Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32002D0224

    2002/224/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 19ης Σεπτεμβρίου 2001, σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Ιταλία στην Enichem SpA (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2001) 2902]

    ΕΕ L 75 της 16.3.2002, p. 49–61 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

    Legal status of the document In force

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2002/224/oj

    32002D0224

    2002/224/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 19ης Σεπτεμβρίου 2001, σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Ιταλία στην Enichem SpA (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2001) 2902]

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 075 της 16/03/2002 σ. 0049 - 0061


    Απόφαση της Επιτροπής

    της 19ης Σεπτεμβρίου 2001

    σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Ιταλία στην Enichem SpA

    [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2001) 2902]

    (Το κείμενο στην ιταλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    (2002/224/ΕΚ)

    Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

    τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

    Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους τρίτους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα(1),

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    I. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    (1) Στις 16 Μαρτίου 1994, η Επιτροπή είχε αποφασίσει να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο πρώην άρθρο 93 παράγραφος 2 (σημερινό άρθρο 88 παράγραφος 2)(2) όσον αφορά δύο εισφορές κεφαλαίου που πραγματοποιήθηκαν από την ENI SpA (εφεξής "ENI") υπέρ της θυγατρικής της Enichem SpA. (εφεξής "Enichem") τον Οκτώβριο 1992 και τον Δεκέμβριο 1993, αντιστοίχως, 1000 δισεκατ. ιταλικών λιρών (ITL) και 794 δισεκατ. ITL (εφεξής "οι πρώτες δύο εισφορές"). Με επιστολή της 16ης Μαρτίου, η Επιτροπή είχε πληροφορήσει σχετικά την ιταλική κυβέρνηση και της είχε ζητήσει να της υποβάλει τις παρατηρήσεις της και να της παράσχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την αξιολόγηση των εν λόγω εισφορών κεφαλαίου.

    (2) Με επιστολή της 18ης Μαΐου 1994, η ιταλική κυβέρνηση είχε διατυπώσει τις αιτούμενες παρατηρήσεις της, με ταυτόχρονη κοινοποίηση ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης της Enichem το οποίο έπρεπε να υλοποιηθεί κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου 1994-1997. Στο πλαίσιο αυτού του σχεδίου, οι ιταλικές αρχές είχαν πληροφορήσει την Επιτροπή σχετικά με μια νέα εισφορά κεφαλαίου η οποία επρόκειτο να χορηγηθεί από την ENI στην Enichem, ύψους 3000 δισεκατ. ITL. Αυτή η εισφορά κεφαλαίου είχε εγκριθεί από τους μετόχους της Enichem στις 29 Ιουνίου 1994 και έπρεπε να καταβληθεί εντός του τριμήνου που θα ακολουθούσε την απόφαση της Επιτροπής (εφεξής "τρίτη εισφορά").

    (3) Με περαιτέρω επιστολές πληροφόρησης, και κατά τη διάρκεια συνεδριάσεων, οι εκπρόσωποι των ιταλικών αρχών και της Enichem είχαν παράσχει στην Επιτροπή περαιτέρω λεπτομέρειες σχετικά με το σχέδιο αναδιάρθρωσης 1994-1997, καθώς και περιγραφή των ενεργειών αναδιάρθρωσης που είχαν αναληφθεί από την Enichem κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου 1991-1993.

    (4) Στις 27 Ιουλίου 1994, η Επιτροπή εξέδωσε μια τελική απόφαση (εφεξής "απόφαση της 27ης Ιουλίου 1994") για κλείσιμο της διαδικασίας που είχε κινηθεί στις 16 Μαρτίου 1994. Αυτή η απόφαση όριζε ότι οι πρώτες δύο εισφορές κεφαλαίου συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά και, ταυτοχρόνως, κατέληγε στο συμπέρασμα, μετά από εξέτασή της, ότι η τρίτη εισφορά δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

    (5) Η απόφαση της Επιτροπής να κλείσει την προαναφερόμενη διαδικασία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(3).

    (6) Τον Ιανουάριο του 1995, η BP Chemicals Ltd. (εφεξής "BP") προσέφυγε στο Πρωτοδικείο (εφεξής "ΠΔ") ζητώντας ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής της 27ης Ιουλίου 1994.

    (7) Με απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, στο πλαίσιο της υπόθεσης T-11/95(4), το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση της 27ης Ιουλίου 1994 σε ότι αφορούσε το κλείσιμο της πρώτης εξέτασης της τρίτης εισφοράς ύψους 3000 δισεκατ. ITL. Το Πρωτοδικείο είχε συμπεράνει, ιδίως, ότι "(...) η Επιτροπή, κλείνοντας την αρχική της εξέταση σχετικά με την τρίτη εισφορά κεφαλαίου κατά την έννοια του άρθρου 93 παράγραφος 3 της συνθήκης, παρόλο που δεν ήταν σε θέση να υπερβεί τις δυσχέρειες όσον αφορά το κατά πόσον η εισφορά αυτή συνιστούσε κρατική ενίσχυση, και χωρίς να εξετάσει κατά πόσον η εισφορά αυτή συμβιβαζόταν με την κοινή αγορά, παραβίασε τα δικαιώματα του ενάγοντος ως ενδιαφερομένου κατά την έννοια του άρθρου 93 παράγραφος 2 της συνθήκης"(5).

    (8) Το Δικαστήριο, από την άλλη μεριά, απέρριψε την αγωγή της ΒΡ κατά της απόφασης της 27ης Ιουλίου 1994, επειδή έκρινε ότι οι πρώτες δύο εισφορές κεφαλαίου συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις συμβιβαζόμενες με την κοινή αγορά σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης.

    (9) Ως συνέπεια αυτής της απόφασης, η Επιτροπή αποφάσισε, στις 23 Ιουνίου 1999, να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 88 παράγραφος 2 σχετικά με την τρίτη εισφορά. Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στην Ιταλία με επιστολή της 19ης Ιουλίου 1999. Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την εν λόγω ενίσχυση.

    (10) Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από τρίτους ενδιαφερομένους, τις οποίες διαβίβασε στις ιταλικές αρχές ούτως ώστε να έχουν τη δυνατότητα να αντιδράσουν σχετικά.

    (11) Οι ιταλικές αρχές υπέβαλαν παρατηρήσεις με επιστολή της 18ης Αυγούστου 1999 και παρείσχαν πληροφορίες κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της 18ης Φεβρουαρίου 2000.

    II. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

    (12) Η Enichem είναι επικεφαλής της υποομάδας του χημικού τομέα της ιταλικής δημόσιας ελέγχουσας εταιρείας ENI. Την εποχή των εν λόγω μέτρων, η Enichem παρήγαγε και έθετε σε εμπορία ένα ευρύ φάσμα χημικών προϊόντων. Το 1994, η ENI ήταν μια εταιρεία χρηματοδότησης που είχε δημιουργηθεί τον Ιούλιο 1992, όταν η Ente Nazionale Idrocarburi, ιταλική δημόσια επιχείρηση, είχε μετατραπεί σε μετοχική εταιρεία. Την εποχή κατά την οποία είχε αποφασιστεί η τρίτη εισφορά κεφαλαίου, η ιταλική κυβέρνηση έλεγχε πλήρως το μετοχικό κεφάλαιο της ENI μέσω του Υπουργείου Οικονομικών και διόριζε το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας(6).

    (13) Η οικονομική και χρηματική κατάσταση της Enichem είχε, σε μικρό χρονικό διάστημα, υποβαθμιστεί κατά το τέλος της δεκαετίας του 1980, περίοδο ύφεσης για την αγορά των χημικών προϊόντων. Όπως φαίνεται στον πίνακα Ι, η δραστική μείωση του κύκλου των εργασιών της εταιρείας, η οποία οφειλόταν κυρίως στη μείωση των τιμών των προϊόντων, οδήγησε το 1992 σε αρνητικό καθαρό αποτέλεσμα εκμετάλλευσης, με επακόλουθη αύξηση των καθαρών απωλειών της επιχείρησης.

    Πίνακας 1: Οικονομικά και χρηματικά αποτελέσματα της Enichem κατά την περίοδο 1990-1992

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (14) Η Enichem αντέδρασε σε αυτά τα προβλήματα της αγοράς, εφαρμόζοντας ένα ευρείας κλίμακας σχέδιο αναδιάρθρωσης, σκοπός του οποίου ήταν ο επαναπροσδιορισμός της βιομηχανικής της θέσης στην αγορά των χημικών προϊόντων, μετά από την αρνητική τάση των τελευταίων ετών, αποσκοπώντας στην επανάκτηση υγιούς χρηματοοικονομικής και βιομηχανικής κατάστασης.

