EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32003D0193

2003/193/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 5ης Ιουνίου 2002, κρατική ενίσχυση σχετικά με φορολογικές απαλλαγές και προνομιακά δάνεια υπέρ επιχειρήσεων κοινής ωφελείας με πλειοψηφική συμμετοχή του δημοσίου C 27/99 (ex NN 69/98) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2002) 2006 τελικό] (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ.)

ΕΕ L 77 της 24.3.2003, p. 21–40 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2003/193/oj

32003D0193

2003/193/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 5ης Ιουνίου 2002, κρατική ενίσχυση σχετικά με φορολογικές απαλλαγές και προνομιακά δάνεια υπέρ επιχειρήσεων κοινής ωφελείας με πλειοψηφική συμμετοχή του δημοσίου C 27/99 (ex NN 69/98) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2002) 2006 τελικό] (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ.)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 077 της 24/03/2003 σ. 0021 - 0040


Απόφαση της Επιτροπής

της 5ης Ιουνίου 2002

κρατική ενίσχυση σχετικά με φορολογικές απαλλαγές και προνομιακά δάνεια υπέρ επιχειρήσεων κοινής ωφελείας με πλειοψηφική συμμετοχή του δημοσίου

C 27/99 (ex NN 69/98)

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2002) 2006 τελικό]

(Το κείμενο στην ιταλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2003/193/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα(1) και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1) Στις 3 Μαρτίου 1997, υποβλήθηκε στην Επιτροπή καταγγελία σχετικά με εικαζόμενες κρατικές ενισχύσεις που χορήγησε η Ιταλία με τη μορφή φορολογικών απαλλαγών και πρόσβασης σε προνομιακά δάνεια, σε διάφορες επιχειρήσεις κοινής ωφελείας.

(2) Με επιστολές της 12ης Μαΐου, της 16ης Ιουνίου και της 21ης Νοεμβρίου 1997, οι υπηρεσίες της Επιτροπής ζήτησαν από τις ιταλικές αρχές προκαταρκτικές πληροφορίες σχετικά με τα υπό έρευνα μέτρα. Με επιστολή της 17ης Δεκεμβρίου 1997, που καταχωρίστηκε από την Επιτροπή στις 23 Δεκεμβρίου, οι ιταλικές αρχές υπέβαλαν ορισμένες από τις πληροφορίες που ζητήθηκαν. Κατόπιν αιτήσεως των ιταλικών αρχών, πραγματοποιήθηκε συνεδρίαση στη Ρώμη στις 19 Ιανουαρίου 1998.

(3) Με επιστολή της 17ης Μαΐου 1999 ("απόφαση κίνησης της διαδικασίας"), η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ιταλία την απόφασή της να κινήσει, σχετικά με την προαναφερθείσα ενίσχυση, τη διαδικασία που προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης.

(4) Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(2). Η Επιτροπή κάλεσε τους τρίτους ενδιαφερόμενους να της υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τα εν λόγω μέτρα.

(5) Υποβλήθηκαν στην Επιτροπή παρατηρήσεις εκ μέρους τρίτων ενδιαφερόμενων. Οι παρατηρήσεις αυτές διαβιβάστηκαν στην Ιταλία, η οποία απάντησε παρουσιάζοντας τις δικές της παρατηρήσεις κατά τις ακόλουθες ημερομηνίες:

- 2 Αυγούστου 1999: πρώτη υποβολή παρατηρήσεων,

- 15 Οκτωβρίου 1999: αίτηση παράτασης της προθεσμίας υποβολής παρατηρήσεων,

- 28 Οκτωβρίου 1999: παρατηρήσεις σχετικά με τα δάνεια του ταμείου παρακαταθηκών και δανείων (Cassa Depositi e prestiti "CDDPP"),

- 14 Δεκεμβρίου 1999: αίτηση παράτασης της προθεσμίας υποβολής παρατηρήσεων,

- 3 Φεβρουαρίου 2000: συμπληρωματικές παρατηρήσεις,

- 8 Φεβρουαρίου 2001: επιστολή με την οποία οι ιταλικές αρχές επισημαίνουν ότι το μέτρο που αναφέρθηκε στις παρατηρήσεις της Federazione Gas Italia ("Gas-it") δεν εγκρίθηκε,

- 31 Ιουλίου και 3 Αυγούστου 2001: αιτήσεις παράτασης της χορηγηθείσας προθεσμίας για απάντηση στην επιστολή της Επιτροπής της 25ης Ιουλίου 2001,

- 25 Οκτωβρίου 2001: παρατηρήσεις σχετικά με την "απαλλαγή από τους φόρους μεταβίβασης" (βλέπε αιτιολογική σκέψη 16),

- 22 Νοεμβρίου 2001: παρατηρήσεις σχετικά με τα δάνεια του CDDPP,

- 21 Δεκεμβρίου 2001: παρατηρήσεις σχετικά με τα δάνεια του CDDPP.

(6) Υποβλήθηκαν στην Επιτροπή παρατηρήσεις εκ μέρους τρίτων ενδιαφερομένων, κατά τις ακόλουθες ημερομηνίες:

- 10 Σεπτεμβρίου 1999: παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από τις επιχειρήσεις Azienda Elettrica Municipale SpA ("AEM") και ACEA SpA ("ACEA"),

- 31 Αυγούστου 1999: παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από την Bundesverband der Deutschen Industrie ("BDI"),

- 21 Ιανουαρίου 2000: συμπληρωματικές παρατηρήσεις εκ μέρους της AEM και ACEA.

(7) Υποβλήθηκαν στην Επιτροπή συμπληρωματικές παρατηρήσεις εκ μέρους τρίτων ενδιαφερόμενων κατά τις ακόλουθες ημερομηνίες:

- 16 Μαρτίου 2000: παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από την Confservizi CISPEL ("CISPEL"),

- 13 Μαρτίου και 17 Απριλίου 2000: παρατηρήσεις της Gas-it σχετικά με ένα νέο μέτρο που προβλέφθηκε από το ιταλικό κράτος για τη χορήγηση νέας ενίσχυσης πλην του μέτρου που αποτελεί ήδη αντικείμενο εξέτασης,

- 11 Απριλίου 2000: παρατηρήσεις της Azienda Mediterranea Gas e Acqua SpA ("AMGA").

(8) Τέλος, υποβλήθηκαν στην Επιτροπή και άλλες παρατηρήσεις εκ μέρους των επιχειρήσεων AMGA, ACEA και AEM στις 12 Ιουνίου 2000. Στις 7 Ιουλίου 2000, τα ίδια αυτά μέρη έστειλαν στην Επιτροπή παρατηρήσεις σχετικά με την απόφαση που εκδόθηκε από το Πρωτοδικείο στην υπόθεση Alzetta Mauro(3).

(9) Εξάλλου, η Επιτροπή απηύθυνε επιστολές προς τις ιταλικές αρχές κατά τις ακόλουθες ημερομηνίες:

- 23 Αυγούστου 1999: πρώτη επιστολή μετά την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας,

- 1η Οκτωβρίου1999: επιστολή διαβίβασης των παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν από τρίτους ενδιαφερόμενους,

- 5 Οκτωβρίου 1999: υπενθύμιση σχετικά με την επιστολή της 23ης Αυγούστου 1999,

- 25 Οκτωβρίου 1999: χορήγηση παράτασης για την υποβολή συμπληρωματικών παρατηρήσεων,

- 4 Φεβρουαρίου 2000: επιστολή διαβίβασης άλλων παρατηρήσεων εκ μέρους τρίτων ενδιαφερόμενων,

- 21 Ιανουαρίου 2000: υπενθύμιση σχετικά με την επιστολή της 23ης Αυγούστου 1999,

- 11 και 14 Απριλίου 2000: επιστολή διαβίβασης άλλων παρατηρήσεων εκ μέρους τρίτων ενδιαφερόμενων,

- 25 Απριλίου 2000: ειδοποίηση για την υποχρέωση κοινοποίησης των νέων μέτρων κρατικής ενίσχυσης δυνάμει του άρθρου 87 της συνθήκης, σχετικά με τη νέα ενίσχυση που αναφέρθηκε εκ μέρους της Gas-it,

- 25 Ιουλίου 2001: αίτηση διευκρινίσεων για την απαλλαγή από τους φόρους μεταβίβασης (βλέπε αιτιολογική σκέψη 16),

- 17 Αυγούστου 2001: χορήγηση παράτασης για την υποβολή συμπληρωματικών παρατηρήσεων.

(10) Εξάλλου, η Επιτροπή συνάντησε τους εκπροσώπους της ACEA και της AEM στις 18 Νοεμβρίου 1999, 23 Μαρτίου και 20 Ιουνίου 2000. Στις 14 Απριλίου 2000, συνάντησε τους εκπροσώπους της GAS-it.

(11) Η Επιτροπή συνάντησε τις ιταλικές αρχές στις 24 Οκτωβρίου 2001.

2. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

2.1. Εθνική νομική βάση

(12) Στην Ιταλία, οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης (κοινότητες) παρέχουν παραδοσιακά στους διοικούμενους, άμεσα ή έμμεσα, ποικίλες τοπικές υπηρεσίες(4) (π.χ. διανομή και επεξεργασία υδάτων, μέσα μαζικής μεταφοράς, διανομή φυσικού αερίου κ.λπ.) με προσφυγή σε διάφορα μέσα οργάνωσης. Το 1990, ο νόμος 142 της 8ης Ιουνίου 1990 ("νόμος 142/90") επέφερε μία μεταρρύθμιση των νόμιμων μέσων οργάνωσης που προσφέρονταν στις κοινότητες για τη διαχείριση των υπηρεσιών αυτών. Δυνάμει του άρθρου 22 του εν λόγω νόμου, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα από το άρθρο 17 σημείο 58 του νόμου 127 της 15ης Μαΐου 1997, η κοινότητα μπορεί να παρέχει τις υπηρεσίες:

α) άμεσα (κρατική διαχείριση)·

β) μέσω ενός χωριστού διοικητικού και λογιστικού φορέα (ειδική επιχείρηση)·

γ) μέσω ενός οργανισμού για μη εμπορικές υπηρεσίες·

δ) μέσω εκχώρησης σε δημόσιες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις (εκχώρηση σε τρίτους)·

ε) μέσω της σύστασης εμπορικών εταιρειών (συμμετοχικών εταιρειών) ή εταιρειών περιορισμένης ευθύνης με πλειοψηφική συμμετοχή του δημοσίου.

(13) Το άρθρο 12 του νόμου 498 του 1992 (στο εξής: "νόμος 498/92") εισήγαγε μια συμπληρωματική δυνατότητα για τη διαχείριση των υπηρεσιών αυτών, ήτοι τη σύσταση συμμετοχικών εταιρειών με μειοψηφική συμμετοχή του δημοσίου.

(14) Κατά κανόνα, στις περιπτώσεις δημοσίων υπηρεσιών που παρέχονται άμεσα από την κοινότητα ή μέσω ενός χωριστού λογιστικού φορέα, ο παρέχων υπηρεσίες δεν μπορεί να ασκεί δραστηριότητα εκτός της επικράτειας της κοινότητας στην οποία υπάγεται(5). Αντίθετα, οι συμμετοχικές εταιρείες που η σύστασή τους γίνεται δυνάμει του νόμου 142/90 δεν περιορίζονται από το νόμο σε μία εδαφική επικράτεια ή σε προκαθορισμένες δραστηριότητες και κατά κανόνα ασκούν τη δραστηριότητά τους ως συνήθεις εμπορικές εταιρείες και υπόκεινται στους κανόνες του ιδιωτικού και εμπορικού δικαίου(6).

2.2. Λεπτομερής περιγραφή των μέτρων

(15) Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή εξέφρασε επιφυλάξεις σχετικά με το χαρακτηρισμό ως κρατικών ενισχύσεων, δυνάμει του άρθρου 87 της συνθήκης, ορισμένων εθνικών μέτρων που εφαρμόζονται σε συμμετοχικές εταιρείες με πλειοψηφική συμμετοχή του δημοσίου που συστάθηκαν δυνάμει του νόμου 142/90 (στο εξής "εταιρείες νόμου 142/90") και σχετικά με το συμβιβάσιμό τους προς την κοινή αγορά. Συγκεκριμένα, πρόκειται για τις ακόλουθες διατάξεις:

α) συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 3 σημείο 69 του νόμου 549 της 28ης Δεκεμβρίου 1995 και του άρθρου 13α του νομοθετικού διατάγματος 6 της 12ης Ιανουαρίου 1991(7)·

β) συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 3 σημείο 70 του νόμου 549/1995 και του άρθρου 66 σημείο 14 του νομοθετικού διατάγματος 331 της 30ής Αυγούστου 1993(8)·

γ) άρθρο 9α που εισάχθηκε από το νόμο 488 της 9ης Αυγούστου 1986, "Μετατροπή σε νόμο, με τροποποιήσεις του νομοθετικού διατάγματος 318 της 1ης Ιουλίου 1986 για τη λήψη επειγόντων μέτρων υπέρ των δημοσίων οικονομικών" (στο εξής: άρθρο 9α του νομοθετικού διατάγματος 318/1986).

(16) Το άρθρο 3 σημεία 69 και 70 του νόμου 549/1995 επιφυλάσσει ένα ειδικό φορολογικό καθεστώς στις συμμετοχικές εταιρείες με πλειοψηφική συμμετοχή του δημοσίου που συστάθηκαν δυνάμει του νόμου 142/90, ήτοι:

α) απαλλαγή από όλους τους φόρους μεταβίβασης των στοιχείων ενεργητικού που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της μετατροπής ειδικών επιχειρήσεων και δημοτικών επιχειρήσεων σε συμμετοχικές επιχειρήσεις (στο εξής: "απαλλαγή από τους φόρους μεταβίβασης")·

β) απαλλαγή από τους φόρους εισοδήματος κατά τη διάρκεια τριών ετών και το αργότερο μέχρι το οικονομικό έτος 1999, υπέρ συμμετοχικών εταιρειών με πλειοψηφική συμμετοχή του δημοσίου (στο εξής: "τριετής απαλλαγή από τους φόρους εισοδήματος").

(17) Συγκεκριμένα, οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 3 σημεία 69 του νόμου 549/95 και του άρθρου 13α του νομοθετικού διατάγματος 6 της 12ης Ιανουαρίου 1991 (στο εξής: "το σημείο 69"), θεσπίζουν ότι η μεταφορά στοιχείων ενεργητικού που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της μετατροπής ειδικών επιχειρήσεων και δημοτικών επιχειρήσεων σε συμμετοχικές εταιρείες οι οποίες συνίστανται δυνάμει του νόμου 142/90 και του νόμου 498/92 απαλλάσσονται των:

α) δικαιωμάτων καταχώρισης·

β) παραβόλων·

γ) φόρου προστιθεμένης αξίας ακινήτων (INVIM)·

δ) τελών υποθήκης και κτηματολογίου·

ε) οποιουδήποτε άλλου φόρου συνδέεται με τη μεταβίβαση.

(18) Το φορολογικό καθεστώς που προβλέπεται στο σημείο 69 επιβεβαιώθηκε από το άρθρο 115 παράγραφος 6 και το άρθρο 118 παράγραφοι 1 και 2, του νομοθετικού διατάγματος 267 της 18ης Αυγούστου 2000.

(19) Οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 3 σημείο 70 του νόμου 549/95 και του άρθρου 66 σημείο 14 του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 331 της 30ής Αυγούστου 1993(9) (στο εξής: "το σημείο 70"), προβλέπουν την απαλλαγή, κατά τη διάρκεια τριών ετών, του IRPEG (φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων) και ILOR (τοπικού φόρου εισοδήματος) υπέρ εταιρειών του νόμου 140/90, από της ημερομηνίας κτήσης της νομικής προσωπικότητας και το αργότερο μέχρι το οικονομικό έτος που ολοκληρώνεται στις 31 Δεκεμβρίου 1999.

(20) Το άρθρο 9α του νομοθετικού διατάγματος 318/1986 αναγνώρισε στις συμμετοχικές εταιρείες με πλειοψηφική συμμετοχή του δημοσίου που παρέχουν υπηρεσίες κοινής ωφελείας τη δυνατότητα να συνάπτουν δάνεια με μειωμένο επιτόκιο από το ταμείο παρακαταθηκών και δανείων ("CDDPP"). Σύμφωνα με τις πληροφορίες που υποβλήθηκαν εκ μέρους των ιταλικών αρχών, τα δάνεια αυτά χορηγήθηκαν σε εταιρείες του νόμου 142/90 από το 1994 έως το 1998(10). Τα δάνεια που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της παρούσας απόφασης είναι αποκλειστικά εκείνα που χορηγήθηκαν σε συμμετοχικές εταιρείες οι οποίες συστάθηκαν δυνάμει του νόμου 142/90, σύμφωνα με το άρθρο 9α του νομοθετικού διατάγματος 318/1986.

3. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΡΙΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ

(21) Υποβλήθηκαν στην Επιτροπή παρατηρήσεις εκ μέρους διαφόρων ενδιαφερομένων.

