This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 32000R1522
Council Regulation (EC) No 1522/2000 of 10 July 2000 imposing a definitive anti-dumping duty on imports of synthetic staple fibres of polyester originating in Australia, Indonesia and Thailand and collecting definitively the provisional duty imposed
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1522/2000 του Συμβουλίου, της 10ης Ιουλίου 2000, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές συνθετικών μη συνεχών ινών από πολυεστέρες, καταγωγής Αυστραλίας, Ινδονησίας και Ταϊλάνδης και την οριστική είσπραξη του επιβληθέντος προσωρινού δασμού
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1522/2000 του Συμβουλίου, της 10ης Ιουλίου 2000, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές συνθετικών μη συνεχών ινών από πολυεστέρες, καταγωγής Αυστραλίας, Ινδονησίας και Ταϊλάνδης και την οριστική είσπραξη του επιβληθέντος προσωρινού δασμού
ΕΕ L 175 της 14.7.2000, p. 10–28
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV) Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση
(CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL)
No longer in force, Date of end of validity: 15/07/2005: This act has been changed. Current consolidated version: 15/07/2000
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1522/2000 του Συμβουλίου, της 10ης Ιουλίου 2000, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές συνθετικών μη συνεχών ινών από πολυεστέρες, καταγωγής Αυστραλίας, Ινδονησίας και Ταϊλάνδης και την οριστική είσπραξη του επιβληθέντος προσωρινού δασμού
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 175 της 14/07/2000 σ. 0010 - 0028
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1522/2000 του Συμβουλίου της 10ης Ιουλίου 2000 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές συνθετικών μη συνεχών ινών από πολυεστέρες, καταγωγής Αυστραλίας, Ινδονησίας και Ταϊλάνδης και την οριστική είσπραξη του επιβληθέντος προσωρινού δασμού ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 1995 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας(1), και ιδίως το άρθρο 9, την πρόταση που υπέβαλε η Επιτροπή κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: 1. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ 1.1. Προσωρινά μέτρα και οριστικοί αντισταθμιστικοί δασμοί (1) Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 124/2000 της Επιτροπής(2) (εφεξής ο "κανονισμός για τον προσωρινό δασμό"), επιβλήθηκαν προσωρινοί δασμοί αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές στην Κοινότητα μη συνεχών ινών από πολυεστέρες (εφεξής "ΣΙΠ") που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 5503 20 00, καταγωγής Αυστραλίας, Ινδονησίας και Ταϊλάνδης. (2) Μετά την παράλληλη έρευνα κατά των επιδοτήσεων, επιβλήθηκαν προσωρινοί αντισταθμιστικοί δασμοί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 123/2000(3) της Επιτροπής στις εισαγωγές στην Κοινότητα ΣΙΠ καταγωγής Αυστραλίας και Ταϊβάν. (3) Όσον αφορά την προαναφερόμενη έρευνα κατά των επιδοτήσεων, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 978/2000 του Συμβουλίου(4), επιβλήθηκαν οριστικοί αντισταθμιστικοί δασμοί στις εισαγωγές καταγωγής Αυστραλίας, Ταϊβάν και Ινδονησίας. 1.2. Επακόλουθη διαδικασία (4) Μετά την επιβολή του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ, ορισμένα μέρη υπέβαλαν γραπτώς τις παρατηρήσεις τους. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 (εφεξής ο "βασικός κανονισμός"), τα ενδιαφερόμενα μέρη που το ζήτησαν έγιναν δεκτά σε ακρόαση. Τα μέρη ενημερώθηκαν για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό, βάσει των οποίων επρόκειτο να ζητηθούν η επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και η οριστική είσπραξη, στο επίπεδο του δασμού, των ποσών που είχαν καταβληθεί ως εγγύηση υπό μορφή προσωρινού δασμού. Καθορίστηκε επίσης προθεσμία εντός της οποίας τα μέρη μπορούσαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους μετά την εν λόγω δημοσιοποίηση. (5) Οι προφορικές και γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν τα ενδιαφερόμενα μέρη εντός της καθορισμένης προς το σκοπό αυτό προθεσμίας εξετάστηκαν και, όταν κρίθηκε σκόπιμο, ελήφθησαν υπόψη για τα οριστικά συμπεράσματα. 1.3. Άρνηση συνεργασίας (6) Μετά την επιβολή των προσωρινών μέτρων, ένας μη συνεργασθείς Ινδονήσιος παραγωγός-εξαγωγέας ζήτησε από την Επιτροπή να επανεξετάσει το ζήτημα αυτό. Οπως ισχυρίστηκε, παρά το πρόβλημα της τήρησης των προθεσμιών, είχε απαντήσει στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής, γεγονός που φανέρωνε την πρόθεσή του να συνεργαστεί. (7) Όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 18 του κανονισμού για τον προσωρινό δασμό, ο εν λόγω παραγωγός-εξαγωγέας δεν έδωσε πλήρη απάντηση στο ερωτηματολόγιο αυτό εντός της προθεσμίας, η οποία ωστόσο είχε παραταθεί κατ' επανάληψη για να του δοθεί η δυνατότητα να υποβάλει έγκυρη απάντηση. Επομένως, η προσωρινή απόφαση για άρνηση συνεργασίας δεν έπρεπε να επιβεβαιωθεί. 2. ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ (8) Το υπό εξέταση προϊόν είναι οι συνθετικές ίνες από πολυεστέρες, μη συνεχείς, που δεν είναι λαναρισμένες, χτενισμένες ή με άλλο τρόπο παρασκευασμένες για νηματοποίηση, που υπάγονται στον κωδικό ΣΟ 55032000. Αναφέρονται συνήθως ως συνθετικές ίνες από πολυεστέρες ή ΣΙΠ. (9) Οι ταϊλανδικές και ινδονησιακές αρχές, ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς και μία ένωση χρηστών ("Eurofibrefill") υποστήριξαν ότι η ανακοίνωση για την έναρξη της παρούσας διαδικασίας δεν κάλυπτε τους τύπους ΣΙΠ που προορίζονται για σκοπούς άλλους από τη νηματοποίηση και, επομένως, ότι οι εν λόγω τύποι ΣΙΠ έπρεπε να εξαιρεθούν από τη διαδικασία. (10) Επίσης, υποστηρίχθηκε ότι λόγω των διαφορετικών φυσικών, τεχνικών και χημικών χαρακτηριστικών καθώς και των διαφορετικών χρήσεων, έπρεπε να γίνει οπωσδήποτε διαχωρισμός μεταξύ των τύπων ΣΙΠ που προορίζονται για νηματοποίηση και των τύπων που χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς (μη υφαντών ινών ή ινών για παραγέμισμα). Επιπλέον, υποστηρίχθηκε ότι οι δύο αυτές κατηγορίες ινών ήταν εναλλάξιμες σε μικρό μόνο βαθμό και ότι μόνο ορισμένοι τύποι ινών που προορίζονταν αρχικά για νηματοποίηση μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για άλλους σκοπούς. Σύμφωνα με ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη, η διαφορά μεταξύ των τύπων που προορίζονται για νηματοποίηση και των λοιπών τύπων αντανακλάται στο πάχος τους που εκφράζεται σε "ντενιέ". Κατά την άποψή τους, οι ΣΙΠ με πάχος μικρότερο των 3 ντενιέ χρησιμοποιούνται για νηματοποίηση ενώ οι τύποι με πάχος μεγαλύτερο των 3 ντενιέ προορίζονται για εφαρμογές άλλες από τη νηματοποίηση. (11) Επιπλέον, υποστήριξαν ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής παράγει στην ουσία ΣΙΠ για νηματοποίηση και, επομένως, ότι οι τύποι ΣΙΠ που δεν προορίζονται για νηματοποίηση πρέπει να εισάγονται. (12) Ομοίως, ένας παραγωγός-εξαγωγέας στην Ινδονησία υποστήριξε ότι οι ΣΙΠ που παράγονται από ανακυκλωμένες πρώτες ύλες ("ανακυκλωμένες ΣΙΠ") δεν υπάγονται στην ίδια κατηγορία με τις ΣΙΠ που παράγονται από συνήθεις πρώτες ύλες ("συνήθεις ΣΙΠ"), επειδή παράγονται σύμφωνα με χωριστές διαδικασίες παραγωγής, από διαφορετικές πρώτες ύλες και