονικές λειτουργίες της συσκευής, θα πρέπει, κατά την Asda, να θεωρηθεί, δυνάμει των κανόνων καταγωγής που ισχύουν στην περίπτωση αυτή, ως καταγωγής Τουρκίας. Επομένως, η αξία που αποκτάται λόγω της ενσωματώσεώς του και των εργασιών συναρμολογήσεως αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 45 % της εργοστασιακής τιμής των επιδίκων τηλεοράσεων, που θα πρέπει, ως εκ τούτου, να θεωρηθούν και αυτές ως καταγωγής Τουρκίας, όπως διασαφήθηκαν κατά την εισαγωγή.

54. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, συνεπώς, κατ’ ουσίαν, με το πρώτο σκέλος του δευτέρου ερωτήματός του, αν οι επίδικες διατάξεις του παραρτήματος 11 του κανονισμού 2454/93 έχουν την έννοια ότι, για τον υπολογισμό της αξίας που αποκτούν οι ΔΕΤ κατά την κατασκευή τους υπό συνθήκες όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, η μη προτιμησιακή καταγωγή ενός χωριστού εξαρτήματος, όπως το πλαίσιο, το οποίο ενσωματώνεται στο τελικό προϊόν, πρέπει να προσδιορίζεται χωριστά.

55. Το δεύτερο σκέλος του δευτέρου ερωτήματος και το τρίτο, τέταρτο και πέμπτο ερώτημα αφορούν, κατ’ ουσίαν, σε περίπτωση που η καταγωγή ενός τέτοιου εξαρτήματος πρέπει να προσδιορίζεται χωριστά, το ζήτημα των κανόνων βάσει των οποίων πρέπει να προσδιορίζονται αυτή η καταγωγή και η αξία του εν λόγω εξαρτήματος. Συνεπώς, θα απαιτηθεί απάντηση σχετικά με τους κανόνες αυτούς μόνον αν προηγουμένως έχει δοθεί καταφατική απάντηση στο πρώτο σκέλος του δευτέρου ερωτήματος, το οποίο, ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστεί κατά προτεραιότητα.

Επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου ερωτήματος

56. Υπενθυμίζεται ότι οι επίδικες διατάξεις του παραρτήματος 11 του κανονισμού 2454/93 απαιτούν η αξία που αποκτάται με τις εργασίες συναρμολογήσεως και, ενδεχομένως, με την ενσωμάτωση καταγομένων προϊόντων να αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 45 % της εργοστασιακής τιμής των τηλεοπτικών δεκτών ώστε η κατασκευή τους να τους προσδίδει την καταγωγή της χώρας όπου γίνεται αυτή η συναρμολόγηση με υλικά ή εξαρτήματα προερχόμενα από δύο ή πλείονες χώρες.

57. Πρέπει, εκ προοιμίου, να παρατηρηθεί ότι οι επίδικες στην κύρια δίκη διατάξεις είναι διατυπωμένες με γενικούς όρους και δεν αποδίδουν καμία καθοριστική σημασία, προς καθορισμό της καταγωγής του προϊόντος, σε ένα ειδικό εξάρτημά του, όπως ο καθοδικός σωλήνας (προμνησθείσα απόφαση Thomson και Vestel France, σκέψη 43) ή το πλαίσιο. Σημασία έχει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των εξαρτημάτων που χρησιμοποιούνται πραγματικά και αντικειμενικά στη συναρμολόγηση που πραγματοποιεί η επιχείρηση η οποία κατασκευάζει το τελικό προϊόν.

58. Πράγματι, αφενός, ούτε οι διατάξεις του άρθρου 24 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα ούτε οι επίδικες διατάξεις του παραρτήματος 11 του κανονισμού 2454/93 προβλέπουν ότι η εκτίμηση αυτή μπορεί να γίνει χωρίς να ληφθούν υπόψη οι εργασίες συναρμολογήσεως στο σύνολό τους. Στόχος των διατάξεων αυτών δεν είναι να λαμβάνονται υπόψη, στο πλαίσιο της διαδικασίας κατασκευής του προϊόντος, ορισμένες εργασίες συναρμολογήσεως σε βάρος ορισμένων άλλων ούτε να απομονώνεται έτσι τεχνητά κάποιο από τα εξαρτήματα προερχόμενο, και αυτό, από συναρμολόγηση πραγματοποιούμενη από τον ίδιο προμηθευτή.

