Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52014AE1113

    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών — Τιμές και κόστος ενέργειας στην Ευρώπη» — [COM(2014) 21 τελικό]

    ΕΕ C 424 της 26.11.2014, p. 64–71 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    26.11.2014   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 424/64


    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών — Τιμές και κόστος ενέργειας στην Ευρώπη»

    [COM(2014) 21 τελικό]

    2014/C 424/10

    Εισηγητής:

    ο κ. ADAMS

    Στις 15 Ιανουαρίου 2014, και σύμφωνα με το άρθρο 304 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να ζητήσει γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την:

    Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών — Τιμές και κόστος ενέργειας στην Ευρώπη

    COM(2014) 21 final.

    Το ειδικευμένο τμήμα «Μεταφορές, ενέργεια, υποδομές, κοινωνία των πληροφοριών», στο οποίο ανατέθηκαν οι σχετικές προπαρασκευαστικές εργασίες, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 21 Μαΐου 2014

    Κατά την 499η σύνοδο ολομέλειας, που πραγματοποιήθηκε στις 4 και 5 Ιουνίου 2014 (συνεδρίαση της 4ης Ιουνίου 2014), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε την ακόλουθη γνωμοδότηση με 140 ψήφους υπέρ, 10 κατά και 13 αποχές.

    1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

    1.1.

    Οι τιμές της ενέργειας έχουν διαμορφωθεί, στο σύνολό τους, σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, και είναι πιθανό να τα ξεπεράσουν. Πολλά νοικοκυριά στην ΕΕ αισθάνονται ότι η κατάσταση αυτή υπονομεύει σοβαρά τον προϋπολογισμό τους, ενώ παρόμοια είναι σε πολλές περιπτώσεις και η θέση των βιομηχανικών καταναλωτών. Στην παρούσα ανακοίνωση τονίζεται η ανάγκη για μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση της κοινωνίας πολιτών σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να διαμορφωθούν οι τιμές της ενέργειας ούτως ώστε να συνδυάζουν τους κλιματικούς στόχους και την ενεργειακή ασφάλεια. Διαφορετικά, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε πολιτική βούληση ούτε αποδοχή από τους καταναλωτές.

    1.2.

    Οι τιμές της ενέργειας μπορούν να αποτελέσουν μείζονα παράγοντα βιομηχανικής ανταγωνιστικότητας. Ωστόσο, για την οικονομική ανάλυση της βιομηχανικής ανταγωνιστικότητας δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνο οι τιμές της ενέργειας, αλλά να συνεκτιμώνται και άλλοι σημαντικοί παράγοντες, όπως η ενεργειακή ένταση και το μερίδιο του ενεργειακού κόστους στο συνολικό κόστος παραγωγής και στα περιθώρια κέρδους. Είναι σημαντικό να υπάρχει παγκόσμια συνοχή στον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής. Αναλαμβάνοντας ηγετικό ρόλο, η Ευρώπη κινδυνεύει να υποστεί μείωση της ανταγωνιστικότητας, βιομηχανικές μετεγκαταστάσεις και εξαγωγές άνθρακα.

    1.3.

    Η ενεργειακή απόδοση, οι ανανεώσιμες και άλλες τοπικές πηγές ενέργειας μπορούν να βελτιώσουν τον ενεργειακό εφοδιασμό, συνοδεύονται από παράγοντες όπως το κόστος, οι κίνδυνοι, ο αντίκτυπος στο περιβάλλον και η κοινωνική αποδοχή. Δεδομένων των διαφορετικών εθνικών προσεγγίσεων και απόψεων, είναι απαραίτητη η διενέργεια διαφανούς ανάλυσης κόστους, καθώς και η επανεξέταση και ο καλύτερος συντονισμός μέσων στήριξης (όπως οι κανονισμοί τροφοδοσίας και τα τιμολόγια αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας), με σκοπό τον καθορισμό του πλέον κατάλληλου ενεργειακού μείγματος για κάθε κράτος μέλος, ενώ εξίσου σημαντική είναι και η συνεργασία με γειτονικές χώρες.

    1.4.

    Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί η ικανότητα προσαρμογής της βιομηχανίας στις μελλοντικές απαιτήσεις και να ενισχυθεί η ικανότητα του ενεργειακού τομέα, ιδίως με σκοπό την πραγματοποίηση των απαραίτητων επενδύσεων στο ενεργειακό σύστημα. Εν προκειμένω, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αναλάβουν σοβαρές δεσμεύσεις που να συμβαδίζουν με τους στόχους της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς ενέργειας.

    1.5.

    Η ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά ενέργειας πρέπει να ολοκληρωθεί, αλλά προκειμένου να αποδεσμευθεί το πλήρες δυναμικό της πρέπει να εξασφαλιστούν τα κατάλληλα Αγορακεντρικά Μέσα, ο ουσιαστικός συντονισμός των εθνικών ενεργειακών πολιτικών σε επίπεδο ΕΕ και μια σαφής κοινή κατεύθυνση. Απαραίτητη προϋπόθεση αυτών είναι να δοθεί εκ νέου έμφαση στη συγκέντρωση διαφανών και έγκυρων δεδομένων. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η ιδιαίτερη κατάσταση που επικρατεί στα επιμέρους κράτη μέλη, όπως για παράδειγμα η ύπαρξη «ενεργειακών νησίδων»· επιπλέον, κατά την επανεξέταση των τιμών, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι χωρίς ανεπτυγμένες υποδομές, για τις οποίες απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις, δεν μπορεί να ολοκληρωθεί η εσωτερική αγορά ενέργειας και δεν θα μπορέσουν να κράτη μέλη να αποκομίσουν τα οφέλη που αυτή προσφέρει.

    1.6.

    Η βελτιστοποίηση του κόστους μέσω του στενότερου συντονισμού και της αλληλέγγυας δράσης της ΕΕ έχει ζωτική σημασία, ιδίως επειδή τα μέτρα ενεργειακής πολιτικής παραμένουν υπό τον άμεσο έλεγχο των κρατών μελών. Κατά το παρελθόν, ο εν λόγω συντονισμός ήταν ανεπαρκής και γι’ αυτό απαιτείται τώρα μια νέα προσέγγιση. Η αλληλεγγύη των κρατών μελών για την αντιμετώπιση της αυξανόμενης αβεβαιότητας που επικρατεί σχετικά με τον εφοδιασμό είναι επίσης ζωτικής σημασίας σε συνδυασμό με την αυξημένη έμφαση στην από κοινού προώθηση της έρευνας και ανάπτυξης, προκειμένου να λυθούν τα εμφανή προβλήματα στην αλυσίδα παραγωγής και εφοδιασμού ενέργειας.

