Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52016IE0799

    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Πολιτική βιοποικιλότητας της ΕΕ» (γνωμοδότηση πρωτοβουλίας)

    ΕΕ C 487 της 28.12.2016, p. 14–23 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    28.12.2016   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 487/14


    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Πολιτική βιοποικιλότητας της ΕΕ»

    (γνωμοδότηση πρωτοβουλίας)

    (2016/C 487/03)

    Εισηγητής:

    ο κ. Lutz RIBBE

    Απόφαση της συνόδου ολομέλειας

    21.1.2016

    Νομική βάση

    Άρθρο 29 παράγραφος 2 του Εσωτερικού Κανονισμού

     

    Γνωμοδότηση πρωτοβουλίας

    Αρμόδιο ειδικευμένο τμήμα

    Γεωργία, αγροτική ανάπτυξη, περιβάλλον

    Υιοθετήθηκε από το ειδικευμένο τμήμα

    5.9.2016

    Υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια

    21.9.2016

    Σύνοδος ολομέλειας αριθ.

    519

    Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας

    (υπέρ/κατά/αποχές)

    156/31/22

    1.   Περίληψη των συμπερασμάτων και των συστάσεων της ΕΟΚΕ

    1.1

    Η πολιτική βιοποικιλότητας της ΕΕ αποτελεί κλασικό παράδειγμα αθέτησης των υποσχέσεων σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, και τούτο παρά το γεγονός ότι η πολιτική έχει εντοπίσει σωστά τα προβλήματα και έχει διατυπώσει τα κατάλληλα μέσα.

    1.2

    Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει τη θέση της Επιτροπής ότι η προστασία της βιοποικιλότητας έχει σημασία ανάλογη με την προστασία του κλίματος. Δεν πρόκειται μόνο για τη διατήρηση της χλωρίδας και της πανίδας, αλλά για κάτι τόσο σημαντικό όσο οι βιοτικοί πόροι της ανθρωπότητας.

    1.3

    Η ΕΟΚΕ απευθύνει έκκληση για τη συνεπή και ταχεία εφαρμογή της οδηγίας για τη διατήρηση των άγριων πτηνών και της οδηγίας για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας. Επίσης, η συνεπής και έγκαιρη εφαρμογή της οδηγίας-πλαίσιο για τα ύδατα θα συμβάλει σημαντικά, κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, στην καλύτερη προστασία της βιοποικιλότητας.

    1.4

    Τα κράτη μέλη οφείλουν, επιτέλους, να ανταποκριθούν στις ειδικές οικονομικές ανάγκες που προκύπτουν από την εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ, και η Επιτροπή να διαθέσει την απαραίτητη χρηματοδότηση. Δεδομένου ότι η χρηματοδότηση του Natura 2000 με πόρους της ΕΕ —κυρίως δε με κονδύλια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ETΠA) και του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ)— μπορεί να θεωρηθεί ότι απέτυχε από πολλές απόψεις, η ΕΟΚΕ ζητεί τη θέσπιση ξεχωριστού κονδυλίου του προϋπολογισμού για τη χρηματοδότηση του δικτύου Natura 2000.

    1.5

    Η ΕΟΚΕ ζητεί να εξασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ όλων των τομέων πολιτικής που έχουν αντίκτυπο στην προστασία της βιοποικιλότητας. Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΟΚΕ ευελπιστεί ότι ήδη η ενδιάμεση αξιολόγηση για τις «περιοχές οικολογικής εστίασης» και μια ενδεχόμενη ενδιάμεση αξιολόγηση της ΚΓΠ θα χρησιμεύσουν ώστε η ΚΓΠ να συμβάλει, στο μέλλον, με στοχοθετημένο τρόπο στην επίτευξη των στόχων για τη βιοποικιλότητα. Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι, επί του παρόντος, απαιτούνται αλλαγές ως προς το απαιτούμενο εύρος και την ποιότητα των περιοχών οικολογικής εστίασης.

    1.6

    Επικροτείται ρητά η ενίσχυση των πράσινων υποδομών. Η ΕΟΚΕ καλεί, συνεπώς, την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να αναπτύξουν και να εφαρμόσουν μια συνεκτική στρατηγική για τις πράσινες υποδομές. Ακόμη, η ΕΕ οφείλει να αναδείξει σε επενδυτική προτεραιότητα τα διευρωπαϊκά δίκτυα για τις πράσινες υποδομές (ΔΕΔ-Π/ΤΕΝ-G). Και στον συγκεκριμένο τομέα είναι επείγουσα η ανάγκη ξεχωριστής χρηματοδότησης για τον σκοπό αυτό.

    1.7

    Τόσο η Επιτροπή όσο και το Συμβούλιο Περιβάλλοντος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η ΕτΠ και η ΕΟΚΕ έχουν συχνά επισημάνει ανακολουθίες στις πολιτικές της ΕΕ τα τελευταία χρόνια, χωρίς όμως να υπάρξει κάποια ουσιαστική μεταβολή. Ωστόσο, εάν οι ίδιες οι προτάσεις της ΕΕ για τα προβλήματα βιοποικιλότητας δεν λαμβάνονται σοβαρά υπόψη και δεν τίθενται σε εφαρμογή, είναι μάλλον αναμενόμενο ότι α) δεν επιτυγχάνονται τα επιθυμητά αποτελέσματα, και β) καταλαμβάνει απογοήτευση τους ενδιαφερόμενους φορείς και την κοινωνία γενικότερα.

    1.8

    Οι διάφορες στρατηγικές και προγράμματα της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα που διατυπώθηκαν κατά τα έτη 1998, 2001, 2006 και 2010, τα οποία περιέγραφαν επακριβώς τα προβλήματα και παρουσίαζαν τα κατάλληλα μέσα, πρέπει, κατά συνέπεια, να θεωρηθούν άχρηστα σε μεγάλο βαθμό, διότι δεν ήταν σε θέση να υλοποιήσουν την πολιτική δέσμευση και να ανακόψουν την απώλεια της βιοποικιλότητας που προκαλείται από τον ανθρώπινο παράγοντα.

    1.9

    Για τον λόγο αυτό, η ΕΟΚΕ, όπως και σε πολυάριθμες παλαιότερες γνωμοδοτήσεις της για την πολιτική βιοποικιλότητας της ΕΕ, διαπιστώνει τα εξής: δεν απουσιάζουν οι νομικές βάσεις, αλλά η πολιτική βούληση. Η τροποποίηση της ισχύουσας νομικής βάσης δεν είναι αναγκαία.

    2.   Ιστορικό: Χρονοδιάγραμμα της πολιτικής της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα και αντιδράσεις της ΕΟΚΕ

    2.1

    Δεδομένου ότι στη στρατηγική για τη βιοποικιλότητα (1) που εγκρίθηκε το 1998 διαπιστώθηκε ότι «[η] πλούσια βιοποικιλότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μεταβαλλόταν βραδέως ανά τους αιώνες λόγω των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων [και η] κλίμακα των επιπτώσεων αυτών έχει αυξηθεί δραματικά κατά τις τελευταίες δεκαετίες», το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε το 2001 τη στρατηγική για τη βιώσιμη ανάπτυξη (τη λεγόμενη «στρατηγική του Γκέτεμποργκ») με σαφείς στόχους όσον αφορά τη βιοποικιλότητα, συγκεκριμένα την ανάσχεση της απώλειας βιοποικιλότητας στην ΕΕ έως το 2010 και τη διασφάλιση της αποκατάστασης των οικοτόπων και των φυσικών οικοσυστημάτων.

