Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32005R1645

    Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1645/2005 του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 2005, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2603/2000 του Συμβουλίου για την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού στις εισαγωγές ορισμένων τερεφθαλικών πολυαιθυλενίων καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ινδίας

    ΕΕ L 266 της 11.10.2005, p. 1–9 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)
    ΕΕ L 352M της 31.12.2008, p. 311–319 (MT)

    Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (BG, RO)

    Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 01/12/2005

    ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2005/1645/oj

    11.10.2005   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 266/1


    ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1645/2005 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

    της 6ης Οκτωβρίου 2005

    για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2603/2000 του Συμβουλίου για την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού στις εισαγωγές ορισμένων τερεφθαλικών πολυαιθυλενίων καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ινδίας

    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

    τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2026/97 του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 1997, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1) (εφεξής «ο βασικός κανονισμός»), και ιδίως το άρθρο 20,

    την πρόταση που υπέβαλε η Επιτροπή κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    A.   ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    (1)

    Το Συμβούλιο, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2603/2000 (2), επέβαλε οριστικό αντισταθμιστικό δασμό στις εισαγωγές ορισμένων τύπων τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου (εφεξής «PET») με συντελεστή ιξώδους 78 ml/g ή περισσότερο, σύμφωνα με το DIN (Deutsche Industrienorm) 53728 που υπάγεται στον κωδικό ΣΟ 3907 60 20 και είναι καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ινδίας (εφεξής «το υπό εξέταση προϊόν»). Τα μέτρα έλαβαν τη μορφή ειδικού δασμού κυμαινόμενου μεταξύ 0 και 41,3 ευρώ ανά τόνο για τους συνεργαζόμενους μεμονωμένους ινδούς εξαγωγείς, με ειδικό δασμό 41,3 ευρώ ανά τόνο για όλους τους υπόλοιπους ινδούς εξαγωγείς.

    B.   ΤΡΕΧΟΥΣΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    1.   ΑΙΤΗΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ

    (2)

    Μετά την επιβολή οριστικών μέτρων, η Επιτροπή έλαβε αίτηση για την έναρξη επανεξέτασης με ταχείες διαδικασίες του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2603/2000 σύμφωνα με το άρθρο 20 του βασικού κανονισμού, από έναν ινδό παραγωγό του υπό εξέταση προϊόντος, την εταιρεία South Asian Petrochem Limited (εφεξής «ο αιτών»). Ο αιτών προέβαλε τον ισχυρισμό ότι δεν ήταν συνδεδεμένος με τυχόν άλλον εξαγωγέα του υπό εξέταση προϊόντος στην Ινδία. Επιπλέον, υποστήριξε ότι δεν είχε εξαγάγει το υπό εξέταση προϊόν κατά την αρχική περίοδο της έρευνας (δηλαδή από την 1η Οκτωβρίου 1998 έως την 30ή Σεπτεμβρίου 1999), αλλά ότι το εξήγαγε στην Κοινότητα μετά την περίοδο αυτή.

    2.   ΕΝΑΡΞΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΜΕ ΤΑΧΕΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    (3)

    Η Επιτροπή εξέτασε τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε ο αιτών και έκρινε ότι ήταν επαρκή για να δικαιολογήσουν την έναρξη διαδικασίας επανεξέτασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20 του βασικού κανονισμού. Ύστερα από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή και αφού δόθηκε στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής η ευκαιρία να υποβάλει παρατηρήσεις, η Επιτροπή, με ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (3), κίνησε διαδικασία επανεξέτασης με ταχείες διαδικασίες του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2603/2000, όσον αφορά τον αιτούντα.

    3.   ΕΝ ΛΟΓΩ ΠΡΟΪΟΝ

    (4)

    Το προϊόν που καλύπτεται από την παρούσα επανεξέταση είναι το ίδιο προϊόν με εκείνο που περιγράφεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2603/2000 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 1).

    4.   ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

    (5)

    Η έρευνα για τις επιδοτήσεις κάλυψε την περίοδο από την 1η Οκτωβρίου 2003 έως την 30ή Σεπτεμβρίου 2004 (εφεξής «η περίοδος έρευνας της επανεξέτασης»).

    5.   ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ

    (6)

    Η Επιτροπή ενημέρωσε επισήμως τον αιτούντα και την κυβέρνηση της Ινδίας (εφεξής «η ΚΤΙ») για την έναρξη της έρευνας. Επιπλέον, παρέσχε στα άλλα άμεσα ενδιαφερόμενα μέρη την ευκαιρία να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση. Εντούτοις, δεν υποβλήθηκαν στην Επιτροπή ούτε απόψεις ούτε αίτηση για ακρόαση.

    (7)

    Η Επιτροπή απέστειλε ερωτηματολόγιο στον αιτούντα και έλαβε πλήρη απάντηση εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Η Επιτροπή αναζήτησε και επαλήθευσε όλες τις πληροφορίες που έκρινε απαραίτητες για την έρευνα και διεξήγαγε επιτόπιες επαληθεύσεις στις εγκαταστάσεις του αιτούντος στην Καλκούτα και στην Haldia.

    Γ.   ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ

    (8)

    Η Επιτροπή εξέτασε τα ίδια καθεστώτα επιδοτήσεων που είχαν αναλυθεί κατά την αρχική έρευνα. Εξέτασε επίσης αν ο αιτών είχε χρησιμοποιήσει άλλα καθεστώτα επιδοτήσεων, ή αν είχε λάβει επιδοτήσεις ad hoc σε σχέση με το υπό εξέταση προϊόν.

    Δ.   ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

    1.   ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΞΑΓΩΓΕΑ

    (9)

    Ο αιτών κατέδειξε κατά τρόπο ικανοποιητικό ότι δεν ήταν συνδεδεμένος, άμεσα ή έμμεσα, με οποιονδήποτε από τους παραγωγούς-εξαγωγείς που υπόκεινται στα ισχύοντα αντισταθμιστικά μέτρα όσον αφορά το υπό εξέταση προϊόν.

    (10)

    Η έρευνα επιβεβαίωσε ότι ο αιτών δεν είχε εξαγάγει το υπό εξέταση προϊόν κατά την αρχική περίοδο της έρευνας, δηλαδή από την 1η Οκτωβρίου 1998 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 1999, και ότι είχε αρχίσει τις εξαγωγές στην Κοινότητα ύστερα από αυτήν την περίοδο. Επιπλέον, ο αιτών δεν ερευνήθηκε μεμονωμένα κατά την αρχική έρευνα για άλλους λόγους εκτός από την άρνηση συνεργασίας με την Επιτροπή.

    (11)

    Συνεπώς, επιβεβαιώνεται το ότι ο αιτών πρέπει να θεωρηθεί νέος εξαγωγέας. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 20 του βασικού κανονισμού, πρέπει να καθοριστεί ατομικός αντισταθμιστικός δασμός για τον αιτούντα.

    2.   ΕΠΙΔΟΤΗΣΗ

    (12)

    Με βάση τις πληροφορίες που περιέχονται στις απαντήσεις του αιτούντος στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής και τις πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας, εξετάσθηκαν τα ακόλουθα καθεστώτα:

    Καθεστώς πιστώσεων εισαγωγικών δασμών,

    Καθεστώς εξαγωγικών πιστώσεων,

    Καθεστώς μονάδων εξαγωγικού προσανατολισμού/Καθεστώς Ειδικών Οικονομικών Ζωνών,

    Καθεστώς προώθησης των εξαγωγών που αφορούν κεφαλαιουχικά αγαθά,

    Καθεστώς απαλλαγής από το φόρο εισοδήματος,

    Καθεστώς κινήτρων της Δυτικής Βεγκάλης.