    1.7.

    Η ανάπτυξη των κομβικών σημείων υγραερίου μεταξύ των ομάδων των κρατών μελών μπορούν να βελτιστοποιήσουν και να μειώσουν το κόστος, συμβάλλοντας έτσι στην αποσύνδεση των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου και στη βελτίωση της ευελιξίας όσον αφορά τις γεννήτριες.

    1.8.

    Για την ενίσχυση του συντονισμού, η ΕΟΚΕ θεωρεί απαραίτητη την ανάληψη δράσης και την παροχή άμεσης στήριξης με σκοπό την υλοποίηση εκτεταμένου προγράμματος ευρωπαϊκής κλίμακας, το οποίο θα περιλαμβάνει τη διεξαγωγή διαλόγου σε θέματα ενέργειας, με τη συμμετοχή τόσο των οικιακών όσο και των βιομηχανικών καταναλωτών ενέργειας, των εμπορικών και θεσμικών φορέων της ενεργειακής αλυσίδας, καθώς και των τοπικών, περιφερειακών και εθνικών αρχών.

    1.9.

    Ο εν λόγω ευρωπαϊκός ενεργειακός διάλογος (ΕΕΔ), ο οποίος θα πρέπει να διεξάγεται κατά τρόπο ανεξάρτητο, διαφανή και χωρίς αποκλεισμούς, θα πρέπει επίσης να αποτελέσει τη βάση για τη νέα διαδικασία διακυβέρνησης που προτείνει η Επιτροπή για την επίτευξη των ενεργειακών και κλιματικών στόχων έως το 2030.

    2.   Εισαγωγή και ιστορικό

    2.1.

    Επί σειρά ετών, οι τιμές της ενέργειας -ιδίως της ηλεκτρικής- που καλούνται να πληρώσουν οι περισσότεροι οικιακοί και βιομηχανικοί καταναλωτές στην ΕΕ αυξάνονται με ρυθμούς που υπερβαίνουν την αύξηση του πληθωρισμού. Αποτέλεσμα είναι η επιβάρυνση των προϋπολογισμών των ευρωπαϊκών νοικοκυριών, γεγονός που σε ορισμένα κράτη μέλη έχει προκαλέσει σημαντική αύξηση της ενεργειακής πενίας, αλλά και μείωση της ανταγωνιστικότητας ορισμένων βιομηχανιών, ιδίως των ενεργοβόρων. Στο παρελθόν, η βιομηχανία αντιμετώπιζε την αύξηση των τιμών μεταξύ άλλων με τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και την ειδίκευση στην παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας. Ωστόσο, μπορεί να υποστηριχθεί ότι τα σχετικά περιθώρια είναι πλέον ελάχιστα. Η οικονομική ύφεση ενίσχυσε τις πιέσεις και, παρά την αύξηση της ενεργειακής απόδοσης και τις περικοπές, το κόστος για τους καταναλωτές εξακολουθεί ως επί το πλείστον να αυξάνεται.

    2.2.

    Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε τον Ιανουάριο του 2014 δέσμη μέτρων, μέρος της οποίας αποτελούν δύο σημαντικές εκθέσεις οι οποίες σχετίζονται άμεσα με τις τιμές και το κόστος της ενέργειας. Η μία αποτελεί το έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής, με θέμα τις τιμές και το κόστος της ενέργειας, ενώ η δεύτερη τιτλοφορείται «Energy Economic Developments in Europe» (Ενεργειακές οικονομικές εξελίξεις στην Ευρώπη). Η εν λόγω δέσμη περιλαμβάνει ενεργειακούς και κλιματικούς στόχους για το 2030, που μπορούν να συνδυαστούν με την προστασία του κλίματος, τη διατήρηση της βιομηχανικής ανταγωνιστικότητας και την προσφορά ενέργειας σε προσιτές για τους καταναλωτές τιμές. Για τον σκοπό αυτό, απαιτείται αμοιβαία κατανόηση, αναγνώριση και ενημέρωση σχετικά με τα συγκεκριμένα οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά οφέλη που προκύπτουν από τη μείωση των εκπομπών και τον οικολογικό προσανατολισμό της οικονομίας. Στο πλαίσιο της παραπάνω δέσμης μέτρων, θεωρείται αυτονόητο ότι η δημόσια στήριξη θα είναι καθοριστικής σημασίας, καθώς και ότι θα χρειαστεί μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση για την αντιμετώπιση των προκλήσεων, ιδίως των οικονομικών. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι «οι στόχοι αποτελούν ένα ισχυρό μήνυμα για τις αγορές, ενθαρρύνοντας τις ιδιωτικές επενδύσεις σε νέους αγωγούς και δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας ή σε τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα» (1).

    2.3.

    Σύμφωνα με την ανακοίνωση για τις τιμές και το κόστος της ενέργειας, που είναι και το θέμα της παρούσας γνωμοδότησης, αλλά και σύμφωνα με τον ΔΟΕ (2), οι τιμές στην παγκόσμια αγορά, οι αναγκαίες επενδύσεις μεγάλης κλίμακας σε υποδομές και ενεργειακή απόδοση, καθώς και οι σχετικές με το κλίμα εισφορές, θα έχουν ως αποτέλεσμα τη διατήρηση των τιμών της ενέργειας στα σημερινά ιστορικά υψηλά επίπεδα. Αυτή η κατάσταση μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις για τους καταναλωτές, ενώ οι τρέχουσες τιμές χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας που ισχύουν στον αντίστοιχο κλάδο παραγωγής (της τάξεως των 40 ευρώ ανά MWh) αποτρέπουν την πραγματοποίηση των επενδύσεων που είναι αναγκαίες για την αντικατάσταση παλαιού πάγιου εξοπλισμού και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Η παρούσα γνωμοδότηση επικεντρώνεται στην πιθανή αντίδραση της κοινωνίας πολιτών και στο μέτρο στον οποίο μπορούν να υπάρξουν ισχυρά μηνύματα στην αγορά και πολιτική ανταπόκριση ώστε να επιτευχθούν οι πολιτικοί στόχοι που έχουν τεθεί.