    (15) Ως μέρος των μέτρων αναδιάρθρωσης, την 1η Οκτωβρίου 1992, η ΕΝΙ αποφάσισε να χορηγήσει νέο κεφάλαιο στην Enichem. Χορηγήθηκε αμέσως μια πρώτη εισφορά κεφαλαίου ύψους 1000 δισεκατ. ITL, και εν συνεχεία μια δεύτερη εισφορά ύψους 794 δισεκατ. ITL τον Δεκέμβριο 1993 (οι πρώτες δύο εισφορές). Η απόφαση της Επιτροπής της 16ης Μαρτίου 1994 να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξέτασης αφορούσε επίσης αυτές τις δύο εισφορές οι οποίες δεν της είχαν κοινοποιηθεί.

    (16) Όπως αναφέρεται στην απόφαση της Επιτροπής της 27ης Ιουλίου 1994, αυτά τα μέτρα αναδιάρθρωσης συμπεριλάμβαναν πολλά κλεισίματα εγκαταστάσεων και μειώσεις δυναμικοτήτων, όπως φαίνεται στον πίνακα 2.

    Πίνακας 2: Κλεισίματα εγκαταστάσεων της Enichem 1991-1993

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (17) Αυτά τα κλεισίματα, μαζί με άλλα μέτρα εσωτερικής αναδιάρθρωσης, μείωσαν το προσωπικό της Enichem κατά περίπου 7000 μονάδες την περίοδο 1991-1993.

    (18) Η εταιρεία αυτή σχεδίασε να απαλλαγεί από τις "μη κεντρικές" δραστηριότητες, μέσω πώλησης ή διάλυσης αποσκοπώντας, αφενός, να αποσυρθεί από τις ασύμφορες παραγωγικές δραστηριότητες και, αφετέρου, να χρηματοδοτήσει εν μέρει το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης με τα κέρδη που θα αποκόμιζε από αυτήν την απαλλαγή (ιδίως από την πώληση ορισμένων πολύ επικερδών θυγατρικών εταιρειών, κυρίως στους τομείς των ινών και των απορρυπαντικών).

    (19) Παρόλη τη λήψη των μέτρων αναδιάρθρωσης, η εταιρεία αντιμετώπισε συνεχώς αυξανόμενα προβλήματα αγοράς τα οποία οφείλονταν στην επιδείνωση της κατάστασης του τομέα των πετρελαιοχημικών προϊόντων κατά τη διάρκεια της περιόδου 1992/93. Το 1992, η πλειονότητα των πετρελαιοχημικών εταιρειών υπέστη σημαντική επιδείνωση των βιομηχανικών αποτελεσμάτων. Ως συνέπεια της κατάρρευσης των τιμών, οι περισσότερες από τις κυριότερες εταιρείες υπέστησαν ζημίες εκμετάλλευσης κατά τη διάρκεια του 1992 και του 1993.

    (20) Δεδομένου ότι η κατάσταση της αγοράς στον πετρελαιοχημικό τομέα είχε επιδεινωθεί σε σύγκριση με τις προβλέψεις των σχεδίων της, η Enichem εκπόνησε, όπως είχε εκπονήσει και για τα μέτρα αναδιάρθρωσης που είχαν ήδη αναληφθεί, ένα συμπληρωματικό βιομηχανικό σχέδιο για την περίοδο 1994-1997, στο οποίο περιλαμβάνονταν δραστικότερες περικοπές δαπανών, αποσκοπώντας στην αποκατάσταση σταθερής οικονομικής βιωσιμότητας και υγιούς χρηματικής κατάστασης.

    (21) Στο πλαίσιο της διαδικασίας που είχε κινηθεί, οι ιταλικές αρχές παρουσίασαν στην Επιτροπή το συμπληρωματικό βιομηχανικό σχέδιο για την Enichem, και κοινοποίησαν, με επιστολή της 6ης Ιουνίου 1994, τις χρηματικές λεπτομέρειες του σχεδίου, συμπεριλαμβανομένης μιας εισφοράς κεφαλαίου ύψους 3000 δισεκατ. ITL (η τρίτη εισφορά).

    (22) Το νέο σχέδιο ήταν επικεντρωμένο σε τρεις κύριους στόχους: επανεξισορρόπηση της χρηματικής δομής, περαιτέρω επικέντρωση στις κεντρικές δραστηριότητες και περαιτέρω βελτίωση της βάσης κόστους των δραστηριοτήτων της.

    (23) Η Enichem αποφάσισε να επικεντρώσει τις δραστηριότητές της σε βασικά χημικά προϊόντα, πολυμερή και ελαστομερή, τα οποία ήταν στρατηγικά συνδεδεμένα με τις ενεργητικές δραστηριότητες τις ΕΝΙ, και να βελτιώσει αποφασιστικά τη βάση κόστους, χάρη στη βελτιστοποίηση της παραγωγής και της λογιστικής, μειώνοντας την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα και εξορθολογίζοντας τις οργανωτικές και εμπορικές δομές.

    (24) Στο πλαίσιο του συμπληρωματικού σχεδίου, η Enichem προγραμμάτισε και άλλες πωλήσεις θυγατρικών για συνολικό ποσό 2500 δισεκατ. ITL περίπου κατά τη διάρκεια της περιόδου 1994-95, μείωση του επιχειρησιακού κεφαλαίου κατά 1142 δισεκατ. ITL, μείωση των επενδύσεων κατά 170 δισεκατ. ITL ετησίως (περίπου 30 % λιγότερο από το 1993) και μείωση των δαπανών για την έρευνα και την ανάπτυξη κατά 76 δισεκατ. ITL περίπου ετησίως. Άλλοι εξορθολογισμοί και παύσεις λειτουργίας παραγωγικών μονάδων είχαν ως σκοπό να μειώσουν τις πάγιες δαπάνες της εταιρείας κατά 1384 δισεκατ. ITL μέχρι το τέλος του 1997. Ταυτοχρόνως, το προσωπικό της Enichem έπρεπε να μειωθεί περαιτέρω κατά 16600 μονάδες περίπου, ούτως ώστε τα κόστη να μειωθούν περαιτέρω.

    (25) Όσον αφορά την επικέντρωση στις κεντρικές δραστηριότητες, η Enichem έπρεπε να επικεντρωθεί κυρίως στα βασικά χημικά προϊόντα, πολυμερή και ελαστομερή. Οι πωλήσεις θυγατρικών έπρεπε να αφορούν: τις δραστηριότητες του πολυαιθυλενίου και τις λοιπές δραστηριότητες του τομέα των πλαστικών των μεταγενέστερων παραγωγικών σταδίων, το τερεφθαλικό πολυαιθυλένιο (ΡΕΤ), τα χημικά προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, ορισμένες ήσσονος σημασίας δραστηριότητες όσον αφορά τα ελαστομερή (κυρίως τα κυανιούχα άλατα και τα πολυχλωροπρένια), τις ίνες (ακρυλικές, από πολυεστέρα και θερμού δεσμού), καθώς επίσης και τα απορρυπαντικά.

    (26) Τα νέα αυτά μέτρα αποσκοπούσαν να μειώσουν τις πάγιες δαπάνες και το κεφάλαιο χρήσεως, των οποίων τα ποσοστά μειώθηκαν, αντιστοίχως, από το 32,6 και το 25,2 % το 1994, στο 22,9 και το 16,8 % το 1997. Κατά συνέπεια, αναμενόταν ότι η Enichem θα σημείωνε κέρδη από το 1997 ήδη και ότι, εν συνεχεία, τα επίπεδα της χρέωσής της, των χρηματοοικονομικών επιβαρύνσεων και της αποδοτικότητάς της θα ήταν παρόμοια με τα αντίστοιχα επίπεδα των κυριοτέρων ανταγωνιστών της.

    (27) Αυτές οι περαιτέρω πωλήσεις θυγατρικών εταιρειών και οι παύσεις δραστηριοτήτων παραγωγικών μονάδων είχαν σκοπό να οδηγήσουν σε επιπλέον σημαντική μείωση της παραγωγικής ικανότητας της Enichem, δεδομένου ότι όλες οι παραγωγικές μονάδες που απαριθμούνται στον πίνακα 3 επρόκειτο να πωληθούν ή να παύσουν οριστικά τις δραστηριότητές τους.