    2.2

    Για την επίτευξη του στόχου αυτού, δημοσιεύθηκε το 2001 ένα πρώτο σχέδιο δράσης για τη βιοποικιλότητα (2) και τον Μάιο του 2006 ακολούθησε δεύτερο σχέδιο δράσης για τη βιοποικιλότητα (3), με πολύ διαφορετικό περιεχόμενο όμως από το πρώτο.

    2.3

    Τον Μάρτιο του 2010 οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων της ΕΕ αναγκάστηκαν να παραδεχθούν ότι δεν θα τηρήσουν τις δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει το 2001· και τούτο παρά τα διάφορα σχέδια δράσης τα οποία η ΕΟΚΕ είχε κρίνει ορθά και σκόπιμα.

    2.4

    Ως εκ τούτου, με βάση την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις «Επιλογές όσον αφορά το όραμα και τον στόχο της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα μετά το 2010» (4), διατυπώθηκε νέα «Στρατηγική της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2020» (5), η οποία, με τη σειρά της, ουσιαστικά επαναλάμβανε τις παλαιές απαιτήσεις και τα μέσα που προβλέπονταν στα προηγούμενα σχέδια δράσης, και μετέθετε όσα αρχικά προβλέπονταν για το έτος 2010 στο έτος 2020.

    2.5

    Στο σχετικό έγγραφο διατυπώνεται η εξής αισιόδοξη πρόβλεψη: «Η στρατηγική της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2020 […] [θέτει] την ΕΕ σε σωστή πορεία για την υλοποίηση των δικών της στόχων για τη βιοποικιλότητα και την εκπλήρωση των διεθνών υποχρεώσεών της».

    2.6

    Η ΕΟΚΕ είχε εκφραστεί για τη στρατηγική (6) και είχε διατυπώσει επικριτικές παρατηρήσεις. Επίσης, είχε εκφράσει τη βαθιά ανησυχία της ότι «[ο]ι πολιτικοί δεν επέδειξαν μέχρι στιγμής τη δύναμη ή τη βούληση να εφαρμόσουν τα μέτρα που εδώ και χρόνια έχουν αναγνωριστεί ως απαραίτητα, αν και η ανακοίνωση επισημαίνει για ακόμη μία φορά ότι μια συνεπής πολιτική για τη βιοποικιλότητα θα ωφελήσει τόσο την κοινωνία όσο και την οικονομία. Επισημαίνεται δε ότι δεν έχουν μεταφερθεί πλήρως στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών ούτε οι βασικές οδηγίες της ΕΕ για την προστασία της φύσης —και αυτό 32 ή 19 έτη αντιστοίχως από την έναρξη ισχύος τους».

    2.7

    Για την ΕΟΚΕ παρέμενε «ασαφές σε ποιο βαθμό μπορεί να ξεπεραστεί η υφιστάμενη, μέχρι στιγμής, έλλειψη πολιτικής βούλησης. Με αυτό το δεδομένο, η παρούσα στρατηγική για τη βιοποικιλότητα δεν συνιστά καμία πραγματική πρόοδο. Οι προηγούμενες συζητήσεις επί της παρούσας ανακοίνωσης στο Συμβούλιο Υπουργών καταδεικνύουν πόσο μακριά βρισκόμαστε ακόμη από την ενσωμάτωση της πολιτικής για τη βιοποικιλότητα σε άλλες τομεακές πολιτικές».

    2.8

    Ακόμη και τότε, η ΕΟΚΕ πίστευε ότι «είναι υψίστης σημασίας κατά τη διάρκεια των προσεχών πολιτικών μεταρρυθμίσεων (π.χ. στην πολιτική αλιείας, γεωργίας, μεταφορών, ενέργειας και συνοχής) να συνδεθούν όλες οι πολιτικές άμεσα με τη στρατηγική για τη βιοποικιλότητα». Προέβλεπε ακόμη σοβαρές ελλείψεις και, ως εκ τούτου, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «[η] Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να αντιμετωπίσει με περισσότερη σοβαρότητα τη στρατηγική που χάραξε η ίδια για τη βιοποικιλότητα!».

    2.9

    Μόλις τέσσερα χρόνια μετά, δεν φαίνεται να έχει απομείνει τίποτε από τον ισχυρισμό που διατυπώθηκε στη νέα στρατηγική της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα, ότι δηλαδή έχει εντοπιστεί η κατάλληλη πορεία και ότι μπορεί να ανακοπεί η απώλεια της βιοποικιλότητας. Τούτο γίνεται εξαιρετικά σαφές στην ενδιάμεση επανεξέταση της στρατηγικής της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα (7).

    3.   Η ενδιάμεση επανεξέταση της τρέχουσας στρατηγικής για τη βιοποικιλότητα

    3.1

    Η στρατηγική περιλαμβάνει συνολικά 6 σαφώς καθορισμένους ειδικούς στόχους με συνολικά 20 δράσεις. Από την ενδιάμεση επανεξέταση προκύπτουν τα εξής:

    3.1.1

    Όσον αφορά τον ειδικό στόχο 1 («Ανάσχεση της υποβάθμισης της κατάστασης όλων των ειδών και οικοτόπων που εμπίπτουν στη νομοθεσία της ΕΕ για την προστασία της φύσης και επίτευξη σημαντικής και μετρήσιμης βελτίωσης της κατάστασής τους»), μολονότι έχει σημειωθεί κάποια πρόοδος, τούτη είναι πολύ αργή για να μπορέσει να επιτευχθεί ο στόχος. Ειδικότερα, δεν σημειώθηκε σημαντική πρόοδος ως προς την ολοκλήρωση του θαλάσσιου δικτύου Natura 2000, την εξασφάλιση της αποτελεσματικής διαχείρισης των περιοχών του δικτύου Natura 2000 και την απαιτούμενη χρηματοδότηση για τη στήριξη του δικτύου Natura 2000. Και, μολονότι έχουν ολοκληρωθεί «σε μεγάλο βαθμό» οι χερσαίοι οικότοποι του δικτύου Natura 2000, το 2012 μόνο για το 58 % των περιοχών του δικτύου Natura 2000 υπήρχαν σχέδια διαχείρισης ή ανάλογα υπό ανάπτυξη σχέδια.

    3.1.2

    Όσον αφορά τον ειδικό στόχο 2 («Μέχρι το 2020, διατήρηση και βελτίωση των οικοσυστημάτων και των υπηρεσιών που παρέχουν, με τη δημιουργία πράσινης υποδομής και την αποκατάσταση τουλάχιστον του 15 % των υποβαθμισμένων οικοσυστημάτων»), το σύνολο των μέτρων που έχουν ληφθεί μέχρι σήμερα δεν κατέστη δυνατό να «αναχαιτίσει την τάση υποβάθμισης των οικοσυστημάτων και των υπηρεσιών τους».