    2.1.   ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ ΠΟΥ ΕΞΕΤΑΣΤΗΚΑΝ ΑΡΧΙΚΑ ΚΑΙ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

    2.1.1.   Καθεστώς μονάδων εξαγωγικού προσανατολισμού («EOUS»)/Καθεστώς Ειδικών Οικονομικών Ζωνών («SEZS»)

    α)   Νομική βάση

    (13)

    Τα καθεστώτα αυτά βασίζονται στο νόμο του 1992 περί εξωτερικού εμπορίου (ανάπτυξη και ρύθμιση (αριθ. 22 του 1992) που άρχισε να ισχύει στις 7 Αυγούστου 1992 («νόμος περί εξωτερικού εμπορίου»). Ο νόμος αυτός επιτρέπει στην κυβέρνηση της Ινδίας να εκδίδει ανακοινώσεις σχετικά με την πολιτική περί εμπορίου, που προηγουμένως εκαλείτο «πολιτική εξαγωγών-εισαγωγών» και από την 1η Σεπτεμβρίου 2004 καλείται «πολιτική εξωτερικού εμπορίου». Η πολιτική εξωτερικού εμπορίου από το 2004 έως το 2009 («ΠΕΕ»), που εμπεριέχει την πολιτική εξαγωγών-εισαγωγών από το 2002 έως το 2007, σχετίζεται με την περίοδο έρευνας επανεξέτασης της παρούσας υπόθεσης. Επίσης, η κυβέρνηση της Ινδίας ορίζει και τις διαδικασίες που διέπουν την ΠΕΕ στο «Εγχειρίδιο Διαδικασιών τόμος I» (εφεξής «ΕΔ I») (4).

    (14)

    Οι λεπτομέρειες αυτών των καθεστώτων περιέχονται στα κεφάλαια 6 (EOUS) και 7 (SEZS) αντίστοιχα της ΠΕΕ και του ΕΔ I.

    β)   Επιλεξιμότητα

    (15)

    Με εξαίρεση τις καθαρά εμπορικές εταιρείες, όλες οι επιχειρήσεις που, καταρχήν, αναλαμβάνουν να εξάγουν ολόκληρη την παραγωγή εμπορευμάτων ή υπηρεσιών μπορούν να συσταθούν υπό καθεστώς EOUS και SΕΖS. Εντούτοις, αντίθετα από τον τομέα των υπηρεσιών και της γεωργίας, οι επιχειρήσεις στους βιομηχανικούς τομείς οφείλουν να πληρούν ελάχιστο όριο επενδύσεων σε πάγια στοιχεία του ενεργητικού (10 εκατ. ινδικές ρουπίες) για να έχουν δικαίωμα συμμετοχής στο EOUS.

    γ)   Πρακτική εφαρμογή

    (16)

    Το SEZS είναι το καθεστώς που διαδέχεται το καθεστώς μονάδων εξαγωγικού προσανατολισμού («EPZS»). Οι ειδικές οικονομικές ζώνες (εφεξής «SEZ») είναι σαφώς οριοθετημένες ζώνες δασμολογικής απαλλαγής, που θεωρούνται από το έγγραφο ΠΕΕ ως ξένο έδαφος για τους σκοπούς των εμπορικών συναλλαγών, των δασμών και φορολογικών επιβαρύνσεων. 35 SEZ έχουν εγκριθεί από τις ινδικές αρχές.

    (17)

    Από την άλλη πλευρά, οι μονάδες εξαγωγικού προσανατολισμού είναι περισσότερο ευέλικτες γεωγραφικά και μπορούν να συσταθούν οπουδήποτε στην Ινδία. Το καθεστώς αυτό είναι συμπληρωματικό προς αυτό των ειδικών οικονομικών ζωνών.

    (18)

    Η αίτηση για εφαρμογή καθεστώτος EOUS ή SEZS πρέπει να περιλαμβάνει λεπτομέρειες για την περίοδο των επόμενων πέντε ετών όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τις προβλεπόμενες ποσότητες παραγωγής, την προβλεπόμενη αξία των εξαγωγών, τις ανάγκες εισαγωγής και τις εγχώριες ανάγκες. Αν οι αρχές δεχθούν την αίτηση της εταιρείας, η εταιρεία ενημερώνεται για τους όρους και τις προϋποθέσεις που συνεπάγεται η αποδοχή αυτή. Η συμφωνία για αναγνώριση καθεστώτος SEZS/EOUS για μια εταιρεία ισχύει για μια πενταετία. Η περίοδος αυτή μπορεί να παραταθεί.

    (19)

    Σημαντική υποχρέωση μιας μονάδας εξαγωγικού προσανατολισμού ή μιας ειδικής οικονομικής ζώνης, όπως ορίζει το έγγραφο ΠΕΕ, είναι η επίτευξη καθαρών συναλλαγματικών κερδών, ήτοι σε μια περίοδο αναφοράς (πενταετίας) η συνολική αξία των εξαγωγών πρέπει να είναι υψηλότερη από τη συνολική αξία των εισαγόμενων εμπορευμάτων.

    (20)

    Οι μονάδες EOUS/SEZS δικαιούνται τις παρακάτω παραχωρήσεις:

    i)

    απαλλαγή από εισαγωγικούς δασμούς για όλους τους τύπους εμπορευμάτων (συμπεριλαμβανομένων των κεφαλαιουχικών αγαθών, πρώτων υλών και αναλώσιμων) που απαιτούνται για την κατασκευή, την παραγωγή, τη μεταποίηση ή που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο των διαδικασιών αυτών·

    ii)

    απαλλαγή από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης επί των εμπορευμάτων που αγοράζονται στην εγχώρια αγορά·

    iii)

    επιστροφή του κεντρικού φόρου πωλήσεων που έχει καταβληθεί για τα εμπορεύματα που έχουν αγοραστεί στην εγχώρια αγορά·

    iv)

    «επιστροφή δασμού βάσει των συντελεστών που ισχύουν στο σύνολο των κλάδων» όσον αφορά την αγορά καυσίμου κινητήρων από εγχώριες εταιρείες πετρελαίου·

    v)

    δυνατότητα πώλησης μέρους της παραγωγής στην εγχώρια αγορά έναντι πληρωμής των επιβαλλόμενων δασμών επί του τελικού προϊόντος, κατά παρέκκλιση της γενικής υποχρέωσης εξαγωγής της συνολικής παραγωγής·

    vi)

    απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος που είναι κανονικά απαιτητός για τα κέρδη από τις εξαγωγικές πωλήσεις σύμφωνα με το τμήμα 10Α ή το τμήμα 10Β του νόμου για το φόρο εισοδήματος, για δεκαετή περίοδο μετά την έναρξη των ενεργειών της, αλλά όχι αργότερα από το 2010·

    vii)

    δυνατότητα ξένης ιδιοκτησίας μετοχών κατά 100 %.