(22) Ορισμένες επιχειρήσεις (AEM, AMGA και ACEA) υπέβαλαν τις ακόλουθες παρατηρήσεις:

α) τα μέτρα δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση. Δεδομένου ότι οι τομείς στους οποίους ασκούν δραστηριότητες οι εταιρείες βάσει του νόμου 142/90 δεν ήταν ανοικτοί στον ανταγωνισμό, τα υπό εξέταση μέτρα δεν μπορούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό. Κατά συνέπεια, ελλείπει ένα σημαντικό στοιχείο της έννοιας της κρατικής ενίσχυσης, ήτοι η "στρέβλωση του ανταγωνισμού"·

β) σε κάθε περίπτωση, έστω και αν τα εν λόγω μέτρα θα έπρεπε να θεωρηθούν ως κρατικές ενισχύσεις, θα επρόκειτο για ενισχύσεις που θα λάμβαναν το χαρακτηρισμό των υπαρχουσών ενισχύσεων·

γ) επικουρικά, οι ενισχύσεις θα έπρεπε οπωσδήποτε να κριθούν συμβιβάσιμες δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ), διότι, έστω και αν ήταν μεταβατικές, προορίζονταν να διευκολύνουν τη μετατροπή και αναδιάρθρωση εταιρειών ώστε να τους επιτραπεί να διαχειριστούν το πέρασμα από μία κατάσταση κλειστής αγοράς σε μία κατάσταση ελεύθερης αγοράς.

(23) Σχετικά με την ανωτέρω αιτιολογική σκέψη 22 στοιχείο α), οι προαναφερθείσες επιχειρήσεις υποστηρίζουν ότι οι εταιρείες του νόμου 142/90 παρείχαν αποκλειστικές υπηρεσίες στην επικράτεια της κοινότητας στην οποία υπάγονταν. Κατόπιν τούτου δεν συμμετείχαν στους διαγωνισμούς για την ανάθεση της παροχής υπηρεσιών στην εδαφική επικράτεια άλλων κοινοτήτων, με μοναδική εξαίρεση τον διαγωνισμό για τη διαχείριση του υδραγωγείου του Arezzo, στην οποία συμμετείχαν η ACEA, η AMGA και η γενική εταιρεία υδάτων(11). Εξάλλου η AMGA υπέβαλε προσφορά από κοινού με τη Lyonnaise des eaux, για την εκχώρηση της διαχείρισης της υπηρεσίας υδάτων του Alto Valdarno(12). Οι προαναφερθείσες επιχειρήσεις πιστοποιούν επίσης ότι τα εν λόγω μέτρα δεν ευνόησαν την πρόσβαση των εταιρειών του νόμου 142/90 σε νέες αγορές, διότι το φορολογικό πλεονέκτημα ήταν ασήμαντο σε συνάρτηση με το κόστος διείσδυσης στις νέες αγορές (για παράδειγμα, στον τομέα των τηλεπικοινωνιών).

(24) Όσον αφορά την αιτιολογική σκέψη 22 στοιχείο β), οι επιχειρήσεις αυτές πιστοποιούν ότι ο χαρακτηρισμός των εν λόγω μέτρων ως υφιστάμενων κρατικών ενισχύσεων βασίζεται σε δύο σειρές επιχειρημάτων. Κατ' αρχάς υπογραμμίζουν ότι οι κοινότητες και οι δημοτικές επιχειρήσεις απαλλάσσονταν του φόρου εισοδήματος από τις αρχές του αιώνα. Σε οικονομικό επίπεδο, οι νέες εταιρείες του νόμου 142/90 είναι οι ίδιες ειδικές επιχειρήσεις που επωφελούντο της απαλλαγής αυτής. Πράγματι, η τριετής απαλλαγή που θεσπίζεται στο σημείο 70 καθορίζει ένα όριο σε μία προγενέστερη φορολογική απαλλαγή, πράγμα που συνεπάγεται ότι το σημείο 70 δεν συνιστά ούτε νέο μέτρο ούτε την τροποποίηση υπάρχοντος μέτρου και πρέπει να χαρακτηριστεί ως υπάρχουσα ενίσχυση.

(25) Στη συνέχεια και γενικότερα, το γεγονός ότι κατά την εποχή της έναρξης ισχύος των εξεταζόμενων μέτρων, οι αγορές για τις οποίες ασκούσαν δραστηριότητες οι εταιρείες του νόμου 142/90 ήταν κλειστές στον ανταγωνισμό, συνεπάγεται ότι όλα τα εν λόγω μέτρα θα έπρεπε να θεωρηθούν αυτή τη στιγμή ως υπάρχουσα ενίσχυση [βλέπε ιδίως το άρθρο 1 στοιχείο β) σημείο v) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ(13) και την απόφαση του Πρωτοδικείου στην υπόθεση Alzetta Mauro(14)].

(26) Όσον αφορά το θέμα που θίγεται στην αιτιολογική σκέψη 22 στοιχείο γ), οι AEM, AMGA και ACEA εξήγησαν ότι τα υπό εξέταση μέτρα είχαν ως αποκλειστικό στόχο το να διευκολύνουν το πέρασμα από μια δομή μονοπωλιακής αγοράς σε ένα καθεστώς ανταγωνισμού και να επιτρέψουν τη συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαίων στη διαχείριση τοπικών υπηρεσιών και την ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών αυτών. Για τους λόγους αυτούς, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι τα εν λόγω μέτρα εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) διότι πρόκειται για ενισχύσεις που προορίζονται να διευκολύνουν την ανάπτυξη ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων και πιο συγκεκριμένα την παροχή τοπικών υπηρεσιών κοινής ωφελείας. Η Επιτροπή αποφάνθηκε ήδη υπέρ του συμβιβάσιμου δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) μιας ενίσχυσης που προορίζεται να διευκολύνει το πέρασμα από μία δομή μονοπωλιακής αγοράς σε μια ανταγωνιστική δομή [βλέπε ιδίως την απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση Milk Marketing Board(15) και την απόφαση σχετικά με τα ολλανδικά κρατικά μέσα μεταφοράς(16)].

(27) Τέλος, οι εν λόγω τρίτοι επιβεβαίωσαν ότι τα μέτρα δεν προκαλούσαν διακρίσεις, εφόσον οι δυνητικοί ιδιώτες ανταγωνιστές των εταιρειών του νόμου 142/90 δεν χρειάζονταν να μετατραπούν σε εταιρείες ιδιωτικού δικαίου ώστε να ασκήσουν ελεύθερα δραστηριότητες στην αγορά και επιπλέον, το κράτος δεν είχε λιγότερους πόρους από εκείνους τους οποίους δικαιούται, εφόσον οι ελλείπουσες φορολογικές εισπράξεις αντισταθμίστηκαν από αύξηση των πόρων των κοινοτήτων.

(28) Η Cispel -ομοσπονδία εταιρειών του νόμου 142/90 και ειδικών επιχειρήσεων- παρατήρησε τα ακόλουθα:

α) κατά την εποχή της έκδοσης των υπό εξέταση μέτρων, ο εν λόγω τομέας διεπόταν από μία κατάσταση νόμιμου μονοπωλίου. Οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης μπορούν να διατηρήσουν την άμεση διαχείριση ορισμένων υπηρεσιών στην επικράτειά τους ή μπορούν να αναθέσουν τη διαχείριση σε τρίτους μέσω εκχώρησης με την αναγνώριση αποκλειστικών δικαιωμάτων. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει ανταγωνισμός και η έλλειψη ανταγωνισμού συνεπάγεται ότι το μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 1·

β) τα εν λόγω μέτρα προορίζονταν να διευκολύνουν τη μετατροπή των δημοσίων επιχειρήσεων που διέπονταν από το δημόσιο δίκαιο σε εταιρείες που υπάγονται στο ιδιωτικό δίκαιο, περνώντας από μία κατάσταση μονοπωλίου σε μία κατάσταση ανταγωνισμού. Δεν σημειώθηκε καμία διάκριση μεταξύ δημοσίων και ιδιωτικών επιχειρήσεων, εφόσον αυτές οι τελευταίες βρίσκονταν σε διαφορετική θέση, εφόσον δεν χρειάζονταν μετατροπή για να ασκούν δραστηριότητες στην αγορά. Συνεπώς, τα μέτρα αυτά θα έπρεπε να θεωρηθούν τουλάχιστον ως συμβατή ενίσχυση δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ), εφόσον πρόκειται για ενίσχυση που προορίζεται για να διευκολύνει την ανάπτυξη ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων·

γ) εξάλλου, τα εξεταζόμενα μέτρα δεν αποτελούν ενίσχυση, διότι: i) οι εταιρείες του νόμου 142/90 δεν είναι επιχειρήσεις σύμφωνα με το δίκαιο του ανταγωνισμού· ii) τα μέτρα περιορίζονται να αντισταθμίσουν τις επιπλέον δαπάνες για την παροχή υπηρεσιών κοινής ωφελείας που ανατέθηκε στις εταιρείες αυτές· iii) δεν χρηματοδοτούνται από κρατικούς πόρους, εφόσον το κράτος προβαίνει σε φορολογική απαλλαγή σε κεντρικό επίπεδο, αλλά κερδίζει σε τοπικό επίπεδο· iv) πρόκειται για γενικά μέτρα· v) δικαιολογούνται από τη φύση και τη γενική οικονομία του συστήματος: σύμφωνα με το ιταλικό φορολογικό δίκαιο, ο νομοθέτης διαθέτει μεγάλο περιθώριο ελιγμών για να καθορίσει τα φορολογητέα πρόσωπα· συνεπώς είχε την ευχέρεια να καθορίσει μια μεταβατική περίοδο απαλλαγής υπέρ των εταιρειών του νόμου 142/90· vi) τα μέτρα δεν επηρέασαν τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές, εφόσον τα αγαθά και οι υπηρεσίες που παράχθηκαν από τους αποδέκτες δεν αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών, αλλά προορίζονται αποκλειστικά για την τοπική αγορά· vii) η απαλλαγή από τους φόρους μεταβίβασης δεν συνεπάγεται κανένα πλεονέκτημα για τις συμμετοχικές επιχειρήσεις, εφόσον οι φόροι αυτοί σε κάθε περίπτωση θα καλύπτονταν από την κοινότητα.

(29) Επικουρικά, η Cispel πιστοποιεί ότι τα εν λόγω μέτρα αιτιολογούνται μέσω της παρέκκλισης του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συνθήκης για τις "ενισχύσεις που προορίζονται για τη θεραπεία μιας σοβαρής διαταραχής της οικονομίας ενός κράτους μέλους" και από το άρθρο 86 παράγραφος 2.

(30) Ο σύνδεσμος γερμανών βιομηχάνων (Bundesverband der Deutschen Industrie) παρατήρησε ότι οι φορολογικές απαλλαγές και τα δάνεια με μειωμένο επιτόκιο υπέρ επιχειρήσεων που ελέγχονταν από το κράτος θα μπορούσαν να προκαλέσουν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού όχι μόνο στην Ιταλία αλλά επίσης και στη Γερμανία.

(31) Η Gas-it -μια ιταλική ένωση επιχειρηματιών του τομέα της διανομής φυσικού αερίου που ασκεί δραστηριότητες στο πλαίσιο συμβάσεων παραχώρησης που ανατίθενται από τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης- δηλώνει ότι τα μέτρα που αναφέρθηκαν από την Επιτροπή συνιστούν κρατική ενίσχυση. Ειδικότερα, η τριετής απαλλαγή από τους φόρους εισοδήματος συνιστά προφανώς κρατική ενίσχυση με την έννοια ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις που ασκούν τις ίδιες δραστηριότητες με τις εταιρείες του νόμου 142/90 οφείλουν, αντίθετα από αυτές τις τελευταίες, να καταβάλουν περίπου το 50 % των κερδών τους ως φόρο εισοδήματος. Η Gas-it υπογράμμισε επίσης ότι το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής για να αιτιολογήσει τα μέτρα αυτά, εφόσον δεν προορίζονταν να διευκολύνουν την ανάπτυξη ενός ολόκληρου οικονομικού τομέα, αλλά απλώς για να προσφέρουν πλεονεκτήματα σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες στον εν λόγω τομέα δυνάμει της νομικής τους μορφής (επιχειρήσεις που μετατράπηκαν σε συμμετοχικές εταιρείες) και της διάρθρωσης του κεφαλαίου τους (πλειοψηφική συμμετοχή του δημοσίου και μειοψηφική ιδιωτική συμμετοχή). Τέλος, η Gas-it παρατήρησε ότι οι ιταλικές αρχές ετοιμάζονταν να συζητήσουν ένα νομοσχέδιο που ανέθετε πρόσθετα πλεονεκτήματα στις εταιρείες του νόμου 142/90. Πάντως, στις 8 Φεβρουαρίου 2001, οι ιταλικές αρχές πληροφόρησαν την Επιτροπή ότι η εξέταση του εν λόγω σχεδίου είχε σταματήσει.

4. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΩΝ ΙΤΑΛΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ

(32) Οι ιταλικές αρχές παρατηρούν ότι τα εξεταζόμενα μέτρα εφαρμόζονται μόνον σε επιχειρήσεις οι οποίες ασχολούνται αποκλειστικά με παροχή υπηρεσιών τις οποίες οι εν λόγω αρχές ορίζουν ως τοπικές υπηρεσίες κοινής ωφελείας, ήτοι υπηρεσίες που παρέχονται σε τοπικό επίπεδο στους τομείς του ηλεκτρισμού, του φυσικού αερίου, του ύδατος, των μεταφορών, των απορριμμάτων και των φαρμακευτικών προϊόντων. Οι ιταλικές αρχές πιστοποιούν ότι τα μέτρα δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση για τους ακόλουθους λόγους:

α) δεν προκάλεσαν καμία στρέβλωση του ανταγωνισμού εφόσον, όταν τέθηκαν σε ισχύ, οι τομείς στους οποίους ασκούσαν δραστηριότητες οι εταιρείες του νόμου 142/90 δεν ήταν ανοικτοί στον ανταγωνισμό·

β) δεν επηρεάζουν τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές, εφόσον η δραστηριότητα των εξεταζόμενων επιχειρήσεων έχει καθαρά τοπική διάσταση·

γ) δεν χορηγούνται μέσω κρατικών πόρων· συνεπώς το κράτος δεν χάνει πόρους τους οποίους δικαιούται. Πράγματι, εφόσον οι αποδέκτριες επιχειρήσεις αποτελούν τμήμα της δημόσιας διοίκησης, είχαν ήδη φορολογική απαλλαγή πριν ακόμα μετατραπούν σε συμμετοχικές εταιρείες. Αντίθετα, το κράτος αυξάνει τους πόρους του σε επίπεδο κοινοτήτων.

(33) Οι αρχές πιστοποιούν εξάλλου ότι, εάν τα εν λόγω μέτρα είχαν θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση, θα έπρεπε να θεωρηθούν ως υπάρχουσα ενίσχυση, εφόσον κατά την εποχή της έκδοσής τους, οι σχετικοί οικονομικοί τομείς δεν ήταν ανοικτοί στον ανταγωνισμό. Επικουρικά, οι εν λόγω ενισχύσεις θα ήταν συμβατές προς τη συνθήκη, δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) (ενίσχυση υπέρ της αναδιάρθρωσης) και του άρθρου 86 παράγραφος 2 (υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος) της συνθήκης.

(34) Όσον αφορά την παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ), οι ιταλικές αρχές πιστοποιούν ότι τα εν λόγω μέτρα επέτρεψαν σε δημόσιες επιχειρήσεις που παρείχαν τοπικές υπηρεσίες να αναπτυχθούν σε μια ανταγωνιστικότερη δομή αγοράς. Εξάλλου, πιστοποιούν ότι η Επιτροπή αποφάνθηκε ήδη για τη συμβατότητα των ενισχύσεων που προορίζονται να διευκολύνουν το πέρασμα από μια κατάσταση μονοπωλίου σε μια κατάσταση ελεύθερου ανταγωνισμού και προσθέτουν ότι, λαμβανομένου υπόψη του χαμηλού ακόμη βαθμού ανταγωνισμού(17) στους σχετικούς τομείς, ο προβλεπόμενος όρος στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ), ότι "η ενίσχυση δεν πρέπει να αλλοιώνει τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντίκειτο στο κοινό συμφέρον" πληροίται.

(35) Όσον αφορά την παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 86 παράγραφος 2 της συνθήκης, οι ιταλικές αρχές ισχυρίζονται ότι όλες οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις παρέχουν υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το εν λόγω άρθρο θα έπρεπε να εφαρμοστεί στα μέτρα αυτά. Τα μέτρα αφορούν όλες τις δημόσιες επιχειρήσεις που παρέχουν αυτό το είδος των υπηρεσιών. Μόνον η τριετής απαλλαγή του φόρου εισοδήματος αφορά αποκλειστικά τις επιχειρήσεις με πλειοψηφική συμμετοχή του δημοσίου, αλλά αυτό προέρχεται από το γεγονός ότι ο ασκούμενος έλεγχος εκ μέρους των δημοσίων αρχών σε αυτό το είδος των επιχειρήσεων είναι μεγαλύτερος από εκείνον τον οποίον ασκούν στις επιχειρήσεις όπου η συμμετοχή τους είναι μειοψηφική.

(36) Όσον αφορά το σημείο 69, οι ιταλικές αρχές παρατηρούν επίσης ότι, από τη μια πλευρά, οι εν λόγω φόροι βαρύνουν τον προϋπολογισμό των κοινοτήτων, και αυτός είναι ο λόγος που το μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προσφέρει πλεονέκτημα στις εταιρείες του νόμου 142/90 και ότι, από την άλλη πλευρά, η απαλλαγή από τους φόρους μεταβίβασης θα έπρεπε να είναι ένα μέτρο που να αιτιολογείται από τη φύση και την οικονομία του συστήματος.