    3.1.3

    Όσον αφορά τον ειδικό στόχο 3 («Αύξηση της συμβολής της γεωργίας στη διατήρηση και ενίσχυση της βιοποικιλότητας»), δεν έχει σημειωθεί «καμία πραγματική πρόοδο[ς]» και «η διαρκής επιδείνωση της κατάστασης των ειδών και των οικοτόπων ενωσιακής σημασίας που συνδέονται με τη γεωργία δείχνει ότι πρέπει να καταβληθούν περαιτέρω προσπάθειες για τη διατήρηση και την ενίσχυση της βιοποικιλότητας σε αυτές τις περιοχές. Η κοινή γεωργική πολιτική (ΚΓΠ) θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διαδικασία αυτή, σε συνδυασμό με τις σχετικές περιβαλλοντικές πολιτικές». Αν και υπάρχουν πολυάριθμα σχετικά μέσα, τα κράτη μέλη χρειάζεται να τα αξιοποιήσουν «επαρκώς». Εάν αυτά εφαρμοστούν «ευρύτερα», η ΕΕ θα μπορέσει να επιτύχει τον στόχο της έως το 2020. Γενικά, απαιτούνται «ουσιαστικά εντατικότερες προσπάθειες».

    3.1.4

    Όσον αφορά τον ειδικό στόχο 4 («Εξασφάλιση αειφόρου χρήσης των αλιευτικών πόρων»), «έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος όσον αφορά τον καθορισμό του πλαισίου πολιτικής […], ωστόσο, η εφαρμογή των πολιτικών δεν ήταν ομοιόμορφη σε όλη την ΕΕ και εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι στόχοι θα επιτευχθούν μέσα στις προθεσμίες. Το 2013 λίγο πάνω από το 50 % των αποθεμάτων που αξιολογήθηκαν σύμφωνα με τη ΜΒΑ αλιεύθηκαν κατά βιώσιμο τρόπο». Σε όλες (!) τις ευρωπαϊκές θάλασσες σημειώνονται αρνητικές τάσεις.

    3.1.5

    Όσον αφορά τον ειδικό στόχο 5 («Καταπολέμηση των χωροκατακτητικών ξένων ειδών»), είναι ο μόνος ως προς τον οποίο η ΕΕ ακολουθεί «σωστή πορεία» και αναμένει ότι μπορεί να επιτευχθεί το 2020.

    3.1.6

    Όσον αφορά τον στόχο 6 («Συμβολή στην αποτροπή της απώλειας βιοποικιλότητας παγκοσμίως»), η «πρόοδος είναι ανεπαρκής όσον αφορά τη μείωση των επιπτώσεων των καταναλωτικών προτύπων της ΕΕ στην παγκόσμια βιοποικιλότητα» και, «αν συνεχιστεί η σημερινή πορεία, οι τρέχουσες προσπάθειες δεν επαρκούν για την επίτευξη των στόχων του Aichi για τη βιοποικιλότητα εντός των προθεσμιών».

    3.2

    Αυτή η απογοητευτική ενδιάμεση επανεξέταση δημοσιεύθηκε ακριβώς τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχεδίαζε να αναθεωρήσει ριζικά τις σημαντικότερες οδηγίες της ΕΕ για την προστασία της φύσης, δηλαδή την οδηγία για τη διατήρηση των άγριων πτηνών του 1979 και την οδηγία για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας του 1992.

    3.3

    Οι εκθέσεις εμπειρογνωμόνων (8) σχετικά με τον έλεγχο καταλληλότητας των οδηγιών για τα πτηνά και τους φυσικούς οικοτόπους επιβεβαιώνουν αυτό που η ΕΟΚΕ επαναλαμβάνει σταθερά εδώ και χρόνια: το νομικό πλαίσιο είναι επαρκές και δεν μπορεί να προβάλλεται ως πρόφαση για την αποτυχία επίτευξης των στόχων προστασίας της βιοποικιλότητας. Οι κυριότερες αδυναμίες είναι η έλλειψη μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, η έλλειψη χρηματοδότησης της προστασίας της φύσης και η έλλειψη συνοχής της σχετικής πολιτικής της ΕΕ.

    4.   Γενικές παρατηρήσεις

    4.1

    Η ΕΟΚΕ επαναλαμβάνει την άποψή της ότι «για να διατηρηθεί η βιοποικιλότητα δεν λείπουν από την ΕΕ οι νομοθετικές πράξεις, οι οδηγίες, τα (πιλοτικά) προγράμματα, οι πολιτικές εξαγγελίες ή οι οδηγοί, αλλά μόνο η υλοποίηση και η συντονισμένη δράση σε όλα τα επίπεδα πολιτικής δράσης». Αυτή η άποψη δεν διατυπώνεται μόνο στην έκθεση αξιολόγησης αλλά και στα συμπεράσματα του Συμβουλίου Περιβάλλοντος της 16ης Δεκεμβρίου 2015 (9), τα οποία δεν διαφέρουν σημαντικά από εκείνα του Συμβουλίου Περιβάλλοντος του 2011. Όσο οι οδηγίες δεν εφαρμόζονται πλήρως, όσο δεν διατίθεται επαρκής χρηματοδότηση ή δεν αξιοποιείται και όσο οι υπόλοιπες πολιτικές της ΕΕ δεν λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες της βιοποικιλότητας, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν τα επιθυμητά αποτελέσματα.

    4.2

    Η κατάρτιση νέων εγγράφων στρατηγικής ή δράσης και/ή η αναθεώρηση του νομικού πλαισίου δεν μεταβάλλουν την κατάσταση, αλλά υπαινίσσονται πολιτική δραστηριότητα η οποία δεν θα οδηγήσει πουθενά εάν δεν επιλυθούν τα πραγματικά προβλήματα που συνδέονται με τη μη συμμόρφωση προς το υπάρχον πλαίσιο.

    4.3

    Για να επιτύχει η διατήρηση της βιοποικιλότητας απαιτούνται διάφορες προσεγγίσεις.

    4.4    Συγκρότηση του δικτύου Natura 2000

    4.4.1

    Το δίκτυο Natura 2000 είναι ζωτικής σημασίας για την «κλασική» προστασία της φύσης, όπως η διατήρηση της σπάνιας χλωρίδας και πανίδας και των μοναδικών βιοτόπων (όπως π.χ. έλη, χερσαίοι οικότοποι, εναπομείναντες ημιφυσικοί δασικοί σχηματισμοί κ.λπ.). Το δίκτυο βασίζεται, κατά κύριο λόγο, στην οδηγία για τους φυσικούς οικοτόπους του 1992 και στην οδηγία για τα πτηνά του 1979, που καθόρισε ζώνες ειδικής προστασίας για τα πτηνά.