59. Αφετέρου, η επιταγή της ομοιόμορφης εφαρμογής των τελωνειακών κανόνων στο σύνολο του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας δεν επιτρέπει άλλη ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων. Πράγματι, αν γινόταν δεκτό, όπως υποστηρίζει η Asda, ότι ένα από τα εξαρτήματα που συναρμολογούνται από τον προμηθευτή των τηλεοράσεων, εν προκειμένω το πλαίσιο, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη χωριστά στη διαδικασία συναρμολογήσεως, διότι θα μπορούσε τότε να αποκτήσει το ίδιο την ιδιότητα του καταγομένου προϊόντος, θα αφηνόταν στην εκτίμηση του εισαγωγέα ή του προμηθευτή του ο καθορισμός του σταδίου εκείνου της διαδικασίας συναρμολογήσεως κατά το οποίο ένα εξάρτημα του εισαγομένου προϊόντος αποκτά την ιδιότητα του τελικού προϊόντος που χρησιμοποιείται ως υλικό στη διαδικασία κατασκευής, εντός της ίδιας επιχειρήσεως, ενός άλλου προϊόντος. Μια τέτοια προσέγγιση, η οποία θα εξαρτούσε την καταγωγή ενός προϊόντος από υποκειμενική εκτίμηση, ασυμβίβαστη με την αντικειμενική φύση και την προβλεψιμότητα των σχετικών κανονιστικών διατάξεων, θα αφαιρούσε από τις επίδικες διατάξεις του παραρτήματος 11 του κανονισμού 2454/93 κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα.

60. Όπως η κοινοτική νομοθεσία περί τελωνειακής εκτιμήσεως η οποία αποσκοπεί στη διαμόρφωση ενός συστήματος δίκαιου, ομοιόμορφου και ουδέτερου, το οποίο να αποκλείει τη χρησιμοποίηση αυθαιρέτων ή πλασματικών δασμολογικών αξιών (βλ. απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2006, C‑306/04, Compaq Computer International Corporation, Συλλογή 2006, σ. I‑10991, σκέψη 30, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία), έτσι και η περί της καταγωγής των προϊόντων κοινοτική νομοθεσία, που επιδιώκει τον ίδιο σκοπό, δεν μπορεί να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι η καταγωγή αυτή μπορεί να εξαρτάται από μια τέτοια υποκειμενική εκτίμηση.

61. Είναι αληθές ότι, αν ένα εξάρτημα, όπως το πλαίσιο, δεν είχε συναρμολογηθεί από τον προμηθευτή, αλλά ο τελευταίος το είχε αγοράσει από τρίτη επιχείρηση, για την εφαρμογή των επιδίκων διατάξεων του παραρτήματος 11 του κανονισμού 2454/93 θα λαμβανόταν υπόψη αυτό καθαυτό το εξάρτημα, και όχι τα συστατικά του μέρη. Συνεπώς, δύο εξαρτήματα όμοια από τεχνικής απόψεως θα αντιμετωπίζονταν διαφορετικά κατά την εφαρμογή μιας και της αυτής διατάξεως του κοινοτικού δικαίου στους προμηθευτές τηλεοπτικών συσκευών, αναλόγως του αν προέρχονταν από τις δομές παραγωγής του ενδιαφερομένου προμηθευτή ή αν αυτός τα είχε αγοράσει από τρίτον.

62. Είναι επίσης αληθές ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ισότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων επιτάσσει να μην αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο όμοιες καταστάσεις ούτε καθ’ όμοιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν μια τέτοιου είδους αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικά (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2006, C‑248/04, Koninklijke Coöperatie Cosun, Συλλογή 2006, σ. I‑10211, σκέψη 72, και της 3ης Μαΐου 2007, C‑303/05, Advocaten voor de Wereld, Συλλογή 2007, σ. I-3633, σκέψη 56).

63. Ωστόσο, αν υποτεθεί ότι η κατάσταση των προϊόντων που προέρχονται από τις δομές παραγωγής του ενδιαφερομένου προμηθευτή και η κατάσταση των προϊόντων που αγοράζονται από άλλον προμηθευτή είναι όμοιες από τεχνικής απόψεως, δεν είναι συγκρίσιμες από νομικής απόψεως, ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή των κανόνων περί καταγωγής. Πράγματι, για τα τελευταία αυτά προϊόντα, η εμπορική συναλλαγή, της οποίας υπήρξαν αντικείμενο, με τρίτη επιχείρηση επιτρέπει να καθοριστεί, κατ’ αρχήν, αντικειμενικώς η χρονική στιγμή κατά την οποία αποκτούν την ιδιότητα του τελικού προϊόντος και να προσδιοριστεί, επίσης αντικειμενικώς, η καταγωγή τους. Αντιθέτως, για τα άλλα προϊόντα, δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί εκ των προτέρων η χρονική αυτή στιγμή, η οποία αφήνεται έτσι στη διακριτική ευχέρεια του προμηθευτή υπό συνθήκες οι οποίες εμφανίζουν, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 59 της παρούσας αποφάσεως, υποκειμενικό χαρακτήρα ασυμβίβαστο με την εφαρμογή των επιδίκων στην κύρια δίκη κανονιστικών διατάξεων.