    Πίνακας 3: Πωλήσεις θυγατρικών της Enichem κατά την περίοδο 1994-1997 για λόγους αναδιάρθρωσης

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (28) Συνολικά, τα μέτρα αναδιάρθρωσης που είχαν σχεδιαστεί σε συνδυασμό με το συμπληρωματικό σχέδιο, αναμενόταν ότι θα οδηγούσαν σε επιπλέον μείωση της παραγωγικής ικανότητας, κατά τουλάχιστον 2083 Kt ετησίως (κατ' εκτίμηση)(7), σε σύγκριση με τις 1152 Kt που είχαν επιτευχθεί κατά την περίοδο 1991-1993 (πίνακας 2). Όσον αφορά τις δραστηριότητες που ορίζονται ως "κεντρικές", το σχέδιο αναφερόταν στην ανάγκη να θεσπιστούν μορφές συνεργασίας με άλλους παραγωγούς ούτως ώστε να γεφυρωθεί το τεχνολογικό χάσμα από το οποίο η Enichem έπασχε σε ορισμένους τομείς. Τελικά, η Enichem πούλησε το 50 % των δραστηριοτήτων της στα πολυμερή στην Union Carbide, με την οποία συμμετείχε σε κοινή επιχείρηση, αποσκοπώντας στην επανατοποθέτηση της δραστηριότητας αυτής στην αγορά.

    (29) Χάρη σε αυτά τα μέτρα, η η αναδιάρθρωση της Enichem αναμενόταν ότι θα κατόρθωνε να αποκαταστήσει μια υγιή αποδοτικότητα από το 1997 και να επιτύχει θετικές επιχειρησιακές ταμειακές εισροές ήδη από το 1995, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που παρουσιάζονται στον ακόλουθο πίνακα 4.

    Πίνακας 4: Οικονομικά αποτελέσματα της Enichem 1994-1997 - Προβλέψεις

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    III. ΣΧΟΛΙΑ ΤΡΙΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ

    (30) Η BP, στα σχόλια της, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν είχε βάσιμους λόγους για να διαχωρίσει την τρίτη εισφορά κεφαλαίου από τις πρώτες δύο και ότι, κατά συνέπεια, τα τρία μέτρα θα πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο. Προβάλλει, ιδίως, το επιχείρημα ότι η τρίτη ενέργεια ήταν αναγκαία για να καταστήσει την εταιρεία ελκυστική για τους ιδιωτικούς οικονομικούς παράγοντες και ότι πραγματοποιήθηκε σε υπερβολικά μικρό χρονικό διάστημα μετά από τις πρώτες δύο εισφορές ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί ξεχωριστή ενέργεια. Αυτές οι τρεις εισφορές, στο σύνολό τους, δεν απέδωσαν, σε σχέση με τη συνολική επένδυση, αποδοτικότητα επαρκή για έναν ιδιωτικό επενδυτή και, επομένως, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελούν, στο σύνολό τους, κρατική ενίσχυση.

    (31) Η BP υποστηρίζει, επιπλέον, ότι ακόμα και σε περίπτωση που η τρίτη ενέργεια θα μπορούσε να θεωρηθεί μεμονωμένα, η απόδοση της επένδυσης δεν ήταν επαρκής για να καταστήσει την επένδυση αυτή επικερδή. Η ΒΡ αμφισβητεί ορισμένες από τις υποθέσεις και τους υπολογισμούς που χρησιμοποίησε η Επιτροπή, τόσο στην απόφαση της 27ης Ιουλίου 1994 όσο και στην επιχειρηματολογία της ενώπιον του Δικαστηρίου. Κατά πρώτο λόγο, αμφισβητεί ότι η μέθοδος της αναγωγής σε παρούσα αξία των κερδών (εφεξής "ΑΠΑΚ") είναι γενικά αποδεκτή, κατά δεύτερο λόγο, αμφισβητεί ορισμένες από τις υποθέσεις που χρησιμοποιήθηκαν από την Επιτροπή για τους υπολογισμούς της απόδοσης, όσον αφορά τη μεθοδολογία τόσο της ΑΠΑΚ όσο και της αναγωγής σε παρούσα αξία των ταμειακών εισροών (εφεξής "ΑΠΑΤΕ").

    (32) Η BP υποστηρίζει, ιδίως, ότι: i) η Επιτροπή έχει εσφαλμένα υπολογίσει τις επιπτώσεις της αποπληρωμής του χρέους, έχοντας θεωρήσει ότι αποτελεί απόδοση ακόμη και η ταμειακή εισροή που προορίζεται για την εξόφληση των χρεών της Enichem· ii) η Επιτροπή συμπεριέλαβε στον υπολογισμό της απόδοσης την αρχική λογιστική αξία της Enichem, πράγμα που είναι ασυμβίβαστο με τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε για την ΑΠΑΤΕ και, τέλος, iii) είναι υπερβολική η αναπόσβεστη αξία που αποδίδεται στην Enichem.

    (33) Διά ταύτα, η BP υποστηρίζει ότι η τρίτη εισφορά κεφαλαίου -όταν θα έχει ξεκαθαριστεί ότι πρόκειται για κρατική ενίσχυση- θα πρέπει να αξιολογηθεί σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις ενισχύσεις αναδιάρθρωσης, με ιδιαίτερη αναφορά στη μείωση της παραγωγικής ικανότητας, που θα πρέπει να αναλογεί στο ποσό της ενίσχυσης.

    (34) Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, στα σχόλια της, υποστηρίζει ότι: i) η τρίτη εισφορά κεφαλαίου δεν μπορούσε να διαχωριστεί από τις πρώτες δύο εισφορές επειδή πραγματοποιήθηκε αμέσως μετά από αυτές, επειδή και οι τρεις εισφορές ήταν μέρος μιας ενιαίας διαδικασίας αναδιάρθρωσης και επειδή η Enichem δεν θα είχε μπορέσει να επιζήσει χωρίς αυτήν. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι ii) ακόμα και αν εθεωρείτο μεμονωμένα, η τρίτη εισφορά δεν θα μπορούσε να πληροί τα κριτήρια της αρχής του επενδυτή επιχειρηματικού κεφαλαίου.

    (35) Σύμφωνα με τις βρετανικές αρχές, η χρηματοοικονομική κατάσταση της Enichem, την εποχή της τρίτης εισφοράς, δεν ήταν υγιής, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι μοναδική εναλλακτική λύση ως προς την εισφορά αυτή ήταν η χρεοκοπία της εταιρείας. Επιπλέον, η εισφορά αυτή δεν συνδεόταν μόνο με τις νέες επενδυτικές ανάγκες της εταιρείας, αλλά ήταν επίσης απαραίτητη για να καλυφθούν οι δαπάνες της αναδιάρθρωσής της.

    (36) Κατά συνέπεια, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει την άποψη της ΒΡ σύμφωνα με την οποία η τρίτη εισφορά θα πρέπει να θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση -όπως και οι πρώτες δύο εισφορές- και να αξιολογηθεί σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που ισχύουν για τις κρατικές ενισχύσεις.

    IV. ΣΧΟΛΙΑ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ

    (37) Η ιταλική κυβέρνηση στην απάντησή της υποστηρίζει ότι, όσον αφορά την τρίτη εισφορά: i) τα κεφάλαια που χορηγήθηκαν από την ΕΝΙ στην Enichem δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελούν κρατικούς πόρους, δεδομένου ότι τα κεφάλαια αυτά ήταν αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων της εταιρείας και δεν είχαν χορηγηθεί από το κράτος· ii) τα κεφάλαια αυτά είχαν χορηγηθεί σε συνθήκες οι οποίες θα μπορούσαν να είναι αποδεκτέςγια έναν ιδιωτικό επενδυτή ο οποίος ενεργεί υπό φυσιολογικές συνθήκες οικονομίας αγοράς· iii) εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν θα έπρεπε τα κεφάλαια αυτά να θεωρηθεί ότι αποτελούν κρατική ενίσχυση, θα επρόκειτο για ενίσχυση που συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ).

    (38) Όσον αφορά το σημείο i), σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, τα κεφάλαια τα οποία χορήγησε η ΕΝΙ στην Enichem δεν αποτελούν κρατικούς πόρους. Σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, η τελευταία φορά που είχαν χορηγηθεί κρατικά κεφάλαια στην ΕΝΙ ήταν το 1985. Έκτοτε, η ΕΝΙ δεν έχει λάβει από το ιταλικό κράτος καμία αύξηση κεφαλαίου.

    (39) Η ΕΝΙ είχε χορηγήσει κεφάλαια στην Enichem χρησιμοποιώντας τους πόρους που ήταν αποτέλεσμα των κερδοφόρων δραστηριοτήτων της, όπως η παραγωγή και η διανομή πετρελαίου. Επομένως, οι αμφισβητούμενοι πόροι δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι αποτελούν κρατικούς πόρους κατά την έννοια του άρθρου 87.