    4.4.2

    Με την έκδοση της οδηγίας για τους φυσικούς οικοτόπους, τόσο τα κράτη μέλη όσο και η Επιτροπή ανέλαβαν δύο δεσμεύσεις:

    να ολοκληρώσουν το δίκτυο Natura 2000 εντός 3 ετών (10), και

    να παράσχουν σχετική χρηματοδότηση, ώστε να μην επιβαρυνθούν οι ιδιοκτήτες ή οι χρήστες γης.

    4.4.3

    Το δίκτυο έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί το 1995, δηλαδή πριν από 20 χρόνια. Ο χαρακτηρισμός των περισσότερων περιοχών έχει ήδη υλοποιηθεί, με το 18 % της χερσαίας έκτασης της ΕΕ να έχει χαρακτηριστεί περιοχή Natura 2000· ωστόσο, η ονομασία δεν αρκεί από μόνη της. Πολλές περιοχές δεν καλύπτονται από μόνιμη νομική προστασία, ενώ για μόλις περισσότερες από τις μισές υπάρχουν σχέδια αξιοποίησης ή διαχείρισης. Ωστόσο, για τους πολίτες και τις διοικήσεις, και ιδίως για τους ιδιοκτήτες και τους χρήστες γης, δεν είναι ακόμη σαφές τι ακριβώς επιτρέπεται και τι απαγορεύεται και, μέχρι να γίνει αυτό, δεν μπορεί να υπάρξει επιτυχημένη προστασία της φύσης και δεν μπορούν να εξασφαλιστούν αποζημιώσεις για τυχόν περιορισμούς στη χρήση γης.

    4.4.4

    Είναι εύγλωττο το γεγονός ότι το Συμβούλιο Περιβάλλοντος της 19ης Δεκεμβρίου 2011 παροτρύνει τα κράτη μέλη, και συνεπώς και το ίδιο το Συμβούλιο, «να ολοκληρώσουν εγκαίρως τη σύσταση του δικτύου Natura 2000, να αναπτύξουν και να εφαρμόσουν διαχειριστικά σχέδια ή άλλα ισοδύναμα μέσα […] ώστε να διαμορφωθεί στέρεη βάση για το στρατηγικό σχεδιασμό με σκοπό την επακόλουθη υλοποίηση του ΠΔΠ 2014-2020». Το 2011 ζητήθηκε εκ νέου η «έγκαιρη» υλοποίηση αυτών που έπρεπε να έχουν ολοκληρωθεί πριν από εικοσαετία και που μέχρι σήμερα δεν έχουν υλοποιηθεί!

    4.4.5

    Για τον σκοπό αυτό, το Συμβούλιο Περιβάλλοντος της 16ης Δεκεμβρίου 2015«παροτρύνει» εκ νέου τα κράτη μέλη, και συνεπώς και το ίδιο το Συμβούλιο, «να ολοκληρώσουν τη συγκρότηση του δικτύου Natura 2000».

    4.5    Δράσεις εκτός των προστατευόμενων περιοχών

    4.5.1

    Η Επιτροπή, το Συμβούλιο Περιβάλλοντος και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (11) ορθώς τονίζουν ότι η πολιτική για την βιοποικιλότητα δεν αφορά απλώς και μόνο την προστασία της χλωρίδας, της άγριας πανίδας και των φυσικών οικοτόπων, αλλά καλύπτει και την παραγωγική βάση και τους βιοτικούς πόρους των ανθρώπων. Ένα μόνο από τα πολλά παραδείγματα είναι η επικονίαση που πραγματοποιούν έντομα όπως οι πεταλούδες και οι μέλισσες, της οποίας η οικονομική αξία —όχι μόνο για τη γεωργία— είναι ανυπολόγιστη. Ωστόσο, η Επιτροπή αναγκάστηκε να διαπιστώσει ότι «η κατάσταση των οικοσυστημικών υπηρεσιών στην Ευρώπη κρίνεται είτε μεικτή είτε υποβαθμισμένη —δηλαδή τα οικοσυστήματα δεν είναι πλέον ικανά να προσφέρουν τη βέλτιστη ποιότητα και ποσότητα των βασικών υπηρεσιών, όπως επικονίαση των καλλιεργειών, καθαρό αέρα και νερό» (12).

    4.5.2

    Οι επικονιαστές ή οι αποικοδομητές, αλλά και, π.χ., πολλά άλλα είδη (και το έργο τους), δεν μπορούν να διαφυλαχθούν αποκλειστικά και μόνο με την οριοθέτηση προστατευόμενων ζωνών. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της πολιτικής βιοποικιλότητας της ΕΕ, θα πρέπει, επιπλέον, να διατυπωθούν γενικές απαιτήσεις και για τις περιοχές εκτός των προστατευόμενων ζωνών· στον συγκεκριμένο τομέα, βασικό ρόλο διαδραματίζει η συνοχή με την πολιτική για τη χρήση της γης.

    4.5.3

    Είναι ακριβές ότι τόσο η Επιτροπή όσο και το Συμβούλιο έχουν τονίσει επανειλημμένα τη σημασία, π.χ., του γεωργικού τομέα, πιο πρόσφατα στο πλαίσιο της ενδιάμεσης αναθεώρησης: το Συμβούλιο «σημειώνει με ανησυχία ότι η γεωργία αποτελεί έναν από τους πλέον σημαντικούς παράγοντες πίεσης στα χερσαία οικοσυστήματα και ότι δεν έχει διαπιστωθεί μετρήσιμη βελτίωση της κατάστασης των σχετικών με τη γεωργία οικοτόπων και των ειδών που καλύπτονται από την οδηγία για τους οικοτόπους μέχρι το 2012 και εκφράζει λύπη για τη σημαντική μείωση των πτηνών που ζουν σε γεωργικές εκτάσεις, των πεταλούδων στις χορτολιβαδικές εκτάσεις και των επικονιάσεων, πράγμα που καταδεικνύει τις συνεχείς πιέσεις που ασκούν ορισμένες γεωργικές μέθοδοι, όπως κάποιες πρακτικές εγκατάλειψης και εντατικοποίησης της γεωργικής γης» (13).

    4.6    Ασυνέπειες της πολιτικής της ΕΕ

    4.6.1

    Αν και στη στρατηγική της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2020 τονίζεται ότι τούτη «θα πρέπει να συνιστά αναπόσπαστο μέρος της στρατηγικής Ευρώπη 2020» (14), οι όροι «βιοποικιλότητα», «ενδιαιτήματα», «προστασία της φύσης», «προστασία των ειδών» ή «προστασία της πολυμορφίας των γενετικών πόρων» ή «οικοσύστημα» δεν αναφέρονται ούτε μία φορά στη στρατηγική «Ευρώπη 2020»! Μόνο στον όρο «βιοποικιλότητα» γίνεται δύο φορές σύντομη αναφορά, και τούτο παρεμπιπτόντως, σε φράσεις που αναφέρονται στην «αποδοτική χρησιμοποίηση των πόρων». Για την ΕΟΚΕ, είναι εντελώς ακατανόητο πώς η Επιτροπή μπορεί να προβαίνει σε μια τέτοια εξαγγελία, ενώ η πολιτική της στην πράξη είναι ακριβώς αντίθετη.