    (21)

    Μολονότι οι παραχωρήσεις στο πλαίσιο και των δύο καθεστώτων είναι κατά πολύ συγκρίσιμες, υπάρχουν ορισμένες διαφορές. Για παράδειγμα, μόνο μια μονάδα οικονομικού προσανατολισμού μπορεί να εξασφαλίσει 50 % μείωση των δασμών που καταβάλλονται επί των εγχωρίων πωλήσεων, ενώ σε μια ειδική οικονομική ζώνη πρέπει να καταβάλλεται το 100 % των δασμών επί των εν λόγω πωλήσεων. Μια μονάδα εξαγωγικού προσανατολισμού μπορεί να πωλεί έως 50 % του κύκλου εργασιών της εγχωρίως σε τέτοια μειωμένη τιμή.

    (22)

    Οι μονάδες που λειτουργούν στο πλαίσιο αυτών των καθεστώτων τελούν υπό τελωνειακή επιτήρηση σύμφωνα με το τμήμα 65 του νόμου περί τελωνείων.

    (23)

    Οι μονάδες είναι υποχρεωμένες να τηρούν με τον οριζόμενο τύπο καταχωρίσεις όλων των σχετικών εισαγωγών και της κατανάλωσης και χρησιμοποίησης όλων των εισαγόμενων συντελεστών παραγωγής καθώς και των πραγματοποιούμενων εξαγωγών. Τα εν λόγω έγγραφα θα πρέπει να υποβάλλονται περιοδικά, κατόπιν αιτήσεως, στις αρμόδιες αρχές («τριμηνιαίες και ετήσιες εκθέσεις προόδου»).

    (24)

    Εντούτοις, «ουδέποτε θα ζητηθεί (από μια μονάδα εξαγωγικού προσανατολισμού ή μια ειδική οικονομική ζώνη) να συνδέσει κάθε αποστολή για εισαγωγή με τις εξαγωγές της, τις μεταφορές σε άλλες μονάδες, τις πωλήσεις στην εγχώρια αγορά ή τα αποθέματα», παράγραφος 6.11.2 και 7.13.2 του ΕΔ I.

    (25)

    Οι εγχώριες πωλήσεις πραγματοποιούνται και καταχωρίζονται με σύστημα αυτοπιστοποίησης. Η διαδικασία διεκπεραίωσης των αποστολών για εξαγωγή μιας μονάδας εξαγωγικού προσανατολισμού επιθεωρείται από τελωνειακό υπάλληλο ή υπάλληλο αρμόδιο για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, που κατέχει μόνιμη θέση στην εν λόγω μονάδα. Η εταιρεία είναι υποχρεωμένη να επιστρέψει στις ΚΤΙ τα έξοδα για το μισθό του εν λόγω μόνιμου υπαλλήλου.

    (26)

    «Όλες οι δραστηριότητες των μονάδων ειδικής οικονομικής ζώνης στην εν λόγω ζώνη, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά, συμπεριλαμβανομένης της εξαγωγής και επανεισαγωγής των εμπορευμάτων θα υπόκεινται σε διαδικασία αυτοπιστοποίησης», σύμφωνα με την παράγραφο 7.29 του ΕΔ Ι. Ως εκ τούτου, δεν πραγματοποιούνται οι συνήθεις έλεγχοι των αποστολών για εξαγωγή μιας μονάδας ειδικής οικονομικής ζώνης από τις τελωνειακές αρχές.

    (27)

    Στην προκειμένη περίπτωση, το καθεστώς EOUS χρησιμοποιήθηκε από έναν από τους συνεργασθέντες εξαγωγείς. Δεδομένου ότι δεν χρησιμοποιήθηκε καθεστώς SEZS, δεν είναι συνεπώς απαραίτητο να αναλυθεί ο αντισταθμιστικός χαρακτήρας του εν λόγω καθεστώτος. Ο συνεργασθείς εξαγωγέας που χρησιμοποίησε το καθεστώς EOUS, το χρησιμοποίησε για την εισαγωγή πρώτων υλών και κεφαλαιουχικών αγαθών χωρίς εισαγωγικούς δασμούς, για να προμηθεύσει στην εγχώρια αγορά εμπορεύματα χωρίς ειδικό φόρο κατανάλωσης και να εισπράξει επιστροφή του φόρου επί των πωλήσεων και επιστροφή φόρου για το καύσιμο κινητήρων καθώς και για να πωλήσει μέρος της παραγωγής του στην εγχώρια αγορά. Ως εκ τούτου, απεκόμισε όλα τα οφέλη, όπως περιγράφεται παραπάνω στην αιτιολογική σκέψη 20 σημεία i) έως iv). Ο αιτών δεν απεκόμισε ωφέλη σύμφωνα με τις διατάξεις για την απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος των μονάδων εξαγωγικού προσανατολισμού (βλέπε αιτιολογική σκέψη 53).

    δ)   Συμπεράσματα σχετικά με το EOUS

    (28)

    Οι απαλλαγές μιας μονάδας εξαγωγικού προσανατολισμού από δύο τύπους εισαγωγικών δασμών («βασικός δασμός» και «ειδικός πρόσθετος δασμός»), η επιστροφή του φόρου επί των πωλήσεων καθώς και η επιστροφή φόρου για το καύσιμο κινητήρων είναι χρηματοδοτικές συνεισφορές της ΚΤΙ κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) του βασικού κανονισμού. Η ΚΤΙ παραιτείται από την απαίτηση σε έσοδα που θα οφείλονταν κανονικά εάν δεν εφαρμοζόταν το εν λόγω καθεστώς, πράγμα που παρέχει όφελος στην ΕΟU κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, διότι εξοικονομεί ρευστά διαθέσιμα δεδομένου ότι δεν χρειάζεται να καταβάλει τους κανονικά οφειλόμενους δασμούς και ότι εξασφαλίζει επιστροφή του φόρου επί των πωλήσεων.

    (29)

    Η απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης και από το ισοδύναμο εισαγωγικού δασμού (ο λεγόμενος «πρόσθετος δασμός») δεν συνεπάγεται ωστόσο σε διαφυγόντα έσοδα που κανονικά οφείλονται. Εάν καταβάλλονταν ο ειδικός φόρος κατανάλωσης και ο πρόσθετος δασμός, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως πίστωση για μελλοντικούς οφειλόμενους δασμούς (ο λεγόμενος «μηχανισμός CENVAT»). Ως εκ τούτου, οι δασμοί αυτοί δεν είναι οριστικοί. Μέσω της πίστωσης «CENVAT» μόνο στην προστιθέμενη αξία επιβάλλεται οριστικός δασμός, όχι στις εισροές.

    (30)

    Συνεπώς, μόνο η απαλλαγή από τους βασικούς δασμούς και τους ειδικούς πρόσθετους δασμούς, η επιστροφή των φόρων επί των πωλήσεων καθώς και η επιστροφή δασμού για το καύσιμο κινητήρων αποτελούν επιδοτήσεις κατά την έννοια του άρθρου 2 του βασικού κανονισμού. Εξαρτώνται διά νόμου από την επίτευξη εξαγωγικής επίδοσης και επομένως θεωρείται ότι έχουν ατομικό χαρακτήρα και είναι αντισταθμίσιμες βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού. Ο εξαγωγικός στόχος μιας μονάδας εξαγωγικού προσανατολισμού, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 6.1 του εγγράφου ΠΕΕ αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εξασφάλιση των κινήτρων.