    (40) Όσον αφορά το σημείο ii), οι ιταλικές αρχές υποστηρίζουν ότι η ΕΝΙ, όταν χορήγησε την τρίτη εισφορά κεφαλαίου, ενήργησε όπως θα ενεργούσε ένας φυσιολογικός ιδιωτικός επενδυτής σε παρόμοιες περιστάσεις. Πράγματι, κατά την άποψη των ιταλικών αρχών, σκοπός αυτής της ενέργειας ήταν να παραχθεί επαρκής απόδοση για την επένδυση. Οι ιταλικές αρχές επεσήμαναν επίσης ότι, δεδομένων των αποτελεσμάτων που είχαν πράγματι επιτευχθεί από την Enichem κατά τη διάρκεια της περιόδου που καλύπτεται από το σχέδιο, αυτές οι ενέργειες της ΕΝΙ αποδείχθηκε ότι ήταν συνετές.

    (41) Οι ιταλικές αρχές υποστηρίζουν επιπλέον ότι η ΕΝΙ είχε χορηγήσει αυτά τα κεφάλαια στην Enichem για να διαφυλάξει την αξία της συμμετοχής της στη θυγατρική της και για να μεγιστοποιήσει την αξία της εταιρείας ενόψει του πρώτου σταδίου της ιδιωτικοποίησής της (η οποία έλαβε χώρα τον Νοέμβριο 1995).

    (42) Όσο για το σημείο iii), οι ιταλικές αρχές υποστηρίζουν ότι τα μέτρα αυτά, στην περίπτωση που η Επιτροπή θα θεωρούσε ότι αποτελούν κρατική ενίσχυση, θα ετύχαναν της εξαίρεσης που προβλέπεται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ), δεδομένου ότι αποσκοπούσαν στην αναδιάρθρωση μιας προβληματικής επιχείρησης.

    (43) Σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, το σχέδιο αναδιάρθρωσης που είχε υποβληθεί στην Επιτροπή πληρούσε τους όρους της συμβατότητας της ενίσχυσης με την κοινή αγορά. Είναι προφανές, ιδίως, ότι το σχέδιο αυτό αποτελούσε εγγύηση για την επάνοδο της Enichem στην κατηγορία των κερδοφόρων επιχειρήσεων, επί τη βάσει συνετών οικονομικών προβλέψεων, βασιζόταν σε εσωτερικά μέτρα αναδιάρθρωσης και ήταν ανάλογο με τους επιδιωκόμενους στόχους. Οι ιταλικές αρχές επισημαίνουν επίσης ότι τα τελικά αποτελέσματα υπερέβησαν σε μεγάλο βαθμό τις οικονομικές και χρηματικές προβολές του σχεδίου, δεδομένου ότι τα αποτελέσματα αυτά υπήρξαν πολύ πιο ικανοποιητικά από όσο προβλεπόταν.

    V. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΩΣ ΚΡΑΤΙΚΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ

    (44) Για να καθοριστεί κατά πόσον ένα κρατικό μέσο αποτελεί ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1, η Επιτροπή εξετάζει κατά πόσον:

    - χορηγείται από το κράτος ή με κρατικούς πόρους,

    - νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων,

    - επηρεάζει τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

    Παρουσία δημόσιων πόρων

    (45) Η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν μπορεί να είναι αποδεκτό το επιχείρημα των ιταλικών αρχών σύμφωνα με το οποίο τα κεφάλαια που χορηγήθηκαν στην Enichem δεν ήταν κρατικοί πόροι, επειδή τα είχε χορηγήσει η ΕΝΙ από τους δικούς της πόρους.

    (46) Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η υπό εξέταση εισφορά κεφαλαίου είχε χορηγηθεί από την ΕΝΙ, η οποία την εποχή εκείνη ήταν επιχείρηση που ανήκε εξ' ολοκλήρου στο Υπουργείο Οικονομικών. Η κυβέρνηση είχε διορίσει το διοικητικό συμβούλιο της ΕΝΙ, το οποίο με τη σειρά του είχε διορίσει τα διοικητικά στελέχη της Enichem.

    (47) Σύμφωνα με την νομολογία του Δικαστηρίου, "για να καθοριστεί κατά πόσον μια ενίσχυση μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 92 παράγραφος 1 (σήμερα άρθρο 87 παράγραφος 1) της συνθήκης, δεν πρέπει να πραγματοποιείται διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων κατά τις οποίες η ενίσχυση χορηγείται απευθείας από το κράτος και των περιπτώσεων κατά τις οποίες χορηγείται μέσω δημοσίων ή ιδιωτικών φορέων που έχουν θεσπιστεί ή διοριστεί από το κράτος"(8).

    (48) Επιπλέον, αν η απόδοση των επενδύσεων της ΕΝΙ στην Enichem ήταν μικρότερη, αυτό θα σήμαινε ότι ήταν μικρότερη η απόδοση της κρατικής επένδυσης στην ΕΝΙ. Επομένως, παρόλο που τα κεφάλαια που είχαν χορηγηθεί από την ΕΝΙ στην Enichem δεν προέρχονταν άμεσα από τον κρατικό προϋπολογισμό, μπορεί να θεωρηθεί ότι πρόκειται για δημόσιους πόρους επειδή το κράτος θα είχε παραιτηθεί από τα κέρδη ή από τη μεγέθυνση αξίας, αποδεχόμενο το γεγονός ότι μια από τις επιχειρήσεις που ελέγχει η ΕΝΙ δεν είχε κατορθώσει να εξασφαλίσει ικανοποιητική απόδοση επένδυσής της σε μια θυγατρική, την Enichem.

    (49) Κατά συνέπεια, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι πόροι στους οποίους αναφέρεται η παρούσα απόφαση αποτελούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης.

    Ευνοϊκή μεταχείριση ορισμένων επιχειρήσεων

    (50) Σύμφωνα με την Επιτροπή, ένα χρηματοοικονομικό μέτρο που χορηγείται από το κράτος σε μια επιχείρηση η οποία, υπό διάφορες μορφές, μειώνει τα βάρη τα οποία κανονικά η επιχείρηση αυτή πρέπει να επωμίζεται, πρέπει να θεωρείται ότι αποτελεί κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87.

    (51) Στην περίπτωση των εισφορών κεφαλαίου, η Επιτροπή οφείλει να επαληθεύει κατά πόσον το κράτος χορηγεί τους πόρους με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο θα συμπεριφερόταν ένας ιδιώτης επενδυτής υπό φυσιολογικές συνθήκες οικονομίας αγοράς. Σε περίπτωση που θα είχαν χορηγηθεί υπό συνθήκες διαφορετικές από αυτές υπό τις οποίες θα τους είχε χορηγήσει ένας ιδιώτης επενδυτής ο οποίος θα ενεργούσε σε μια οικονομία αγοράς, οι πόροι αυτοί θα συνιστούσαν οικονομικό πλεονέκτημα για τον δικαιούχο ο οποίος, πράγματι, θα μπορούσε να τους χρησιμοποιήσει για να χρηματοδοτήσει δαπάνες και επενδύσεις χωρίς να αναγκαστεί να ανατρέξει σε δανεισμό από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ούτε να επιβαρυνθεί χρηματικά αναλόγως των πόρων που θα λάμβανε.

    (52) Οι αυξήσεις κεφαλαίου είναι φυσιολογικά γεγονότα στη ζωή μιας εταιρείας, δεδομένου ότι μπορούν να χρησιμεύσουν για να χρηματοδοτηθεί η αύξηση και οι επενδύσεις της ίδιας της εταιρείας. Επομένως, η άποψη σύμφωνα με την οποία κάθε αύξηση κεφαλαίου σε μια δημόσια επιχείρηση προϋποθέτει κρατικές ενισχύσεις, θα κινδύνευε να θέσει τις δημόσιες επιχειρήσεις σε μειονεκτικότερη ανταγωνιστική θέση σε σχέση με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, πράγμα που θα ήταν αντίθετο με το άρθρο 295 της συνθήκης.

    (53) Εντούτοις, η γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων θα μπορούσε να αθετηθεί σε περιπτώσεις κατά τις οποίες δημόσιες επιχειρήσεις λαμβάνουν εισφορές κεφαλαίου υπό όρους οι οποίοι είναι ευνοϊκότεροι σε σχέση με τους όρους στους οποίους υπόκεινται οι ιδιωτικές επιχειρήσεις. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή έχει θεσπίσει τη γενική αρχή του ιδιώτη επενδυτή ο οποίος ενεργεί σε οικονομία αγοράς, γενική αρχή που της επιτρέπει να διαπιστώνει κατά πόσο το κράτος χορηγεί χρηματικούς πόρους σε επιχειρήσεις υπό όρους οι οποίοι δεν θα ήταν αποδεκτοί αν επρόκειτο για ιδιώτη επενδυτή(9). Αυτή η αξιολόγηση πρέπει να πραγματοποιηθεί επί τη βάσει των πληροφοριών τις οποίες διαθέτει η Επιτροπή τη στιγμή κατά την οποία χορηγούνται οι εν λόγω πόροι.