    3.   Σύνοψη της ανακοίνωσης της Επιτροπής

    3.1.

    Την περίοδο 2008-2013, οι λιανικές τιμές της ενέργειας στην Ευρώπη σημείωσαν αύξηση, σημαντική σε ορισμένα κράτη μέλη, παρά τη σχετική σταθερότητα των τιμών χονδρικής για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο. Οι έντονες επιπτώσεις στα νοικοκυριά και στη βιομηχανία, ιδίως κατά την περίοδο της οικονομικής ύφεσης, αναμένεται να έχουν μακροπρόθεσμο χαρακτήρα. Οι διαφορές μεταξύ των εθνικών τιμών είναι σημαντικές καθώς σε ορισμένα κράτη μέλη οι καταναλωτές καταβάλλουν από 250 % έως 400 % μεγαλύτερο τίμημα. Σημαντικό μέρος των εν λόγω αυξήσεων οφειλόταν στην αύξηση του κόστους μεταφοράς και διανομής, αλλά και των φόρων και των εισφορών. Ωστόσο, το κόστος της πρωτογενούς ενέργειας εξακολουθεί να αποτελεί τον σημαντικότερο συντελεστή στη σύνθεση των τιμών.

    3.2.

    Το 2014, οι κυβερνήσεις των χωρών της ΕΕ θα πρέπει να έχουν ολοκληρώσει την εσωτερική αγορά ενέργειας. Η ελευθέρωση της αγοράς θα ενισχύσει τις επενδύσεις και τον ανταγωνισμό και θα βελτιώσει την αποτελεσματικότητα ορισμένων κλάδων, πράγμα το οποίο ενδέχεται να συντελέσει στη μείωση των τιμών. Τα νοικοκυριά και οι βιομηχανίες (και ιδίως οι ΜμΕ) μπορούν να μειώσουν τον ενεργειακό τους λογαριασμό επιλέγοντας φθηνότερους προμηθευτές ενέργειας, όπου υπάρχει επαρκής αριθμός προμηθευτών.

    3.3.

    Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πρέπει επίσης να καταβάλλουν προσπάθειες για την περαιτέρω ανάπτυξη των ενεργειακών υποδομών και τη διαφοροποίηση του εφοδιασμού και των διαδρόμων εφοδιασμού σε ενέργεια, λαμβάνοντας κοινή θέση στις διαπραγματεύσεις με τους κύριους ενεργειακούς εταίρους τους.

    3.4.

    Θα πρέπει επίσης να μεριμνήσουν για την εφαρμογή, με τον πλέον οικονομικά αποδοτικό τρόπο, των ενεργειακών πολιτικών που χρηματοδοτούνται από τους τελικούς χρήστες και τους φορολογούμενους, εφαρμόζοντας βέλτιστες πρακτικές.

    3.5.

    Η ΕΕ και οι κυβερνήσεις των κρατών μελών πρέπει να επιδιώξουν την αποτελεσματικότερη σύγκριση του κόστους δικτύου και των εφαρμοζόμενων πρακτικών. Η εναρμόνιση των πρακτικών δικτύου στην Ευρώπη μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας καθώς και στη μείωση της συνιστώσας των τιμών που αφορά το κόστος δικτύου.

    3.6.

    Τα νοικοκυριά και οι βιομηχανίες μπορούν, ως ένα βαθμό, να περιορίσουν τις ενεργειακές τους δαπάνες βελτιώνοντας την ενεργειακή τους απόδοση. Οι καταναλωτές μπορούν, βάσει ιδίας πρωτοβουλίας, να ρυθμίζουν την ποσότητα ή τη διάρκεια της ενεργειακής τους κατανάλωσης (ανταπόκριση στη ζήτηση) και να χρησιμοποιούν καινοτόμες τεχνολογίες για την εξοικονόμηση ενέργειας και χρημάτων.

    3.7.

    Η ΕΕ πρέπει να συνεχίσει, σε συνεργασία με τους διεθνείς εταίρους, τις προσπάθειες για την αντιμετώπιση των ενεργειακών επιδοτήσεων και των περιορισμών των εξαγωγών, και να συμβάλλει στην προστασία ορισμένων βιομηχανικών καταναλωτών μέσω δημοσιονομικών μεταβιβάσεων, απαλλαγών και μειώσεων φόρων και εισφορών.

    3.8.

    Στην ουσία, η Επιτροπή τάσσεται υπέρ της ολοκλήρωσης της ενιαίας αγοράς ενέργειας στην ΕΕ και θεωρεί σκόπιμο να αναληφθούν δράσεις, τόσο από τα νοικοκυριά όσο και από τη βιομηχανία, με σκοπό τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, την υιοθέτηση συστημάτων ανταπόκρισης στη ζήτηση και άλλων νέων ενεργειακών τεχνολογιών και καινοτομιών για την εξοικονόμηση ενέργειας και χρημάτων. Ταυτόχρονα, κρίνει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να αναβαθμίσουν σημαντικά τη μεταφορά και τη διανομή ενέργειας. Επισημαίνεται ότι η ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας μπορεί να έχει άμεσο αντίκτυπο στη βελτίωση της ενεργειακής ασφάλειας. Αναγνωρίζεται επίσης ότι για την αντιμετώπιση της ενεργειακής πενίας που πλήττει τους οικιακούς καταναλωτές ορισμένων κρατών μελών θα πρέπει να αναληφθεί δράση, ειδικότερα μέσω της λήψης μέτρων κοινωνικής πολιτικής. Όσον αφορά τη βιομηχανία και την αναμενόμενη επιδείνωση της ανταγωνιστικότητάς της στον τομέα της ενέργειας, το ζήτημα θα μπορούσε επίσης να αντιμετωπιστεί, κυρίως μέσω του ΠΟΕ, με την ελαχιστοποίηση των ενεργειακών επιδοτήσεων στους κυριότερους διεθνείς ανταγωνιστές της ΕΕ, αλλά και με άλλες δημοσιονομικές μεταβιβάσεις.

    4.   Γενικές παρατηρήσεις

    4.1.