    (31)

    Επιπλέον, καμία από τις εν λόγω επιδοτήσεις, αντίθετα με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε ένας εξαγωγέας, δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτρεπόμενο σύστημα επιστροφής δασμού ή επιστροφής σε περίπτωση υποκατάστασης, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) του βασικού κανονισμού. Δεν είναι σύμφωνες με τους αυστηρούς κανόνες που καθορίζονται στο παράρτημα Ι [στοιχεία η) και θ)], στο παράρτημα ΙΙ (ορισμός και κανόνες για την επιστροφή) και στο παράρτημα ΙΙΙ (ορισμός και κανόνες για την επιστροφή σε περίπτωση υποκατάστασης) του βασικού κανονισμού.

    (32)

    Στο βαθμό που χρησιμοποιούνται για την αγορά κεφαλαιουχικών αγαθών οι διατάξεις περί επιστροφής του φόρου επί των πωλήσεων και περί απαλλαγής από το δασμό, δεν τηρούνται οι κανόνες για τα επιτρεπόμενα συστήματα επιστροφής των δασμών, διότι τα εν λόγω προϊόντα δεν καταναλώνονται κατά τη διαδικασία παραγωγής, όπως απαιτούν τα στοιχεία η) (επιστροφή των φόρων επί των πωλήσεων) και ι) (διαγραφή των εισαγωγικών δασμών) του παραρτήματος Ι.

    (33)

    Επιπλέον, σχετικά επίσης με τα άλλα οφέλη που αποκομίζονται στο πλαίσιο αυτού του καθεστώτος, παρά την προσεκτική εξέταση των παρατηρήσεων που υπέβαλε ο εξαγωγέας, επιβεβαιώθηκε ότι η ΚΤΙ δεν έχουν αποτελεσματικό σύστημα ή διαδικασία ελέγχου για να επιβεβαιώσουν εάν και σε ποια ποσότητα καταναλώθηκαν οι αδασμολόγητες ή απηλλαγμένες από τον φόρο επί των πωλήσεων εισροές και επιστροφές δασμού για το καύσιμο κινητήρων κατά την παραγωγή του εξαχθέντος προϊόντος [παράρτημα II(II)(4) του βασικού κανονισμού και, για τα συστήματα επιστροφής φόρου σε περίπτωση υποκατάστασης, παράρτημα III(II)(2) του βασικού κανονισμού].

    (34)

    Επιτρέπεται σε μονάδα εξαγωγικού προσανατολισμού να πωλεί σημαντική ποσότητα της παραγωγής της, έως 50 % του ετησίου κύκλου εργασιών, στην εγχώρια αγορά. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει νομική δέσμευση για εξαγωγή του συνολικού ποσού των κατασκευασθέντων προϊόντων. Επιπλέον, λόγω της διαδικασίας αυτοπιστοποίησης, οι εν λόγω εγχώριες συναλλαγές πραγματοποιούνται χωρίς την επιτήρηση και τον έλεγχο κρατικού υπαλλήλου. Οι τελωνειακές εγκαταστάσεις μιας μονάδας εξαγωγικού προσανατολισμού δεν υπόκεινται συνεπώς, τουλάχιστον εν μέρει, σε φυσικό έλεγχο από τις ινδικές αρχές. Αυτό ωστόσο αυξάνει τη σπουδαιότητα των περαιτέρω ελέγχων, και ιδίως του ελέγχου της σχέσεως μεταξύ των εισροών που εισάγονται ατελώς και των προϊόντων εξαγωγής για να μπορέσει να θεωρηθεί ο έλεγχος ως σύστημα επαλήθευσης των επιστροφών δασμών.

    (35)

    Όσον αφορά τα άλλα μέτρα ελέγχου που έχουν θεσπιστεί, θα πρέπει να υπενθυμιστεί, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 24 και επιβεβαιώθηκε από τις παρατηρήσεις του εξαγωγέα, ότι μια μονάδα εξωτερικού προσανατολισμού ουδέποτε δεσμεύεται νομικά να συσχετίσει κάθε εισαγωγή με το αντίστοιχο παραχθέν προϊόν. Εντούτοις, μόνο ένας έλεγχος αυτού του τύπου θα παρείχε στις ινδικές αρχές αρκετές πληροφορίες σχετικά με τον τελικό προορισμό των εισροών, έτσι ώστε να μπορούν να εξακριβώσουν εάν οι δασμολογικές και φορολογικές απαλλαγές επί των πωλήσεων και η επιστροφή δασμού όσον αφορά το καύσιμο κινητήρων δεν υπερβαίνουν τους δασμούς και φόρους που αντιστοιχούν στις εισροές που χρησιμοποιήθηκαν για την παρασκευή των προϊόντων που προορίζονται για εξαγωγή. Οι μηνιαίες φορολογικές δηλώσεις που καταρτίζονται σύμφωνα με ένα σύστημα αυτοαξιολόγησης για τις εσωτερικές πωλήσεις, και οι οποίες εξετάζονται περιοδικά από τις ινδικές αρχές, δεν επαρκούν. Τα εσωτερικά συστήματα των επιχειρήσεων, που δεν υπόκεινται σε καμία νομική υποχρέωση που έχει θεσπίσει η πολιτική εξαγωγών και εισαγωγών, όπως είναι τα συστήματα κατάρτισης φύλλου ελέγχου των παρτίδων, δεν είναι ούτε αυτά αρκετά για να αντικαταστήσουν την απαραίτητη συνιστώσα που αποτελεί ένα πραγματικό σύστημα ελέγχου. Επιπλέον, τα συστήματα ελέγχου πρέπει να σχεδιάζονται και να εφαρμόζονται από τις δημόσιες αρχές και. δεν θα πρέπει να αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια της διεύθυνσης της κάθε επιχείρησης να καταρτίζει σύστημα πληροφόρησης. Ως εκ τούτου, επιβεβαιώνεται ότι, δεδομένου ότι το έγγραφο πολιτικής εξαγωγών και εισαγωγών δεν επιβάλλει ρητά στις μονάδες εξαγωγικού προσανατολισμού να διατηρήσουν αποδείξεις για τη σχέση μεταξύ των εισροών και του προκύπτοντος προϊόντος, η ΚΤΙ δεν εφαρμόζει κανένα μηχανισμό αποτελεσματικού ελέγχου που να τους επιτρέπει να προσδιορίσουν ποιες εισροές καταναλώνονται κατά την κατασκευή των προϊόντων που εξάγονται και σε ποιες ποσότητες.

    (36)

    Επιπλέον, η ΚΤΙ δεν προέβη σε νέα εξέταση που να βασίζεται στις πραγματικές εισροές που χρησιμοποιήθηκαν, πράγμα που θα όφειλε κανονικά να πράξει λόγω ελλείψεως συστήματος αποτελεσματικού ελέγχου [παράρτημα II(II)(5) και παράρτημα III(II)(3) του βασικού κανονισμού] ούτε απέδειξαν ότι δεν υπήρξε καθ’ υπέρβαση διαγραφή.