(37) Όσον αφορά την τελευταία αυτή αιτιολόγηση, οι ιταλικές αρχές κατ' αρχάς υπογράμμισαν ότι, από ουσιαστικής απόψεως, η σύσταση μιας εταιρείας του νόμου 142/90 δεν μπορεί να εξομοιωθεί με εκείνη μιας συνήθους εμπορικής εταιρείας. Στη συνέχεια, η εν λόγω απαλλαγή αποτελεί εφαρμογή της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας. Πρόκειται για μία αρχή που διέπει την ιταλική φορολογική νομοθεσία και κυριαρχεί στη μετατροπή της νομικής μορφής μιας επιχείρησης (ήτοι, όταν μία επιχείρηση αλλάζει νομική μορφή, αλλά παραμένει η ίδια από οικονομικής απόψεως). Δυνάμει της αρχής αυτής, η απλή μετατροπή της νομικής μορφής της επιχείρησης είναι άνευ αντικειμένου όσον αφορά τις φορολογικές της υποχρεώσεις, εφόσον δεν προσφέρει κανένα οικονομικό πλεονέκτημα στην επιχείρηση.

(38) Όσον αφορά ειδικότερα το άρθρο 9α του νομοθετικού διατάγματος 318/1986, οι ιταλικές αρχές πιστοποιούν ότι τα δάνεια του CDDPP χορηγήθηκαν αποκλειστικά για την εκπλήρωση της αποστολής της κοινής ωφελείας που ανατίθεται στις εταιρείες του νόμου 142/90 και ότι, λόγω του γεγονότος αυτού, το μέτρο θα έπρεπε να κριθεί συμβιβάσιμο δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ή του άρθρου 86 παράγραφος 2. Εξάλλου, από το 1999, το CDDPP μπορεί να χορηγεί δάνεια σε οποιονδήποτε παρέχοντα δημόσιες υπηρεσίες, ανεξαρτήτως της νομικής του μορφής(18).

(39) Σχετικά με το ζήτημα της σύγκρισης μεταξύ του επιτοκίου που εφαρμόζεται από το CDDPP στα δάνεια τα οποία χορηγεί και του επιτοκίου που θα μπορούσαν να επιτύχουν στην αγορά οι εταιρείες του νόμου 142/90, η θέση των ιταλικών αρχών είναι η ακόλουθη: στις παρατηρήσεις της 2ας Αυγούστου 1999, δήλωσαν ότι το επιτόκιο που εφαρμόζεται από το CDDPP ήταν κατώτερο του επιτοκίου της αγοράς μόνον όταν "υπήρχε βεβαιότητα ότι οι εν λόγω δραστηριότητες ήταν εκτός ανταγωνισμού"· στις παρατηρήσεις της 28ης Οκτωβρίου 1999, πιστοποίησαν ότι το επιτόκιο που εφαρμόστηκε από το CDDPP ουσιαστικά είχε ευθυγραμμιστεί με το επιτόκιο της αγοράς. Για να καταλήξουν στο συμπέρασμα αυτό, οι ιταλικές αρχές βασίστηκαν στη σύγκριση μεταξύ του εφαρμοζόμενου από το CDDPP επιτοκίου και του μέγιστου επιτοκίου των δανείων προς την τοπική αυτοδιοίκηση, το οποίο καθορίστηκε από το Υπουργείο Οικονομικών.

(40) Στις παρατηρήσεις τους της 22ας Νοεμβρίου 2001, οι ιταλικές αρχές πιστοποίησαν τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 38 και 39. Το μέγιστο επιτόκιο που καθορίστηκε από το Υπουργείο Οικονομικών για τα δάνεια προς τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης θα έπρεπε να είναι το επιτόκιο αναφοράς για την εκτίμηση της Επιτροπής. Σε κάθε περίπτωση, η νομολογία και τα καταστατικά των εταιρειών του νόμου 142/90 απαγορεύουν σε αυτές τις τελευταίες να ασκούν δραστηριότητες εκτός της επικράτειας της κοινότητας στην οποία ανήκουν, αλλά οι ιταλικές αρχές διευκρίνισαν επίσης ότι το ταμείο παρακαταθηκών και δανείων ανέκαθεν είχε ως αρχή να μην χορηγεί χρηματοδότηση σε επιχειρήσεις όταν "διαπιστώνει ότι ασκούν δραστηριότητες εκτός της κοινότητας στην οποία ανήκουν".

(41) Τέλος, στις παρατηρήσεις τους της 21ης Δεκεμβρίου 2001, οι ιταλικές αρχές προσέθεσαν ότι το επιτόκιο που εφαρμόζεται από το CDDPP δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι προσέφερε πλεονέκτημα στις εν λόγω επιχειρήσεις. Πράγματι, τα επιτόκια που χορηγούνται από το CDDPP ήταν πάντα υψηλότερα από τα λοιπά επιτόκια που χορηγούνται για επιδοτούμενα δάνεια και καθορίζονται σύμφωνα με τις παραμέτρους που θεσπίζει το Υπουργείο Οικονομικών.

5. ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

(42) Όπως ανέφερε ήδη η Επιτροπή στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, "δεδομένης της ευρύτητας και της αοριστίας της εξεταζόμενης νομοθεσίας, [...] η Επιτροπή δεν κινεί την παρούσα διαδικασία παρά σε συνάρτηση με τις ειδικές πλευρές που επισημαίνονται στην ανάλυση η οποία προηγείται"(19). Κατά συνέπεια, η εξέταση της Επιτροπής αφορά τα καθεστώτα ενισχύσεων που θεσπίστηκαν από τα μέτρα τα οποία περιγράφονται και όχι μεμονωμένες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν σε διάφορες επιχειρήσεις(20). Τα καθεστώτα αυτά αποτελούν πράγματι τα μέσα με τα οποία η Ιταλία προσέφερε πλεονεκτήματα σε όλες τις επιχειρήσεις που πληρούν τους όρους οι οποίοι καθορίζονται στα εν λόγω καθεστώτα (ήτοι της εταιρείας του νόμου 142/90).

(43) Εξάλλου, η Ιταλία δεν χορήγησε φορολογικά πλεονεκτήματα μεμονωμένα και δεν κοινοποίησε στην Επιτροπή καμία ατομική περίπτωση ενίσχυσης, ενώ της διαβίβασε όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την εκτίμησή της. Κατά συνέπεια, λαμβανομένης υπόψη της ίδιας της φύσης των μέτρων, η Επιτροπή οφείλει να προβεί σε γενική και αφηρημένη εξέταση των καθεστώτων, τόσο όσον αφορά το χαρακτηρισμό τους ως κρατικών ενισχύσεων δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης, όσο και όσον αφορά το συμβιβάσιμό τους. Όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να εκτιμηθεί εάν τα καθεστώτα συνεπάγονται κρατικές ενισχύσεις και εάν οι ενισχύσεις αυτές είναι συμβιβάσιμες προς την κοινή αγορά πρέπει να αναζητηθούν στα ίδια τα καθεστώτα. Η συνθήκη, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 και η νομολογία του Δικαστηρίου(21) επιτρέπουν στην Επιτροπή να προβεί στην εξέταση αυτή.

(44) Συνεπώς, η Επιτροπή δεν εξετάζει την εκτέλεση των ενισχύσεων στις διάφορες ατομικές περιπτώσεις. Εξάλλου, πρέπει να γνωρίζουμε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Ιταλία δεν ζήτησε από την Επιτροπή να εξετάσει τις διάφορες περιπτώσεις εκτέλεσης των καθεστώτων. Η Επιτροπή δεν γνωρίζει τον ακριβή αριθμό ούτε την ταυτότητα των δικαιούχων των εξεταζόμενων μέτρων(22), δεν διαθέτει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες και δεν γνωρίζει το ύψος της χορηγηθείσας ενίσχυσης σε κάθε περίπτωση.

(45) Όσον αφορά τα δάνεια του CDDPP, τόσο η δυνατότητα της σύναψης των δανείων όσο και το επιτόκιο θεσπίστηκαν κατά γενικό τρόπο χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ειδικές συνθήκες για κάθε δικαιούχο. Οι ιταλικές αρχές δεν κοινοποίησαν στην Επιτροπή τα ατομικά δάνεια που χορηγήθηκαν από το CDDPP στις εταιρείες του νόμου 142/90. Υπέβαλαν μόνον κατάλογο των εταιρειών του νόμου 142/90 οι οποίες επωφελήθηκαν δανείων του CDDPP και ο κατάλογος δεν περιλαμβάνει ακριβείς πληροφορίες για την οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και συνεπώς δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να προβεί σε ατομική εκτίμηση. Η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν θα ήταν υποχρεωμένη να εκτιμήσει τις ατομικές περιπτώσεις παρά εάν οι ιταλικές αρχές είχαν κάνει σχετική αίτηση και εάν της είχαν υποβάλει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για να πραγματοποιήσει την εκτίμηση αυτή, ήτοι όλες τις πληροφορίες που πρέπει καταρχήν να υποβάλλονται στο πλαίσιο της πλήρους κοινοποίησης μιας ατομικής ενίσχυσης δυνάμει του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης. Μετά από την κίνηση της διαδικασίας, οι ιταλικές αρχές είχαν απόλυτη επίγνωση των επιφυλάξεων της Επιτροπής σχετικά με το εν λόγω καθεστώς. Εάν είχαν εκτιμήσει ότι ορισμένες ειδικές περιπτώσεις θα έπρεπε να εκτιμηθούν ατομικά, λόγω της ιδιαιτερότητάς τους, θα έπρεπε να έχουν ενημερώσει την Επιτροπή για τις ιδιαιτερότητες αυτές και να της υποβάλουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για να προβεί σε ατομική εκτίμηση.

5.1. Άρθρο 87 παράγραφος 1

(46) Ένα κρατικό μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης όταν:

α) χορηγείται από ένα κράτος μέλος ή μέσω κρατικών πόρων ανεξαρτήτως μορφής·

β) ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένες παραγωγές (χορήγηση επιλεκτικού πλεονεκτήματος)·

γ) στρεβλώνει ή απειλεί να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό·

δ) επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών.

(47) Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η τριετής απαλλαγή του φόρου εισοδήματος καθώς και τα δάνεια που χορηγήθηκαν δυνάμει του άρθρου 9α του νομοθετικού διατάγματος 318/1986 συνιστούν μέτρα που πληρούν όλα τα κριτήρια τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης. Κατά συνέπεια, τα μέτρα αυτά συνεπάγονταν για τους δικαιούχους τη χορήγηση μιας κρατικής ενίσχυσης δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης. Εξάλλου, η Επιτροπή θεωρεί ότι επειδή αιτιολογείται λόγω της φύσης και της γενικής οικονομίας του συστήματος, η απαλλαγή από τους φόρους μεταβίβασης δεν συνιστά κρατική ενίσχυση δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 1.

Ενίσχυση που χορηγείται από ένα κράτος μέλος ή μέσω κρατικών πόρων, ανεξαρτήτως μορφής

(48) Όσον αφορά την τριετή φορολογική απαλλαγή των εταιρειών, έστω και αν το μέτρο δεν συνεπάγεται μια άμεση εκταμίευση από το κράτος, πάντως, έχει άμεση επίπτωση στον κρατικό προϋπολογισμό. Πράγματι, το κράτος προβαίνει εθελουσίως σε άφεση φορολογικού χρέους το οποίο υπό ομαλές συνθήκες θα εδικαιούτο να εισπράξει. Κατά συνέπεια, είναι σαφές ότι η ενίσχυση χορηγήθηκε μέσω κρατικών πόρων. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε επανειλημμένα ότι "ένα μέτρο, μέσω του οποίου οι κρατικές αρχές χορηγούν σε ορισμένες επιχειρήσεις φορολογική απαλλαγή, που έστω και αν δεν περιλαμβάνει μεταφορά κρατικών πόρων, θέτει τους δικαιούχους σε ευνοϊκότερη οικονομική θέση από τους λοιπούς φορολογούμενους, συνιστά κρατική ενίσχυση δυνάμει του άρθρου 92 παράγραφος 1 της συνθήκης"(23).

(49) Όσον αφορά τα χαμηλότοκα δάνεια που χορηγήθηκαν από το CDDPP, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, σύμφωνα με τη σχετική ιταλική νομοθεσία, το CDDPP συστάθηκε από το κράτος και ελέγχεται πλήρως από το Υπουργείο Οικονομικών (νυν Υπουργείο Οικονομικών Υποθέσεων). Ο υπουργός Οικονομικών προεδρεύει του διοικητικού συμβουλίου και διορίζει τα μέλη, καθώς και το γενικό διευθυντή. Οι δραστηριότητες του CDDPP υπόκεινται στον έλεγχο του Κοινοβουλίου, μέσω μιας επιτροπής "ad hoc". Σύμφωνα με το Δικαστήριο, για να καθοριστεί εάν ένα μέτρο μπορεί να θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση δυνάμει του άρθρου 87 της συνθήκης, "δεν συντρέχει λόγος να γίνει διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων όπου η ενίσχυση χορηγήθηκε απευθείας από το κράτος και εκείνων όπου η ενίσχυση χορηγήθηκε από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς τους οποίους το κράτος θεσπίζει ή ορίζει"(24). Η ατομική χορήγηση δανείων σε εταιρείες του νόμου 142/90 από το CDDPP αντιπροσωπεύει ακριβώς την εφαρμογή της νομοθετικής διάταξης που περιέχεται στο άρθρο 9α του νομοθετικού διατάγματος 318/1986. Εξάλλου, στο ιταλικό νομικό σύστημα, το CDDPP ορίζεται ρητά ως δημόσια διοίκηση(25). Το γεγονός ότι ένα τμήμα των πόρων τα οποία διαχειρίζεται είναι ιδιωτικής προέλευσης και πρέπει να επιστραφεί είναι άνευ αντικειμένου στο πλαίσιο αυτό. Έστω και εάν τα ποσά που αντιστοιχούν στο εν λόγω μέτρο δεν κατέχονταν μόνιμα από το κράτος, το γεγονός ότι παραμένουν συνεχώς υπό δημόσιο έλεγχο και κατά συνέπεια στη διάθεση των αρμοδίων εθνικών αρχών, επαρκεί ώστε να χαρακτηριστούν ως κρατικοί πόροι(26).

(50) Μία σειρά στοιχείων δείχνει σαφώς ότι τα δάνεια αυτά, έστω και αν χορηγήθηκαν από το CDDPP, θεωρούνται κρατικά(27). Πράγματι, το CDDPP είναι ενσωματωμένο στις δομές της δημόσιας διοίκησης, εμπίπτει στο δημόσιο δίκαιο και η διαχείρισή του τίθεται υπό την εποπτεία των δημοσίων αρχών. Τα ίδια τα δάνεια προβλέπονται ρητά στις διατάξεις του άρθρου 9α του νομοθετικού διατάγματος 318/1986 και οφείλουν να τηρούν τους όρους (ιδίως το επιτόκιο) που θεσπίστηκαν από το διάταγμα του υπουργού Οικονομικών σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3 του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος. Όλα αυτά τα στοιχεία αποδεικνύουν την προφανή συμμετοχή της κρατικής αρχής στη χορήγηση των δανείων του CDDPP. Κατά συνέπεια, τα δάνεια που χορηγήθηκαν από το CDDPP χορηγήθηκαν από ένα κράτος μέλος ή μέσω κρατικών πόρων.

Ενίσχυση που ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένες παραγωγές

(51) Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια της κρατικής ενίσχυσης δεν θα έπρεπε να περιορίζεται στη χορήγηση πόρων ή επιδοτήσεων, αλλά περιλαμβάνει επίσης όλα τα μέτρα τα οποία, έστω και αν δεν έχουν τη φύση των επιδοτήσεων, μπορούν να παράγουν τα ίδια οικονομικά αποτελέσματα. Ειδικότερα, η έννοια αυτή είναι γενικότερη από εκείνη της επιδότησης, διότι περιλαμβάνει όχι μόνο τις θετικές παροχές, όπως οι ίδιες οι επιδοτήσεις, αλλά επίσης παρεμβάσεις οι οποίες, με ποικίλες μορφές, ελαφρύνουν τα βάρη που υπό ομαλές συνθήκες βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχείρησης και παράγουν αντίστοιχα αποτελέσματα(28).

(52) Όσον αφορά την τριετή απαλλαγή του φόρου εισοδήματος, το μέτρο αυτό παράγει το ίδιο αποτέλεσμα με μία άμεση επιδότηση, εφόσον καταργεί ένα στοιχείο των δαπανών το οποίο σε αντίθετη περίπτωση θα επιβάρυνε το δικαιούχο(29). Το καθαρό κέρδος αυτού του τελευταίου βρίσκεται συνεπώς αυξημένο σε συνάρτηση με εκείνο οποιασδήποτε άλλης επιχείρησης που βρίσκεται σε ανάλογη κατάσταση.

(53) Όπως το ανέφεραν οι ιταλικές αρχές(30) και ορισμένες παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή, οι συμμετοχικές εταιρείες υπόκειντο, κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου, σε φόρο επί των κερδών που ανερχόταν σε ποσοστό περίπου 50 %. Η εν λόγω απαλλαγή επέτρεψε μόνον στις δημοτικές επιχειρήσεις που μετατράπηκαν σε εταιρείες του νόμου 142/90 να αποφύγουν κατά τη διάρκεια τριών ετών, αλλά όχι πέραν του οικονομικού έτους 1999, το συνήθη φόρο επί των κερδών των συμμετοχικών εταιρειών, με την επιφύλαξη ότι η δημόσια αρχή διατηρεί την πλειοψηφία του κεφαλαίου.