    Η στρατηγική απάντηση της Επιτροπής αφορά τρεις βασικές πτυχές: Καταρχάς το ερώτημα αν υπάρχουν, ανεξάρτητα από την ολοκλήρωση της εσωτερικής ενεργειακής αγοράς, ισχυροί λόγοι για συνέχιση ή ενίσχυση των προσπαθειών με σκοπό τη μετάβαση προς μια «πράσινη» οικονομία, όπως τονίζεται στο πλαίσιο για το 2030, και τι θα προϋπέθετε κάτι τέτοιο για τις τιμές και το κόστος της ενέργειας. Δεύτερον, αν μπορεί η κοινωνία πολιτών να πεισθεί, μέσω ενός αποδοτικού κοινωνικού διαλόγου, για την εγκυρότητα της εν λόγω προσέγγισης και να την αποδεχθεί και, τρίτον, αν είναι δυνατό να τονωθεί η αγορά, με σκοπό την ενθάρρυνση ιδιωτικών επενδύσεων σε νέους αγωγούς, δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας και τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην Ευρώπη.

    4.2.

    Η ενέργεια, στις διάφορες μορφές της, είναι οπωσδήποτε το πλέον εμπορεύσιμο προϊόν στον κόσμο βάσει αξίας. Λόγω του καίριου ρόλου που διαδραματίζει στην οικονομική ανάπτυξη, είναι βέβαιο ότι στο άμεσο μέλλον θα χρειαστούν μαζικές επενδύσεις στην έρευνα, την αξιοποίηση, την ανάπτυξη την παραγωγή και τη μεταφορά ενέργειας. Το ίδιο ισχύει και για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, όπως επισημάνθηκε πρόσφατα. Η ανάγκη αυτή συνοψίζεται στη διατύπωση «Τα φώτα πρέπει να παραμείνουν αναμμένα», όπου τα φώτα παραπέμπουν στον ζωτικό ρόλο της ενέργειας στη σύγχρονη κοινωνία. Είναι σημαντικό να αναγνωριστεί ότι, στην παρούσα φάση, διάφοροι άλλοι στόχοι της ενεργειακής πολιτικής, είτε σε εθνικό είτε σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μπορεί να εξαρτώνται από την ασφάλεια του εφοδιασμού -πράγμα που χρήζει μεγαλύτερης αναγνώρισης στο πλαίσιο της ανακοίνωσης- η διασφάλιση της οποίας ενδέχεται να έχει πρόσθετο κόστος.

    4.3.

    Παράλληλα, για την κάλυψη του βραχυπρόθεσμου και μεσοπρόθεσμου κόστους της μετάβασης προς την παραγωγή ενέργειας με χαμηλές εκπομπές άνθρακα, πρέπει να αναγνωριστούν και να τονισθούν εκ νέου ορισμένοι σημαντικοί παράγοντες σε παγκόσμιο επίπεδο:

    Η παραγωγή ενέργειας έχει σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις τόσο για τον πλανήτη όσο και τους πολίτες, κυρίως μέσω της κλιματικής αλλαγής αλλά και μέσω των δυσμενών επιπτώσεων στην υγεία.

    Το 82 % της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης καλύπτεται επί του παρόντος από ορυκτά καύσιμα, τα αποθέματα των οποίων είναι πεπερασμένα.

    Λόγω των νέων μεθόδων αναζήτησης και εξόρυξης, ο υποτιθέμενος περιορισμός της διαθεσιμότητας πόρων (κορύφωση παραγωγής πετρελαίου, κ.ά.) παύει να είναι τόσο σημαντικός, ενώ αναμένεται να προκύψουν ισχυρές πιέσεις από την αγορά σε σχέση με τη χρήση μη συμβατικών ορυκτών καυσίμων.

    Η εκμετάλλευση μόλις του ενός τρίτου των γνωστών ορυκτών πόρων αρκεί για να υπερβούν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου τα 450 ppm (ήτοι, 2 oC), ωστόσο εξακολουθούν να πραγματοποιούνται σημαντικές επενδύσεις για την ανάπτυξη τεχνικών αναζήτησης και εξόρυξης (3).

    Η ολοκλήρωση της ενεργειακής μετάβασης από τα ορυκτά καύσιμα είναι αναπόφευκτη. Η ταχύτητα της μετάβασης είναι ζωτικής σημασίας — πρέπει να είναι αρκετά γρήγορη προκειμένου να αποφευχθούν υπερβολικές επιπτώσεις στο κλίμα, χωρίς να θιγεί η σταθερότητα των οικονομικών και κοινωνικών δομών. Μια κοινή παγκόσμια προσπάθεια θα είναι κρίσιμη και η διατήρηση της οικονομικής ικανότητας της ΕΕ να συμβάλει σε αυτή τη μετάβαση θα είναι ουσιαστικής σημασίας. Είναι σημαντικό να υπάρχει παγκόσμια συνοχή στον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής. Αναλαμβάνοντας ηγετικό ρόλο, η Ευρώπη κινδυνεύει να υποστεί μείωση της ανταγωνιστικότητας, βιομηχανικές μετεγκαταστάσεις και εξαγωγές άνθρακα.

    4.4.

    Μέχρι στιγμής έχει καταστεί σαφές ότι οι αγορές αδυνατούν να αντιμετωπίσουν από μόνες τους τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά ζητήματα — εξάλλου, δεν είναι αυτός ο ρόλος τους. Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι, για την εξυπηρέτηση των κοινωνικών προτεραιοτήτων, οι αγορές, παρά την αποτελεσματικότητά τους στην επίτευξη βραχυπρόθεσμων στόχων κόστους και απόδοσης, θα πρέπει να αναμορφωθούν μέσω της χρήσης αποτελεσματικών Αγορακεντρικών Μέσων (4). Απαιτούμενες προϋποθέσεις εν προκειμένω είναι η αποτελεσματική νομοθεσία, η στήριξη και η συμμετοχή της κοινωνίας πολιτών, καθώς και μια ισχυρή δέσμευση για την ανάληψη εταιρικής κοινωνικής ευθύνης.

    4.5.

    Χωρίς την κατανόηση, εκ μέρους της κοινωνίας, του διλήμματος που απασχολεί όχι μόνο την ΕΕ αλλά και τον κόσμο ολόκληρο, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε πολιτική βούληση ούτε αποδοχή από τους καταναλωτές. Κατά πάσα πιθανότητα, οι τιμές θα συνεχίσουν να αυξάνονται, τάση στην οποία οι καταναλωτές θα συνεχίσουν να αντιδρούν έντονα. Η πρόκληση εν προκειμένω συνίσταται στη μείωση των πολιτικών και κοινωνικών επιπτώσεων.

