Válassza ki azokat a kísérleti funkciókat, amelyeket ki szeretne próbálni

Ez a dokumentum az EUR-Lex webhelyről származik.

Dokumentum 32022R2247

    Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2022/2247 της Επιτροπής της 15ης Νοεμβρίου 2022 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές προϊόντων ηλεκτρολυτικά επιχρωμιωμένου χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Βραζιλίας

    C/2022/8031

    ΕΕ L 295 της 16.11.2022., 7—46. o. (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    A dokumentum hatályossági állapota Hatályos

    ELI: http://data.europa.eu/eli/reg_impl/2022/2247/oj

    16.11.2022   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 295/7


    ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2022/2247 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

    της 15ης Νοεμβρίου 2022

    για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές προϊόντων ηλεκτρολυτικά επιχρωμιωμένου χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Βραζιλίας

    Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

    Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

    Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής «βασικός κανονισμός») (1), και ιδίως το άρθρο 9 παράγραφος 4,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    1.1.   Έναρξη

    (1)

    Στις 24 Σεπτεμβρίου 2021 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (στο εξής: Επιτροπή) κίνησε διαδικασία έρευνας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές ηλεκτρολυτικά επιχρωμιωμένου χάλυβα (στο εξής: ECCS) καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (στο εξής «ΛΔΚ» ή «Κίνα») και Βραζιλίας (στο εξής, από κοινού: οικείες χώρες), με βάση το άρθρο 5 του βασικού κανονισμού). Η Επιτροπή δημοσίευσε ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2) (στο εξής: ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας).

    (2)

    Η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία έρευνας κατόπιν καταγγελίας που υποβλήθηκε στις 13 Αυγούστου 2021 από την Ευρωπαϊκή Ένωση Χάλυβα (στο εξής: «EUROFER» ή «καταγγέλλουσα»). Η καταγγελία περιείχε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ και συνακόλουθης σημαντικής ζημίας, τα οποία ήταν επαρκή για να δικαιολογήσουν την έναρξη της έρευνας.

    (3)

    Η καταγγελία υποβλήθηκε εξ ονόματος των ακόλουθων ενωσιακών παραγωγών: ArcelorMittal Atlantique et Lorraine (Γαλλία), ArcelorMittal Etxebarri SA (Ισπανία) και ThyssenKrupp Rasselstein GmbH (Γερμανία), οι οποίοι, κατά τους ισχυρισμούς, αντιπροσωπεύουν το 100 % του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Κατά τη διάρκεια της έρευνας, περιήλθε σε γνώση της Επιτροπής η ύπαρξη ενός πρόσθετου ενωσιακού παραγωγού ECCS, συγκεκριμένα της Acciaierie d’Italia. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι καταγγέλλουσες αντιπροσώπευαν το [85-95] % της παραγωγής και των πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, η καταγγελία θεωρήθηκε ότι υποβλήθηκε από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

    1.2.   Ενδιαφερόμενα μέρη

    (4)

    Στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας, η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να επικοινωνήσουν μαζί της για να συμμετάσχουν στην έρευνα. Επιπλέον, η Επιτροπή ενημέρωσε ειδικά την καταγγέλλουσα, γνωστούς ενωσιακούς παραγωγούς, τους γνωστούς παραγωγούς-εξαγωγείς και τις αρχές της ΛΔΚ και της Βραζιλίας, τους γνωστούς εισαγωγείς, προμηθευτές και χρήστες, τους εμπόρους, καθώς και τις ενώσεις που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται για την έναρξη της έρευνας, και τους κάλεσε να συμμετάσχουν.

    1.3.   Προσωρινά μέτρα

    (5)

    Σύμφωνα με το άρθρο 19α του βασικού κανονισμού, στις 25 Απριλίου 2022 η Επιτροπή διαβίβασε στα ενδιαφερόμενα μέρη συνοπτική παρουσίαση των προτεινόμενων δασμών, καθώς και αναλυτικά στοιχεία για τον υπολογισμό των περιθωρίων ντάμπινγκ και των περιθωρίων που είναι επαρκή για την εξάλειψη της ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής, τέσσερις εβδομάδες πριν από την επιβολή των προσωρινών δασμών (στο εξής: περίοδος εκ των προτέρων γνωστοποίησης). Τα ενδιαφερόμενα μέρη κλήθηκαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την ακρίβεια των υπολογισμών εντός τριών εργάσιμων ημερών. Όπως διευκρινίζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 29 έως 34 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν πληρούνταν οι απαιτήσεις του άρθρου 14 παράγραφος 5α του βασικού κανονισμού σχετικά με την καταγραφή. Συνεπώς, οι εισαγωγές από τις οικείες χώρες δεν υποβάλλονταν σε καταγραφή κατά τη διάρκεια της περιόδου εκ των προτέρων γνωστοποίησης.

    (6)

    Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από την Baoshan Iron & Steel Co., Ltd (στο εξής: Baosteel), τη Handan Jintai Packing Materials Co., Ltd (στο εξής: Jintai) και την CANPACK. Οι παρατηρήσεις της Baosteel οδήγησαν στη διόρθωση ενός εκ παραδρομής σφάλματος στους υπολογισμούς. Οι παρατηρήσεις της Jintai αφορούσαν το άρθρο 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού και, κατά συνέπεια, δεν αφορούσαν την ακρίβεια των υπολογισμών. Ως εκ τούτου, συνεκτιμήθηκαν μετά την κοινοποίηση των προσωρινών μέτρων και εξετάζονται στο σημείο 3.1 κατωτέρω. Δεδομένου ότι οι παρατηρήσεις της CANPACK αφορούσαν το συμφέρον της Ένωσης, εξετάζονται στο σημείο 7 κατωτέρω.

    (7)

    Στις 23 Μαΐου 2022 η Επιτροπή δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2022/802 για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές προϊόντων ηλεκτρολυτικά επιχρωμιωμένου χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Βραζιλίας (3) (στο εξής: προσωρινός κανονισμός).

    1.4.   Επακόλουθη διαδικασία

    (8)

    Μετά την κοινοποίηση των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού βάσει των οποίων επιβλήθηκαν οι προσωρινοί δασμοί αντιντάμπινγκ (στο εξής: κοινοποίηση προσωρινών συμπερασμάτων), η Eurofer (καταγγέλλουσα), η Eviosys (ενωσιακός χρήστης), η CANPACK, η οποία εκπροσωπεί την CANPACK Slovakia s.r.o., την Can-Pack Food and Industrial Packaging Sp. z o.o. και την Tapon France S.A.S. (ενωσιακοί χρήστες), η Astir Vitogiannis Bros Single Member SA (στο εξής: Astir Vitogiannis) (ενωσιακός χρήστης), η Baosteel (παραγωγός-εξαγωγέας από την Κίνα), η Jintai (παραγωγός-εξαγωγέας από την Κίνα), η Companhia Siderurgica Nacional (στο εξής: CSN) (παραγωγός-εξαγωγέας από τη Βραζιλία), η China Iron and Steel Association (στο εξής: CISA), η κυβέρνηση της ΛΔΚ (στο εξής: κινεζική κυβέρνηση) και η κυβέρνηση της Βραζιλίας (στο εξής: βραζιλιανική κυβέρνηση) υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις γνωστοποιώντας τις απόψεις τους σχετικά με τα προσωρινά συμπεράσματα εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του προσωρινού κανονισμού.

    (9)

    Τα μέρη που το ζήτησαν έγιναν δεκτά σε ακρόαση. Πραγματοποιήθηκαν ακροάσεις με τις Baosteel, CISA και Astir Vitogiannis.

    (10)

    Η Επιτροπή εξακολούθησε να αναζητεί και να επαληθεύει όλες τις πληροφορίες που έκρινε αναγκαίες για τα τελικά συμπεράσματά της. Η Επιτροπή, όταν κατέληξε στα τελικά συμπεράσματά της, εξέτασε τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από τα ενδιαφερόμενα μέρη και αναθεώρησε τα προσωρινά της συμπεράσματα, όπου ήταν σκόπιμο.

    (11)

    Στις 31 Αυγούστου 2022 η Επιτροπή ενημέρωσε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό βάσει των οποίων σκόπευε να επιβάλει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές προϊόντων ηλεκτρολυτικά επιχρωμιωμένου χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Βραζιλίας (στο εξής: κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων). Σε όλα τα μέρη δόθηκε προθεσμία εντός της οποίας θα μπορούσαν να διατυπώσουν παρατηρήσεις σχετικά με την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων.

    (12)

    Μετά τις παρατηρήσεις των ενδιαφερόμενων μερών, στις 16 Σεπτεμβρίου 2022 η Επιτροπή ενημέρωσε τα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με ορισμένες διευκρινίσεις και διορθώσεις ήσσονος σημασίας στην κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, οι οποίες δεν είχαν, ωστόσο, αντίκτυπο στους οριστικούς δασμούς. Στα μέρη δόθηκε προθεσμία εντός της οποίας μπορούσαν να υποβάλουν παρατηρήσεις. Μόνο η CISA διατύπωσε παρατηρήσεις.

    (13)

    Τα μέρη που το ζήτησαν έγιναν επίσης δεκτά σε ακρόαση. Πραγματοποιήθηκαν ακροάσεις με τις CISA, Baosteel, Eviosys και Eurofer.

    1.5.   Παρατηρήσεις σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας

    (14)

    Όπως διευκρινίζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 6 και 7 του προσωρινού κανονισμού, η China Iron and Steel Association (στο εξής: CISA) υπέβαλε παρατηρήσεις μετά την έναρξη της διαδικασίας, ισχυριζόμενη ότι η καταγγελία στηριζόταν σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό σε εμπιστευτικές πληροφορίες και ότι, ως εκ τούτου, η μη εμπιστευτική έκδοση δεν επαρκούσε για την ορθή κατανόηση των αποδεικτικών στοιχείων στα οποία βασιζόταν η καταγγελία. Η CISA επανέλαβε αυτόν τον ισχυρισμό μετά την επιβολή προσωρινών μέτρων.

    (15)

    Η Επιτροπή επιβεβαίωσε το συμπέρασμά της στην αιτιολογική σκέψη 8 του προσωρινού κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο η μη εμπιστευτική έκδοση της καταγγελίας που ήταν διαθέσιμη στον φάκελο υπόψη των ενδιαφερόμενων μερών περιείχε όλα τα ουσιώδη αποδεικτικά στοιχεία και τις μη εμπιστευτικές περιλήψεις των εμπιστευτικών στοιχείων που θα επέτρεπαν στα ενδιαφερόμενα μέρη να ασκήσουν δεόντως τα οικεία δικαιώματα άμυνας, και, ως εκ τούτου, απέρριψε τον ισχυρισμό.

    1.6.   Δειγματοληψία

    (16)

    Ελλείψει παρατηρήσεων σχετικά με τη δειγματοληψία των ενωσιακών παραγωγών, των εισαγωγέων και των παραγωγών-εξαγωγέων, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 9 έως 17 του προσωρινού κανονισμού.

    1.7.   Ατομική εξέταση

    (17)

    Όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 18 του προσωρινού κανονισμού, ένας παραγωγός-εξαγωγέας στην Κίνα, η GDH Zhongyue (Zhongshan) Tinplate Industry Co., Ltd., ζήτησε ατομική εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού και υπέβαλε ερωτηματολόγιο εντός της προθεσμίας. Το εν λόγω αίτημα διατυπώθηκε εκ νέου μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων. Η Επιτροπή κατέληξε προσωρινά στο συμπέρασμα ότι η εξέταση του αιτήματος αυτού θα ήταν υπερβολικά επαχθής και δεν θα επέτρεπε την ολοκλήρωση της έρευνας εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στον βασικό κανονισμό. Η Επιτροπή υπενθύμισε ότι περιόρισε το δείγμα της σε δύο εταιρείες που αντιπροσωπεύουν τον μεγαλύτερο όγκο εισαγωγών από την Κίνα για τον οποίο θα μπορούσε εύλογα να διεξαχθεί έρευνα εντός του διαθέσιμου χρόνου. Και οι δύο εταιρείες συνεργάστηκαν πλήρως, συμπεριλαμβανομένης της εξέτασης και επαλήθευσης (μέσω εξ αποστάσεως διασταυρούμενων ελέγχων) των πληροφοριών που παρασχέθηκαν από διάφορες συνδεδεμένες οντότητες τόσο στην Κίνα όσο και στην Ένωση, γεγονός που δεν επέτρεψε στην Επιτροπή να προβεί σε ατομική εξέταση της GDH Zhongyue (Zhongshan) Tinplate Industry Co., Ltd. επιπλέον των εταιρειών του δείγματος. Το συμπέρασμα αυτό εξακολούθησε να ισχύει και κατά τη διάρκεια του οριστικού σταδίου. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή επιβεβαίωσε την απόφασή της να μη χορηγήσει ατομική εξέταση στην εν λόγω εταιρεία.

    1.8.   Απαντήσεις στα ερωτηματολόγια και επιτόπιες επαληθεύσεις

    (18)

    Όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 19 και 21 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή απέστειλε ερωτηματολόγια στους τρεις ενωσιακούς παραγωγούς, στην καταγγέλλουσα, σε έναν μη συνδεδεμένο εισαγωγέα και σε γνωστούς χρήστες, καθώς και στους τρεις παραγωγούς-εξαγωγείς των οικείων χωρών. Απέστειλε επίσης ερωτηματολόγια στην κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (στο εξής: κινεζική κυβέρνηση) σχετικά με την ύπαρξη σημαντικών στρεβλώσεων στη ΛΔΚ κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 6α στοιχείο β) του βασικού κανονισμού, καθώς και σχετικά με στρεβλώσεις όσον αφορά τις πρώτες ύλες στην Κίνα σε σχέση με το υπό έρευνα προϊόν.

    (19)

    Επιπλέον των εξ αποστάσεως διασταυρούμενων ελέγχων που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 23 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή πραγματοποίησε επίσης επιτόπια επαλήθευση στον ακόλουθο ενωσιακό χρήστη:

    Eviosys, Παρίσι (Γαλλία)

    1.9.   Περίοδος έρευνας και εξεταζόμενη περίοδος

    (20)

    Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 24 του προσωρινού κανονισμού, η έρευνα σχετικά με την πρακτική ντάμπινγκ και τη ζημία κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιουλίου 2020 έως τις 30 Ιουνίου 2021 (στο εξής: «περίοδος έρευνας» ή «ΠΕ»). Η εξέταση των συναφών τάσεων για την εκτίμηση της ζημίας κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2018 έως το τέλος της περιόδου έρευνας (στο εξής: εξεταζόμενη περίοδος).

    2.   ΟΙΚΕΙΟ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

    2.1.   Οικείο προϊόν

    (21)

    Η Επιτροπή υπενθύμισε ότι, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 25 του προσωρινού κανονισμού, το οικείο προϊόν είναι τα πλατέα προϊόντα έλασης από σίδηρο ή από μη κραματοποιημένο χάλυβα, επικαλυμμένα ή επενδυμένα με οξείδια του χρωμίου ή με χρώμιο και οξείδια του χρωμίου καταγωγής ΛΔΚ και Βραζιλίας, τα οποία σήμερα υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 7210 50 00 και 7212 50 20 (στο εξής: οικείο προϊόν).

    (22)

    Ο ECCS χρησιμοποιείται σε ευρύ φάσμα εφαρμογών, συνήθως για συσκευασίες καταναλωτικών προϊόντων και βιομηχανικές συσκευασίες. Χρησιμοποιείται συχνότερα για συσκευασίες τροφίμων, π.χ. σε καπάκια και πάτους κονσερβών, σε βιδωτά πώματα και πώματα με φτερά, σχιζόμενες λωρίδες ανοίγματος κ.λπ. Άλλα είδη χρήσεων περιλαμβάνουν εξωτερικά εξαρτήματα για οικιακές συσκευές, θήκες φωτογραφικού φιλμ, προστατευτικό υλικό για την προστασία οπτικών ινών ή άλλα ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά εξαρτήματα.

    2.2.   Ομοειδές προϊόν

    (23)

    Ελλείψει άλλων σχετικών ισχυρισμών ή παρατηρήσεων, επιβεβαιώνεται το συμπέρασμα των αιτιολογικών σκέψεων 27 και 28 του προσωρινού κανονισμού.

    3.   ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

    3.1.   Κίνα

    (24)

    Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η Επιτροπή έλαβε γραπτές παρατηρήσεις από τους δύο παραγωγούς-εξαγωγείς του δείγματος, τη CISA και την κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (στο εξής: κινεζική κυβέρνηση) σχετικά με τα προσωρινά συμπεράσματα για το ντάμπινγκ.

    3.1.1.   Κανονική αξία

    (25)

    Οι λεπτομέρειες για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας καθορίστηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 42 έως 109 του προσωρινού κανονισμού.

    3.1.2.   Ύπαρξη σημαντικών στρεβλώσεων

    (26)

    Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η CISA και η κινεζική κυβέρνηση υπέβαλαν παρατηρήσεις σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2 παράγραφος 6α του βασικού κανονισμού στην τρέχουσα έρευνα. Επιπλέον, η Baosteel συντάχθηκε με τις παρατηρήσεις της CISA.

    Επιχειρήματα σχετικά με την έκθεση (4)

    (27)

    Η κινεζική κυβέρνηση υποστήριξε ότι η έκθεση παρουσιάζει σφάλματα τόσο από πλευράς πραγματικών περιστατικών όσο και από νομικής πλευράς και ότι οι αποφάσεις που βασίζονται στην έκθεση αυτή στερούνται νομιμότητας. Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά, σύμφωνα με την κινεζική κυβέρνηση, η έκθεση είναι παραπλανητική, μονόπλευρη και εκτός πραγματικότητας. Επιπλέον, το γεγονός ότι η Επιτροπή έχει εκδώσει εκθέσεις χώρας για λίγες επιλεγμένες χώρες εγείρει ανησυχίες για μεταχείριση του μάλλον ευνοούμενου κράτους. Επιπροσθέτως, η στήριξη της Επιτροπής στα αποδεικτικά στοιχεία της έκθεσης δεν συνάδει, κατά την άποψη της κινεζικής κυβέρνησης, με το πνεύμα ισότητας και ισονομίας, διότι, αφενός, παρέχει αθέμιτα πλεονεκτήματα στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής και, αφετέρου, ισοδυναμεί ουσιαστικά με εκδίκαση της υπόθεσης πριν από τη δίκη.

    (28)

    Ομοίως, η CISA υποστήριξε ότι η Επιτροπή βασίστηκε σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό στην έκθεση, η οποία είναι, κατά την άποψη της CISA, μονόπλευρη, μη αντικειμενική, παρωχημένη και παραλείπει σκοπίμως πραγματικά στοιχεία προκειμένου να διευκολύνει την υποβολή των καταγγελιών βάσει της εφαρμογής του άρθρου 2 παράγραφος 6α του βασικού κανονισμού. Η CISA διαφώνησε επίσης με την απάντηση της Επιτροπής στο σημείο 3.1.3 του προσωρινού κανονισμού, όπου η Επιτροπή υποστήριξε ότι τόσο η κινεζική κυβέρνηση όσο και άλλα μέρη είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν πληροφορίες που να αντικρούουν τις πηγές που περιλαμβάνονται στην έκθεση, διευκρινίζοντας ότι το βάρος της απόδειξης το φέρει στην προκειμένη περίπτωση η ερευνητική αρχή και όχι οι εξαγωγείς τρίτων χωρών. Επιπλέον, η CISA υπογράμμισε ότι η έκθεση δεν αφορούσε τον κλάδο παραγωγής ECCS, αλλά αποτελεί απλώς ενιαίο έγγραφο, το οποίο χρησιμοποιεί η Επιτροπή αδιακρίτως για διάφορες έρευνες. Επιπλέον, η CISA υποστήριξε ότι τα πενταετή προγράμματα στα οποία αναφέρεται η Επιτροπή στην έρευνά της για να αποδείξει την ύπαρξη σημαντικών στρεβλώσεων αποτελούν απλώς έγγραφα καθοδήγησης, στα οποία εκφράζονται απόψεις πολιτικής για το μέλλον, παρόμοια με τα έγγραφα που δημοσιεύονται επίσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και, ως εκ τούτου, δεν έχουν στρεβλωτικές επιπτώσεις. Τέλος, η CISA υποστήριξε ότι το 13ο πενταετές πρόγραμμα που αναφέρεται στην έκθεση καλύπτει μόνο την περίοδο έως το 2020, πράγμα που σημαίνει ότι ήταν άνευ σημασίας για το δεύτερο μέρος της περιόδου έρευνας.

    (29)

    Η Επιτροπή διαφώνησε. Τα επιχειρήματα αυτά είχαν εξεταστεί ήδη σε μεγάλο βαθμό στον βασικό κανονισμό και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 68 έως 70 του προσωρινού κανονισμού. Η Επιτροπή δεν αντιλαμβάνεται, για παράδειγμα, πώς μπορεί η παραπομπή στην ισχύουσα κινεζική νομοθεσία να είναι εκτός πραγματικότητας. Ομοίως, η CISA ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή παραλείπει πραγματικά περιστατικά, στοιχεία και συμπεράσματα τα οποία έρχονται σε αντίθεση με τον σκοπό της έκθεσης, χωρίς να επισημαίνει ποια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία θα έθεταν υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη σημαντικών στρεβλώσεων κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 6α του βασικού κανονισμού. Όσον αφορά το βάρος της απόδειξης, τόσο από την έκθεση όσο και από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν προέκυψε ότι η Επιτροπή εκπλήρωσε την υποχρέωσή της όσον αφορά το βάρος της απόδειξης και ότι ούτε η CISA ούτε άλλα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν σε θέση να αντικρούσουν τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν. Η Επιτροπή υπογράμμισε επίσης ότι τα πενταετή προγράμματα που δημοσίευσε η κινεζική κυβέρνηση δεν αποτελούν απλώς γενικά έγγραφα καθοδήγησης, αλλά έχουν νομικά δεσμευτικό χαρακτήρα. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή παρέπεμψε στη λεπτομερή ανάλυση των προγραμμάτων που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο 4 της έκθεσης, με ειδική ενότητα για τον δεσμευτικό χαρακτήρα των προγραμμάτων στο σημείο 4.3.1.

    (30)

    Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι το 13ο πενταετές πρόγραμμα ήταν άνευ σημασίας για το δεύτερο μέρος της περιόδου έρευνας (1η Ιανουαρίου – 30 Ιουνίου 2021), η Επιτροπή επανέλαβε, όπως αναφέρεται ήδη στην αιτιολογική σκέψη 69 του προσωρινού κανονισμού, ότι τα επιμέρους προγράμματα του 14ου πενταετούς προγράμματος άρχισαν να δημοσιεύονται μόλις κατά τη διάρκεια του 2021. Για παράδειγμα, το γενικό 14ο πενταετές πρόγραμμα δημοσιεύθηκε στις 12 Μαρτίου, το 14ο πενταετές πρόγραμμα για τα απομέταλλα χάλυβα στις 15 Σεπτεμβρίου και το 14ο πενταετές πρόγραμμα για την ανάπτυξη πρώτων υλών στις 21 Δεκεμβρίου 2021. Η Επιτροπή επισήμανε ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ της εφαρμογής του 13ου πενταετούς προγράμματος και της δημοσίευσης του 14ου πενταετούς προγράμματος εξακολουθούσαν να ισχύουν οι διατάξεις του 13ου πενταετούς προγράμματος. Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από το πότε ακριβώς δημοσιεύθηκαν τα επιμέρους προγράμματα του 14ου πενταετούς προγράμματος, το γεγονός ότι το 13ο πενταετές πρόγραμμα εφαρμόστηκε κατά το πρώτο ήμισυ της περιόδου έρευνας είναι ήδη ενδεικτικό της ύπαρξης σημαντικών στρεβλώσεων κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 6α του βασικού κανονισμού. Επομένως, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε.

    (31)

    Με την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η κινεζική κυβέρνηση υπέβαλε εκ νέου τους ισχυρισμούς της σχετικά με την έκθεση, χωρίς να προσθέσει περαιτέρω στοιχεία στην επιχειρηματολογία της. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι ισχυρισμοί αυτοί είχαν εξεταστεί ήδη στις αιτιολογικές σκέψεις 68 έως 70 του προσωρινού κανονισμού, καθώς και στην αιτιολογική σκέψη 29 ανωτέρω.

    (32)

    Ομοίως, η CISA επανέλαβε τις επικριτικές παρατηρήσεις της όσον αφορά την έκθεση μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, διατυπώνοντας εκ νέου την άποψή της ότι η έκθεση δεν πληροί τα πρότυπα αμερόληπτων και αντικειμενικών αποδεικτικών στοιχείων. Επιπλέον, η CISA έθεσε εκ νέου το ζήτημα του 13ου πενταετούς προγράμματος, επισημαίνοντας ότι, αφενός, το πρόγραμμα δεν θα πρέπει να εκληφθεί ως δεσμευτικό δίκαιο, αλλά, απεναντίας, ως έγγραφο γενικής πολιτικής, το οποίο υπάρχει επίσης στην ΕΕ, και ότι, αφετέρου, το ήμισυ της ΠΕ δεν εμπίπτει στην περίοδο που καλύπτεται από το 13ο πενταετές πρόγραμμα. Σε αυτό το πλαίσιο, η CISA κάλεσε την Επιτροπή να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο το περιεχόμενο του 13ου πενταετούς προγράμματος μπορεί να θεωρηθεί στοιχείο που αποδεικνύει την ύπαρξη σημαντικών στρεβλώσεων μετά τη λήξη της εφαρμογής του.

    (33)

    Η Επιτροπή διαφώνησε. Καταρχάς, όπως επισημάνθηκε ήδη στην αιτιολογική σκέψη 29 ανωτέρω, η Κίνα εφαρμόζει περιοδικό πενταετή κύκλο σχεδιασμού. Στο πλαίσιο του εν λόγω κύκλου, μολονότι επιμέρους έγγραφα σχεδιασμού για τον επόμενο κύκλο καταρτίζονται ήδη κατά τη διάρκεια του προηγούμενου κύκλου, είναι επίσης δυνατόν επιμέρους έγγραφα σχεδιασμού του επόμενου κύκλου να εκδίδονται επισήμως με κάποια καθυστέρηση μετά τη λήξη των αντίστοιχων εγγράφων σχεδιασμού του προηγούμενου κύκλου. Το γεγονός ότι η επίσημη ημερομηνία λήξης του 13ου πενταετούς προγράμματος μπορεί να εμπίπτει στο μέσον της ΠΕ, ή ότι τα σχετικά επιμέρους προγράμματα του 14ου πενταετούς προγράμματος δημοσιεύθηκαν με κάποια χρονική απόκλιση μετά τη λήξη της προηγούμενης περιόδου προγραμματισμού δεν μπορεί να μεταβάλει τη φύση του κινεζικού συστήματος σχεδιασμού, στο οποίο οι αρχές και οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων αποτελούν πάντοτε μέρος ενός κύκλου σχεδιασμού. Η Επιτροπή διαφώνησε επίσης με το επιχείρημα της CISA ότι το 13ο πενταετές πρόγραμμα ήταν απλώς ένα έγγραφο γενικής πολιτικής σχετικά με τις προτεραιότητες των δημόσιων επενδύσεων. Καταρχάς, η CISA δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα που να θέτει υπό αμφισβήτηση την ανάλυση της Επιτροπής στο σημείο 4.3.1. της έκθεσης, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 29 ανωτέρω. Επιπλέον, η σύγκριση της «νέας βιομηχανικής στρατηγικής» της Επιτροπής με το 13ο πενταετές πρόγραμμα στην οποία προέβη η CISA είναι εσφαλμένη σε διάφορα επίπεδα, όπως η τυπολογία των εγγράφων (σύγκριση ανακοίνωσης της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και άλλα θεσμικά όργανα της ΕΕ με έγγραφο που εκδόθηκε στην πραγματικότητα από το ανώτατο νομοθετικό όργανο της Κίνας), καθώς και η φύση και η ουσία τους (σύγκριση επεξηγηματικού εγγράφου, στο οποίο περιγράφονται συνοπτικά προτεραιότητες πολιτικής, με έγγραφο κανονιστικής καθοδήγησης, το οποίο βρίθει από στόχους βιομηχανικής παραγωγής και ρητές υποχρεώσεις εφαρμογής για όλα τα σχετικά θέματα).

    (34)

    Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα που προέβαλαν η κινεζική κυβέρνηση και η CISA απορρίφθηκαν και η Επιτροπή επιβεβαίωσε τα συμπεράσματά της που είχε διατυπώσει στις αιτιολογικές σκέψεις 68 έως 70 του προσωρινού κανονισμού.

    Επιχειρήματα σχετικά με τη συμβατότητα του άρθρου 2 παράγραφος 6α του βασικού κανονισμού με τη νομοθεσία του ΠΟΕ

    (35)

    Πρώτον, τόσο η κινεζική κυβέρνηση όσο και η CISA υποστήριξε ότι η κατασκευή της κανονικής αξίας σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 6α του βασικού κανονισμού δεν συνάδει με τη συμφωνία αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ (στο εξής: ΣΑ), ιδίως με το άρθρο 2.2 της ΣΑ, το οποίο περιλαμβάνει εξαντλητικό κατάλογο των περιπτώσεων στις οποίες είναι δυνατή η κατασκευή της κανονικής αξίας, παρότι οι «σημαντικές στρεβλώσεις» δεν συγκαταλέγονται στις περιπτώσεις αυτές.

    (36)

    Δεύτερον, η χρήση στοιχείων από κατάλληλη αντιπροσωπευτική χώρα είναι, σύμφωνα με την κινεζική κυβέρνηση και τη CISA, ασυνεπής με το άρθρο VI παράγραφος 1 στοιχείο β) της GATT και το άρθρο 2.2.1.1. της ΣΑ, τα οποία απαιτούν τη χρήση του κόστους παραγωγής στη χώρα καταγωγής κατά την κατασκευή της κανονικής αξίας. Κατά την άποψη της CISA, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το συμπέρασμα του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου στην υπόθεση Ευρωπαϊκή Ένωση — Μέτρα αντιντάμπινγκ για το βιοντίζελ από την Αργεντινή (στο εξής: DS473), σύμφωνα με το οποίο η επιτρεπόμενη χρήση στοιχείων από την πηγή εκτός της χώρας εξαγωγής «δεν σημαίνει ότι η αρμόδια για την έρευνα αρχή μπορεί απλώς να επιλέξει το κόστος εκτός της χώρας καταγωγής αντί του κόστους παραγωγής στη χώρα καταγωγής». Η CISA υπενθύμισε επίσης ότι, σύμφωνα με το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο στην υπόθεση DS473, όταν η αρμόδια για την έρευνα αρχή βασίζεται σε πληροφορίες εκτός της χώρας για τον προσδιορισμό του «κόστους παραγωγής στη χώρα καταγωγής» σύμφωνα με το άρθρο 2.2 της ΣΑ, πρέπει να διασφαλίζει ότι οι πληροφορίες αυτές χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του «κόστους παραγωγής στη χώρα καταγωγής», και για τον σκοπό αυτό μπορεί να απαιτείται από την ερευνούσα αρχή να προσαρμόσει τις πληροφορίες αυτές. Ωστόσο, σύμφωνα με τη CISA, από κανένα αρχείο δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή κατέβαλε προσπάθειες για να προσαρμόσει τα στοιχεία από την κατάλληλη αντιπροσωπευτική χώρα ώστε να υπολογίσει το κόστος παραγωγής στην Κίνα. Κατά την άποψη της CISA, αυτό φαίνεται να μη συνάδει με την υποχρέωση που υπέχει η ΕΕ δυνάμει του άρθρου 2.2 της ΣΑ.