(54) Κατά συνέπεια, το εν λόγω μέτρο ευνόησε ορισμένες επιχειρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης.

(55) Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου(31), η χορήγηση ενός δανείου από οργανισμό που ελέγχεται από το κράτος, όπως το CDDPP, σε μία επιχείρηση μπορεί να ευνοήσει την εν λόγω επιχείρηση δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης όταν ο δανειζόμενος επιτυγχάνει όρους που είναι πλεονεκτικότεροι από εκείνους που θα είχαν επιτευχθεί σε μία κεφαλαιαγορά.

(56) Για να καθοριστεί εάν τα χορηγηθέντα δάνεια από το CDDPP στις εταιρείες του νόμου 142/90 τις ευνόησαν, πρέπει να συγκριθούν τα εφαρμοσθέντα επιτόκια εκ μέρους του CDDPP με τα επιτόκια που οι επιχειρήσεις αυτές θα είχαν επιτύχει στο ίδιο χρονικό διάστημα στην κεφαλαιαγορά(32). Δεδομένης της γενικής και αφηρημένης φύσης του εν λόγω μέτρου, η Επιτροπή πρέπει να προσφύγει σε ένα γενικό επιτόκιο για να προβεί στη σύγκριση αυτή. Εννοείται ότι η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να δεχτεί ως επιτόκιο αναφοράς τα επιτόκια που προτείνονται από τις ιταλικές αρχές τα οποία, εξ ορισμού, δεν είναι επιτόκια της αγοράς, εφόσον καθορίστηκαν σε συνάρτηση με κριτήρια που έθεσε η δημόσια αρχή. Εξάλλου, το ανώτατο επιτόκιο για τις χρηματοδοτήσεις που χορηγήθηκαν στις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης δεν φαίνεται να είναι προσβάσιμο επιτόκιο στις επιχειρήσεις και τα επιτόκια στις δράσεις επιδοτούμενων πιστώσεων σαφώς είναι ευνοϊκότερα από τα επιτόκια της αγοράς.

(57) Κατά συνέπεια, το επιτόκιο της αγοράς που θα χρησιμοποιηθεί ως επιτόκιο αναφοράς στη σύγκριση αυτή είναι το επιτόκιο που θεσπίστηκε για την εκτίμηση των καθεστώτων κρατικών ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα(33).

(58) Ο πίνακας που ακολουθεί συγκρίνει το επιτόκιο που εφαρμόστηκε από το CDDPP, όπως κοινοποιήθηκε από τις ιταλικές αρχές στην Επιτροπή και το προαναφερθέν επιτόκιο αναφοράς.

Επιτόκιο αναφοράς του CDDPP και επιτόκιο αναφοράς της Επιτροπής

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

(59) Από τον πίνακα απορρέει ότι το εξεταζόμενο μέτρο προσέφερε ένα επιλεκτικό πλεονέκτημα στις εταιρείες του νόμου 142/90. Εξάλλου, η Επιτροπή παρατηρεί ότι το CDDPP εφάρμοσε κάθε έτος ένα ενιαίο επιτόκιο χωρίς να λάβει υπόψη τον ειδικό κίνδυνο που συνδέεται με κάθε πράξη χρηματοδότησης. Συγκεκριμένα, τα χορηγηθέντα δάνεια με επιτόκιο αναφοράς κατώτερο του επιτοκίου της αγοράς επέτρεψαν στις εταιρείες του νόμου 142/90 να επωφεληθούν μιας λιγότερο δαπανηρής πρόσβασης στην κεφαλαιαγορά σε συνάρτηση με τις λοιπές επιχειρήσεις.

(60) Κατά συνέπεια, το εν λόγω μέτρο ευνόησε ορισμένες επιχειρήσεις δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης, εφόσον όλες οι εταιρείες του νόμου 142/90 (ήτοι, οι εταιρείες με πλειοψηφική συμμετοχή των κοινοτήτων) μπορούσαν να συνάψουν δάνεια από το CDDPP και όχι οι λοιπές επιχειρήσεις που βρίσκονταν σε ανάλογη κατάσταση.

Ενίσχυση που στρεβλώνει ή απειλεί να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό

(61) Υπάρχει στρέβλωση του ανταγωνισμού όταν μία οικονομική ενίσχυση που χορηγήθηκε από το κράτος ενισχύει τη θέση μιας επιχείρησης σε συνάρτηση με άλλες ανταγωνίστριες επιχειρήσεις στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές(34).

(62) Τα μέτρα αυτά ενισχύουν την ανταγωνιστική θέση των εταιρειών του νόμου 142/90 σε συνάρτηση με όλες τις λοιπές επιχειρήσεις που επιθυμούν να παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες. Οι επιχειρήσεις των οποίων η νομική μορφή δεν είναι εκείνη της συμμετοχικής εταιρείας και των οποίων το κεφάλαιο κατέχεται από τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης με πλειοψηφική συμμετοχή βρίσκονται σε μειονεκτική θέση όταν επιθυμούν να συμμετέχουν σε διαγωνισμό για την κατακύρωση της παροχής μιας συγκεκριμένης υπηρεσίας σε μία δεδομένη εδαφική επικράτεια.

(63) Η τριετής απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος ελαφρύνει σημαντικά τους προϋπολογισμούς ορισμένων επιχειρήσεων πράγμα που αυξάνει ανάλογα τα καθαρά κέρδη της αποδέκτριας επιχείρησης σε συνάρτηση με τα κέρδη οποιασδήποτε άλλης επιχείρησης βρίσκεται σε ανάλογη κατάσταση. Το πλεονέκτημα αυτό μπορεί να χρησιμεύσει για τη διανομή μεγαλύτερων μερισμάτων (που κατά τον τρόπο αυτό καθιστά εξαιρετικά αποδοτική την επένδυση κεφαλαίων στις επιχειρήσεις αυτές, με επιπτώσεις στρέβλωσης της κεφαλαιαγοράς) ή επίσης να πραγματοποιούν επενδύσεις χωρίς να πρέπει να αναζητούν στην αγορά τα απαραίτητα κεφάλαια (πράγμα που επηρεάζει τον ανταγωνισμό στην αγορά όπου πραγματοποιείται η ενίσχυση). Εξάλλου, τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από τη φορολογική απαλλαγή επιτρέπουν στις επιχειρήσεις αυτές να εργάζονται με ευνοϊκότερες συνθήκες που σε διαφορετική περίπτωση δεν θα ήταν δυνατόν να έχουν. Το ίδιο ισχύει και για το οικονομικό πλεονέκτημα που απορρέει από τα δάνεια τα οποία χορηγήθηκαν στις εταιρείες του νόμου 142/90 από το CDDPP με επιτόκιο κατώτερο από εκείνο της αγοράς.

(64) Τα συμπληρωματικά οικονομικά μέσα μπορούν να διευκολύνουν την επέκταση των επιχειρήσεων αυτών σε άλλες αγορές, παράγοντας κατά τον τρόπο αυτό στρεβλωτικά αποτελέσματα, ακόμη και σε τομείς άλλους από τις υπηρεσίες τοπικής αυτοδιοίκησης(35). Επίσης, μπορούν να καταστήσουν δυσχερέστερη τη διείσδυση επιχειρήσεων άλλων κρατών μελών στις ιταλικές αγορές οικονομικών δραστηριοτήτων όπου οι εταιρείες του νόμου 142/90 είναι παρούσες.

Επιπτώσεις στις συναλλαγές

(65) "Όταν μία οικονομική ενίσχυση που χορηγείται από το κράτος ενισχύει τη θέση μιας επιχείρησης σε συνάρτηση με άλλες ανταγωνίστριες επιχειρήσεις στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές, αυτές οι τελευταίες πρέπει να θεωρείται ότι επηρεάζονται από την ενίσχυση"(36), έστω και αν η αποδέκτρια επιχείρηση δεν συμμετέχει η ίδια στις εξαγωγές(37). Επίσης, όταν ένα κράτος μέλος χορηγεί ενισχύσεις σε επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες στον τομέα των υπηρεσιών διανομής, δεν είναι απαραίτητο οι αποδέκτριες επιχειρήσεις να ασκούν οι ίδιες τις δραστηριότητές τους εκτός του εν λόγω κράτους μέλους για να επηρεάζουν οι ενισχύσεις τις κοινοτικές συναλλαγές, ιδίως όταν πρόκειται για επιχειρήσεις εγκατεστημένες πλησίον των συνόρων μεταξύ δύο κρατών μελών(38).

(66) Στους τομείς των τοπικών δημοσίων υπηρεσιών, όπου (σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές) οι εταιρείες του νόμου 142/90 ασκούν κυρίως δραστηριότητες, συμβαίνει συχνά ο ανταγωνισμός να μην αφορά την πώληση μιας υπηρεσίας στην περιοχή ενός άλλου ανταγωνιστή. Πράγματι, το μεγαλύτερο τμήμα των υπηρεσιών αυτών μπορεί να παρασχεθεί αποκλειστικά σε τμήμα ή στο σύνολο της επικράτειας της κοινότητας(39). Ο ανταγωνισμός ασκείται κυρίως όταν επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην Ιταλία και σε άλλα κράτη μέλη ανταγωνίζονται για να επιτύχουν προνόμια ή δημόσιες συμβάσεις για την παροχή της υπηρεσίας σε διάφορες κοινότητες της Ιταλίας ή άλλων κρατών μελών.

(67) Όπως παρατηρήθηκε στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας(40), "στην περίπτωση των υπηρεσιών, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, το εμπόριο αυτό δεν συνεπάγεται ρεύμα φυσικών ανταλλαγών αγαθών μεταξύ κρατών μελών. Στον τομέα αυτό, οι επιχειρήσεις συμμετέχουν σε διαγωνισμούς για να τους κατακυρωθεί η παροχή υπηρεσιών σε διάφορες κοινότητες. Οι αποδέκτριες επιχειρήσεις των εξεταζόμενων μέτρων μπορούν ενδεχομένως να προσφέρουν πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά για την παροχή υπηρεσιών σε διάφορες κοινότητες, μειώνοντας κατά τον τρόπο αυτό τη δυνητική αγορά για τους ανταγωνιστές, υπάρχοντες ή δυνητικούς"(41).

(68) Πρέπει να σημειωθεί ότι η αγορά των συμβάσεων παραχώρησης των "τοπικών δημοσίων υπηρεσιών" είναι μία ανοιχτή αγορά στον κοινοτικό ανταγωνισμό, ανοιχτή σε όλες τις επιχειρήσεις της Κοινότητας και υπόκειται στους κανόνες της Συνθήκης(42).

(69) Οι εν λόγω ενισχύσεις επηρεάζουν τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών στο βαθμό που προκαλούν ζημία στις αλλοδαπές επιχειρήσεις οι οποίες συμμετέχουν σε διαγωνισμούς για τοπικές συμβάσεις παραχώρησης στην Ιταλία, δεδομένου ότι οι αποδέκτριες του εν λόγω καθεστώτος δημόσιες επιχειρήσεις μπορούν να προτείνουν ανταγωνιστικότερες τιμές από ό,τι οι εθνικοί ή κοινοτικοί τους ανταγωνιστές που δεν επωφελούνται του καθεστώτος. Εξάλλου, το εν λόγω καθεστώς θα καθιστούσε λιγότερο ελκυστική για τις επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών την επένδυση στον τομέα των τοπικών δημοσίων υπηρεσιών στην Ιταλία (για παράδειγμα, με την ανάληψη μιας πλειοψηφικής συμμετοχής), εφόσον οι δυνητικά εξαγορασθείσες επιχειρήσεις δεν θα μπορούσαν να επωφεληθούν της ενίσχυσης (ή θα μπορούσαν να την χάσουν) λόγω της φύσης των νέων μετόχων.

(70) Κατά κανόνα, παρατηρούμε ότι η χορηγηθείσα ενίσχυση σε παρέχοντες τοπικές υπηρεσίες μπορεί να δημιουργήσει εμπόδιο για τις αλλοδαπές επιχειρήσεις που επιθυμούν να εγκατασταθούν στην Ιταλία ή να προτείνουν εκεί τις υπηρεσίες τους(43) και κατά συνέπεια να επηρεάσει τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές. Οι παρατηρήσεις που προηγούνται είναι επαρκείς, σύμφωνα με την Επιτροπή, για την πλήρωση του όρου που προβλέπεται στο άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης, ήτοι ότι επηρεάζονται οι συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών(44).

(71) Οι ιταλικές αρχές πιστοποίησαν ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου εφαρμογής των εν λόγω μέτρων, καταχωρίστηκαν πολύ λίγες περιπτώσεις κατακύρωσης συμβάσεων παραχώρησης στο πλαίσιο μιας επιλεκτικής διαδικασίας. Εξάλλου, διευκρίνισαν ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις παρέχουν υπηρεσίες σε τοπικό επίπεδο. Κατά συνέπεια, οι επιπτώσεις στο εμπόριο πρέπει να θεωρηθούν ως ασήμαντες. Τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά. Πράγματι, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όταν οι συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών σε έναν δεδομένο οικονομικό τομέα και σε μία δεδομένη χρονική στιγμή είναι περιορισμένες, αυτό δεν αποκλείει το να μπορεί να θεωρηθεί ένα δεδομένο μέτρο ως κρατική ενίσχυση(45), a fortiori εάν η αδυναμία των συναλλαγών εξαρτάται επίσης από παραβίαση του κοινοτικού δικαίου. Αλλιώς, τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να παρακινηθούν στο να εμποδίζουν την ανάπτυξη του εμπορίου στο δεδομένο αυτό τομέα ώστε να αποτρέψουν την εφαρμογή των κανόνων της συνθήκης για τις κρατικές ενισχύσεις. Πράγματι, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η ίδια η ύπαρξη της ενίσχυσης υπέρ των εταιρειών του νόμου 142/90 δημιούργησε κίνητρο για τις κοινότητες να προβαίνουν περισσότερο σε απευθείας ανάθεση αντί να χορηγούν συμβάσεις παραχώρησης στο πλαίσιο ανοικτών διαδικασιών. Τέλος, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, στο βαθμό που οι ιταλικές αρχές οργάνωσαν λίγες επιλεκτικές διαδικασίες κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου, η κατάσταση αυτή θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει τη συνέπεια μιας παραβίασης των κοινοτικών κανόνων και αρχών που διέπουν τις δημόσιες συμβάσεις και τις συμβάσεις παραχώρησης. Η παραβίαση αυτή, αυτή τη στιγμή αποτελεί αντικείμενο μιας διαδικασίας παράβασης που κινήθηκε από την Επιτροπή έναντι της Ιταλίας(46). Εξάλλου, "η σχετικά μικρή σημασία μιας ενίσχυσης ή το σχετικά μικρό μέγεθος της αποδέκτριας επιχείρησης δεν αποκλείουν εκ των προτέρων το ενδεχόμενο να επηρεαστούν οι συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών"(47). Επίσης, το γεγονός ότι η αποδέκτρια επιχείρηση δεν εξάγει η ίδια τα προϊόντα της προς άλλα κράτη μέλη ή ασκεί δραστηριότητες σε τοπικό επίπεδο δεν αποκλείει ότι μπορούν να επηρεαστούν οι ενδοκοινοτικές συναλλαγές(48).

(72) Στα εν λόγω καθεστώτα ενισχύσεων, τίποτα δεν εγγυάται ότι η ενίσχυση που καταβάλλεται σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση θα πληροί τους όρους de minimis κατά συνέπεια, η αρχή de minimis που θεσπίστηκε από τις ανακοινώσεις της Επιτροπής και το παράγωγο δίκαιο(49) σαφώς δεν τυγχάνει εφαρμογής στα υπό εξέταση μέτρα. Πάντως, δεν πρέπει να αποκλεισθεί ότι ορισμένες μεμονωμένες περιπτώσεις εμπίπτουν στα όρια "de minimis". Στις ειδικές αυτές περιπτώσεις τα εν λόγω μέτρα δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ούτε στις διατάξεις της παρούσας απόφασης.

(73) Εξάλλου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι τα εξεταζόμενα μέτρα μπορούν επίσης να επηρεάσουν τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές για τους ακόλουθους λόγους. Είναι αναμφισβήτητο ότι κατά την περίοδο της εκτέλεσης των εν λόγω μέτρων, ορισμένοι τομείς που αναφέρονται από τις ιταλικές αρχές ως κύριοι τομείς δραστηριότητας των εταιρειών του νόμου 142/90 συμμετείχαν ήδη σε συναλλαγές μεταξύ της Ιταλίας και άλλων κρατών μελών (για παράδειγμα, τα φαρμακευτικά προϊόντα, η ηλεκτρική ενέργεια και τα απορρίμματα). Συνεπώς, το εμπόριο όχι μόνον ήταν προβλέψιμο, αλλά υπήρχε ήδη σε κάποιο βαθμό.