    4.6.2

    Καθώς η στρατηγική του 2001 για την αειφόρο ανάπτυξη δεν διαδραματίζει πλέον κανένα πολιτικό ρόλο, η στρατηγική «Ευρώπη 2020» θα μπορούσε να αποτελέσει, ακριβώς, το κατάλληλο πλαίσιο για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Η ΕΟΚΕ, αρκετά συχνά, έχει ζητήσει από τους υπουργούς Οικονομικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων να εξετάσουν την οικονομική σημασία της απώλειας βιοποικιλότητας (15). Κάτι τέτοιο δεν έχει γίνει ακόμη.

    4.6.3

    Δεδομένου ότι οι στόχοι των οδηγιών της ΕΕ για την προστασία του περιβάλλοντος και της στρατηγικής της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα περιλαμβάνουν τους διεθνώς συμφωνημένους στόχους [π.χ. στόχοι Aichi στο πλαίσιο της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τη βιοποικιλότητα ή στόχοι βιώσιμης ανάπτυξης (ΣΒΑ)], είναι ζωτικής σημασίας να ενσωματωθεί πλήρως η πολιτική βιοποικιλότητας είτε στη στρατηγική εφαρμογής των στόχων βιώσιμης ανάπτυξης (ΣΒΑ) είτε σε μια νέα στρατηγική βιώσιμης ανάπτυξης στην ΕΕ.

    4.6.4

    Μέχρι στιγμής, η πολιτική για τη βιοποικιλότητα εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται από πολλές υπηρεσίες της Επιτροπής και από ορισμένα Συμβούλια υπουργών της ΕΕ ως ανταγωνιστικός τομέας πολιτικής ο οποίος εμποδίζει ή παρακωλύει ως έναν βαθμό την οικονομική ανάπτυξη και δεσμεύει οικονομικούς πόρους.

    4.6.5

    Στο πλαίσιο αυτό, είναι αδιαμφισβήτητο ότι υπάρχουν συγκρούσεις μεταξύ των διαφόρων τρόπων χρήσης των πόρων, και ενίοτε απαγορεύονται επεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον, π.χ. με βάση τις οδηγίες για την προστασία της φύσης. Όμως, αυτό ακριβώς είναι το έργο της προστασίας της φύσης, δηλαδή το κράτος οφείλει να εξασφαλίζει ότι υπάρχει ισορροπία μεταξύ της οικονομικής εκμετάλλευσης και της διατήρησης των φυσικών πόρων. Η προστασία της φύσης δεν διαφέρει, συνεπώς, από άλλους τομείς πολιτικής, όπου «η ελεύθερη αλληλεπίδραση των δυνάμεων της αγοράς» ρυθμίζεται με κανονιστικά μέτρα.

    4.6.6

    Η έλλειψη πραγματικής συνοχής μεταξύ της κλασικής οικονομικής πολιτικής και των περιβαλλοντικών πολιτικών δεν είναι νέο φαινόμενο. Ήδη από το 2006 η ΕΟΚΕ εξέφραζε τη λύπη της διότι «το χάσμα ανάμεσα στις φιλοδοξίες και στην πραγματικότητα είναι τεράστιο» και ότι ο δημόσιος τομέας «συχνά με τις αποφάσεις σχεδιασμού του και τα προγράμματα προώθησης [συνέβαλε] στην επιδείνωση της κατάστασης» (16).

    4.6.7

    Σημαντική αιτία αυτής της σύγκρουσης στόχων είναι η αντίθεση μεταξύ κατεστημένων συμφερόντων, ιδίως οικονομικών, και δημόσιου συμφέροντος. Οι μέχρι σήμερα θέσεις της ΕΕ μπορούν να ερμηνευθούν ως στάση υπέρ της προστασίας της βιοποικιλότητας για σκοπούς κοινής ωφελείας. Στην περίπτωση αυτή, θα ήταν συνεπές να καθορίζονται και να εφαρμόζονται σαφή πλαίσια για τον περιορισμό των οικονομικών συμφερόντων που αντίκεινται στην προστασία της βιοποικιλότητας.

    4.7    Γεωργική πολιτική/Γεωργία

    4.7.1

    Η ΕΟΚΕ έχει εξετάσει επανειλημμένα τη σχέση μεταξύ γεωργίας, Κοινής Γεωργικής Πολιτικής και βιοποικιλότητας, και έχει διαπιστώσει τη σταδιακή, αλλά σημαντική και συνεχή μείωση της βιοποικιλότητας, παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι αγρότες συμμορφώνονται με την ισχύουσα νομοθεσία. Τούτο συμβαίνει εντός των ορίων που επιβάλλει ο νόμος, ενώ τηρούνται οι ορθές γεωργικές πρακτικές. Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να μεταβληθεί με τη μεταρρύθμιση της νομοθεσίας για την προστασία της φύσης, αλλά μόνο μέσω αλλαγών στις πρακτικές εκμετάλλευσης, σε συνδυασμό με μια τροποποιημένη πολιτική αγροτικών ενισχύσεων. Η ΕΟΚΕ υπενθυμίζει στο πλαίσιο αυτό τη γνωμοδότηση πρωτοβουλίας της με τίτλο «Η μεταρρύθμιση της ΚΓΠ το 2013» (17), στην οποία περιγράφονται πλήρως οι αλλαγές που η ΕΟΚΕ κρίνει αναγκαίες.

    4.7.2

    Η Επιτροπή γνωρίζει πολύ καλά τη σημασία της γεωργίας και παρατηρεί ότι «η Κοινή Γεωργική Πολιτική (ΚΓΠ) είναι η πολιτική με τις σημαντικότερες επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα των αγροτικών περιοχών. […] Ένα από τα μειονεκτήματα όσον αφορά τη βιοποικιλότητα ήταν η κατάργηση της υποχρεωτικής αγρανάπαυσης» (18). Έτσι η γεωργική πολιτική εξακολουθεί να έρχεται συχνά σε σύγκρουση με την πολιτική για τη βιοποικιλότητα, ακόμη και αν τμήματα της ΚΓΠ, ιδίως τα γεωργοπεριβαλλοντικά προγράμματα στο πλαίσιο του δεύτερου πυλώνα, δείχνουν με ποιον τρόπο μπορούν να αντιμετωπιστούν αυτές οι αντιφάσεις.

    4.7.3

    Η αγρανάπαυση εφαρμόστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1980, όχι για να βελτιωθεί η οικολογική σταθερότητα των καλλιεργήσιμων περιοχών, αλλά για να μειωθούν τα πλεονάσματα. Ωστόσο, με τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ του 2013, επαναδιατυπώθηκε η ιδέα μιας λιγότερο εντατικής εκμετάλλευσης μέρους των αρόσιμων γαιών. Στο πλαίσιο μιας «πιο οικολογικής προσέγγισης» θεσπίστηκαν υποχρεωτικά «περιοχές οικολογικής εστίασης». Εξάλλου, υπήρξε έντονη συζήτηση σχετικά με α) το εύρος και β) την ακριβή έννοια της «οικολογικής εστίασης».