    (37)

    Τρίτον, η κινεζική κυβέρνηση και η CISA ισχυρίστηκαν ότι οι πρακτικές έρευνας της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 6α του βασικού κανονισμού δεν συνάδουν με τους κανόνες του ΠΟΕ στο μέτρο που η Επιτροπή, κατά παράβαση του άρθρου 2.2.1.1 της ΣΑ, δεν έλαβε υπόψη τα αρχεία των Κινέζων παραγωγών χωρίς να καθοριστεί αν τα εν λόγω αρχεία συνάδουν με τις γενικώς αποδεκτές λογιστικές αρχές στην Κίνα και αν αντανακλούν εύλογα το κόστος που συνδέεται με την παραγωγή και τις πωλήσεις. Η CISA ισχυρίστηκε εν προκειμένω ότι στην υπόθεση DS473 είχε ήδη διαπιστωθεί ότι η πρακτική της Επιτροπής δεν ήταν συνεπής με τη νομοθεσία του ΠΟΕ. Η κινεζική κυβέρνηση υπενθύμισε επίσης ότι το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο στην υπόθεση DS473 και η έκθεση της ειδικής ομάδας στην υπόθεση Ευρωπαϊκή Ένωση — Μεθοδολογίες προσαρμογής του κόστους ΙΙ (Ρωσία) (στο εξής: DS494) υποστήριξαν ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2.2.1.1 της ΣΑ, εφόσον τα αρχεία που τηρεί ο υπό έρευνα εξαγωγέας ή παραγωγός αντιστοιχούν —εντός αποδεκτών ορίων— με ακριβή και αξιόπιστο τρόπο σε όλες τις πραγματικές δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε ο συγκεκριμένος παραγωγός ή εξαγωγέας για το υπό εξέταση προϊόν, μπορούν να θεωρηθούν ότι «αντανακλούν σε ικανοποιητικό βαθμό το κόστος που συνδέεται με την παραγωγή και τις πωλήσεις του υπό εξέταση προϊόντος» και η αρμόδια για την έρευνα αρχή θα πρέπει να χρησιμοποιήσει τα αρχεία αυτά για να καθορίσει το εν λόγω κόστος παραγωγής των υπό έρευνα παραγωγών.

    (38)

    Όσον αφορά τον πρώτο ισχυρισμό, η CISA προέβαλε το ίδιο ακριβώς επιχείρημα που είχε διατυπώσει ήδη στις παρατηρήσεις της σχετικά με το πρώτο σημείωμα και η Επιτροπή το εξέτασε αναλυτικά στην αιτιολογική σκέψη 66 του προσωρινού κανονισμού. Συνεπώς, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τα συμπεράσματά της στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη.

    (39)

    Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα, πρόκειται σε μεγάλο βαθμό για επανάληψη του ισχυρισμού που είχε εξεταστεί ήδη στις αιτιολογικές σκέψεις 65 και 66 του προσωρινού κανονισμού. Επιπλέον, η Επιτροπή επισήμανε ότι, κατά την εφαρμογή του άρθρου 2 παράγραφος 6α του βασικού κανονισμού, είναι υποχρεωμένη να χρησιμοποιεί το μη στρεβλωμένο κόστος σε κατάλληλη αντιπροσωπευτική χώρα, ώστε να διασφαλίζει ότι το εφαρμοζόμενο κόστος δεν επηρεάζεται από στρεβλώσεις και βασίζεται σε άμεσα διαθέσιμα στοιχεία. Ελλείψει συγκεκριμένων πληροφοριών από τη CISA που να τεκμηριώνουν περαιτέρω προσαρμογές, το μη στρεβλωμένο κόστος στην αντιπροσωπευτική χώρα βάσει άμεσα διαθέσιμων στοιχείων θεωρήθηκε ότι πληροί τα κριτήρια του άρθρου 2 παράγραφος 6α του βασικού κανονισμού. Επομένως, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τα συμπεράσματά της στην αιτιολογική σκέψη 66 του προσωρινού κανονισμού και απέρριψε τον συγκεκριμένο ισχυρισμό.

    (40)

    Όσον αφορά το τρίτο επιχείρημα, εκτός από την επανάληψη της θέσης που είχε ήδη γνωστοποιήσει η CISA στις παρατηρήσεις της σχετικά με το πρώτο σημείωμα και τον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή φέρεται να επαναλαμβάνει τα νομικά σφάλματα στα οποία υπέπεσε και τα οποία διαπιστώθηκαν στην υπόθεση DS473, το επιχείρημα φαίνεται να είναι της ίδιας φύσης με εκείνο που εξετάστηκε ήδη στις αιτιολογικές σκέψεις 66 και 67 του προσωρινού κανονισμού. Επομένως, η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό και επιβεβαίωσε τα προσωρινά συμπεράσματά της.

    (41)

    Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η κινεζική κυβέρνηση υπέβαλε εκ νέου τους ισχυρισμούς της σχετικά με τη συμβατότητα του άρθρου 2 παράγραφος 6α του βασικού κανονισμού με τους κανόνες του ΠΟΕ, καθώς και σχετικά με τις πρακτικές έρευνας της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 6α, του βασικού κανονισμού όσον αφορά τη χρήση των αρχείων των Κινέζων παραγωγών, χωρίς να προσθέτει περαιτέρω στοιχεία στην επιχειρηματολογία της. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι ισχυρισμοί αυτοί είχαν εξεταστεί ήδη στις αιτιολογικές σκέψεις 65 έως 67 του προσωρινού κανονισμού, καθώς και στις αιτιολογικές σκέψεις 35-37 ανωτέρω. Επομένως, η Επιτροπή απέρριψε και αυτούς τους ισχυρισμούς και επιβεβαίωσε τα προσωρινά συμπεράσματά της.

    Άλλα επιχειρήματα σχετικά με σημαντικές στρεβλώσεις

    (42)

    Η κινεζική κυβέρνηση υποστήριξε ότι η Επιτροπή θα πρέπει να είναι συνεπής και να εξετάζει πλήρως αν στην αντιπροσωπευτική χώρα υπάρχουν οι λεγόμενες στρεβλώσεις της αγοράς. Η άμεση αποδοχή των στοιχείων της αντιπροσωπευτικής χώρας χωρίς τέτοιου είδους αξιολόγηση δείχνει ότι εφαρμόζονται «δύο μέτρα και δύο σταθμά». Η κινεζική κυβέρνηση επισήμανε ότι, σύμφωνα με τη νομοθεσία της ΕΕ, η Επιτροπή υποχρεούται να χρησιμοποιεί μη στρεβλωμένες τιμές για την κατασκευή της κανονικής αξίας. Συνεπώς, η Επιτροπή θα πρέπει, κατά την άποψη της κινεζικής κυβέρνησης, να αναλάβει την πρωτοβουλία να διερευνήσει και να αποδείξει την ύπαρξη ή την απουσία στρεβλώσεων στις αντιπροσωπευτικές χώρες, αντί να περιμένει παθητικά την υποβολή αποδεικτικών στοιχείων από τα εμπλεκόμενα στην υπόθεση μέρη. Η κινεζική κυβέρνηση υποστήριξε επίσης ότι η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει αν υπάρχουν στρεβλώσεις της αγοράς στην εγχώρια αγορά της ΕΕ, κυρίως επειδή εικάζεται ότι υπάρχουν πολλές περιπτώσεις εντός της ΕΕ που θα πρέπει να εγείρουν ανησυχίες σχετικά με το ενδεχόμενο «στρεβλώσεων της αγοράς».

    (43)

    Η κινεζική κυβέρνηση υπέβαλε εκ νέου αυτούς τους ισχυρισμούς και μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, επαναλαμβάνοντας τη θέση της ότι η αναγκαία κανονιστική ρύθμιση οικονομικής δραστηριότητας από την κυβέρνηση δεν θα πρέπει να θεωρείται στρεβλωτική για την αγορά ούτε θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως βάση για την τεχνητή αύξηση του περιθωρίου ντάμπινγκ των εισαγόμενων προϊόντων, χωρίς να αξιολογείται ο αντίκτυπος παρόμοιων συμπεριφορών στο κόστος παραγωγής εντός της εγχώριας αγοράς.

    (44)

    Η CISA επισήμανε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 6α του βασικού κανονισμού, η αξιολόγηση των σημαντικών στρεβλώσεων θα πρέπει να διενεργείται για κάθε εξαγωγέα χωριστά, κάτι που δεν έγινε στην τρέχουσα έρευνα.

    (45)

    Όσον αφορά τα επιχειρήματα που διατύπωσε η κινεζική κυβέρνηση, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 6α στοιχείο α) του βασικού κανονισμού, προβαίνει στην κατασκευή της κανονικής αξίας με βάση επιλεγμένα δεδομένα εκτός από τις εγχώριες τιμές και το κόστος στη χώρα εξαγωγής μόνο όταν διαπιστώνει ότι τα εν λόγω δεδομένα είναι τα πλέον κατάλληλα ώστε να αντικατοπτρίζουν τιμές και κόστος χωρίς στρεβλώσεις. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, η Επιτροπή υποχρεούται να χρησιμοποιεί μόνο δεδομένα που δεν έχουν υποστεί στρεβλώσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή όχι μόνο δεν περιμένει παθητικά τη δική της ανάλυση, αλλά καλεί επίσης τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τις προτεινόμενες πηγές για τον καθορισμό της κανονικής αξίας στα αρχικά στάδια της έρευνας, κυρίως μέσω των σημειώσεων σχετικά με τις μη στρεβλωμένες πηγές που σκοπεύει να χρησιμοποιήσει σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας. Η τελική απόφαση της Επιτροπής σχετικά με τα μη στρεβλωμένα δεδομένα που θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας συνυπολογίζει πλήρως όλες τις παρατηρήσεις που λαμβάνονται από τα μέρη. Όσον αφορά το αίτημα της κινεζικής κυβέρνησης για την αξιολόγηση εκ μέρους της Επιτροπής των πιθανών στρεβλώσεων στην εσωτερική αγορά της ΕΕ, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε τη συνάφεια του εν λόγω σημείου στο πλαίσιο της αξιολόγησης της ύπαρξης σημαντικών στρεβλώσεων σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 6α του βασικού κανονισμού.

    (46)

    Το επιχείρημα της CISA είχε ήδη συζητηθεί και απορριφθεί στις αιτιολογικές σκέψεις 71 και 72 του προσωρινού κανονισμού. Η Επιτροπή επισήμανε ότι η CISA φαίνεται να επέλεξε να διαβάσει μόνο την πρώτη περίοδο της αιτιολογικής σκέψης 72 του προσωρινού κανονισμού. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή παρέπεμψε στη δεύτερη περίοδο της εν λόγω αιτιολογικής σκέψης και στην ανάλυση στην οποία βασίζεται το σημείο 3.1.3 του προσωρινού κανονισμού. Επομένως, ελλείψει πρόσθετων επιχειρημάτων από τα ενδιαφερόμενα μέρη, η Επιτροπή επιβεβαίωσε οριστικά τα συμπεράσματά της στις προαναφερθείσες αιτιολογικές σκέψεις του προσωρινού κανονισμού.

    3.1.3.   Αντιπροσωπευτική χώρα

    (47)

    Δεν ελήφθησαν παρατηρήσεις από τα ενδιαφερόμενα μέρη που να αντικρούουν την καταλληλότητα της Βραζιλίας ως αντιπροσωπευτικής χώρας και της CSN ως παραγωγού στην αντιπροσωπευτική χώρα. Κατά συνέπεια, επιβεβαιώθηκε το συμπέρασμα της αιτιολογικής σκέψης 87 του προσωρινού κανονισμού.

    3.1.4.   Δείκτες αναφοράς που χρησιμοποιήθηκαν για τον καθορισμό της κανονικής αξίας

    (48)

    Μετά τη δημοσίευση του προσωρινού κανονισμού, η CISA και η Baosteel υπέβαλαν παρατηρήσεις σχετικά με ορισμένες από τις τιμές αναφοράς και ισχυρίστηκαν ότι θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν άλλες πιο αντιπροσωπευτικές τιμές αναφοράς.

    (49)

    Πρώτον, η CISA και η Baosteel αμφισβήτησαν τη χρήση των εγχώριων τιμών χάλυβα της Βραζιλίας για τον καθορισμό των τιμών αναφοράς για τον χάλυβα θερμής έλασης και τον χάλυβα ψυχρής έλασης. Σύμφωνα με τα εν λόγω μέρη, οι εγχώριες τιμές χάλυβα της Βραζιλίας ήταν σε σημαντικό βαθμό υψηλότερες από τις αντίστοιχες τιμές σε άλλες μεγάλες χώρες παραγωγής χάλυβα, όπως η Τουρκία και η Ινδία. Κατά την άποψή τους, οι εγχώριες τιμές χάλυβα της Βραζιλίας ήταν στρεβλωμένες κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικός δείκτης αναφοράς.

    (50)

    Η Επιτροπή επισήμανε ότι η Βραζιλία είχε επιλεχθεί ως κατάλληλη αντιπροσωπευτική χώρα σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 6α στοιχείο α) του βασικού κανονισμού. Η Επιτροπή έκρινε ότι οι εγχώριες τιμές των ρόλων θερμής έλασης από χάλυβα (στο εξής: HRC) της Βραζιλίας και οι τιμές των ρόλων ψυχρής έλασης από χάλυβα (στο εξής: CRC) που δημοσιεύονται στο Metal Bulletin ήταν εν προκειμένω κατάλληλες.

    (51)

    Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν εντόπισε ενδείξεις ότι οι εν λόγω εγχώριες τιμές ήταν στρεβλωμένες και ακατάλληλες να χρησιμοποιηθούν ως δείκτες αναφοράς. Η Επιτροπή δεν θεώρησε ότι στη Βραζιλία εφαρμόστηκαν μέτρα τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι στρεβλώνουν τις εγχώριες τιμές των ρόλων χάλυβα, στον βαθμό που δεν θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη.

    (52)

    Η CISA και η Baosteel επισήμαναν τον περιορισμένο αριθμό παραγωγών χάλυβα στη Βραζιλία και το συνακόλουθο χαμηλό επίπεδο ανταγωνισμού. Η CISA και η Baosteel ανέφεραν ότι, σύμφωνα με έκθεση της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου των Ηνωμένων Πολιτειών (International Trade Commission, ITC) (5), η «συντριπτική πλειονότητα» του χάλυβα ψυχρής έλασης στη Βραζιλία παραγόταν από τρεις εταιρείες. Η CISA και η Baosteel επισήμαναν επίσης ορισμένες πρόσφατες εξελίξεις του κλάδου παραγωγής χάλυβα ψυχρής έλασης στη Βραζιλία, οι οποίες συνοψίζονται στην ίδια έκθεση. Οι εν λόγω εξελίξεις περιλάμβαναν αλλαγές στις δραστηριότητες των τριών Βραζιλιάνων παραγωγών χάλυβα, όπως διακοπή της παραγωγής, κλείσιμο και παύση λειτουργίας, προσωρινή αδράνεια και επεκτάσεις κατά την περίοδο 2015-2021. Επιπλέον, η ακαθάριστη αξία παραγωγής και η ακαθάριστη κατανάλωση στη Βραζιλία μειώθηκαν κατά την περίοδο μεταξύ του 2018 και του 2020. Σύμφωνα με ισχυρισμούς, η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε από την υποτίμηση του ρεάλ Βραζιλίας. Η Επιτροπή επισήμανε, ωστόσο, ότι όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί ήταν γενικού χαρακτήρα και δεν αποδείκνυαν ότι οι εγχώριες τιμές επηρεάστηκαν από στρεβλώσεις.

    (53)

    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή επισήμανε ότι η Βραζιλία διαθέτει σημαντική παραγωγή προϊόντων χάλυβα και συγκαταλέγεται στις 10 κορυφαίες χώρες παραγωγής χάλυβα παγκοσμίως, με παραγωγή 36,2 εκατομμυρίων τόνων ακατέργαστου χάλυβα και 34,8 εκατομμυρίων τόνων προϊόντων χάλυβα το 2021 (6). Στη Βραζιλία υπάρχουν 31 χαλυβουργικές μονάδες, τις οποίες διαχειρίζονται 12 επιχειρηματικοί όμιλοι (7). Μια αγορά με τρεις κύριους ανταγωνιστές —όπως περιγράφεται καταλεπτώς στην έκθεση της ITC— και αρκετούς δευτερεύοντες παράγοντες δεν μπορεί να θεωρηθεί μη ανταγωνιστική αγορά, χωρίς συγκεκριμένα στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η εν λόγω αγορά δεν λειτουργεί με ορθό τρόπο. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός ότι οι τιμές της Βραζιλίας ήταν στρεβλωμένες λόγω υψηλής συγκέντρωσης και περιορισμένου ανταγωνισμού. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν η εικαζόμενη διάρθρωση της αγοράς της Βραζιλίας θεωρηθεί αγορά που παρουσιάζει συγκέντρωση, η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να χαρακτηρίσει το εικαζόμενο επίπεδο συγκέντρωσης στην αγορά, αυτό καθαυτό, ως «στρέβλωση» κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 6α. Δεν υπήρχαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι εγχώριες τιμές ήταν συνέπεια κρατικής καθοδήγησης ή παρέμβασης με τις συνήθεις δυνάμεις της αγοράς. Αντιθέτως, από τα στοιχεία προκύπτουν ενδείξεις της ύπαρξης ανταγωνιστικής αγοράς, και οι πρόσφατες εξελίξεις του κλάδου παραγωγής χάλυβα ψυχρής έλασης στη Βραζιλία που περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 52 δεν αντικρούουν το συμπέρασμα αυτό. Το στοιχείο αυτό καθιστά τόσο την αγορά χάλυβα της Βραζιλίας όσο και τις τιμές της αντιπροσωπευτικές και τουλάχιστον εν μέρει προστατευμένες από τις επιπτώσεις των συναλλαγματικών διακυμάνσεων.

    (54)

    Η CISA και η Baosteel ανέφεραν επίσης ως περαιτέρω στρέβλωση των τιμών την ύπαρξη εισαγωγικών δασμών 12 % επί των HRC και των CRC. Η Επιτροπή θεώρησε ότι απλώς και μόνο η ύπαρξη εισαγωγικών δασμών δεν θα μπορούσε από μόνη της να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι εγχώριες τιμές ήταν στρεβλωμένες και, εξάλλου, οι περισσότερες χώρες εφαρμόζουν κάποιο επίπεδο εισαγωγικών δασμών. Επιπλέον, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 55, για το μεγαλύτερο μέρος του έτους οι τιμές της Βραζιλίας ακολούθησαν στενά τις τιμές άλλων αναδυόμενων αγορών και, ως εκ τούτου, δεν υπήρχαν στοιχεία που να αποδεικνύουν διαρθρωτικές ή συστημικές στρεβλώσεις.

    (55)

    Η CISA και η Baosteel αναφέρθηκαν επίσης σε εικαζόμενη ανισορροπία στην αγορά πλατέων προϊόντων χάλυβα της Βραζιλίας το 2020, η οποία οδήγησε σε αύξηση των τιμών. Ωστόσο, αυτή η αύξηση των τιμών παρατηρήθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ (8), τον Ιανουάριο του 2021 οι τιμές των πλατέων προϊόντων χάλυβα ήταν κατά 47 % υψηλότερες από ό,τι το προηγούμενο έτος. Επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία για τις τιμές που υπέβαλαν η CISA και η Baosteel, οι τιμές της Βραζιλίας ακολούθησαν εν γένει τις τιμές των οικονομιών άλλων αναπτυσσόμενων χωρών, εκτός από τους δύο τελευταίους μήνες της περιόδου έρευνας· παρ’ όλα αυτά, κατά τους δύο αυτούς μήνες οι τιμές αυξήθηκαν κατά παρόμοιο τρόπο με τις τιμές στην Ευρώπη. Επομένως, η εξέλιξη των τιμών στη Βραζιλία δεν φαινόταν να είναι αποσυνδεδεμένη από τις παγκόσμιες τάσεις που καθιστούν τις εν λόγω τιμές μη αντιπροσωπευτικές ή στρεβλωμένες.

    (56)

    Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι οι τιμές της Βραζιλίας ήταν σε σημαντικό βαθμό υψηλότερες από τις αντίστοιχες τιμές σε άλλες σημαντικές χώρες παραγωγής χάλυβα, όπως η Τουρκία και η Ινδία, η Επιτροπή επισήμανε ότι απλώς και μόνο οι διαφοροποιήσεις των τιμών, αυτές καθαυτές, μεταξύ των διαφόρων δυνητικών αντιπροσωπευτικών χωρών δεν αποτελούν επαρκή αιτιολόγηση για την απόρριψη των τιμών στην αντιπροσωπευτική χώρα. Αναμφιβόλως, υπάρχουν πάντα ορισμένες διαφορές τιμών και τοπικές διακυμάνσεις μεταξύ των διαφόρων συντελεστών παραγωγής στις διάφορες δυνητικές αντιπροσωπευτικές χώρες. Αυτές οι αντικειμενικές διαφορές τιμών δεν αποτελούν από μόνες τους ένδειξη στρεβλώσεων στην επιλεγμένη αντιπροσωπευτική χώρα. Εάν συνέβαινε αυτό, θα συνεπαγόταν τη συστηματική χρήση των χαμηλότερων τιμών σε όλες τις δυνητικές αντιπροσωπευτικές χώρες. Κάτι τέτοιο δεν συνάδει με το γράμμα και το σκεπτικό των διατάξεων του άρθρου 2 παράγραφος 6α του βασικού κανονισμού. Αντ’ αυτού, η Επιτροπή θεωρεί ότι ενδείκνυται η χρήση, στο μέτρο του δυνατού (δηλαδή απουσία στρεβλώσεων ή ασυνήθιστων καταστάσεων), των εγχώριων τιμών στην ίδια αντιπροσωπευτική χώρα που επιλέχθηκε για λόγους διασφάλισης της συνοχής, δεδομένου ότι οι συνθήκες της αγοράς είναι παρόμοιες για όλες τις εισροές στην εν λόγω χώρα. Επιπλέον, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 55, οι τιμές της Βραζιλίας ακολούθησαν εν γένει τις τιμές των οικονομιών άλλων αναπτυσσόμενων χωρών. Η αύξηση κατά τους δύο τελευταίους μήνες της περιόδου έρευνας δεν ήταν αποσυνδεδεμένη από την παγκόσμια τάση αύξησης των τιμών κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου και η Επιτροπή επισήμανε ότι, σε κάθε περίπτωση, η αύξηση των τιμών κατά την εν λόγω περίοδο δεν είχε σημαντική επίπτωση στον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ. Επομένως, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε.

    (57)

    Η Baosteel αμφισβήτησε επίσης τον δείκτη αναφοράς της GTA που χρησιμοποιείται για το μπλοκ σιδήρου συμπιεσμένο εν θερμώ. Η Baosteel υποστήριξε ότι ο κωδικός ΣΟ 7326 90 («Άλλα τεχνουργήματα από σίδηρο ή χάλυβα») περιλαμβάνει ευρύ φάσμα προϊόντων, τα περισσότερα από τα οποία είναι ακριβότερα από το μπλοκ σιδήρου συμπιεσμένο εν θερμώ.

    (58)

    Η Επιτροπή επισήμανε ότι οι τιμές GTA «άλλων τεχνουργημάτων από σίδηρο ή χάλυβα» που υπάγονται στον κωδικό ΕΣ 7326 90 ήταν τελείως διαφορετικού εύρους σε σύγκριση με τις τιμές που παρατηρούνται εν γένει για τα μπλοκ και τα απομέταλλα σιδήρου που χρησιμοποιούνται πράγματι για την παραγωγή χάλυβα στο στάδιο τήξης με τη χρήση μετατροπέα (πρόκειται, δηλαδή, για συντελεστή άνω του 30) και ότι, ως εκ τούτου, η αξία που συνδέεται με τον εν λόγω κωδικό δεν ήταν αντιπροσωπευτική του συγκεκριμένου συντελεστή παραγωγής. Κατά συνέπεια, δέχθηκε ότι ο δείκτης αναφοράς που χρησιμοποιήθηκε προσωρινά ήταν ακατάλληλος. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το πλησιέστερο παρεμφερές προϊόν με τα μπλοκ σιδήρου συμπιεσμένα εν θερμώ που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή χάλυβα, και για το οποίο υπήρχε διαθέσιμη τιμή αναφοράς, ήταν ο σίδηρος από εν θερμώ επεξεργασμένο πλινθάνθρακα (hot-briquetted iron) (στο εξής: HBI). Σύμφωνα με το Metal Bulletin, η τιμή του σιδήρου από εν θερμώ επεξεργασμένο πλινθάνθρακα, συμπεριλαμβανομένου του ναύλου (9), ήταν κατά μέσο όρο 2 464 CNY/τόνο κατά την περίοδο έρευνας. Επομένως, η Επιτροπή αποφάσισε να χρησιμοποιήσει οριστικά την τιμή αυτή ως τιμή αναφοράς.

    (59)

    Τρίτον, η Baosteel αμφισβήτησε τον δείκτη αναφοράς της GTA που χρησιμοποιήθηκε για τα «προϊόντα εξώθησης αλουμινίου».

    (60)

    Μετά από ανάλυση του προϊόντος που χρησιμοποίησε πράγματι η Baosteel, διαπίστωσε ότι η πρώτη ύλη που χρησιμοποιήθηκε στη διαδικασία μετατροπής και εξευγενισμού ήταν απορρίμματα αλουμινίου και όχι «προϊόντα εξώθησης αλουμινίου». Επομένως, η Επιτροπή αποφάσισε να αντικαταστήσει τον δείκτη αναφοράς με την τιμή της GTA για τα απορρίμματα και τα απόβλητα αλουμινίου που υπάγονται στον κωδικό ΕΣ για τη συγκεκριμένη πρώτη ύλη (7602 00). Η μη στρεβλωμένη τιμή αναφοράς των απορριμμάτων αλουμινίου καθορίστηκε σε 15 132 CNY/τόνο.

    (61)

    Τέλος, η Baosteel αμφισβήτησε τη χρήση του δείκτη αναφοράς της GTA για τη σκόνη σιδηρομεταλλεύματος. Σύμφωνα με την Baosteel, η συντριπτική πλειονότητα αυτής της πρώτης ύλης εισήχθη από χώρες με οικονομία της αγοράς (κυρίως από την Αυστραλία και τη Βραζιλία) και σε δολάρια ΗΠΑ. Κατά συνέπεια, η Baosteel ζήτησε από την Επιτροπή να χρησιμοποιήσει την πραγματική τιμή εισαγωγής που ανέφερε η Baosteel αντί της τιμής αναφοράς.

    (62)

    Ως προς το σημείο αυτό, η Επιτροπή επισήμανε ότι η Baosteel δεν πραγματοποίησε εισαγωγές απευθείας αλλά μέσω συνδεδεμένης εταιρείας που είναι εγκατεστημένη στο Χονγκ Κονγκ και ότι δεν είχε προσκομίσει επαρκή κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία που να παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να καταλήξει θετικά στο συμπέρασμα ότι η τελική τιμή αγοράς της Baosteel δεν επηρεάστηκε από τη σχέση μεταξύ των συνδεδεμένων εταιρειών που είναι εγκατεστημένες και/ή από τις σημαντικές στρεβλώσεις που επικρατούν στην Κίνα, όπως απαιτείται βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 6α στοιχείο α) τρίτη περίπτωση του βασικού κανονισμού. Συνεπώς, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

    (63)

    Ως εκ τούτου, για τον τελικό καθορισμό της κανονικής αξίας για τη Baosteel, η Επιτροπή χρησιμοποίησε τους δείκτες αναφοράς που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 93 έως 102 του προσωρινού κανονισμού, με εξαίρεση δύο πρώτες ύλες, όπως διευκρινίζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 58 και 60 ανωτέρω.

    (64)

    Σε αυτή τη βάση, η Επιτροπή κατασκεύασε την κανονική αξία ανά τύπο προϊόντος σε επίπεδο τιμών εκ του εργοστασίου. Η μεθοδολογία υπολογισμού της κανονικής αξίας καθορίστηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 103 έως 109 του προσωρινού κανονισμού, η οποία, ελλείψει παρατηρήσεων, επιβεβαιώνεται.

    3.1.5.   Τιμή εξαγωγής

    (65)

    Οι λεπτομέρειες για τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής καθορίστηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 110 και 111 του προσωρινού κανονισμού. Ελλείψει παρατηρήσεων όσον αφορά το παρόν σημείο, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τα προσωρινά συμπεράσματά της.

    3.1.6.   Σύγκριση

    (66)

    Οι λεπτομέρειες σχετικά με τη σύγκριση της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής καθορίστηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 112 και 113 του προσωρινού κανονισμού. Ελλείψει παρατηρήσεων όσον αφορά το παρόν τμήμα, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τα προσωρινά συμπεράσματά της.

    3.1.7.   Περιθώρια ντάμπινγκ

    (67)

    Ελλείψει ισχυρισμών σχετικά με τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ, επιβεβαιώνεται η αιτιολογική σκέψη 114 του προσωρινού κανονισμού. Όπως διευκρινίζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 116 και 117 του προσωρινού κανονισμού, για τις συνεργαζόμενες εταιρείες που δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα, η Επιτροπή υπολόγισε τον σταθμισμένο μέσο όρο των περιθωρίων ντάμπινγκ των δύο παραγωγών-εξαγωγέων του δείγματος. Για όλους τους υπόλοιπους παραγωγούς-εξαγωγείς στην Κίνα, η Επιτροπή καθόρισε το περιθώριο ντάμπινγκ με βάση διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία, σύμφωνα με το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού. Δεδομένου ότι το επίπεδο συνεργασίας στην προκειμένη περίπτωση ήταν χαμηλό, η Επιτροπή αποφάσισε ότι ήταν σκόπιμο να καθοριστεί το περιθώριο ντάμπινγκ για όλες τις άλλες εταιρείες στο επίπεδο του υψηλότερου περιθωρίου ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε για τους τύπους του προϊόντος που πωλήθηκαν σε αντιπροσωπευτικές ποσότητες από τον συνεργαζόμενο παραγωγό-εξαγωγέα του δείγματος με το υψηλότερο περιθώριο ντάμπινγκ.

    (68)

    Τα οριστικά περιθώρια ντάμπινγκ, τα οποία εκφράζονται ως ποσοστό της τιμής CIF (κόστος, ασφάλιση, ναύλος) στα σύνορα της Ένωσης, πριν από την καταβολή του δασμού, έχουν ως εξής:

    Εταιρεία

    Οριστικό περιθώριο ντάμπινγκ

    Baoshan Iron & Steel Co., Ltd.

    30,7  %

    Handan Jintai Packing Material Co., Ltd.

    53,9  %

    Συνεργαζόμενες εταιρείες

    34,6  %

    Όλες οι άλλες εταιρείες

    77,9  %

    3.2.   Βραζιλία

    (69)

    Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η Επιτροπή έλαβε γραπτές παρατηρήσεις από τον συνεργαζόμενο παραγωγό-εξαγωγέα CSN σχετικά με τα προσωρινά συμπεράσματα για το ντάμπινγκ.

    3.2.1.   Κανονική αξία

    (70)

    Οι λεπτομέρειες για τη μεθοδολογία υπολογισμού της κανονικής αξίας καθορίστηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 119 έως 127 του προσωρινού κανονισμού. Ελλείψει παρατηρήσεων όσον αφορά το παρόν τμήμα, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τα προσωρινά συμπεράσματά της.

    3.2.2.   Τιμή εξαγωγής

    (71)

    Οι λεπτομέρειες για τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής καθορίστηκαν στην αιτιολογική σκέψη 128 του προσωρινού κανονισμού. Ελλείψει παρατηρήσεων όσον αφορά το παρόν τμήμα, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τα προσωρινά συμπεράσματά της.

    3.2.3.   Σύγκριση

    (72)

    Οι λεπτομέρειες σχετικά με τη σύγκριση της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής καθορίστηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 129 και 130 του προσωρινού κανονισμού.