    (54) Πριν από αυτή την αξιολόγηση, θα πρέπει να τονιστεί ότι, στην απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, το Πρωτοδικείο είχε συμπεράνει ότι "υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις που οδηγούσαν σε αμφιβολίες όσον αφορά το κατά πόσον οι εν λόγω τρεις εισφορές κεφαλαίου δεν θα έπρεπε να θεωρηθούν, στην πραγματικότητα, ως μια σειρά συνδεδεμένων εισφορών, που είχαν χορηγηθεί ως μέρος μιας αδιάκοπης διαδικασίας αναδιάρθρωσης η οποία είχε αρχίσει από το 1992" (αιτιολογική σκέψη 179). Επιπλέον, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να παρουσιάσει τους υπολογισμούς που είχε πραγματοποιήσει με σκοπό να συμπεράνει ότι η τρίτη εισφορά πληρούσε τις απαιτήσεις της γενικής αρχής του ιδιώτη επενδυτή που ενεργεί σε μια οικονομία αγοράς (αιτιολογικές σκέψεις 191 έως 193). Κατά συνέπεια, "η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση κατά το πέρας της αρχικής εξέτασης ... να υπερβεί όλα τα προβλήματα που είναι συνάρτηση του ερωτήματος κατά πόσον η τρίτη εισφορά κεφαλαίου αποτελεί ή όχι" κρατική ενίσχυση (αιτιολογική σκέψη 197).

    (55) Στην παρούσα περίπτωση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αποτελούν ενίσχυση οι δύο πρώτες εισφορές, των οποίων η συμβατότητα με την κοινή αγορά εξετάστηκε στην απόφαση της 27ης Ιουλίου 1994. Η απόδοση της επένδυσης αυτών των δύο εισφορών δεν ήταν επαρκής για την πλήρωση του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς. Εντούτοις, στην απόφαση της 27ης Ιουλίου 1994, η Επιτροπή έκρινε ότι τα μέτρα αυτά συνιστούν ενίσχυση που συμβιβάζεται με την κοινή αγορά λόγω των ενεργειών αναδιάρθρωσης που είχαν λάβει χώρα κατά την περίοδο 1991-1993. Το Δικαστήριο δεν ακύρωσε αυτό το μέρος της απόφασης και, επομένως, η Επιτροπή δεν οφείλει ούτε δύναται να αναθεωρήσει αυτή την αξιολόγηση.

    (56) Λόγω των ιδιαιτέρων περιστάσεων της παρούσας περίπτωσης, η Επιτροπή, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, μπορεί να συμπεράνει ότι η τρίτη εισφορά κεφαλαίου είχε χορηγηθεί ως μέρος μιας αδιάκοπης διαδικασίας αναδιάρθρωσης. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή οφείλει να αξιολογήσει αυτή την τρίτη εισφορά σύμφωνα με τα ίδια κριτήρια που είχε εφαρμόσει για την αξιολόγηση των πρώτων δύο εισφορών. Αυτό σημαίνει ότι η Επιτροπή πρέπει να επαληθεύσει κατά πόσον τα μέτρα αναδιάρθρωσης, τα οποία δεν είχαν ληφθεί υπόψη κατά την εξέταση των πρώτων δύο εισφορών, μπορούν να καταστήσουν εφαρμοστέο για την τρίτη εισφορά το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ).

    Επιρροή των μεταξύ κρατών μελών συναλλαγών

    (57) Οι μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές χημικών προϊόντων είναι σημαντικές. Την εποχή της τρίτης εισφοράς, το 1994, η Enichem ήταν η πρώτη ιταλική χημική επιχείρηση και συγκαταλεγόταν μεταξύ των δέκα πρώτων παραγωγών χημικών προϊόντων της Ευρώπης, έχοντας μάλιστα πρωτεύουσα θέση στην αγορά της Δυτικής Ευρώπης για πολλά χημικά προϊόντα. Σύμφωνα με τα ενοποιημένα δεδομένα του 1992, το 43,1 % της συνολικής παραγωγής της Enichem, αξίας 4300 δισεκατ. ITL, εξαγόταν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

    (58) Δεδομένου του μεγέθους της επιχείρησης και της σημασίας των συναλλαγών χημικών προϊόντων μεταξύ κρατών μελών, είναι δυνατόν να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι το μέτρο επηρεάζει τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές(10).

    VI. ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΑΓΟΡΑ

    (59) Για να αξιολογήσει την τρίτη εισφορά κεφαλαίου σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) ως μέρος ενός γενικού προγράμματος αναδιάρθρωσης που αποσκοπεί στην αποκατάσταση της οικονομικοχρηματικής βιωσιμότητας της Enichem, η Επιτροπή πρέπει να αναφερθεί στα κριτήρια για τις ενισχύσεις αναδιάρθρωσης τα οποία ίσχυαν την εποχή της κοινοποίησης της τρίτης εισφοράς κεφαλαίου, δηλαδή το 1994(11). Τα κριτήρια αυτά περιλαμβάνονται στις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για ενισχύσεις που αποσκοπούν στη διάσωση και στην αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων. Σύμφωνα με αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές, για να μπορέσει η Επιτροπή να επιτρέψει μέτρα που αποσκοπούν στην αναδιάρθρωση μιας προβληματικής επιχείρησης, πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

    i) τα μέτρα πρέπει να αποκαθιστούν την μακροπρόθεσμη οικονομικοχρηματική βιωσιμότητα της επιχείρησης·

    ii) χάρη σε αυτά τα μέτρα πρέπει να αποφεύγονται οι αδικαιολόγητες νοθεύσεις του ανταγωνισμού·

    iii) πρέπει να είναι ανάλογα με τα κόστη και τα οφέλη της αναδιάρθρωσης, και να περιορίζονται στο ελάχιστο απαραίτητο·

    iv) το σχέδιο αναδιάρθρωσης πρέπει να υλοποιείται πλήρως·

    v) το σχέδιο αναδιάρθρωσης πρέπει να υλοποιείται υπό τον έλεγχο της Επιτροπής.

    (60) Μόνο εάν πληρούνται αυτοί οι όροι μπορεί η Επιτροπή να αποφασίσει ότι η ενίσχυση δεν είναι αντίθετη με το κοινοτικό συμφέρον, και μπορεί να επιτρέψει τη χορήγηση αυτής της ενίσχυσης επί τη βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ). Η βρετανική κυβέρνηση και η ΒΡ, ιδίως, στα σχόλιά τους υποστηρίζουν ότι η αξιολόγηση ως προς τον όρο ii) θα πρέπει να είναι ιδιαιτέρως αυστηρή όσον αφορά τα αντισταθμίσματα.

    (61) Όσον αφορά τον όρο i), το συμπληρωματικό σχέδιο του 1994 ήταν σαφώς σε θέση να αποκαταστήσει τη μακροπρόθεσμη οικονομική-χρηματική βιωσιμότητα της Enichem, εντός λογικών χρονικών προθεσμιών. Το σχέδιο αναδιάρθρωσης του 1994 βασιζόταν σε μια ενδελεχή αξιολόγηση της θέσης της Enichem στην αγορά και στο πλαίσιο του ομίλου ENI, καθώς επίσης και σε λεπτομερή εξέταση των ισχυρών και των αδύναμων σημείων της Enichem στους διαφόρους παραγωγικούς τομείς. Όπως προαναφέρεται, η βελτίωση της οικονομικοχρηματικής βιωσιμότητας έπρεπε να προέρχεται κυρίως από τα μέτρα εσωτερικής αναδιάρθρωσης, δηλαδή: δραστική μείωση της παραγωγικής ικανότητας της Enichem (λόγω του κλεισίματος των μονάδων, της πώλησης των θυγατρικών, της αποκλειστικής επικέντρωσης στις επικερδείς δραστηριότητες κεντρικής σημασίας), σημαντικές μειώσεις των μεταβλητών και των παγίων εξόδων (ως συνέπεια δραστικών περικοπών προσωπικού, μείωσης του αριθμού των παραγωγικών μονάδων, απλούστευσης της εσωτερικής οργανωτικής δομής κ.λπ.) και επανεξισορρόπισητης χρηματικής διάρθρωσης της επιχείρησης. Επιπλέον, όπως ήδη αναφέρεται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας(12), η Επιτροπή έχει επαληθεύσει τις εκτιμήσεις στις οποίες είχε βασιστεί το σχέδιο αναδιάρθρωσης το 1994 όσον αφορά τις προβλέψεις ανάπτυξης της αγοράς εκείνης της εποχής, και συνεπέρανε ότι οι προβλέψεις αυτές χαρακτηρίζονταν από σωφροσύνη, ρεαλισμό και ότι ήταν λογικές. Οι υποθέσεις που αφορούν τους εξωτερικούς παράγοντες που επηρέαζαν την αναδιάρθρωση, ήταν κατά γενικό κανόνα αναγνωρισμένες και εντάσσονταν στο φάσμα του μέσου όρου των προβλέψεων όσον αφορά τις εξελίξεις της αγοράς.