64. Ασφαλώς, δεν αποκλείεται να παρακινηθεί τότε ο προμηθευτής να συστήσει μια τέτοια τρίτη επιχείρηση επιφορτισμένη με τη συναρμολόγηση αυτή, για να δημιουργήσει την εντύπωση ότι αποκτά το αγαθό αυτό από τρίτον.

65. Ωστόσο, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 25 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, η μεταποίηση ή επεξεργασία για την οποία υπάρχουν αποδείξεις ή γεγονότα που δικαιολογούν την υπόνοια ότι αυτή είχε ως μόνο σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων που εφαρμόζονται, εντός της Κοινότητας, στα εμπορεύματα ορισμένων χωρών, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ότι προσδίδει, κατά την έννοια του άρθρου 24 του εν λόγω κώδικα, στα εμπορεύματα που παρήχθησαν κατ’ αυτόν τον τρόπο την καταγωγή της χώρας στην οποία πραγματοποιήθηκε αυτή η μεταποίηση ή επεξεργασία.

66. Η Asda θεωρεί, εντούτοις, ότι, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων της εισαγωγικής σημειώσεως 3.2 του παραρτήματος 9 του κανονισμού 2454/93 (στο εξής: εισαγωγική σημείωση 3.2), η καταγωγή του πλαισίου πρέπει να καθοριστεί προτού προσδιοριστεί η καταγωγή της τηλεοπτικής συσκευής στην οποία το εν λόγω πλαίσιο είναι ενσωματωμένο.

67. Οι διατάξεις αυτές, που παρατίθενται στη σκέψη 20 της παρούσας αποφάσεως, έλκουν την καταγωγή τους από τις διατάξεις του παραρτήματος Ι του κανονισμού (ΕΟΚ) 1364/91 της Επιτροπής, της 24ης Μαΐου 1991, περί προσδιο ρισμού της καταγωγής των υφαντικών υλών και των τεχνουργημάτων από τις ύλες αυτές που υπάγονται στο τμήμα ΧΙ της Συνδυασμένης Ονοματολογίας (ΕΕ L 130, σ. 18), κανονισμού ο οποίος καταργήθηκε με το άρθρο 913 του κανονισμού 2454/93. Οι διατάξεις αυτές περιελήφθησαν στο παράρτημα 9 του τελευταίου αυτού κανονισμού και, ως εκ τούτου, ισχύουν τόσο για τα υφαντουργικά προϊόντα τα οποία αφορά το παράρτημα 10 του εν λόγω κανονισμού όσο και για τα άλλα, πλην των υφαντικών υλών, προϊόντα που αφορά το παράρτημα 11 του κανονισμού αυτού.

68. Ωστόσο, το περιεχόμενο των διατάξεων της εισαγωγικής σημειώσεως 3.2., φωτιζόμενο από το παράδειγμα που παρατίθεται αμέσως μετά το κείμενο της σημειώσεως αυτής, συνεπάγεται αναγκαστικά ότι έχουν εφαρμογή μόνο στην περίπτωση όπου, για το προϊόν που αναφέρεται στις στήλες 1 και 2 των παραρτημάτων 10 και 11 του κανονισμού 2453/93, προβλέπεται, στη στήλη 3 των παραρτημάτων αυτών, κανόνας ο οποίος καθορίζει μια ανώτατη αξία του συστατικού που ενσωματώνεται στο προϊόν αυτό (π.χ., διατάξεις της στήλης 3, στις κλάσεις 6301 έως 6306, της Συνδυασμένης Ονοματολογίας, που μνημονεύεται στο παράρτημα 10 του κανονισμού 2454/93).

69. Αντιθέτως, η εφαρμογή των διατάξεων αυτών δεν μπορεί να επεκταθεί και στα προϊόντα του εν λόγω παραρτήματος 11 για τα οποία, όπως στην περίπτωση των συσκευών τηλεοράσεως, προβλέπεται στη στήλη 3 του ίδιου αυτού παραρτήματος κανόνας ο οποίος καθορίζει, όχι μια ανώτατη αξία ενός συστατικού που ενσωματώνεται στο προϊόν αυτό, αλλά μια κατώτατη αξία που αποκτά το προϊόν αυτό λόγω των εργασιών συναρμολογήσεως και, ενδεχομένως, της ενσωματώσεως εξαρτημάτων καταγωγής.

70. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, η εφαρμογή των διατάξεων της εισαγωγικής σημειώσεως 3.2. σ’ ένα προϊόν όπως το επίδικο στην κύρια δίκη δεν θα είχε καμία έννοια. Εφόσον οι επίδικες διατάξεις του παραρτήματος 11 του κανονισμού 2454/93 καθορίζουν τους κανόνες καταγωγής των συσκευών τηλεοράσεως, δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής για τον καθορισμό άλλων προϊόντων και, συνεπώς, του επιδίκου στην κύρια δίκη πλαισίου. Αν οι διατάξεις της σημειώσεως αυτής εκλαμβάνονταν ως αποκλείουσες την εφαρμογή, σε ένα συστατικό στοιχείο των τηλεοράσεων αυτών, του κανόνα καταγωγής που ισχύει για τις τελευταίες, θα αποδεικνύονταν εντελώς περιττές.

71. Εν πάση περιπτώσει, από τις ίδιες τις διατάξεις της εισαγωγικής σημειώσεως 3.2. προκύπτει ότι η σημείωση αυτή καλύπτει την περίπτωση όπου το επίμαχο προϊόν απέκτησε τον χαρακτήρα καταγομένου προϊόντος κατά τη διαδικασία της κατασκευής του. Αυτό συνεπάγεται ότι, για το προϊόν αυτό, δεν τίθεται πλέον ζήτημα καταγωγής και ότι, κατά συνέπεια, ο κανόνας που καθορίζει την καταγωγή του, όπως αυτός που περιέχεται στη στήλη 3 του παραρτήματος 11 του κανονισμού 2454/93, δεν έχει εφαρμογή στο προϊόν αυτό, αλλά εφαρμόζεται μόνο στο αγαθό στη σύνθεση του οποίου έχει περιληφθεί το προϊόν αυτό.

72. Αν υποτεθεί ότι οι διατάξεις της εισαγωγικής σημειώσεως 3.2. σημαίνουν ότι το κριτήριο της υπεραξίας δεν έχει εφαρμογή στον καθορισμό της καταγωγής του πλαισίου και ότι πρέπει, για τον καθορισμό της, να εφαρμοστούν αποκλειστικά οι διατάξεις του άρθρου 24 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, η ερμηνεία αυτή θα παρουσίαζε ενδιαφέρον μόνο στην περίπτωση που το ίδιο το πλαίσιο αποτελούσε αντικείμενο εισαγωγής και έπρεπε τότε να καθοριστεί η καταγωγή, περίπτωση που δεν συντρέχει στην υπόθεση της κύριας δίκης.

73. Υπό τις συνθήκες αυτές, στο πρώτο σκέλος του δευτέρου ερωτήματος προσήκει η απάντηση ότι οι επίδικες διατάξεις του παραρτήματος 11 του κανονισμού 2454/93 έχουν την έννοια ότι, για τον υπολογισμό της αξίας που αποκτούν οι ΔΕΤ κατά την κατασκευή τους υπό συνθήκες όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, δεν πρέπει να προσδιορίζεται χωριστά η μη προτιμησιακή καταγωγή ενός χωριστού εξαρτήματος, όπως το πλαίσιο.

Επί του δευτέρου σκέλους του δευτέρου ερωτήματος και του τρίτου, τετάρτου και πέμπτου ερωτήματος

74. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, παρέλκει η απάντηση στα ερωτήματα αυτά.

Επί του έκτου, εβδόμου, ογδόου, ενάτου και δεκάτου ερωτήματος

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

75. Με το έκτο, έβδομο, όγδοο και ένατο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, ποιο είναι το περιεχόμενο των υποχρεώσεων που υπέχουν τα συμβαλλόμενα μέρη της Συμφωνίας Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 47 του προσθέτου πρωτοκόλλου και των διατάξεων των άρθρων 44 έως 47 της αποφάσεως 1/95. Η Asda υποστηρίζει, συγκεκριμένα, ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ που της ζητήθηκε να καταβάλει καθορίστηκαν βάσει διατάξεων που θέσπισε η Επιτροπή κατά παράβαση των υποχρεώσεων αυτών.