    (37)

    Ύστερα από την κοινοποίηση προς τον αιτούντα, αυτός ισχυρίστηκε ότι η ίδια μεθοδολογία, κατά την έννοια του άρθρου 22 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού, χρησιμοποιήθηκε στην εν λόγω περίπτωση σε σύγκριση με την αρχική έρευνα κατά την αξιολόγηση του EOUS. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι εξαγωγείς στην αρχική έρευνα παρείχαν στοιχεία ως προς το ότι δεν υπήρξε καθ’ υπέρβαση διαγραφή και για το λόγο αυτό η δασμολογική απαλλαγή για την προμήθεια πρώτων υλών βάσει του EOUS αρχικά δεν αντισταθμίστηκε.

    (38)

    Στην εν λόγω περίπτωση, ωστόσο, ο αιτών δεν προσκόμισε τέτοιου είδους στοιχεία. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι πώλησε το εν λόγω προϊόν και στην εγχώρια αγορά, ήτοι δεν καταναλώθηκαν υποχρεωτικά όλοι οι συντελεστές παραγωγής που διέποντο από ατέλεια στην κατασκευή προϊόντων εξαγωγής. Επιπλέον, το γεγονός, ειδικότερα, ότι βάσει της ινδικής νομοθεσίας οι εξαγωγείς EOUS δεν οφείλουν να συσχετίζουν εισαγωγές φορτίων με τον προορισμό του αντίστοιχου προκύπτοντος προϊόντος, αποτελεί συγκυρία που δεν διαπιστώθηκε στην αρχική έρευνα. Συνεπώς, το καθεστώς αξιολογήθηκε στην παρούσα περίπτωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού, που ορίζει ότι πρέπει να εξετάζονται οι νέες συγκυρίες. Συνεπώς, επιβεβαιώνεται η παρούσα διαπίστωση, ότι οι EOUS δεν αποτελούν επιτρεπόμενο σύστημα επιστροφής δασμών ή επιστροφής σε περίπτωση υποκατάστασης.

    ε)   Υπολογισμός του ποσού της επιδότησης

    (39)

    Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι δεν υπάρχει επιτρεπόμενο σύστημα επιστροφής ή επιστροφής σε περιπτώσεις υποκατάστασης, το αντισταθμίσιμο όφελος είναι η διαγραφή των συνολικών εισαγωγικών δασμών (βασικός δασμός και ειδικός πρόσθετος δασμός) που οφείλονται κανονικά κατά την εισαγωγή, καθώς και η επιστροφή του φόρου επί των πωλήσεων και η επιστροφή δασμού για το καύσιμο κινητήρων κατά την περίοδο έρευνας επανεξέτασης.

    (40)

    Ύστερα από την κοινοποίηση προς τον αιτούντα, αυτός ισχυρίστηκε ότι το ύψος της επιδότησης, περιλαμβανομένων των προσαρμογών των τόκων για τις μη επαναλαμβανόμενες επιδοτήσεις, πρέπει να υπολογιστεί μόνον βάσει των επτά μηνών της περιόδου έρευνας επανεξέτασης κατά τη διάρκεια της οποίας λειτουργούσε εμπορικά. Εναλλακτικά, ο αιτών ζήτησε να εξεταστεί μόνον μια περίοδος δέκα μηνών, που περιλαμβάνει τη δοκιμαστική περίοδο παραγωγής.

    (41)

    Σύμφωνα με το άρθρο 5 του βασικού κανονισμού, το ποσό των αντισταθμιστικών επιδοτήσεων υπολογίζεται με βάση το κέρδος που προσπορίζεται ο δικαιούχος, που διαπιστώνεται κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου. Σύμφωνα με την ίδια διάταξη καθώς και με την πάγια πρακτική της ΕΚ, ως περίοδος έρευνας επανεξέτασης επιλέχθηκε περίοδος δώδεκα μηνών και τα πορίσματα βασίζονται στο διάστημα αυτό. Ουδεμία διάταξη του βασικού κανονισμού δεν ορίζει ότι δεν εξετάζονται οι φάσεις έναρξης δραστηριοτήτων μιας εταιρείας. Επομένως, το επιχείρημα του αιτούντος απορρίφθηκε.

    i)   Απαλλαγή από εισαγωγικούς δασμούς (βασικός δασμός και πρόσθετος ειδικός δασμός) και επιστροφή του φόρου επί των πωλήσεων για τις πρώτες ύλες

    (42)

    Το ποσό της επιδότησης για τον εξαγωγέα υπολογίστηκε με βάση τους μη εισπραχθέντες εισαγωγικούς δασμούς (βασικός δασμός και πρόσθετος ειδικός δασμός) επί των εισροών που εισήχθησαν και το φόρο επί των πωλήσεων καθώς και την επιστροφή δασμού όσον αφορά το καύσιμο κινητήρων που επιστράφηκε σε αυτόν τον κλάδο παραγωγής, κατά την περίοδο έρευνας της επανεξέτασης. Τα αναγκαία τέλη που καταβλήθηκαν για τη λήψη της επιδότησης αφαιρέθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού από το εν λόγω ποσό, έτσι ώστε να υπολογιστεί το ποσό της επιδότησης (αριθμητής). Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, αυτό το ποσό της επιδότησης κατανεμήθηκε στον κύκλο εργασιών ως παρονομαστής, διότι η επιδότηση εξαρτάται από την εξαγωγική επίδοση και χορηγήθηκε ανεξάρτητα από τις κατασκευασθείσες, παραχθείσες, εξαχθείσες ή μεταφερθείσες ποσότητες. Το περιθώριο επιδότησης που προέκυψε με αυτό τον τρόπο ανέρχεται σε 12,6 %.

    (43)

    Στο πλαίσιο αυτό ο αιτών ισχυρίστηκε ότι μόνον η αναλογία του ποσού της επιδότησης που αφορά άμεσα το εν λόγω προϊόν πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως αριθμητής. Ο αιτών παράγει μικρή ποσότητα PET χαμηλότερου ιξώδους σε σχέση με το εν λόγω προϊόν καθώς και το ενδιάμεσο προϊόν (άμορφα ρινίσματα PET)· αντίθετα με το εν λόγω προϊόν, τα δύο αυτά προϊόντα δεν υπόκεινται στο πεδίο εφαρμογής που ισχύει για τα προϊόντα της παρούσας έρευνας. Πρότεινε την αναλογική κατανομή του ποσού της επιδότησης με βάση τον κύκλο εργασιών του εν λόγω προϊόντος σε σχέση με το σύνολο του κύκλου εργασιών.