    (73)

    Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, ο παραγωγός-εξαγωγέας CSN ισχυρίστηκε ότι, στην απάντησή του στο ερωτηματολόγιο, είχε τονίσει ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να εξετάσει ζητήματα ποιότητας, ότι είχε αναφέρει ζητήματα αυτού του είδους στα στοιχεία για τις εγχώριες και εξαγωγικές πωλήσεις του και ότι είχε παράσχει περαιτέρω αποδείξεις σχετικά με το θέμα αυτό κατά τη διάρκεια των εξ αποστάσεως διασταυρούμενων ελέγχων. Ως εκ τούτου, η CSN ζήτησε από την Επιτροπή να εξετάσει στους υπολογισμούς της για το ντάμπινγκ τις διαφορές ποιότητας, δεδομένου ότι οι διαφορές αυτές έχουν αντίκτυπο στη συγκρισιμότητα των τιμών.

    (74)

    Η Επιτροπή θεώρησε ότι, παρόλο που η CSN είχε παράσχει πράγματι πληροφορίες σχετικά με τις διαφορές ποιότητας του υπό έρευνα προϊόντος, δεν είχε διατυπώσει ισχυρισμό περί προσαρμογής σε αυτή τη βάση ούτε στην απάντησή της στο ερωτηματολόγιο ούτε κατά τη διάρκεια του εξ αποστάσεως διασταυρούμενου ελέγχου. Ωστόσο, υπό το πρίσμα του ισχυρισμού που διατυπώθηκε μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η Επιτροπή επανεξέτασε τις πληροφορίες που παρασχέθηκαν όσον αφορά τις διαφορές ποιότητας. Εκτός από το αίτημα εξέτασης των διαφορών ποιότητας, η CSN δεν υπέβαλε πρόσθετες πληροφορίες ή στοιχεία μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων.

    (75)

    Η διαφορά ποιότητας του οικείου προϊόντος —στην προκειμένη περίπτωση του ECCS πρώτης και δεύτερης ποιότητας— οφείλεται στα φυσικά χαρακτηριστικά του προϊόντος. Το ECCS δεύτερης ποιότητας παρουσιάζει ορισμένα σφάλματα ή ελαττώματα που θα μπορούσαν να μην επιτρέπουν τη χρήση του ECCS στην εφαρμογή για την οποία παράχθηκε. Όπως διευκρίνισε η CSN κατά τη διαδικασία επισήμανσης ανεπαρκειών και τον εξ αποστάσεως διασταυρούμενο έλεγχο, το εν λόγω ECCS δεύτερης ποιότητας πωλείται χύδην από τη CSN σε πελάτες τρίτων χωρών μέσω μιας μικρής διαδικασίας τύπου διαγωνισμού, κατά την οποία το προϊόν πωλείται στον πλειοδότη.

    (76)

    Το άρθρο 2 παράγραφος 10 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού ορίζει τα εξής: «Πραγματοποιείται προσαρμογή για τις διαφορές των φυσικών χαρακτηριστικών του οικείου προϊόντος. Το ύψος της προσαρμογής αντιστοιχεί σε εύλογη εκτίμηση της αγοραίας αξίας της διαφοράς.».

    (77)

    Η Επιτροπή έκρινε ότι η CSN δεν διαβίβασε εύλογη εκτίμηση της αγοραίας αξίας της διαφοράς. Η CSN, στην απάντησή της σε μία από τις ερωτήσεις της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επισήμανσης ανεπαρκειών, είχε αναφέρει ότι το ECCS δεύτερης ποιότητας είναι συνήθως ένα ορισμένο ποσοστό χαμηλότερο από την πρώτη ποιότητα. Ωστόσο, κατά την εξέταση των στοιχείων που υπέβαλε η εταιρεία σε επίπεδο τύπου προϊόντος τόσο για τις εξαγωγικές όσο και για τις εγχώριες πωλήσεις, ήταν σαφές ότι δεν ήταν δυνατόν να διατυπωθεί γενική δήλωση αυτού του είδους όσον αφορά τη διαφορά τιμών.

    (78)

    Πρώτον, η δεύτερη ποιότητα δεν ήταν πάντοτε φθηνότερη από την πρώτη ποιότητα. Οι διαφορές τιμών μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης ποιότητας κατά την περίοδο έρευνας κυμαίνονταν από αρνητικό διψήφιο ποσοστό έως θετικό διψήφιο ποσοστό. Αυτό ίσχυε για την περίοδο έρευνας στο σύνολό της, ενώ οι διαφορές ήταν ακόμη μεγαλύτερες όταν εξετάστηκαν σε μηνιαία βάση.

    (79)

    Δεύτερον, η διαφορά τιμών μεταξύ των δύο ποιοτήτων μπορούσε να παρουσιάζει διαφοροποιήσεις από μήνα σε μήνα. Για παράδειγμα, για έναν συγκεκριμένο τύπο προϊόντος, η Επιτροπή παρατήρησε ότι το προϊόν πρώτης ποιότητας ήταν πράγματι ελαφρώς ακριβότερο από το προϊόν δεύτερης ποιότητας σε έναν μήνα, αλλά ήταν σε σημαντικό βαθμό φθηνότερο από το προϊόν δεύτερης ποιότητας μόλις λίγους μήνες νωρίτερα.

    (80)

    Από την ανάλυση κατέστη σαφές ότι οι διαφορές τιμών σημειώνονταν σε μηνιαία βάση, όπου η διαφορά τιμών μεταξύ του ECCS πρώτης και δεύτερης ποιότητας μπορούσε να είναι είτε θετική είτε αρνητική, ανάλογα με τον μήνα. Όσον αφορά τις ενωσιακές πωλήσεις, αυτό οφειλόταν κατά πάσα πιθανότητα στη διαδικασία τύπου διαγωνισμού για τις πωλήσεις δεύτερης ποιότητας κατά τα αναφερόμενα στην αιτιολογική σκέψη 75, όπου ο καθορισμός των τιμών του προϊόντος δεύτερης ποιότητας δεν εξαρτιόταν από τις τιμές πρώτης ποιότητας αλλά από την προσφορά και τη ζήτηση κατά τη χρονική στιγμή συγκεκριμένης προσφοράς δεύτερης ποιότητας. Αυτό επιβεβαιώθηκε από τις δηλώσεις της CSN κατά τη διάρκεια του εξ αποστάσεως διασταυρούμενου ελέγχου.

    (81)

    Δεδομένου ότι i) οι διαφορές τιμών μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης ποιότητας ήταν ασυνεπείς και ασταθείς, ii) δεν αντικατόπτριζαν τη συνολική διαφορά τιμών που ανέφερε η CSN στην απάντησή της στην επιστολή σχετικά με την ανεπάρκεια των στοιχείων και iii) η CSN δεν προσκόμισε κανένα νέο αποδεικτικό στοιχείο που να τεκμηριώνει τον ισχυρισμό της, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν είχε αποδειχθεί ή δεν μπορούσε να εκτιμηθεί εύλογη αγοραία αξία της διαφοράς, όπως απαιτείται βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 10 στοιχείο α). Επομένως, η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό της CSN περί προσαρμογής λόγω διαφορών ποιότητας.

    3.2.4.   Περιθώρια ντάμπινγκ

    (82)

    Ελλείψει αποδεκτών ισχυρισμών σχετικά με τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ, επιβεβαιώνεται η αιτιολογική σκέψη 133 του προσωρινού κανονισμού.

    (83)

    Τα οριστικά περιθώρια ντάμπινγκ, τα οποία εκφράζονται ως ποσοστό της τιμής CIF (κόστος, ασφάλιση, ναύλος) στα σύνορα της Ένωσης, πριν από την καταβολή του δασμού, έχουν ως εξής:

    Εταιρεία

    Οριστικό περιθώριο ντάμπινγκ

    Companhia Siderúrgica Nacional

    66,8  %

    Όλες οι άλλες εταιρείες

    66,8  %

    4.   ΖΗΜΙΑ

    4.1.   Ορισμός του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και της ενωσιακής παραγωγής

    (84)

    Στην αιτιολογική σκέψη 135 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, δεδομένου ότι τα στοιχεία σχετικά με την εκτίμηση της ζημίας προήλθαν κυρίως από τους τρεις ενωσιακούς παραγωγούς του δείγματος, δύο από τους οποίους ανήκουν στον ίδιο όμιλο, όλα τα αριθμητικά στοιχεία παρουσιάζονται υπό μορφή δεικτών ή εύρους τιμών για την προστασία της εμπιστευτικότητας των παρεχόμενων στοιχείων.

    (85)

    Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η CISA ισχυρίστηκε ότι η παρουσίαση των οικονομικών δεικτών υπό μορφή εύρους τιμών, ειδικότερα σε σχέση με την ενωσιακή κατανάλωση και συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων της Eurostat σχετικά με τους αλλοδαπούς εξαγωγείς με παραπομπή στον πίνακα 1 και στον πίνακα 4 του προσωρινού κανονισμού, δεν της επέτρεψε να διατυπώσει ουσιαστικές παρατηρήσεις σχετικά με τους εν λόγω δείκτες και ζήτησε από την Επιτροπή να παράσχει ακριβή στοιχεία. Η CISA ισχυρίστηκε επίσης ότι, λαμβανομένου υπόψη ότι υπάρχουν τέσσερις ενωσιακοί παραγωγοί, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν τρεις ανεξάρτητους ομίλους παραγωγών της Ένωσης, δεν υπάρχει κίνδυνος τα ενδιαφερόμενα μέρη να είναι σε θέση να αναστρέψουν πληροφορίες μηχανικού ειδικά για τους ενωσιακούς παραγωγούς.

    (86)

    Σε αυτό το πλαίσιο, όπως επεξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις 31 και 135 του προσωρινού κανονισμού, τα στοιχεία σχετικά με την εκτίμηση της ζημίας προήλθαν κυρίως από τους τρεις ενωσιακούς παραγωγούς του δείγματος, δύο από τους οποίους ανήκουν στον ίδιο όμιλο. Συνεπώς, όλα τα αριθμητικά στοιχεία έπρεπε να παρουσιαστούν υπό μορφή δεικτών ή εύρους τιμών για την προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα των παρεχόμενων στοιχείων. Επιπλέον, μολονότι υπάρχουν τέσσερις ενωσιακοί παραγωγοί που αντιπροσωπεύουν τρεις ομίλους παραγωγών της Ένωσης, δύο από τους ομίλους είναι συνδεδεμένοι επειδή η ArcelorMittal έχει συμμετοχή στην Acciaierie d’Italia (10). Επομένως, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν συντρέχουν λόγοι προστασίας της εμπιστευτικότητας των παρεχόμενων δεδομένων και, κατ’ επέκταση, χρήσης εύρους τιμών.

    (87)

    Η Επιτροπή εκτίμησε επίσης ότι τα στοιχεία σχετικά με την ενωσιακή κατανάλωση και τα στοιχεία που αφορούν τις εισαγωγές και το μερίδιο αγοράς που περιλαμβάνονται στους πίνακες 1 και 4 του προσωρινού κανονισμού έπρεπε να παρουσιαστούν υπό μορφή εύρους τιμών, διότι οι απόλυτοι αριθμοί θα καθιστούσαν δυνατό τον υπολογισμό των συνολικών πωλήσεων και του μεριδίου αγοράς των ενωσιακών παραγωγών και, συνεπώς, θα επέτρεπαν την αποκάλυψη εμπιστευτικών επιχειρηματικών πληροφοριών ειδικά για μεμονωμένους ενωσιακούς παραγωγούς. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

    (88)

    Επομένως, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 134 έως 139, καθώς και οι αιτιολογικές σκέψεις 144 έως 146 του προσωρινού κανονισμού.

    4.2.   Ενωσιακή κατανάλωση

    (89)

    Ελλείψει παρατηρήσεων σχετικά με την ενωσιακή κατανάλωση, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 137 έως 139 του προσωρινού κανονισμού.

    4.3.   Εισαγωγές από τις οικείες χώρες

    4.3.1.   Σωρευτική εκτίμηση των επιπτώσεων των εισαγωγών από τις οικείες χώρες

    (90)

    Ελλείψει παρατηρήσεων σχετικά με τη σωρευτική αξιολόγηση των επιπτώσεων των εισαγωγών από τις οικείες χώρες, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 140 έως 143 του προσωρινού κανονισμού.

    4.3.2.   Τιμές των εισαγωγών από τις οικείες χώρες και υποτιμολόγηση

    (91)

    Η βραζιλιανική κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι, βάσει της ΣΑ, οι βασικές παράμετροι για τη διενέργεια του ελέγχου υποτιμολόγησης είναι οι τιμές των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και του ομοειδούς προϊόντος στο μέλος εισαγωγής συνολικά, καθώς και ότι ούτε στο άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 2 της ΣΑ ούτε σε καμία άλλη διάταξη της συμφωνίας υπάρχει έρεισμα για τον αποκλεισμό των εισαγωγών από εταιρείες που δεν συμπεριλαμβάνονται στο δείγμα των παραγωγών/εξαγωγέων, δεδομένου ότι θεωρούνται ότι αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Κατά τον ίδιο τρόπο, σύμφωνα με τη βραζιλιανική κυβέρνηση, για την ανάλυση της υποτιμολόγησης δεν υπάρχει κανένα στοιχείο στη ΣΑ που να επιτρέπει τον αποκλεισμό των συναλλαγών μεταξύ συνδεδεμένων μερών ή οποιουδήποτε άλλου είδους πωλήσεων που δεν θεωρείται ότι πραγματοποιούνται κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις για τον υπολογισμό της τιμής ομοειδούς προϊόντος του μέλους εισαγωγής. Η βραζιλιανική κυβέρνηση παρέπεμψε εν προκειμένω στις αποφάσεις της ειδικής ομάδας στις υποθέσεις ΕΚ — Συνδετήρες (Κίνα) και Μαρόκο — Οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ για τα σχολικά τετράδια (Τυνησία).

    (92)

    Επιπλέον, η βραζιλιανική κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι η διατύπωση της αιτιολογικής σκέψης 151 (11) του προσωρινού κανονισμού υποδηλώνει ότι η ανάλυση της υποτιμολόγησης πραγματοποιήθηκε βάσει ανά χώρα εξέτασης για την Κίνα και τη Βραζιλία, μολονότι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 33 του προσωρινού κανονισμού, «η Επιτροπή αποφάσισε να εκτιμήσει σωρευτικά τις εισαγωγές από τις οικείες χώρες για τους σκοπούς της ανάλυσης που περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις ανωτέρω». Κατά την αντίληψη της βραζιλιανικής κυβέρνησης, μετά τη σώρευση των εισαγωγών για την ανάλυση της ζημίας, θα πρέπει να ακολουθείται η ίδια διαδικασία όσον αφορά όλες τις εξετάσεις που απαιτούνται βάσει του άρθρου 3 της ΣΑ, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων στις τιμές, και παραπέμπει εν προκειμένω στην απόφαση της ειδικής ομάδας στην υπόθεση ΕΚ — Σύνδεσμοι σωλήνων.

    (93)

    Η βραζιλιανική κυβέρνηση ζήτησε από την Επιτροπή να αποσαφηνίσει αν η εκ μέρους της αντίληψη των πραγματικών περιστατικών της έρευνας είναι ορθή και, εάν ναι, να προβεί στην ακόλουθη προσαρμογή των υπολογισμών:

    να εξετάσει την τιμή όλων των πωλήσεων του ομοειδούς προϊόντος από τους ενωσιακούς παραγωγούς, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών μεταξύ συνδεδεμένων μερών,

    να εξετάσει όλες τις εισαγωγές του υπό έρευνα προϊόντος από την Κίνα και τη Βραζιλία, ανεξάρτητα από το δείγμα παραγωγών/εξαγωγέων που δημιουργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 6.10 της ΣΑ, και

    να σωρεύσει τις εισαγωγές από όλες τις υπό έρευνα χώρες καταγωγής (Κίνα και Βραζιλία) κατά την εκτίμηση των επιπτώσεων των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην εγχώρια αγορά.

    (94)

    Η Επιτροπή υπογράμμισε ότι, όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 186 και 194 του προσωρινού κανονισμού, οι τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής κατά την περίοδο έρευνας είχαν συμπιεστεί από τις εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ τόσο από τη Βραζιλία όσο και από την Κίνα, γεγονός που οδήγησε στην αύξηση των οικονομικών απωλειών κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Αντιθέτως, τα επιχειρήματα της βραζιλιανικής κυβέρνησης επικεντρώνονται στο άλλο πρότυπο σύγκρισης τιμών, δηλαδή στην υποτιμολόγηση (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 91-92). Ως εκ τούτου, η Επιτροπή υποστήριξε ότι οι τιμές στην αγορά της Ένωσης συμπιέστηκαν από το 2018 έως το τέλος της περιόδου έρευνας. Ακόμη και αν η βραζιλιανική κυβέρνηση επιδίωκε να αναφερθεί με τα επιχείρηματά της στη συμπίεση των τιμών, δεν υπάρχουν πληροφορίες στον φάκελο που να μαρτυρούν ότι οι τιμές των ενωσιακών παραγωγών που δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα θα ήταν αισθητά διαφορετικές από τις τιμές των παραγωγών του δείγματος και, συνεπώς, τα συμπεράσματα σχετικά με τη συμπίεση των τιμών θα ήταν διαφορετικά. Στην πραγματικότητα, από σύγκριση μεταξύ των τιμών εισαγωγής και των ενωσιακών τιμών που παρουσιάζονται στους πίνακες 5 και 6 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ήδη ότι οι τιμές εισαγωγής ήταν χαμηλότερες από τις ενωσιακές τιμές (βλέπε αιτιολογική σκέψη 149 του προσωρινού κανονισμού). Συνεπώς, η Επιτροπή, στο πλαίσιο της ανάλυσης των επιπτώσεων στις τιμές που διενήργησε, έλαβε υπόψη τις επιπτώσεις ως προς τις τιμές που είχε το σύνολο των εισαγωγών στο σύνολο των πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή επισήμανε ότι η επιλογή δείγματος προβλέπεται στον βασικό κανονισμό και στις αντίστοιχες διατάξεις της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ όταν υπάρχει μεγάλος αριθμός μερών και, συνεπώς, η έρευνα μπορεί να περιοριστεί σε εύλογο αριθμό αντιπροσωπευτικών μερών, ώστε να είναι δυνατή η εξαγωγή αντιπροσωπευτικών συμπερασμάτων. Η νομολογία που παρέθεσε η βραζιλιανική κυβέρνηση δεν υποστήριξε τον ισχυρισμό ότι δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν αντιπροσωπευτικά συμπεράσματα όσον αφορά τις εταιρείες του δείγματος για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τις υπόλοιπες πωλήσεις και εισαγωγές. Επομένως, οι εν λόγω ισχυρισμοί της βραζιλιανικής κυβέρνησης απορρίφθηκαν.

    (95)

    Όσον αφορά τους ισχυρισμούς σχετικά με την υποτιμολόγηση και το σύνολο των πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής που χρησιμοποιήθηκαν για τους υπολογισμούς της υποτιμολόγησης, η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι οι εισαγωγές ECCS από τους παραγωγούς-εξαγωγείς του δείγματος συγκρίθηκαν αποκλειστικά και μόνο με τις πωλήσεις του ίδιου τύπου προϊόντος από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή υπολόγισε την υποτιμολόγηση για το σύνολο των εισαγωγών από τις οικείες χώρες και προέβη επίσης στην ανάλυση των επιπτώσεων στις τιμές. Το αποτέλεσμα ήταν υποτιμολόγηση που κυμαινόταν μεταξύ 1,9 % και 21,8 %, δηλαδή ο σταθμισμένος μέσος όρος ήταν 11,2 % και για τις δύο χώρες.

    (96)

    Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η βραζιλιανική κυβέρνηση επανέλαβε τον ισχυρισμό της ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να είχε λάβει υπόψη τις συναλλαγές πωλήσεων μεταξύ συνδεδεμένων μερών. Η βραζιλιανική κυβέρνηση υποστήριξε επίσης ότι οι πωλήσεις των ενωσιακών παραγωγών και των παραγωγών-εξαγωγέων που δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα θα έπρεπε να είχαν ληφθεί επίσης υπόψη κατά τον υπολογισμό της υποτιμολόγησης και της πώλησης σε χαμηλότερες τιμές. Η βραζιλιανική κυβέρνηση παρέπεμψε σε έκθεση της ειδικής ομάδας, στην οποία η ειδική ομάδα απέρριψε την προσέγγιση της ερευνητικής αρχής για την κατασκευή των τιμών του εγχώριου κλάδου παραγωγής για τους σκοπούς της υποτιμολόγησης, διότι διαπιστώθηκε ότι οι τιμές δεν ήταν επικερδείς (12). Η Επιτροπή δεν διαπίστωσε την ύπαρξη συνάφειας μεταξύ της έκθεσης αυτής και του ισχυρισμού της βραζιλιανικής κυβέρνησης, σύμφωνα με τον οποίο οι συναλλαγές πωλήσεων μεταξύ συνδεδεμένων μερών θα έπρεπε να είχαν ληφθεί επίσης υπόψη για τους υπολογισμούς της υποτιμολόγησης που πραγματοποίησε. Σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω έκθεση της ειδικής ομάδας δεν εγκρίθηκε. Επιπλέον, όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 94 ανωτέρω, η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να εφαρμόσει δειγματοληψία και να χρησιμοποιήσει τα αντιπροσωπευτικά συμπεράσματα όσον αφορά τις εταιρείες του δείγματος για να καταλήξει σε συμπεράσματα σχετικά με τις υπόλοιπες πωλήσεις και εισαγωγές. Ως εκ τούτου, απέρριψε τον ισχυρισμό. Σε κάθε περίπτωση, για την ανάλυση των επιπτώσεων στις τιμές των εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, η Επιτροπή θεώρησε ότι η συμπίεση των τιμών, κατά τα οριζόμενα στις αιτιολογικές σκέψεις 186, 188, 193, 194 και 208 του προσωρινού κανονισμού αποτελεί ήδη επαρκή δείκτη. Τα συμπεράσματα σχετικά με τη συμπίεση των τιμών σε μακροοικονομικό επίπεδο επιβεβαιώθηκαν επίσης από τα συμπεράσματα σχετικά με το σημαντικό επίπεδο πώλησης σε χαμηλότερες τιμές όσον αφορά κάθε παραγωγό-εξαγωγέα του δείγματος κατά την περίοδο έρευνας. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 185, τα περιθώρια πώλησης σε χαμηλότερες τιμές κυμαίνονταν από 23,9 % έως 53,2 %, δηλαδή ο σταθμισμένος μέσος όρος ήταν 37,7 % και για τις δύο χώρες. Επιπλέον, όπως επισημαίνεται στον πίνακα 9 του προσωρινού κανονισμού, κατά την περίοδο έρευνας η μέση τιμή πώλησης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής στην αγορά της Ένωσης ήταν [780-910] EUR/τόνο, ενώ το μοναδιαίο κόστος παραγωγής ήταν [840-980] EUR/τόνο. Κατά συνέπεια, λόγω της συμπίεσης των τιμών, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής πώλησε σε τιμές οι οποίες δεν κάλυπταν ούτε καν το κόστος παραγωγής του, πόσο μάλλον ένα κανονικό περιθώριο κέρδους. Ως εκ τούτου, τα συμπεράσματα σχετικά με τη συμπίεση των τιμών των εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις οικείες χώρες επιβεβαιώθηκαν στο οριστικό στάδιο.

    (97)

    Η Επιτροπή επισήμανε ότι αυτά τα αδιαμφισβήτητα συμπεράσματα σχετικά με τη σημαντική συμπίεση των τιμών είναι ήδη από μόνα τους επαρκή, από νομική άποψη, για να επιβεβαιωθεί η πρόκληση σημαντικής ζημίας στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής από τις εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν υπάρχει νομική απαίτηση για τη διεξαγωγή χωριστής ανάλυσης και διατύπωσης συμπερασμάτων σχετικά με την υποτιμολόγηση, διότι πρόκειται για εναλλακτικό πρότυπο ανάλυσης των επιπτώσεων στις τιμές σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού. Κατά συνέπεια, παρά τα συμπεράσματα σχετικά με την υποτιμολόγηση που διατυπώνονται στον προσωρινό κανονισμό, δεδομένων των ανωτέρω συμπερασμάτων σχετικά με τη συμπίεση των τιμών, η ανάλυση και τα συμπεράσματα όσον αφορά την υποτιμολόγηση δεν είναι αναγκαία για το αποτέλεσμα της έρευνας. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε στις πρόσφατες αποφάσεις του την ανάλυση της Επιτροπής σχετικά με τη σημαντική συμπίεση των τιμών ως εργαλείο αξιολόγησης των επιπτώσεων στις τιμές βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού (13). Βάσει των προαναφερομένων, οι παρατηρήσεις των μερών σχετικά με την υποτιμολόγηση είναι επίσης άνευ αντικειμένου. Ωστόσο, για λόγους πληρότητας, η Επιτροπή αποφάσισε να εξετάσει τους ισχυρισμούς των ενδιαφερόμενων μερών.

    (98)

    Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η βραζιλιανική κυβέρνηση αμφισβήτησε τη δήλωση της Επιτροπής ότι τα συμπεράσματα σχετικά με την υποτιμολόγηση δεν είναι αναγκαία για το αποτέλεσμα της έρευνας, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τη βραζιλιανική κυβέρνηση, το περιθώριο ζημίας βασίστηκε στην υποτιμολόγηση. Ωστόσο, όπως διευκρινίζεται στα σημεία 6.1 και 6.2 κατωτέρω, και σε αντίθεση με τον ισχυρισμό της βραζιλιανικής κυβέρνησης, το περιθώριο ζημίας δεν βασίστηκε στη υποτιμολόγηση που διαπιστώθηκε, αλλά στο περιθώριο πώλησης σε χαμηλότερες τιμές που καθορίστηκε για κάθε παραγωγό-εξαγωγέα του δείγματος, με εξαίρεση την Jintai, για την οποία το περιθώριο ζημίας ήταν ίσο με το περιθώριο ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε.

    (99)

    Όσον αφορά τον ισχυρισμό της βραζιλιανικής κυβέρνησης ότι η Επιτροπή θα πρέπει να λάβει υπόψη την τιμή όλων των πωλήσεων του ομοειδούς προϊόντος στην αγορά της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών μεταξύ συνδεδεμένων μερών, η Επιτροπή επισήμανε ότι, κατά τις έρευνές της, συλλέγει όλες τις πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των τιμών πώλησης μεταξύ συνδεδεμένων μερών. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή ζητεί επίσης από τους ενωσιακούς παραγωγούς να εξηγήσουν τις πολιτικές σχετικά με την τιμολόγηση μεταβίβασης όσον αφορά τις συναλλαγές πωλήσεων με συνδεδεμένα μέρη. Εάν οι πωλήσεις αυτές επηρεάζονται από τη σχέση και οι τιμές τους δεν συνάδουν με τις συνθήκες ανταγωνισμού, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ανάλυση της υποτιμολόγησης διότι οι υπολογισμοί που προκύπτουν θα ήταν εξίσου επηρεασμένοι από τη σχέση αυτή. Αντιθέτως, εάν οι πωλήσεις μεταξύ συνδεδεμένων μερών συνάδουν με τις συνθήκες ανταγωνισμού και αντικατοπτρίζουν συναλλαγή της αγοράς, μπορούν να λαμβάνονται πλήρως υπόψη κατά τον υπολογισμό της υποτιμολόγησης (υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχουν προσαρμογές όσον αφορά το επίπεδο εμπορίου). Η προσέγγιση αυτή συνάδει πλήρως με τους κανόνες του βασικού κανονισμού και τη νομολογία του ΠΟΕ που παραθέτει η βραζιλιανική κυβέρνηση. Επομένως, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε.

    (100)

    Η Baosteel έθεσε ένα διαδικαστικό ζήτημα και το ζήτημα των δικαιωμάτων άμυνας σε σχέση με το έγγραφο κοινοποίησης της Επιτροπής, στο οποίο οι μοναδιαίες τιμές πώλησης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και οι μοναδιαίες τιμές-στόχοι που χρησιμοποιήθηκαν για τους σκοπούς των εν λόγω υπολογισμών παρέχονται σε μεγάλα εύρη τιμών, καθώς και στα ίδια εύρη τιμών ανεξάρτητα από τη διαφορά στην τιμή μεταξύ των διαφόρων αριθμών ελέγχου προϊόντος (PCN), γεγονός που δεν επέτρεψε στην εταιρεία να υποβάλει ουσιαστικές παρατηρήσεις. Δεδομένου ότι το ποσό πώλησης σε χαμηλότερες τιμές υπολογίζεται ως διαφορά μεταξύ της αξίας CIF του εξαγωγέα και της τιμής-στόχου του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, χωρίς ουσιαστική κοινοποίηση της τελευταίας, οι εξαγωγείς δεν θα μπορούσαν να επαληθεύσουν την ακρίβεια των υπολογισμών της Επιτροπής όσον αφορά το περιθώριο πώλησης σε χαμηλότερες τιμές. Η Jintai εξέφρασε παρόμοιες ανησυχίες.

    (101)

    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή επισήμανε ότι, λόγω των ανησυχιών περί εμπιστευτικότητας που διευκρινίστηκαν ήδη στην αιτιολογική σκέψη 86, ήταν αναγκαία η παρουσίαση των στοιχείων σε εύρη τιμών. Μετά τον ισχυρισμό της Baosteel, η Επιτροπή αναθεώρησε τα εύρη τιμών λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές τιμών μεταξύ των διαφόρων αριθμών ελέγχου προϊόντος.

    (102)

    Επιπλέον, η Baosteel ζήτησε από την Επιτροπή να αποσαφηνίσει αν προέβη σε σύγκριση των τιμών στο ίδιο στάδιο εμπορίου. Ειδικότερα, η Baosteel ισχυρίστηκε ότι, εφόσον από την πλευρά του εξαγωγέα η Επιτροπή αφαίρεσε τα διοικητικά έξοδα, έξοδα πώλησης και γενικά έξοδα και κέρδη (ΓΔΕΠ) και τα κέρδη των συνδεδεμένων εμπόρων, πρέπει να πράξει το ίδιο και από την πλευρά του ενωσιακού παραγωγού, εάν πωλεί το οικείο προϊόν μέσω συνδεδεμένων εμπόρων στην αγορά της Ένωσης.

    (103)

    Η Jintai ισχυρίστηκε επίσης ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε σύγκριση των τιμών στο ίδιο στάδιο εμπορίου κατά τον υπολογισμό του περιθωρίου υποτιμολόγησης. Κατά την άποψη της Jintai, η Επιτροπή έλαβε υπόψη για το εν λόγω προϊόν μια τιμή που ήταν διογκωμένη και, κατά συνέπεια, δυσμενής για την Jintai, δεδομένου ότι προέβη —για τους σκοπούς της σύγκρισης των τιμών στο πλαίσιο των υπολογισμών της ζημίας— στην εξομοίωση μεταξύ των τιμών που χρέωναν οι ενωσιακοί παραγωγοί του δείγματος στις απευθείας πωλήσεις τους σε ανεξάρτητους αγοραστές και των τιμών που χρέωναν οι συνδεδεμένες οντότητες πωλήσεων των εν λόγω παραγωγών σε αγοραστές αυτού του είδους. Με άλλα λόγια, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη—σε σχέση με τις τιμές των ενωσιακών παραγωγών του δείγματος— ορισμένα στοιχεία που αφορούν διαφορετικό επίπεδο εμπορίου από εκείνο που χρησιμοποίησε για τους σκοπούς της σύγκρισης (τιμές εκ του εργοστασίου), δεν προέβη σε δίκαιη σύγκριση κατά τον υπολογισμό του περιθωρίου υποτιμολόγησης της Jintai. Η Jintai διατύπωσε το επιχείρημα ότι εάν είχε πραγματοποιηθεί ορθή και κατάλληλη σύγκριση στο ίδιο επίπεδο εμπορίου, το περιθώριο υποτιμολόγησης της Jintai θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα πολύ χαμηλότερο του 0 %. Συνεπώς, η Jintai ζήτησε από την Επιτροπή να προβεί σε σύγκριση σε κατάλληλο και δίκαιο επίπεδο εμπορίου για τον καθορισμό του ορθού περιθωρίου «υπερβολικής υποτιμολόγησης» («over-cutting») της Jintai και παρέπεμψε σχετικά στις αποφάσεις του Δικαστηρίου στις υποθέσεις Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής (14) και Giant Electric Vehicle Kunshan κατά Επιτροπής (15).