(74) Τέλος, οι εταιρείες του νόμου 142/90 μπορούν να αποφασίσουν να ασκούν δραστηριότητες στις αγορές άλλων προϊόντων όπου υπάρχουν ενδοκοινοτικές συναλλαγές. Όπως παρατήρησε η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας και όπως ορισμένες επιχειρήσεις το επιβεβαίωσαν στις παρατηρήσεις τους, ορισμένες εταιρείες του νόμου 142/90 διείσδυσαν σε άλλες αγορές που χαρακτηρίζονται από ενδοκοινοτικές συναλλαγές(50) μεγάλου μεγέθους. Συνεπώς ήταν προβλέψιμο ότι τα εν λόγω μέτρα θα μπορούσαν επίσης να επηρεάσουν τις συναλλαγές σε τομείς διαφορετικούς από εκείνον που άπτεται των τοπικών δημοσίων υπηρεσιών.

(75) Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η τριετής απαλλαγή του φόρου εισοδήματος και τα δάνεια δυνάμει του άρθρου 9α του νομοθετικού διατάγματος 31 της 1ης Ιουλίου 1986 χορήγησαν στις εταιρείες του νόμου 142/90 κρατική ενίσχυση δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης(51).

5.2. Η απαλλαγή από τους φόρους μεταβίβασης δεν εμπίπτει στο άρθρο 87 παράγραφος 1

(76) Οι ιταλικές αρχές αναγνωρίζουν ότι η απαλλαγή από τους φόρους μεταβίβασης συνιστά ειδικό φορολογικό καθεστώς που δεν εφαρμόζεται παρά στη μετατροπή των δημοτικών επιχειρήσεων και των ειδικών επιχειρήσεων σε συμμετοχικές εταιρείες. Πάντως, ο επιλεκτικός χαρακτήρας ενός μέτρου μπορεί να αιτιολογηθεί "λόγω της φύσης ή της οικονομίας του συστήματος"(52). Εάν αυτό ισχύει, το μέτρο δεν εμπίπτει στο χαρακτηρισμό της κρατικής ενίσχυσης.

(77) Σχετικά με αυτό, η Επιτροπή παρατηρεί κατ' αρχάς ότι οι φόροι μεταβίβασης εφαρμόζονται συνήθως στη σύσταση μιας νέας οικονομικής οντότητας ή στη μεταφορά στοιχείων ενεργητικού μεταξύ διαφόρων οικονομικών οντοτήτων. Όταν μία δημοτική επιχείρηση μετατρέπεται σε εταιρεία του νόμου 142/90, το απλό αποτέλεσμα των διαδικασιών του ιταλικού εννόμου συστήματος οδηγεί στο σκεπτικό ότι πρόκειται για σύσταση μιας νέας οικονομικής οντότητας, αλλά η σύσταση αυτή είναι φαινομενική. Πράγματι, από απόψεως ουσίας, η δημοτική επιχείρηση και η εταιρεία του νόμου 142/90 είναι η ίδια οικονομική οντότητα που ασκεί δραστηριότητες με διαφορετική νομική μορφή.

(78) Όπως αναφέρθηκε στις προπαρασκευαστικές εργασίες της Ιταλικής Γερουσίας(53), το ιταλικό έννομο σύστημα δεν προέβλεπε, μεταξύ των γενικών κανόνων που εφαρμόζονται στις περιπτώσεις μετατροπής της νομικής μορφής των επιχειρήσεων, την περίπτωση μετατροπής μιας δημοτικής επιχείρησης σε συμμετοχική εταιρεία. Η μετατροπή αυτή θα έπρεπε λοιπόν να πραγματοποιηθεί μέσω της "τεχνικής" ρευστοποίησης της δημοτικής επιχείρησης και της σύστασης μιας "νέας" συμμετοχικής εταιρείας. Τελικά, υπάρχει η εντύπωση ότι συστάθηκε μία νέα οικονομική οντότητα, ενώ πρόκειται, όπως είδαμε παραπάνω, για την ίδια οντότητα που ασκεί δραστηριότητες με διαφορετική νομική μορφή. Συνεπώς, αιτιολογείται, οι κοινοί φορολογικοί κανόνες σχετικά με τη μεταφορά στοιχείων ενεργητικού για τη σύσταση μιας νέας οικονομικής οντότητας, να μην τυγχάνουν εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση.

(79) Εξάλλου, οι ιταλικές αρχές πιστοποιούν ότι η απλή μετατροπή της νομικής μορφής των επιχειρήσεων διέπεται από την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας, εφόσον η ίδια η μετατροπή δεν είναι ενδεικτική μιας αύξησης των κερδών ούτε της ικανότητας πραγματοποίησης κερδών. Κατά συνέπεια, η απαλλαγή από τους φόρους μεταβίβασης συνιστά ειδική εφαρμογή της εν λόγω αρχής στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση και είναι αναμφισβήτητο ότι αντίθετα από την περίπτωση της τριετούς απαλλαγής από τους φόρους εισοδήματος, εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις μετατροπής μιας ειδικής επιχείρησης ή μιας δημοτικής επιχείρησης σε συμμετοχική εταιρεία, ανεξάρτητα από τη διάρθρωση του κεφαλαίου αυτής της τελευταίας.

(80) Συγχρόνως, είναι επίσης σαφές ότι η μετατροπή μιας ειδικής επιχείρησης ή μιας δημοτικής επιχείρησης σε συμμετοχική εταιρεία δεν μπορεί να εξομοιούται με τη συνήθη σύσταση μιας εταιρείας. Πράγματι, δεν πρόκειται για πράξη που περιλαμβάνεται μεταξύ των δυνατοτήτων ενός ιδιώτη επενδυτή, αλλά για την απόφαση μιας κρατικής αρχής σχετικά με το ποια νομικά μέσα θα επιλέξει μεταξύ εκείνων που προβλέπει ο νόμος 142/90 για την παροχή ορισμένων υπηρεσιών σε τοπικό επίπεδο(54).

(81) Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η λογική της απαλλαγής αυτής αντικατοπτρίζει την καλή λειτουργία και αποτελεσματικότητα του φορολογικού συστήματος. Η απαλλαγή βασίζεται στην αρχή της φορολογικής ουδετερότητας, που αποτελεί βασική αρχή του φορολογικού συστήματος. Κατά συνέπεια, το εν λόγω μέτρο αιτιολογείται από τη φύση ή την οικονομία του συστήματος και δεν συνιστά κρατική ενίσχυση δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης.

5.3. Η φύση της ενίσχυσης: νέα ή υπάρχουσα

(82) Η φύση της ενίσχυσης θέτει δύο ζητήματα. Το πρώτο βασίζεται στη θέση σύμφωνα με την οποία, κατά την εποχή της έναρξης ισχύος των εξεταζόμενων μέτρων, οι τομείς στους οποίους ασκούσαν δραστηριότητες οι εταιρείες του νόμου 142/90 δεν ήταν ανοικτές στον ανταγωνισμό. Κατά συνέπεια, όλα τα εν λόγω μέτρα θα έπρεπε να θεωρηθούν ως υπάρχουσα ενίσχυση δυνάμει του άρθρου 1 στοιχείο β) σημείο v), του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/99 ή/και της απόφασης του Πρωτοδικείου στην υπόθεση Alzetta Mauro(55).

(83) Η άποψη αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Πράγματι, τα εξεταζόμενα μέτρα πρέπει να αναλυθούν ως καθεστώτα ενισχύσεων, εφόσον δύνανται να προσφέρουν πλεονέκτημα σε όλες τις εταιρείες του νόμου 142/90. Οι τελευταίες αυτές είναι επιχειρήσεις που μπορούν να ασκήσουν τη δραστηριότητά τους άμεσα ή έμμεσα σε κάθε οικονομικό τομέα που έχει επιλεχθεί εκ των προτέρων από τις ίδιες ή/και τους μετόχους τους και τα εν λόγω καθεστώτα δεν περιέχουν κανένα ενδεικτικό στοιχείο για το ότι οι ενισχύσεις έπρεπε να περιοριστούν αποκλειστικά σε τομείς κλειστούς στον ανταγωνισμό.

(84) Εξάλλου, αντίθετα από ό,τι ισχυρίζονται οι ιταλικές αρχές, απορρέει από τις πληροφορίες τις οποίες διαθέτει η Επιτροπή ότι αναμφισβήτητα υπήρχε κάποιος ανταγωνισμός, τουλάχιστον σε ορισμένους από τους τομείς που αναφέρθηκαν εκ μέρους των ιταλικών αρχών ως τομείς στους οποίους οι συμμετοχικές εταιρείες ασκούσαν κατά κύριο λόγο δραστηριότητα κατά τη στιγμή της έναρξης ισχύος των εν λόγω μέτρων. Ειδικότερα μπορούν να αναφερθούν, ενδεικτικά οι ακόλουθοι τομείς: φαρμακευτικά προϊόντα, απορρίμματα, φυσικό αέριο και ύδωρ. Η ανάλυση αυτή ενισχύεται από τις παρατηρήσεις των ιταλικών αρχών που πιστοποιούν ότι, στους τομείς αυτούς, "ο βαθμός ανταγωνισμού ήταν ακόμη πολύ μικρός"(56). Ακόμη και αν ο ανταγωνισμός σε ένα δεδομένο οικονομικό τομέα και σε μία δεδομένη χρονική στιγμή είναι περιορισμένος, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εκδίδουν μέτρα που συνεπάγονται κρατικές ενισχύσεις οι οποίες δύνανται να αποτρέψουν την ανάπτυξη του ανταγωνισμού ή να μειώσουν τον ήδη υπάρχοντα βαθμό ανταγωνισμού.

(85) Συμπερασματικά, η επιβεβαίωση σύμφωνα με την οποία όλοι οι τομείς στους οποίους ασκούσαν δραστηριότητες οι εν λόγω συμμετοχικές εταιρείες κατά την περίοδο της έναρξης ισχύος των εξεταζόμενων μέτρων ήταν κλειστοί στον ανταγωνισμό είναι αβάσιμη. Κατά συνέπεια, τα εν λόγω μέτρα δεν μπορούν να θεωρηθούν ως υπάρχουσες ενισχύσεις βάσει της επιχειρηματολογίας αυτής, επιφυλασσομένης της δυνατότητας οι ατομικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν δυνάμει των εν λόγω καθεστώτων να θεωρηθούν ως υπάρχουσες ενισχύσεις λόγω της ειδικής κατάστασης του δικαιούχου.

(86) Το δεύτερο προς επίλυση ζήτημα αφορά την επιβεβαίωση σύμφωνα με την οποία η τριετής απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος θα έπρεπε να θεωρείται ως υπάρχουσα ενίσχυση. Τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν σχετικά με αυτό είναι σε γενικές γραμμές τα ακόλουθα. Από τις αρχές του αιώνα, οι δημοτικές επιχειρήσεις και στη συνέχεια οι ειδικές επιχειρήσεις εξομοιώθηκαν, όσον αφορά τη φορολογία, με τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης και βάσει αυτού δεν υπόκειντο στον εν λόγω φόρο. Δεδομένου ότι οι εταιρείες του νόμου 142/90 υποκατέστησαν τις δημοτικές επιχειρήσεις, η τριετής απαλλαγή του φόρου εισοδήματος, υπέρ των εν λόγω εταιρειών δεν συνιστά νέο φορολογικό μέτρο, αλλά την εφαρμογή ενός ήδη υπάρχοντος μέτρου. Το σημείο 70 δεν συνέστησε νέα κρατική ενίσχυση, αλλά είχε ως αποτέλεσμα να περιορίσει σε τρία έτη την εν λόγω φορολογική απαλλαγή και να θέσει τέλος σε μία κανονιστική κατάσταση που στρέβλωνε τον ανταγωνισμό.

(87) Ανεξάρτητα από το ζήτημα κατά πόσον οι δημοτικές επιχειρήσεις και στη συνέχεια οι ειδικές επιχειρήσεις απαλλάχτηκαν πράγματι από όλους τους φόρους εισοδήματος, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η έννοια της υπάρχουσας ενίσχυσης δεν εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη τριετή απαλλαγή του φόρου εισοδήματος.

(88) Η βασική νομολογία σχετικά με την έννοια της υπάρχουσας ενίσχυσης απορρέει από την υπόθεση Namur Ducroire(57), επί της οποίας το Δικαστήριο αποφάνθηκε για το εάν μια απόφαση που επιτρέπει την επέκταση του πεδίου δραστηριότητας μιας δεδομένης δημόσιας επιχείρησης (OND) μπορεί να συνεπάγεται ότι η χορηγηθείσα ενίσχυση στην εν λόγω επιχείρηση καθίσταται νέα ενίσχυση. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι μία παλαιότερη νομοθεσία της ενάρξεως ισχύος της συνθήκης· i) είχε καθορίσει το στόχο και τους τομείς παρέμβασης της OND κατά τρόπο πολύ γενικό (χορήγηση εγγυήσεων εξαγωγής)· ii) είχε προσφέρει ορισμένα πλεονεκτήματα και iii) δεν συνεπαγόταν τον υλικό ή γεωγραφικό περιορισμό του πεδίου δραστηριότητας της OND(58). Στην περίπτωση αυτή, η OND, που είχε κατά τη διάρκεια πολλών ετών περιορίσει τη δραστηριότητά της στην ασφάλιση ορισμένων κινδύνων εξαγωγών, αποφάσισε (με την απαραίτητη συμφωνία της βελγικής κυβέρνησης) να επεκτείνει την ασφαλιστική της δραστηριότητα σε εξαγωγές προς τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης.

(89) Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το ζήτημα του κατά πόσον μια ενίσχυση συνιστούσε νέα ενίσχυση ή υπάρχουσα ενίσχυση έπρεπε να επιλυθεί με μνεία στη συστατική του εν λόγω μέτρου νομοθεσία. Κατά συνέπεια, αποφάνθηκε ότι η απόφαση να επεκταθούν οι κίνδυνοι εξαγωγών για τους οποίους παρείχε εγγυήσεις η OND (που δεν υπερέβαιναν την αρχική περιγραφή του πεδίου δραστηριότητας της OND) δεν τροποποιούσε τη νομοθεσία που συνιστούσε τα πλεονεκτήματα αυτά, ούτε όσον αφορά τη φύση των πλεονεκτημάτων αυτών ούτε όσον αφορά τις δραστηριότητες της δημόσιας υπηρεσίας. Κατά συνέπεια, η ενίσχυση ήταν υπάρχουσα ενίσχυση.

(90) Στη συγκεκριμένη περίπτωση, κανείς από τους όρους που αναφέρθηκαν στην προαναφερθείσα απόφαση, ώστε να μπορέσει να θεωρηθεί η ενίσχυση ως υπάρχουσα ενίσχυση, δεν πληροίται.

(91) Η τριετής απαλλαγή του φόρου εισοδήματος που χορηγήθηκε στις εταιρείες του νόμου 142/90 δεν συστάθηκε με προγενέστερη νομοθεσία της ενάρξεως ισχύος της συνθήκης, αλλά με το σημείο 14 του άρθρου 66 του νομοθετικού διατάγματος 331 της 30ής Αυγούστου 1993 και το σημείο 70 του άρθρου 3 του νόμου 549 του 1995. Πράγματι, το 1990, όταν ο νόμος 142/90 έδωσε στις κοινότητες τη δυνατότητα να συστήσουν συμμετοχικές εταιρείες με πλειοψηφική συμμετοχή του δημοσίου για τη διαχείριση τοπικών δημοσίων υπηρεσιών, δεν είχε ακόμη προβλεφθεί καμία απαλλαγή του φόρου εισοδήματος για τις εν λόγω συμμετοχικές εταιρείες. Οι πάσης φύσεως συμμετοχικές εταιρείες που συστήθηκαν μεταξύ του 1990 και της έναρξης ισχύος, το 1993, του σημείου 14 του άρθρου 66 του νομοθετικού διατάγματος 331 της 30ής Αυγούστου 1993, υπόκειντο στο φόρο εισοδήματος, όπως το πιστοποιούν ρητά οι προπαρασκευαστικές εργασίες της Ιταλικής Γερουσίας(59), που επιβεβαιώνουν ότι η φορολογική απαλλαγή χορηγήθηκε με βάση το σκεπτικό ότι χωρίς την εν λόγω απαλλαγή, οι εταιρείες του νόμου 142/90 θα υπόκειντο στο φόρο εισοδήματος(60). Κατά συνέπεια, για να επεκταθεί στις συμμετοχικές εταιρείες αυτού του είδους το φορολογικό καθεστώς που εφαρμόζεται στην τοπική αυτοδιοίκηση, η Ιταλία έπρεπε να εκδώσει μία νέα νομοθεσία πολλές δεκαετίες μετά την έναρξη ισχύος της συνθήκης.

(92) Εξάλλου, ούτε ο σκοπός ούτε οι τομείς παρέμβασης των δημοτικών επιχειρήσεων είχαν καθοριστεί κατά γενικό τρόπο. Οι δημοτικές επιχειρήσεις, και στη συνέχεια οι ειδικές επιχειρήσεις περιορίζονται στην παροχή ορισμένων δημοσίων υπηρεσιών σε τοπικό επίπεδο και κατά συνέπεια έχουν υλικούς ή γεωγραφικούς περιορισμούς που θεσπίστηκαν από το νόμο και τη νομολογία. Ο νόμος δεν επιβάλλει περιορισμούς ανάλογους στις εταιρείες του νόμου 142/90. Οι εταιρείες αυτές μπορούν πράγματι να ασκήσουν οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα σε οποιαδήποτε εδαφική επικράτεια(61). Κατά συνέπεια, αντίθετα από την υπάρχουσα κατάσταση στην περίπτωση των OND, η επέκταση του σκοπού και των τομέων παρέμβασης απέρρεε απευθείας από το νόμο 142/90 και τη μεταγενέστερη μετατροπή των δημοτικών επιχειρήσεων και των ειδικών επιχειρήσεων σε συμμετοχικές εταιρείες.