76. Πρέπει να παρατηρηθεί, αφενός, ότι, όπως υποστηρίζει η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και όπως προκύπτει από το άρθρο 47, παράγραφος 1, του προσθέτου πρωτοκόλλου, που υπογράφηκε το 1970, οι κανόνες εφαρμογής των μέτρων αντιντάμπινγκ που καθορίζονται στο εν λόγω άρθρο 47 προβλέφθηκαν μόνο για περίοδο είκοσι δύο ετών. Επομένως, αν οι διατάξεις του άρθρου αυτού μπορούν, εντούτοις, να τύχουν ενδεχομένως εφαρμογής σε υποθέσεις όπως αυτή της κύριας δίκης, αυτό είναι αποτέλεσμα των διατάξεων του άρθρου 44, παράγραφος 2, της αποφάσεως 1/95, η οποία διατηρεί ρητώς σε ισχύ αυτούς τους κανόνες εφαρμογής.

77. Αφετέρου, πρέπει να σημειωθεί ότι, αν οι διατάξεις των τριών πρώτων παραγράφων του άρθρου 47 του προσθέτου πρωτοκόλλου αφορούν τις πρακτικές αντιντάμπινγκ και θα μπορούσαν, για τον λόγο αυτόν, να χρησιμεύσουν για τη λύση της διαφοράς της κύριας δίκης, αντιθέτως, η παράγραφος 4 του εν λόγω άρθρου αφορά την –όλως ξένη προς την εν λόγω διαφορά– περίπτωση προϊόντων που αποτελούν αντικείμενο επανεισαγωγής.

78. Υπό τις συνθήκες αυτές, το έκτο, έβδομο, όγδοο και ένατο ερώτημα πρέπει να εκληφθούν ως αφορώντα την ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 44 της αποφάσεως 1/95, σε συνδυασμό με το άρθρο 47, παράγραφοι 1 έως 3, του προσθέτου πρωτοκόλλου και των άρθρων 45 έως 47 της αποφάσεως 1/95.

79. Με το δέκατο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά ωστόσο, κατ’ ουσίαν, αν οι διατάξεις αυτές έχουν απευθείας εφαρμογή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και επιτρέπουν, ως εκ τούτου, στους μεμονωμένους επιχειρηματίες να επικαλούνται την παράβασή τους προκειμένου να αρνηθούν την πληρωμή δασμών αντιντάμπινγκ που θα όφειλαν κανονικά.

80. Όμως, αν στο ερώτημα αυτό δοθεί η απάντηση ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν έχουν άμεσο αποτέλεσμα, η ερμηνεία των διατάξεων αυτών θα απολέσει οποιοδήποτε ενδιαφέρον για τους εν λόγω επιχειρηματίες και θα παρέλκει πλέον η απάντηση στο έκτο, έβδομο, όγδοο και ένατο ερώτημα.

81. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να αντιστραφεί η σειρά των ερωτημάτων και να εξεταστεί κατ’ αρχάς το δέκατο ερώτημα, όπως αναδιατυπώθηκε, και στη συνέχεια, ενδεχομένως, να εξεταστούν το έκτο, έβδομο, όγδοο και ένατο ερώτημα.

Επί του δεκάτου ερωτήματος

82. Κατά πάγια νομολογία, διάταξη περιεχόμενη σε συμφωνία συναφθείσα από την Κοινότητα με τρίτες χώρες πρέπει να θεωρείται ότι εφαρμόζεται απευθείας όταν, λαμβανομένων υπόψη του γράμματός της, του αντικειμένου και της φύσεως της συμφωνίας, συνεπάγεται σαφή και συγκεκριμένη υποχρέωση που δεν εξαρτάται, ως προς την εκτέλεση ή τα αποτελέσματά της, από τη θέσπιση οποιασδήποτε μεταγενέστερης πράξεως. Αυτό συνεπάγεται ότι, όταν μια συμφωνία εγκαθιδρύει συνεργασία μεταξύ των μερών, ορισμένες από τις διατάξεις της μπορούν, υπό τις προμνησθείσες προϋποθέσεις, και λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου και της φύσεως της συμφωνίας αυτής, να διέπουν απευθείας τη νομική κατάσταση των ιδιωτών (βλ., συναφώς, απόφαση της 12ης Απριλίου 2005, C‑265/03, Simutenkov, Συλλογή 2005, σ. I‑2579, σκέψεις 21 και 28).

83. Οι διατάξεις αποφάσεως του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας μπορούν να έχουν άμεσο αποτέλεσμα (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, C-192/89, Sevince, Συλλογή 1990, σ. I-3461, σκέψεις 14 και 15, και της 4ης Μαΐου 1999, C‑262/96, Sürül, Συλλογή 1999, σ. I‑2685, σκέψη 60).