    (104)

    Η Επιτροπή επισήμανε καταρχάς ότι η ανάλυση σχετικά με την υποτιμολόγηση συμπληρώνεται από τα χωριστά συμπεράσματά της σχετικά με τη συμπίεση των τιμών, όπως περιγράφεται αναλυτικά στις αιτιολογικές σκέψεις 185, 186 και 194 του προσωρινού κανονισμού. Τα εν λόγω συμπεράσματα σχετικά με τη σημαντική συμπίεση των τιμών είναι ήδη επαρκή, από νομική άποψη, για να καταδειχθούν οι αρνητικές επιπτώσεις στις τιμές που χρεώνει ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής, όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 97. Ωστόσο, όπως επεξηγείται στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη, η Επιτροπή εξέτασε τα επιχειρήματα σχετικά με την υποτιμολόγηση για λόγους πληρότητας.

    (105)

    Όσον αφορά τον ισχυρισμό της Baosteel σχετικά με προσαρμογή για τα ΓΔΕΠ και τα κέρδη των συνδεδεμένων εμπόρων των ενωσιακών παραγωγών, η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι στους υπολογισμούς της όσον αφορά την υποτιμολόγηση δεν είχε προβεί σε τέτοια προσαρμογή. Όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 150 και 151 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή προέβη σε ορισμένες άλλες προσαρμογές προκειμένου να εξασφαλιστεί δίκαιη σύγκριση στο ίδιο επίπεδο εμπορίου. Οι προσαρμογές αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την επαναφορά, αφενός, των τιμών του ενωσιακού κλάδου παραγωγής σε επίπεδο τιμών εκ του εργοστασίου και, αφετέρου, των τιμών εισαγωγής των παραγωγών-εξαγωγέων σε επίπεδο τιμών CIF στα σύνορα της Ένωσης (16). Ωστόσο, η Επιτροπή προέβη σε προσομοίωση υπολογίζοντας την υποτιμολόγηση, τόσο με την εφαρμογή όσο και χωρίς την εφαρμογή του άρθρου 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού, κατ’ αναλογία προς τις πωλήσεις της Baosteel, και διαπίστωσε ότι η υποτιμολόγηση ήταν σημαντική για την Baosteel και στις δύο περιπτώσεις, με ελάχιστο επίπεδο της τάξης του 7,5 %. Κατά συνέπεια, σε αντίθεση με τον ισχυρισμό της Baosteel, ακόμη και αν δεν αφαιρέθηκαν, βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 9, τα ΓΔΕΠ και τα κέρδη των συνδεδεμένων εμπόρων της Baosteel, διαπιστώθηκε σημαντικού βαθμού υποτιμολόγηση.

    (106)

    Όσον αφορά την Jintai, η Επιτροπή επισήμανε ότι, δεδομένου ότι ο εν λόγω παραγωγός-εξαγωγέας δεν εξήγαγε το υπό έρευνα προϊόν μέσω συνδεδεμένων οντοτήτων πωλήσεων, δεν πραγματοποιήθηκε κατ’ αναλογία προσαρμογή της τιμής εξαγωγής μέσω της εφαρμογής του άρθρου 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού. Στην παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή δεν έκρινε επίσης σκόπιμο να προβεί σε προσαρμογή των πωλήσεων των ενωσιακών παραγωγών. Η Επιτροπή επισήμανε ότι, για την εξασφάλιση συμμετρίας στη σύγκριση των τιμών, οι αντίστοιχες τιμές θα πρέπει να περιλαμβάνουν, στο μέτρο του δυνατού, τα ίδια στοιχεία και να αντικατοπτρίζουν, στο μέτρο του δυνατού, το ίδιο επίπεδο εμπορίου. Όσον αφορά τη χρήση των ίδιων στοιχείων, η τιμή εξαγωγής της Jintai αντικατόπτριζε την άμεση πώληση από την κινεζική νομική οντότητα στους ανεξάρτητους πελάτες στην Ένωση. Στην Ένωση, ένας παραγωγός του δείγματος πραγματοποίησε απευθείας πωλήσεις σε τελικούς πελάτες και η τιμή του αντικατόπτριζε τα ίδια στοιχεία με την τιμή της Jintai. Οι άλλοι δύο ενωσιακοί παραγωγοί του δείγματος αποτελούσαν μέρος του ομίλου Arcelor Mittal. Κανένας από τους δύο δεν πραγματοποιούσε απευθείας πωλήσεις από τις οντότητες παραγωγής, αλλά πωλούσαν και οι δύο μέσω συνδεδεμένων οντοτήτων. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι οντότητες παραγωγής δεν διέθεταν δική τους δομή πωλήσεων, αλλά έπρεπε να βασίζονται στις συνδεδεμένες οντότητες πωλήσεών τους για την πραγματοποίηση των πωλήσεων. Με άλλα λόγια, το κόστος που συνδέεται με την παραγωγή και την πώληση του οικείου προϊόντος κατανεμήθηκε μεταξύ των οντοτήτων παραγωγής οι οποίες επωμίζονταν μόνο το κόστος κατασκευής, ενώ οι συνδεδεμένες οντότητες πωλήσεων που ήταν εγκατεστημένες σε διαφορετικά κράτη μέλη επωμίζονταν το κόστος πώλησης και εμπορικής προώθησης. Η οντότητα παραγωγής δεν επιβαρυνόταν με δαπάνες πώλησης, ενώ το τμήμα πωλήσεων της Arcelor Mittal περιλαμβανόταν εξολοκλήρου στις χωριστές νομικές οντότητες πωλήσεων. Τα ΓΔΕΠ και το κέρδος όσον αφορά τις πωλήσεις του ομίλου Arcelor Mittal πραγματοποιήθηκαν από τις συνδεδεμένες οντότητες πωλήσεων κατά την πώληση σε ενωσιακούς πελάτες. Για την εξασφάλιση δίκαιης σύγκρισης, η Επιτροπή έλαβε υπόψη την τιμή της οντότητας πωλήσεων στους ενωσιακούς πελάτες, δεδομένου ότι η τιμή αυτή αντικατόπτριζε το ίδιο κόστος παραγωγής και εμπορικής προώθησης που αντικατοπτρίζεται στην τιμή εξαγωγής της Jintai, η οποία πραγματοποιούσε τόσο την παραγωγή όσο και την πώληση μέσω μιας ενιαίας οντότητας, όπως ακριβώς και ο άλλος ενωσιακός παραγωγός του δείγματος. Η μη συνεκτίμηση της τιμής της συνδεδεμένης οντότητας πωλήσεων του ομίλου Arcelor Mittal θα είχε ως αποτέλεσμα την υποτίμηση της πραγματικής τιμής διότι δεν θα αντικατόπτριζε το αναγκαίο κόστος πώλησης της οντότητας σε ανεξάρτητους πελάτες στην Ένωση. Οι συνδεδεμένες οντότητες πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, αφενός, και η Jintai, αφετέρου, ασκούσαν παρόμοιες λειτουργίες πωλήσεων, διότι αμφότερες πρέπει 1) να βρουν πελάτες στην Ένωση, 2) να υπογράψουν συμβάσεις πώλησης και 3) να εξασφαλίσουν παραδόσεις και πληρωμές τιμολογίων κ.λπ. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τις αποφάσεις στις υποθέσεις Hansol (17), CRIA και CCCMC (18), και Giant Electric Vehicles (19), η εν λόγω σύγκριση τιμών αντικατόπτριζε την αντίστοιχη οικονομική πραγματικότητα και τους αντίστοιχους ρόλους που διαδραματίζουν οι αντίστοιχες οντότητες, τόσο από την πλευρά των εξαγωγών όσο και από την πλευρά της ΕΕ, και σε σημείο όπου αμφότερες οι οντότητες ανταγωνίζονται στην αγορά της Ένωσης.

    (107)

    Ωστόσο, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η αποδοχή του αιτήματος της Jintai (δηλαδή ότι η Επιτροπή θα αναπροσαρμόσει τις πωλήσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής για τους σκοπούς του υπολογισμού της υποτιμολόγησης μέσω της κατ’ αναλογία εφαρμογής του άρθρου 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού) δεν θα παρουσίαζε υποτιμολόγηση όσον αφορά τον εν λόγω παραγωγό-εξαγωγέα, αυτό δεν θα άλλαζε τον προσδιορισμό, εκ μέρους της Επιτροπής, της υποτιμολόγησης σε σχέση με την Κίνα και αμφότερες τις οικείες χώρες συνολικά. Πράγματι, οι εξαγωγές της Jintai στην Ένωση αντιπροσωπεύουν μόνο το 6,3 % των συνολικών εξαγωγών προς την Ένωση και μόνο το 11,6 % των εξαγωγών εντός του δείγματος. Επομένως, ακόμη και αν δεν υπάρχει υποτιμολόγηση όσον αφορά τις εξαγωγές της Jintai, τα συμπεράσματα σχετικά με την υποτιμολόγηση θα επιβεβαιώνονταν βάσει του άλλου παραγωγού-εξαγωγέα του δείγματος για την Κίνα, καθώς και για αμφότερες τις οικείες χώρες. Ομοίως, οποιοδήποτε συμπέρασμα σχετικά με το επίπεδο υποτιμολόγησης της Jintai δεν θα επηρέαζε τα συμπεράσματα της Επιτροπής σε σχέση με τη συμπίεση των τιμών, όπως υπενθυμίστηκε ήδη στις αιτιολογικές σκέψεις 97 και 104. Πράγματι, οι τιμές της Jintai παρουσίασαν υψηλό επίπεδο πώλησης σε χαμηλότερες τιμές (βλέπε αιτιολογική σκέψη 185).

    4.4.   Οικονομική κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής

    4.4.1.   Γενικές παρατηρήσεις

    (108)

    Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η CISA ζήτησε να πληροφορηθεί αν τα στοιχεία σχετικά με τους μακροοικονομικούς δείκτες περιλάμβαναν στοιχεία σχετικά με την Acciaierie d’Italia. Η απάντηση της Επιτροπής ήταν καταφατική.

    (109)

    Επομένως, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 153 έως 157 του προσωρινού κανονισμού.

    4.4.2.   Μακροοικονομικοί δείκτες

    (110)

    Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η CISA ζήτησε από την Επιτροπή να επιβεβαιώσει αν μερίμνησε ώστε όλοι οι παραγωγοί, συμπεριλαμβανομένης της Acciaierie d’Italia, να συμπεριληφθούν πράγματι στα σχετικά σύνολα δεδομένων που αφορούν τους μακροοικονομικούς δείκτες και επισήμανε ότι μόνο η Acciaierie d’Italia αντιπροσωπεύει το [5-15] % της συνολικής παραγωγής και των συνολικών πωλήσεων του οικείου προϊόντος στην Ένωση, ποσοστό που υπερβαίνει το αμελητέο επίπεδο.

    (111)

    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι τα στοιχεία που αφορούν την Acciaierie d’Italia έχουν ληφθεί υπόψη στους μακροοικονομικούς δείκτες.

    4.4.2.1.   Παραγωγή, παραγωγική ικανότητα και χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας

    (112)

    Ελλείψει παρατηρήσεων σχετικά με την παραγωγή, την παραγωγική ικανότητα και τη χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας, επιβεβαιώθηκαν οι αιτιολογικές σκέψεις 158 έως 160 του προσωρινού κανονισμού.

    4.4.2.2.   Όγκος πωλήσεων και μερίδιο αγοράς

    (113)

    Ελλείψει παρατηρήσεων σχετικά με τον όγκο πωλήσεων και το μερίδιο αγοράς, επιβεβαιώθηκαν οι αιτιολογικές σκέψεις 161 και 162 του προσωρινού κανονισμού.

    4.4.2.3.   Απασχόληση και παραγωγικότητα

    (114)

    Ελλείψει παρατηρήσεων σχετικά με την απασχόληση και την παραγωγικότητα, επιβεβαιώθηκαν οι αιτιολογικές σκέψεις 163 και 164 του προσωρινού κανονισμού.

    4.4.2.4.   Ανάπτυξη

    (115)

    Ελλείψει παρατηρήσεων σχετικά με την ανάπτυξη, επιβεβαιώθηκαν οι αιτιολογικές σκέψεις 165 έως 167 του προσωρινού κανονισμού.

    4.4.2.5.   Μέγεθος του περιθωρίου ντάμπινγκ και ανάκαμψη από τις επιπτώσεις προηγούμενων πρακτικών ντάμπινγκ

    (116)

    Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η βραζιλιανική κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι, κατά την εκτίμηση του μεγέθους του περιθωρίου ντάμπινγκ, η Επιτροπή επανέλαβε απλώς τα συμπεράσματα στα οποία είχε ήδη καταλήξει στο πλαίσιο άλλων εξετάσεων. Για παράδειγμα, το συμπέρασμα ότι τα περιθώρια ντάμπινγκ είναι υψηλότερα από το ελάχιστο όριο διατυπώνεται ήδη στην αιτιολογική σκέψη 141 του προσωρινού κανονισμού σε σχέση με την αξιολόγηση της σώρευσης των εισαγωγών και μπορεί να συναχθεί από την ίδια την εφαρμογή των προσωρινών μέτρων. Επιπλέον, η ανάλυση του όγκου και της τιμής των εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ πραγματοποιήθηκε βάσει των άρθρων 3.1, 3.2 και 3.5 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και διατυπώνεται στις αιτιολογικές σκέψεις 144-152 του προσωρινού κανονισμού. Κατά συνέπεια, δεν πραγματοποιήθηκε ειδική ανάλυση σχετικά με το μέγεθος του περιθωρίου ντάμπινγκ. Ως εκ τούτου, η βραζιλιανική κυβέρνηση ζήτησε από την Επιτροπή να αναλύσει τον παράγοντα αυτόν κατά τρόπο μη περιττό σε σχέση με άλλους δείκτες που περιλαμβάνονται στο άρθρο 3 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ.

    (117)

    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή επισήμανε ότι η συνεκτίμηση του μεγέθους του περιθωρίου ντάμπινγκ προϋποθέτει εξέταση του ζητήματος σχετικά με το αν —λαμβανομένων υπόψη του όγκου και της τιμής των εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ— ο αντίκτυπος στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέος.

    (118)

    Η Επιτροπή υπενθύμισε ότι όλα τα περιθώρια ντάμπινγκ ήταν σημαντικά υψηλότερα από το ελάχιστο όριο. Ο όγκος των εισαγωγών από τις οικείες χώρες ήταν σημαντικός κατά την εξεταζόμενη περίοδο και κατά την περίοδο έρευνας, ενώ οι τιμές των εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ προκάλεσαν την υποτιμολόγηση και τη συμπίεση των τιμών του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Συνεπώς, δεδομένου του όγκου και της τιμής των εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, ο αντίκτυπος των πραγματικών περιθωρίων ντάμπινγκ δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέος, αλλά, απεναντίας, μπορεί να θεωρηθεί σημαντικός, σύμφωνα με το συμπέρασμα της Επιτροπής στην αιτιολογική σκέψη 168 του προσωρινού κανονισμού.

    (119)

    Επομένως, επιβεβαιώθηκαν οι αιτιολογικές σκέψεις 168 και 169 του προσωρινού κανονισμού.

    4.4.3.   Μικροοικονομικοί δείκτες

    4.4.3.1.   Τιμές και παράγοντες που επηρεάζουν τις τιμές

    (120)

    Ελλείψει παρατηρήσεων σχετικά με τις τιμές και τους παράγοντες που επηρεάζουν τις τιμές, επιβεβαιώθηκαν οι αιτιολογικές σκέψεις 170 έως 172 του προσωρινού κανονισμού.

    4.4.3.2.   Κόστος εργασίας

    (121)

    Ελλείψει παρατηρήσεων σχετικά με το κόστος εργασίας, επιβεβαιώθηκαν οι αιτιολογικές σκέψεις 173 και 174 του προσωρινού κανονισμού.

    4.4.3.3.   Αποθέματα

    (122)

    Ελλείψει παρατηρήσεων σχετικά με τα αποθέματα, επιβεβαιώθηκαν οι αιτιολογικές σκέψεις 175 και 176 του προσωρινού κανονισμού.

    4.4.3.4.   Κερδοφορία, ταμειακές ροές, επενδύσεις, απόδοση των επενδύσεων και ικανότητα άντλησης κεφαλαίων

    (123)

    Ελλείψει παρατηρήσεων σχετικά με την κερδοφορία, τις ταμειακές ροές, τις επενδύσεις, την απόδοση των επενδύσεων και την ικανότητα άντλησης κεφαλαίων, επιβεβαιώθηκαν οι αιτιολογικές σκέψεις 177 έως 182 του προσωρινού κανονισμού.

    4.4.4.   Συμπέρασμα σχετικά με τη ζημία

    (124)

    Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η CISA και η Eviosys ισχυρίστηκαν ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν υπέστη σημαντική ζημία και ότι τυχόν αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής οφείλονταν στην πραγματικότητα σε άλλους παράγοντες, όπως ο αντίκτυπος της πανδημίας COVID-19. Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η CISA επανέλαβε τους ισχυρισμούς της.

    (125)

    Πρώτον, η CISA και η Eviosys επισήμαναν το γεγονός ότι το μερίδιο αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής αυξήθηκε στην πραγματικότητα κατά την εξεταζόμενη περίοδο, στο πλαίσιο της μείωσης της ενωσιακής κατανάλωσης.

    (126)

    Δεύτερον, όσον αφορά τους μακροοικονομικούς δείκτες, η CISA επισήμανε ότι κανένας από αυτούς δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε συμπέρασμα της Ένωσης περί σημαντικής ζημίας του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Επισήμανε ότι τα επίπεδα της παραγωγικής ικανότητας και των εγχώριων πωλήσεων ήταν σταθερά, ενώ μειωνόταν η κατανάλωση, γεγονός που αιτιολογεί τη σαφή αύξηση των μεριδίων αγοράς. Επιπλέον, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής μπορούσε σαφώς να αυξήσει τον αριθμό των απασχολούμενων ατόμων, γεγονός που καταδεικνύει επίσης το αντίθετο μιας κατάστασης σημαντικής ζημίας.

    (127)

    Τρίτον, όσον αφορά τους μικροοικονομικούς δείκτες, η CISA επισήμανε ότι η ενωσιακή τιμή πώλησης δεν μειώθηκε μεταξύ της εξεταζόμενης περιόδου και της περιόδου έρευνας, ενώ κατά την ενδιάμεση διάρκεια παρουσίασε μόνο μικρές διακυμάνσεις. Η Eviosys επισήμανε επίσης ότι οι τιμές πώλησης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής παρέμειναν συνολικά σταθερές και διαφώνησε με το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής «δεν μπόρεσε να αυξήσει τις τιμές πώλησης για να καλύψει το αυξημένο κόστος παραγωγής» και ότι η αδυναμία αυτή προκλήθηκε, κατά τους ισχυρισμούς, «λόγω της πίεσης που ασκούσαν οι εισαγωγές στις τιμές». Στο πλαίσιο αυτό, η Eviosys ισχυρίστηκε ότι η μείωση της ζήτησης κατά την εξεταζόμενη περίοδο, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19, δεν επέτρεψε στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής να αυξήσει τις τιμές πώλησής του.

    (128)

    Τέταρτον, η CISA επισήμανε τη διακύμανση των στοιχείων κερδοφορίας, παρά το γεγονός ότι το μερίδιο αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής είχε αυξηθεί. Στο πλαίσιο αυτό, η CISA αμφισβήτησε την απόφαση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής να συνεχίσει σημαντικές επενδύσεις, παρά το γεγονός ότι ήταν σαφές ότι η ενωσιακή κατανάλωση δεν αυξανόταν, και ζήτησε από την Επιτροπή να αποσαφηνίσει τις ακριβείς νομικές απαιτήσεις βάσει των οποίων ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής πρέπει να υλοποιήσει επενδύσεις και να διασφαλίσει τη συνάφειά τους σε σχέση με το οικείο προϊόν. Η CISA επισήμανε επίσης ότι η αύξηση του κόστους παραγωγής δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τις εξαγωγές από την Κίνα και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή θα πρέπει να θεωρήσει το στοιχείο αυτό ως παράγοντα «διάσπασης της αιτιώδους συνάφειας».

    (129)

    Επιπλέον, η CISA ισχυρίστηκε ότι, σε αντίθεση με τα επίπεδα κερδοφορίας που αναφέρονται στον προσωρινό κανονισμό, οι σχετικές προοπτικές της αγοράς θεωρούνται εν γένει ιδιαίτερα ευνοϊκές. Η CISA παρέπεμψε σε ορισμένα άρθρα (20) και επισήμανε ότι οι τρεις παραγωγοί του δείγματος (δύο από τους οποίους ανήκουν στον ίδιο όμιλο) αναφέρονται όλοι ρητώς στα εν λόγω άρθρα, γεγονός που υποδεικνύει ότι η Arcelor Mittal αύξησε τις πωλήσεις της κατά 44 % το προηγούμενο έτος και ότι η ThyssenKrupp αύξησε τα τριμηνιαία έσοδά της κατά 39 % σε ετήσια βάση τον Δεκέμβριο του 2021.

    (130)

    Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η CISA επανέλαβε τον ισχυρισμό της ότι η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει την εικαζόμενη υψηλή κερδοφορία που επιτεύχθηκε από την Arcelor Mittal και την ThyssenKrupp μετά την περίοδο έρευνας. Επιπλέον, τόσο η CISA όσο και η CANPACK ισχυρίστηκαν ότι οι τιμές εισαγωγής από την Κίνα και τη Βραζιλία αυξήθηκαν σημαντικά μετά την περίοδο έρευνας και ότι το στοιχείο αυτό θα πρέπει να ληφθεί υπόψη από την Επιτροπή.

    (131)

    Η Επιτροπή διαφώνησε με τους ισχυρισμούς αυτούς. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 183 του προσωρινού κανονισμού, οι οικονομικοί δείκτες τόσο σε μακροοικονομικό όσο και σε μικροοικονομικό επίπεδο επιδεινώθηκαν κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Μολονότι ο όγκος πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής παρέμεινε συνολικά σταθερός και κέρδισε κάποιο μερίδιο αγοράς κατά την εξεταζόμενη περίοδο, η οικονομική κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής επιδεινώθηκε κυρίως λόγω του αυξημένου κόστους παραγωγής, το οποίο δεν μπορούσε να καλυφθεί από αντίστοιχη αύξηση των τιμών πώλησής του. Η σημαντική συμπίεση των τιμών που προκάλεσαν οι εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ οδήγησε σε ζημίες από το 2019, οι οποίες αυξήθηκαν περαιτέρω κατά την περίοδο έρευνας. Παρότι ο αριθμός των εργαζομένων αυξήθηκε κατά την εξεταζόμενη περίοδο, η αύξηση αυτή σημειώθηκε κυρίως το 2019 και το 2020. Κατά την περίοδο της έρευνας, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής απέλυε εργαζομένους.

    (132)

    Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 187 του προσωρινού κανονισμού, η κερδοφορία, οι ταμειακές ροές και η απόδοση των επενδύσεων επιδεινώθηκαν σημαντικά κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Αυτή η επιδείνωση επηρέασε αρνητικά την ικανότητα του ενωσιακού κλάδου παραγωγής να αυτοχρηματοδοτεί τις δραστηριότητες, να πραγματοποιεί τις αναγκαίες επενδύσεις και να αντλεί κεφάλαια, εμποδίζοντας με τον τρόπο αυτόν την ανάπτυξή του και απειλώντας ακόμη και την επιβίωσή του.

    (133)

    Όσον αφορά τις επενδύσεις που πραγματοποιούνται για τη συμμόρφωση με τις νομικές απαιτήσεις, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι επενδύσεις αυτές αφορούν περιβαλλοντικές και κοινωνικές υποχρεώσεις και δεν συνδέονται με καμία αύξηση της παραγωγικής ικανότητας.

    (134)

    Οι προοπτικές της αγοράς, η εξέλιξη των τιμών των εισαγωγών, καθώς και η εικαζόμενη κερδοφορία των ενωσιακών παραγωγών που επιτεύχθηκε μετά το τέλος της περιόδου έρευνας, κατά τα αναφερόμενα της CISA και της CANPACK, είναι άνευ σημασίας για την εκτίμηση της ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας.

    (135)

    Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η CISA συνέδεσε την αύξηση του αριθμού των εργαζομένων με την επεξήγηση της Επιτροπής ότι οι επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν σχετίζονταν με περιβαλλοντικά και κοινωνικά πρότυπα, με το επιχείρημα ότι οι εν λόγω επενδύσεις δεν θα απαιτούσαν αύξηση των εργαζομένων. Επιπλέον, ζήτησε από την Επιτροπή να αναλύσει την ακριβή έκταση και τα ακριβή ποσά των επενδύσεων που ανέλαβε ο κλάδος και οι οποίες ήταν αναγκαίες για τη συμμόρφωση με τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές υποχρεώσεις.

    (136)

    Η Επιτροπή δεν συνέδεσε την αύξηση της απασχόλησης με τις επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν. Πράγματι, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 131 ανωτέρω, η απασχόληση αυξήθηκε κυρίως το 2019 και το 2020, ενώ μειώθηκε κατά 8,9 % μεταξύ του 2020 και της περιόδου έρευνας. Από την άλλη πλευρά, οι επενδύσεις συνέχισαν να αυξάνονται κατά την περίοδο έρευνας. Η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι δεν μπορούσε να γνωστοποιήσει την ακριβή έκταση και το ακριβές ύψος των επενδύσεων που πραγματοποίησαν οι εταιρείες του δείγματος διότι πρόκειται για εμπιστευτικές πληροφορίες. Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε ήδη στην αιτιολογική σκέψη 133 ανωτέρω, οι εν λόγω επενδύσεις δεν συνδέονταν με την αύξηση της παραγωγικής ικανότητας, αλλά με την προσαρμογή και/ή την αντικατάσταση της ήδη υφιστάμενης παραγωγικής ικανότητας.

    (137)

    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής υπέστη σημαντική ζημία κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού. Επομένως, η Επιτροπή απέρριψε τους ισχυρισμούς των ενδιαφερόμενων μερών σχετικά με την απουσία σημαντικής ζημίας και επιβεβαίωσε τις αιτιολογικές σκέψεις 183 έως 188 του προσωρινού κανονισμού.

    (138)

    Οι ισχυρισμοί σχετικά με άλλους ζημιογόνους παράγοντες εξετάζονται στο τμήμα 5 κατωτέρω.

    5.   ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ

    5.1.   Επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ

    5.1.1.   Όγκος και μερίδιο αγοράς των εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από την οικεία χώρα

    (139)

    Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η CISA υποστήριξε ότι τα επίπεδα των μεριδίων αγοράς που κατείχαν οι οικείες χώρες, τα οποία δεν υπερέβησαν ποτέ το 18 % και στη συνέχεια μειώθηκαν κατά την περίοδο έρευνας, δεν μπορούν να θεωρηθούν υπερβολικά υψηλά.

    (140)

    Η Επιτροπή διαφώνησε με τον συγκεκριμένο ισχυρισμό. Όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 192 του προσωρινού κανονισμού, το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών από τις οικείες χώρες αυξήθηκε από 13,1 % το 2018 σε 15,4 % κατά την περίοδο έρευνας. Η Επιτροπή θεώρησε ότι το εν λόγω μερίδιο αγοράς είναι σημαντικό και, βάσει των επιπέδων τιμών που καθορίστηκαν, μπορεί να έχει αντίκτυπο στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Επομένως, η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό και επιβεβαίωσε τις αιτιολογικές σκέψεις 190 έως 192 του προσωρινού κανονισμού.

    5.1.2.   Τιμή των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις οικείες χώρες και επιπτώσεις στις τιμές

    (141)

    Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η Eviosys ισχυρίστηκε ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι εισαγωγές από τις οικείες χώρες ασκούν πίεση στις τιμές και ότι οι τιμές των ενωσιακών παραγωγών δεν φαίνεται να ακολούθησαν τις κινεζικές ή τις βραζιλιανικές τιμές, γεγονός που υποδηλώνει ότι δεν επηρεάστηκαν από τις εν λόγω τιμές.

    (142)

    Όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 193 του προσωρινού κανονισμού, η μέση τιμή εισαγωγής των εισαγωγών από τις οικείες χώρες ήταν σημαντικά χαμηλότερη από τις μέσες τιμές πώλησης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής στην αγορά της Ένωσης και οι εισαγωγές αυτές ήταν χαμηλότερες από τις τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής κατά σταθμισμένο μέσο όρο 11,2 %. Οι σημαντικοί όγκοι εισαγωγών σε χαμηλές τιμές συμπίεσαν τις τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, οι οποίες δεν μπορούσαν να καλύψουν το κόστος παραγωγής, με αποτέλεσμα να προκύψουν ζημίες.

    (143)

    Επιπλέον, ανεξάρτητα από το αν οι τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ακολούθησαν ή όχι τις τιμές της Κίνας και της Βραζιλίας, είναι σαφές ότι οι εισαγωγές από τις οικείες χώρες σε χαμηλές τιμές συμπίεσαν τις τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και, κατά συνέπεια, είχαν αρνητική επίδραση στις τιμές. Η ύπαρξη συμπίεσης των τιμών είναι επαρκής στο πλαίσιο της ανάλυσης των επιπτώσεων στις τιμές, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι τιμές εισαγωγής που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ είχαν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στις ενωσιακές τιμές. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε και επιβεβαιώθηκε η αιτιολογική σκέψη 193 του προσωρινού κανονισμού.

    5.1.3.   Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις οικείες χώρες και της σημαντικής ζημίας του ενωσιακού κλάδου παραγωγής

    (144)

    Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η Eviosys επανέλαβε τον ισχυρισμό της ότι δεν θα μπορούσε να έχει προκληθεί ζημία οφειλόμενη στις εισαγωγές από τις οικείες χώρες και επανέλαβε ότι η σχέση μεταξύ των προϊόντων που πωλούνται από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής και των εισαγωγών από τις οικείες χώρες είναι ελάχιστα ανταγωνιστική, λόγω παραγόντων όπως το χαμηλότερο επίπεδο ποιότητας και η ακαταλληλότητα για ορισμένες χρήσεις, οι μεγαλύτεροι χρόνοι παράδοσης και το υψηλότερο κόστος μεταφοράς, καθώς και η περιορισμένη υποστήριξη των πελατών, παράγοντες που αιτιολογούν επίσης τις διαφορετικές τιμές και το γεγονός ότι είναι κατά γενικό κανόνα χαμηλότερες από τις τιμές πώλησης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.

    (145)

    Ωστόσο, η Eviosys δεν προσκόμισε νέα αποδεικτικά στοιχεία για την τεκμηρίωση των ισχυρισμών της. Επομένως, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 194 έως 197 του προσωρινού κανονισμού.