προορίζονται για διαφορετικές τελικές χρήσεις. Επομένως, υποστήριξαν ότι οι ανακυκλωμένες ΣΙΠ δεν πρέπει να καλυφθούν από την παρούσα διαδικασία. (13) Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι η ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας, καθώς και η καταγγελία, αναπαράγουν σαφώς την περιγραφή του σχετικού κωδικού ΣΟ που καλύπτει όλους τους τύπους ΣΙΠ. Παρ' όλα αυτά, μετά την έναρξη της παρούσας έρευνας, ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς ερμήνευσαν εσφαλμένα την περιγραφή του σχετικού κωδικού ΣΟ. Εν συνεχεία, διευκρινίστηκε ότι η καταγγελία και η ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας κάλυπταν όλους τους τύπους ΣΙΠ που εξάγονται από τις οικείες χώρες και παράγονται από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής ανεξάρτητα από τη χρήση τους. (14) Στην πράξη, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής παράγει όλους τους τύπους ΣΙΠ και ιδίως τους τύπους που δεν προορίζονται για νηματοποίηση. Πράγματι, αντίθετα με τις κατηγορίες σύμφωνα με τις οποίες ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής παράγει ελάχιστες ΣΙΠ που προορίζονται για σκοπούς άλλους από τη νηματοποίηση, η έρευνα κατέδειξε ότι, κατά την περίοδο της έρευνας "ΠΕ" (από 1ης Απριλίου 1998 έως 31 Μαρτίου 1999), οι πωλήσεις των τύπων ΣΙΠ αντιπροσώπευαν περίπου το 25 % των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής ενώ οι τύποι ΣΙΠ που δεν προορίζονταν για νηματοποίηση αντιπροσώπευαν περίπου το 75 %. (15) Διαπιστώθηκε επίσης ότι το 50 % περίπου των εισαγωγών ΣΙΠ καταγωγής Αυστραλίας, Ινδονησίας και Ταϊλάνδης ήταν τύποι ΣΙΠ που προορίζονταν για νηματοποίηση, ενώ το υπόλοιπο 50 % προοριζόταν για άλλες εφαρμογές. (16) Όσον αφορά τις εικαζόμενες διαφορές ως προς τα φυσικά, τεχνικά και χημικά χαρακτηριστικά, είναι σκόπιμο να υπενθυμιστεί ότι υπάρχει ευρύ φάσμα ινών ΣΙΠ, με την ίδια γενικά χημική σύνθεση. Όλοι οι τύποι αυτοί παράγονται επίσης στις ίδιες εγκαταστάσεις παραγωγής, ακόμη δε και στην ίδια γραμμή παραγωγής. Από την έρευνα προέκυψε ότι, ανάλογα με την εταιρεία, τόσο οι παραγωγοί-εξαγωγείς όσο και ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής παράγουν από 15 έως 80 τύπους ΣΙΠ. Τα κύρια χαρακτηριστικά βάσει των οποίων διακρίνονται οι διαφορετικοί τύποι ΣΙΠ είναι το πάχος (ντενιέ), το μήκος, η αντοχή, η ικανότητά τους να μην τσαλακώνουν και η συρρίκνωση. Είναι σαφές ότι υπάρχουν διαφορές ως προς τα παραπάνω τεχνικά χαρακτηριστικά μεταξύ των τύπων ανώτερης ποιότητας και των τύπων υποδεέστερης ποιότητας. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι οι διαφορές ως προς τα φυσικά χαρακτηριστικά υπάρχουν για τύπους με το ίδιο πάχος, δεδομένου ότι η παραγωγή είναι κατά κανόνα προσαρμοσμένη στις προδιαγραφές των πελατών. (17) Η παρούσα έρευνα και, ειδικότερα, η ανάλυση των πραγματικών δεδομένων που κοινοποιήθηκαν από τους παραγωγούς-εξαγωγείς και τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, δεν επιβεβαίωσαν ότι το ανώτατο όριο των τριών ντενιέ επιτρέπει να διαφοροποιηθούν σαφώς οι τύποι ΣΙΠ όπως υποστηρίχθηκε. Στην πράξη, καθορίστηκε ότι οι διαφορετικοί τύποι ΣΙΠ επικαλύπτονταν σε μεγάλο βαθμό. Η έρευνα κατέδειξε ότι οι πωλήσεις ΣΙΠ με πάχος κάτω των 3 ντενιέ που προορίζονταν για σκοπούς άλλους από τη νηματοποίηση και με πάχος άνω των 3 ντενιέ για νηματοποίηση αντιπροσωπεύουν το 20 % περίπου των εισαγωγών από τις οικείες τρεις χώρες και των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Εξάλλου, το 7 % των ινών έχουν πάχος τριών ντενιέ ακριβώς και πωλούνται αδιακρίτως για νηματοποίηση ή για άλλους σκοπούς. Επομένως, η έρευνα κατέδειξε ότι δεν υπάρχει σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ των διαφόρων τύπων, δεδομένου ότι αλληλεπικαλύπτονται και, επομένως, ότι υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ των "πλησιέστερων" τύπων στο πλαίσιο των διαφόρων αυτών κατηγοριών. (18) Πέρα από την προαναφερόμενη αλληλεπικάλυψη, το γεγονός ότι οι ίδιοι τύποι ΣΙΠ χρησιμοποιούνται τόσο για τη νηματοποίηση όσο και για άλλους σκοπούς επιβεβαιώθηκε επίσης από την ύπαρξη, για ορισμένους τύπους ΣΙΠ, εναλλαξιμότητας προς μία κατεύθυνση. Πράγματι, οι ΣΙΠ μπορούν να πωληθούν για άλλες εφαρμογές αν η ποιότητα των ινών δεν είναι κατάλληλη για νηματοποίηση. Επομένως, σύμφωνα με την πρακτική της Κοινότητας στις περιπτώσεις αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι εν λόγω διάφοροι τύποι ΣΙΠ αποτελούν ενιαίο προϊόν. (19) Όσον αφορά την εικαζόμενη διαφορά ως προς το κόστος παραγωγής μεταξύ των ινών, ανάλογα με το αν προορίζονται για νηματοποίηση ή όχι, πρέπει να σημειωθεί ότι είναι αμελητέα. Τούτο αποδεικνύεται επίσης από τη μικρή διαφορά τιμών πώλησης μεταξύ των συνήθων, για παράδειγμα, ΣΙΠ, είτε προορίζονται αυτές για νηματοποίηση είτε όχι. (20) Όπως διευκρινίζεται παραπάνω, όλοι οι τύποι ΣΙΠ παράγονται με τον ίδιο εξοπλισμό παραγωγής. Επιπλέον, η μετάβαση από τον έναν τύπο ΣΙΠ στον άλλο, δεν απαιτεί καμία επένδυση πέρα από το κόστος προσαρμογής και βαθμονόμησης. Παρότι το στοιχείο αυτό δεν είναι κατάλληλο για τον προσδιορισμό του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής μπορεί να παραγάγει οποιοδήποτε τύπο ΣΙΠ. Επομένως, ακόμη και αν, όπως υποστηρίχθηκε, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν ήταν σε θέση να παράσχει αμέσως ορισμένους τύπους ΜΣΙΠ, τούτο δεν οφείλεται σε τεχνικούς λόγους, αλλά στη συμπίεση των τιμών λόγω των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, τις οποίες αναφέρουν οι πελάτες που ζητούν προσφορές τιμών. Επομένως, το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν είναι σε θέση να παράσχει ορισμένους τύπους ΣΙΠ δεν έχει επιβεβαιωθεί. (21) Τέλος, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι η ύπαρξη διαφορετικών τύπων ΣΙΠ καθώς και οι διαφορές ως προς την ποιότητα των πρώτων υλών, των διαδικασιών παραγωγής και των χρήσεων, δεν σημαίνει ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές στο επίπεδο των βασικών, φυσικών, χημικών και τεχνικών χαρακτηριστικών των ΣΙΠ. Επομένως, οι ανακυκλωμένες ή συνήθεις ΣΙΠ πρέπει να θεωρούνται ως μέρος του υπό εξέταση προϊόντος για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας. (22) Βάσει των ανωτέρω, θεωρείται ότι οι παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν όσον αφορά τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος δεν είναι ικανές να ανατρέψουν τα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 10 έως 12 του κανονισμού για τον προσωρινό δασμό. Επομένως, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα αυτά, τα οποία είναι σύμφωνα με τα συμπεράσματα που είχαν καθοριστεί για το ίδιο προϊόν στις προγενέστερες έρευνες. 3. ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ 3.1. Αυστραλία 3.1.1. Κανονική αξία (23) Μετά την έγκριση των προσωρινών μέτρων, ο μοναδικός Αυστραλός παραγωγός-εξαγωγέας υποστήριξε ότι η Επιτροπή είχε εξομοιώσει εσφαλμένα έναν χρήστη της εγχώριας αγοράς σε συνδεδεμένη εταιρεία και ότι, επομένως, οι πωλήσεις του στην εταιρεία αυτή δεν θα έπρεπε να αποκλειστούν από τον προσδιορισμό της κανονικής αξίας. Σύμφωνα με τον παραγωγό-εξαγωγέα, ο εν λόγω χρήστης ήταν ανεξάρτητος πελάτης. (24) Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε επειδή, σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν επί τόπου, ο εν λόγω χρήστης και ο Αυστραλός παραγωγός-εξαγωγέας ανήκουν σε κοινοπραξίες που ελέγχονται από την ίδια οικογένεια. Εξάλλου, η ίδια η εταιρεία παραδέχθηκε ότι ορισμένοι διευθυντές και μέτοχοι ήταν κοινοί και στις δύο εταιρείες. Το συμπέρασμα που συνήχθη ήταν ότι οι δύο εταιρείες είναι συνδεδεμένα μέρη κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού. Επιπλέον, η εταιρεία δεν απέδειξε ότι οι τιμές που εφαρμόστηκαν μεταξύ τους δεν επηρεάζονταν από τη σχέση αυτή. Επιπλέον, η Επιτροπή καθόρισε ότι οι εν λόγω συναλλαγές δεν πραγματοποιήθηκαν κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, αφού οι πωλήσεις είχαν πραγματοποιηθεί με απώλειες. (25) Ο Αυστραλός παραγωγός-εξαγωγέας υποστήριξε επίσης ότι, για τον προσδιορισμό του κόστους των πρώτων υλών, θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν τα πράγματι καταβληθέντα ποσά αντί για τις τιμές που χρεώθηκαν. (26) Το αίτημα αυτό έγινε αποδεκτό και το κόστος παραγωγής που χρησιμοποιήθηκε για να καθοριστεί αν οι πωλήσεις είχαν πραγματοποιηθεί κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις και για την κατασκευή της κανονικής αξίας τροποποιήθηκε ανάλογα. 3.1.2. Τιμή εξαγωγής (27) Καμία παρατήρηση δεν διατυπώθηκε όσον αφορά τον προσδιορισμό της τιμής εξαγωγής. Τα συμπεράσματα που εκτίθενται στον κανονισμό για τον προσωρινό δασμό επιβεβαιώνονται. 3.1.3. Σύγκριση (28) Μετά την επιβολή των προσωρινών μέτρων, ο Αυστραλός παραγωγός-εξαγωγέας επανέλαβε το αίτημά του να γίνει προσαρμογή για τις τεχνικές υπηρεσίες στην εγχώρια αγορά. (29) Όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 40 του κανονισμού για τον προσωρινό δασμό, η εταιρεία δεν έδωσε ικανοποιητική εξήγηση όσον αφορά τη φύση των αιτημάτων της και δεν παρέσχε ικανοποιητικές εξηγήσεις ή έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία για να υποστηρίξει τις προσαρμογές που ζήτησε σχετικά με τα ποσά. Επιπλέον, η εταιρεία δεν ήταν σε θέση να αποδείξει ότι ο εν λόγω παράγοντας είχε ως αποτέλεσμα την εφαρμογή διαφορετικών τιμών σε πελάτες στην εγχώρια και στην εξαγωγική αγορά. (30) Επομένως, το αίτημα απορρίφθηκε και επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα που εκτίθενται στον κανονισμό για τον προσωρινό δασμό. 3.1.4. Περιθώριο ντάμπινγκ (31) Από τη σύγκριση μεταξύ της αναθεωρημένης σταθμισμένης μέσης κανονικής αξίας και της σταθμισμένης μέσης τιμής εξαγωγής ανά τύπο προϊόντος στο επίπεδο εκ του εργοστασίου, προέκυψε η ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ. Το οριστικό περιθώριο ντάμπινγκ, εκφραζόμενο ως ποσοστό της τιμής CIF στα σύνορα της Κοινότητας πριν από την καταβολή δασμού, ανέρχεται σε 18 %. 3.2. Ινδονησία 3.2.1. Δειγματοληψία (32) Όπως εξηγείται στον κανονισμό για τον προσωρινό δασμό, χρησιμοποιήθηκαν τεχνικές δειγματοληψίας για την Ινδονησία. Μετά τη θέσπιση των προσωρινών μέτρων, οι ινδονησιακές αρχές υποστήριξαν ότι δεν είχαν εγκρίνει το δείγμα που πρότεινε η Επιτροπή τη στιγμή της επιλογής. Ωστόσο, πρέπει να υπενθυμιστεί εκ νέου ότι οι εταιρείες που επελέγησαν τελικά στο δείγμα είναι εκείνες που είχαν προτείνει γραπτώς οι ίδιες οι ινδονησιακές αρχές προς το σκοπό αυτό. Δεν ελήφθησαν άλλες παρατηρήσεις σχετικά με τη δειγματοληψία και, επομένως, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα του κανονισμού για τον προσωρινό δασμό. 3.2.2. Κανονική αξία (33) Μετά τη θέσπιση των προσωρινών μέτρων, η Επιτροπή επανεξέτασε το βαθμό συνεργασίας ενός Ινδονήσιου παραγωγού-εξαγωγέα. Εν προκειμένω, συνήχθη το συμπέρασμα ότι τα προβλήματα που έχουν τεθεί τόσο με την απάντηση στο ερωτηματολόγιο όσο και με τον επακόλουθο επιτόπιο έλεγχο δεν επέτρεψαν να ληφθούν δεόντως υπόψη ορισμένες πληροφορίες που κοινοποιήθηκαν από την εταιρεία, ιδίως όσον αφορά το κόστος παραγωγής. Όπως υποβλήθηκαν, τα στοιχεία ήταν παραπλανητικά και παρεμπόδιζαν την έρευνα. Επιπλέον, οι εξηγήσεις που υποβλήθηκαν μετά τη θέσπιση των προσωρινών μέτρων ενίσχυσαν τις αμφιβολίες όσον αφορά τα αρχικά στοιχεία που είχαν υποβληθεί. Επομένως, γνωστοποιήθηκε στην εταιρεία ότι ορισμένα από τα στοιχεία που υπέβαλε δεν θα λαμβάνονταν υπόψη και της παραχωρήθηκε η δυνατότητα να παράσχει πρόσθετες εξηγήσεις. Οι εξηγήσεις που παρέσχε δεν θεωρήθηκαν ικανοποιητικές. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα συμπεράσματα συνήχθησαν με βάση τα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία, σύμφωνα με το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού. Ωστόσο, τα στοιχεία που υπέβαλε η εν λόγω εταιρεία χρησιμοποιήθηκαν στο βαθμό του δυνατού για το σκοπό της παρούσας έρευνας. (34) Ο εν λόγω Ινδονήσιος παραγωγός-εξαγωγέας υποστήριξε ότι η Επιτροπή έπρεπε να είχε υπολογίσει τις χωριστές κανονικές αξίες και τα χωριστά περιθώρια ντάμπινγκ για τα προϊόντα δεύτερης και τρίτης ποιότητας. Όπως υποστήριξε η εταιρεία, με την κοινοποίηση χωριστών στοιχείων για κάθε ποιότητα προϊόντων, ακολούθησε τις οδηγίες του ερωτηματολογίου, δεδομένου ότι τα προϊόντα δεύτερης και τρίτης ποιότητας ανταποκρίνονται σε διαφορετικές τεχνικές προδιαγραφές και, επιπλέον, εμφανίζονται διαφορετικά στα λογιστικά βιβλία της. Η εταιρεία ανέφερε επίσης διαφορετικό κόστος παραγωγής για κάθε ποιότητα, υποστηρίζοντας ότι χρησιμοποιούσε ένα σύστημα που κατανέμει το κόστος κατά τρόπο ώστε να επιτρέπει την ανάκτησή του από τις υποδεέστερες ποιότητες. Επιπλέον, η εταιρεία υποστήριξε ότι δεν ήταν σκόπιμο να συγκεντρωθούν οι υποδεέστερες ποιότητες για τη σύγκριση. (35) Όπως διαπιστώθηκε, η εταιρεία δεν ακολούθησε ούτε τις οδηγίες του ερωτηματολογίου ούτε τις δικές της λογιστικές εγγραφές, οι οποίες διατέθηκαν στην Επιτροπή, όσον αφορά την κατάταξη των υποδεέστερων ποιοτήτων. Ωστόσο, το κόστος παραγωγής των διαφορετικών ποιοτήτων που κοινοποιήθηκε από την εταιρεία στην απάντησή της στο ερωτηματολόγιο εξετάστηκε περαιτέρω. Εν προκειμένω, διαπιστώθηκε ότι το εν λόγω κόστος παραγωγής της δεύτερης και τρίτης ποιότητας δεν ελάμβανε δεόντως υπόψη το κόστος που συνδέεται με την παραγωγή και την πώληση του υπό εξέταση προϊόντος, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού. Στην πράξη, το κόστος παραγωγής που αναφέρθηκε για τις υποδεέστερες ποιότητες δεν ελάμβανε υπόψη το κόστος του εργατικού δυναμικού, της απόσβεσης, των έμμεσων εξόδων καθώς και των εξόδων πώλησης, των γενικών και διοικητικών εξόδων ("ΠΓ& Δ"). Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι ο ισχυρισμός της εταιρείας σύμφωνα με τον οποίο οι τιμές που εφαρμόστηκαν της επέτρεπαν μόλις να καλύψει το κόστος ήταν αντίθετος προς τις κοινοποιηθείσες πληροφορίες, οι οποίες παρουσιάζουν υψηλά κέρδη για τις υποδεέστερες ποιότητες. Επιπλέον, δεν αμφισβητήθηκε ότι ο στόχος της εταιρείας ήταν να παραγάγει ΣΙΠ πρώτης ποιότητας. Τούτο σημαίνει ότι το πραγματικό κόστος παραγωγής όλων των ΣΙΠ ήταν το ίδιο ανεξάρτητα από την ποιότητά του. Επομένως, το κόστος παραγωγής επανυπολογίστηκε με βάση το συνολικό κόστος που ανέκυψε κατά την περίοδο της έρευνας, το οποίο, εν συνεχεία, διαιρέθηκε δια του συνολικού όγκου παραγωγής κατά τρόπο ώστε να επιτευχθεί μέσο κόστος παραγωγής. (36) Σύμφωνα με τη μέθοδο που περιγράφεται στον κανονισμό για τον προσωρινό δασμό, το αναθεωρηθέν κόστος παραγωγής χρησιμοποιήθηκε εν συνεχεία για να ελεγχθεί κατά πόσον οι εγχώριες τιμές καθορίστηκαν κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις. Στην περίπτωση που συνέβαινε αυτό, οι εγχώριες τιμές χρησιμοποιήθηκαν για τον καθορισμό της κανονικής αξίας. Στις άλλες περιπτώσεις, η κανονική αξία κατασκευάστηκε. Βάσει αυτών, η συγκέντρωση ή μη των εικαζόμενων διαφορετικών υποδεέστερων ποιοτήτων δεν είχε καμία επίπτωση στο αποτέλεσμα. Ωστόσο, έγινε αποδεκτό ότι η εταιρεία παρήγαγε ορισμένη ποσότητα προϊόντων υποδεέστερης ποιότητας και η πτυχή αυτή εξετάστηκε στο πλαίσιο της σύγκρισης. (37) Ο ίδιος Ινδονήσιος παραγωγός-εξαγωγέας υποστήριξε ότι τα γενικά και διοικητικά έξοδα που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας θα έπρεπε να είχαν κατανεμηθεί στο σύνολο των πωλήσεων, συμπεριλαμβανομένων των εγχώριων πωλήσεων, της μονάδας που είναι υπεύθυνη για την παραγωγή του οικείου προϊόντος. (38) Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε, δεδομένου ότι η εταιρεία φέρει τα έξοδα για τις πωλήσεις στους ανεξάρτητους πελάτες και όχι για τις εγχώριες μεταφορές σε άλλες μονάδες που μεταποιούν περαιτέρω το υπό εξέταση προϊόν. (39) Ο ίδιος Ινδονήσιος παραγωγός-εξαγωγέας υποστήριξε ότι, για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, η Επιτροπή θα έπρεπε να είχε χρησιμοποιήσει τα έξοδα ΠΓ& Δ του υπό εξέταση προϊόντος και όχι το σύνολο των εξόδων ΠΓ& Δ που φέρει η μονάδα που είναι υπεύθυνη για την παραγωγή του υπό εξέταση προϊόντος. (40) Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε, δεδομένου ότι, κατά τον επιτόπιο έλεγχο, η εταιρεία δεν ήταν σε θέση να παράσχει τα έγγραφα που επιτρέπουν τον έλεγχο των ειδικών εξόδων ΠΓ& Δ του υπό εξέταση προϊόντος. Επομένως, διατηρήθηκε η συνολική κατανομή των εξόδων ΠΓ& Δ της εν λόγω μονάδας. (41) Ο ίδιος Ινδονήσιος παραγωγός-εξαγωγέας υποστήριξε ότι η Επιτροπή, όταν υπολόγισε την κανονική αξία, είχε συμπεριλάβει ορισμένα προσδιορίσιμα έξοδα εξαγωγής στο κόστος του προϊόντος που επωλήθη στην εγχώρια αγορά. (42) Το αίτημα έγινε αποδεκτό και η κατανομή των εξόδων ΠΓ& Δ τροποποιήθηκε με βαση το λογιστικό σχέδιο που υποβλήθηκε με την απάντηση στο ερωτηματολόγιο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε κατά τον έλεγχο, υπό την προϋπόθεση ότι φανέρωνε σαφώς ότι τα εν λόγω ποσά αφορούσαν τις εξαγωγές. (43) Ο ίδιος Ινδονήσιος παραγωγός-εξαγωγέας υποστήριξε ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να είχε κατανείμει στο υπό εξέταση προϊόν τα έξοδα ΠΓ& Δ που επιβάρυναν τη διοικητική υπηρεσία της εταιρείας που είχε αναλάβει κατά τους ισχυρισμούς δραστηριότητες στις χρηματοπιστωτικές αγορές, δεδομένου ότι η υπηρεσία αυτή αποτελούσε χωριστό κέντρο κέρδους και δεν παρείχε καμία κεντρική υπηρεσία στις άλλες μονάδες. (44) Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε. Η εταιρεία δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να βεβαιώνει ότι η εν λόγω υπηρεσία ήταν ανεξάρτητη από τα επιχειρησιακά διοικητικά τμήματα ούτε ότι ενεργούσε ως κέντρο κέρδους. Ειδικότερα, οι ελεγμένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις της εταιρείας δεν αναφέρονται σε καμία δραστηριότητα που συνδέεται με τις χρηματοπιστωτικές αγορές και πραγματοποιήθηκε από ανεξάρτητο κέντρο κέρδους. Πράγματι, τα έγγραφα που υπέβαλε η εταιρεία φανερώνουν ότι η εν λόγω διοικητική υπηρεσία διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στις δραστηριότητες της εταιρείας, όπως αυτές ορίζονται στους ελεγμένους λογαριασμούς. Οι δραστηριότητές της αντιστοιχούν στις συνήθεις δραστηριότητες εταιρικής έδρας. Επομένως, η κατανομή των εξόδων ΠΓ& Δ της εν λόγω μονάδας στο υπό εξέταση προϊόν διατηρήθηκε για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας. (45) Ο ίδιος Ινδονήσιος παραγωγός-εξαγωγέας υποστήριξε ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να καταλογίσει στο υπό εξέταση προϊόν τα έξοδα καταβολής τόκων της προαναφερόμενης διοικητικής υπηρεσίας. Η εταιρεία προέβαλε το επιχείρημα ότι τα δάνεια που δηλώνονται για την υπηρεσία αυτή χρησίμευαν για τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων στις χρηματαγορές και των επενδύσεων στις θυγατρικές εταιρείες. Επομένως, σύμφωνα με την εταιρεία, τα δάνεια αυτά δεν έχουν καμία σχέση με την παραγωγή και την πώληση του υπό εξέταση προϊόντος και, επομένως, δεν μπορούν να καταλογιστούν στα διάφορα διοικητικά τμήματα. Επιπλέον, προβλήθηκε το επιχείρημα ότι το διοικητικό τμήμα που είναι υπεύθυνο για την παραγωγή και τις πωλήσεις του υπό εξέταση προϊόντος κάλυπτε τις ανάγκες χρηματοδότησης. (46) Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε διότι, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 44 παραπάνω, η εν λόγω διοικητική μονάδα πληροί τις δραστηριότητες που διεξάγονται συνήθως από την εταιρική έδρα. Επιπλέον, η εταιρεία δεν προσκόμισε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι τα δάνεια δεν χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων των διαφόρων επιχειρησιακών διοικητικών τμημάτων. Εξάλλου, η εξήγηση που παρασχέθηκε όσον αφορά τη χρηματοδότηση της παραγωγής και των δραστηριοτήτων στις χρηματοπιστωτικές αγορές δεν επιβεβαιώθηκε από τις ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας. (47) Κατά την εξέταση του αιτήματος σχετικά με τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά έξοδα, καθορίστηκε ότι η εταιρεία προέβη σε πράξεις κάλυψης του συναλλαγματικού κινδύνου για να περιορίσει τους συναλλαγματικούς κινδύνους που συνδέονται με τα προαναφερόμενα δάνεια. Οι εν λόγω πράξεις κάλυψης συνεπάγονται ετήσιο κόστος υπό μορφή πριμοδότησης. Παρότι η εταιρεία υποστήριξε ότι το κόστος αυτό δεν πρέπει να καταλογιστεί στο υπό εξέταση προϊόν για τους λόγους που αναφέρονται στην παραπάνω αιτιολογική σκέψη 45, θεωρήθηκε ότι το κόστος αυτό πρέπει να συμπεριληφθεί στα έξοδα ΠΓ& Δ και να καταλογιστεί σε όλα τα προϊόντα με βάση τον συνολικό κύκλο εργασιών της εταιρείας. Επιπλέον, ένα αίτημα για τη συνεκτίμηση του συναλλαγματικού κέρδους από τις πράξεις κάλυψης του συναλλαγματικού κινδύνου απορρίφθηκε, δεδομένου ότι τα κέρδη αυτά ουδέποτε ελήφθησαν υπόψη στο πλαίσιο των ερευνών αντιντάμπινγκ είτε πραγματοποιήθηκαν αυτά είτε όχι. (48) Ο ίδιος Ινδονήσιος παραγωγός-εξαγωγέας υποστήριξε ότι η αν τα έξοδα για την καταβολή των τόνων καταλογιστούν στα διάφορα επιχειρησιακά διοικητικά τμήματα, τα έξοδα αυτά πρέπει να αντισταθμιστούν από αντίστοιχα έσοδα. (49) Το αίτημα αυτό έγινε αποδεκτό στο βαθμό που επρόκειτο για έσοδα που παράγονται από βραχυπρόθεσμες καταθέσεις κεφαλαίων. Επομένως, τα έξοδα ΠΓ& Δ επανυπολογίστηκαν πριν χρησιμοποιηθούν για να ελεγχθεί κατά πόσον οι πωλήσεις πραγματοποιήθηκαν κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις και για να κατασκευαστεί η κανονική αξία. 3.2.3. Τιμή εξαγωγής (50) Καμία παρατήρηση δεν διατυπώθηκε όσον αφορά τον προσδιορισμό της τιμής εξαγωγής. Τα συμπεράσματα που εκτίθενται στον κανονισμό για τον προσωρινό δασμό επιβεβαιώνονται. 