    4.7.4

    Έτσι σήμερα, για παράδειγμα, η καλλιέργεια ψυχανθών ή οι εμβόλιμες καλλιέργειες εμπίπτουν στην έννοια της «οικολογικής εστίασης». Ακόμα και αν η αύξηση των εκτάσεων με καλλιέργειες ψυχανθών ή με εμβόλιμες καλλιέργειες είναι, καταρχήν, θετική για διάφορους λόγους, τα μέτρα αυτά δεν θα συμβάλουν ουσιαστικά στη βελτίωση της βιοποικιλότητας. Επίσης, το γεγονός ότι επιτρέπεται, έως έναν βαθμό, η χρήση φυτοφαρμάκων στις περιοχές οικολογικής εστίασης έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με την επιδίωξη μιας πιο οικολογικής γεωργικής πολιτικής: τα φυτοφάρμακα δεν συμβάλλουν στην αύξηση της βιοποικιλότητας, αλλά, αντίθετα, στη μείωσή της.

    4.7.5

    Η Επιτροπή θα πρέπει, το συντομότερο δυνατόν, να προβεί σε αρχική αξιολόγηση του αντίκτυπου των ληφθέντων μέτρων, δεδομένου ότι ο οικολογικός προσανατολισμός αποτελεί μία από τις κύριες δικαιολογίες για τη διατήρηση των γεωργικών πληρωμών από τον προϋπολογισμό της ΕΕ.

    4.7.6

    Επιπλέον, με βάση αυτές τις παραδοχές, πρέπει στις οριζόντιες πολιτικές της ΕΕ —ιδίως δε σε αυτές που αφορούν την έρευνα, την ανάπτυξη και την καινοτομία— να συνεκτιμάται και να τυγχάνει ιδιαίτερης προσοχής η συμβολή που η εφαρμογή στη γεωργία της έρευνας, της ανάπτυξης και της καινοτομίας μπορεί να έχει στη βελτίωση της βιοποικιλότητας στην ΕΕ.

    4.8    Πράσινες υποδομές

    4.8.1

    Η οδηγία για τους φυσικούς οικοτόπους ενέχει μια κρίσιμη τεχνική αδυναμία: αν και το άρθρο 10 αναφέρεται σαφώς στη σημασία της διασύνδεσης των συστατικών στοιχείων του τοπίου, δεν υφίσταται κανένας δεσμευτικός μηχανισμός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα συνεκτικό σύστημα διασύνδεσης βιοτόπων στην Ευρώπη. Η Επιτροπή, στην ανακοίνωσή της για τις «Πράσινες υποδομές», σκιαγραφεί τρόπους αντιστάθμισης της έλλειψης αυτής, μέσω επενδύσεων στη διατήρηση και την αποκατάσταση των πράσινων υποδομών, τόσο σε μικρή όσο και σε μεγάλη κλίμακα. Στο πλαίσιο αυτό, έχει μεγάλη σημασία να εγκριθεί και να εφαρμοστεί μια συνεκτική στρατηγική πράσινων υποδομών. Σε κάθε περίπτωση, βασικό στοιχείο της πρέπει να είναι ένα μεθοδολογικό πλαίσιο και ένα χρηματοδοτικό μέσο για τα διευρωπαϊκά δίκτυα βιοποικιλότητας (ΔΕΔ-Π/ΤΕΝ-G). Τούτο αφορά έργα τόσο μεγάλης όσο και μικρής κλίμακας, π.χ. στα αγροτικά τοπία.

    4.9    Παρατηρήσεις για τις πολιτικές που ασκούνται στα κράτη μέλη και στις δυνάμει υποψήφιες χώρες

    4.9.1

    Σε πολλά κράτη μέλη και σε υποψήφιες χώρες εξακολουθούν να πραγματοποιούνται σοβαρές καταστροφές της φύσης. Αναφέρουμε δύο μόνο παραδείγματα.

    4.9.2

    Στη Ρουμανία, τα παρθένα δάση κατά τη στιγμή της προσχώρησης στην ΕΕ καταλάμβαναν έκταση μεγαλύτερη από 2 000 τ. χλμ. Σχεδόν όλη αυτή η έκταση έχει χαρακτηριστεί περιοχή του δικτύου Natura 2000. Έκτοτε έχουν επιβεβαιωθεί πολυάριθμες επιχειρήσεις αποψιλωτικής υλοτομίας στα παρθένα δάση της Ρουμανίας, με αποτέλεσμα την ανεπανόρθωτη απώλεια ευρωπαϊκής φυσικής κληρονομιάς.

    4.9.3

    Τα ποτάμια οικοσυστήματα των Βαλκανίων, και ιδίως αυτά των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, είναι μακράν τα πιο αξιόλογα στην Ευρώπη. Περίπου το ένα τρίτο των ποταμών στις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας και στην Αλβανία παρουσιάζουν φυσική δυναμική και μπορούν ακόμη και να θεωρηθούν παρθένα ποτάμια. Το τεκμηριωμένο σχέδιο για την κατασκευή άνω των 2 700 (!) υδροηλεκτρικών σταθμών, εκ των οποίων τουλάχιστον το ένα τρίτο σε προστατευόμενες περιοχές, θα απειλήσει σοβαρά τη βιοποικιλότητα και τη φυσική δυναμική όλων των ποταμών στα Βαλκάνια. Η χρηματοδότηση του εν λόγω σχεδίου θα είναι δημόσια. Σε όλα σχεδόν τα κράτη μέλη της ΕΕ έχει πληγεί σοβαρά η βιοποικιλότητα σχεδόν όλων των ποταμών, με αποτέλεσμα σήμερα —μεταξύ άλλων στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας-πλαίσιο για τα ύδατα— να χρειάζεται να δαπανηθούν σημαντικά ποσά για την αποκατάστασή τους.

    4.9.4

    Πολλά είδη πτηνών που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της οδηγίας για τα άγρια πτηνά και προστατεύονται εντός της ΕΕ υπόκεινται σε απερίσκεπτες κυνηγετικές πρακτικές στις υποψήφιες χώρες στα Βαλκάνια· η θήρα των πτηνών αποτελεί, επίσης, από πολλές απόψεις ανεπίλυτο ζήτημα σε ορισμένα κράτη μέλη. Η θήρα πτηνών όπως οι χουλιαρομύτες της Αφρικής, οι γερανοί, οι λαγγόνες και οι βαλτοπάπιες, για να αναφέρουμε μόνο ορισμένα είδη, οδηγεί σε αποδυνάμωση του αναπαραγωγικού πληθυσμού των ειδών αυτών στην ΕΕ.