84. Εξάλλου, με τις σκέψεις 23 και 25 της αποφάσεως της 30ής Σεπτεμβρίου 1987, 12/86, Demirel (Συλλογή 1987, σ. 3719), το Δικαστήριο έκρινε ότι διατάξεις του προσθέτου πρωτοκόλλου που έχουν ουσιαστικώς προγραμματικό χαρακτήρα και δεν συνιστούν διατάξεις με επαρκώς συγκεκριμένο περιεχόμενο και απαλλαγμένες αιρέσεων δεν μπορούν να θεωρούνται ως κανόνες κοινοτικού δικαίου που εφαρμόζονται απευθείας στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών.

85. Πρώτον, διαπιστώνεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/95 ναι μεν παρέχουν στο Συμβούλιο Συνδέσεως τη δυνατότητα να αναστείλει την εφαρμογή μέσων εμπορικής άμυνας, έχουν, όμως, εν πάση περιπτώσει, δυνητικό χαρακτήρα, καθόσον εξαρτούν την άσκηση αυτής της αρμοδιότητας από την προϋπόθεση ότι η Τουρκική Δημοκρατία έχει εφαρμόσει τους κανόνες όσον αφορά τον ανταγωνισμό, τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων και τα άλλα σχετικά θέματα που συνδέονται με την εσωτερική αγορά και έχει διασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή τους.

86. Τέτοιες διατάξεις χρειάζονται, συνεπώς, την παρέμβαση άλλων μέτρων ώστε να επηρεαστούν τα δικαιώματα των επιχειρηματιών. Οι διατάξεις αυτές, που δεν είναι ανεπιφύλακτες, δεν είναι ικανές να ρυθμίσουν απευθείας τη νομική κατάσταση των ιδιωτών και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να τους αναγνωριστεί άμεσο αποτέλεσμα.

87. Δεύτερον, οι διατάξεις του άρθρου 47, παράγραφοι 1 έως 3, του προσθέτου πρωτοκόλλου και οι διατάξεις του άρθρου 46 της αποφάσεως 1/95, στο μέτρο που παρέχουν στα συμβαλλόμενα μέρη τη δυνατότητα να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προστασίας, δεν προβλέπουν καμία υποχρέωση (βλ., συναφώς, για την εφαρμογή του άρθρου 25 της Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2002, C‑251/00, Ilumitrónica, Συλλογή 2002, σ. I‑10433, σκέψη 73). Συνεπώς, η περί αμέσου αποτελέσματος νομολογία του Δικαστηρίου δεν έχει εφαρμογή στις διατάξεις αυτές.

88. Εξάλλου, αν οι διατάξεις αυτές προβλέπουν ότι, σε περίπτωση εφαρμογής της δυνατότητας αυτής, το ενδιαφερόμενο μέρος κοινοποιεί το μέτρο στο Συμβούλιο Συνδέσεως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 47 του προσθέτου πρωτοκόλλου, ή στη μεικτή επιτροπή για την τελωνειακή ένωση, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 46 της αποφάσεως 1/95, δημιουργούν με τον τρόπο αυτόν υποχρέωση μόνο για τους συμβαλλομένους στη Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας. Οι απλές αυτές διατυπώσεις διοργανικής ενημερώσεως, οι οποίες ουδόλως επηρεάζουν τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις των ιδιωτών και των οποίων η μη τήρηση δεν θα είχε επιπτώσεις στην κατάσταση των τελευταίων, δεν είναι ικανές να προσδώσουν άμεσο αποτέλεσμα στις εν λόγω διατάξεις.

89. Όσον αφορά, τρίτον, τις διατάξεις του άρθρου 45 της αποφάσεως 1/95, αρκεί η διαπίστωση ότι το άρθρο αυτό περιορίζεται να παροτρύνει τα συμβαλλόμενα μέρη να συντονίζουν τη δράση τους με την ανταλλαγή πληροφοριών και με διαβουλεύσεις και δεν προβλέπει, συνεπώς, ούτε αυτό κάποια υποχρέωση. Επομένως, ούτε στη διάταξη αυτή έχει εφαρμογή η περί αμέσου αποτελέσματος νομολογία του Δικαστηρίου.