    4.6.

    Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι η πλέον αποτελεσματική προσέγγιση είναι να εξασφαλιστεί η πλήρης συμμετοχή των ευρωπαίων καταναλωτών ενέργειας, τόσο των οικιακών όσο και των βιομηχανικών, καθώς και των εμπορικών και θεσμικών φορέων της ενεργειακής αλυσίδας, σε έναν ουσιαστικό και δημιουργικό διάλογο για τα θέματα αυτά που να οδηγήσει στην ανάληψη δράσης.

    4.7.

    Στην παρούσα ανακοίνωση, η παραπάνω προσέγγιση αναφέρεται ελάχιστα. Παρά την ευρεία χρήση του όρου «αγορές» (41 φορές), η ανακοίνωση περιέχει συνολικά μόνο 3 ασήμαντες αναφορές στους όρους «συμμετοχή», «πολίτης», «διάλογος» ή «διαβούλευση». Παρόμοια προσέγγιση ακολουθείται και στο πλαίσιο πολιτικής για την περίοδο 2020-2030.

    4.8.

    Στο θέμα αυτό, η συνοχή και η δράση είναι καίριας σημασίας. Στο έγγραφο-πλαίσιο του 2011 με τίτλο «Ενεργειακός χάρτης πορείας για το 2050» αναγνωρίζεται και αναλύεται περαιτέρω το παραπάνω ζήτημα — «Η αποφασιστική σημασία της συμμετοχής του κοινού» (παράγραφος 3.4). Ωστόσο, έχει αναληφθεί ελάχιστη δράση για το θέμα αυτό.

    4.9.

    Ως εκ τούτου, η ΕΟΚΕ παροτρύνει τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και τα κράτη μέλη να υιοθετήσουν επειγόντως το πλαίσιο για τον ευρωπαϊκό ενεργειακό διάλογο, το οποίο ενέκρινε η ΕΟΚΕ το 2013 στη γνωμοδότησή της με τίτλο «Ανάγκες και μέθοδοι ενεργού συμμετοχής των πολιτών στο πεδίο της ενεργειακής πολιτικής» (5), καθώς και να αναλάβουν σχετική δράση. Ο εν λόγω διάλογος θα μπορούσε να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην καθιέρωση και τη διατήρηση μιας πανευρωπαϊκής διαδικασίας διακυβέρνησης με στόχο την επίτευξη των ενεργειακών και κλιματικών στόχων.

    4.10.

    Στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, έμφαση θα πρέπει να δοθεί:

    στην πολύ μεγαλύτερη εστίαση του ενδιαφέροντος σε θέματα διαφάνειας, στη σταθερή ρύθμιση και τη διακυβέρνηση σε όλα τα επίπεδα·

    στην ενίσχυση της κατανόησης και της εμπιστοσύνης των πολιτών/καταναλωτών σε ό,τι αφορά τη λειτουργία της ενεργειακής αγοράς, με την κατάλληλη εκπαίδευση και την παροχή συμβουλών·

    στη μεγαλύτερη συμμετοχή του κοινού στον καθορισμό του ενεργειακού μείγματος σε επίπεδο κρατών μελών και ΕΕ·

    στην ευελιξία των κρατών μελών να επιλέγουν τις κατάλληλες πολιτικές με βάση το εθνικό ενεργειακό μείγμα και τις προτιμήσεις τους, προωθώντας ταυτόχρονα τη σύγκλιση σε επίπεδο ΕΕ·

    στην επίτευξη των εθνικών στόχων (εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ενεργειακή απόδοση) στο πλαίσιο της ολοκλήρωσης της αγοράς.

    4.11.

    Διακύμανση των τιμών της ενέργειας σε ολόκληρη την ΕΕ έχει σημειωθεί και στο παρελθόν. Παρότι η μεταβλητότητα του κόστους παραγωγής και εφοδιασμού επηρεάζει την κατάσταση αυτή, σημαντικός ανασταλτικός παράγοντας είναι το ευρύ φάσμα των επιβαλλόμενων φόρων και τελών στον τομέα της ενέργειας. Σε όλα τα κράτη μέλη, οι φόροι για την ενέργεια αποτελούν σημαντικό μέρος των κρατικών εσόδων και, ακόμη και αν εξαιρεθεί η φορολογία στο πετρέλαιο, η εξεύρεση άλλων πηγών εσόδων για την αντικατάσταση οποιασδήποτε μείωσης φόρων θα αποτελέσει μεγάλη πρόκληση (6).

    4.12.

    Ωστόσο, θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η επιβολή καθεστώτος υψηλής φορολόγησης για ορισμένα είδη ενέργειας έχει γίνει αποδεκτή, έστω και απρόθυμα. Οι φόροι για το πετρέλαιο στην ΕΕ αποτελούν πάνω από το 55 % της τιμής σε σχέση, για παράδειγμα, με το 14 % στις ΗΠΑ και το 41 % στην Ιαπωνία.

    4.13.

    Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η ιδιαίτερη κατάσταση που επικρατεί στα επιμέρους κράτη μέλη, όπως για παράδειγμα η ύπαρξη «ενεργειακών νησίδων»· επιπλέον, κατά την επανεξέταση των τιμών, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι χωρίς ανεπτυγμένες υποδομές, για τις οποίες απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις, δεν μπορεί να ολοκληρωθεί η εσωτερική αγορά ενέργειας και δεν θα μπορέσουν να κράτη μέλη να αποκομίσουν τα οφέλη που αυτή προσφέρει.

    5.   Ειδικές παρατηρήσεις

    5.1.

    Η εσωτερική αγορά ενέργειας συνιστά ένα ιδιαιτέρως προβληματικό ζήτημα, επειδή η ασφάλεια του εφοδιασμού αποτελεί ζωτικό εθνικό συμφέρον και, παρά την επίτευξη προόδου προς την κατεύθυνση της δημιουργίας μιας εσωτερικής αγοράς ενέργειας, εξακολουθεί να τελεί ως επί το πλείστον υπό τον άμεσο έλεγχο ή την εποπτεία των κρατών. Τεχνικοί και γεωγραφικοί παράγοντες, καθώς και παράγοντες που αφορούν τους πόρους, έχουν επίσης συμβάλει στη δυσκολία ολοκλήρωσης της αγοράς σε σύγκριση, για παράδειγμα, με πολλές κατηγορίες καταναλωτικών αγαθών.