    (44)

    Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι οι διάφοροι συντελεστές παραγωγής δεν είναι δυνατόν να συνδέονται, υπό αυτή την ιδιότητά τους, είτε με το εν λόγω προϊόν είτε με PET χαμηλότερου ιξώδους και με το ενδιάμεσο προϊόν, επειδή οι ίδιοι συντελεστές παραγωγής είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή όλων αυτών των τύπων. Επιπλέον, όπως προαναφέρθηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 32 έως 38, δεν ίσχυε σύστημα επαλήθευσης όσον αφορά τον τελικό προορισμό των συντελεστών παραγωγής. Στην περίπτωση αυτή και σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, τόσο ο αριθμητής όσο και ο παρονομαστής καθορίστηκαν με βάση το συνολικό φάσμα του προϊόντος του αιτούντος για την κατανομή του ποσού της επιδότησης που αντιστοιχεί στο εν λόγω προϊόν. Ο αιτών δεν απέδειξε ότι η επιλογή εναλλακτικής μεθόδου θα οδηγούσε σε πιο ακριβές αποτέλεσμα. Σημειώνεται, ειδικότερα, ότι ακόμη και αν γινόταν δεκτός ο ισχυρισμός, ο παρονομαστής θα μειωνόταν κατ’ αναλογία, οδηγώντας έτσι στο ίδιο συνολικό αποτέλεσμα.

    ii)   Απαλλαγή από τους εισαγωγικούς δασμούς (βασικός δασμός και ειδικός πρόσθετος δασμός) επί των κεφαλαιουχικών αγαθών

    (45)

    Αντίθετα με τις πρώτες ύλες, τα κεφαλαιουχικά αγαθά δεν ενσωματώνονται φυσικώς στα τελικά εμπορεύματα. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, το όφελος που χορηγήθηκε στην εταιρεία που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας υπολογίστηκε με βάση το ποσό του μη καταβληθέντος δασμού επί των εισαχθέντων κεφαλαιουχικών αγαθών για μία περίοδο που αντιστοιχεί στην κανονική περίοδο απόσβεσης των εν λόγω κεφαλαιουχικών αγαθών στον κλάδο παραγωγής του υπό εξέταση προϊόντος (ήτοι 18,465 έτη), κάτι που οδηγεί σε στρογγυλοποιημένο συντελεστή απόσβεσης 5,42 %. Το ποσό που υπολογίστηκε κατ’ αυτό τον τρόπο και που καταλογίζεται στην περίοδο έρευνας της επανεξέτασης προσαρμόστηκε με προσθήκη του τόκου κατά την εν λόγω περίοδο, ούτως ώστε να προσδιοριστεί η συνολική αξία του οφέλους που παρέσχε στον αποδέκτη το καθεστώς. Το επιτόκιο που προστέθηκε βασίστηκε στο εμπορικό επιτόκιο κατά την περίοδο έρευνας επανεξέτασης την Ινδία. Τα αναγκαία τέλη που καταβλήθηκαν για τη λήψη της επιδότησης αφαιρέθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού από το εν λόγω ποσό, έτσι ώστε να υπολογιστεί το ποσό της επιδότησης (αριθμητής). Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 και το άρθρο 7 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, το εν λόγω ποσό της επιδότησης κατανεμήθηκε στον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε με τις εξαγωγές ο εν λόγω τομέας κατά την περίοδο έρευνας της επανεξέτασης (παρονομαστής), διότι η επιδότηση εξαρτάται από την εξαγωγική επίδοση και χορηγήθηκε ανεξάρτητα από τις κατασκευασθείσες, παραχθείσες, εξαχθείσες ή μεταφερθείσες ποσότητες. Το περιθώριο επιδότησης που προέκυψε με αυτό τον τρόπο ανέρχεται σε 0,9 %.

    (46)

    Ύστερα από την κοινοποίηση προς τον αιτούντα, αυτός ισχυρίστηκε ότι αντί των 18,465 ετών, που είναι ο συνδυασμένος μέσος όρος με τη διάρκεια απόσβεσης που είχε αρχικά οριστεί, πρέπει να χρησιμοποιηθεί η ειδική διάρκεια απόσβεσης της εταιρείας του, ήτοι 18,93 έτη. Επίσης, ισχυρίστηκε ότι η ατομική περίοδος απόσβεσής του αντανακλά τη συνήθη διάρκεια για τον εν λόγω κλάδο σήμερα στην Ινδία.

    (47)

    Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, το άρθρο 7 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού απαιτεί την επικέντρωση σε κανονική, ήτοι μέση διάρκεια απόσβεσης του κλάδου και όχι στην ειδική διάρκεια απόσβεσης μιας εταιρείας. Επίσης, ο αιτών δεν απέδειξε ότι η συνήθης διάρκεια απόσβεσης όσον αφορά τον εν λόγω κλάδο αυξήθηκε γενικά. Επομένως, το επιχείρημα αυτό απορρίφθηκε.

    (48)

    Επίσης, ο αιτών ισχυρίστηκε ότι για τον υπολογισμό του ποσού της επιδότησης ο συντελεστής απόσβεσης δεν θα πρέπει να στρογγυλοποιηθεί.

    (49)

    Σημειώνεται, ωστόσο, ότι η στρογγυλοποίηση δεν επηρεάζει το συνολικό αποτέλεσμα, συνεπώς το σχόλιο αυτό δεν έχει συνέπεια.

    (50)

    Κατά συνέπεια, ο συνολικός συντελεστής επιδότησης βάσει του EOUS για τον αιτούντα ανέρχεται σε 13,5 %.

    2.2.   ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ ΠΟΥ ΕΞΕΤΑΣΤΗΚΑΝ ΑΡΧΙΚΑ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

    2.2.1.   Καθεστώς πιστώσεων εισαγωγικών δασμών («DEPBS»)

    (51)

    Ο αιτών δεν επωφελήθηκε από αυτό το καθεστώς.

    2.2.2.   Καθεστώς προώθησης των εξαγωγών κεφαλαιουχικών αγαθών («EPCGS»)

    (52)

    Διαπιστώθηκε ότι ο αιτών δεν είχε εισαγάγει κεφαλαιουχικά αγαθά στο πλαίσιο του καθεστώτος EPCGS και, επομένως, δεν επωφελήθηκε από αυτό το καθεστώς.

    2.2.3.   Καθεστώς απαλλαγής από το φόρο εισοδήματος

    (53)

    Διαπιστώθηκε ότι ο αιτών δεν επωφελήθηκε, ελλείψει φορολογητέων κερδών, από απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος βάσει του τμήματος 10B του νόμου για το φόρο εισοδήματος του 1961 κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας επανεξέτασης.

    2.3.   ΆΛΛΑ ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΕ Η ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ, ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΚΡΙΘΗΚΑΝ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΙΜΑ

    2.3.1.   Καθεστώς εξαγωγικών πιστώσεων («ECS»)

    α)   Νομική βάση

    (54)

    Το ECS βασίζεται στα τμήματα 21 και 35A του νόμου περί τραπεζικού ελέγχου του 1949, που επιτρέπει στην Τράπεζα Καταθέσεων της Ινδίας (εφεξής «RBI») να δίνει εντολές σε εμπορικές τράπεζες στον τομέα των εξαγωγικών πιστώσεων.

    (55)

    Οι λεπτομέρειες αυτού του καθεστώτος περιέχονται στη βασική εγκύκλιο IECD αριθ. 35/04.02.02/2004-05 (Εξαγωγικές πιστώσεις σε συνάλλαγμα) και στη βασική εγκύκλιο IECD αριθ. 27/04.02.02/2004-05 (Εξαγωγικές πιστώσεις σε ρουπίες) της RBI, που απευθύνονται στο σύνολο των ινδικών εμπορικών τραπεζών.

    β)   Επιλεξιμότητα

    (56)

    Επιλεξιμότητα σε αυτό το καθεστώς έχουν οι κατασκευαστές/εξαγωγείς και οι έμποροι/εξαγωγείς.