    5.2.   Επιπτώσεις άλλων παραγόντων

    5.2.1.   Εισαγωγές από τρίτες χώρες

    (146)

    Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η βραζιλιανική κυβέρνηση παρατήρησε ότι η μη ζημιογόνος τιμή που υπολογίστηκε κατά την προκαταρκτική διαπίστωση ανέρχεται σε [850-990] EUR/τόνο. Λαμβανομένου υπόψη ότι η τιμή αυτή είναι υψηλότερη από την τιμή εισαγωγής των εισαγωγών από χώρες καταγωγής που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας (822 EUR/τόνο) και ότι ο όγκος των εισαγωγών από χώρες καταγωγής που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας είναι υψηλότερος από τον όγκο εισαγωγών καταγωγής Βραζιλίας και Κίνας, η Επιτροπή θα πρέπει να αναγνωρίσει τις επιπτώσεις στην αξιολόγηση των εισαγωγών από χώρες καταγωγής που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας ως πιθανό άλλο ζημιογόνο παράγοντα. Επομένως, οι ζημιογόνες επιπτώσεις τους διαχωρίζονται και διακρίνονται από εκείνες που προκύπτουν από τις εικαζόμενες εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

    (147)

    Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 199 του προσωρινού κανονισμού, ο όγκος των εισαγωγών από άλλες τρίτες χώρες και το μερίδιο αγοράς τους μειώθηκαν κατά την εξεταζόμενη περίοδο κατά 23 % και 21 %, αντίστοιχα, ενώ η μέση τιμή εισαγωγής τους παρέμεινε κοντά στη μέση τιμή πώλησης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και ήταν σημαντικά υψηλότερη από τη μέση τιμή εισαγωγής των εισαγωγών από τις οικείες χώρες. Στο πλαίσιο αυτό, ήταν σαφές ότι οποιαδήποτε σημαντική ζημία που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής προκλήθηκε από τις εισαγωγές του οικείου προϊόντος, οι οποίες διατηρούσαν χαμηλά επίπεδα τιμών. Παρότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο οι άλλες πηγές εισαγωγών —μετά την επιβολή δασμών στις εισαγωγές του οικείου προϊόντος— να αποτελέσουν ζημιογόνο παράγοντα για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, είναι σαφές ότι δεν αποτελούσαν αιτία ικανή να αμβλύνει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της σημαντικής ζημίας που παρατηρήθηκε κατά την περίοδο έρευνας.

    (148)

    Επιπλέον, όσον αφορά τη μέση μη ζημιογόνο τιμή, η τιμή αυτή υπολογίστηκε βάσει συγκεκριμένου συνδυασμού προϊόντων με βάση τις πραγματικές εξαγωγές των παραγωγών-εξαγωγέων του δείγματος και σε σύγκριση με την τιμή εκφορτωθέντος εμπορεύματος των εισαγωγών από τους εν λόγω παραγωγούς-εξαγωγείς. Ως εκ τούτου, δεν ήταν άμεσα συγκρίσιμη με τις μέσες τιμές εισαγωγής CIF.

    (149)

    Επομένως, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε και επιβεβαιώθηκαν οι αιτιολογικές σκέψεις 198 έως 201 του προσωρινού κανονισμού.

    5.2.2.   Η πανδημία COVID-19

    (150)

    Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η CISA, η Eviosys και η CANPACK ισχυρίστηκαν ότι η πανδημία COVID-19 και οι οικονομικές επιπτώσεις της διασπούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών και της κατάστασης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Η CISA ισχυρίστηκε ότι η πανδημία COVID-19 αποτελεί κυρίως κρίση από την πλευρά της ζήτησης και όχι από τις αυξημένες εισαγωγές που είναι ζημιογόνες για έναν κλάδο παραγωγής, με κύριο αποτέλεσμα την αναστολή της παραγωγής και, κατά συνέπεια, την ύφεση στην αγορά της Ένωσης.

    (151)

    Η βραζιλιανική κυβέρνηση παρέπεμψε στις αιτιολογικές σκέψεις 203 έως 205 του προσωρινού κανονισμού και υποστήριξε ότι η Επιτροπή φαινόταν να ελαχιστοποιεί τις επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19 στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής με το επιχείρημα ότι «η επιδείνωση της κατάστασης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής είχε ήδη αρχίσει πριν από την πανδημία και συνεχίστηκε μετά την επανέναρξη της παραγωγής του ενωσιακού κλάδου παραγωγής κατά την ΠΕ». Η βραζιλιανική κυβέρνηση είναι της άποψης ότι το επιχείρημα αυτό δεν αποτελεί επαρκή λόγο για τον μετριασμό των επιπτώσεων της πανδημίας COVID-19, δεδομένου ότι η προαναφερθείσα πανδημία ενδέχεται να είχε αρνητικές επιπτώσεις στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ταυτόχρονα με τις εικαζόμενες εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ.

    (152)

    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή παρέπεμψε στην αιτιολογική σκέψη 203 του προσωρινού κανονισμού, στο οποίο αναγνώρισε ότι η πανδημία COVID-19 είχε αρνητικό αντίκτυπο στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, ιδίως το 2020, όταν οι εγκαταστάσεις παραγωγής του ενωσιακού κλάδου παραγωγής χρειάστηκε να κλείσουν προσωρινά, και ότι είναι πιθανό η πανδημία COVID-19 να συνέβαλε στη ζημία που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής. Ωστόσο, η Επιτροπή επέμεινε στο γεγονός ότι η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής είχε ήδη ξεκινήσει πριν από την πανδημία και συνεχίστηκε κατά την περίοδο ανάκαμψης μετά την πανδημία COVID-19, μεταξύ άλλων και κατά την περίοδο έρευνας. Επομένως, ο αρνητικός αντίκτυπος της πανδημίας COVID-19 δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί η κύρια αιτία της ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής στον βαθμό που θα είχε αμβλύνει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της εν λόγω ζημίας και των εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις οικείες χώρες. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή απέρριψε αυτούς τους ισχυρισμούς.

    5.2.3.   Εξέλιξη του κόστους παραγωγής

    (153)

    Ελλείψει παρατηρήσεων σχετικά με την εξέλιξη του κόστους παραγωγής μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 206 έως 209 του προσωρινού κανονισμού.

    5.2.4.   Εξαγωγικές επιδόσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής

    (154)

    Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η CISA επισήμανε ότι οι εξαγωγές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ήταν σημαντικές, δεδομένου ότι ανέρχονταν σε ποσοστό 22 % κατά την περίοδο έρευνας. Παρέπεμψε επίσης στον πίνακα 14 του προσωρινού κανονισμού, ο οποίος δείχνει ότι ο όγκος εξαγωγών του ενωσιακού κλάδου παραγωγής μειώθηκε κατά 7 εκατοστιαίες μονάδες και ότι οι τιμές εξαγωγής μειώθηκαν κατά 6 εκατοστιαίες μονάδες. Η CISA ισχυρίστηκε ότι η αρνητική εξέλιξη σε σχέση με τις εξαγωγικές πωλήσεις είχε σημαντικό αντίκτυπο στις συνολικές οικονομικές επιδόσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.

    (155)

    Η CANPACK διαφώνησε με το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι οι εξαγωγικές επιδόσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής δεν ήταν επαρκείς για να αμβλύνουν την αιτιώδη συνάφεια, δεδομένου ότι στον πίνακα 14 του προσωρινού κανονισμού καταδεικνύεται με σαφήνεια ότι η τιμή πώλησης των ενωσιακών παραγωγών σε χώρες εκτός της Ένωσης βρισκόταν σε παρόμοιο επίπεδο με τις τιμές των ECCS καταγωγής Κίνας. Η CANPACK θεώρησε ότι το επιχείρημα των ενωσιακών παραγωγών, σύμφωνα με το οποίο ο λόγος για την πραγματοποίηση πωλήσεων εκτός της Ένωσης ήταν ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν μπορεί να πωλήσει το ECCS στην αγορά της Ένωσης, ενώ υπήρχε υψηλή ζήτηση ECCS από τους ενωσιακούς χρήστες, δεν ήταν πειστικό.

    (156)

    Η βραζιλιανική κυβέρνηση εκτίμησε ότι, δεδομένου ότι ο όγκος των εξαγωγών του ενωσιακού κλάδου παραγωγής είναι υψηλότερος από τις εικαζόμενες εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, οι εξαγωγικές επιδόσεις δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν παράγοντος ήσσονος σημασίας.

    (157)

    Όσον αφορά τις εξαγωγικές επιδόσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, ο όγκος των εξαγωγών αυξήθηκε αρχικά το 2019 και το 2020 και κατόπιν παρουσίασε μείωση κατά την περίοδο έρευνας, ενώ οι μέσες τιμές εξαγωγής μειώθηκαν από το 2020. Η εξέλιξη αυτή αντιστοιχούσε σε ελαφρά αύξηση των ενωσιακών πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής μεταξύ του 2020 και της περιόδου έρευνας. Κατά συνέπεια, η ελαφρά μείωση των εξαγωγικών επιδόσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής δεν φαίνεται να έχει ισχυρό αντίκτυπο στις συνολικές οικονομικές επιδόσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, οι οποίες επιδεινώθηκαν σε μεγαλύτερο βαθμό κατά τη διάρκεια της ίδιας χρονικής περιόδου. Επιπλέον, τα αρνητικά στοιχεία κερδοφορίας που παρουσιάζονται στον πίνακα 12 του προσωρινού κανονισμού βασίζονται μόνο στις πωλήσεις της ΕΕ και, επομένως, δεν είναι αποτέλεσμα πιθανών εξαγωγικών απωλειών. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή επιβεβαίωσε το συμπέρασμά της στην αιτιολογική σκέψη 213 του προσωρινού κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο, παρόλο που η μείωση των εξαγωγικών επιδόσεων θα μπορούσε να έχει συμβάλει στη ζημία που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής, δεν αρκεί για να αμβλυνθεί η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις οικείες χώρες και της ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής, λαμβανομένου υπόψη του υψηλού μεριδίου των πωλήσεων της Ένωσης σε σύγκριση με τις εξαγωγικές πωλήσεις. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή απέρριψε τους σχετικούς ισχυρισμούς των ενδιαφερόμενων μερών.

    5.2.5.   Επιπτώσεις των ετήσιων συμβάσεων

    (158)

    Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η CANPACK διαφώνησε με το επιχείρημα ότι οι επιπτώσεις των μακροπρόθεσμων (ετήσιων) συμβάσεων μεταξύ των ενωσιακών προμηθευτών και των ενωσιακών πελατών τους στη ζημία που διαπιστώθηκε στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής είναι περιορισμένες και δεν μπορούν να αμβλύνουν την αιτιώδη συνάφεια. Σύμφωνα με την CANPACK, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 214 του προσωρινού κανονισμού, οι πωλήσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής βασίζονται σε ετήσιες συμβάσεις, οι οποίες καθορίζουν τις ποσότητες και τις τιμές για το επόμενο έτος, και παρέχουν στους ενωσιακούς παραγωγούς ελάχιστο (τυχόν) περιθώριο να αυξήσουν τις τιμές πώλησης στο πλαίσιο της αύξησης των τιμών των πρώτων υλών κατά τη διάρκεια της εφαρμογής της ετήσιας σύμβασης. Οι ενωσιακοί παραγωγοί βασίζουν τις προσφορές τους στις εκτιμώμενες τιμές των πρώτων υλών και στο εκτιμώμενο κόστος παραγωγής για το επόμενο έτος, λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου αλλαγών (στην πράξη, οι διαπραγματεύσεις των τιμών για το επόμενο έτος πραγματοποιούνται το τέταρτο τρίμηνο του προηγούμενου έτους).

    (159)

    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή παρέπεμψε στην αιτιολογική σκέψη 208 του προσωρινού κανονισμού, στην οποία επισημάνθηκε ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν μπόρεσε να αυξήσει τις τιμές πώλησής του καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, η οποία καλύπτει χρονικό διάστημα άνω των τριών ετών. Η τάση αυτή παρατηρήθηκε για μεγάλη χρονική περίοδο και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να εξηγηθεί μόνο από την αύξηση του κόστους των πρώτων υλών και από την επίδραση των ετήσιων συμβάσεων όσον αφορά τις σταθερές τιμές.

    (160)

    Επομένως, η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό και επιβεβαίωσε τις αιτιολογικές σκέψεις 214 και 215 του προσωρινού κανονισμού.

    5.2.6.   Κατανάλωση

    (161)

    Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η CISA και η Eviosys επισήμαναν τη μείωση της κατανάλωσης ως σχετικό παράγοντα κατά την εξέταση της αιτιώδους συνάφειας. Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η CISA επανέλαβε τον ισχυρισμό της, υποστηρίζοντας ότι η μείωση της κατανάλωσης θα μπορούσε να διασπάσει την αιτιώδη συνάφεια που διαπιστώθηκε μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της διαπιστωθείσας ζημίας. Ωστόσο, δεν τεκμηρίωσαν τους ισχυρισμούς τους. Επομένως, οι ισχυρισμοί αυτοί απορρίφθηκαν.

    (162)

    Η βραζιλιανική κυβέρνηση διαφώνησε με το συμπέρασμα της Επιτροπής στην αιτιολογική σκέψη 218 του προσωρινού κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο η συρρίκνωση της ζήτησης της αγοράς κατά 3 % δεν μπορούσε να θεωρηθεί αιτία ζημίας που αμβλύνει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της διαπιστωθείσας ζημίας. Σύμφωνα με τη βραζιλιανική κυβέρνηση, η μείωση της αγοράς έχει επίσης την ικανότητα να επηρεάσει τον όγκο παραγωγής και το πάγιο κόστος του εγχώριου κλάδου παραγωγής και θα πρέπει να αναλυθεί από κοινού με άλλους παράγοντες που έχουν τα ίδια αποτελέσματα.

    (163)

    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα που διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 217 του προσωρινού κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο, παρά τη συρρίκνωση της αγοράς κατά 3 %, τα στοιχεία των ενωσιακών πωλήσεων παρέμειναν σταθερά, γεγονός που καταδεικνύει ότι η ζημία που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν προκλήθηκε από απώλεια όγκου λόγω της πτώσης της ζήτησης αλλά μάλλον από τη συμπίεση των τιμών που ασκήθηκαν από τις εισαγωγές από τις οικείες χώρες. Επομένως, η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό και επιβεβαίωσε τις αιτιολογικές σκέψεις 216 έως 218 του προσωρινού κανονισμού.

    5.3.   Συμπέρασμα σχετικά με την αιτιώδη συνάφεια

    (164)

    Ο όγκος των εισαγωγών από τις οικείες χώρες και το μερίδιο αγοράς τους αυξήθηκαν κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ενώ οι τιμές τους μειώθηκαν. Η εξέλιξη αυτή συνέπεσε χρονικά με την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Επομένως, η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι υπάρχει σαφής αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών αυτών και της ζημίας του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.

    (165)

    Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η βραζιλιανική κυβέρνηση υποστήριξε ότι η Επιτροπή δεν προέβη με ορθό τρόπο στον διαχωρισμό και τη διάκριση των επιπτώσεων των εξαγωγικών επιδόσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, της μείωσης της κατανάλωσης της Ένωσης και των επιπτώσεων της πανδημίας COVID-19 από τις επιπτώσεις που απορρέουν από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, και παρέπεμψε στην απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου στην υπόθεση ΗΠΑ — Χάλυβας θερμής έλασης (σκέψη 226).

    (166)

    Η βραζιλιανική κυβέρνηση ζήτησε από την Επιτροπή να επαναξιολογήσει αυτούς τους τρεις παράγοντες, κατά προτίμηση σε σωρευτική βάση, όσον αφορά τις συνέπειές τους στην παραγωγή του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και στο πάγιο κόστος και να προβεί σε διαχωρισμό και διάκριση των εν λόγω επιπτώσεων από εκείνες που προκύπτουν από τις εικαζόμενες εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

    (167)

    Η Eviosys ισχυρίστηκε ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν μπόρεσε να αυξήσει τις τιμές πώλησής του κατά την εξεταζόμενη περίοδο, μολονότι είχε να αντιμετωπίσει αυξανόμενο κόστος παραγωγής, λόγω της μείωσης της ζήτησης και της πανδημίας COVID-19. Η Eviosys θεώρησε ότι η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει πιο προσεκτικά τον αντίκτυπο άλλων παραγόντων στην οικονομική κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.

    (168)

    Η CANPACK θεώρησε επίσης ότι η Επιτροπή υποτίμησε τον αντίκτυπο άλλων παραγόντων. Ειδικότερα, δεν συμμερίστηκε την άποψη ότι ο αντίκτυπος της πανδημίας COVID-19 και η έλλειψη πρώτων υλών στην αγορά της Ένωσης δεν αποτελούσαν επαρκή λόγο για την άμβλυνση της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των εισαγωγών καταγωγής των οικείων χωρών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της σημαντικής ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής.

    (169)

    Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η CISA ισχυρίστηκε επίσης ότι η Επιτροπή δεν αντιμετώπισε επαρκώς τις επιπτώσεις λόγω της πανδημίας COVID-19, ενώ ολόκληρη η περίοδος έρευνας καθορίστηκε κατά τη διάρκεια των σημαντικότερων από οικονομική άποψη επιπτώσεων της εν λόγω πανδημίας. Επιπλέον, η CISA ισχυρίστηκε ότι οι επενδύσεις που πραγματοποίησαν μόνοι τους οι ενωσιακοί παραγωγοί του δείγματος αιτιολογούσαν τη μειωμένη κερδοφορία και την επακόλουθη κατάσταση του εγχώριου κλάδου παραγωγής.

    (170)

    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή επιβεβαίωσε, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 220 του προσωρινού κανονισμού, ότι έχει προβεί σε διάκριση και διαχωρισμό των επιπτώσεων όλων των γνωστών παραγόντων στην κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής από τις ζημιογόνες επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

    (171)

    Όσον αφορά τις επενδύσεις, η Επιτροπή παρατήρησε ότι η εταιρεία με τα υψηλότερα ποσά επενδύσεων παρουσίαζε τις καλύτερες επιδόσεις μεταξύ των εταιρειών του δείγματος. Επομένως, δεν υπήρχε άμεση σύνδεση μεταξύ της κερδοφορίας του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και των επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο έρευνας. Αντιθέτως, οι επενδύσεις ήταν αναγκαίες και απαιτούνταν εκ του νόμου και, μαζί με το πλήρες κόστος, θα έπρεπε να ήταν δυνατή η χρηματοδότηση με εύλογα κέρδη, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2γ του βασικού κανονισμού, ελλείψει των εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε.

    (172)

    Η Επιτροπή αξιολόγησε τον αντίκτυπο άλλων παραγόντων, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις των ενδιαφερόμενων μερών, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εν λόγω παράγοντες δεν αμβλύνουν την αιτιώδη συνάφεια. Πράγματι, παράγοντες όπως η πανδημία COVD-19 ή οι ετήσιες συμβάσεις πώλησης με σταθερές τιμές για ολόκληρο το έτος, σε συνδυασμό με τη μείωση της ζήτησης ECCS κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ενδέχεται να είχαν αντίκτυπο στις επιδόσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Ωστόσο, οι παράγοντες αυτοί δεν αιτιολογούσαν τη συμπίεση των τιμών που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου και, ειδικότερα, της περιόδου έρευνας.

    (173)

    Η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ξεκίνησε πριν από την πανδημία COVID-19 και τη διαταραχή του εφοδιασμού με πρώτες ύλες. Επιπλέον, σε ένα περιβάλλον υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής θα πρέπει να μπορεί να αυξήσει τις τιμές πώλησής του μετά την αύξηση του κόστους των υλικών εισροής· ως εκ τούτου, οι επιπτώσεις των ετήσιων συμβάσεων δεν μπορούσαν να αιτιολογήσουν το γεγονός ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν μπόρεσε να αυξήσει τις τιμές πώλησής του καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου προκειμένου να διατηρήσει την κερδοφορία του.

    (174)

    Επομένως, η Επιτροπή επιβεβαίωσε το συμπέρασμα που διατυπωνόταν στις αιτιολογικές σκέψεις 219 έως 221 του προσωρινού κανονισμού.

    6.   ΕΠΙΠΕΔΟ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

    6.1.   Υπολογισμός του περιθωρίου πώλησης σε χαμηλότερες τιμές

    (175)

    Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών πορισμάτων, η CISA παρατήρησε ότι, κατά την αντίληψή της, κατά την προσαρμογή που συνδέεται με το μελλοντικό περιβαλλοντικό κόστος δεν συνεκτιμήθηκαν τυχόν υφιστάμενες και μελλοντικές αποζημιώσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής για την αντιστάθμιση των αυξήσεων στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι οι εν λόγω αποζημιώσεις δεν συνεκτιμήθηκαν κατά τον υπολογισμό του μελλοντικού περιβαλλοντικού κόστους.

    (176)

    Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η CSN υποστήριξε ότι το πρόσθετο μελλοντικό κόστος ύψους [10-20] EUR/τόνο που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 228 του προσωρινού κανονισμού, το οποίο προστίθεται στη μη ζημιογόνο τιμή, ήταν αυθαίρετο, κερδοσκοπικό και στρεβλώνει τη συγκρισιμότητα των τιμών μεταξύ των πωλήσεων της Ένωσης και της Βραζιλίας. Η CSN υπογράμμισε ότι, στο πλαίσιο της συμφωνίας ΕΕ-Mercosur, η Βραζιλία ανέλαβε ισχυρές δεσμεύσεις σχετικά με τη βιώσιμη ανάπτυξη, ιδίως όσον αφορά τα εργασιακά πρότυπα και τις συμφωνίες σε πολυμερές επίπεδο, τις πολυμερείς περιβαλλοντικές συμφωνίες, καθώς και το εμπόριο και την κλιματική αλλαγή. Σύμφωνα με τη CSN, η Επιτροπή προσφέρει στους ενωσιακούς παραγωγούς μεγαλύτερη προστασία από εκείνη που είναι αναγκαία για την εξάλειψη του ζημιογόνου ντάμπινγκ και ζήτησε από την Επιτροπή να μην προσθέσει επιπλέον μελλοντικό κόστος όσον αφορά τη Βραζιλία.

    (177)

    Πριν και μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η βραζιλιανική κυβέρνηση υποστήριξε ότι το κόστος που συνδέεται με τη συμμόρφωση με άλλες διεθνείς συμφωνίες (όπως η συμφωνία του Παρισιού και οι συμφωνίες που έχουν υπογραφεί υπό την αιγίδα της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας) συμπεριλήφθηκε στη μη ζημιογόνο τιμή, μολονότι δεν αντικατοπτρίζει με κανέναν τρόπο τις επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Επιπλέον, η βραζιλιανική κυβέρνηση υποστήριξε ότι το περιθώριο κέρδους που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή της μη ζημιογόνου τιμής του 6 % δεν επιτεύχθηκε ποτέ κατά την περίοδο ανάλυσης της ζημίας και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή, χρησιμοποιώντας περιθώριο κέρδους 6 % για την κατασκευή της μη ζημιογόνου τιμής, θα υπεραντισταθμίσει τις ζημιογόνες επιπτώσεις των εικαζόμενων εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, αποκλίνοντας από τον σκοπό που καθορίζεται στο άρθρο VI παράγραφος 2 της GATT του 1994. Για τον λόγο αυτό, η βραζιλιανική κυβέρνηση ζήτησε από την Επιτροπή να αφαιρέσει το πρόσθετο κόστος από τη μη ζημιογόνο τιμή.

    (178)

    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι μελλοντικές δαπάνες συνεκτιμήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2δ του βασικού κανονισμού, ανεξάρτητα από την κατάσταση και την εφαρμογή περιβαλλοντικών και εργασιακών προτύπων σε τρίτη χώρα και/ή διμερών και/ή πολυμερών συμφωνιών στις οποίες οι αντίστοιχες χώρες είναι συμβαλλόμενα μέρη. Η Επιτροπή εφάρμοσε τον βασικό κανονισμό, ο οποίος επικεντρώνεται αποκλειστικά στο κόστος παραγωγής του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, συμπεριλαμβανομένου, μεταξύ άλλων, των πιθανών μελλοντικών δαπανών που απορρέουν από τις συμφωνίες και τις συμβάσεις που αναφέρονται στην εν λόγω διάταξη. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, οι εν λόγω μελλοντικές δαπάνες δεν απαιτείται να αντικατοπτρίζουν τις επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Το αίτημα αξιολόγησης της εφαρμογής, εκ μέρους της Βραζιλίας, παρόμοιων διεθνών συμφωνιών ή της συμφωνίας ΕΕ-Mercosur (η οποία δεν έχει τεθεί ακόμη σε ισχύ) είναι άνευ σημασίας στο πλαίσιο αυτό. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό της βραζιλιανικής κυβέρνησης.

    (179)

    Επομένως, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τις αιτιολογικές σκέψεις 228 έως 232 του προσωρινού κανονισμού.

    (180)

    Για τους σκοπούς του καθορισμού του περιθωρίου πώλησης σε χαμηλότερες τιμές, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι παρατηρήσεις της Baosteel σχετικά με πιθανή ασυμμετρία, η Επιτροπή χρησιμοποίησε την κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής για την Baosteel, η οποία καθορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού, εφαρμοζόμενο κατ’ αναλογία, και τη συνέκρινε με μια τιμή-στόχο του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, στην οποία δεν συμπεριλαμβάνονταν τα ΓΔΕΠ των συνδεδεμένων οντοτήτων πωλήσεων της Arcelor Mittal. Η τιμή-στόχος που καθορίστηκε με τον τρόπο αυτό χρησιμοποιήθηκε στους υπολογισμούς πώλησης σε χαμηλότερες τιμές για όλους τους παραγωγούς-εξαγωγείς. Κατά συνέπεια, δεν συνεκτιμήθηκε το κόστος των συνδεδεμένων οντοτήτων πωλήσεων των ενωσιακών παραγωγών και, ως εκ τούτου, δεν υπήρχε πλέον καμία ασυμμετρία. Η προσέγγιση της μη συνεκτίμησης του κόστους των συνδεδεμένων οντοτήτων πωλήσεων των ενωσιακών παραγωγών επιβεβαιώθηκε πρόσφατα από το Γενικό Δικαστήριο (21).

    (181)

    Ακολουθώντας την ίδια προσέγγιση που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 234 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή καθόρισε στη συνέχεια το περιθώριο πώλησης σε χαμηλότερες τιμές βάσει σύγκρισης της μέσης σταθμισμένης τιμής εισαγωγής των συνεργαζόμενων παραγωγών-εξαγωγέων του δείγματος στις οικείες χώρες με τη μέση σταθμισμένη μη ζημιογόνο τιμή του ομοειδούς προϊόντος που πωλούνταν από τους ενωσιακούς παραγωγούς του δείγματος στην αγορά της Ένωσης κατά την περίοδο έρευνας. Τυχόν διαφορές που προέκυψαν από αυτήν τη σύγκριση εκφράστηκαν ως ποσοστό της μέσης σταθμισμένης αξίας CIF των εισαγωγών. Για τις άλλες συνεργαζόμενες εταιρείες στη ΛΔΚ που δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα, η Επιτροπή χρησιμοποίησε τα μέσα σταθμισμένα περιθώρια των δύο παραγωγών-εξαγωγέων του δείγματος.

    (182)

    Όπως προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του βασικού κανονισμού, και δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε καταγραφή των εισαγωγών κατά τη διάρκεια της περιόδου της εκ των προτέρων γνωστοποίησης, ανέλυσε την εξέλιξη του όγκου των εισαγωγών προκειμένου να διαπιστώσει αν υπήρξε περαιτέρω σημαντική αύξηση των εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο της έρευνας κατά τη διάρκεια των τεσσάρων εβδομάδων της εκ των προτέρων γνωστοποίησης που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 7 και, ως εκ τούτου, να εξακριβώσει αν ήταν αναγκαίο να συνεκτιμήσει την πρόσθετη ζημία που απορρέει από την εν λόγω αύξηση κατά τον προσδιορισμό του περιθωρίου πώλησης σε χαμηλότερες τιμές.

    (183)

    Βάσει των στοιχείων από τη βάση δεδομένων «Επιτήρηση 2» (Surveillance 2), οι ποσότητες των εισαγωγών από τις οικείες χώρες κατά τη διάρκεια των τεσσάρων εβδομάδων της εκ των προτέρων γνωστοποίησης ήταν κατά 58 % υψηλότερες από τον μέσο όγκο των εισαγωγών κατά την περίοδο έρευνας σε βάση τεσσάρων εβδομάδων. Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, κατά την περίοδο της εκ των προτέρων γνωστοποίησης, υπήρξε σημαντική αύξηση των εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο της έρευνας.

    (184)

    Για να συνυπολογιστεί η πρόσθετη ζημία που προκλήθηκε από την αύξηση των εισαγωγών, η Επιτροπή αποφάσισε να προσαρμόσει το επίπεδο εξάλειψης της ζημίας με βάση την αύξηση του όγκου των εισαγωγών, που θεωρείται ο σχετικός συντελεστής στάθμισης βάσει των διατάξεων του άρθρου 9 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. Υπολόγισε, συνεπώς, έναν πολλαπλασιαστικό συντελεστή, τον οποίο καθόρισε διαιρώντας το άθροισμα του όγκου των εισαγωγών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των τεσσάρων εβδομάδων της εκ των προτέρων γνωστοποίησης, ύψους 10 109 τόνων, και των 52 εβδομάδων της περιόδου έρευνας διά του όγκου των εισαγωγών κατά την περίοδο έρευνας, με παρέκταση σε 56 εβδομάδες. Το ποσοστό 4,1 % που προέκυψε αντικατοπτρίζει την πρόσθετη ζημία που προκλήθηκε από την περαιτέρω αύξηση των εισαγωγών. Συνεπώς, τα οριστικά περιθώρια ζημίας πολλαπλασιάστηκαν με τον εν λόγω συντελεστή.

    (185)

    Επομένως, το οριστικό περιθώριο πώλησης σε χαμηλότερες τιμές για τους συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς και όλες τις άλλες εταιρείες έχει ως εξής:

    Χώρα

    Εταιρεία

    Οριστικό περιθώριο ντάμπινγκ (%)

    Οριστικό περιθώριο πώλησης σε χαμηλότερες τιμές

    Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας

    Baoshan Iron & Steel Co., Ltd.

    30,7

    33,9

    Handan Jintai Packing Material Co., Ltd.

    53,9

    23,9

    Άλλες συνεργαζόμενες εταιρείες: GDH Zhongyue (Zhongshan) Tinplate Industry Co., Ltd.· Shougang Jingtang United Iron & Steel Co., Ltd.

    34,6

    32,2

    Όλες οι άλλες εταιρείες

    77,9

    77,9

    Βραζιλία

    Companhia Siderúrgica Nacional

    66,8

    53,2

    Όλες οι άλλες εταιρείες

    66,8

    53,2

    6.2.   Εξέταση του επαρκούς περιθωρίου για την εξάλειψη της ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής όσον αφορά τη ΛΔΚ

    (186)

    Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η Jintai υπέβαλε παρατηρήσεις σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού. Η Jintai αμφισβήτησε την ύπαρξη στρέβλωσης (κατάργηση της επιστροφής ΦΠΑ), την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της στρέβλωσης αυτής και των τιμών στην κινεζική αγορά, καθώς και την καταλληλότητα των τιμών της Βραζιλίας όσον αφορά τη χρήση τους ως διεθνών δεικτών αναφοράς.

    (187)

    Πρώτον, διαπιστώθηκε η ύπαρξη στρέβλωσης όσον αφορά την κατάργηση της επιστροφής ΦΠΑ για τους ρόλους θερμής έλασης ή «HRC» (κωδικός ΣΟ 7208 27) και η στρέβλωση αυτή σημειώθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου έρευνας. Οι πληροφορίες αυτές είναι διαθέσιμες στο έγγραφο με τίτλο «Customs Import and Export Tariff of the People’s Republic of China» (Δασμολόγιο εισαγωγών και εξαγωγών της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας). Η μείωση ή η κατάργηση της επιστροφής ΦΠΑ αποτελεί μία από τις περιπτώσεις που αναφέρονται ειδικά στο άρθρο 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού και προκαλούν στρεβλώσεις όσον αφορά τις πρώτες ύλες.