90. Τέλος, όσον αφορά τις διατάξεις του άρθρου 47 της αποφάσεως 1/95, πρέπει, αντιθέτως, να παρατηρηθεί ότι πληρούν τις προϋποθέσεις της προμνησθείσας νομολογίας όσον αφορά το άμεσο αποτέλεσμα. Προβλέπουν με σαφείς, συγκεκριμένους και ανεπιφύλακτους όρους, χωρίς να εξαρτώνται, ως προς την εκτέλεση ή τα αποτελέσματά τους, από τη θέσπιση κάποιας άλλης πράξεως, υποχρέωση των αρχών του κράτους μέλους εισαγωγής να ζητούν από τον εισαγωγέα να αναφέρει, κατά τη διασάφηση, την καταγωγή των προϊόντων. Όμως, λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου και της φύσεως των επιμάχων διατάξεων, μια τέτοια υποχρέωση, εκφράζουσα τη βούληση των συμβαλλομένων μερών να απαιτήσουν από τους εισαγωγείς να παρέχουν ορισμένες πληροφορίες, είναι ικανή να ρυθμίσει απευθείας τη νομική κατάσταση των επιχειρηματιών. Πρέπει, συνεπώς, να αναγνωριστεί άμεσο αποτέλεσμα στις διατάξεις αυτές, πράγμα που συνεπάγεται ότι οι ιδιώτες που εμπίπτουν στις διατάξεις αυτές έχουν το δικαίωμα να τις επικαλούνται ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών.

91. Υπό τις συνθήκες αυτές, στο δέκατο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι, αφενός, οι διατάξεις του άρθρου 44 της αποφάσεως 1/95, σε συνδυασμό με το άρθρο 47, παράγραφοι 1 και 3, του προσθέτου πρωτοκόλλου και τις διατάξεις των άρθρων 45 και 46 της αποφάσεως 1/95, δεν έχουν απευθείας εφαρμογή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και δεν παρέχουν, συνεπώς, στους μεμονωμένους επιχειρηματίες τη δυνατότητα να επικαλούνται την παράβασή τους προκειμένου να αρνηθούν την πληρωμή δασμών αντιντάμπινγκ που θα όφειλαν κανονικά. Αφετέρου, οι διατάξεις του άρθρου 47 της αποφάσεως 1/95 έχουν απευθείας εφαρμογή και οι ιδιώτες που εμπίπτουν σ’ αυτές έχουν το δικαίωμα να τις επικαλούνται ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών.

Επί του έκτου, εβδόμου και ενάτου ερωτήματος

92. Κατόπιν της απαντήσεως που δόθηκε στο δέκατο ερώτημα παρέλκει η απάντηση στο έκτο, έβδομο και ένατο ερώτημα που αφορούν την ερμηνεία άλλων διατάξεων πλην του άρθρου 47 της αποφάσεως 1/95.

Επί του ογδόου ερωτήματος

93. Με το όγδοο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν οι διατάξεις του άρθρου 47 της αποφάσεως 1/95 έχουν την έννοια ότι απαιτούν να γνωστοποιούνται στους επιχειρηματίες οι πληροφορίες τις οποίες τα συμβαλλόμενα μέρη πο υ λαμβάνουν μέτρα αντιντάμπινγκ οφείλουν να παρέχουν στη μεικτή επιτροπή για την τελωνειακή ένωση δυνάμει του άρθρου 46 της αποφάσεως 1/95 ή στο Συμβούλιο Συνδέσεως δυνάμει του άρθρου 47, παράγραφος 2, του προσθέτου πρωτοκόλλου.

94. Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι προμνησθείσες διατάξεις του άρθρου 47, παράγραφος 2, του προσθέτου πρωτοκόλλου και του άρθρου 46 της αποφάσεως 1/95 καθιερώνουν, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 88 της παρούσας αποφάσεως, απλές διατυπώσεις διοργανικής ενημερώσεως. Εφόσον διέπουν αποκλειστικά τις σχέσεις διεθνούς δικαίου μεταξύ της Κοινότητας και της Τουρκικής Δημοκρατίας, οι διατάξεις αυτές δεν μπορούν να εκληφθούν ως συνεπαγόμενες, επιπλέον, υποχρέωση των συμβαλλομένων μερών να ενημερώνουν τους ιδιώτες που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους. Συνεπώς, ελλείψει ρητών αντιθέτων διατάξεων, οι διατάξεις του άρθρου 47 της αποφάσεως 1/95 δεν μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι επιβάλλουν εμμέσως στα συμβαλλόμενα μέρη την υποχρέωση να γνωστοποιούν τις πληροφορίες αυτές στους επιχειρηματίες.

95. Αν οι ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν να ενημερωθούν εκ των προτέρων και κατά τρόπο σαφή και ακριβή για τα μέτρα αντιντάμπινγκ στα οποία ενδέχεται να υπαχθούν και αν, κατά συνέπεια, τέτοια μέτρα πρέπει να δημοσιεύονται προσηκόντως, μεταξύ άλλων, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι απαιτήσεις αυτές ουδόλως συνεπάγονται ότι οι εν λόγω επιχειρηματίες πρέπει να ενημερώνονται, επιπλέον, και για τις διατυπώσεις που έχουν θεσπιστεί μόνο προς το συμφέρον των συμβαλλομένων μερών.