    5.1.1.

    Ο στόχος που προσδιορίζεται στην τρίτη δέσμη μέτρων του 2009 για την ενέργεια, σχετικά με την ολοκλήρωση μιας ενιαίας αγοράς φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας, δεν πρόκειται να επιτευχθεί. Παράλληλα, προκύπτει ότι μείζονες πτυχές της ελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας είναι μάλλον δύσκολο να επιτευχθούν. Η επιδίωξη των πλεονεκτημάτων που προσφέρει η ενοποίηση της αγοράς προσκρούει στην αντίθεση των κυβερνήσεων, των επιχειρήσεων και της κοινωνίας. Σε ορισμένα κράτη μέλη επικρατεί η αντίληψη ότι η εισαγωγή ουσιαστικών αλλαγών στον τρόπο παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης της ενέργειας μπορεί να έχει απαράδεκτες επιπτώσεις.

    5.1.2.

    Μολονότι στην κεντρική και δυτική Ευρώπη γενικώς επιδιώκεται σύγκλιση των τιμών χονδρικής πώλησης, δεν ισχύει το ίδιο και για τις τιμές λιανικής, καθώς τα κράτη μέλη εφαρμόζουν διαφορετικά εθνικά καθεστώτα ενίσχυσης, με σκοπό την προώθηση των επενδύσεων στον τομέα της ενέργειας, αλλά και διαφορετικές εθνικές πολιτικές σχετικά με τον τρόπο μετακύλισης του κόστους ενίσχυσης στους τελικούς καταναλωτές. Αποτέλεσμα της εν λόγω κατάστασης είναι μια «επιφανειακή» αγορά ηλεκτρικής ενέργειας που απλώς βελτιστοποιεί τη χρήση του υφιστάμενου ευρωπαϊκού συστήματος. Ωστόσο, αυτό που επιβάλλεται είναι μια «ουσιαστική» αγορά που να προωθεί τις καλύτερες δυνατές επενδύσεις σε ευρωπαϊκή κλίμακα, με στόχο την πραγματοποίηση των εν λόγω επενδύσεων με οικονομικά αποδοτικό τρόπο. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι απαραίτητη η επανεξέταση και ο συντονισμός των μέσων στήριξης (όπως οι κανονισμοί τροφοδοσίας και τα τιμολόγια αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας).

    5.1.3.

    Για την επίτευξη αυτού του σκοπού είναι απαραίτητο να ενισχυθεί η ρευστότητα της αγοράς και η τιμολόγηση στους κόμβους εμπορίας, ιδίως όσον αφορά το φυσικό αέριο. Αν και σε ορισμένα κράτη μέλη υπάρχουν ήδη αγορές αερίου, αυτές δεν είναι αρκετά ρευστές για να προσφέρουν βιώσιμη εναλλακτική λύση στην -αυξανόμενη- σύνδεση των τιμών με την τιμή του πετρελαίου και να επιτρέψουν έτσι τη διαμόρφωση των τιμών με βάση την αγορά. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να αναπτυχθούν περιφερειακοί κόμβοι εμπορίας αερίου και να βελτιωθεί η δυνατότητα διασύνδεσης τους από άποψη ικανότητας μεταφοράς, συμβατικών διευθετήσεων και πρόσβασης στην αγορά, ιδίως πρόσβασης σε ευέλικτο εφοδιασμό. Η εξασφάλιση στους παραγωγούς ενέργειας πρόσβασης στις αγορές αερίου, τους παρέχει περισσότερη ευελιξία στην προσπάθειά τους να βελτιστοποιήσουν τις περιόδους παραγωγής, καθώς μπορούν να μειώσουν την παραγωγή σε περιόδους μειωμένης δραστηριότητας και να διατηρήσουν την ανταγωνιστικότητα των σταθμών παραγωγής, μειώνοντας έτσι τα μη καλυπτόμενα έξοδα που μετακυλίονται στους καταναλωτές.

    5.1.4.

    Υπάρχουν ακόμη αβεβαιότητες σχετικά με την πραγματική σύνθεση των τιμών ενέργειας στα κράτη μέλη. Η διεξοδική έρευνα που διενεργεί η Επιτροπή με σκοπό να καταστήσει πιο διαφανή τη σύνθεση των τιμών, αλλά και το μέτρο και τον αντίκτυπο των ενεργειακών επιδοτήσεων, έχει καίρια σημασία για τη δημιουργία ισότιμων όρων ανταγωνισμού στον τομέα της παραγωγής και της τιμολόγησης της ενέργειας. Κρίνεται αναγκαία η συνεχής απόκτηση δεδομένων για τις τιμές και το κόστος της ενέργειας σε επίπεδο εγκαταστάσεων, με σκοπό τη βελτίωση της διαφάνειας όσον αφορά τις συνθήκες λειτουργίας της βιομηχανίας αλλά και τη διαμόρφωση πολιτικών βάσει αξιόπιστων δεδομένων. Η διασφάλιση της διαφάνειας είναι καίριας σημασίας, ως ένα πρώτο βήμα προς τον καθορισμό οικονομικά αποδοτικών πολιτικών επιλογών και τη διεξαγωγή ουσιαστικού πολιτικού διαλόγου με το κοινό. Αυτό ισχύει και για τη σύνθεση των περιθωρίων κέρδους των προμηθευτών ενέργειας. Η έλλειψη κατάλληλων στατιστικών στοιχείων ενδέχεται να υπονομεύσει την αξιοπιστία των αποφάσεων που παρουσιάζονται ως τεκμηριωμένες. Αυτά τα στατιστικά στοιχεία θα πρέπει να καθίστανται διαθέσιμα σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης.

    5.1.5.

    Όπως και στο παρελθόν, η βιομηχανία είναι και σήμερα σε θέση να πραγματοποιήσει επενδύσεις για τη μείωση της ενεργειακής έντασης. Ωστόσο, οι εν επενδύσεις αυτές, το κόστος των οποίων τείνει να αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου, οφείλουν να έχουν τη μέγιστη δυνατή ανταποδοτικότητα.

    5.1.6.