3.2.4. Σύγκριση (51) Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 36 παραπάνω, ένας παραγωγός-εξαγωγέας υποστήριξε ότι οι ποιοτικές διαφορές της παραγωγής πρέπει να ληφθούν υπόψη. Υπό τις συνθήκες αυτές, θεωρήθηκε σκόπιμο να χορηγηθεί ειδική προσαρμογή σχετικά με την κανονική αξία για τις υποδεέστερες ποιότητες. (52) Μετά την έγκριση των προσωρινών μέτρων, ένας Ινδονήσιος παραγωγός-εξαγωγέας υποστήριξε ότι η Επιτροπή έπρεπε να είχε υπολογίσει το ποσό των πιστωτικών εξόδων επί των εξαγωγικών πωλήσεων με βάση τις τρέχουσες δαπάνες που επιβάρυναν πράγματι την εταιρεία όταν προεξοφλεί πιστωτικές επιστολές. Η επιτροπή υποστήριξε επίσης ότι τα επιτόκια που εφαρμόστηκαν στο πλαίσιο των εξαγωγικών πωλήσεων ήταν χαμηλότερα από τα επιτόκια που εφαρμόστηκαν στις εγχώριες πωλήσεις στο ίδιο νόμισμα. (53) Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 στοιχείο ζ) του βασικού κανονισμού, πραγματοποιείται προσαρμογή για διαφορές στο κόστος των πιστώσεων που έχουν ενδεχομένως χορηγηθεί για τις υπό εξέταση πωλήσεις, μόνο "υπό την προϋπόθεση ότι ο συγκεκριμένος παράγοντας λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό των εφαρμοζόμενων τιμών". Στην απάντησή της στο ερωτηματολόγιο, η εταιρεία δεν παρέσχε κανένα στοιχείο όσον αφορά τα επιτόκια που εφαρμόζονται για τις πιστώσεις στο πλαίσιο των εξαγωγικών πωλήσεων, παρότι τούτο εζητείτο σαφώς στο ερωτηματολόγιο. Ο ισχυρισμός σύμφωνα με τον οποίο το επιτόκιο που εφαρμόστηκε στις εξαγωγικές πωλήσεις ήταν χαμηλότερο απ' ό,τι για τις εγχώριες πωλήσεις, στο ίδιο νόμισμα, δεν επαληθεύθηκε, δεδομένου ότι ο παράγοντας αυτός δεν ήταν γνωστός τη στιγμή του επιτόπιου ελέγχου. 3.2.5. Περιθώριο ντάμπινγκ (54) Από τη σύγκριση μεταξύ της σταθμισμένης μέσης κανονικής αξίας, δεόντως αναθεωρημένης, και της σταθμισμένης μέσης τιμής εξαγωγής ανά τύπο προϊόντος στο επίπεδο εκ του εργοστασίου, προέκυψε η ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ και για τους δύο παραγωγούς εξαγωγείς που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας και συμπεριελήφθησαν στο δείγμα. (55) Το περιθώριο ντάμπινγκ για μία από τις εταιρείες επανεξετάστηκε. Επομένως, το σταθμισμένο μέσο περιθώριο ντάμπινγκ που υπολογίστηκε για τις συνεργασθείσες εταιρείες που δεν συμπεριελήφθησαν στο δείγμα, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού, τροποποιήθηκε επίσης. Ωστόσο, οι αναθεωρηθέντες υπολογισμοί δεν είχαν καμία επίπτωση στο περιθώριο ντάμπινγκ που καθορίστηκε για τις μη συνεργασθείσες εταιρείες, γεγονός που έχει επιβεβαιωθεί. Τα οριστικά περιθώρια ντάμπινγκ, εκφραζόμενα ως ποσοστό της τιμής CIF στα σύνορα της Κοινότητας πριν από την καταβολή δασμού, καθορίζονται ως εξής: - παραγωγοί-εξαγωγείς που έχουν συμπεριληφθεί στο δείγμα και αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας: >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ> - συνεργασθέντες παραγωγοί-εξαγωγείς που δεν συμπεριελήφθησαν στο δείγμα: >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ> - >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ> 3.3. Ταϊλάνδη 3.3.1. Κανονική αξία (56) Μετά τη θέσπιση των προσωρινών μέτρων, ένας παραγωγός-εξαγωγέας που δεν τηρούσε χωριστούς λογαριασμούς κόστους ανά τελικό προϊόν, προέβαλε το επιχείρημα ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να είχε αποδεχθεί τον λεπτομερή υπολογισμό του κόστους παραγωγής ανά τύπους προϊόντων που είχε πραγματοποιήσει σκοπίμως για την απάντηση στο ερωτηματολόγιο. (57) Μετά την επιβολή των μέτρων, ο εν λόγω παραγωγός-εξαγωγέας προέβαλε επίσης το επιχείρημα ότι η αξία του αποθέματος στο τέλος της περιόδου έρευνας, όπως προκύπτει από τα μηνιαία αποτελέσματα διαχείρισης είχε υπολογιστεί με βάση την προβλεπόμενη αγοραία αξία και όχι με βάση το κόστος και, επομένως, ο αριθμός αυτός δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τον καθορισμό του κόστους παραγωγής. (58) Προέβαλε επίσης το επιχείρημα ότι θα ήταν πιο σκόπιμο να καθοριστεί το κόστος παραγωγής με βάση το τελικό απόθεμα στο τέλος του οικονομικού έτους παρά στο τέλος της περιόδου έρευνας, δεδομένου ότι η αξία του τελικού αποθέματος είχε ελεγθεί, κάλυπτε εννέα μήνες της περιόδου έρευνας αντί για τρεις και συνέπιπτε με το κόστος παραγωγής που υπολογίστηκε ειδικά από την εταιρεία για τους πρώτους εννέα μήνες της περιόδου έρευνας. (59) Επιπλέον, υποστήριξε ότι έπρεπε να χρησιμοποιήσει το μηνιαίο κόστος παραγωγής λόγω των διακυμάνσεων του κόστους των πρώτων υλών και των τιμών συναλλάγματος και του γεγονότος ότι, ορισμένους μήνες, δεν πραγματοποίησε εξαγωγές στην Κοινότητα. (60) Ωστόσο, διαπιστώθηκε ότι τα έξοδα που υπολογίστηκαν ειδικά ήταν ασυμβίβαστα με ορισμένες αξίες τελικού αποθέματος που αναφέρθηκαν από τον εν λόγω παραγωγό-εξαγωγέα στην απάντησή του στο ερωτηματολόγιο λόγω της μεθόδου αξιολόγησης των αποθεμάτων που αναφέρονται σ'αυτό, και συγκεκριμένα της αξιολόγησης του μικρότερου μέσου κόστους ή της καθαρής πραγματοποιήσιμης αξίας. (61) Ο παραγωγός-εξαγωγέας αρνήθηκε την ύπαρξη λογαριασμών διαχείρισης για το υπό εξέταση προϊόν στην απάντησή του στο ερωτηματολόγιο και δεν ελήφθη ούτε ελέγχθη κατά τον επιτόπιο έλεγχο κανένα αποτέλεσμα διαχείρισης που να αναφέρει την αξία του τελικού αποθέματος. (62) Όσον αφορά την αξία του αποθέματος που έχει ελεγχθεί κατά τους ισχυρισμούς, η εταιρεία δεν προσκόμισε κανένα δελτίο αξιολόγησης του αποθέματος στο τέλος του οικονομικού έτους κατά τον επιτόπιο έλεγχο παρότι είχε κληθεί να το πράξει, και, επομένως, δεν ήταν δυνατό να καθοριστεί η μέθοδος αξιολόγησης των αποθεμάτων που χρησιμοποιήθηκε ή να ελεγχθεί η αξία του αποθέματος ανά τύπο προϊόντων ή για το σύνολο των προϊόντων στο τέλος του έτους. (63) Υπό αυτές τις συνθήκες, θεωρήθηκε ότι το μηνιαίο και ετήσιο κόστος παραγωγής που είχε ειδικά υπολογιστεί δεν ήταν αξιόπιστο. Επομένως, θεωρείται ότι η αξία του τελικού αποθέματος στο τέλος της περιόδου έρευνας που, σύμφωνα με τα στοιχεία που ελήφθησαν από την Επιτροπή έως το τέλος του επιτόπιου ελέγχου, καθορίστηκε σύμφωνα με τη μέθοδο του χαμηλότερου κόστους ή της καθαρής πραγματοποιήσιμης αξίας, πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως κόστος παραγωγής για τον προσδιορισμό της κανονικής αξίας. (64) Τα αιτήματα ενός άλλου παραγωγού-εξαγωγέα για την προσαρμογή στα έξοδα ΠΓ& Δ για ορισμένα στοιχεία που είχαν ήδη ληφθεί υπόψη, ορισμένα χρηματοπιστωτικά έξοδα και έσοδα καθώς και για ορισμένες αμοιβές και τέλη, απορρίφθηκαν, επειδή ήταν ασυμβίβαστα με την απάντησή του στο ερωτηματολόγιο. (65) Ο ίδιος παραγωγός-εξαγωγέας υποστήριξε ότι ορισμένες επιστροφές εμπορευμάτων και εκπτώσεις θα έπρεπε να είχαν αφαιρεθεί από τον κατάλογο των εγχώριων πωλήσεων. Το αίτημα όσον αφορά τις επιστροφές των εμπορευμάτων απορρίφθηκε, επειδή οι επιστροφές αυτές δεν αφορούσαν τις πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο της έρευνας και οι εν λόγω ποσότητες δεν είχαν ληφθεί υπόψη στον κατάλογο. Το αίτημα όσον αφορά τις εκπτώσεις απορρίφθηκε, επειδή η εταιρεία δεν απέδειξε την άμεση σχέση ορισμένων από αυτές με τις υπό εξέταση πωλήσεις πριν από το τέλος του επιτόπιου ελέγχου ενώ, για άλλες εκπτώσεις, δεν υπήρχε κανένα αίτημα στην απάντηση του παραγωγού-εξαγωγέα στο ερωτηματολόγιο. Ωστόσο, ο αριθμός των καθαρών πωλήσεων που χρησιμοποιήθηκε για τον προσδιορισμό του ποσοστού των εξόδων ΠΓ& Δ για την περίοδο της έρευνας αυξήθηκε για λόγους συνοχής. (66) Δύο παραγωγοί-εξαγωγείς υποστήριξαν ότι, για να ελεγθεί αν οι πωλήσεις είχαν πραγματοποιηθεί κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, θα έπρεπε να συγκριθούν οι τιμές και το κόστος παραγωγής σε τριμηνιαία βάση. Όπως ανέφεραν, τόσο οι τιμές των πρώτων υλών όσο και οι τιμές των πωλήσεων είχαν μειωθεί σημαντικά κατά την περίοδο της έρευνας και, για