    (62) Η αναδιάρθρωση, η οποία βασιζόταν σε ιδιαιτέρως συνετές προβλέψεις, αποσκοπούσε στην αποκατάσταση σταθερής κερδοφορίας ήδη από το 1997, με διαφύλαξη της σταθερότητας της οικονομικής και χρηματικής κατάστασης από εκείνη την εποχή και εν συνεχεία. Το 1997, η Enichem θα έπρεπε να είναι επικερδής για πρώτη φορά. Το αποτέλεσμα εκμετάλλευσης αναμενόταν ότι θα αυξηθεί από 500 δισεκατ. ITL στο τέλος του 1993, σε 1100 δισεκατ. ITL στο τέλος του 1997. Οι πάγιες δαπάνες αναμενόταν ότι θα μειωνόταν από 3229 δισεκατ. ITL στο τέλος του 1993, σε περίπου 1845 δισεκατ. ITL στο τέλος του 1997. Οι επιχειρησιακές ταμειακές εισροές καθώς και οι γενικές ταμειακές εισροές αναμενόταν ότι θα αυξανόταν, αντιστοίχως, από 836 δισεκατ. και 1636 δισεκατ. ITL στο τέλος τους 1993, σε πλέον των 780 δισεκατ. ITL και πλέον των 404 δισεκατ. ITL το 1997. Το καθαρό χρηματοοικονομικό χρέος καθώς και η αναλογία μεταξύ του χρέους και του εταιρικού κεφαλαίου, αναμενόταν ότι θα μειωθούν, αντιστοίχως, από 8578 δισεκατ. ITL και 2,9 στο τέλος του 1993, σε 3492 δισεκατ. ITL και 1,3 το 1997. Είναι, επιπλέον, σημαντικό να σημειωθεί ότι τα αποτελέσματα που είχαν προγραμματιστεί αναμενόταν ότι θα επιτευχθούν ως μέρος της μείωσης του κύκλου εργασιών της Enichem. Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνει ότι η αναδιάρθρωση βασιζόταν κατά κύριο λόγο σε εσωτερικά μέτρα, χωρίς να χορηγεί στην Enichem τεχνητά μέσα για να ακολουθήσει επιθετική επεκτατική πολιτική. Τέλος, σύμφωνα με συγκρατημένα αισιόδοξες προβλέψεις που είχαν παρουσιαστεί στην Επιτροπή, αναμενόταν ότι η οικονομικοχρηματική βιωσιμότητα της Enichem θα είχε αποκατασταθεί και για την μετά το 1997 περίοδο.

    (63) Όπως προαναφέρεται, οι οικονομικές προβλέψεις στις οποίες βασίζονταν οι εκτιμήσεις, αντιστοιχούσαν στις κατά γενικό κανόνα αποδεκτές προβλέψεις και, για αυτόν τον λόγο, ήταν πιο συνετές, πράγμα που επιβεβαιώθηκε από το γεγονός ότι το 1995, όταν οι συνθήκες της αγοράς βελτιώθηκαν, αποδείχθηκε ότι η αναδιάρθρωση ήταν αποτελεσματικότερη από όσο προβλεπόταν. Στην πραγματικότητα, η Enichem είχε πετύχει αποτελέσματα ικανοποιητικότερα από αυτά που προβλεπόταν στο σχέδιο, παρόλο που τα στοιχεία αυτά δεν ήταν γνωστά όταν είχε σχεδιαστεί η αναδιάρθρωση και δεν θα πρέπει, επομένως, να χρησιμοποιηθούν για την αξιολόγηση του κατά πόσον το σχέδιο αυτό θα ήταν σε θέση να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα της Enichem, επιβεβαιώνουν εντούτοις ότι το σχέδιο είχε βασιστεί σε συνετές προβλέψεις αγοράς και ότι η αναδιάρθρωση πραγματοποιήθηκε ουσιαστικά και αποτελεσματικά. Από την άλλη μεριά, δεδομένων των ενεργειών αναδιάρθρωσης που πραγματοποιήθηκαν από την Enichem και των επακόλουθων οικονομικών αποτελεσμάτων, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η αναδιάρθρωση της Enichem δεν αποσκοπούσε στην αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης οικονομικοχρηματικής βιωσιμότητάς της.

    (64) Τέλος, υπενθυμίζεται ότι ούτε η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, ούτε η ΒΡ, που έχουν υποβάλει παρατηρήσεις κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής της παρούσας διαδικασίας, έχουν ουσιαστικά αμφισβητήσειότι η διαδικασία αναδιάρθρωσης αποσκοπούσε στην αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης οικονομικοχρηματικής βιωσιμότητας της Enichem, αλλά αντιθέτως επέμειναν στο γεγονός ότι μια τέτοια διαδικασία θα έπρεπε να συνδέεται με μείωση της παραγωγικής ικανότητας.

    (65) Κατά συνέπεια, μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι θα μπορούσε λογικά να αναμενόταν ότι τα μέτρα αναδιάρθρωσης και οι εισφορές κεφαλαίου θα αποκαταστούσαν την οικονομικοχρηματική βιωσιμότητα της Enichem, όπως συνέβη. Επομένως, πληρούται ο όρος i) των κατευθυντηρίων γραμμών της Επιτροπής.

    (66) Ο όρος ii) απαιτεί την αποφυγή αδικαιολόγητων νοθεύσεων του ανταγωνισμού. Θεωρητικά, κάθε ενίσχυση που χορηγείται από ένα κράτος σε μια επιχείρηση, έχει ως συνέπεια αδικαιολόγητη νόθευση του ελεύθερου ανταγωνισμού, δεδομένου ότι θέτει τη δικαιούχο επιχείρηση σε ευνοϊκότερη οικονομική θέση σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές της. Από αυτή την άποψη, έχει ιδιαίτερη σημασία να εξεταστεί κατά πόσον η χορήγηση της ενίσχυσης αντισταθμίζεται από μείωση της παραγωγικής ικανότητας.

    (67) Όσον αφορά αυτό το στοιχείο, τόσο η βρετανική κυβέρνηση όσο και η ΒΡ υποστηρίζουν ότι αν εθεωρείτο κρατική ενίσχυση η τρίτη εισφορά, οι μειώσεις παραγωγικής ικανότητας στις οποίες η Επιτροπή είχε βασίσει την απόφαση της 27ης Ιουλίου 1994 δεν θα πληρούσαν πια τις απαιτήσεις του κριτηρίου ii). Όπως υποστηρίζει η ΒΡ, δεδομένου ότι η τρίτη εισφορά ήταν σχεδόν διπλάσια από τις πρώτες δύο, τα οφέλη της αναδιάρθρωσης θα έπρεπε επίσης να είναι σχεδόν διπλάσια. Στην πραγματικότητα, για την απόφαση της 27ης Ιουλίου 1994, Η Επιτροπή είχε βασίσει την αξιολόγησή της στην υπόθεση ότι μόνον οι πρώτες δύο εισφορές συνιστούσαν κρατική ενίσχυση και είχε θεωρήσει ότι οι μειώσεις παραγωγικής ικανότητας ήταν ανάλογες με το ποσό ενίσχυσης που περιλαμβανόταν σε αυτές τις εισφορές. Σε περίπτωση που θα εθεωρείτο ότι και η τρίτη εισφορά αποτελεί ενίσχυση, τα κλεισίματα μονάδων που είχε αναφέρει η Enichem στο σχέδιο αναδιάρθρωσης δεν θα επαρκούσαν πλέον για την πλήρωση του προαναφερόμενου κριτηρίου.

    (68) Εν προκειμένω, όπως φαίνεται στην απόφαση της 27ης Ιουλίου 1994, οι πρώτες δύο εισφορές έπρεπε να είχαν χρησιμεύσει για την κατάργηση των παραγωγικών ικανοτήτων και το κλείσιμο των μονάδων που είχαν επισημανθεί στο αρχικό σχέδιο αναδιάρθρωσης που αναφέρονται στην απόφαση της 27ης Ιουλίου 1994 και περιλαμβάνονται στον πίνακα 2 της παρούσας απόφασης.