(93) Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η τριετής απαλλαγή του φόρου εισοδήματος που χορηγήθηκε στις εταιρείες του νόμου 142/90 συνιστά νέα κρατική ενίσχυση.

5.4. Συμβιβάσιμο προς την κοινή αγορά

(94) Αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η τριετής απαλλαγή του φόρου εισοδήματος και τα δάνεια που χορηγήθηκαν δυνάμει του άρθρου 9α του νομοθετικού διατάγματος 318/1986 χορήγησαν στις εταιρείες του νόμου 142/90 κρατική ενίσχυση δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ, η Επιτροπή οφείλει να ελέγξει εάν η ενίσχυση είναι συμβιβάσιμη προς την κοινή αγορά. Πλην εξαιρέσεως, ο έλεγχος αυτός πραγματοποιείται από κοινού και για τα δύο μέτρα.

(95) Η ενίσχυση δεν είναι συμβιβάσιμη δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 2. Πράγματι, δεν πρόκειται για ενίσχυση κοινωνικού χαρακτήρα που χορηγείται σε μεμονωμένους καταναλωτές ούτε για ενίσχυση που προορίζεται για τη θεραπεία ζημιών που προκλήθηκαν από φυσικές καταστροφές ή άλλα έκτακτα γεγονότα· επίσης δεν πρόκειται για ενίσχυση που χορηγήθηκε υπέρ της οικονομίας ορισμένων περιοχών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας που εθίγησαν από τη διαίρεση της Γερμανίας. Επίσης η ενίσχυση δεν είναι συμβιβάσιμη δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο δ) (ενίσχυση που προορίζεται για την προώθηση του πολιτισμού και της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς) ή στοιχείο ε) (άλλες κατηγορίες ενισχύσεων που καθορίζονται με απόφαση του Συμβουλίου). Εξάλλου, το κράτος μέλος δεν ανέφερε καμία από τις παρεκκλίσεις αυτές. Τέλος, η ενίσχυση δεν είναι συμβιβάσιμη προς τις διατάξεις του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο β). Η αναδιοργάνωση του τομέα των δημοσίων υπηρεσιών στην Ιταλία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως σχέδιο κοινού ευρωπαϊκού συμφέροντος, δεδομένου ότι ουσιαστικά θα παρείχε πλεονεκτήματα στους οικονομικούς φορείς ενός κράτους μέλους και όχι σε εκείνους ολόκληρης της Κοινότητας και δεν θα ευνοούσε ένα συγκεκριμένο και σαφώς καθορισμένο σχέδιο. Επίσης, η ενίσχυση δεν προορίζεται να θεραπεύσει μια σοβαρή διαταραχή της οικονομίας ενός κράτους μέλους, εφόσον δεν υποβλήθηκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο για το ότι ο ιταλικός τομέας των τοπικών δημοσίων υπηρεσιών έπασχε από κρίση την οποία προκαλούσε το σύστημα.

(96) Επειδή η ενίσχυση εφαρμόζεται στο σύνολο του εδάφους του κράτους, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συμβιβάσιμη προς τις διατάξεις του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχεία α) και γ) (ανάπτυξη ορισμένων περιοχών).

Άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ)

(97) Όσον αφορά το συμβιβάσιμο προς τη συνθήκη δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) (ανάπτυξη ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων), πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ελαφρύνοντας τα συνήθη βάρη μιας επιχείρησης, τα εν λόγω μέτρα μπορούν πράγματι να ενισχύσουν ορισμένες επιχειρήσεις στο να αναδιοργανωθούν, να αυξήσουν την αποτελεσματικότητά τους και να καταστούν ανταγωνιστικότερες(62). Όμως οι όροι εφαρμογής των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις υπέρ της διάσωσης και της αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων δεν πληρούνται(63). Η ενίσχυση δεν κοινοποιήθηκε μεμονωμένα στην Επιτροπή και δεν υποβλήθηκε κανένα σχέδιο αναδιάρθρωσης, έστω και αν τα μέτρα αφορούσαν επίσης μεγάλες επιχειρήσεις. Η ενίσχυση δεν προορίζεται για να ευνοήσει μόνον προβληματικές επιχειρήσεις ούτε αποδείχτηκε ότι όλες οι αποδέκτριες επιχειρήσεις βρίσκονται σε μια τέτοια κατάσταση. Εξάλλου, η ενίσχυση δεν προορίζεται για να αποκαταστήσει τη μακροχρόνια βιωσιμότητα των επιχειρήσεων. Οι προαναφερθείσες κατευθυντήριες γραμμές απαιτούν την έκδοση μέτρων που στοχεύουν να αντισταθμίσουν, στο μέτρο του δυνατού, ενδεχόμενες αρνητικές επιπτώσεις στους ανταγωνιστές. Δεν υπάρχει κανένα ίχνος για τη λήψη μέτρων του είδους αυτού.

(98) Τα εν λόγω μέτρα δεν περιορίζονται για τις ΜΜΕ. Όσον αφορά τις ενισχύσεις υπέρ των ΜΜΕ, η Επιτροπή παρατηρεί ότι το εξεταζόμενο καθεστώς μπορεί να εφαρμοστεί και σε άλλες επιχειρήσεις πλην των ΜΜΕ και ότι οι ελαφρύνσεις δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ενισχύσεις υπέρ επενδύσεων, ούτε ως ενισχύσεις σε άλλου είδους δαπάνες οι οποίες θα μπορούσαν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες δυνάμει των κανόνων που εφαρμόζονται στις ενισχύσεις υπέρ των ΜΜΕ.

(99) Δεν είναι καθόλου σαφής ο ισχυρισμός σύμφωνα με τον οποίο η τριετής απαλλαγή του φόρου εισοδήματος είναι συμβιβάσιμη δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ), εφόσον προορίζεται να ευνοήσει την αναδιάρθρωση των εν λόγω επιχειρήσεων και το πέρασμα από μία μονοπωλιακή δομή αγοράς σε μία ανταγωνιστική δομή αγοράς.

(100) Αν ερμηνευτεί κατά γράμμα, το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο. Πράγματι, κάθε εταιρεία του νόμου 142/90 απολαύει στην κοινότητα στην οποία ανήκει των ίδιων δικαιωμάτων αποκλειστικότητας με εκείνα που προηγουμένως είχε ή η δημοτική επιχείρηση ή η ειδική επιχείρηση που αντικατέστησε. Το σημείο αυτό επιβεβαιώθηκε επανειλημμένα από τις ιταλικές αρχές που δήλωσαν ότι κάθε κοινότητα η οποία συνέστησε μια εταιρεία του νόμου 142/90 της ανέθεσε απευθείας τα καθήκοντα που προηγουμένως είχαν ανατεθεί σε μία δημοτική επιχείρηση. Επίσης, οι επιχειρήσεις που υπέβαλαν παρατηρήσεις υπογράμμισαν ότι οι εταιρείες του νόμου 142/90 είχαν τα ίδια τοπικά μονοπώλια με τα αντίστοιχα που είχαν χορηγηθεί στις δημοτικές επιχειρήσεις και στις ειδικές επιχειρήσεις(64). Εξάλλου, τα πλεονεκτήματα που χορηγήθηκαν στις εταιρείες του νόμου 142/90 υπερβαίνουν τη μετατροπή της νομικής τους μορφής και εξακολουθούν να ισχύουν κατά τη διάρκεια τριών ετών μετά από τη μετατροπή αυτή.

(101) Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι, κατά το παρελθόν, η Επιτροπή είχε αποφανθεί, σχετικά με μέτρα άλλου είδους, ότι η ενίσχυση που προορίζεται για να διευκολύνει το πέρασμα από μια μονοπωλιακή δομή αγοράς σε μια ανταγωνιστική δομή μπορεί να θεωρηθεί ως συμβιβάσιμη δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) είναι απολύτως άνευ αντικειμένου στο πλαίσιο της εκτίμησης των εν λόγω μέτρων(65).

(102) Εξάλλου, το επιχείρημα αυτό μπορεί να ερμηνευτεί από την άποψη ότι το εν λόγω μέτρο προοριζόταν να διευκολύνει την ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεων που ελέγχονταν από τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης ώστε να προωθήσει μια ευρύτερη ελευθέρωση και μία αυξημένη συμμετοχή του ιδιωτικού κεφαλαίου στην παροχή τοπικών υπηρεσιών.

(103) Από μόνο του, το σκεπτικό που είχε διατυπώσει η Επιτροπή την αποτρέπει να δεχτεί το επιχείρημα αυτό. Μπορεί να προστεθεί ότι εάν το εν λόγω μέτρο ενίσχυσης είχε πράγματι ως στόχο να διευκολύνει το πέρασμα σε μία περισσότερο ελεύθερη αγορά και τη συμμετοχή ιδιωτικού κεφαλαίου, θα έπρεπε τότε να εφαρμόζεται σε κάθε μορφή ιδιωτικοποίησης ή θα έπρεπε να εφαρμόζεται με μεγαλύτερη ένταση στις περιπτώσεις που η ιδιωτικοποίηση θα είχε εντονότερο χαρακτήρα (για παράδειγμα, όταν οι κοινότητες είχαν μειοψηφική συμμετοχή στις συμμετοχικές εταιρείες). Αντίθετα, το μέτρο δεν εφαρμόζεται με ενιαίο τρόπο, αλλά αποκλειστικά στις εταιρείες του νόμου 142/90 (ήτοι εκείνες που έχουν πλειοψηφική συμμετοχή του δημοσίου). Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχείρισης των δημοσίων και ιδιωτικών επιχειρήσεων, το γεγονός ότι η ενίσχυση χορηγήθηκε για να ευνοήσει την ιδιωτικοποίηση μιας επιχείρησης δεν αποτελεί, καταρχήν, αξιόπιστο λόγο για να κηρυχθεί το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης.

(104) Οι ιταλικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι χωρίς την τριετή απαλλαγή του φόρου εισοδήματος, θα ήταν εξαιρετικά δαπανηρό για τις κοινότητες να μετατρέψουν την ειδική τους επιχείρηση σε επιχείρηση που υπάγεται στο ιδιωτικό δίκαιο. Πάντως, είναι φυσικό μια επιχείρηση που τροποποιεί τη νομική της μορφή (στη συγκεκριμένη περίπτωση, από ειδική επιχείρηση σε συμμετοχική εταιρεία) να απολαύει των δικαιωμάτων και πλεονεκτημάτων που συνδέονται με τη νέα νομική της μορφή (δυνατότητα να ασκεί δραστηριότητες εκτός της εδαφικής επικράτειας της κοινότητας και σε οποιονδήποτε οικονομικό τομέα) και να υπόκειται στις επιβαρύνσεις που συνδέονται με τη νομική αυτή μορφή και ιδίως σε διαφορετική φορολογική μεταχείριση. Εξάλλου, είναι λογικό ότι οι επιπτώσεις αυτές βαρύνουν τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης. Σε κάθε περίπτωση, δεν αποδείχθηκε ότι χωρίς το εν λόγω μέτρο η μετατροπή δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί ούτε ότι το πλεονέκτημα ήταν ανάλογο με τον επιδιωκόμενο στόχο. Τέλος, όπως είδαμε παραπάνω, η εν λόγω ενίσχυση δεν συνοδεύεται με μέτρα που στοχεύουν να μειώσουν τη στρέβλωση του ανταγωνισμού.

(105) Η εκτίμηση αυτή δεν έρχεται σε αντίφαση με την πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής και ειδικότερα, δεν αντίκειται στην απόφαση σχετικά με τις ολλανδικές τοπικές μεταφορές όπως ισχυρίζονται οι ιταλικές αρχές(66). Πρέπει να παρατηρηθεί ότι στην περίπτωση εκείνη, αντίθετα από την εξεταζόμενη περίπτωση:

- απαγορεύτηκε στους δικαιούχους να συμμετέχουν σε διαγωνισμούς καθόλη τη διάρκεια της χορήγησης της ενίσχυσης, εφόσον οι τοπικές τους αγορές δεν θα υπόκειντο σε ανοικτές διαδικασίες, διαφανείς και που δεν προκαλούν διακρίσεις,

- η χορήγηση της ενίσχυσης υπόκειτο στην εκπόνηση εκ μέρους της επιχείρησης ενός λεπτομερούς βιομηχανικού σχεδίου.

(106) Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η χορηγηθείσα ενίσχυση, μέσω της τριετούς απαλλαγής από τους φόρους εισοδήματος και των δανείων που χορηγήθηκαν δυνάμει του άρθρου 9α του νομοθετικού διατάγματος 318/1986, δεν μπορεί να κριθεί ως συμβιβάσιμη προς τη συνθήκη δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ). Εξάλλου, η διάταξη αυτή απαιτεί ότι "οι ενισχύσεις δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον", όρος που η Επιτροπή, βάσει των όσων προαναφέρονται, κρίνει ότι δεν πληροίται στη συγκεκριμένη περίπτωση. Πράγματι, η βασική επίπτωση των εν λόγω μέτρων δεν συνίσταται στο να καταστεί η ιταλική αγορά ανταγωνιστικότερη, αλλά στο να ενισχυθούν ορισμένες ιταλικές επιχειρήσεις (εκείνες που ελέγχονται ακόμη από τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης) σε συνάρτηση με τους ανταγωνιστές τους σε άλλα κράτη μέλη και να αποτραπεί η διείσδυση αυτών των τελευταίων στην ιταλική αγορά.

Άρθρο 86 παράγραφος 2 της συνθήκης

(107) Οι ιταλικές αρχές θεωρούν ότι η τριετής απαλλαγή από τους φόρους εισοδήματος και τα δάνεια που χορηγήθηκαν δυνάμει του άρθρου 9α του νομοθετικού διατάγματος 318/1986 πρέπει να θεωρηθούν ως κρατική ενίσχυση συμβιβάσιμη προς τις διατάξεις του άρθρου 86 παράγραφος 2. Πράγματι, πιστοποιούν ότι το μεγαλύτερο τμήμα των δραστηριοτήτων που ασκήθηκαν εκ μέρους των εταιρειών του νόμου 142/90 είναι υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος και ότι χωρίς τα εν λόγω μέτρα θα ήταν αδύνατον οι εν λόγω επιχειρήσεις να εκπληρώσουν την αποστολή που τους ανατέθηκε για την παροχή υπηρεσιών κοινής ωφελείας.

(108) Η Επιτροπή δεν συμφωνεί με την άποψη σύμφωνα με την οποία το άρθρο 86 παράγραφος 2, μπορεί να εφαρμοστεί στη συγκεκριμένη ενίσχυση, καθώς επίσης δεν θεωρεί ότι τα εν λόγω μέτρα αποτελούν ένα αντισταθμιστικό σύστημα για την αποστολή του γενικού συμφέροντος που ανατέθηκε στις εταιρείες του νόμου 142/90. Στην ανακοίνωσή της σχετικά με τις υπηρεσίες γενικού συμφέροντος στην Ευρώπη(67), η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι τρεις αρχές διέπουν την εφαρμογή του άρθρου 86 παράγραφος 2 και το ζήτημα της αντιστάθμισης υποχρεώσεων γενικού οικονομικού συμφέροντος:

α) η ουδετερότητα·

β) η ελευθερία των κρατών μελών να ορίσουν τις υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος·

γ) η αναλογικότητα.

(109) Η ουδετερότητα συνίσταται στο ότι η Επιτροπή δεν εξετάζει κατά πόσον οι υπεύθυνες επιχειρήσεις για την παροχή υπηρεσιών γενικού συμφέροντος είναι δημόσιες ή ιδιωτικές. Από την άλλη πλευρά, οι κανόνες της συνθήκης εφαρμόζονται ανεξαρτήτως του καθεστώτος της κυριότητας μιας επιχείρησης.

(110) Η ελευθερία των κρατών μελών να καθορίζουν τι θεωρούν ως υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος έχει ως μόνο όριο τον έλεγχο που πραγματοποιείται από την Επιτροπή για να επαληθεύσει αν υπάρχει κατάχρηση ή προφανές λάθος. "Πάντως, σε κάθε περίπτωση, για να εφαρμοστεί η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 86 παράγραφος 2, η αποστολή της παροχής υπηρεσιών κοινής ωφελείας πρέπει να ορίζεται σαφώς και να ανατίθεται ρητά (περιλαμβανομένων των συμβάσεων) με πράξη της δημόσιας αρχής". Η υποχρέωση αυτή είναι απαραίτητη για την εγγύηση μιας ασφάλειας του δικαίου καθώς και μιας διαφάνειας έναντι των πολιτών και είναι αναγκαία για να μπορέσει η Επιτροπή να επαληθεύσει εάν τηρείται το κριτήριο της αναλογικότητας(68).

(111) Η αναλογικότητα συνεπάγεται ότι τα χρησιμοποιούμενα μέσα για την εκπλήρωση της αποστολής γενικού συμφέροντος δεν δημιουργούν ανώφελες εμπορικές στρεβλώσεις και δεν υπερβαίνουν ό,τι είναι απολύτως απαραίτητο για να υπάρξουν εγγυήσεις για την καλή εκτέλεση της αποστολής. Η παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος πρέπει να διασφαλίζεται. Κατά συνέπεια, οι επιχειρήσεις στις οποίες ανατέθηκε μια τέτοια αποστολή πρέπει να είναι σε θέση να φέρουν τα ειδικά βάρη και κατόπιν τούτου το κράτος μπορεί να καλύπτει τις καθαρές συμπληρωματικές δαπάνες που συνεπάγεται μια τέτοια ειδική αποστολή.