    Κατά το παρελθόν, η ΕΕ και τα κράτη μέλη συνέβαλαν στην προστασία των ευάλωτων βιομηχανιών μέσω της δωρεάν κατανομής δικαιωμάτων, της απαλλαγής από φόρους και εισφορές και, σε λίγες περιπτώσεις, της παροχής αποζημιώσεων. Δεδομένου ότι το χάσμα του ενεργειακού κόστους μεταξύ της ΕΕ και ορισμένων μεγάλων εμπορικών εταίρων της δεν προβλέπεται να μειωθεί σύντομα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει το υφιστάμενο πλαίσιο και να εξετάσει νέες προσεγγίσεις, πιο συμβατές με τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς, για την προστασία των ευάλωτων βιομηχανιών.

    5.1.7.

    Δεδομένου ότι η ενεργειακή ασφάλεια αποτελεί ζωτικό εθνικό συμφέρον, οι κυβερνήσεις είναι διατεθειμένες να επιβαρυνθούν με τυχόν πρόσθετο κόστος προκειμένου να διασφαλίσουν τον ενεργειακό εφοδιασμό τους. Επίσης, καθώς τα κράτη μέλη αδυνατούν, για λόγους κυριαρχίας, να συμφωνήσουν σε μια κοινώς αποδεκτή διαδικασία διακυβέρνησης σε επίπεδο ΕΕ, δέχονται έναν σχεδιασμό της αγοράς που δεν είναι ο βέλτιστος δυνατός. Ωστόσο, σε καταστάσεις ενεργειακής αβεβαιότητας, η αλληλεγγύη έχει ζωτική σημασία για τον βιώσιμο ενεργειακό εφοδιασμό.

    5.1.8.

    Συνολικά, είναι λίγες οι ενδείξεις ότι αναγνωρίζεται η ανάγκη για βαθύτερη ολοκλήρωση σε επίπεδο ΕΕ από τις πολύ διαφορετικές εθνικές ενεργειακές πολιτικές που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη. Το γεγονός αυτό υπονομεύει την εσωτερική αγορά ενέργειας και στέλνει ασαφή μηνύματα στους επενδυτές. Η ΕΟΚΕ είναι της άποψης ότι πρέπει να γίνουν αποφασιστικά βήματα προς μια πραγματική Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ενέργειας μέσω του συντονισμού των εθνικών σχεδίων, ιδίως για να εξασφαλιστεί ο ενεργειακός εφοδιασμός της ΕΕ στο χαμηλότερο δυνατό κόστος.

    5.2.   Οικολογικός προσανατολισμός της οικονομίας

    5.2.1.

    Στη θεωρία, η μετάβαση προς μια βιωσιμότερη οικονομία με αποδοτικότερη χρήση των πόρων καλώς κρατεί. Στην πράξη, όμως, η οικονομική ύφεση, ο παγκόσμιος ανταγωνισμός και η διαφωνία μεταξύ των κρατών μελών ως προς τις προτεραιότητες, έχουν επηρεάσει την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα της εν λόγω μετάβασης (7).

    5.2.2.

    Συχνά, οι πολιτικές δηλώσεις για τον οικολογικό προσανατολισμό της οικονομίας δεν συνάδουν με τους στόχους της ΕΕ για βιώσιμη ανάπτυξη, ενώ δεν αναγνωρίζουν ούτε την έκταση των απαιτούμενων οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών, ούτε τα δομικά εμπόδια που υπάρχουν.

    5.2.3.

    Ο στόχος αυτός συχνά παρερμηνεύεται, με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι σκοπός είναι να καταστούν πιο οικολογικές οι υφιστάμενες οικονομικές δραστηριότητες, π.χ. με τη μείωση των εκπομπών άνθρακα, ενώ παράλληλα εκφράζεται η ελπίδα ότι αυτό θα δημιουργήσει περισσότερη ανάπτυξη και θέσεις εργασίας. Ωστόσο, ο οικολογικός προσανατολισμός της οικονομίας απαιτεί βαθύτερες αλλαγές σε επίπεδο διαδικασιών παραγωγής και κατανάλωσης –αλλά και στον τρόπο ζωής– σε σχέση με εκείνες που είναι ενδεχομένως κοινωνικά αποδεκτές σε ορίζοντα δέκα ετών. Σχεδόν όλες οι οικονομικές δραστηριότητες θα πρέπει να αλλάξουν ριζικά και, στη διάρκεια της περιόδου μετάβασης από τη συμβατική στην πράσινη οικονομία, το επίπεδο ανάπτυξης και δημιουργίας θέσεων εργασίας είναι αβέβαιο. Η προσπάθεια αυτή θα πρέπει να συνοδεύεται από συντονισμένες δράσεις έρευνας και ανάπτυξης.

    5.2.4.

    Ομοίως, τα εμπόδια για τον ταχύ, αποτελεσματικό και ισορροπημένο οικολογικό προσανατολισμό της οικονομίας υποτιμώνται σε μεγάλο βαθμό. Το ζήτημα της τιμολόγησης επηρεάζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

    την απροθυμία οικονομικών κλάδων (κατεστημένα συμφέροντα) και κατ’ επέκταση πολιτικών προσώπων·

    τα πλεονεκτήματα των υφιστάμενων τεχνολογιών λόγω αποπληρωμένων υποδομών·

    την έλλειψη αποτελεσματικού καθεστώτος τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα·

    την αποτελεσματική ρύθμιση των οικολογικών απαιτήσεων·

    τον τεχνολογικό και πολιτικό κίνδυνο που συνεπάγονται οι νέες τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα·

    την απώλεια θέσεων εργασίας και την ενδεχόμενη απροθυμία επανεκπαίδευσης του εργατικού δυναμικού·

    τον βιομηχανικό μετασχηματισμό και τον κοινωνικό αντίκτυπο αυτού·

    τη χρηματοδότηση στο πλαίσιο χαμηλής (ή αρνητικής) οικονομικής ανάπτυξης και δημοσιονομικής εξυγίανσης·

    τον έντονο διεθνή ανταγωνισμό·

    το γεγονός ότι η οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα απαιτεί ισχυρή κοινωνική και πολιτική συναίνεση, μαζικές ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις, με εύκολη πρόσβαση στη χρηματοδότηση, και σαφές στρατηγικό όραμα — στην ουσία μια «προγραμματισμένη» πράσινη οικονομία.

    5.2.5.