    4.10    Χρηματοδότηση

    4.10.1

    Ένα ακόμα πρόβλημα που εξετάζεται τόσο στην ενδιάμεση επανεξέταση όσο και στα συμπεράσματα του Συμβουλίου είναι η χρηματοδότηση, μεταξύ άλλων, και του δικτύου Natura 2000. Η Επιτροπή, σε ανακοίνωσή της του 2004 (19), εξέταζε το ζήτημα χρηματοδότησης του δικτύου, και συγκεκριμένα α) το επίπεδο των απαιτούμενων πόρων και β) την επιλογή του κονδυλίου του προϋπολογισμού που θα χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση. Τότε, είχε αναφερθεί το ποσό των 6,1 δισεκατ. ευρώ ετησίως· αποφασίστηκε να μη θεσπιστεί χωριστό κονδύλι, ούτε να επεκταθεί ανάλογα το πρόγραμμα LIFE, αλλά να αξιοποιηθούν, κατά κύριο λόγο, ο δεύτερος πυλώνας της ΚΓΠ και άλλα ταμεία της ΕΕ.

    4.10.2

    Η ΕΟΚΕ είχε αμφιβολίες σχετικά με τα ποσά που είχαν δηλωθεί τότε και θεωρούσε «επειγόντως απαραίτητο να υπολογιστεί το κόστος το συντομότερο δυνατό με μεγαλύτερη ακρίβεια». Επίσης, αμφέβαλε για το εάν «επαρκεί το ποσό των 0,3 δισεκατ. ευρώ που διατίθεται για τα νέα κράτη μέλη (για την ΕΕ των 15: 5,8 δισεκατ. ευρώ)» (20).

    4.10.3

    Έως σήμερα δεν έχει ληφθεί κανένα μέτρο, και το ίδιο ποσό είναι ακόμη υπό συζήτηση. Μέχρι στιγμής τα αρμόδια κράτη μέλη και η Επιτροπή δεν έχουν καταφέρει να διασαφηνίσουν το ζήτημα.

    4.10.4

    Η ΕΟΚΕ είχε τότε επισημάνει τον κίνδυνο ότι η χρηματοδότηση μέτρων Natura 2000 από τον δεύτερο πυλώνα θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανταγωνισμό με άλλα μέτρα αγροτικής ανάπτυξης (21). Αυτό επιβεβαιώθηκε σε δύο περιπτώσεις: πρώτον, οι πληρωμές από τον δεύτερο πυλώνα κατά την περίοδο χρηματοδότησης 2007-2013 μειώθηκαν κατά 30 % σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο και, δεύτερον, όπως ορθά επεσήμαναν το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο και το Συμβούλιο Υπουργών Περιβάλλοντος, «το ΕΤΠΑ δεν αναγνωριζόταν πάντα από τα κράτη μέλη ως πιθανό μέσο για την προώθηση της βιοποικιλότητας, ενώ οι δυνατότητές του για τη χρηματοδότηση του προγράμματος Natura 2000 δεν έχουν αξιοποιηθεί επαρκώς» (22).

    4.10.5

    Ως εκ τούτου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (23) όφειλε να αποδείξει ότι το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο για την Αγροτική Ανάπτυξη εξακολουθεί να αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή κοινοτικής χρηματοδότησης για το δίκτυο Natura 2000 και τη βιοποικιλότητα στην ΕΕ, αλλά «καλύπτεται μόνο το 20 % της συνολικής απαιτούμενης χρηματοδότησης για τη διαχείριση προστατευόμενων περιοχών, συμπεριλαμβανομένου του δικτύου Natura 2000».

    4.10.6

    Συνεπώς, είναι επείγουσα ανάγκη να εκτιμηθούν οι ακριβείς ανάγκες χρηματοδότησης για την εφαρμογή των οδηγιών για την προστασία της φύσης και να διατεθούν οι κατάλληλοι πόροι μέσω χωριστής γραμμής του προϋπολογισμού (π.χ. στο πλαίσιο ενός διευρυμένου προϋπολογισμού του προγράμματος LIFE).

    4.11    Συνεργατικές και συμμετοχικές διαδικασίες

    4.11.1

    Οι ελλείψεις που διαπιστώνονται όσον αφορά την εφαρμογή της στρατηγικής της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα, ιδίως στην περίπτωση του δικτύου Natura 2000, μπορεί, εν μέρει, να οφείλονται στην έλλειψη συμμετοχής και στην απουσία ανάληψης δράσης εκ μέρους της κοινωνίας των πολιτών στις διάφορες προστατευόμενες ζώνες. Ο χαρακτηρισμός των ζωνών ειδικής προστασίας πρέπει, κατ’ αρχάς, να θεωρηθεί διοικητική πράξη, η οποία θα εκτελείται σε πλήρη συμμόρφωση με τις αρχές του κράτους δικαίου. Ωστόσο, τα διαχειριστικά σχέδια θα πρέπει να εκπονούνται και να υλοποιούνται με τη στενή συνεργασία των ιδιοκτητών και των χρηστών της γης, καθώς και των οργανώσεων προστασίας της φύσης και των τοπικών αρχών. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό δεν εφαρμόστηκε, με αποτέλεσμα να οδηγήσει συχνά σε δυσπιστία και σε εχθρικά αισθήματα απέναντι στην πολιτική βιοποικιλότητας της ΕΕ.

    Βρυξέλλες, 21 Σεπτεμβρίου 2016.

    Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

    Γιώργος ΝΤΑΣΗΣ


    (1)  COM(1998) 42 τελικό.

    (2)  COM(2001) 162 τελικό.

    (3)  COM(2006) 216 τελικό.

    (4)  COM(2010) 4 τελικό.

    (5)  COM(2011) 244 τελικό.

    (6)  ΕΕ C 24 της 28.1.2012, σ. 111.

    (7)  COM(2015) 478 final.

    (8)  Milieu, IEEP και ICF, Evaluation Study to support the Fitness Check of the Birds and Habitats Directives, Μάρτιος 2016.

    (9)  Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έγγραφο αριθ. 15389/15.

    (10)  Η περίοδος των 3 ετών (δηλαδή 1992-1995) αφορούσε την κοινοποίηση των περιοχών Natura από τα κράτη μέλη. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η διαδικασία αυτή δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.

    (11)  Βλ. μεταξύ άλλων το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 2ας Φεβρουαρίου 2016 σχετικά με την ενδιάμεση αναθεώρηση της Στρατηγικής της ΕΕ για τη Βιοποικιλότητα [2015/2137(INI)].

    (12)  COM(2010) 548 final της 8.10.2010, σ. 3.

    (13)  Έγγραφο 15389/2015 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σημείο 36.

    (14)  COM(2011) 244 τελικό, σ. 2.

    (15)  ΕΕ C 48 της 15.2.2011, σ. 150, βλ. ιδίως το σημείο 2.3.

    (16)  ΕΕ C 195 της 18.8.2006, σ. 96.

    (17)  ΕΕ C 354 της 28.12.2010, σ. 35.

    (18)  COM(2010) 548 τελικό, σ. 5.

    (19)  COM(2004) 431 τελικό.

    (20)  ΕΕ C 221 της 8.9.2005, σ. 108, σημείο 3.10.1.

    (21)  ΕΕ C 221 της 8.9.2005, σ. 108, σημεία 3.14.1 και 3.14.2.

    (22)  Συμβούλιο Υπουργών Περιβάλλοντος της 16.12.15.

    (23)  COM(2010) 548 τελικό, σ. 13.