να εξασφαλιστεί δίκαιη σύγκριση, ο έλεγχος αυτός έπρεπε να βασιστεί σε τριμηνιαία στοιχεία. Η πτυχή αυτή εξετάστηκε και ο υπολογισμός προσαρμόστηκε σε τριμηνιαία βάση. (67) Δύο παραγωγοί-εξαγωγείς υποστήριξαν ότι το κόστος που αντιστοιχεί στην τεχνική βοήθεια πρέπει να καταλογιστεί με βάση τον κύκλο εργασιών για τον υπολογισμό των εγχώριων εξόδων ΠΓ& Δ που πρέπει να συμπεριληφθούν στο κόστος παραγωγής. Αυτό το επιχείρημα έγινε αποδεκτό. (68) Τρεις παραγωγοί-εξαγωγείς προέβαλαν το επιχείρημα ότι ο αποκλεισμός, στο προσωρινό στάδιο, των συναλλαγματικών κερδών και απωλειών από τα έξοδα ΠΓ& Δ δεν ήταν δικαιολογημένος. Σε γενικές γραμμές, τα συναλλαγματικά κέρδη και απώλειες δεν ελήφθησαν υπόψη, δεδομένου ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε τις τιμές συναλλάγματος που ίσχυαν την ημερομηνία του τιμολογίου. Ωστόσο, στην περίπτωση που τα εν λόγω κέρδη και απώλειες συναλλάγματος είχαν προκύψει από την αγορά πρώτων υλών, η Επιτροπή προσάρμοσε τον υπολογισμό της κανονικής αξίας για να τα λάβει υπόψη. Ένας από τους εν λόγω παραγωγούς-εξαγωγείς υποστήριξε εν συνεχεία ότι ο υπολογισμός του συναλλαγματικού κέρδους που συμπεριελήφθη στα έξοδα ΠΓ& Δ θα έπρεπε να βασιστεί σε ελεγμένα στοιχεία. Ωστόσο, το αίτημα αυτό δεν έγινε αποδεκτό, επειδή κανένα από τα στοιχεία που είχαν ελεγχθεί κατά τους ισχυρισμούς δεν κοινοποιήθηκε πριν από προχωρημένο στάδιο της έρευνας, όταν δεν ήταν πλέον δυνατό να επαληθευθούν. 3.3.2. Τιμή εξαγωγής (69) Καμία παρατήρηση δεν διατυπώθηκε όσον αφορά τον προσδιορισμό της τιμής εξαγωγής. Τα συμπεράσματα που εκτίθενται στον κανονισμό για τον προσωρινό δασμό επιβεβαιώνονται. 3.3.3. Σύγκριση (70) Δύο παραγωγοί-εξαγωγείς ζήτησαν σύγκριση της τιμής εξαγωγής με την κανονική αξία σε τριμηνιαία βάση ενώ ένας τρίτος ζήτησε μηνιαία σύγκριση. Το αίτημα έγινε δεκτό για τους παραγωγούς-εξαγωγείς που ζήτησαν τριμηνιαία σύγκριση και απορρίφθηκε για τον τρίτο για τον οποίο δεν μπόρεσε να καθοριστεί καμία αξιόπιστη κανονική αξία σε μηνιαία/τριμηνιαία βάση. (71) Ένας παραγωγός-εξαγωγέας υποστήριξε ότι πρέπει να χορηγηθεί προσαρμογή για να ληφθεί υπόψη ο ναύλος που καταβάλλεται για τις επιστροφές εμπορευμάτων. Ωστόσο, το αίτημα αυτό απορρίφθηκε, δεδομένου ότι δεν κρίθηκε σκόπιμο να γίνει προσαρμογή δυνάμει του εσωτερικού ναύλου για τα επιστρεφόμενα εμπορεύματα, στις περιπτώσεις που οι πωλήσεις ακυρώθηκαν εν μέρει ή συνολικά. (72) Ο ίδιος παραγωγός-εξαγωγέας ζήτησε να γίνει προσαρμογή για την τεχνική βοήθεια, αλλά η προσαρμογή αυτή απορρίφθηκε, δεδομένου ότι η τεχνική βοήθεια δεν προβλεπόταν από το νόμο ή τη σύμβαση πώλησης. (73) Δύο παραγωγοί-εξαγωγείς υποστήριξαν ότι υπήρχαν διαφορετικά επίπεδα εμπορίας για τις εξαγωγικές και εγχώριες πωλήσεις του υπό εξέταση προϊόντος. Το εν λόγω αίτημα προσαρμογής έγινε αποδεκτό, αλλά δεδομένου ότι η υφιστάμενη διαφορά δεν μπόρεσε να υπολογιστεί ποσοτικά επειδή δεν υπήρχαν αντίστοιχα στάδια εμπορίας στην εγχώρια αγορά, χορηγήθηκε ειδική προσαρμογή δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 10 στοιχείο δ) σημείο ii) του βασικού κανονισμού. (74) Δύο παραγωγοί-εξαγωγείς υποστήριξαν ότι πρέπει να τους δοθεί προσαρμογή δυνάμει της μετατροπής των νομισμάτων, υποστηρίζοντας ότι οι συναλλαγματικές διακυμάνσεις ήταν αισθητές (πάνω από 10 %) και είχαν διαρκέσει πάνω από πέντε μήνες. Η προσαρμογή αυτή δεν έγινε αποδεκτή, δεδομένου ότι θεωρήθηκε ότι επρόκειτο για συναλλαγματικές διακυμάνσεις παρά για διαρκείς μεταβολές. 3.3.4. Περιθώριο ντάμπινγκ (75) Από τη σύγκριση μεταξύ της σταθμισμένης μέσης κανονικής αξίας, αναθεωρημένης κατά περίπτωση, και της σταθμισμένης μέσης τιμής εξαγωγής ανά τύπο προϊόντος στο επίπεδο εκ του εργοστασίου, προέκυψε η ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ για όλους τους παραγωγούς-εξαγωγείς που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας. (76) Μετά τις μεταβολές που επήλθαν στους υπολογισμούς, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα συμπεράσματα, αναθεωρήθηκαν τα περιθώρια ντάμπινγκ μιας εταιρείας και μιας ομάδας εταιρειών. Επομένως, αναθεωρήθηκε επίσης το περιθώριο ντάμπινγκ των εταιρειών που δεν συνεργάστηκαν, το οποίο ανέρχεται στο επίπεδο του υψηλότερου περιθωρίου ντάμπινγκ που καθορίστηκε για μία συνεργασθείσα εταιρεία. Τα οριστικά περιθώρια ντάμπινγκ, εκφραζόμενα ως ποσοστό της τιμής CIF στα σύνορα της Κοινότητας πριν από την καταβολή δασμού, καθορίζονται ως εξής: >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ> 4. ΖΗΜΙΑ 4.1. Διαδικαστικά ζητήματα (77) Οι ταϊλανδικές αρχές και ένας Ινδονήσιος παραγωγός-εξαγωγέας δήλωσαν ότι οι μη εμπιστευτικές περιλήψεις των παρατηρήσεων που υπέβαλαν ορισμένοι κοινοτικοί παραγωγοί που συμπεριελήφθησαν στον ορισμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής δεν ήταν πλήρεις ή, τουλάχιστον, δεν ήταν αρκετά λεπτομερείς για να τους επιτραπεί να ασκήσουν πλήρως το δικαίωμα άμυνάς τους. Επομένως, προέβαλαν το επιχείρημα ότι το γεγονός ότι δεν ελήφθη υπόψη αυτό από την Επιτροπή συνιστούσε παραβίαση της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ και του άρθρου 19 του βασικού κανονισμού. (78) Όσον αφορά τον ισχυρισμό αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι τα εν λόγω μέρη ενημερώθηκαν δεόντως σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. Η εν λόγω δημοσιοποίηση περιελάμβανε τις γενικές πληροφορίες και τα λεπτομερή αποδεικτικά στοιχεία με βάση τα οποία συνήγαγε η Επιτροπή τα συμπεράσματά της. Επιπλέον, η Επιτροπή κάλεσε τους εν λόγω κοινοτικούς παραγωγούς να υποβάλουν συμπληρωματικές μη εμπιστευτικές πληροφορίες. Οι μη εμπιστευτικές αυτές πληροφορίες υποβλήθηκαν από τους οικείους κοινοτικούς παραγωγούς, μετά τη δημοσιοποίηση των οριστικών συμπερασμάτων της Επιτροπής στα ενδιαφερόμενα μέρη. Τα εν λόγω μέρη είχαν πλήρη πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές και, επομένως, μπόρεσαν να ασκήσουν το δικαίωμα αμυνάς τους. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν ένας από τους οικείους κοινοτικούς παραγωγούς εξαιρείτο από τον ορισμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, όπως ζήτησαν τα προαναφερόμενα μέρη, τα γενικά συμπεράσματα σχετικά με την κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής δεν επρόκειτο να επηρεαστούν. Πράγματι, καθορίστηκε ότι η εξαίρεση αυτή δεν θα είχε καμία επίπτωση, είτε στις τάσεις που ακολουθούν οι οικονομικοί δείκτες που αφορούν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής είτε στην αντιπροσωπευτικότητα του τελευταίου, δεδομένου ότι η παραγωγή του εν λόγω κοινοτικού παραγωγού αντιπροσωπεύει μικρό ποσοστό της συνολικής παραγωγής των λοιπών παραγωγών που αποτελούν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. 