    γ)   Πρακτική εφαρμογή

    (57)

    Στο πλαίσιο αυτού του καθεστώτος, η RBI καθορίζει ανώτατα όρια για τα επιτόκια που εφαρμόζονται στις εξαγωγικές πιστώσεις σε ρουπίες και σε συνάλλαγμα, τα οποία οι εμπορικές τράπεζες πρέπει να τηρούν «για να μπορούν οι εξαγωγείς να έχουν πρόσβαση σε πίστωση σε ανταγωνιστικές τιμές σε διεθνές επίπεδο». Το καθεστώς ECS αποτελείται από δύο επιμέρους καθεστώτα, το καθεστώς εξαγωγικών πιστώσεων πριν από την αποστολή («packing credit»), που καλύπτει πιστώσεις που παρέχονται σε εξαγωγέα για τη χρηματοδότηση της αγοράς, της μεταποίησης, της παρασκευής, της συσκευασίας ή/και της αποστολής των εμπορευμάτων πριν από την εξαγωγή, και το καθεστώς εξαγωγικών πιστώσεων μετά την αποστολή, που προβλέπει δάνεια για κεφάλαια κίνησης με σκοπό τη χρηματοδότηση των εξαγωγικών αναγκών. Η RBI συστήνει επίσης στις τράπεζες να διαθέσουν ένα ποσό από τις καθαρές πιστώσεις τους για τη χρηματοδότηση των εξαγωγών.

    (58)

    Από τις εν λόγω βασικές εγκυκλίους της RBI προκύπτει ότι οι εξαγωγείς μπορούν να εξασφαλίσουν εξαγωγικές πιστώσεις με προτιμησιακό επιτόκιο σε σύγκριση με το επιτόκιο για τις συνήθεις εμπορικές πιστώσεις («ταμειακές πιστώσεις»), που έχουν απλώς καθοριστεί από τις συνθήκες της αγοράς. Σχετικά με το θέμα αυτό, η βασική εγκύκλιος για τις εξαγωγικές πιστώσεις σε ρουπίες διευκρινίζει ότι «τα μέγιστα επιτόκια που εφαρμόζονται στις πιστώσεις που χορηγούνται στους εξαγωγείς σύμφωνα με την παρούσα εγκύκλιο είναι κατώτερα από τα μέγιστα επιτόκια που εφαρμόζονται κανονικά στους άλλους δανειζόμενους και συνεπώς χαρακτηρίζονται ως ευνοϊκά κατ’ αυτή την έννοια».

    (59)

    Χάρη στις βασικές εγκυκλίους της RBI, ο αιτών επωφελήθηκε από προτιμησιακό επιτόκιο για τις πιστώσεις ECS σε σύγκριση με τα επιτόκια των ταμειακών πιστώσεων της εταιρείας του.

    δ)   Συμπέρασμα σχετικά με το ECS

    (60)

    Κατά πρώτον, το προτιμησιακό επιτόκιο που καθόρισαν οι βασικές εγκύκλιοι της RBI που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 55 για τις πιστώσεις που χορηγούνται στο πλαίσιο του εν λόγω καθεστώτος μπορεί να μειώσουν το κόστος τόκου ενός εξαγωγέα σε σχέση με το κόστος της πίστωσης που έχει καθοριστεί αποκλειστικά με βάση τις συνθήκες της αγοράς, παρέχοντας έτσι όφελος κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Δεύτερον, αν και οι προτιμησιακές πιστώσεις βάσει του εν λόγω καθεστώτος χορηγούνται από εμπορικές τράπεζες, το όφελος αντιστοιχεί σε χρηματοδοτική συνεισφορά των δημοσίων αρχών κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο iv) του βασικού κανονισμού. Είναι σκόπιμο να παρατηρήσουμε στο σημείο αυτό ότι ούτε το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο iv) του βασικού κανονισμού ούτε η συμφωνία του ΠΟΕ για τις συμβάσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα («ASCM») δεν απαιτούν, για τη διαπίστωση επιδότησης, επιβάρυνση με δημόσια κεφάλαια, π.χ. απόδοση από την ΚΤΙ των καταβληθέντων στις εμπορικές τράπεζες. Αρκεί για το σκοπό αυτό να απαιτήσουν οι δημόσιες αρχές την εκτέλεση αρμοδιοτήτων που περιγράφονται στα σημεία i), ii) ή iii) του άρθρου 2 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού. Η RBI είναι δημόσιος φορέας και συνεπώς υπάγεται στον ορισμό των «δημοσίων αρχών» που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού. Ανήκει 100 % στο κράτος, επιδιώκει στόχους δημόσιας πολιτικής, π.χ. νομισματικής, και τα διευθυντικά στελέχη διορίζονται από την ΚΤΙ. Η RBI διευθύνει ιδιωτικούς φορείς, δεδομένου ότι οι εμπορικές τράπεζες οφείλουν να τηρούν ορισμένους όρους, μεταξύ των οποίων, i) τα ανώτατα όρια επιτοκίου, που καθορίζονται στις βασικές εγκυκλίους της RBI για τις εξαγωγικές πιστώσεις, και ii) τις διατάξεις της RBI σύμφωνα με τις οποίες οι εμπορικές τράπεζες οφείλουν να διαθέσουν ένα ποσό των καθαρών πιστώσεών τους για χρηματοδότηση των εξαγωγών. Αυτή η απαίτηση υποχρεώνει τις εμπορικές τράπεζες να ασκούν τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο i) του βασικού κανονισμού, στη προκειμένη περίπτωση, δάνεια υπό μορφή προτιμησιακής χρηματοδότησης εξαγωγών. Αυτή η άμεση μεταφορά κεφαλαίων υπό μορφή δανείων υπό ορισμένες συνθήκες υπάγεται κανονικά στην αρμοδιότητα των δημοσίων αρχών, και η πρακτική δεν διαφέρει ουσιαστικά από τις πρακτικές που ακολουθούν κανονικά οι δημόσιες αρχές (άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο iv) του βασικού κανονισμού. Επιπλέον, η εν λόγω επιδότηση θεωρείται ότι έχει ατομικό χαρακτήρα και είναι αντισταθμίσιμη, δεδομένου ότι το προτιμησιακό επιτόκιο εφαρμόζεται μόνο στη χρηματοδότηση των εξαγωγών, και συνεπώς εξαρτάται από τις εξαγωγικές επιδόσεις άρθρο 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού.

    ε)   Υπολογισμός του ποσού της επιδότησης

    (61)

    Το ποσό της επιδότησης υπολογίστηκε με βάση τη διαφορά μεταξύ του τόκου που καταβλήθηκε για τις εξαγωγικές πιστώσεις που χρησιμοποιήθηκαν κατά την περίοδο έρευνας επανεξέτασης και του ποσού που θα έπρεπε να είχε καταβληθεί εάν εφαρμοζόταν το ίδιο επιτόκιο που εφαρμόζει η δεδομένη εταιρεία για τις συνήθεις εμπορικές πιστώσεις. Το ποσό αυτό της επιδότησης (αριθμητής) κατανεμήθηκε στο συνολικό κύκλο εργασιών των εξαγωγών κατά την περίοδο έρευνας επανεξέτασης (παρανομαστής) σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, διότι η επιδότηση εξαρτάται από τις εξαγωγικές επιδόσεις και χορηγήθηκε ανεξάρτητα από τις κατασκευασθείσες, παραχθείσες, εξαχθείσες ή μεταφερθείσες ποσότητες. Ο συντελεστής της επιδότησης που ορίστηκε βάσει του ECS ανέρχεται σε 0,4 %.