    (188)

    Δεύτερον, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού, αρκεί να αποδειχθεί η ύπαρξη στρέβλωσης (εν προκειμένω η κατάργηση της επιστροφής ΦΠΑ) και ότι οι εγχώριες τιμές πρώτων υλών της Κίνας είναι χαμηλότερες σε σύγκριση με τις τιμές σε αντιπροσωπευτικές διεθνείς αγορές. Η διάταξη αυτή δεν περιέχει καμία νομική υποχρέωση να αποδειχθεί η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της στρέβλωσης αυτής και των χαμηλότερων τιμών στην κινεζική αγορά βάσει του εφαρμοστέου νομικού πλαισίου.

    (189)

    Τρίτον, κατά την περίοδο έρευνας παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά μεταξύ των τιμών αγοράς των HRC της Jintai και των εγχώριων εκ του εργοστασίου τιμών των HRC της Βραζιλίας, καθώς και των αντίστοιχων τιμών από την Τουρκία (εγχώριες τιμές εκ του εργοστασίου) (και για τις δύο περιπτώσεις, τα στοιχεία προέρχονται από το Metal Bulletin). Όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 242 του προσωρινού κανονισμού, οι εν λόγω τιμές ήταν σημαντικά υψηλότερες από τις τιμές των εισροών της Jintai, με διαφορά της τάξης του [10-30] % και του [30-50] %.

    (190)

    Τέλος, η Επιτροπή προέβη σε ανάλυση σχετικά με το αν οι τιμές της Τουρκίας και της Βραζιλίας ήταν κατάλληλες τιμές αντιπροσωπευτικές των διεθνών αγορών σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού. Η Επιτροπή επισήμανε εξαρχής ότι, ελλείψει ειδικών κανόνων σχετικά με τις πραγματικές τιμές που πρέπει να χρησιμοποιούνται στον βασικό κανονισμό, η Επιτροπή διαθέτει ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας ανάλογα με τη σχετική νομολογία των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων. Επί της ουσίας του ισχυρισμού, η Επιτροπή επισήμανε ότι υπήρχε μεγάλος αριθμός διαθέσιμων τιμών αναφοράς από πηγές όπως το Metal Bulletin και ότι δεν υπήρχε πλέον διαθέσιμος κατάλληλος μέσος όρος, για παράδειγμα δεν υπήρχε συγκεντρωτικός δείκτης αναφοράς ανά περιφέρεια που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς της έρευνας. Με τη σύγκριση των εγχώριων τιμών των HRC της Τουρκίας και της Βραζιλίας με τους διάφορους άλλους δυνητικούς διεθνείς δείκτες αναφοράς που είναι διαθέσιμοι στο Metal Bulletin, η Επιτροπή επισήμανε ότι ορισμένες τιμές ήταν υψηλότερες και κάποιες άλλες ήταν χαμηλότερες, υποστηρίζοντας το συμπέρασμα σχετικά με την αντιπροσωπευτικότητα των τιμών της Βραζιλίας και της Τουρκίας ως κατάλληλου διεθνούς δείκτη αναφοράς. Η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι οι υποκείμενες ποσότητες των HRC που διατίθενται στο εμπόριο στη Βραζιλία ήταν πολύ σημαντικές.

    (191)

    Η Jintai ισχυρίστηκε επίσης ότι οι εγχώριες τιμές των HRC της Βραζιλίας στρεβλώθηκαν λόγω της πανδημίας COVID-19. Για τον σκοπό αυτό, η Jintai συνέκρινε τις τιμές των HRC στη Βραζιλία και την Κίνα. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να λάβει υπόψη αυτή τη σύγκριση, δεδομένου ότι, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 75 του προσωρινού κανονισμού και επιβεβαιώνεται στην αιτιολογική σκέψη 46 ανωτέρω, οι κινεζικές τιμές των πρώτων υλών του οικείου προϊόντος, συμπεριλαμβανομένων των HRC, υπέστησαν σημαντικές στρεβλώσεις. Επιπλέον, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 55 ανωτέρω, η αύξηση των τιμών στην εγχώρια αγορά της Βραζιλίας συνέπεσε χρονικά με την παγκόσμια αύξηση των τιμών των πλατέων προϊόντων χάλυβα. Τέλος, οι τιμές των HRC της Jintai ήταν επίσης σημαντικά χαμηλότερες από τις εγχώριες εκ του εργοστασίου τιμές της Τουρκίας που προέρχονται από το Metal Bulletin.

    (192)

    Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η Jintai υπέβαλε περαιτέρω παρατηρήσεις σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού. Ισχυρίστηκε ότι η ύπαρξη στρέβλωσης αποτελεί αναγκαία αλλά όχι επαρκή προϋπόθεση. Η κυβέρνηση της Κίνας διατύπωσε παρόμοια παρατήρηση μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων. Η Επιτροπή επισήμανε ότι το άρθρο 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι υπάρχει στρέβλωση εάν, λόγω ορισμένων μέτρων που προσδιορίζονται στην εν λόγω διάταξη, η τιμή μιας πρώτης ύλης είναι «σημαντικά χαμηλότερη σε σύγκριση με τις τιμές σε αντιπροσωπευτικές διεθνείς αγορές» και ότι η συγκεκριμένη πρώτη ύλη αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 17 % του κόστους παραγωγής. Αυτές οι δύο αυτές προϋποθέσεις σημαίνουν ότι η διαπιστωθείσα στρέβλωση συνιστά σοβαρή στρέβλωση, η οποία είναι πολύ πιθανό να επηρεάσει την ανταγωνιστικότητα του κινεζικού κλάδου παραγωγής, προκαλώντας ταυτόχρονα πρόσθετη ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Επιπλέον, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2β του βασικού κανονισμού, διενεργήθηκε περαιτέρω ανάλυση πριν ληφθεί απόφαση σχετικά με την εφαρμογή ή μη του άρθρου 7 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Κατά τη σχετική ανάλυση στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή διαθέτει ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας (22). Επομένως, η εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού δεν είναι αυτόματη, όπως ισχυρίζεται η Jintai, αλλά συνιστά, αντιθέτως, αποτέλεσμα ολοκληρωμένης ανάλυσης.

    (193)

    Συμπερασματικά, τα μέρη δεν υπέβαλαν αδιάσειστα στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι εγχώριες εκ του εργοστασίου τιμές της Βραζιλίας και της Τουρκίας δεν ήταν αντιπροσωπευτικές των διεθνών αγορών. Επομένως, η Επιτροπή επιβεβαίωσε το προσωρινό συμπέρασμά της να θεωρήσει τις εν λόγω τιμές αντιπροσωπευτικές ως διεθνή δείκτη αναφοράς κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού.

    (194)

    Βάσει των ανωτέρω, απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί της Jintai και επιβεβαιώθηκαν οι αιτιολογικές σκέψεις 235 έως 243 του προσωρινού κανονισμού.

    (195)

    Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 239 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή διερεύνησε περαιτέρω αν και άλλες πιθανές πρώτες ύλες, όπως οι ρόλοι ψυχρής έλασης, υπόκειντο σε στρεβλώσεις κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 2α. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι καμία από τις πρώτες ύλες που αντιπροσωπεύουν ποσοστό άνω του 17 % του κόστους παραγωγής του οικείου προϊόντος δεν υπόκειτο κατά την περίοδο έρευνας σε στρεβλώσεις κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 2α. Η Επιτροπή επιβεβαίωσε επίσης ότι, όσον αφορά τον άλλο παραγωγό-εξαγωγέα του δείγματος, την Baosteel, ο οποίος δεν αγόρασε HRC στην Κίνα, η διαμόρφωση του κανόνα του χαμηλότερου δασμού στερείται πρακτικής βάσης διότι το περιθώριο ντάμπινγκ ήταν χαμηλότερο από το περιθώριο πώλησης σε χαμηλότερες τιμές.

    (196)

    Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η κινεζική κυβέρνηση παρέπεμψε στο άρθρο 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι σκοπός της αξιολόγησης της ύπαρξης ή μη στρεβλώσεων όσον αφορά τις πρώτες ύλες είναι να εξεταστεί κατά πόσον η επιβολή δασμού χαμηλότερου από το περιθώριο ντάμπινγκ επαρκεί για την εξάλειψη της ζημίας. Σύμφωνα με την κινεζική κυβέρνηση, η ύπαρξη στρεβλώσεων όσον αφορά τις πρώτες ύλες δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι το περιθώριο ζημίας θα πρέπει να αυξηθεί στο επίπεδο του περιθωρίου ντάμπινγκ. Η κινεζική κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε καμία εκτίμηση σχετικά με το αν το περιθώριο πώλησης σε χαμηλότερες τιμές ήταν επαρκές για την εξάλειψη της ζημίας και εφάρμοσε άμεσα το περιθώριο ντάμπινγκ, γεγονός που αντιβαίνει στις απαιτήσεις και τον σκοπό του δικαίου της ΕΕ.

    (197)

    Η Jintai παρέπεμψε σε πρόσφατες έρευνες κατά τις οποίες η Επιτροπή καθόρισε το περιθώριο ζημίας στο επίπεδο του περιθωρίου πώλησης σε χαμηλότερες τιμές και ισχυρίστηκε ότι το εν λόγω περιθώριο θα μπορούσε να εξαλείψει τη ζημία που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής. Ακόμη και αν η Επιτροπή έκρινε ότι το περιθώριο πώλησης σε χαμηλότερες τιμές για την Jintai δεν επαρκεί για την εξάλειψη της ζημίας, το περιθώριο ζημίας δεν θα πρέπει να καθορίζεται αυτομάτως στο επίπεδο του περιθωρίου ντάμπινγκ, αλλά θα πρέπει να καθορίζεται με άλλη εύλογη μέθοδο. Ως εκ τούτου, η Jintai ζήτησε από την Επιτροπή να χρησιμοποιήσει το υπολογισμένο περιθώριο πώλησης σε χαμηλότερες τιμές για τον καθορισμό του επιπέδου εξάλειψης της ζημίας ή για τον υπολογισμό άλλου εύλογου περιθωρίου ζημίας για την Jintai.

    (198)

    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή επισήμανε ότι το άρθρο 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι «όταν εξετάζει κατά πόσον η επιβολή δασμού χαμηλότερου από το περιθώριο ντάμπινγκ επαρκεί για την εξάλειψη της ζημίας, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη αν υπάρχουν στρεβλώσεις όσον αφορά τις πρώτες ύλες σχετικά με το υπό εξέταση προϊόν», ενώ το άρθρο 7 παράγραφος 2β ορίζει ότι «όταν η Επιτροπή, βάσει όλων των στοιχείων που έχουν υποβληθεί, συμπεραίνει με σαφήνεια ότι είναι προς το συμφέρον της Ένωσης να καθορίσει το ποσό των προσωρινών δασμών σύμφωνα με την παράγραφο 2α του παρόντος άρθρου, η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται». Σε περίπτωση που η Επιτροπή διαπιστώσει την ύπαρξη στρεβλώσεων όσον αφορά τις πρώτες ύλες σε σχέση με το οικείο προϊόν και καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο καθορισμός του ποσού των προσωρινών δασμών στο επίπεδο του ντάμπινγκ είναι προς το συμφέρον της Ένωσης, η Επιτροπή δεν υποχρεούται ούτε δικαιούται να υπολογίσει «άλλο εύλογο περιθώριο ζημίας» πέραν του περιθωρίου ντάμπινγκ που ζήτησε η Jintai. Σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες συνάγεται το συμπέρασμα ότι δικαιολογείται η εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού, όπως στην παρούσα περίπτωση, δεδομένης της πρόσθετης ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής λόγω της ύπαρξης στρεβλώσεων όσον αφορά τις πρώτες ύλες στη χώρα εξαγωγής, το επίπεδο του δασμού που θεωρείται αναγκαίο για την εξάλειψη της εν λόγω πρόσθετης ζημίας κρίνεται σκόπιμο να καθοριστεί με βάση το περιθώριο ντάμπινγκ. Επομένως, η Επιτροπή απέρριψε τους ισχυρισμούς της κινεζικής κυβέρνησης και της Jintai και επιβεβαίωσε την εφαρμογή του περιθωρίου για τον καθορισμό του ποσού του δασμού στο επίπεδο του ντάμπινγκ όσον αφορά την Jintai, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 277 του προσωρινού κανονισμού.

    (199)

    Επομένως, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 275 έως 280 του προσωρινού κανονισμού.

    7.   ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

    7.1.   Συμφέρον της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2β του βασικού κανονισμού

    (200)

    Στο προσωρινό στάδιο, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού, ότι ήταν σαφώς προς το συμφέρον της Ένωσης να καθοριστεί ο δασμολογικός συντελεστής για την Jintai στο επίπεδο του περιθωρίου ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε λόγω της ύπαρξης στρεβλώσεων όσον αφορά τις πρώτες ύλες.

    7.1.1.   Πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα στη χώρα εξαγωγής

    (201)

    Ελλείψει παρατηρήσεων σχετικά με την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα στη χώρα εξαγωγής, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 245 και 246 του προσωρινού κανονισμού.

    7.1.2.   Ανταγωνισμός στην αγορά πρώτων υλών

    (202)

    Το σχετικό ζήτημα των κινεζικών εγχώριων τιμών των HRC εξετάστηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 186 έως 194. Ελλείψει πιο συγκεκριμένων παρατηρήσεων σχετικά με τον ανταγωνισμό στην αγορά πρώτων υλών, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 247 και 248 του προσωρινού κανονισμού.

    7.1.3.   Επίπτωση στις αλυσίδες εφοδιασμού για τις ενωσιακές εταιρείες

    (203)

    Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η Eviosys, η Astir Vitogiannis και η CANPACK υπέβαλαν πρόσθετους ισχυρισμούς, σύμφωνα με τους οποίους ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν είναι σε θέση να παράσχει τις αναγκαίες ποσότητες ECCS, με αποτέλεσμα να βασίζονται αναγκαστικά στις κινεζικές εισαγωγές. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι οι εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες δεν αποτελούν εναλλακτική λύση λόγω των μακρών και πολύπλοκων διαδικασιών επικύρωσης, της μη διαθεσιμότητας επαρκούς φάσματος προδιαγραφών, καθώς και λόγω των δασμολογικών ποσοστώσεων στο πλαίσιο των ενωσιακών μέτρων διασφάλισης.

    (204)

    Η Επιτροπή αξιολόγησε προσεκτικά όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν εν προκειμένω από τους ενωσιακούς χρήστες και τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

    (205)

    Παρότι οι τρεις χρήστες βασίζονται σε πολύ διαφορετικό βαθμό στις κινεζικές εισαγωγές, η Επιτροπή παρατήρησε ότι ένα πολύ μικρό ποσοστό του ECCS από την Κίνα αγοράστηκε από την Jintai και ότι το μεγαλύτερο μέρος των ποσοτήτων αγοράστηκε από την Baosteel, η οποία δεν θα επηρεαστεί από την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού όσον αφορά την Jintai ή τους άλλους δύο συνεργαζόμενους Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς που δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα.

    (206)

    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έκρινε ότι η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού για την Jintai, που θα επηρεάσει επίσης το επίπεδο των δασμών για τους μη συνεργαζόμενους Κινέζους εξαγωγείς, δεν θα οδηγούσε σε σοβαρές διαταραχές της αξιακής αλυσίδας για τους ενωσιακούς χρήστες. Πράγματι, θα μπορούσαν να προμηθεύσουν ECCS από την Baosteel και τις άλλες δύο συνεργαζόμενες κινεζικές εταιρείες, οι οποίες όμως δεν συμπεριλαμβάνονταν στο δείγμα. Λαμβανομένου υπόψη κατά μείζονα λόγο ότι ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ για την Baosteel αναθεωρείται σε σημαντικό βαθμό προς τα κάτω λόγω των προσαρμογών που επεξηγούνται στις αιτιολογικές σκέψεις 57-60, γεγονός που προκάλεσε επίσης την προς τα κάτω αναθεώρηση του δασμού για τους συνεργαζόμενους εξαγωγείς που δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα. Επιπλέον, οι χρήστες θα μπορούσαν επίσης να εισάγουν ECCS από άλλες τρίτες χώρες οι οποίες δεν υπόκεινται σε μέτρα αντιντάμπινγκ.

    7.1.4.   Συμπέρασμα σχετικά με το συμφέρον της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2β του βασικού κανονισμού

    (207)

    Η Επιτροπή επιβεβαίωσε το συμπέρασμά της στις αιτιολογικές σκέψεις 252 και 253 του προσωρινού κανονισμού ότι είναι προς το συμφέρον της Ένωσης να καθοριστεί το ποσό των προσωρινών δασμών όσον αφορά την Jintai σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού.

    7.2.   Συμφέρον της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 21 του βασικού κανονισμού

    7.2.1.   Συμφέρον του ενωσιακού κλάδου παραγωγής

    (208)

    Ελλείψει παρατηρήσεων σχετικά με το συμφέρον του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 255 και 256 του προσωρινού κανονισμού.

    7.2.2.   Συμφέρον των χρηστών, των μη συνδεδεμένων εισαγωγέων και των εμπόρων

    (209)

    Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, τρεις χρήστες, και συγκεκριμένα η Eviosys, η CANPACK και η Astir Vitogiannis, διαφώνησαν κάθετα με το προκαταρκτικό συμπέρασμα της Επιτροπής σχετικά με το συμφέρον της Ένωσης και επανέλαβαν τους ισχυρισμούς τους ότι υπάρχουν διάφορα σοβαρά ζητήματα εφοδιασμού όταν οι χρήστες υποβάλλουν παραγγελίες σε ενωσιακούς παραγωγούς ECCS, διότι δημιουργείται έλλειψη στην αγορά της Ένωσης, και ότι οι ενωσιακοί παραγωγοί εξάγουν σημαντικό μέρος του ECCS που παράγουν.

    (210)

    Οι τρεις προαναφερθέντες χρήστες υπέβαλαν ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την άρνηση ή την αδυναμία των ενωσιακών παραγωγών να προμηθεύσουν τις ζητούμενες ποσότητες ECCS, καθώς και σχετικά με προβλήματα πλήρους και τακτικής παράδοσης των συμφωνηθεισών ποσοτήτων.

    (211)

    Η Eviosys εξέφρασε ανησυχίες για το γεγονός ότι οι δύο ενωσιακοί παραγωγοί, η ThyssenKrupp και η ArcelorMittal, επωφελούνται από την κατάσταση της αγοράς στην οποία βρίσκονται, όπου αποτελούν δύο βασικούς παράγοντες με πολύ υψηλό συνδυασμένο μερίδιο αγοράς και ήδη σημαντικό επίπεδο προστασίας —λόγω των εφαρμοζόμενων μέτρων διασφάλισης— από τις εισαγωγές, ακολουθώντας πολιτική υπέρμετρων αυξήσεων των τιμών, ιδίως από το 2021.

    (212)

    Η Eviosys, η CANPACK και η Astir Vitogiannis διαφώνησαν με το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής διαθέτει επαρκή παραγωγική ικανότητα για να καλύψει τη ζήτηση στην αγορά της Ένωσης. Κατά την άποψή τους, ακόμη και αν αληθεύει ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής διαθέτει επαρκή παραγωγική ικανότητα και ενδέχεται θεωρητικά να μπορεί να εξυπηρετήσει την αγορά της Ένωσης, στην πραγματικότητα οι ενωσιακοί παραγωγοί δεν είναι πρόθυμοι να προμηθεύσουν ή δεν μπορούν να καλύψουν τη ζήτηση όγκου των πελατών τους τη στιγμή που εξάγουν ποσοστό άνω του 20 % της συνολικής παραγωγής τους. Σύμφωνα με την Astir Vitogiannis, δεν θα ήταν επαρκής ούτε και η θεωρητική ικανότητα του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, που λειτουργεί με ποσοστό χρησιμοποίησης 100 %, για να καλύψει το σύνολο της ενωσιακής ζήτησης. Οποιαδήποτε διαταραχή ή ανωτέρα βία από την πλευρά των ενωσιακών παραγωγών, κατάσταση που έχει ήδη προκύψει πολλές φορές στο παρελθόν, επηρεάζει σοβαρά την παραγωγή τους όσον αφορά το ECCS και, συνεπώς, έχει αντίκτυπο στη βιωσιμότητα των κατάντη κλάδων παραγωγής που εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από αυτόν τον συγκεντρωμένο κλάδο προμηθευτών. Η CANPACK επανέλαβε τον ισχυρισμό της μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων.

    (213)

    Αντιθέτως, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής επέμεινε ότι διαθέτει επαρκή παραγωγική ικανότητα για να καλύψει τη ζήτηση στην αγορά της Ένωσης και ότι θα μπορούσε να ανακατευθύνει τις εξαγωγικές πωλήσεις προς την αγορά της Ένωσης για να ικανοποιήσει τη ζήτηση, κάτι που έχει ήδη συμβεί. Οι ενωσιακοί παραγωγοί ισχυρίστηκαν επίσης ότι τα ζητήματα εφοδιασμού του παρελθόντος ήταν το αποτέλεσμα εκτιμήσεων ως προς τις τιμές και δεν οφείλονταν σε ελλείψεις στην παραγωγή και την προσφορά. Ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δήλωσε επίσης ότι η ζήτηση στην Ένωση μειώνεται επί του παρόντος και ότι θα έχει, συνεπώς, τη δυνατότητα να προμηθεύει πρόσθετες ποσότητες.

    (214)

    Τόσο μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων όσο και μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η CANPACK ισχυρίστηκε ότι η κατάσταση και η πραγματικότητα της αγοράς μετά την περίοδο έρευνας διαφέρουν σημαντικά από εκείνες που αποτέλεσαν τη βάση για την έναρξη της έρευνας από τους ενωσιακούς παραγωγούς ECCS και οι οποίες υπήρχαν κατά την περίοδο έρευνας. Επί του παρόντος, το επίπεδο των τιμών ECCS που προσφέρουν οι Κινέζοι παραγωγοί είναι περισσότερο συγκρίσιμο ή ακόμη και υψηλότερο από τις τιμές στην αγορά της Ένωσης. Η CANPACK υποστήριξε ότι το επίπεδο των μέτρων που επέβαλε η Επιτροπή είναι σαφώς ανεπαρκές, διότι τα επίπεδα του προσωρινού δασμού ήταν αρκετές φορές υψηλότερα από τη διαφορά τιμών μεταξύ του ECCS καταγωγής Ένωσης και Κίνας. Κατά την άποψη της CANPACK, τα μέτρα θα οδηγούσαν σε τεράστια διαφοροποίηση των τιμών που προσφέρουν οι ενωσιακοί και Κινέζοι παραγωγοί ECCS, διανοίγοντας την προοπτική πρόσθετων αυξήσεων των τιμών από τους ενωσιακούς παραγωγούς, καθώς και την προοπτική διπωλίου δύο σημαντικών παραγωγών ECCS στην Ένωση. Κατά συνέπεια, η επιβολή των μέτρων θα είχε ως αποτέλεσμα οικονομικές απώλειες για τους ενωσιακούς χρήστες του ECCS που εισάγουν ECCS από την Κίνα. Επιπλέον, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, λόγω της επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ, οι ενωσιακοί χρήστες ECCS θα διαθέτουν χαμηλότερα περιθώρια κέρδους και θα πρέπει να μετακυλίουν στους καταναλωτές (που πασχίζουν ήδη να αντιμετωπίσουν τον υψηλό πληθωρισμό) οποιαδήποτε αύξηση των τιμών του ECCS ή, στη χειρότερη περίπτωση, ακόμη και να εγκαταλείψουν τις δραστηριότητές τους.

    (215)

    Η Astir Vitogiannis ζήτησε επίσης από την Επιτροπή να εξετάσει, κατά την εκτίμηση του συμφέροντος της Ένωσης, τις εξελίξεις μετά την περίοδο έρευνας. Επισήμανε ότι, παρόλο που το άρθρο 6 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι «[κ]ατά κανόνα, τυχόν πληροφορίες που αναφέρονται σε χρονικό διάστημα μεταγενέστερο της περιόδου έρευνας δεν λαμβάνονται υπόψη», η πάγια νομολογία των δικαστηρίων της Ένωσης επιβεβαιώνει με σαφήνεια ότι το άρθρο 6 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού αφορά μόνο την εκτίμηση του ντάμπινγκ και της ζημίας και όχι την εκτίμηση του συμφέροντος της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, η Astir Vitogiannis παρέπεμψε στην υπόθεση Kazchrome, στην οποία το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι «το άρθρο 6, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού δεν έχει εφαρμογή όσον αφορά τη διαπίστωση της υπάρξεως συμφέροντος της Κοινότητας, κατά την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, πράγμα που σημαίνει ότι τα στοιχεία σχετικά με το διάστημα που έπεται του χρονικού διαστήματος το οποίο αφορούσε η έρευνα μπορούν να ληφθούν υπόψη ενόψει της διαπιστώσεως αυτής» (23), καθώς και στην υπόθεση CPME, στην οποία το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η εκτίμηση του συμφέροντος της Ένωσης περιλαμβάνει «πρόβλεψη στηριζόμενη σε υποθέσεις σχετικά με μελλοντικές εξελίξεις, η οποία καθιστά αναγκαία την εκτίμηση περίπλοκων οικονομικών καταστάσεων» (24). Ειδικότερα, η Astir Vitogiannis ισχυρίστηκε ότι, μετά την περίοδο έρευνας, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής είχε αυξήσει τις τιμές πώλησής του σχεδόν κατά 100 %, ενώ το κόστος είχε αυξηθεί σε πολύ μικρότερο βαθμό, με αποτέλεσμα υγιή και ισχυρά περιθώρια κέρδους σύμφωνα με τα τελευταία οικονομικά αποτελέσματα που ανέφεραν οι ίδιοι οι καταγγέλλοντες.

    (216)

    Η Επιτροπή εξέτασε προσεκτικά όλα τα ανωτέρω επιχειρήματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τις εξελίξεις μετά την περίοδο έρευνας. Όσον αφορά τα επίπεδα τιμών μετά την περίοδο έρευνας, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι τιμές πράγματι αυξήθηκαν, αλλά δεν είχε στη διάθεσή της στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι εν λόγω υψηλότερες τιμές ήταν διαρθρωτικές. Αντιθέτως, όσον αφορά τις τιμές εισαγωγής από τις οικείες χώρες, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, μετά την αρχική κορύφωσή τους μετά την περίοδο έρευνας και ιδίως τον Φεβρουάριο, οι τιμές εισαγωγής άρχισαν να μειώνονται, τόσο αμέσως πριν όσο και κατά την περίοδο της εκ των προτέρων γνωστοποίησης (25), παρά την εξαγγελία της επικείμενης επιβολής προσωρινών δασμών. Όσον αφορά τα εικαζόμενα ζητήματα εφοδιασμού στην αγορά της Ένωσης, κατά τη στάθμιση των διαφόρων συμφερόντων, η Επιτροπή δεν ήταν πεπεισμένη ότι τα συμφέροντα αυτά ήταν επαρκούς μεγέθους και έκτασης ώστε να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη ή το επίπεδο των μέτρων. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τη δήλωση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ότι το ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης μετατοπίζεται υπέρ των αγοραστών ECCS, ενώ οι τιμές καταγράφουν ήδη πτωτική πορεία, όπως φαίνεται από την εξέλιξη των τιμών των εισαγωγών από τις οικείες χώρες. Η Επιτροπή επισήμανε επίσης την ετοιμότητα του ενωσιακού κλάδου παραγωγής να ανακατευθύνει τις εξαγωγικές πωλήσεις στην αγορά της Ένωσης για την κάλυψη τυχόν πλεονάσματος ζήτησης, όπως έχει ήδη συμβεί στο παρελθόν. Επιπλέον, ενόψει της αναμενόμενης επιβράδυνσης της οικονομίας για το υπόλοιπο του έτους 2022 και το 2023 (26), δεν αναμένεται να σημειωθεί περαιτέρω αύξηση ούτε στις τιμές ούτε στη ζήτηση. Η Επιτροπή υπενθύμισε επίσης ότι το άρθρο 21 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού ορίζει ότι «αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στην ανάγκη εξάλειψης των φαινομένων νόθευσης των συναλλαγών που προκαλούν οι επιζήμιες πρακτικές ντάμπινγκ και αποκατάστασης γνήσιου ανταγωνισμού». Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι χρήστες δεν προέβαλαν πειστικά επιχειρήματα ότι το προβλεπόμενο επίπεδο των μέτρων θα επηρέαζε την κερδοφορία και τη λειτουργία τους σε τόσο σημαντικό βαθμό, ώστε να αντισταθμίζεται η ανάγκη επιβολής των μέτρων για την πρόληψη των στρεβλωτικών επιπτώσεων και της σημαντικής ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής από τις εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Πράγματι, όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 265 του προσωρινού κανονισμού, με βάση τα στοιχεία της Eviosys, του μοναδικού χρήστη που απάντησε στο ερωτηματολόγιο, φάνηκε ότι θα ήταν σε θέση να απορροφήσει πιθανή αύξηση του κόστους, λαμβανομένων υπόψη της τρέχουσας κερδοφορίας της από τις πωλήσεις προϊόντων που χρησιμοποιούν ECCS και του μεριδίου των εισαγωγών από τις οικείες χώρες στο χαρτοφυλάκιο εφοδιασμού της. Το συμπέρασμα αυτό δεν αμφισβητήθηκε μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν έκρινε ότι οι εξελίξεις μετά την περίοδο έρευνας σήμαιναν ότι η επιβολή μέτρων δεν θα ήταν ενδεδειγμένη, λαμβανομένων υπόψη όλων των ποικίλων διακυβευόμενων συμφερόντων.

    (217)

    Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η Eurofer ισχυρίστηκε ότι η Astir αρνήθηκε πρόσφατα παραδόσεις και δεν ζήτησε να πληροφορηθεί σχετικά με πιθανές μελλοντικές παραδόσεις, ενώ η ζήτηση της Eviosys μειώθηκε το 2022. Η Επιτροπή επισήμανε ότι τα περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία προσκομίστηκαν από τους ενωσιακούς παραγωγούς, αλλά δεν επιβεβαιώθηκαν από αποσπάσματα αλληλογραφίας με τους αντίστοιχους χρήστες. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν είχε τη δυνατότητα να επαληθεύσει τα συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν, ιδίως λόγω της εκπρόθεσμης υποβολής τους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

    (218)

    Τόσο η Astir Vitogiannis όσο και η CISA και η CANPACK μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων εξέφρασαν επίσης ανησυχίες για το γεγονός ότι τα μέτρα αντιντάμπινγκ, με τη μορφή και στο επίπεδο που επιβλήθηκαν βάσει του προσωρινού κανονισμού, παρέχουν δυσανάλογη και αθέμιτη προστασία και ενισχύουν περαιτέρω το υφιστάμενο διπώλιο των ενωσιακών παραγωγών καταφανώς εις βάρος των ανεξάρτητων χρηστών και μεταποιητών. Ισχυρίστηκε επίσης ότι η αύξηση του κόστους για τους ενωσιακούς χρήστες θα τους καταστήσει σημαντικά λιγότερο ανταγωνιστικούς σε σύγκριση με τους προμηθευτές προϊόντων που έχουν ως βάση το ECCS (μεταλλικά είδη συσκευασίας, στεμματόμορφα πώματα των φιαλών) σε τρίτες χώρες για τις οποίες δεν ισχύουν μέτρα αντιντάμπινγκ. Τα μέτρα αυτά θα οδηγήσουν σε σημαντικές αυξήσεις του κόστους για τους χρήστες και τους μεταποιητές σε βάρος της κερδοφορίας τους, δεδομένου ότι δεν είναι σε θέση να απορροφήσουν οι ίδιοι πλήρως τις εν λόγω αυξήσεις κόστους, καθώς το ECCS αποτελεί σημαντικό μέρος του κόστους των τελικών προϊόντων (στοιχεία συσκευασίας τροφίμων και ποτών, στεμματόμορφα πώματα των φιαλών κ.λπ.). Η Astir Vitogiannis ισχυρίστηκε ότι η μετακύλιση της αύξησης του κόστους εξολοκλήρου στα επόμενα στάδια της αλυσίδας εφοδιασμού απλώς δεν είναι ρεαλιστική και τεκμηρίωσε τον ισχυρισμό της με αποδεικτικά στοιχεία.