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

    Οι ακόλουθες τροπολογίες, οι οποίες έλαβαν τουλάχιστον το ένα τέταρτο των εκφρασμένων ψήφων, απορρίφθηκαν κατά τη διάρκεια των συζητήσεων:

    Σημείο 4.7.4 — Να τροποποιηθεί ως εξής:

     

    Έτσι σήμερα, για παράδειγμα, η καλλιέργεια ψυχανθών ή οι εμβόλιμες καλλιέργειες εμπίπτουν στην έννοια της «οικολογικής εστίασης». Ακόμα και αν η Η αύξηση των εκτάσεων με καλλιέργειες ψυχανθών ή με εμβόλιμες καλλιέργειες είναι, καταρχήν, θετική. για διάφορους λόγους, τα μέτρα αυτά δεν θα συμβάλουν ουσιαστικά στη Η συμβολή στη βελτίωση της βιοποικιλότητας έγκειται, μεταξύ άλλων, στην ενίσχυση της χλωρίδας και της πανίδας του εδάφους μέσω της συμβίωσης των ψυχανθών και των ριζόβιων. Επίσης, το γεγονός ότι επιτρέπεται, έως έναν βαθμό, η Η χρήση φυτοφαρμάκων φυτοπροστατευτικών προϊόντων στις περιοχές οικολογικής εστίασης επιτρέπεται εν μέρει στο πλαίσιο αυστηρών ευρωπαϊκών προδιαγραφών έγκρισης και εφαρμογής, και επιτρέπει την προώθηση της καλλιέργειας πρωτεϊνούχων φυτών στην Ευρώπη έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με την επιδίωξη μιας πιο οικολογικής γεωργικής πολιτικής: τα φυτοφάρμακα δεν συμβάλλουν στην αύξηση της βιοποικιλότητας, αλλά, αντίθετα, στη μείωσή της.

    Αιτιολογία

    Το μέτρο βρίσκεται στο δεύτερο έτος εφαρμογής του. Όσον αφορά τη βιοποικιλότητα, δεν υπάρχουν ακόμη ουσιαστικές αναλύσεις. Η στοχευμένη χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων ενδέχεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, να είναι χρήσιμη, π.χ. για την προστασία των καλλιεργειών σε πρώιμο στάδιο από την εισβολή ζιζανίων. Σύμφωνα με το άρθρο 46 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1307/2013, η Επιτροπή οφείλει να υποβάλει έως τον Μάρτιο του 2017 έκθεση αξιολόγησης σχετικά με την υλοποίηση των περιοχών οικολογικής εστίασης.

    Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας

    Υπέρ

    69

    Κατά

    96

    Αποχές

    26

    Σημείο 4.7.4 — Να τροποποιηθεί ως εξής:

     

    Έτσι σήμερα, για παράδειγμα, η καλλιέργεια ψυχανθών ή οι εμβόλιμες καλλιέργειες εμπίπτουν στην έννοια της «οικολογικής εστίασης». Ακόμα και αν η αύξηση των εκτάσεων με καλλιέργειες ψυχανθών ή με εμβόλιμες καλλιέργειες είναι, καταρχήν, θετική για διάφορους λόγους, τα μέτρα αυτά δεν θα συμβάλουν ουσιαστικά στη βελτίωση της βιοποικιλότητας. Επίσης, το γεγονός ότι επιτρέπεται, έως έναν βαθμό, η χρήση φυτοφαρμάκων στις περιοχές οικολογικής εστίασης έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με την επιδίωξη μιας πιο οικολογικής γεωργικής πολιτικής: τα φυτοφάρμακα δεν συμβάλλουν στην αύξηση της βιοποικιλότητας, αλλά, αντίθετα, στη μείωσή της. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει υψηλό έλλειμμα πρωτεϊνούχων καλλιεργειών ευρωπαϊκής παραγωγής, και μια γενική απαγόρευση χρήσης φυτοφαρμάκων σε καλλιέργειες ψυχανθών θα αύξανε ακόμη πιο περισσότερο αυτό το έλλειμμα.

    Αιτιολογία

    Θα εκτεθεί προφορικά.

    Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας

    Υπέρ

    80

    Κατά

    105

    Αποχές

    11

    Σημείο 1.5 — Να διαγραφεί κείμενο:

     

    Η ΕΟΚΕ ζητεί να εξασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ όλων των τομέων πολιτικής που έχουν αντίκτυπο στην προστασία της βιοποικιλότητας. Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΟΚΕ ευελπιστεί ότι ήδη η ενδιάμεση αξιολόγηση για τις «περιοχές οικολογικής εστίασης» και μια ενδεχόμενη ενδιάμεση αξιολόγηση της ΚΓΠ θα χρησιμεύσουν ώστε η ΚΓΠ να συμβάλλει, στο μέλλον, με στοχοθετημένο τρόπο στην επίτευξη των στόχων για τη βιοποικιλότητα. Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι, επί του παρόντος, απαιτούνται αλλαγές ως προς το απαιτούμενο εύρος και την ποιότητα των περιοχών οικολογικής εστίασης.

    Αιτιολογία

    Με την εισαγωγή μιας «πιο οικολογικής προσέγγισης» το 2015, βρισκόμαστε μόλις στο δεύτερο έτος εφαρμογής. Ως εκ τούτου, δεν υφίστανται ακόμη επαρκώς αξιόπιστες σχετικές αναλύσεις προκειμένου να εξαχθούν σοβαρά συμπεράσματα. Σύμφωνα με το άρθρο 46 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1307/2013, η Επιτροπή οφείλει να υποβάλει, έως τον Μάρτιο του 2017, έκθεση αξιολόγησης σχετικά με την υλοποίηση των περιοχών οικολογικής εστίασης. Στη συνέχεια, και με βάση τα αποτελέσματα της εν λόγω αξιολόγησης, θα ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα.

    Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας

    Υπέρ

    57

    Κατά

    120

    Αποχές

    11

    Σημείο 1.5 — Να τροποποιηθεί ως εξής:

     

    Η ΕΟΚΕ ζητεί να εξασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ όλων των τομέων πολιτικής που έχουν αντίκτυπο στην προστασία της βιοποικιλότητας. Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΟΚΕ ευελπιστεί ότι ήδη η ενδιάμεση αξιολόγηση για τις «περιοχές οικολογικής εστίασης» και μια ενδεχόμενη ενδιάμεση αξιολόγηση της ΚΓΠ θα χρησιμεύσουν ώστε η ΚΓΠ να συμβάλλει, στο μέλλον, με στοχοθετημένο τρόπο στην επίτευξη των στόχων για τη βιοποικιλότητα. Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι, επί του παρόντος, απαιτούνται αλλαγές ως προς το απαιτούμενο εύρος και την ποιότητα των περιοχών οικολογικής εστίασης, με ταυτόχρονη εξασφάλιση της καλύτερης ενσωμάτωσής τους στις σύγχρονες αγροτικές πρακτικές.

    Αιτιολογία

    Θα εκτεθεί προφορικά.

    Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας

    Υπέρ

    75

    Κατά

    118

    Αποχές

    9


    Top