(112) Η επίκληση εκ μέρους των ιταλικών αρχών του άρθρου 86 παράγραφος 2 πρέπει να απορριφθεί, κατά πρώτο λόγο διότι τα μέτρα αυτά προκαλούν διάκριση μεταξύ ιδιωτικών και δημοσίων επιχειρήσεων και κατά συνέπεια είναι ασυμβίβαστα προς την αρχή της ουδετερότητας που προβλέπεται στο άρθρο 295 της συνθήκης και προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης και μη πρόκλησης διακρίσεων, μια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου.

(113) Πράγματι, η εν λόγω ενίσχυση δεν χορηγήθηκε λόγω της επιβολής της υποχρέωσης παροχής υπηρεσιών κοινής ωφελείας, αλλά αποκλειστικά σε συνάρτηση με τη διάρθρωση του κεφαλαίου ορισμένων επιχειρήσεων. Τα επιδοτούμενα δάνεια εκ μέρους του CDDPP και η τριετής απαλλαγή του φόρου εισοδήματος δεν εφαρμόζονται παρά σε επιχειρήσεις που μετατράπηκαν σε εταιρείες του νόμου 142/90 (ήτοι στις οποίες οι κοινότητες διατηρούν τουλάχιστον την πλειοψηφία του κεφαλαίου). Οι επιχειρήσεις στις οποίες οι κοινότητες δεν κατέχουν πλέον παρά μειοψηφική συμμετοχή και εκείνες που είναι εξ ολοκλήρου ιδιωτικές δεν δικαιούνται να έχουν πρόσβαση στα πλεονεκτήματα αυτά, έστω και αν παρέχουν την ίδια υπηρεσία.

(114) Είναι προφανές το γεγονός ότι η εκτέλεση των εν λόγω μέτρων δεν συνδέεται με την επιβολή της ελάχιστης υποχρέωσης παροχής υπηρεσιών κοινής ωφελείας, καθώς επίσης και η φύση τους που προκαλεί διακρίσεις, όταν γνωρίζουμε ότι μια εταιρεία του νόμου 142/90 θα είχε χάσει το δικαίωμα της τριετούς απαλλαγής του φόρου εισοδήματος και τη δυνατότητα να συνάπτει δάνεια με μειωμένο επιτόκιο με το CDDPP εάν, κατά τη διάρκεια της περιόδου εφαρμογής των εν λόγω μέτρων ενίσχυσης, η συμμετοχή της κοινότητας στο κεφάλαιό της δεν ήταν πλέον πλειοψηφική.

(115) Κατά δεύτερο λόγο, η Επιτροπή παρατηρεί ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι αρχές του ορισμού και της αξιοπιστίας δεν τηρούνται.

(116) Όπως αναφέρουν οι ιταλικές αρχές, οι εταιρείες του νόμου 142/90 ασκούν ορισμένες δραστηριότητες οι οποίες, καταρχήν, θα μπορούσαν να τύχουν απαλλαγής δυνάμει του άρθρου 86 παράγραφος 2. Το άρθρο 22 του νόμου 142/90 προβλέπει τη δυνατότητα για τις κοινότητες να παρέχουν δημόσιες υπηρεσίες μέσω συμμετοχικών εταιρειών. Πάντως, ο νόμος αυτός δεν διευκρινίζει τις υπηρεσίες που πρέπει πράγματι να θεωρούνται ως δημόσιες υπηρεσίες και σε ποιο βαθμό. Εξάλλου, δεν αναφέρει καμία ειδική υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Ο νόμος αυτός δεν μπορεί κατά συνέπεια να θεωρείται ως πράξη που ορίζει σαφώς την αποστολή της δημόσιας υπηρεσίας και αναθέτει ρητά την εκπλήρωσή της σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Οι ιταλικές αρχές δεν υπέβαλαν άλλες αποδείξεις, κανονιστικές πράξεις ή πληροφορίες οποιασδήποτε μορφής σχετικά με τον ορισμό και την ανάθεση της αποστολής της δημόσιας υπηρεσίας.

(117) Κατά τρίτο λόγο, η αρχή της αναλογικότητας δεν τηρείται επίσης. Η ιταλική κυβέρνηση δεν ανέφερε τις υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφελείας που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις αυτές ούτε τις καθαρές συμπληρωματικές δαπάνες που απορρέουν από τις υποχρεώσεις αυτές, ούτε, τέλος, το ποσό των δημοσίων πόρων που χορηγήθηκε στις εταιρείες του νόμου 142/90 με τα εξεταζόμενα μέτρα ή με άλλα μέσα. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή βρίσκεται σε αδυναμία να πραγματοποιήσει τον παραμικρό έλεγχο αναλογικότητας. Εξάλλου, το πλεονέκτημα που προκλήθηκε από την τριετή απαλλαγή του φόρου εισοδήματος εξαρτάται από το ποσό του φορολογητέου κέρδους της επιχείρησης και όχι από την καθαρή δαπάνη που απορρέει από μια ενδεχόμενη υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Όσον αφορά τα δάνεια του CDDPP, οι ιταλικές αρχές δεν απέδειξαν ότι ήταν πάντα δικαιολογημένα από το κόστος που απορρέει από τις ειδικές υποχρεώσεις της δημόσιας υπηρεσίας.

(118) Συνεπώς, είναι σαφές ότι τα εν λόγω μέτρα δεν συνδέονται καθόλου με την επιστροφή του καθαρού συμπληρωματικού κόστους που απορρέει από την καλή εκτέλεση μιας αποστολής γενικού συμφέροντος: αν συμβαίνει αυτό, η επιστροφή δεν θα μπορούσε να συνδέεται με τη συμμετοχή στο κεφάλαιο της επιχείρησης, αλλά με την επιβολή ειδικών υποχρεώσεων. Όμως, τα εν λόγω μέτρα συνδέονται αποκλειστικά με τη συμμετοχή στο κεφάλαιο της επιχείρησης και δεν γίνεται καθόλου μνεία των υποχρεώσεων παροχής υπηρεσιών κοινής ωφελείας που εφαρμόζονται αποκλειστικά στις εταιρείες του νόμου 142/90 λόγω της νομικής τους μορφής και όχι σε άλλες επιχειρήσεις που παρέχουν την ίδια κατηγορία υπηρεσιών.

(119) Τέλος, απορρέει επίσης ότι οι ιταλικές αρχές δεν ανέφεραν λεπτομερώς τους λόγους για τους οποίους, στην περίπτωση κατάργησης των αμφισβητούμενων μέτρων, θα κινδύνευε, κατά τη γνώμη τους, η καλή εκτέλεση της αποστολής γενικού οικονομικού συμφέροντος υπό αποδεκτούς οικονομικούς όρους. Κατά συνέπεια, οι ιταλικές αρχές δεν τήρησαν την αρχή που θεσπίστηκε από το Δικαστήριο, σύμφωνα με την οποία "όταν πρόκειται για παρέκκλιση των θεμελιωδών κανόνων της συνθήκης, οφείλει το κράτος μέλος που επικαλείται το άρθρο 86 παράγραφος 2 να αποδείξει ότι οι όροι εφαρμογής της εν λόγω διάταξης πληρούνται"(69).

(120) Συμπερασματικά, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η χορηγηθείσα ενίσχυση μέσω τριετούς απαλλαγής από τους φόρους εισοδήματος και μέσω των δανείων που χορηγήθηκαν δυνάμει του άρθρου 9α του νομοθετικού διατάγματος 318/1986 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συμβιβάσιμη προς την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 86 παράγραφος 2 και ότι τα εν λόγω μέτρα δεν μπορούν να θεωρηθούν ως μία μορφή αντιστάθμισης για μια ενδεχόμενη αποστολή γενικού συμφέροντος που ανατέθηκε στις επιχειρήσεις αυτές.

Συμβιβάσιμο με άλλες διατάξεις της συνθήκης

(121) Τέλος, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η κρατική ενίσχυση είναι επίσης ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά για έναν επιπλέον λόγο. Πράγματι, τα μέτρα εφαρμόζονται σε διάφορους οικονομικούς τομείς (νερό, φυσικό αέριο, ηλεκτρική ενέργεια κ.λπ.), αλλά όχι σε όλες τις επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες στους τομείς αυτούς. Το να υπαχθεί μια επιχείρηση στα καθεστώτα αυτά εξαρτάται αποκλειστικά από τη νομική της μορφή (πρώην δημόσιος φορέας που μετατράπηκε σε συμμετοχική εταιρεία) και από το είδος των μετόχων της (πλειοψηφική συμμετοχή του δημοσίου).

(122) Οι επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες στους ίδιους τομείς αλλά στις οποίες, για παράδειγμα, το κεφάλαιο κατέχεται κατά πλειοψηφία ή εξ ολοκλήρου από ιδιώτες επενδυτές, δεν είναι επιλέξιμες για να υπαχθούν στα μέτρα της εν λόγω ενίσχυσης. Ειδικότερα, οι όροι για την υπαγωγή στα μέτρα αυτά δεν μπορούν να πληρούνται ποτέ από επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών που έχουν δευτερεύουσα εγκατάσταση στην Ιταλία. Υπάρχει λοιπόν διάκριση μεταξύ επιχειρήσεων που ασκούν δραστηριότητες στον ίδιο τομέα, αποκλειστικά βάσει της συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο και πράγματι, βάσει του κράτους στο οποίο βρίσκεται η κύρια εγκατάσταση της επιχείρησης, χωρίς αυτή η διαφορετική μεταχείριση να αιτιολογείται από έναν αντικειμενικό λόγο. Το μέτρο καθαυτό αντίκειται στην αρχή των διακρίσεων λόγω της εθνικότητας, που αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου και αντίκειται ιδίως στην ελευθερία εγκατάστασης που προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 43 της συνθήκης ΕΚ. Πράγματι, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, "μια κρατική ενίσχυση η οποία, όσον αφορά ορισμένους όρους εφαρμογής της, παραβιάζει άλλες διατάξεις της συνθήκης, δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμη προς την κοινή αγορά εκ μέρους της Επιτροπής"(70).

6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

(123) Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η απαλλαγή από τους φόρους μεταβίβασης που προβλέπεται στο άρθρο 3 στοιχείο 69 του νόμου 549 της 28ης Δεκεμβρίου 1995 δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, διότι συμφωνεί με τη φύση και τη γενική οικονομία του συστήματος.

(124) Εξάλλου, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Ιταλία, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης, εκτέλεσε παράνομα τα καθεστώτα κρατικών ενισχύσεων που θεσπίστηκαν από το άρθρο 3, στοιχείο 70 και από το άρθρο 9α του νομοθετικού διατάγματος 318/1986. Επίσης, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι εν λόγω κρατικές ενισχύσεις είναι ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά.

(125) Δυνάμει της πάγιας νομολογίας και του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, η Επιτροπή αποφαίνεται ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος οφείλει να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τους δικαιούχους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι ιταλικές αρχές δεν υποστήριξαν ότι η ανάκτηση της ενίσχυσης θα αντίκειτο σε μία γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, ούτε η Επιτροπή θεωρεί ότι μια τέτοια αρχή αποτρέπει την ανάκτηση της ενίσχυσης.

(126) Η παρούσα απόφαση αναφέρεται στα δύο εξεταζόμενα καθεστώτα ενισχύσεων και είναι άμεσα εκτελεστή, ιδίως όσον αφορά την ανάκτηση όλων των ατομικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν δυνάμει των καθεστώτων αυτών. Η Επιτροπή δηλώνει εξάλλου ότι μια απόφαση σχετικά με τα καθεστώτα ενίσχυσης δεν προδικάζει τη δυνατότητα να κριθούν συμβιβάσιμες ατομικές ενισχύσεις, εν όλω ή εν μέρει, προς την κοινή αγορά για λόγους που συνδέονται με την κάθε ατομική περίπτωση (για παράδειγμα λόγω του γεγονότος ότι η ατομική χορήγηση μιας ενίσχυσης εμπίπτει στους κανόνες de minimis ή στο πλαίσιο μιας μελλοντικής απόφασης της Επιτροπής ή σε έναν κανονισμό απαλλαγής).

(127) Η προς ανάκτηση ενίσχυση περιλαμβάνει τους τόκους που υπολογίζονται, σύμφωνα με πάγια πρακτική της Επιτροπής, βάσει του επιτοκίου αναφοράς που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ισοδύναμου επιχορήγησης στο πλαίσιο των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η απαλλαγή από τους φόρους μεταβίβασης, που προβλέπεται στο άρθρο 3 στοιχείο 69 του νόμου 549 της 28ης Δεκεμβρίου 1995, δεν συνιστά ενίσχυση δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης.

Άρθρο 2

Η τριετής απαλλαγή από τους φόρους εισοδήματος που προβλέπεται στο άρθρο 3 στοιχείο 70 του νόμου 549 της 28ης Δεκεμβρίου 1995 και το άρθρο 66 σημείο 14 του νομοθετικού διατάγματος 331 της 30ής Αυγούστου 1993, όπως τροποποιήθηκε από το νόμο 427 της 29ης Οκτωβρίου 1993, καθώς και τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από τα δάνεια που χορηγήθηκαν δυνάμει του άρθρου 9α του νομοθετικού διατάγματος 318 της 1ης Ιουλίου 1986, όπως τροποποιήθηκε από το νόμο 488 της 9ης Αυγούστου 1986, υπέρ των συμμετοχικών εταιρειών με πλειοψηφική συμμετοχή του δημοσίου που συστάθηκαν σύμφωνα με το νόμο 142 της 8ης Ιουνίου 1990, συνιστούν κρατικές ενισχύσεις δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης.

Οι ενισχύσεις αυτές είναι ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά.

Άρθρο 3

Η Ιταλία λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να απαιτήσει από τους δικαιούχους την επιστροφή της ενίσχυσης που περιγράφεται στο άρθρο 2 και η οποία χορηγήθηκε παράνομα.

Η ανάκτηση της ενίσχυσης γίνεται αμελλητί, σύμφωνα με τις εθνικές διαδικασίες, υπό τον όρο ότι επιτρέπουν την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της απόφασης.

Η προς ανάκτηση ενίσχυση περιλαμβάνει τους τόκους που υπολογίζονται από την ημερομηνία που τέθηκε η ενίσχυση στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής ανάκτησης, βάσει του επιτοκίου αναφοράς που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ισοδύναμου επιχορήγησης στο πλαίσιο των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα.

Άρθρο 4

Η Ιταλία ενημερώνει την Επιτροπή, εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, για τα μέτρα που έλαβε προς συμμόρφωσίν της.

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ιταλική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 5 Ιουνίου 2002.

Για την Επιτροπή

Mario Monti

Μέλος της Επιτροπής

(1) ΕΕ C 220 της 31.7.1999, σ. 14.

(2) Βλέπε υποσημείωση 1.

(3) Απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2000, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-298/97, T-312/97, T-313/97, T-315/97, T-600/97 έως 607/97, T-1/98, T-3/98 έως T-6/98 και T-23/98, Συλλογή 2000, σ. II-2319.

(4) Συνήθως μέσω ανεξάρτητων διοικητικών φορέων, που καλούνται δημοτικές επιχειρήσεις.

(5) Πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 1 του προεδρικού διατάγματος αριθ. 902 της 4ης Οκτωβρίου 1986, μία κοινότητα δύναται με τη συμφωνία των λοιπών ενδιαφερομένων κοινοτήτων να διευρύνει το εδαφικό πλαίσιο δραστηριότητας της επιχείρησής της στα εδάφη των κοινοτήτων αυτών. Πάντως, η ιταλική νομολογία υπάγει τη δυνατότητα αυτή σε συγκεκριμένους όρους: βλέπε για παράδειγμα, Συμβούλιο Επικρατείας, τμήμα IV, 29 Σεπτεμβρίου 1988 αριθ. 1291· τμήμα V, 3 Αυγούστου 1995, αριθ. 1159· τμήμα V, 14 Νοεμβρίου 1996, αριθ. 1374.

(6) Βλέπε, για παράδειγμα, Corte di cassazione Sezioni unite (Άρειος Πάγος, Ολομέλεια), 6 Μαΐου 1995, αριθ. 4989.

(7) Όπως τροποποιήθηκε από το νόμο 80 της 15ης Μαρτίου 1991.

(8) Όπως τροποποιήθηκε από το νόμο 427 της 29ης Οκτωβρίου 1993.

(9) Οι διατάξεις θεσπίζουν ότι το φορολογικό καθεστώς που προβλέπεται για την τοπική αυτοδιοίκηση η οποία ελέγχει την εταιρεία του νόμου 142/90 εφαρμόζεται στην συμμετοχική εταιρεία κατά τη διάρκεια τριών ετών από της κτήσης της νομικής προσωπικότητας. Για τους λόγους αυτούς η συμμετοχική εταιρεία επωφελείται της εν λόγω τριετούς απαλλαγής από τους φόρους εισοδήματος.

(10) Παρατηρήσεις των ιταλικών αρχών της 28ης Οκτωβρίου 1999 και της 21ης Δεκεμβρίου 2001.