    (219)

    Επιπλέον, η Astir Vitogiannis ανησυχεί για το γεγονός ότι τα μέτρα αντιντάμπινγκ σε τόσο υψηλά επίπεδα και η εφαρμογή τους ήδη από το προσωρινό στάδιο θέτουν σε πολύ υψηλό κίνδυνο τους ενωσιακούς χρήστες όσον αφορά τις πρώτες ύλες και τις παραγγελίες που βρίσκονται ήδη υπό διαμετακόμιση, οι οποίοι βρίσκονται αντιμέτωποι με μια κατάσταση στην οποία δεν θα μπορούν να εισάγουν τα υλικά λόγω των ακραίων οικονομικών επιπτώσεων και των εμπράγματων εγγυήσεων που απαιτούνται κατά την τελωνειακή διαδικασία εισαγωγής. Ως εκ τούτου, η Astir Vitogiannis ζήτησε από την Επιτροπή να εξετάσει αυτές τις ιδιαίτερες συνθήκες και να διασφαλίσει τη λήψη μέτρων για τον περιορισμό των επιπτώσεων των προσωρινών μέτρων αντιντάμπινγκ στα εμπορεύματα που βρίσκονταν υπό διαμετακόμιση.

    (220)

    Όπως διευκρινίζεται επίσης στην αιτιολογική σκέψη 216 ανωτέρω, οι εν λόγω χρήστες βασίστηκαν σε σχετικά γενικές δηλώσεις και δεν προσδιόρισαν ποσοτικώς ούτε τεκμηρίωσαν τις επιπτώσεις των μέτρων στην κερδοφορία και τη βιωσιμότητά τους. Αντιθέτως, όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 265 του προσωρινού κανονισμού, φαίνεται ότι η Eviosys, η οποία είναι ο μόνος χρήστης που υπέβαλε απάντηση στο ερωτηματολόγιο καθώς και στοιχεία σχετικά με το κόστος και την κερδοφορία, θα ήταν σε θέση να απορροφήσει πιθανή αύξηση του κόστους. Επομένως, η Επιτροπή απέρριψε αυτούς τους ισχυρισμούς.

    (221)

    Η Eviosys εξέφρασε επίσης τις ανησυχίες της σχετικά με την ταυτόχρονη εφαρμογή μέτρων διασφάλισης και μέτρων αντιντάμπινγκ, των οποίων οι συνδυασμένες επιπτώσεις στα ίδια εισαγόμενα προϊόντα θα επιδείνωναν τυχόν αρνητικές δευτερογενείς επιπτώσεις κάθε μέτρου στους ενωσιακούς χρήστες και καταναλωτές. Η Eviosys παρέπεμψε σε προηγούμενες παρατηρήσεις της, στις οποίες εξηγούσε ότι τα εφαρμοζόμενα μέτρα διασφάλισης, σε συνδυασμό με άλλες πρόσφατες εξελίξεις στην αγορά χάλυβα στην Ευρώπη και παγκοσμίως, έχουν οδηγήσει σε σημαντικές ελλείψεις εφοδιασμού με ECCS στην Ένωση, οι οποίες επηρεάζουν τόσο την Eviosys όσο και τον κλάδο παραγωγής συσκευασιών από χάλυβα στο σύνολό του. Αυτό δεν αφορά μόνο τις εισαγωγές από την Κίνα, αλλά και τις εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες, ορισμένες από τις οποίες δεν διαθέτουν καν ειδική ανά χώρα ποσόστωση στο πλαίσιο των μέτρων διασφάλισης. Η Eviosys διαφώνησε με τη δήλωση της Επιτροπής στην αιτιολογική σκέψη 250 του προσωρινού κανονισμού, σύμφωνα με την οποία «οι ενωσιακοί χρήστες θα μπορούσαν να προμηθεύονται το υπό έρευνα προϊόν από άλλες τρίτες χώρες». Σύμφωνα με την Eviosys, εάν επιβληθούν δασμοί αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές από την Κίνα και τη Βραζιλία, τα εν λόγω μέτρα θα επιδεινώσουν περαιτέρω την κατάσταση του περιορισμένου εφοδιασμού στην αγορά της Ένωσης, ιδίως λόγω του επιπέδου των δασμών που επέβαλε προσωρινά η Επιτροπή, οι οποίοι ήταν εξαιρετικά υψηλοί.

    (222)

    Η Επιτροπή υπενθύμισε ότι τα μέτρα αντιντάμπινγκ εφαρμόζονται μόνο εάν και στον βαθμό που οι εισαγωγές του οικείου προϊόντος δεν υπόκεινται στα μέτρα διασφάλισης. Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/1382 (27), δεν υφίσταται διπλή εφαρμογή μέτρων αποκατάστασης την ίδια χρονική στιγμή για το ίδιο προϊόν. Η εν λόγω αρχή θα αποτυπώνεται επίσης στον παρόντα κανονισμό, όπως ορίζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 262 και 263 κατωτέρω. Σε κάθε περίπτωση, τα μέρη δεν τεκμηρίωσαν τον τρόπο με τον οποίο ο συνδυασμός των μέτρων θα τα επηρέαζε πράγματι κατά τρόπο τόσο αρνητικό ώστε η επιβολή των μέτρων αντιντάμπινγκ να αποβεί εις βάρος του συμφέροντος της Ένωσης. Επομένως, το επιχείρημα αυτό απορρίφθηκε.

    (223)

    Τόσο μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων όσο και μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η CANPACK διαφώνησε με το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι οι ενωσιακοί χρήστες του ECCS έχουν στη διάθεσή τους εναλλακτική λύση υπό τη μορφή προμηθειών ECCS από τρίτες χώρες, λαμβανομένου υπόψη ότι οι δασμολογικές ποσοστώσεις διασφάλισης που χορηγούνται σε άλλες τρίτες χώρες είναι χαμηλότερες από εκείνες που χορηγούνται στην Κίνα και, συνεπώς, καταναλώνονται σαφώς ταχύτερα. Η CANPACK ισχυρίστηκε ότι, σε αντίθεση με τη δήλωση της Επιτροπής στον προσωρινό κανονισμό, οι τιμές του ECCS καταγωγής Ιαπωνίας και Νότιας Κορέας κατά την περίοδο έρευνας δεν ήταν σημαντικά υψηλότερες αλλά συγκρίσιμες με τη μέση τιμή εισαγωγής των εισαγωγών από την Κίνα [Ιαπωνία 776 EUR (+ 8,5 % σε σύγκριση με τις κινεζικές τιμές)· Νότια Κορέα 763 EUR (+ 6,7 % σε σύγκριση με τις κινεζικές τιμές)], ενώ το επίπεδο κόστους σε αυτές τις δύο χώρες είναι υψηλότερο απ’ ό,τι στην Κίνα.

    (224)

    Η Astir Vitogiannis επισήμανε επίσης ότι οι πολύ υψηλοί δασμοί αντιντάμπινγκ θα απαγορεύσουν ουσιαστικά την πλειονότητα των εισαγωγών από την Κίνα και τη Βραζιλία, ενώ δεν υπάρχουν ρεαλιστικές και επαρκείς εναλλακτικές προμήθειες από άλλες τρίτες χώρες, και διαφώνησε με τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η μείωση των εισαγωγών από άλλες χώρες που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας οφείλεται στις εικαζόμενες χαμηλές τιμές εισαγωγής από τη Βραζιλία και την Κίνα που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, και ότι «[α]ν δεν υπάρχουν εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις οικείες χώρες, οι εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες θα αυξηθούν, καθώς οι τιμές πώλησης στην αγορά της Ένωσης θα είναι πιο ελκυστικές». Σύμφωνα με την Astir Vitogiannis, από τα διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat προκύπτει ότι οι τιμές εισαγωγής από χώρες που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας (π.χ. Ηνωμένο Βασίλειο, Νότια Κορέα) αυξήθηκαν σημαντικά κατά το πλέον πρόσφατο παρελθόν (δηλαδή μετά το τέλος της περιόδου έρευνας), παρά τις εικαζόμενες χαμηλές τιμές ντάμπινγκ από την Κίνα και τη Βραζιλία, και εξίσου παρά το γεγονός ότι κατά την ίδια χρονική στιγμή μειώθηκαν οι όγκοι των εισαγωγών από τις εν λόγω χώρες που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας. Το στοιχείο αυτό καταδεικνύει επίσης ότι οι εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως έγκυρη και εγγυημένη εφεδρική λύση για τις απολεσθείσες εισαγωγές από τη Βραζιλία και την Κίνα. Τέλος, η Astir Vitogiannis υποστήριξε ότι οι εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες απαιτούν μακρά διαδικασία πιστοποίησης και επικύρωσης διάρκειας έως και ενός έτους λόγω της φύσης της επιχειρηματικής δραστηριότητας.

    (225)

    Η Επιτροπή διαφώνησε. Όπως διευκρινίστηκε ήδη στην αιτιολογική σκέψη 250 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ο συνολικός όγκος των εισαγωγών από άλλες τρίτες χώρες μειώθηκε κατά 23 %, ενώ οι εισαγωγές από τις οικείες χώρες κατά την ίδια περίοδο αυξήθηκαν. Εάν δεν υπάρχουν εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις οικείες χώρες, οι εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες θα αυξηθούν κατά πάσα πιθανότητα, καθώς η αγορά της Ένωσης θα είναι πιο ελκυστική και θα μπορούσαν να χρεώνονται υψηλότερες τιμές. Επιπλέον, σύμφωνα με τις πληροφορίες που υπέβαλε ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής, οι τιμές άρχισαν ήδη να μειώνονται τον Μάιο του 2022, εξέλιξη που, όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 216, επιβεβαιώθηκε επίσης από τις τιμές των εισαγωγών από τις οικείες χώρες· η ισορροπία μετατοπιζόταν υπέρ των αγοραστών και, σε κάθε περίπτωση, δηλώνεται προθυμία για την ανακατεύθυνση μέρους των εξαγωγικών πωλήσεων σε αγοραστές στην Ένωση. Επομένως, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε.

    (226)

    Τόσο μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων όσο και μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η CISA υποστήριξε ότι η τρέχουσα πληθωριστική πίεση που ασκείται στην οικονομία της Ένωσης, σε συνδυασμό με την πίεση στις αλυσίδες εφοδιασμού και την περιορισμένη διαθεσιμότητα του οικείου προϊόντος και των πρώτων υλών του λόγω των γεωπολιτικών εξελίξεων καθώς και λόγω των σοβαρών διαταραχών της παγκόσμιας αλυσίδας εφοδιασμού, θα πρέπει να ωθήσουν την Επιτροπή να εγκαταλείψει τα μέτρα ή τουλάχιστον να τα αναστείλει. Επιπλέον, η CISA και η κινεζική κυβέρνηση υποστήριξε ότι το ECCS χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγή κονσερβοποιημένων τροφίμων χαμηλού κόστους, στα οποία βασίζονται σε μεγάλο βαθμό οι ενωσιακοί καταναλωτές στα χαμηλότερα επίπεδα εισοδήματος, οι οποίοι αντιμετωπίζουν ήδη αυξημένο κόστος διαβίωσης λόγω του πληθωρισμού. Η CISA και η κινεζική κυβέρνηση παρέπεμψαν στις παρατηρήσεις της Eviosys σχετικά με τις ελλείψεις εφοδιασμού στην αγορά της Ένωσης και επισήμαναν περαιτέρω την ισχυρή ισχύ στην αγορά των ενωσιακών παραγωγών, εις βάρος της διαπραγματευτικής ισχύος του κατάντη κλάδου παραγωγής. Στο πλαίσιο αυτό, παρέπεμψαν στην απόφαση της Επιτροπής, της 11ης Ιουνίου 2019, με την οποία απαγορεύθηκε η κοινή επιχείρηση χάλυβα Tata και ThyssenKrupp (28).

    (227)

    Η Επιτροπή διαφώνησε. Πρώτον, επισήμανε ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί της CISA ήταν γενικοί και δεν παρασχέθηκαν πραγματικές διευκρινίσεις ή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τον αντίκτυπο των παραγόντων που αναφέρονται στην κατάσταση των χρηστών. Επιπλέον, όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 266 του προσωρινού κανονισμού σχετικά με την πιθανή επίπτωση στις τιμές των τροφίμων, η Eviosys δεν τεκμηρίωσε τον ισχυρισμό της για να αποδείξει ότι η αύξηση των τιμών του ECCS θα οδηγούσε σε αύξηση των τιμών των συσκευασιών τροφίμων και, τελικά, σε αύξηση των τιμών των τροφίμων ή ότι οι πιθανές αυτές αυξήσεις θα ήταν στο ίδιο ποσοστό με την αύξηση των τιμών του ECCS. Επιπλέον, το ECCS χρησιμοποιείται μόνο για τα άκρα των κονσερβών τροφίμων, ενώ ο λευκοσίδηρος, ο οποίος είναι ακριβότερος, χρησιμοποιείται για τον κορμό των κονσερβών. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε πιθανή αύξηση των τιμών του ECCS από μόνη της δεν είναι πιθανό να επηρεάσει σημαντικά τις τιμές των συσκευασιών τροφίμων. Το συμπέρασμα αυτό δεν αμφισβητήθηκε μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων. Επομένως, η Επιτροπή απέρριψε τους ισχυρισμούς της CISA και της κινεζικής κυβέρνησης.

    (228)

    Συμπερασματικά, η Επιτροπή επισήμανε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, η διαπίστωση του κατά πόσον το συμφέρον της Ένωσης επιβάλλει παρέμβαση βασίζεται σε εκτίμηση όλων των ποικίλων συμφερόντων στο σύνολό τους. Κατά την εν λόγω εξέταση, αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στην ανάγκη εξάλειψης των φαινομένων νόθευσης των συναλλαγών που προκαλούν οι επιζήμιες πρακτικές ντάμπινγκ και αποκατάστασης γνήσιου ανταγωνισμού.

    (229)

    Η Επιτροπή αξιολόγησε προσεκτικά όλους τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία σε σχέση με το συμφέρον της Ένωσης και έλεγξε αν η προσφερόμενη προστασία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής μέσω μέτρων θα ήταν σαφώς δυσανάλογη σε σύγκριση με το συμφέρον των χρηστών, όπως διευκρινίζεται στο παρόν σημείο.

    (230)

    Λαμβάνοντας υπόψη τη σαφή εικόνα του ντάμπινγκ και της ζημίας, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η λήψη οριστικών μέτρων δικαιολογείται προκειμένου οι ενωσιακοί παραγωγοί να έχουν τη δυνατότητα να επανέλθουν σε βιώσιμα επίπεδα κέρδους. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ζημία που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής και η ανάγκη προστασίας του από τις εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις οικείες χώρες υπερίσχυσαν των ζητημάτων που τέθηκαν από τους χρήστες. Ωστόσο, υπό το πρίσμα των ζητημάτων που περιγράφηκαν από τους χρήστες και των εξελίξεων της αγοράς μετά την περίοδο έρευνας, όπως επεξηγείται περαιτέρω στην αιτιολογική σκέψη 244 κατωτέρω, η Επιτροπή εξέτασε το ενδεχόμενο εφαρμογής μιας μορφής δασμών που θα ήταν καταλληλότερη για τις εν λόγω εξελίξεις.

    (231)

    Επομένως, η Επιτροπή επιβεβαίωσε το προσωρινό συμπέρασμα ότι δεν συντρέχουν επαρκείς επιτακτικοί λόγοι συμφέροντος της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 21 του βασικού κανονισμού, κατά της επιβολής οριστικών μέτρων στις εισαγωγές του οικείου προϊόντος.

    7.2.3.   Συμπέρασμα σχετικά με το συμφέρον της Ένωσης

    (232)

    Βάσει των προαναφερομένων, η Επιτροπή επιβεβαίωσε το συμπέρασμα στην αιτιολογική σκέψη 274 του προσωρινού κανονισμού ότι δεν συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι σύμφωνα με τους οποίους δεν είναι προς το συμφέρον της Ένωσης να επιβληθούν μέτρα στις εισαγωγές ECCS καταγωγής των οικείων χωρών.

    8.   ΟΡΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΑΝΤΙΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

    8.1.   Οριστικά μέτρα

    (233)

    Βάσει των συμπερασμάτων που συνάχθηκαν σχετικά με το ντάμπινγκ, τη ζημία, την αιτιώδη συνάφεια, το επίπεδο των μέτρων και το συμφέρον της Ένωσης, και σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού, θα πρέπει να επιβληθούν οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ προκειμένου να προληφθεί η πρόκληση περαιτέρω ζημίας στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής από τις εισαγωγές του οικείου προϊόντος που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

    (234)

    Σύμφωνα με την ίδια προσέγγιση που επεξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 278 του προσωρινού κανονισμού, ο οριστικός δασμός για τις άλλες συνεργαζόμενες εταιρείες της ΛΔΚ που δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα βασίστηκε στο μέσο σταθμισμένο περιθώριο ντάμπινγκ που καθορίστηκε για τις δύο εταιρείες του δείγματος στη ΛΔΚ, το οποίο, σε αντίθεση με το προσωρινό στάδιο, ήταν χαμηλότερο από το μέσο σταθμισμένο περιθώριο ζημίας.

    (235)

    Μετά τις αποσαφηνίσεις και τις διορθώσεις που πραγματοποίησε η Επιτροπή στις 16 Σεπτεμβρίου 2022, η CISA παρατήρησε ότι εξακολουθούσε να μην είναι σαφές αν ο σταθερός δασμός για άλλες συνεργαζόμενες εταιρείες βασίστηκε στο περιθώριο ντάμπινγκ ή στο περιθώριο ζημίας που διαπιστώθηκε για τις εν λόγω εταιρείες. Επιπλέον, επανέλαβε το επιχείρημά της ότι η Επιτροπή δεν κατέληξε σε συμπεράσματα σχετικά με τις πρώτες ύλες για τις συνεργαζόμενες εταιρείες που δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα. Κατά συνέπεια, το άρθρο 7 παράγραφοι 2α και 2β του βασικού κανονισμού δεν θα πρέπει να έχουν εφαρμογή στις εν λόγω εταιρείες.

    (236)

    Η Επιτροπή αποσαφήνισε ότι ο σταθερός δασμός για τις συνεργαζόμενες εταιρείες που δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα βασίστηκε στο μέσο σταθμισμένο περιθώριο ντάμπινγκ, το οποίο ήταν χαμηλότερο από το μέσο σταθμισμένο περιθώριο ζημίας που διαπιστώθηκε. Επιπλέον, η Επιτροπή έκρινε ότι το δείγμα των παραγωγών-εξαγωγέων στη ΛΔΚ ήταν αντιπροσωπευτικό και, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 16 του προσωρινού κανονισμού, κανένα μέρος δεν αμφισβήτησε, αλλά ούτε και υπέβαλε παρατηρήσεις σχετικά με το επιλεγμένο δείγμα. Κατά συνέπεια, τα συμπεράσματα για τις εταιρείες του δείγματος, μεταξύ άλλων όσον αφορά το άρθρο 7 παράγραφοι 2α και 2β του βασικού κανονισμού για την Jintai, θεωρήθηκαν επίσης αντιπροσωπευτικά για τις συνεργαζόμενες εταιρείες που δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα. Επομένως, η Επιτροπή έκρινε σκόπιμο να λάβει υπόψη τα εν λόγω συμπεράσματα κατά τον υπολογισμό του μέσου σταθμισμένου όρου της ζημίας και των περιθωρίων ντάμπινγκ των συνεργαζόμενων εταιρειών που δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα με βάση τις δύο εταιρείες του δείγματος. Επομένως, απέρριψε τον ισχυρισμό.

    (237)

    Όπως διευκρινίζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 279 και 280 του προσωρινού κανονισμού, δεδομένων του χαμηλού επιπέδου συνεργασίας των παραγωγών στη ΛΔΚ και του γεγονότος ότι το επίπεδο δασμού για την Jintai βασίστηκε στο περιθώριο ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού, το επίπεδο του δασμού σε επίπεδο χώρας βασίστηκε στα υψηλότερα περιθώρια ντάμπινγκ τα οποία διαπιστώθηκαν ανά τύπο προϊόντος που πωλήθηκε σε αντιπροσωπευτικές ποσότητες από την Jintai. Η Επιτροπή δεν χρειάστηκε να υπολογίσει τα περιθώρια πώλησης σε χαμηλότερες τιμές ή τα περιθώρια ζημίας όσον αφορά τις μη συνεργαζόμενες εταιρείες λόγω των συμπερασμάτων για ύπαρξη σημαντικών στρεβλώσεων όσον αφορά τις πρώτες ύλες βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 2α.

    (238)

    Όσον αφορά τη Βραζιλία, το επίπεδο συνεργασίας ήταν υψηλό και, ως εκ τούτου, ο δασμός για όλες τις άλλες εταιρείες καθορίστηκε στο ίδιο επίπεδο με εκείνο που εφαρμόζεται στην Companhia Siderúrgica Nacional.

    (239)

    Στο προσωρινό στάδιο, η Επιτροπή επέβαλε κατ’ αξία δασμούς. Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η CSN, η Eviosys, η Baosteel και το υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας ζήτησαν από την Επιτροπή να εξετάσει το ενδεχόμενο εφαρμογής ελάχιστης τιμής εισαγωγής αντί των κατ’ αξία δασμών. Η CSN ισχυρίστηκε ότι η εφαρμογή ελάχιστης τιμής εισαγωγής θα εξασφάλιζε στους ενωσιακούς παραγωγούς τη δυνατότητα ανάκαμψης από τις επιπτώσεις του εικαζόμενου ζημιογόνου ντάμπινγκ, αποτρέποντας ταυτόχρονα οποιαδήποτε αρνητική επίδραση αδικαιολόγητων αυξήσεων των τιμών μετά την περίοδο έρευνας, οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στις επιχειρηματικές δραστηριότητες των χρηστών. Η εφαρμογή ελάχιστης τιμής εισαγωγής θα ανταποκρινόταν επίσης στις ανησυχίες των χρηστών —λόγω του φόβου τους περί ενδεχόμενης έλλειψης του οικείου προϊόντος— και θα απέτρεπε σοβαρές διαταραχές στον εφοδιασμό της αγοράς της Ένωσης.

    (240)

    Η Επιτροπή αξιολόγησε αυτούς τους ισχυρισμούς και έκρινε ότι η εφαρμογή ελάχιστης τιμής εισαγωγής δεν αποτελούσε κατάλληλη μορφή δασμών, διότι τείνει να διαμορφώνει την τιμή σε καθορισμένα επίπεδα και, ως εκ τούτου, έχει τη δυνατότητα να παρεμβαίνει στην αγορά με δυναμικότερο τρόπο. Αυτό θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα προβληματικό στην προκειμένη περίπτωση, στην οποία η αγορά χαρακτηρίζεται από μικρό αριθμό ενωσιακών παραγωγών. Επιπλέον, η εφαρμογή ελάχιστης τιμής εισαγωγής συχνά δεν αποτελεί κατάλληλη μορφή δασμού για τις αγορές που παρουσιάζουν τάσεις αστάθειας (π.χ. αστάθεια των τιμών των πρώτων υλών), όπως συμβαίνει στην περίπτωση των προϊόντων χάλυβα. Επομένως, η Επιτροπή απέρριψε αυτά τα αιτήματα.

    (241)

    Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η Eviosys και η Baosteel επανέλαβαν το αίτημά τους να εξεταστεί το ενδεχόμενο εφαρμογής ελάχιστης τιμής εισαγωγής. Το αίτημα αυτό υποστηρίχθηκε από την CANPACK. Επιπλέον, η Eviosys πρότεινε την εφαρμογή ελάχιστης τιμής εισαγωγής —σε συνδυασμό με την επιβολή κατ’ αξία δασμού, ο οποίος θα τίθεται σε εφαρμογή όταν δεν τηρείται η ελάχιστη τιμή εισαγωγής— για τα δύο πρώτα έτη εφαρμογής των μέτρων και την αυτόματη αντικατάσταση της ελάχιστης τιμής εισαγωγής από σταθερό δασμό μετά την παρέλευση αυτής της διετίας. Η Eviosys αιτιολόγησε το αίτημά της βάσει εξαιρετικών συνθηκών όσον αφορά τη διαθεσιμότητα του οικείου προϊόντος από τους ενωσιακούς παραγωγούς, ζήτημα που θεώρησε ότι θα επιλυθεί εντός της επόμενης διετίας. Επιπλέον, παρέπεμψε σε αρκετούς προηγούμενους κανονισμούς (29), στους οποίους η Επιτροπή άλλαξε τους δασμούς σε ελάχιστη τιμή εισαγωγής, με σκοπό τη διαφύλαξη των συμφερόντων των χρηστών και την πρόληψη ελλείψεων εφοδιασμού. Επιπροσθέτως, παρέπεμψε σε προηγούμενες έρευνες, κατά τις οποίες η διάρκεια ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ περιορίστηκε σε δύο έτη λόγω εξαιρετικών συνθηκών της αγοράς (30).

    (242)

    Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η Eurofer υποστήριξε τα συμπεράσματα της Επιτροπής, σύμφωνα με τα οποία η ελάχιστη τιμή εισαγωγής δεν θα αποτελούσε κατάλληλο δασμό αντιντάμπινγκ στην υπό εξέταση έρευνα λόγω της πρόσφατης απότομης αύξησης του κόστους παραγωγής του ECCS, η οποία επηρεάζει την τιμή πώλησης του ECCS. Κατά συνέπεια, η ελάχιστη τιμή εισαγωγής δεν θα παρείχε επαρκή ελάφρυνση στον κλάδο παραγωγής. Επιπλέον, η υπόθεση αυτή ήταν σε σημαντικό βαθμό διαφορετική από προηγούμενες έρευνες στις οποίες εφαρμόστηκε ελάχιστη τιμή εισαγωγής, και οι ελάχιστες τιμές εισαγωγής είναι εύκολο να καταστρατηγηθούν ή να απορροφηθούν.

    (243)

    Η Επιτροπή παρατήρησε ότι ούτε η Eviosys ούτε η Baosteel υπέβαλε νέα πληροφοριακά ή αποδεικτικά στοιχεία προς επίρρωση των επανειλημμένων αιτημάτων τους για την επιβολή ελάχιστης τιμής εισαγωγής. Ως εκ τούτου, εξακολούθησαν να ισχύουν τα συμπεράσματα που διατυπώθηκαν στην αιτιολογική σκέψη 240 ανωτέρω. Επιπλέον, η Eviosys δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία προς επίρρωση του ισχυρισμού της ότι η εφαρμογή ελάχιστης τιμής εισαγωγής θα ήταν καταλληλότερη από τον σταθερό δασμό που πρότεινε η Επιτροπή για την αντιμετώπιση της εικαζόμενης προσωρινής έλλειψης εφοδιασμού. Επιπλέον, αμφισβητήθηκε η εικαζόμενη προσωρινή έλλειψη εφοδιασμού, δεδομένων των παρατηρήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ότι θα συνεχίσει να πωλεί επαρκείς ποσότητες του οικείου προϊόντος. Τέλος, ακόμη και αν προέκυπτε πράγματι η εικαζόμενη έλλειψη εφοδιασμού, κανένα από τα στοιχεία του φακέλου δεν υποδεικνύει ότι η διετής περίοδος επιβολής ελάχιστης τιμής εισαγωγής θα ήταν το κατάλληλο και αναλογικό εργαλείο για την αντιμετώπισή της. Όσον αφορά τους προηγούμενους κανονισμούς στους οποίους παραπέμπει η Eviosys σε σχέση με την επιβολή ελάχιστης τιμής εισαγωγής, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι η αξιολόγηση της καταλληλότητας ή μη της επιβολής ελάχιστης τιμής εισαγωγής διενεργείται κατά περίπτωση και εξαρτάται από τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε περίπτωσης. Στην προκειμένη περίπτωση, για τους λόγους που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 240 ανωτέρω, δηλαδή ότι η ελάχιστη τιμή εισαγωγής προσφέρει μόνο ένα βασικό επίπεδο προστασίας, το οποίο δεν είναι επαρκές στην παρούσα υπόθεση, λαμβανομένων υπόψη των σαφών συμπερασμάτων σχετικά με το ντάμπινγκ και τη ζημία, καθώς και των τρεχουσών δυσχερών και ασταθών συνθηκών της αγοράς, θεωρήθηκε ότι η επιβολή ελάχιστης τιμής εισαγωγής δεν θα αποτελούσε κατάλληλο είδος μέτρου αντιντάμπινγκ. Όσον αφορά τις παραπομπές σε προηγούμενους κανονισμούς, στους οποίους η συνολική διάρκεια ισχύος των αντίστοιχων μέτρων αντιντάμπινγκ περιοριζόταν σε δύο έτη, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε τη συνάφειά τους, δεδομένου ότι αφορούσαν μόνο τη συνολική διάρκεια ισχύος των μέτρων και όχι τη μεταβολή της μορφής τους μετά από αρκετά έτη εφαρμογής, όπως προτάθηκε από την Eviosys. Επιπλέον, όπως επισήμανε η ίδια η Eviosys, σε καθέναν από τους εν λόγω κανονισμούς το σκεπτικό για τον περιορισμό της διάρκειας ισχύος των μέτρων ήταν πολύ συγκεκριμένο για τα πραγματικά περιστατικά της εν λόγω ειδικής έρευνας και παρουσίαζε σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ τους. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έκρινε ότι οι κανονισμοί στους οποίου γινόταν αναφορά αφορούσαν διαφορετικές καταστάσεις σε σύγκριση με την προκειμένη περίπτωση. Βάσει των ανωτέρω εκτιμήσεων, η Επιτροπή απέρριψε αυτούς τους ισχυρισμούς.

    (244)

    Όσον αφορά τη μορφή των μέτρων, λόγω της αστάθειας των τιμών του ECCS μετά το τέλος της περιόδου έρευνας, η οποία σχεδόν διπλασιάστηκε, η Επιτροπή εξέτασε το ενδεχόμενο εφαρμογής σταθερού δασμού ανά τόνο αντί της εφαρμογής κατ’ αξία δασμών. Η επιβολή σταθερού ή ειδικού δασμού θα επέτρεπε την προστασία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής από τις ζημιογόνες εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις οικείες χώρες, και, ταυτόχρονα, θα ήταν λιγότερο απαγορευτική σε σύγκριση με την επιβολή κατ’ αξία δασμού σε περίπτωση αύξησης των τιμών, δεδομένου ότι η βαρύτητα του εν λόγω δασμού είναι σημαντικά μειωμένη σε μια τέτοια περίπτωση.

    (245)

    Ο σταθερός δασμός θα βασίζεται στην αντίστοιχη μη ζημιογόνο τιμή ή στην τιμή που δεν αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ κατά την περίοδο έρευνας.

    (246)

    Σε περίπτωση σημαντικής μεταβολής των τιμών εισαγωγής από τις οικείες χώρες και σε περίπτωση που η μεταβολή αυτή έχει διαρκή χαρακτήρα, με αποτέλεσμα τη μείωση της αποτελεσματικότητας των μέτρων αντιντάμπινγκ, η Επιτροπή υπενθυμίζει στα μέρη ότι το άρθρο 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού επιτρέπει στην Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη αυτές τις διαρκείς μεταβολές για την πιθανή προσαρμογή των μέτρων σε συνάρτηση με τις νέες συνθήκες, μεταξύ άλλων και μέσω της τροποποίησης της μορφής τους.