4.2. Ορισμός του κοινοτικού κλάδου παραγωγής (79) Οι ταϊλανδικές αρχές και ένας Ινδονήσιος παραγωγός-εξαγωγέας υποστήριξαν ότι ο όγκος της παραγωγής του κοινοτικού κλάδου παραγωγής που διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 64 του κανονισμού για τον προσωρινό δασμό είχε υπερεκτιμηθεί. Ειδικότερα, υπογράμμισαν ότι, όπως είχε δηλωθεί, οι επτά συνεργασθέντες κοινοτικοί παραγωγοί που συμπεριελήφθησαν στον ορισμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αντιπροσώπευαν περίπου το 85 % της συνολικής κοινοτικής παραγωγής ενώ, σύμφωνα με την καταγγελία, οι εννέα καταγγέλλοντες παραγωγοί αντιπροσωπεύουν το ίδιο μερίδιο της συνολικής κοινοτικής παραγωγής. (80) Επιπλέον, προβλήθηκε το επιχείρημα ότι οι δύο καταγγέλλοντες κοινοτικοί παραγωγοί που συμπεριελήφθησαν στον ορισμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής συνδέονταν με έναν παραγωγό-εξαγωγέα στην οικεία χώρα. Σύμφωνα με την πάγια πρακτική της Επιτροπής, οι δύο αυτοί παραγωγοί έπρεπε να εξαιρεθούν από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. (81) Όσον αφορά την αντιπροσωπευτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, πρέπει να σημειωθεί ότι, αφενός, τα στοιχεία που περιέχει η καταγγελία κάλυπταν 10 μόνο μήνες το 1998. Επομένως, για τα στοιχεία αυτά έγινε προεκβολή ώστε να καλυφθεί περίοδος 12 μηνών. Βάσει αυτών, οι εννέα καταγγέλλουσες εταιρείες αντιπροσώπευαν στην πράξη το 89 % περίπου της συνολικής κοινοτικής παραγωγής το 1998. Εξάλλου, με βάση τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας και ελέγχθηκαν στο επίπεδο των επτά συνεργασθέντων κοινοτικών παραγωγών που αποτελούν το κοινοτικό κλάδο παραγωγής, η έρευνα κατέδειξε ότι οι παραγωγοί αυτοί αντιπροσώπευαν το 85 % περίπου της συνολικής παραγωγής στην Κοινότητα το 1998. Συνεπώς, επιβεβαιώνεται το μερίδιο της συνολικής κοινοτικής παραγωγής που αντιπροσωπεύει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής και το οποίο διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 64 του κανονισμού για τον προσωρινό δασμό. (82) Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού δεν αποκλείουν αυτόματα από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής τους κοινοτικούς παραγωγούς που συνδέονται με τους οικείους παραγωγούς-εξαγωγείς. Το άρθρο αυτό ορίζει ότι ο όρος "κοινοτικός κλάδος παραγωγής" είναι δυνατό να θεωρείται ότι περιλαμβάνει τους υπόλοιπους παραγωγούς, αν διαπιστωθεί ότι ορισμένοι παραγωγοί συνδέονται με τους εξαγωγείς. Επομένως, η κατάσταση πρέπει να εξεταστεί κατά περίπτωση με βάση το άρθρο 4 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Πράγματι, οι κοινοτικοί παραγωγοί που συνδέονται με τους εξαγωγείς πρέπει να εξαιρούνται από τον ορισμό της κοινοτικής παραγωγής, αν το αποτέλεσμα της σχέσης αυτής είναι τέτοιο ώστε ο οικείος παραγωγός να συμπεριφέρεται διαφορετικά από τους υπόλοιπους παραγωγούς. (83) Βάσει των παραπάνω εκτιμήσεων, η έρευνα κατέδειξε ότι οι εν λόγω δύο κοινοτικοί παραγωγοί δεν συμπεριφέρθηκαν διαφορετικά από τους υπόλοιπους παραγωγούς που δεν ήταν συνδεδεμένοι με τους οικείους παραγωγούς-εξαγωγείς. Υποστήριξαν ανεπιφύλακτα την καταγγελία, η οποία οδήγησε στην έναρξη της παρούσας διαδικασίας και έλαβαν ενεργά μέρος στην έρευνα. Επιπλέον, κατά τον επιτόπιο έλεγχο και με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία δεν διαπιστώθηκε ότι οι μέτοχοι της ενδιαφερόμενης χώρας επέβαλαν κανονίστικους ή πρακτικούς περιορισμούς σχετικά με τη λειτουργία και τις εμπορικές αποφάσεις των εν λόγω δύο εταιρειών. Τέλος, οι ταϊλανδικές αρχές και ο προαναφερόμενος παραγωγός-εξαγωγέας δεν προσκόμισαν αποδεικτικά στοιχεία για έναν τέτοιο περιοριστικό έλεγχο. Κατά συνέπεια, επιβεβαιώθηκε ότι οι εν λόγω δύο κοινοτικοί παραγωγοί δεν θα πρέπει να εξαιρεθούν από τον ορισμό της κοινοτικής παραγωγής και, επομένως, του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Δεδομένου ότι δεν ελήφθησαν άλλες παρατηρήσεις σχετικά με τον ορισμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα της αιτιολογικής σκέψης 64 του κανονισμού για τον προσωρινό δασμό. 4.3. Περίοδος ανάλυσης της ζημίας (84) Οι ινδονησιακές αρχές υποστήριξαν ότι, για να γίνει έγκυρη αξιολόγηση των τάσεων στις οποίες βασίζεται ο προσδιορισμός της ζημίας, τα στοιχεία τα σχετικά με τους εξετασθέντες δείκτες πρέπει να καθοριστούν από το 1996 με βάση περιόδους 12 μηνών που αντιστοιχούν στην ΠΕ. (85) Αξίζει να σημειωθεί ότι η ΠΕ καλύπτει τους τελευταίους εννέα μήνες του 1998 και τους πρώτους τρεις μήνες του 1999. Η εξέταση αυτή των δεικτών για τα ημερολογιακά έτη 1996 έως 1998 καλύπτει επίσης τρία τρίμηνα της ΠΕ. Η σύγκριση μεταξύ των στοιχείων του 1998 και της ΠΕ φανερώνει, επομένως, απλώς την εξέλιξη των δεικτών αυτών κατά το πρώτο τρίμηνο του 1999 και δεν καταρρίπτει την αξιολόγηση των τάσεων που έχουν καθοριστεί με βάση τους δείκτες αυτούς. Επομένως, το αίτημα αυτό απορρίφθηκε. (86) Οι ινδονησιακές αρχές υποστήριξαν επίσης ότι η περίοδος εξέτασης της ζημίας, η οποία κάλυψε την περίοδο από το 1996 έως την ΠΕ, ήταν διαφορετική από την περίοδο εξέτασης της πρακτικής ντάμπινγκ, δηλαδή την περίοδο της έρευνας. Δεδομένου ότι οι δύο αυτές περίοδοι δεν συμπίπτουν, οι ινδονησιακές αρχές θεωρούν ότι τα συμπεράσματα τα σχετικά με τη ζημία δεν είναι νομικά έγκυρα. Επιπλέον, προβλήθηκε το επιχείρημα ότι αν η ζημία είχε καθοριστεί με βάση το 1998, όλοι οι δείκτες θα είχαν σημειώσει σαφώς διαφορετική τάση. (87) Η έρευνα για τη ζημία σκοπό έχει να αξιολογήσει τις επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ στην οικονομική κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την ΠΕ. Τούτο επιβάλλει τον προσδιορισμό συμπερασμάτων σχετικών με τη ζημία κατά την ΠΕ. Προς το σκοπό της ανάλυσης αυτής, οι τάσεις που ακολουθήθηκαν από ορισμένους δείκτες καθορίστηκαν με βάση πληροφορίες που αφορούν πολλά έτη πριν από την ΠΕ. Επομένως, η σύγκριση των δεικτών μεταξύ της ΠΕ και ενός συγκεκριμένου προηγούμενου έτους, όπως προτείνουν οι ινδονησιακές αρχές, ουδόλως αλλάζει τα αποτελέσματα της ανάλυσης που απορρέει από αυτούς. Πράγματι, αυτό που χρησιμεύει στον καθορισμό των συμπερασμάτων για τη ζημία είναι οι τάσεις που ακολούθησαν οι δείκτες επί πολλά έτη πριν από την ΠΕ και όχι η απόλυτη σύγκριση των στοιχείων της ΠΕ με ένα δεδομένο προηγούμενο έτος. 4.4. Κατανάλωση στην Κοινότητα (88) Δύο παραγωγοί-εξαγωγείς υποστήριξαν ότι η κατανάλωση στην Κοινότητα που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 65 του προσωρινού κανονισμού ήταν τελείως εσφαλμένη. Ειδικότερα, προέβαλαν το επιχείρημα ότι δεν είναι δυνατό να συμβιβαστούν τα στοιχεία που αφορούν την παραγωγή, τις πωλήσεις και τα αποθέματα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Επιπλέον, υποστήριξαν ότι η Επιτροπή δεν διευκρίνισε με ποιό τρόπο είχε αξιολογήσει τις πωλήσεις των μη συνεργασθέντων κοινοτικών παραγωγών. (89) Όσον αφορά την προσέγγιση των στοιχείων των σχετικών με την κατανάλωση, είναι σκόπιμο να σημειωθεί ότι ένας κοινοτικός παραγωγός που συνδέεται με μια εταιρεία που ανήκει στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής έπαψε να λειτουργεί πριν από την περίοδο της έρευνας. Επομένως, δεν ήταν δυνατό να ληφθούν αξιόπιστες πληροφορίες από την εταιρεία αυτή σχετικά με την παραγωγή και την παραγωγική ικανότητα. Όσον αφορά τις πωλήσεις και τα αποθέματα, η εταιρεία αυτή πραγματοποιούσε πωλήσεις αποκλειστικά μέσω συνδεδεμένης εταιρείας που ανήκει στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Επομένως, η τελευταία αυτή εταιρεία μπόρεσε να παράσχει αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με τις πωλήσεις και τα αποθέματα για όλη την υπό εξέταση περίοδο και τα στοιχεία προσεγγίστηκαν δεόντως. (90) Τέλος, στον κανονισμό για τον προσωρινό δασμό, η Επιτροπή αξιολόγησε τον όγκο των πωλήσεων των μη συνεργασθέντων κοινοτικών παραγωγών με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία. Για έναν από αυτούς, χρησιμοποιήθηκαν τα στοιχεία που κοινοποιήθηκαν στη μερική απάντησή του στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής, ενώ για τους υπόλοιπους χρησιμοποιήθηκαν τα στοιχεία που αναφέρονταν στην καταγγελία. (91) Βάσει των παραπάνω επεξηγήσεων, επιβεβαιώνονται τα στοιχεία τα σχετικά με την κατανάλωση που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 65 του κανονισμού για τον προσωρινό δασμό. 