    (69) Η Επιτροπή έκρινε ότι η μείωση ικανότητας που ήταν αποτέλεσμα του κλεισίματος αυτών των μονάδων ήταν ανάλογη με την ενίσχυση που είχε χορηγηθεί στην Enichem υπό τη μορφή των δύο εισφορών κεφαλαίου. Η Επιτροπή έκρινε ότι η συνολική μείωση ικανότητας 1152 Kt ετησίως, όπως φαίνεται στον πίνακα 2, μαζί με τις περικοπές προσωπικού 7000 μονάδων περίπου (εκ των οποίων οι 2100 συνδέονται άμεσα με το κλείσιμο των αναφερομένων μονάδων) επαρκούσαν για την πλήρωση του κριτηρίου ii) των κατευθυντηρίων γραμμών, όσον αφορά τις πρώτες δύο εισφορές κεφαλαίου. Σημειωτέον, επίσης, ότι κανείς ενδιαφερόμενος δεν αμφισβήτησε την αναλογικότητα της μείωσης παραγωγικής ικανότητας ως προς το ποσό της ενίσχυσης που είχε χορηγηθεί με τις πρώτες δύο εισφορές.

    (70) Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η τρίτη εισφορά ήταν συνδεδεμένη με ανάλογες ενέργειες αναδιάρθρωσης τις οποίες η Enichem έπρεπε να πραγματοποιήσει όσον αφορά τις μειώσεις παραγωγικής ικανότητας και τις περικοπές δαπανών. Αυτό είναι προφανές αν συγκριθεί η μείωση παραγωγικής ικανότητας και τα κλεισίματα που συνδέονται με τα μέτρα αναδιάρθρωσης που έπρεπε να πραγματοποιηθούν μεταξύ του 1991 και του 1993, με τις πρώτες δύο εισφορές κεφαλαίου (πίνακας 2) με τη μείωση παραγωγικής ικανότητας και το κλείσιμο παραγωγικών μονάδων που έπρεπε να πραγματοποιηθούν κατά την περίοδο 1994-1997 σε σχέση με την τρίτη εισφορά κεφαλαίου (πίνακας 3). Στην πραγματικότητα, στην πρώτη περίπτωση, έναντι μιας συνολικής εισφοράς 1794 δισεκατ. ITL, η Enichem έπρεπε να μειώσει την παραγωγική της ικανότητα κατά 1152 Kt ετησίως περίπου. Στη δεύτερη περίπτωση, έναντι μιας εισφοράς 3000 δισεκατ. ITL (λιγότερο από το διπλάσιο των πρώτων δύο), η Enichem έπρεπε να επιτύχει μείωση παραγωγικής ικανότητας η οποία προφανώς θα υπερέβαινε το διπλάσιο της μείωσης που είχε προγραμματιστεί για τις πρώτες δύο εισφορές.

    (71) Όπως προαναφέρεται, το σχέδιο του 1994-1997 αποσκοπούσε στη μεταπώληση ενεργητικού σχετικά με τα τελευταίαπαραγωγικά στάδια του πολεαιθυλενίου, το τερεφθαλικό πολεαιθυλένιο (ΡΕΤ), τα χημικά προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, ορισμένες δραστηριότητες σχετικά με τα ελαστομερή ήσσονος σημασίας (κυρίως νιτρίλια και πολυχρωροπρένια) ίνες (ακρυλικές, πολυεστέρα και θερμού δεσμού) και απορρυπαντικά. Συνολικά, αναμενόταν ότι αυτές οι μεταπωλήσεις ενεργητικού θα οδηγούσαν σε μειώσεις της δυναμικότητας της Enichem τουλάχιστον κατά 2083 Kt ετησίως, πράγμα που ισοδυναμεί με λίγο λιγότερο από το διπλάσιο της μείωσης που συνδέεται με τις πρώτες δύο εισφορές κεφαλαίου. Στα στοιχεία αυτά δεν συμπεριλαμβάνονται, εντούτοις, οι παραγωγικές μονάδες που έπρεπε να κλειστούν, των οποίων τη δυναμικότητα δεν γνώριζε η Επιτροπή (πίνακας 3). Αν ληφθεί υπόψη το κλείσιμο αυτών των παραγωγικών μονάδων, είναι πολύ πιθανό ότι η συνολική μείωση της δυναμικότητας θα είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από το διπλάσιο της μείωσης που προβλεπόταν στο πρώτο σχέδιο.

    (72) Το ίδιο ισχύει για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν ούτως ώστε να μειωθούν οι πάγιες δαπάνες και ιδίως οι δαπάνες προσωπικού. Και αυτά τα μέτρα επίσης μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι ανάλογα με το ποσό της νέας αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου. Πράγματι, οι πρώτες δύο εισφορές έπρεπε να συνοδεύονται από μείωση του δυναμικού κατά περίπου 7000 μονάδες. Η τρίτη εισφορά συνδεόταν με μείωση κατά περίπου 16000 μονάδες, παρόλο που ήταν μικρότερη από το διπλάσιο του συνόλου των πρώτων δύο.

    (73) Λαμβάνοντας αυτό το στοιχείο υπόψη, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι η αναδιάρθρωση της Enichem δεν παρήγαγε αδικαιολόγητες νοθεύσεις του ανταγωνισμού και ότι, κατά συνέπεια, πληροί τον όρο ii) των γενικών κατευθύνσεων σχετικά με τις ενισχύσεις αναδιάρθρωσης.

    (74) Ο όρος iii) απαιτεί να υπάρχει αναλογικότητα της ενίσχυσης ως προς τη σχέση κόστους/οφέλους της αναδιάρθρωσης: για να μπορεί να αξιολογηθεί ως συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά, η κρατική ενίσχυση πρέπει να περιορίζεται στο αυστηρά ελάχιστο απαιτούμενο για τη χρηματοδότηση της αποκατάστασης της οικονομικοχρηματικής βιωσιμότητας, και δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για την επέκταση της παραγωγής πέραν του βαθμού στον οποίο αυτή η επέκταση θα ήταν αναγκαία για την αποκατάσταση του επικερδούς χαρακτήρα της επιχείρησης.

    (75) Σύμφωνα με το σχέδιο αναδιάρθρωσης που είχε παρουσιαστεί, η τρίτη αύξηση κεφαλαίου έπρεπε να βελτιώσει τη χρηματοοικονομική κατάσταση της Enichem και να μειώσει την αναλογία μεταξύ χρέωσης και εταιρικού κεφαλαίου. Σε περίπτωση που το ποσό του χορηγηθέντος κεφαλαίου θα ήταν υπερβολικό, η Enichem θα ήταν σε θέση να χρηματοδοτήσει επιθετικές εμπορικές πολιτικές, χάρη στο πλεόνασμα των πόρων που θα είχε λάβει από τον μέτοχό της. Επισημαίνεται, εντούτοις, ότι το σχέδιο δεν προέβλεπε ότι τα χρηματοπιστωτικά χρέη της Enichem θα μηδενίζονταν κατά τη διάρκεια της περιόδου την οποία κάλυπτε το σχέδιο, πράγμα που θα ήταν υπερβολικό. Αντιθέτως, στο σχέδιο προβλεπόταν μείωση της χρέωσης της Enichem, από 8600 δισεκατ. ITL το 1993, σε 3500 δισεκατ. ITL στο τέλος του 1997, με αναλογία χρέους/εταιρικού κεφαλαίου 0,57.

    (76) Η μείωση του χρέους αναμενόταν ότι θα επιτευχθεί χάρη στην αύξηση του κεφαλαίου, αλλά επίσης και χάρη στις μεταπωλήσεις οι οποίες, στο τέλος του 1995, ανέρχονταν ήδη σε 2500 δισεκατ. ITL περίπου, καθώς επίσης και χάρη στις ταμειακές εισροές εσωτερικής προέλευσης. Το σύνολο όλων αυτών των πόρων αναμενόταν ότι θα οδηγούσε σε αναλογία χρέους/εταιρικού κεφαλαίου 0,57, που μπορεί να θεωρηθεί ως αναλογία φυσιολογική και ασφαλής για τον επιχειρησιακό τομέα της εταιρείας. Το επίπεδο αυτό δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ως υπερβολικά χαμηλό, επειδή έχει αφήσει στην Enichem να πληρώσει ένα σημαντικό ποσό χρηματοοικονομικών βαρών.