    (247)

    Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η Eurofer αμφισβήτησε τον προτεινόμενο σταθερό δασμό, υποστηρίζοντας ότι οι εξελίξεις μετά την περίοδο έρευνας δικαιολογούσαν την εφαρμογή κατ’ αξία δασμού. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι οι τιμές του αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ένωση έχουν αυξηθεί κατακόρυφα και αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω στο εγγύς μέλλον. Επιπλέον, οι τιμές της ενέργειας στη Βραζιλία και τη ΛΔΚ δεν ακολουθούν την ίδια ανοδική τάση που θα επέτρεπε στις εισαγωγές από τις εν λόγω χώρες να εισέλθουν με χαμηλές τιμές στην Ένωση. Κατά συνέπεια, η Eurofer υποστήριξε ότι, δεδομένου του συνεχιζόμενου υψηλού επιπέδου τιμών του ECCS, είναι αναγκαία η επιβολή κατ’ αξίαν δασμών για την εξασφάλιση επαρκούς επιπέδου προστασίας του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Τέλος, δεδομένου ότι το επίπεδο τιμών του ECCS δεν θα παρουσιάσει άλλη εξαιρετικά ασυνήθιστη κορύφωση, δεν υπάρχει κίνδυνος οι κατ’ αξίαν δασμοί να είναι υπερβολικά απαγορευτικοί.

    (248)

    Η Επιτροπή αναγνώρισε το γεγονός ότι οι τιμές της ενέργειας έχουν σημειώσει πράγματι αύξηση. Ωστόσο, δεν προβλήθηκαν ισχυρισμοί ούτε προσκομίστηκαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι παραγωγοί ECCS δεν θα μπορούσαν να αυξήσουν τις τιμές τους και να μετακυλίσουν το αυξημένο συνολικό κόστος τους στους χρήστες, ούτε διευκρινίστηκε ο τρόπος με τον οποίο η επιβολή σταθερού και όχι κατ’ αξία δασμού θα διαφοροποιούσε εν προκειμένω την κατάσταση. Ομοίως, δεν προσκομίστηκαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι σταθεροί δασμοί, υπολογιζόμενοι για την αντίστοιχη τιμή που δεν αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ ή για τη μη ζημιογόνο τιμή που διαπιστώθηκε κατά την περίοδο έρευνας, θα απέτρεπαν την ανάκαμψη του ενωσιακού κλάδου παραγωγής από τη ζημία που υπέστη κατά την περίοδο έρευνας. Από την άλλη πλευρά, όπως αναγνωρίζεται από τη Eurofer, μολονότι οι τιμές μπορεί να κορυφώθηκαν κατά την περίοδο από τον Φεβρουάριο έως τον Μάιο του 2022 και έχουν μειωθεί μετά την κορύφωσή τους, οι τιμές παρέμειναν, και μετά την περίοδο αυτή, πολύ υψηλότερες από τα επίπεδα τιμών της περιόδου έρευνας. Υπό αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τα συμπεράσματά της στην αιτιολογική σκέψη 244 ανωτέρω, σύμφωνα με τα οποία ο σταθερός δασμός θα εξασφαλίσει την προστασία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής από τις ζημιογόνες εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις οικείες χώρες, και αντιμετωπίστηκαν ταυτόχρονα, στο μέτρο του δυνατού, οι ανησυχίες των χρηστών σε σχέση με τις υψηλές τιμές. Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 246 ανωτέρω, σε περίπτωση σημαντικής μεταβολής των τιμών από τις οικείες χώρες και σε περίπτωση που η μεταβολή αυτή έχει διαρκή χαρακτήρα, με αποτέλεσμα τη μείωση της αποτελεσματικότητας των μέτρων αντιντάμπινγκ, το επίπεδο και/ή η μορφή των μέτρων μπορεί να επανεξεταστεί.

    (249)

    Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, στις 13 Σεπτεμβρίου 2022 ο παραγωγός-εξαγωγέας CNS της Βραζιλίας πρότεινε ανάληψη υποχρέωσης ως προς τις τιμές. Δεδομένου ότι η εν λόγω προσφορά ελήφθη πολύ μετά τη λήξη της προθεσμίας που ορίζεται στο άρθρο 8 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή απέρριψε την προσφορά με την αιτιολογία ότι είχε υποβληθεί εκπρόθεσμα. Η Επιτροπή ενημέρωσε σχετικά όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη μέσω σημειώματος στον φάκελο.

    (250)

    Βάσει των προαναφερομένων, οι οριστικοί δασμολογικοί συντελεστές αντιντάμπινγκ, εκφρασμένοι σε τιμή CIF στα σύνορα της Ένωσης, πριν από την καταβολή τελωνειακού δασμού, θα πρέπει να έχουν ως εξής:

    Χώρα

    Εταιρεία

    Περιθώριο ντάμπινγκ (%)

    Περιθώριο ζημίας (%)

    Οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ (%)

    Οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ (EUR/τόνο)

    Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας

    Baoshan Iron & Steel Co., Ltd.

    30,7

    33,9

    30,7

    239,82

    Handan Jintai Packing Material Co., Ltd.

    53,9

    53,9

    53,9

    428,37

    Άλλες συνεργαζόμενες εταιρείες: GDH Zhongyue (Zhongshan) Tinplate Industry Co.,Ltd. Shougang Jingtang United Iron & Steel Co., Ltd.

    34,6

    37,6

    34,6

    271,01

    Όλες οι άλλες εταιρείες

    77,9

    77,9

    77,9

    607,98

    Βραζιλία

    Companhia Siderúrgica Nacional

    66,8

    53,2

    53,2

    348,39

    Όλες οι άλλες εταιρείες

    66,8

    53,2

    53,2

    348,39

    (251)

    Οι ατομικοί δασμολογικοί συντελεστές αντιντάμπινγκ για κάθε εταιρεία οι οποίοι προσδιορίζονται στον παρόντα κανονισμό καθορίστηκαν βάσει των συμπερασμάτων της παρούσας έρευνας. Επομένως, αντικατοπτρίζουν την κατάσταση που διαπιστώθηκε κατά τη διάρκεια της εν λόγω έρευνας όσον αφορά τις συγκεκριμένες εταιρείες. Επομένως, οι εν λόγω δασμολογικοί συντελεστές εφαρμόζονται αποκλειστικά στις εισαγωγές του οικείου προϊόντος καταγωγής των οικείων χωρών και παραγωγής από τις αναφερθείσες νομικές οντότητες. Οι εισαγωγές του οικείου προϊόντος που κατασκευάζεται από οποιαδήποτε άλλη εταιρεία η οποία δεν κατονομάζεται ρητώς στο διατακτικό του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων που συνδέονται με τις εν λόγω εταιρείες που κατονομάζονται ρητώς, δεν μπορούν να επωφεληθούν από αυτούς τους συντελεστές και θα πρέπει να υπόκεινται στον δασμολογικό συντελεστή που εφαρμόζεται για «όλες τις άλλες εταιρείες».

    (252)

    Μια εταιρεία μπορεί να ζητήσει την εφαρμογή αυτών των ατομικών δασμολογικών συντελεστών αντιντάμπινγκ σε περίπτωση μεταγενέστερης αλλαγής της επωνυμίας της. Το αίτημα πρέπει να απευθύνεται στην Επιτροπή (31). Το αίτημα πρέπει να περιέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες με τις οποίες μπορεί να καταδειχθεί ότι η αλλαγή δεν θίγει το δικαίωμα της εταιρείας να επωφελείται από τον δασμολογικό συντελεστή που εφαρμόζεται σ’ αυτήν. Εάν η αλλαγή επωνυμίας της εταιρείας δεν θίγει το δικαίωμά της να επωφελείται από τον δασμολογικό συντελεστή που εφαρμόζεται σ’ αυτήν, θα δημοσιεύεται κανονισμός σχετικά με την αλλαγή επωνυμίας στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    (253)

    Για να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι καταστρατήγησης λόγω της διαφοράς των δασμολογικών συντελεστών, απαιτούνται ειδικά μέτρα για να διασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή των ατομικών δασμών αντιντάμπινγκ. Οι εταιρείες με ατομικούς δασμούς αντιντάμπινγκ πρέπει να προσκομίζουν έγκυρο εμπορικό τιμολόγιο στις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών. Το τιμολόγιο πρέπει να είναι σύμφωνο με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού. Οι εισαγωγές που δεν συνοδεύονται από τέτοιο τιμολόγιο θα πρέπει να υπόκεινται στον δασμό αντιντάμπινγκ που εφαρμόζεται σε «όλες τις άλλες εταιρείες».

    (254)

    Μολονότι η προσκόμιση του εν λόγω τιμολογίου είναι απαραίτητη για την εφαρμογή από τις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών των ατομικών συντελεστών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές, το εν λόγω τιμολόγιο δεν αποτελεί το μόνο στοιχείο που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη οι τελωνειακές αρχές. Πράγματι, οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών, ακόμη και αν τους υποβληθεί τιμολόγιο το οποίο πληροί όλες τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, οφείλουν να διενεργούν τους δικούς τους συνήθεις ελέγχους και μπορούν, όπως και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, να απαιτούν πρόσθετα έγγραφα (έγγραφα αποστολής κ.λπ.) για την επαλήθευση της ακρίβειας των στοιχείων που περιέχονται στη δήλωση και να διασφαλίζουν ότι η συνακόλουθη εφαρμογή του δασμολογικού συντελεστή είναι δικαιολογημένη, σύμφωνα με την τελωνειακή νομοθεσία.

    (255)

    Σε περίπτωση σημαντικής αύξησης του όγκου των εξαγωγών μίας από τις εταιρείες που επωφελούνται από τους χαμηλότερους συντελεστές ατομικού δασμού, ιδίως μετά την επιβολή των εξεταζόμενων μέτρων, η εν λόγω αύξηση του όγκου των εξαγωγών θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά από μόνη της αλλαγή των ροών των συναλλαγών λόγω της επιβολής μέτρων κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού. Σε τέτοια περίπτωση, είναι δυνατόν να κινηθεί έρευνα κατά της καταστρατήγησης, με την επιφύλαξη της τήρησης των σχετικών όρων. Η εν λόγω έρευνα θα μπορούσε, μεταξύ άλλων, να εξετάσει την ανάγκη κατάργησης του ατομικού δασμολογικού συντελεστή (ή συντελεστών) και τη συνακόλουθη επιβολή δασμού σε επίπεδο χώρας.

    (256)

    Για να εξασφαλιστεί η ορθή επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ, ο δασμός αντιντάμπινγκ για όλες τις άλλες εταιρείες θα πρέπει να ισχύει όχι μόνο για τους παραγωγούς-εξαγωγείς που δεν συνεργάστηκαν στην παρούσα έρευνα, αλλά και για τους παραγωγούς που δεν πραγματοποίησαν εξαγωγές στην Ένωση κατά την περίοδο έρευνας.

    8.2.   Οριστική είσπραξη των προσωρινών δασμών

    (257)

    Δεδομένων των περιθωρίων ντάμπινγκ που διαπιστώθηκαν και λαμβανομένου υπόψη του επιπέδου της ζημίας που προκλήθηκε στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, τα ποσά που έχουν καταβληθεί ως εγγύηση υπό μορφή προσωρινών δασμών αντιντάμπινγκ, οι οποίοι επιβλήθηκαν βάσει του προσωρινού κανονισμού, θα πρέπει να εισπραχθούν οριστικά μέχρι το ύψος που ορίζεται στον παρόντα κανονισμό.

    9.   ΑΙΤΗΜΑΤΑ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ

    (258)

    Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, η Astir Vitogiannis, το υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας, η Baosteel και η CISA ισχυρίστηκαν ότι τα μέτρα θα πρέπει να ανασταλούν σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η CSN και η CISA διατύπωσαν τα ίδια αιτήματα. Η CISA παρέπεμψε επίσης σε δημόσιες προσκλήσεις της VDMA, της Γερμανικής και Ευρωπαϊκής Ένωσης Βιομηχανίας Κατασκευής Μηχανημάτων, και της Orgalim, της αντιπροσωπευτικής ένωσης της Ένωσης για τις τεχνολογικές βιομηχανίες της ΕΕ, οι οποίες κάλεσαν αμφότερες την ΕΕ να αναστείλει τους δασμούς επί των προϊόντων χάλυβα στο πλαίσιο των μέσων εμπορικής άμυνας που επιβλήθηκαν λόγω της στρατιωτικής επίθεσης της Ρωσικής Ομοσπονδίας κατά της Ουκρανίας. Ωστόσο, κανένα από τα αναφερόμενα άρθρα δεν αφορούσε ειδικά το ECCS ή την κατάσταση της αγοράς για το συγκεκριμένο εξειδικευμένο προϊόν.

    (259)

    Η Baosteel δεν αιτιολόγησε περαιτέρω την ανάγκη αναστολής. Η CISA και η CSN αναφέρθηκαν στις αυξήσεις των τιμών μετά την περίοδο έρευνας, στην ασκούμενη πίεση στις αλυσίδες εφοδιασμού, καθώς και στην περιορισμένη διαθεσιμότητα ECCS και των πρώτων υλών του λόγω των πρόσφατων γεωπολιτικών εξελίξεων.

    (260)

    Η Astir Vitogiannis υποστήριξε ότι υπάρχει περιορισμένη διαθεσιμότητα ECCS και ότι η ζημία δεν θα επαναληφθεί, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν υφίσταται πλέον ζημία βάσει των συνολικών θετικών αποτελεσμάτων των δύο ενωσιακών παραγωγών. Το υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας αναφέρθηκε μόνο στις πρωτοφανείς και προσωρινές αλλαγές στην αγορά όσον αφορά τις πολύ υψηλές τιμές μετά την περίοδο έρευνας.

    (261)

    Η Επιτροπή υπενθύμισε συναφώς τα συμπεράσματα που είχε διατυπώσει ήδη στο πλαίσιο της αξιολόγησης του συμφέροντος της Ένωσης. Ειδικότερα, όπως επισημαίνεται στις αιτιολογικές σκέψεις 216 και 225, οι τιμές είχαν ξεκινήσει να καταγράφουν πτωτική πορεία. Επιπλέον, και ενόψει της αναμενόμενης επιβράδυνσης της οικονομίας για το υπόλοιπο του 2022 και το 2023, οι τιμές και η ζήτηση δεν αναμένεται να σημειώσουν περαιτέρω αύξηση. Με βάση τα συμπεράσματα σχετικά με την έκταση του ζημιογόνου ντάμπινγκ που προκλήθηκε από τις εισαγωγές από τις οικείες χώρες κατά την περίοδο έρευνας, δεν υπήρχαν επίσης στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι συνθήκες της αγοράς είχαν μεταβληθεί προσωρινά σε βαθμό που η άμεση επανέναρξη των εισαγωγών από τις οικείες χώρες θα σήμαινε ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής θα ήταν απίθανο να υποστεί ζημία για χρονικό διάστημα εννέα μηνών. Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν ήταν σκόπιμο να εξετάσει περαιτέρω τους ισχυρισμούς σχετικά με την αναστολή των μέτρων τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

    10.   ΤΕΛΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ

    (262)

    Με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2019/159 της Επιτροπής (32), η Επιτροπή επέβαλε μέτρο διασφάλισης όσον αφορά ορισμένα προϊόντα χάλυβα για περίοδο τριών ετών. Με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2021/1029 της Επιτροπής (33), το μέτρο διασφάλισης παρατάθηκε έως τις 30 Ιουνίου 2024. Το οικείο προϊόν υπάγεται σε μία από τις κατηγορίες προϊόντων που καλύπτονται από το μέτρο διασφάλισης. Συνεπώς, σε περίπτωση υπέρβασης των δασμολογικών ποσοστώσεων που καθορίζονται βάσει του μέτρου διασφάλισης, θα επιβάλλεται στις ίδιες εισαγωγές ο δασμός για υπέρβαση της δασμολογικής ποσόστωσης και ο δασμός αντιντάμπινγκ. Δεδομένου ότι η εν λόγω σώρευση μέτρων αντιντάμπινγκ και μέτρων διασφάλισης μπορεί να έχει μεγαλύτερη από την επιθυμητή επίπτωση στο εμπόριο, η Επιτροπή αποφάσισε να αποτρέψει την ταυτόχρονη εφαρμογή του δασμού αντιντάμπινγκ και του δασμού για υπέρβαση της δασμολογικής ποσόστωσης για το οικείο προϊόν κατά τη διάρκεια επιβολής του δασμού διασφάλισης.

    (263)

    Αυτό σημαίνει ότι, σε περίπτωση που ο δασμός για υπέρβαση της δασμολογικής ποσόστωσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 6 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2019/159 εφαρμόζεται στο οικείο προϊόν και υπερβαίνει το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, εισπράττεται μόνο ο δασμός για υπέρβαση της δασμολογικής ποσόστωσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 6 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2019/159. Κατά την περίοδο ταυτόχρονης εφαρμογής του δασμού διασφάλισης και του δασμού αντιντάμπινγκ, αναστέλλεται η είσπραξη των δασμών που επιβάλλονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Σε περίπτωση που ο δασμός για υπέρβαση της δασμολογικής ποσόστωσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 6 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2019/159 εφαρμόζεται στο οικείο προϊόν και το ύψος του είναι χαμηλότερο από το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ του παρόντος κανονισμού, εισπράττεται ο δασμός για υπέρβαση της δασμολογικής ποσόστωσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 6 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2019/159 και επιπλέον η διαφορά μεταξύ του δασμού αυτού και του υψηλότερου επιπέδου του δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Το μέρος του ποσού του δασμού αντιντάμπινγκ που δεν εισπράττεται αναστέλλεται.

    (264)

    Δυνάμει του άρθρου 109 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 (34), για τα ποσά που πρέπει να επιστραφούν σύμφωνα με απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το επιτόκιο που καταβάλλεται θα πρέπει να είναι εκείνο που εφαρμόζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά τις κύριες πράξεις επαναχρηματοδότησης, όπως αυτό δημοσιεύεται στη σειρά C της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης την πρώτη ημερολογιακή ημέρα κάθε μήνα.

    (265)

    Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής που έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    Άρθρο 1

    1.   Επιβάλλεται οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές πλατέων προϊόντων έλασης από σίδηρο ή από μη κραματοποιημένο χάλυβα, επικαλυμμένα ή επενδυμένα με οξείδια του χρωμίου ή με χρώμιο και οξείδια του χρωμίου, που χαρακτηρίζονται επίσης ως προϊόντα ηλεκτρολυτικά επιχρωμιωμένου χάλυβα, τα οποία σήμερα υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 7210 50 00 και 7212 50 20, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Βραζιλίας.

    2.   Ο συντελεστής του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που εφαρμόζεται επί της καθαρής, «ελεύθερης στα σύνορα της Ένωσης» τιμής, πριν από την καταβολή δασμού, για τα προϊόντα που περιγράφονται στην παράγραφο 1 και παράγονται από τις εταιρείες που απαριθμούνται κατωτέρω, καθορίζεται ως εξής:

    Χώρα

    Εταιρεία

    Οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ

    (EUR/τόνο)

    Πρόσθετος κωδικός TARIC

    Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας

    Baoshan Iron & Steel Co., Ltd.

    239,82

    C039

    Handan Jintai Packing Material Co., Ltd.

    428,37

    C862

    Άλλες συνεργαζόμενες εταιρείες: GDH Zhongyue (Zhongshan) Tinplate Industry Co., Ltd. Shougang Jingtang United Iron & Steel Co., Ltd.

    271,01

    C137

    Όλες οι άλλες εταιρείες

    607,98

    C999

    Βραζιλία

    Companhia Siderúrgica Nacional

    348,39

    C212

    Όλες οι άλλες εταιρείες

    348,39

    C999

    3.   Η εφαρμογή των ατομικών δασμολογικών συντελεστών που καθορίζονται για τις εταιρείες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 εξαρτάται από την προσκόμιση έγκυρου εμπορικού τιμολογίου στις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών, στο οποίο αναγράφεται δήλωση που φέρει ημερομηνία και υπογραφή υπαλλήλου της οντότητας που εκδίδει το τιμολόγιο, με αναφορά του ονόματος και της θέσης του/της, με την ακόλουθη διατύπωση: «Ο/Η υπογεγραμμένος/-η πιστοποιώ ότι (ο όγκος) του (οικείου προϊόντος) που πωλήθηκε προς εξαγωγή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και καλύπτεται από το παρόν τιμολόγιο έχει παραχθεί από την εταιρεία (επωνυμία και διεύθυνση της εταιρείας) (πρόσθετος κωδικός TARIC) στην [οικεία χώρα]. Δηλώνω ότι τα στοιχεία που αναγράφονται στο παρόν τιμολόγιο είναι πλήρη και ακριβή.». Εάν δεν προσκομιστεί τέτοιο τιμολόγιο, εφαρμόζεται ο δασμός που ισχύει για όλες τις άλλες εταιρείες.

    4.   Σε περιπτώσεις που τα εμπορεύματα έχουν υποστεί ζημία πριν από τη θέση τους σε ελεύθερη κυκλοφορία και, επομένως, η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή υπολογίζεται κατ’ αναλογία για τον προσδιορισμό της δασμολογητέας αξίας σύμφωνα με το άρθρο 131 παράγραφος 2 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/2447 της Επιτροπής (35), το ποσό του δασμού αντιντάμπινγκ, υπολογιζόμενο με βάση τα προαναφερόμενα καθορισμένα ποσά, μειώνεται κατά ποσοστό που αντιστοιχεί στην αναλογική προσαρμογή της πράγματι πληρωθείσας ή πληρωτέας τιμής.

    5.   Εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους τελωνειακούς δασμούς, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

    Άρθρο 2

    Τα ποσά που έχουν καταβληθεί ως εγγύηση υπό μορφή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ, σύμφωνα με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2022/802 για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές προϊόντων ηλεκτρολυτικά επιχρωμιωμένου χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Βραζιλίας, εισπράττονται οριστικά. Τα ποσά που έχουν καταβληθεί ως εγγύηση και υπερβαίνουν τους οριστικούς συντελεστές του δασμού αντιντάμπινγκ αποδεσμεύονται.

    Άρθρο 3

    Το άρθρο 1 παράγραφος 2 δύναται να τροποποιηθεί προκειμένου να προστεθούν νέοι παραγωγοί-εξαγωγείς από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και να επιβληθεί σε αυτούς ο κατάλληλος σταθμισμένος μέσος δασμός αντιντάμπινγκ που εφαρμόζεται στις συνεργαζόμενες εταιρείες οι οποίες δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα. Ο νέος παραγωγός-εξαγωγέας παρέχει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι:

    α)

    δεν εξήγαγε τα εμπορεύματα που περιγράφονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 κατά την περίοδο έρευνας (1η Ιουλίου 2020 έως 30 Ιουνίου 2021)·

    β)

    δεν συνδέεται με εξαγωγέα ή παραγωγό που υπόκειται στα μέτρα τα οποία επιβάλλονται με τον παρόντα κανονισμό· και

    γ)

    είτε πράγματι εξήγαγε το οικείο προϊόν είτε ανέλαβε αμετάκλητη συμβατική υποχρέωση για την εξαγωγή σημαντικής ποσότητας στην Ένωση μετά το πέρας της περιόδου έρευνας.

    Άρθρο 4

    1.   Σε περίπτωση που ο δασμός για υπέρβαση της δασμολογικής ποσόστωσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/159 εφαρμόζεται στα προϊόντα ηλεκτρολυτικά επιχρωμιωμένου χάλυβα, που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, εισπράττεται ο δασμός για υπέρβαση της δασμολογικής ποσόστωσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/159 και επιπλέον η διαφορά μεταξύ του δασμού αυτού και του υψηλότερου αντίστοιχου κατ’ αξίαν επιπέδου του δασμού αντιντάμπινγκ που καθορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

    2.   Το μέρος του ποσού των δασμών αντιντάμπινγκ που δεν εισπράττεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 αναστέλλεται.

    3.   Οι αναστολές που αναφέρονται στην παράγραφο 2 περιορίζονται χρονικά στην περίοδο εφαρμογής του δασμού για υπέρβαση της δασμολογικής ποσόστωσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/159.

    Άρθρο 5

    Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

    Βρυξέλλες, 15 Νοεμβρίου 2022.

    Για την Επιτροπή

    Η Πρόεδρος

    Ursula VON DER LEYEN


    (1)  ΕΕ L 176 της 30.6.2016, σ. 21.

    (2)  Ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με εισαγωγές προϊόντων ηλεκτρολυτικά επιχρωμιωμένου χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Βραζιλίας (ΕΕ C 387 της 24.9.2021, σ. 2).

    (3)  ΕΕ L 143 της 25.5.2022, σ. 11.

    (4)  Έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής με τίτλο «Commission Staff Working Document on Significant Distortions in the Economy of the People’s Republic of China for the purposes of Trade Defence Investigations» (Έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής σχετικά με σημαντικές στρεβλώσεις στην οικονομία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας για τους σκοπούς των ερευνών εμπορικής άμυνας), 20 Δεκεμβρίου 2017, [SWD (2017) 483 final/2].

    (5)  https://www.usitc.gov/investigations/701731/2021/cold_rolled_steel_flat_products_brazil_china_india/first_review_full.htm

    (6)  Ινστιτούτο Χάλυβα της Βραζιλίας (https://acobrasil.org.br/).

    (7)  Ό.π.

    (8)  ΟΟΣΑ, «Steel market developments, Q2 2021» (Εξελίξεις στην αγορά χάλυβα, δεύτερο τρίμηνο του 2021), διαθέσιμο στην ακόλουθη διεύθυνση: https://www.oecd.org/industry/ind/steel-market-developments-Q2-2021.pdf

    (9)  Χρησιμοποιήθηκε η τιμή CFR (κόστος και ναύλος) στους ιταλικούς λιμένες. Ήταν η μοναδική τιμή CFR που ήταν διαθέσιμη για το προϊόν αυτό στη βάση δεδομένων Metal Bulletin.

    (10)  https://corporate.arcelormittal.com/media/press-releases/arcelormittal-completes-investment-agreement-with-invitalia (προσπελάστηκε στις 28 Αυγούστου 2022).

    (11)  Η βραζιλιανική κυβέρνηση παραπέμπει εσφαλμένως στην αιτιολογική σκέψη 158 του προσωρινού κανονισμού.

    (12)  WT/DS578/R, Morocco — Definitive Anti-Dumping Measures on School Exercise Books from Tunisia (WT/DS578/R, Μαρόκο — Οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ σε σχολικά τετράδια από την Τυνησία), έκθεση της ειδικής ομάδας της 27ης Ιουλίου 2021, παράγραφος 7.207.

    (13)  Βλέπε αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 2022, Methanol Holdings (Trinidad) κατά Επιτροπής, υπόθεση T-744/19, ECLI:EU:T:2022:558, σκέψη 100, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2022, Nevinnomysskiy Azot και NAK «Azot» κατά Επιτροπής, υπόθεση T-865/19, ECLI:EU:T:2022:559, σκέψεις 195 και 261-268.

    (14)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Απριλίου 2019, Jindal Saw και Jindal Saw Italia κατά Επιτροπής, T-301/16, EU:T:2019:234, σκέψη 184.

    (15)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Απριλίου 2022, Giant Electric Vehicle Kunshan κατά Επιτροπής, T-242/19, EU:T:2022:259, σκέψεις 89 και 90.

    (16)  Όπως για τελωνειακούς δασμούς και έξοδα μετά την εισαγωγή, καθώς και προσαρμογές για εκπτώσεις και μειώσεις.

    (17)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Μαΐου 2022, Επιτροπή κατά Hansol Paper, C-260/20 P, ECLI:EU:C:2022:370, σκέψεις 95-114.

    (18)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 4ης Μαΐου 2022, China Rubber Industry Association (CRIA) και China Chamber of Commerce of Metals, Minerals & Chemicals Importers & Exporters (CCCMC) κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ECLI:EU:T:2022:266, σκέψεις 139-140.

    (19)  Βλέπε υποσημείωση 15 ανωτέρω.

    (20)  Βλέπε «ArcelorMittal earnings skyrocket, foresees supportive 2022 conditions», 10 Φεβρουαρίου 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση https://www.kallanish.com/en/news/steel/market-reports/article-details/arcelormittal-sees-2022-market-conditions-supportive-0222/· «Thyssenkrupp cashes in on higher steel prices», 10 Φεβρουαρίου 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση https://eurometal.net/thyssenkrupp-cashes-in-on-higher-steel-prices/· «EU mills lift HRC further amid cost escalation», 10 Μαρτίου 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση https://eurometal.net/eu-mills-lift-hrc-further-amid-cost-escalation/.

    (21)  Βλέπε απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 2022, Methanol Holdings (Trinidad) κατά Επιτροπής, υπόθεση T-744/19, ECLI:EU:T:2022:558, σκέψη 103.

    (22)  Βλέπε απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 2022, Nevinnomysskiy Azot και NAK «Azot» κατά Επιτροπής, υπόθεση T-865/19, ECLI:EU:T:2022:559, σκέψη 377.

    (23)  Βλέπε υπόθεση T-192/08, Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου, EU:T:2011:619, σκέψεις 221-225.

    (24)  Βλέπε υπόθεση T-422/13, Committee of Polyethylene Terephthalate (PET) Manufacturers in Europe (CPME) κ.λπ. κατά Συμβουλίου, EU:T:2017:251, σκέψη 144, με παραπομπή στην υπόθεση T-132/01, Euroalliages κ.λπ. κατά Επιτροπής, EU:T:2003:189, σκέψη 47.

    (25)  Η εκ των προτέρων γνωστοποίηση πραγματοποιήθηκε στις 25 Απριλίου 2022.

    (26)  Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «Θερινές οικονομικές προβλέψεις 2022: Ο πόλεμος της Ρωσίας επιδεινώνει τις προοπτικές», διαθέσιμο στην ακόλουθη διεύθυνση: https://ec.europa.eu/commission/presscorner/detail/el/ip_22_4511

    (27)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2019/1382 της Επιτροπής, της 2ας Σεπτεμβρίου 2019, για την τροποποίηση ορισμένων κανονισμών για την επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ ή κατά των επιδοτήσεων σε ορισμένα προϊόντα σιδήρου και χάλυβα που υπόκεινται σε μέτρα διασφάλισης (ΕΕ L 227 της 3.9.2019, σ. 1).

    (28)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση M.8713 — Tata steel/ThyssenKrupp/JV, 11 Ιουνίου 2019, σκέψη 444.

    (29)  Μεταξύ άλλων, οι εν λόγω έρευνες αφορούσαν εισαγωγές πλατέων προϊόντων έλασης με προσανατολισμένους κόκκους από πυριτιούχο χάλυβα για ηλεκτρικές εφαρμογές καταγωγής από την Κίνα, τη Ρωσία, την Κορέα, την Ιαπωνία και τις ΗΠΑ, πλατέων προϊόντων θερμής έλασης από τη Βραζιλία, το Ιράν, τη Ρωσία και την Ουκρανία, μελαμίνης από την Κίνα και ηλιακών υαλοπινάκων από την Κίνα. Για πλήρη κατάλογο, βλέπε σ. 4-5 των παρατηρήσεων της Eviosys της 13ης Σεπτεμβρίου 2022.

    (30)  Ομοίως, βλέπε σ. 6-7.

    (31)  European Commission, Directorate-General for Trade, Directorate G, Wetstraat 170 Rue de la Loi, 1040 Brussels, Belgium. Διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου: TRADE-Defence-Complaints@ec.europa.eu

    (32)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2019/159 της Επιτροπής, της 31ης Ιανουαρίου 2019, για την επιβολή οριστικών μέτρων διασφάλισης όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων προϊόντων σιδήρου και χάλυβα (ΕΕ L 31 της 1.2.2019, σ. 27).

    (33)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2021/1029 της Επιτροπής, της 24ης Ιουνίου 2021, για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2019/159 της Επιτροπής για την παράταση του μέτρου διασφάλισης όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων προϊόντων χάλυβα (ΕΕ L 225 I της 25.6.2021, σ. 1).

    (34)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ L 193 της 30.7.2018, σ. 1).

    (35)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2015/2447 της Επιτροπής, της 24ης Νοεμβρίου 2015, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 343 της 29.12.2015, σ. 558).


    Az oldal tetejére