(11) Παρατηρήσεις της AEM και της ACEA της 21ης Ιανουαρίου 2000, σημείο 28.

(12) Παρατηρήσεις της AMGA της 11ης Απριλίου 2000, σημείο 23. Δεν είναι σαφές εάν οι παρατηρήσεις αυτές αναφέρονται στην πρόσκληση υποβολής προσφορών την οποία περιέλαβαν στις παρατηρήσεις τους η AEM και η ACEA στις 21 Ιανουαρίου 2000.

(13) ΕΕ L 83 της 27.3.1989, σ. 1.

(14) Βλέπε υποσημείωση 3.

(15) Υπόθεση C 45/93 (N 663/93) (ΕΕ C 100 της 9.4.1994, σ. 9).

(16) Υπόθεση N 199/99 (τοπικές ολλανδικές υπηρεσίες μέσων μαζικής μεταφοράς) (ΕΕ C 379 της 31.12.1999, σ. 11).

(17) Παρατηρήσεις των ιταλικών αρχών της 2ας Αυγούστου 1999, σ. 10.

(18) Νομοθετικό διάταγμα (DLGS) αριθ. 284/1999 της 1ης Σεπτεμβρίου 1999.

(19) Απόφαση κίνησης της διαδικασίας, τμήμα 3.

(20) Πράγματι, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή διατήρησε ήδη το δικαίωμα να κινήσει άλλες διαδικασίες σχετικά με μέτρα ατομικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν πάνω στην ίδια βάση (απόφαση κίνησης της διαδικασίας, παράγραφος 3).

(21) Απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1987 στην υπόθεση 248/84, Γερμανία κατά Επιτροπής, αιτιολογικές σκέψεις 17 και 18, Συλλογή 1987, σ. 4013· απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1994 στην υπόθεση C-47/91, Ιταλία κατά Επιτροπής, αιτιολογικές σκέψεις 20 και 21, Συλλογή 1994, σ. I-4635· απόφαση της 17ης Ιουνίου 1999 στην υπόθεση C-75/97, Βέλγιο κατά Επιτροπής, αιτιολογικές σκέψεις 48, Συλλογή 1999, σ. I-3671· απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2000 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-15/98 και C-105/99, Ιταλία και linee Sardegna κατά Επιτροπής, αιτιολογική σκέψη 51, Συλλογή 2000, σ. I-8855.

(22) Στην επιστολή της 2ας Αυγούστου 1999, οι ιταλικές αρχές πιστοποίησαν ότι συστάθηκαν 100 περίπου εταιρείες του νόμου 142/90. Στην επιστολή τους του Μαρτίου 2000, υπέβαλαν τον κατάλογο 31 εταιρειών αυτού του τύπου που επωφελήθηκαν των εξεταζόμενων φορολογικών μέτρων, αλλά εφόσον τα μέτρα αυτά εφαρμόζονται σε όλες τις εταιρείες του νόμου 142/90 από τη στιγμή της σύστασής τους, ο αριθμός των δικαιούχων δεν είναι καθόλου σαφής.

(23) Απόφαση της 19ης Μαΐου 1999 στην υπόθεση C-6/97, Ιταλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I- 2981, αιτιολογική σκέψη 16.

(24) Απόφαση της 21ης Μαρτίου 1999 στην υπόθεση C-305/89, Ιταλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I-1603, αιτιλογική σκέψη 13.

(25) DLGS αριθ. 284/1999 της 1ης Σεπτεμβρίου 1999.

(26) Υπόθεση C-83/98 P, Γαλλία κατά Ladbroke Racing και Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-3271, αιτιολογική σκέψη 50)· απόφασης της 16ης Μαΐου 2002, υπόθεση C-482/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, αιτιολογική σκέψη 37, δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί. Βλέπε επίσης υπόθεση T-358/94, Air France κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II-2109, αιτιολογικές σκέψεις 65-68.

(27) Υπόθεση C-482/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-4397, αιτιολογικές σκέψεις 55 και 56.

(28) Απόφαση της 15ης Μαρτίου 1994, υπόθεση C-387/92 Banco Exterior, Συλλογή 1994, σ. I-877, αιτιολογική σκέψη 13.

(29) Υπόθεση C-387/92 βλέπε ανωτέρω.

(30) Παρατηρήσεις των ιταλικών αρχών της 2ας Αυγούστου 1999, σ. 4.

(31) Υπόθεση C-142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 231.

(32) Υπόθεση T-16/96, Citiflyer, Συλλογή 1998, σ. II-0757.

(33) Επιτόκιο αναφοράς για τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων, όπως ορίζεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής για τη μέθοδο καθορισμού του επιτοκίου αναφοράς και προεξόφλησης (ΕΕ C 273 της 9.9.1997, σ. 3), όπως τροποποιήθηκε από τεχνική άποψη με την ανακοίνωση της Επιτροπής (ΕΕ C 241 της 26.8.1999, σ. 9).

(34) Υπόθεση 730/79 Philip Morris, Συλλογή 1980, σ. 2671, αιτιολογική σκέψη 11 και συμπεράσματα του γενικού εισαγγελέα σ. 2698· βλέπε επίσης τα συμπεράσματα του γενικού εισαγγελέα στην υπόθεση C-280/00 Altmark, σημείο 103 που δεν έχει ακόμα δημοσιευτεί. Στα συμπεράσματα του, ο γενικός εισαγγελέας παρατηρεί ότι ο όρος αυτός είναι πολύ απλό να πληρωθεί, διότι μπορεί να υποτεθεί ότι κάθε κρατική ενίσχυση στρεβλώνει ή απειλεί να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό.

(35) Ο κίνδυνος στρέβλωσης του ανταγωνισμού είναι πραγματικός. Είναι γνωστό και οι πληροφορίες τις οποίες κατέχει η Επιτροπή το επιβεβαιώνουν, ότι ορισμένες εταιρείες του νόμου 142/90 διείσδυσαν σε αγορές που δεν αντιστοιχούν στον ορισμό των υπηρεσιών τοπικής αυτοδιοίκησης ο οποίος δίδεται από τις ιταλικές αρχές.

(36) Υπόθεση 730/79, αιτιολογική σκέψη 11 και 259/85, αιτιολογική σκέψη 11 (βλέπε υποσημείωση 34).

(37) Υπόθεση C-75/97 Maribel α/β, Συλλογή 1999, σ. I-3671.

(38) Υπόθεση C-310/99, Ιταλία κατά Επιτροπής, απόφαση της 7ης Μαρτίου 2002, δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί.

(39) Πάντως, αυτό δεν εφαρμόζεται σε όλους τους τομείς τους οποίους αναφέρουν οι ιταλικές αρχές ως κύριους τομείς δραστηριότητας των εταιρειών του νόμου 142/90. Για παράδειγμα, αυτό δεν εφαρμόζεται στον τομέα της λιανικής πώλησης φαρμακευτικών προϊόντων ούτε στις υπηρεσίες επεξεργασίας απορριμμάτων.

(40) Απόφαση κίνησης της διαδικασίας, σημείο 3.3.

(41) Πρέπει να σημειωθεί ότι η κατακύρωση μιας σύμβασης σε τρίτη επιχείρηση είναι μία από τις δυνατότητες που προβλέπονται στο νόμο 142/90, που προσφέρεται στις κοινότητες για να οργανώσουν την παροχή της "τοπικής δημόσιας υπηρεσίας".

(42) Ερμηνευτική ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις συμβάσεις παραχώρησης στο κοινοτικό δίκαιο (ΕΕ C 121 της 29.4.2000, σ. 2).

(43) Απόφαση της Επιτροπής της 14ης Οκτωβρίου 1998, στην υπόθεση Societé Marseillaise de crédit (ΕΕ L 198 της 30.7.1999, σ. 1)· υπόθεση C-475/99, Ambulanz Glockner "2001" δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί, σημείο 49 του σκεπτικού και των συμπερασμάτων του γενικού εισαγγελέα για την ίδια υπόθεση, σημείο 170.

(44) Η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να βασίσει την εκτίμησή της στις επιπτώσεις επί των ενδοκοινοτικών συναλλαγών, στην απόδειξη των πραγματικών συνεπειών μιας ενίσχυσης για τον ανταγωνισμό ή στις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών (συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-204/97, και T-270/97, EPAC, Συλλογή 2000, σ. II-2267, αιτιολογική σκέψη 85· συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-298/97, T-312/97, T-313/97, T-315/97, από T-600/97 έως 607/97, T-1/98, από T-3/98 έως T-6/98 και T-23/98, Alzetta Mauro, Συλλογή 2000, σ. II-2319, αιτιολογική σκέψη 76).

(45) Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-132/96 και T-143/96, Volkswagen, Συλλογή 1999 σ. II-3663, αιτιολογική σκέψη 211· συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-447/93, T-448/93 και T-449/93, Associazione Italiana TecnicoEconomica del Cementο και British Cement Association και Blue Circle Industries plc και Castle Cement Ltd και The Rugby Group plc και Titan Cement Company SA κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-1971, αιτιολογικες σκέψεις 139 και 140.

(46) Διαδικασία παράβασης αριθ. 1999/2184, επιστολή κοινοποίησης της 8ης Νοεμβρίου 2000.

(47) Υπόθεση C-142/87, Tubemeuse, Συλλογή 1990, σ. I-959, αιτιολογικές σκέψεις 42 και 43. Απόφαση της 7ης Μαρτίου 2002, υπόθεση C-310/99, Ιταλία κατά Επιτροπής, δεν έχει ακόμα δημοσιευτεί, αιτιολογική σκέψη 86.

(48) Υπόθεση C-142/87, Βασίλειο του Βελγίου κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I-959, αιτιολογική σκέψη 35· υπόθεση 102/87, Γαλλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 4067, αιτιολογική σκέψη 19· υπόθεση C-75/97, Βασίλειο του Βελγίου κατά Επιτροπής (καθεστώς ενισχύσεων Maribel α/β, Συλλογή 1999, σ. I-3671, αιτιολογική σκέψη 49· συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-298/97, T-312/97, T-313/97, T-315/97, από T-600/97 έως 607/97, T-1/98, από T-3/98 έως T-6/98 και T-23/98, Alzetta Mauro, Συλλογή 2000, σ. II-2319, αιτιολογική σκέψη 91· υπόθεση T-55/99 (CETM), Συλλογή 2000, σ. II-3207, αιτιολογική σκέψη 86.

(49) Κοινοτικοί κανόνες για τις ενισχύσεις στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΕΕ C 213 της 19.8.1992, σ. 2)· ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις ενισχύσεις de minimis (ΕΕ C 68 της 6.3.1996, σ. 9· κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 69/2001 της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2001, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις ενισχύσεις de minimis (ΕΕ L 10 της 13.1.2001, σ. 30).

(50) Για παράδειγμα: οι ACEA και AEM εισήλθαν στην αγορά τηλεπικοινωνιών· η AMGA δήλωσε ότι συμμετείχε επίσης στην παροχή λογισμικού διαχείρισης των δικτύων επικοινωνιών και σε άλλες εξειδικευμένες υπηρεσίες για άλλες επιχειρήσεις, για παράδειγμα στον τομέα της διανομής ύδατος.

(51) Στο βαθμό που θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι τα εν λόγω μέτρα δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, διότι αντισταθμίζουν το καθαρό κόστος μιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, βλέπε τα επιχειρήματα που περιλαμβάνονται στις παραγράφους 107 και επόμενες της παρούσας απόφασης σχετικά με το συμβιβάσιμο δυνάμει του άρθρου 86 παράγραφος 2.

(52) Υπόθεση 173/73, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1974, σ. 709). Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων (ΕΕ C 384 της 10.12.1998, σ. 3, σημείο 12).

(53) Κοινοβουλευτικές πράξεις της XII νομοθετικής περιόδου, Γερουσία της Ιταλικής Δημοκρατίας, σ. 18, αριθ. 2157.

(54) Σε γενικές γραμμές, η κοινότητα πρέπει να αποφασίζει εάν προτίθεται να περιορίσει τη δραστηριότητα της επιχείρησής της στην παροχή τοπικών δημοσίων υπηρεσιών στην επικράτειά της ή εάν αποφασίζει να συστήσει μία εταιρεία που θα έχει το δικαίωμα να ασκεί δραστηριότητες σε ποικίλους οικονομικούς τομείς και εκεί όπου εμφανίζονται οι εμπορικές δυνατότητες.

(55) Βλέπε υποσημείωση 3.

(56) Παρατηρήσεις των ιταλικών αρχών της 2ας Αυγούστου 1999, σ. 10. Στις παρατηρήσεις αυτές, οι ιταλικές αρχές υπαινίχθηκαν επίσης ότι οι εταιρείες του νόμου 142/90 άσκησαν και δραστηριότητες ανοιχτές στον ανταγωνισμό.

Ακόμη και η AMGA, μία από τις επιχειρήσεις που υπέβαλε παρατηρήσεις, αφού αρνήθηκε την ύπαρξη οποιουδήποτε ανταγωνισμού, αναγνωρίζει ότι στην πραγματικότητα υπήρξε κάποιος ανταγωνισμός. Πράγματι, στο σημείο 35 των παρατηρήσεών της τής 11ης Απριλίου 2000, η εν λόγω επιχείρηση πιστοποιεί ότι η τριετής απαλλαγή από τους φόρους εισοδήματος προοριζόταν για να απαλείψει μια στρέβλωση του ανταγωνισμού.

(57) Υπόθεση C-44/93, Συλλογή 1994, σ. I-3829.

(58) Op. Cit., αιτιολογικές σκέψεις 23-24.

(59) Κοινοβουλευτικές πράξεις της XII νομοθετικής περιόδου, Γερουσία της Ιταλικής Δημοκρατίας, σελίδα 18, αριθ. 2157. Το απόσπασμα που μας ενδιαφέρει προβλέπει: "ξεκινώντας από την άποψη ότι τα 'νέα' υποκείμενα στη φορολογία πρόσωπα [...] δεν μπόρεσαν να επωφεληθούν των μη αμελητέων φορολογικών απαλλαγών που αναγνωρίστηκαν στις εν λόγω αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης (μεταξύ των οποίων η απαλλαγή του IRPEG και του ILOR) [...] προέβλεψε μία στάση πληρωμών 'moratoria' [...] που προοριζόταν για να άρει το αποτέλεσμα της έλλειψης κινήτρων που συνδέεται με την αιφνίδια απώλεια κάθε φορολογικού πλεονεκτήματος".

(60) Οι AMGA, ACEA και AEM, ενώ συμφωνούν με τον ορισμό της ενίσχυσης ως υπάρχουσας ενίσχυσης, αναγνωρίζουν επίσης ότι ελλείψει της νέας αυτής διάταξης, η απλή μετατροπή των δημοτικών επιχειρήσεων θα συνεπαγόταν την υποβολή των εταιρειών του νόμου 142/90 στο φόρο εισοδήματος (βλέπε παρατηρήσεις της AMGA της 11ης Απριλίου 2000, σημείο 11 και παρατηρήσεις της ACEA και της AEM της 21ης Ιανουαρίου 2000, σημείο 7).

(61) Όπως αποφάνθηκε το ιταλικό Ανώτατο Δικαστήριο, σε ολομέλεια: "Οι συμμετοχικές εταιρείες με πλειοψηφική συμμετοχή του δημοσίου μπορούν να θεωρηθούν ότι παράγουν όλα τα αποτελέσματα νομικών προσώπων που εμπίπτουν στο ιδιωτικό δίκαιο [...]", απόφαση αριθ. 4989 της 6ης Μαΐου 1995. Πράγματι, οι εταιρείες του νόμου 142/90 ασκούσαν και ασκούν δραστηριότητες εκτός της εδαφικής επικράτειας της κοινότητας στην οποία ανήκουν και ακόμη και εκτός Ιταλίας ή/και διείσδυσαν σε αγορές που δεν είναι τοπικές αγορές δημοσίων υπηρεσιών.

(62) Σχετικά με το σημείο αυτό, βλέπε παρατηρήσεις των AEM και ACEA της 21ης Ιανουαρίου 2000, σημείο 42.

(63) ΕΕ C 288 της 9.10.1999, σ. 2. Οι προηγούμενες κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις υπέρ της διάσωσης και της αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ C 368 της 23.12. 1994, σ. 12) και οι κανόνες που αναφέρονται το 1979 στην όγδοη έκθεση για την πολιτική του ανταγωνισμού, σημεία 177, 227 και 228, εφαρμόζονται στις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν πριν από τη δημοσίευση των νέων κατευθυντήριων γραμμών στην Επίσημη Εφημερίδα. Στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, το περιεχόμενο όλων των κανόνων αυτών είναι ταυτόσημο και η εφαρμογή οποιουδήποτε συνόλου κανόνων δεν έχει καμία επίπτωση για την εκτίμηση της συγκεκριμένης υπόθεσης.

(64) Παρατηρήσεις της 21ης Ιανουαρίου 2000, σημείο 6.

(65) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 26.

(66) Βλέπε υποσημείωση 16.

(67) ΕΕ C 17 της 19.1.2001, σ. 4.

(68) Σημείο 22 της ανακοίνωσης.

(69) Υπόθεση C-159/94 GDF, Συλλογή 1997, σ. I-5815, αιτιολογικές σκέψεις 94 και 101.

(70) Υπόθεση C-156/98 Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-6857, αιτιολογική σκέψη 78.

Top