    2.3.2.   Καθεστώς κινήτρων της Δυτικής Βεγκάλης («WBIS»)

    (62)

    Η λεπτομερής περιγραφή του καθεστώτος WBIS περιέχεται στην ανακοίνωση των δημόσιων αρχών της Δυτικής Βεγκάλης (εφεξής «GOWB»), Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας αριθ. 588-CI/H της 22ας Ιουνίου 1999 (εφεξής «WBIS 1999») που αντικαταστάθηκε πρόσφατα από την ανακοίνωση αριθ. 134-CI/O/Incentive/17/03/I της 24ης Μαρτίου 2004 (εφεξής «WBIS 2004»). Βάσει της έρευνας διαπιστώθηκε ότι ο αιτών επωφελήθηκε ελάχιστα και συνεπώς το WBIS δεν αναλύθηκε περαιτέρω.

    3.   ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΠΟΣΟ ΤΩΝ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΙΜΩΝ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΩΝ

    (63)

    Λαμβάνοντας υπόψη τα οριστικά πορίσματα όσον αφορά τα διάφορα καθεστώτα που αναφέρονται παραπάνω, ο συντελεστής των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων για τον αιτούντα καθορίζεται ως εξής:

     

    ECS

    EOUS

    Σύνολο

    South Asian Petrochem Limited

    0,4 %

    13,5 %

    13,9 %

    Ε.   ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΜΕΤΡΩΝ

    (64)

    Σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, το ποσό του αντισταθμιστικού δασμού πρέπει να είναι χαμηλότερο από το συνολικό ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, αν αυτός ο χαμηλότερος δασμός είναι κατάλληλος για να εξουδετερωθεί η ζημία που έχει προκληθεί στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Κατά την αρχική έρευνα διαπιστώθηκε ένα γενικό επίπεδο εξουδετέρωσης της ζημίας ύψους 44,3 %, που είναι υψηλότερο από τον συντελεστή επιδότησης που ορίστηκε για τον αιτούντα.

    (65)

    Με βάση τα συμπεράσματα της παρούσας έρευνας επανεξέτασης, κρίνεται ότι πρέπει να επιβληθεί αντισταθμιστικός δασμός στις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα το οποίο παράγεται και εξάγεται από τον αιτούντα, σε επίπεδο που να αντιστοιχεί στον ατομικό συντελεστή επιδοτήσεων που έχει οριστεί για την εν λόγω εταιρεία, ήτοι 13,9 %. Εφόσον ο δασμός που επεβλήθη βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2603/2000 έλαβε τη μορφή ειδικού ποσού ανά τόνο και ο προαναφερόμενος συντελεστής για τον αιτούντα μετατράπηκε σε ειδικό ποσό 106,5 ευρώ ανά τόνο.

    (66)

    Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2603/2000 θα πρέπει, επομένως, να τροποποιηθεί αναλόγως.

    ΣΤ.   ΑΝΑΛΗΨΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ

    (67)

    Ο αιτών προσέφερε ανάληψη υποχρέωσης ως προς την τιμή για τις εξαγωγές του εν λόγω προϊόντος στην Κοινότητα, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού.

    (68)

    Η Επιτροπή, αφού εξέτασε την προσφορά αυτή, θεώρησε αποδεκτή την εν λόγω ανάληψη υποχρέωσης, δεδομένου ότι εξαλείφει τις ζημιογόνους συνέπειες των επιδοτήσεων. Εξάλλου, χάρη στις τακτικές και λεπτομερείς εκθέσεις που ανέλαβε να υποβάλλει η εταιρεία, η Επιτροπή θα μπορεί να ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο. Επιπλέον, λόγω του χαρακτήρα του προϊόντος και της δομής των πωλήσεων της εταιρείας, η Επιτροπή θεωρεί ότι ο κίνδυνος καταστρατήγησης της ανάληψης υποχρέωσης είναι περιορισμένος.

    (69)

    Για να εξασφαλιστεί η τήρηση και ο αποτελεσματικός έλεγχος της ανάληψης υποχρέωσης, κατά την υποβολή της αίτησης για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία σύμφωνα με την ανάληψη υποχρέωσης, η απαλλαγή από το δασμό εξαρτάται από την υποβολή στις αρμόδιες τελωνειακές αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους έγκυρου «εμπορικού τιμολογίου», το οποίο εκδίδεται από τον αιτούντα και περιέχει τα στοιχεία που αναφέρονται στο παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2603/2000. Στην περίπτωση που δεν προσκομίζεται το τιμολόγιο αυτό, ή δεν αντιστοιχεί στο προϊόν που παρουσιάζεται στο τελωνείο, καταβάλλεται ο κατάλληλος αντισταθμιστικός δασμός προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή της ανάληψης υποχρέωσης.

    (70)

    Πρέπει να σημειωθεί ότι, σε περίπτωση παραβίασης ή ανάκλησης της ανάληψης υποχρέωσης, μπορεί να επιβληθεί αντισταθμιστικός δασμός, δυνάμει του άρθρου 13 παράγραφοι 9 και 10 του βασικού κανονισμού.

    Ζ.   ΚΟΙΝΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΙΣΧΥΟΣ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

    (71)

    Ο αιτών και η ΚΤΙ ενημερώθηκαν σχετικά με τα βασικά πραγματικά περιστατικά και τις παρατηρήσεις βάσει των οποίων επρόκειτο να προταθεί η τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2603/2000 και τους δόθηκε η ευκαιρία να υποβάλουν τα σχόλιά τους. Σχόλια υπέβαλε μόνον ο αιτών, κυρίως σχετικά με το καθεστώς EOUS, που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο των αντίστοιχων συμπερασμάτων που προαναφέρθηκαν στο τμήμα 2.1.1.δ),

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    Άρθρο 1

    Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2603/2000 τροποποιείται ως εξής:

    α)

    Στο άρθρο 1 παράγραφος 3, τα παρακάτω εισάγονται στον πίνακα που περιλαμβάνει τους ινδούς παραγωγούς:

    Χώρα

    Εταιρεία

    Οριστικός δασμός

    (ευρώ ανά τόνο)

    Πρόσθετος κωδικός Taric

    «Ινδία

    South Asian Petrochem Limited

    106,5

    A585»

    β)

    Στο άρθρο 2 παράγραφος 3, τα παρακάτω εισάγονται στον πίνακα που περιέχεται:

    Εταιρεία

    Χώρα

    Πρόσθετος κωδικός Taric

    «South Asian Petrochem Limited

    Ινδία

    A585»

    Άρθρο 2

    Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

    Λουξεμβούργο, 6 Οκτωβρίου 2005.

    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    A. DARLING


    (1)  ΕΕ L 288 της 21.10.1997, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 461/2004 (ΕΕ L 77 της 13.3.2004, σ. 12).

    (2)  ΕΕ L 301 της 30.11.2000, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 822/2004 (ΕΕ L 127 της 29.4.2004, σ. 3).

    (3)  ΕΕ C 8 της 12.1.2005, σ. 2.

    (4)  Ανακοίνωση αριθ. 1/2002-07 της 31.3.2002 του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας της κυβέρνησης της Ινδίας.


    Top