96. Εξάλλου, το γεγονός ότι σε μέτρα αντιντάμπινγκ όπως τα επίδικα στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν δόθηκε, όπως διατείνεται η Asda, επαρκής δημοσιότητα, ακόμα και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο και έστω και αν είναι λυπηρό, εξακολουθεί, εν πάση περιπτώσει, να μην ασκεί επιρροή στο περιεχόμενο των υποχρεώσεων ενημερώσεως τις οποίες υπέχουν τα συμβαλλόμενα μέρη μόνον έναντι των οργάνων που έχουν συστήσει για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της Συμφωνίας Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας και της τελωνειακής ενώσεως που έχει εγκαθιδρυθεί μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκικής Δημοκρατίας.

97. Κατόπιν των ανωτέρω, στο όγδοο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι οι διατάξεις του άρθρου 47 της αποφάσεως 1/95 έχουν την έννοια ότι δεν απαιτούν να γνωστοποιούνται στους επιχειρηματίες οι πληροφορίες τις οποίες τα συμβαλλόμενα μέρη που λαμβάνουν μέτρα αντιντάμπινγκ οφείλουν να παρέχουν στη μεικτή επιτροπή για την τελωνειακή ένωση δυνάμει του άρθρου 46 της αποφάσεως 1/95 ή στο Συμβούλιο Συνδέσεως δυνάμει του άρθρου 47, παράγραφος 2, του προσθέτου πρωτοκόλλου.

Επί των δικαστικών εξόδων

98. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Διατακτικό

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

1) Από την εξέταση του πρώτου υποβληθέντος ερωτήματος δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να επηρεάσουν το κύρος των διατάξεων της στήλης 3, στην κλάση 8528 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας, που μνημονεύεται στο παράρτημα 11 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα.

2) Οι διατάξεις της στήλης 3, στην κλάση 8528 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας, που μνημονεύεται στο παράρτημα 11 του κανονισμού 2454/93 έχουν την έννοια ότι, για τον υπολογισμό της αξίας που αποκτούν οι δέκτες έγχρωμης τηλεοράσεως κατά την κατασκευή τους υπό συνθήκες όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, δεν πρέπει να προσδιορίζεται χωριστά η μη προτιμησιακή καταγωγή ενός χωριστού εξαρτήματος, όπως το πλαίσιο.

3) Οι διατάξεις του άρθρου 44 της αποφάσεως 1/95 του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την εφαρμογή της οριστικής φάσης της τελωνειακής ένωσης, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 47, παράγραφοι 1 έως 3, του προσθέτου πρωτοκόλλου, που υπογράφηκε στις 23 Νοεμβρίου 1970 στις Βρυξέλλες και συνάφθηκε, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2760/72 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1972, έχει δε προσαρτηθεί στη Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας, που υπογράφηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1963 στην Άγκυρα από την Τουρκική Δημοκρατία καθώς και από τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και την Κοινότητα, και η οποία συνάφθηκε, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 64/732/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1963, καθώς και σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 45 και 46 της εν λόγω αποφάσεως, δεν έχουν απευθείας εφαρμογή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και δεν παρέχουν, συνεπώς, στους μεμονωμένους επιχειρηματίες τη δυνατότητα να επικαλούνται την παράβασή τους προκειμένου να αρνηθούν την πληρωμή δασμών αντιντάμπινγκ που θα όφειλαν κανονικά. Οι διατάξεις του άρθρου 47 της αποφάσεως 1/95 έχουν απευθείας εφαρμογή και οι ιδιώτες που εμπίπτουν σ’ αυτές έχουν το δικαίωμα να τις επικαλούνται ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών.

4) Οι διατάξεις του άρθρου 47 της αποφάσεως 1/95 έχουν την έννοια ότι δεν απαιτούν να γνωστοποιούνται στους επιχειρηματίες οι πληροφορίες τις οποίες τα συμβαλλόμενα μέρη που λαμβάνουν μέτρα αντιντάμπινγκ οφείλουν να παρέχουν στη μεικτή επιτροπή για την τελωνειακή ένωση δυνάμει του άρθρου 46 της αποφάσεως 1/95 ή στο Συμβούλιο Συνδέσεως δυνάμει του άρθρου 47, παράγραφος 2, του προσθέτου πρωτοκόλλου.

Top