    Ωστόσο, ο οικολογικός προσανατολισμός της οικονομίας είναι επιβεβλημένος. Πρόκειται για ένα σημαντικό και εξαιρετικά απαιτητικό εγχείρημα, δεν υπάρχει όμως άλλη εναλλακτική για να οικοδομήσουμε ένα βιώσιμο μέλλον. Για την επίτευξη αυτού του στόχου θα χρειαστεί να καθοριστεί ένας ρυθμός που να διατηρεί την ισορροπία μεταξύ πολιτικής αξιοπιστίας, οικονομική ισχύος, σταθερών κοινωνικών συστημάτων και επιλογών των πολιτών. Ωστόσο, οι προϋποθέσεις δεν πληρούνται, ιδίως όσον αφορά τη δημόσια δέσμευση για αντιμετώπιση των εμποδίων. Επίσης, είναι γεγονός ότι μπορεί να προκύψουν σαφή οφέλη, όπως η εδραίωση της υπεροχής στον τομέα της βιώσιμης ενέργειας με χαμηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Η ΕΕ έχει προχωρήσει αρκετά στη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα σε διάφορες μορφές θέρμανσης, ενώ παράλληλα αναπτύσσει βιώσιμες καινοτομίες στον τομέα των μεταφορών.

    5.2.6.

    Η εξοικονόμηση ενέργειας και η ενεργειακή απόδοση συμβάλλουν σημαντικά στην ελαχιστοποίηση του κόστους. Στην εγχώρια αγορά, η διαχείριση της καταναλωτικής ζήτησης μπορεί ακόμη να αποφέρει πολλά οφέλη. Υπάρχουν αρκετά αξιοσημείωτα παραδείγματα απόδοσης και μείωσης της κατανάλωσης σε δημόσια κτίρια (επί το πλείστον νεόδμητα), ενώ η επιδίωξη μιας μεγαλύτερης ενεργειακής απόδοσης, ιδιαίτερα έντονης σε ορισμένους τομείς, εξακολουθεί να προσφέρει σε πολλές επιχειρήσεις τη δυνατότητα εξοικονόμησης ενέργειας.

    5.2.7.

    Τα Αγορακεντρικά Μέσα έχουν συμβάλει σημαντικά στην προώθηση της αλλαγής προσανατολισμού των οικονομιών των κρατών μελών. Ωστόσο, σήμερα, η χρήση φόρων, εισφορών, επιδοτήσεων και άλλων Αγορακεντρικών Μέσων στην ΕΕ χαρακτηρίζεται γενικώς από έλλειψη συνοχής. Και αυτό είναι ιδιαιτέρως εμφανές στον τομέα της ενέργειας. Τα Αγορακεντρικά Μέσα πρέπει ως εκ τούτου να διευκολύνουν τη μετάβαση σε μια αποδοτική, από πλευράς πόρων, οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και να υποστηρίξουν την οικονομική ανάκαμψη (8).

    5.3.

    Η απαραίτητη προϋπόθεση της αποτελεσματικής διακυβέρνησης, για την επίτευξη των ενεργειακών και κλιματικών στόχων της ΕΕ που προσδιορίζονται στη δέσμη μέτρων για την ενέργεια, σχετίζεται άμεσα με τον καθορισμό συνεκτικών παραμέτρων της αγοράς από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές ενέργειας. Η ΕΟΚΕ τάσσεται σθεναρά υπέρ μιας πιο συντονισμένης ενεργειακής πολιτικής και υπέρ της διασφάλισης σύγκλισης και συνοχής όσον αφορά τη διακυβέρνηση των εθνικών πολιτικών, ως ένα βήμα προς τη βελτιστοποίηση του κόστους σε επίπεδο ΕΕ και, συνεπώς, στηρίζει την πρόταση της Επιτροπής. Θεωρεί, ωστόσο, ότι απαιτείται μια εις βάθος μελέτη, έτσι ώστε το σύστημα να μπορεί πράγματι να επιτύχει τους στόχους του. Επιπλέον, η ΕΟΚΕ είναι της άποψης ότι μπορεί να συμβάλει επωφελώς στις επικείμενες προτάσεις της Επιτροπής, ιδίως όσον αφορά:

    την επιδίωξη ισορροπίας μεταξύ ευελιξίας και επίτευξης των ενεργειακών στόχων·

    την ευρεία συμμετοχή των πολιτών και τη νομιμότητα των εθνικών και ευρωπαϊκών μέτρων·

    την προώθηση της οικείωσης του εγχειρήματος από τα κράτη μέλη·

    την εξασφάλιση σύγκλισης σε επίπεδο ΕΕ με γνώμονα τη συνοχή και την εμπιστοσύνη.

    5.4.

    Η Επιτροπή καλείται να σχεδιάσει ένα σύστημα διακυβέρνησης το οποίο να είναι αποτελεσματικό από πλευράς εφαρμογής, αλλά να διατηρεί συγχρόνως επαρκή ευελιξία, ώστε να εξασφαλίζεται η στήριξη των κρατών μελών. Ως εκ τούτου, η ΕΟΚΕ προτείνει τη δρομολόγηση μιας πολιτικά ουδέτερης συζήτησης, σε στενή συνεργασία με την Επιτροπή και με τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων μερών. Στόχος θα είναι ο βέλτιστος σχεδιασμός ενός αποτελεσματικού, ευέλικτου και χωρίς αποκλεισμούς συστήματος διακυβέρνησης. Τόσο η διαδικασία δημόσιας συμμετοχής όσο και το ίδιο το σύστημα διακυβέρνησης έχουν ζωτική σημασία για τον μετριασμό και την εξήγηση της πρόκλησης των τιμών και του κόστους της ενέργειας.

    Βρυξέλλες, 4 Ιουνίου 2014.

    Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

    Henri MALOSSE


    (1)  Εισαγωγή: http://ec.europa.eu/energy/2030_en.htm

    (2)  World Energy Outlook, ΔΟΕ, 2013.

    (3)  The Burning Question, Mike Berners Lee, Greystone Books, 2013.

    (4)  EE C 226, της 16.7.2014, σ. 1-9

    (5)  ΕΕ C 161 της 6.6.2013, σ. 1-7

    (6)  Ενεργειακή πολιτική και φορολόγηση της ενέργειας στην ΕΕ.: IREF Europe http://www.irefeurope.org/en/sites/default/files/Energy_policy_EU.pdf

    (7)  EE C 271 – 19.9.2013, σελ. 18-22

    (8)  ΕΕ C 226, της 16.7.2014, σ. 1-9.


    Top