    (77) Κατά συνέπεια, η Επιτροπή πιστεύει ότι η χορηγηθείσα ενίσχυση δεν έδωσε στην Enichem πλεόνασμα ρευστότητας μη συνδεόμενο με τη διαδικασία αναδιάρθρωσης, το οποίο θα μπορούσε να συμβάλει στη χρηματοδότηση ενεργειών εμπορικών ή χρηματοοικονομικών επιθετικών και μη απαραίτητων για την αναδιάρθρωση· αντιθέτως, το σχέδιο προέβλεπε μείωση του κύκλου εργασιών, της παραγωγικής ικανότητας, των επενδυτικών δαπανών και των δαπανών έρευνας και ανάπτυξης. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγουν, άρρητα, και οι παρατηρήσεις της ΒΡ, σύμφωνα με τις οποίες όλες οι ταμειακές εισροές που είχαν δημιουργηθεί από την Enichem την περίοδο 1994-1998, προοριζόταν να χρησιμοποιηθούν για τη μείωση της χρέωσης και όχι για τη χρηματοδότηση άλλων επενδύσεων. Από αυτή την παρατήρηση φαίνεται καθαρά ότι, σύμφωνα με την οικονομική ανάλυση που είχε πραγματοποιήσει, η ΒΡ θα πρέπει να είχε επίγνωση του ότι η εισφορά κεφαλαίου δεν θα μπορούσε να έχει δώσει στην Enichem τα χρηματοδοτικά μέσα που θα της επέτρεπαν να επιδοθεί σε επεκτατικές εμπορικές πολιτικές.

    (78) Όσον αφορά το επιχείρημα της ΒΡ σύμφωνα με το οποίο, αμέσως μετά από την έγκριση της ενίσχυσης, η Enichem είχε δημιουργήσει κοινή επιχείρηση με την Union Carbide παραβαίνοντας κατ' αυτό τον τρόπο την απαίτηση του κριτηρίου iii), η Επιτροπή παρατηρεί ότι η κοινή επιχείρηση αφορούσε την παραγωγή πολυμερών, η οποία ήταν ακριβώς μια από τις κεντρικές δραστηριότητες της Enichem που περιλαμβάνονταν στο σχέδιο αναδιάρθρωσης. Επομένως, η κοινή επιχείρηση θα πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί ουσιαστικό μέρος αυτού καθαυτού του σχεδίου αναδιάρθρωσης, και όχι μέσο για αύξηση της δυναμικότητας. Δεδομένου ότι η παραγωγή πολυμερών θεωρείται από την Enichem κεντρική δραστηριότητα, η εταιρεία επέλεξε μια στρατηγική ικανή να βελτιώσει την αποδοτικότητά της, με τη δημιουργία κοινής επιχείρησης με έναν εταίρο ικανό να παράσχει σημαντικά τεχνολογικά πλεονεκτήματα, χωρίς να αυξήσει τη συνολική της δυναμικότητα, σταθεροποιώντας όμως την αποδοτικότητά της.

    (79) Η δημιουργία της κοινής επιχείρησης, επομένως, δεν είναι αντίθετη με τον όρο iii).

    (80) Ο όρος iii) απαιτεί επιπλέον τη σημαντική συμβολή του δικαιούχου στη χρηματοδότηση της αναδιάρθρωσης. Όπως αναφέρεται στο μέρος ΙΙ, το σχέδιο αναδιάρθρωσης που συνδέεται με την τρίτη εισφορά, προέβλεπε σημαντικά κλεισίματα παραγωγικών μονάδων και μεταπωλήσεις που έπρεπε να πραγματοποιηθούν κατά τη διάρκεια της περιόδου 1994/95 για ποσό 2500 δισεκατ. ITL περίπου, δηλαδή για συνολικό ποσό μεγαλύτερο του 80 % του ποσού της εισφοράς. Επιπλέον, η Enichem φαίνεται ότι είχε χρηματοδοτήσει επίσης την αναδιάρθρωσή της με την επιχειρησιακή της ταμειακή εισροή η οποία, όπως προαναφέρεται, αναμενόταν να είναι σημαντική. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η Επιτροπή πιστεύει ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης της Enichem περιλάμβανε σημαντική συμμετοχή της εταιρείας στο κόστος της αναδιάρθρωσής της, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των εν ισχύ κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών.

    (81) Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερόμενα, η Επιτροπή πιστεύει ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης της Enichem περιλάμβανε συμμετοχή της εταιρείας στο κόστος της αναδιάρθρωσής της, σύμφωνα με τον όρο iii) των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών για τις ενισχύσεις αναδιάρθρωσης.

    (82) Όσον αφορά τους όρους iv) και v), δεν έχουν σχέση με την παρούσα περίπτωση, δεδομένου ότι η ανάλυση της Επιτροπής πραγματοποιήθηκε όταν οι ενέργειες αναδιάρθρωσης είχαν ήδη περατωθεί. Επομένως, είναι αρκετό να ελέγξει η Επιτροπή ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης όντως υλοποιήθηκε. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαθέτει, η Επιτροπή είναι σε θέση να συμπεράνει ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης του 1994 υλοποιήθηκε ουσιαστικά εντός των προθεσμιών που είχαν προκαθοριστεί, όπως φαίνεται από τα πραγματικά αποτελέσματα που παρουσίασε η Enichem, καθώς και από την παρούσα οικονομική κατάσταση της επιχείρησης.

    (83) Κατά συνέπεια, η Επιτροπή πιστεύει ότι, δεδομένου ότι πληρούνται όλοι οι όροι των γενικών κατευθύνσεων για τις ενισχύσεις αναδιάρθρωσης, τα στοιχεία της κρατικής ενίσχυσης που περιλαμβάνονται στην αναδιάρθρωσης της Enichem συμβιβάζονται με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης.

    VII. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

    (84) Η Επιτροπή, επί τη βάσει των προαναφερομένων, συμπεραίνει ότι το κεφάλαιο των 3000 δισεκατ. ITL που είχε χορηγηθεί από την ΕΝΙ στην Enichem συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

    Άρθρο 1

    Η κρατική ενίσχυση που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο των 3000 δισεκατ. ITL που είχε χορηγηθεί το 1994 από την ΕΝΙ στην Enichem SpA, συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης.

    Άρθρο 2

    Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ιταλική Δημοκρατία.

    Βρυξέλλες, 19 Σεπτεμβρίου 2001.

    Για την Επιτροπή

    Mario Monti

    Μέλος της Επιτροπής

    (1) ΕΕ C 245 της 28.8.1999, σ. 15.

    (2) ΕΕ C 151 της 2.6.1994, σ. 3.

    (3) ΕΕ C 330 της 26.11.1994, σ. 7.

    (4) Συλλογή 1998, σ. II-3235.

    (5) Αιτιολογική σκέψη 200 της απόφασης.

    (6) Σήμερα η συμμετοχή του ιταλικού κράτους είναι μικρότερη του 50 % του κεφαλαίου της ENI.

    (7) Ο αριθμός αυτός δεν περιλαμβάνει τη μείωση της παραγωγικής ικανότητας για τις πρόσθετες ουσίες (Ravenna), για τα ενδιάμεσα προϊόντα (Pedrengo), για τα προϊόντα της ευγενούς χημείας (Villadossola), για το Terbond (Pisticci) και για το 50 % της κοινής επιχείρησης του PVC.

    (8) Υπόθεση C-305/89, Συλλογή 1991, σ. I-1603.

    (9) Ανακοίνωση προς τα κράτη μέλη σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της συνθήκης ΕΟΚ και του άρθρου 5 της οδηγίας 80/723/ΕΟΚ της Επιτροπής για τις δημόσιες επιχειρήσεις του τομέα της μεταποίησης, (ΕΕ C 307 της 13.11.1993).

    (10) Βλέπε απόφαση της 16ης Μαρτίου 1994, για κίνηση της διαδικασίας του πρώην άρθρου 93 παράγραφος 2 (βλέπε υποσημείωση 2).

    (11) Βλέπε σημείο 100 των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις που αποσκοπούν στη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ C 288 της 9.10.1999, σ. 2). Στο σημείο 15 της απόφασης για κίνηση της διαδικασίας (βλέπε υποσημείωση 1), η Επιτροπή αναφέρεται στις κατευθυντήριες γραμμές αναδιάρθρωσης εν γένει, αναφερόμενη σε αυτές που είχαν δημοσιευτεί το 1999 (οι οποίες δεν τροποποιούν την πολιτική η οποία είχε θεσπιστεί με τις κατευθυντήριες γραμμές του 1994, εκτός από όσες αφορούσαν τον γεωργικό τομέα) καθώς επίσης και αυτές που είχαν δημοσιευτεί το 1999. Εντούτοις, σύμφωνα με το σημείο 100 των κατευθυντηρίων γραμμών που είχαν δημοσιευτεί το 1999, το μοναδικό κείμενο που έχει σχέση με την παρούσα περίπτωση είναι αναμφίβολα το κείμενο του 1994.

    (12) ΕΕ C 368 της 23.12.1994, σ. 12.

    Top