4.5. Εισαγωγές ΣΙΠ στην Κοινότητα από τις οικείες χώρες. 4.5.1. Σωρευτική αξιολόγηση των εισαγωγών (92) Ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς προέβαλαν το επιχείρημα ότι οι εισαγωγές ΣΙΠ από την Ταϊλάνδη δεν πρέπει να αξιολογηθούν σωρευτικά με τις εισαγωγές από την Αυστραλία και την Ινδονησία, επειδή αντιπροσώπευαν κάτω από 1 % της κατανάλωσης το 1996 και το 1997. (93) Όσον αφορά τη σώρευση, θεωρείται ότι ο αμελητέος ή μη χαρακτήρας των εισαγωγών από μια ενδιαφερόμενη χώρα πρέπει να καθοριστεί αποκλειστικά μόνο κατά την ΠΕ. Πράγματι, τα περιθώρια ντάμπινγκ, καθώς και η ύπαρξη ζημίας καθορίστηκαν κατά την ΠΕ. Δεδομένου ότι οι εισαγωγές από την Ταϊλάνδη δεν ήταν αμελητέες κατά την περίοδο της έρευνας, το παραπάνω αίτημα απορρίφθηκε. 4.5.2. Πραγματοποίηση πωλήσεων σε τιμές χαμηλότερες από τις κοινοτικές (94) Ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς υποστήριξαν ότι, κατά τον προσδιορισμό των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν σε τιμές χαμηλότερες από τις κοινοτικές, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τις ποιοτικές διαφορές μεταξύ των διαφόρων τύπων ΣΙΠ, πράγμα που οδήγησε σε εσφαλμένα αποτελέσματα. Κατά την αποψή τους, έπρεπε να συγκριθούν χωριστά οι τιμές για τα προϊόντα πρώτης ποιότητας, για τα προϊόντα χαμηλότερης ποιότητας, καθώς και τους ανακυκλωμένους τύπους ΣΙΠ. Ζήτησαν επίσης να γίνει προσαρμογή για το στάδιο εμπορίας, υποστηρίζοντας ότι οι πωλήσεις τους προορίζονται ως επί το πλείστον σε εμπόρους χονδρικής πώλησης και σε διανομείς ενώ ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής πραγματοποιεί κυρίως πωλήσεις σε τελικούς χρήστες ΣΙΠ. (95) Μετά τα αιτήματα αυτά, οι τιμές των ανακυκλωθέντων ΣΙΠ και των προϊόντων ΣΙΠ χαμηλότερης ποιότητας συγκρίθηκαν χωριστά και εκτιμήθηκε ότι πρέπει να γίνει προσαρμογή στο επίπεδο του σταδίου εμπορίας σε όλους τους παραγωγούς-εξαγωγείς, ιδίως δε σε εκείνους που πραγματοποιούν πωλήσεις αποκλειστικά σε εμπόρους χονδρικής πώλησης και σε διανομείς. Η σύγκριση αυτή των τιμών κατέδειξε περιθώρια ντάμπινγκ ελαφρά υψηλότερα από εκείνα του προσωρινού σταδίου για την Αυστραλία και ελαφρά χαμηλότερα για την Ινδονησία και την Ταϊλάνδη. Τα νέα περιθώρια χαμηλότερων τιμών που υπολογίστηκαν μετά τα παραπάνω αιτήματα, εκφραζόμενα ως ποσοστό του κύκλου εργασιών του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, κυμαίνονται μεταξύ 24,9 και 46,8 % για τις οικείες χώρες και μεταξύ 17,7 και 61 % για τις μεμονωμένες εταιρείες. 4.6. Οικονομική κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής 4.6.1. Γενικές παρατηρήσεις (96) Οι ταϊλανδικές αρχές και ένας παραγωγός-εξαγωγέας υποστήριξαν ότι, με βάση ερμηνεία της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ, η εξέταση της οικονομικής κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής πρέπει να βασίζεται σε αξιολόγηση όλων των οικονομικών δεικτών και παραγόντων που επηρεάζουν την κατάσταση του κλάδου αυτού, ιδίως της παραγωγικότητας, της απόδοσης των επενδύσεων, της έκτασης του πραγματικού περιθωρίου ντάμπινγκ, των αρνητικών επιπτώσεων στις ταμειακές ροές, στους μισθούς και στην ανάπτυξη. (97) Επιπλέον, αμφισβήτησαν την ακρίβεια των δεδομένων του κανονισμού για τον προσωρινό δασμό σχετικά με ορισμένους παράγοντες της ζημίας. Κατά την αποψή τους, παρότι οι επτά κοινοτικοί παραγωγοί που αποτελούν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής στην παρούσα διαδικασία είναι οι ίδιοι με εκείνους της προηγούμενης διαδικασίας, τα στοιχεία που αφορούν ορισμένους παράγοντες της ζημίας είναι διαφορετικά. Επομένως, ζήτησαν τη δημοσιοποίηση των επωνυμιών των εταιρειών που έλαβαν μέρος στην προηγούμενη διαδικασία. (98) Εν προκειμένω, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το άρθρο 3 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού απαριθμεί ορισμένους οικονομικούς παράγοντες και δείκτες και ότι η Επιτροπή έχει συγκεντρώσει στοιχεία που της επιτρέπουν να εξετάσει όλους τους παράγοντες και δείκτες που ήταν καθοριστικοί για μια κατάλληλη ανάλυση της κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Επομένως, δεν είναι έγκυρος ο ισχυρισμός σύμφωνα με τον οποίο η ανάλυση της Επιτροπής ήταν ατελής. (99) Επιβεβαιώνεται ότι οι επτά κοινοτικοί παραγωγοί που αποτελούσαν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής στην προηγούμενη διαδικασία δεν ήταν οι ίδιοι με εκείνους της τρέχουσας διαδικασίας. Ωστόσο, το όνομά τους δεν μπορεί να δημοσιοποιηθεί, δεδομένου ότι οι ταϊλανδικές αρχές και ο εν λόγω παραγωγός-εξαγωγέας δεν ήταν ενδιαφερόμενα μέρη στην προηγούμενη διαδικασία. 4.6.2. Παραγωγή, ικανότητα και χρησιμοποίηση της ικανότητας (100) Οι αρχές της Αυστραλίας αμφισβήτησαν τη μέθοδο της Επιτροπής για την εκτίμηση της παραγωγικής ικανότητας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής όσον αφορά το υπό εξέταση προϊόν. Κατά την άποψή τους, η μείωση της παραγωγικής ικανότητας κατά 7 % καθορίστηκε όσον αφορά την ικανότητα που χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή άλλων προϊόντων και ως εκ τούτου ήταν εσφαλμένη. Οι αρχές της Αυστραλίας θεώρησαν ότι η παραγωγική ικανότητα για τις ΣΙΠ θα έπρεπε να είχε εκτιμηθεί αποκλειστικά βάσει της πραγματικής παραγωγής ΣΙΠ που καλύπτει η έρευνα. (101) Σε κάθε περίπτωση, οι αρχές της Αυστραλίας θεώρησαν ότι η μείωση της παραγωγικής ικανότητας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής δεν ήταν συμβατή με το συμπέρασμα σχετικά με τη σημαντική ζημία: πρώτο, διότι η μείωση αυτή δεν επέτρεψε στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να συμμετάσχει στη σημαντική ανάπτυξη της αγοράς (+ 27 %) κατά την υπό εξέταση και δεύτερον, διότι η μείωση της ικανότητας υποκινήθηκε από το γεγονός ότι άλλα προϊόντα ήταν πιο επικερδή από τις ΣΙΠ. (102) Όσον αφορά την εκτίμηση της παραγωγικής ικανότητας, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το υπό εξέταση προϊόν παράγεται στις ίδιες γραμμές παραγωγής με άλλα προϊόντα της ίδιας οικογένειας. Είναι επομένως αδύνατο και άσκοπο να προσδιοριστεί η πραγματική ικανότητα που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για ένα προϊόν σε σύγκριση με όλα τα προϊόντα που παράγονται σε μια και την αυτή γραμμή παραγωγής. Στην πράξη, η εκτίμηση της παραγωγικής ικανότητας για τις ΣΙΠ βασίστηκε σε αναλογία μεταξύ της τρέχουσας παραγωγής ΣΙΠ και της συνολικής πραγματικής παραγωγής όλων των προϊόντων που παράγονται στις ίδιες γραμμές παραγωγής. Συνεπώς, αντίθετα με τον ισχυρισμό των αρχών της Αυστραλίας, η εκτίμηση της παραγωγικής ικανότητας για τις ΣΙΠ λαμβάνει υπόψη την πραγματική παραγωγή ΣΙΠ. (103) Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι η αντικατάσταση της παραγωγής ΣΙΠ από την παραγωγή άλλων προϊόντων υποκινήθηκε κυρίως από τις μακρόχρονιες ζημίες που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής στην παραγωγή και τις πωλήσεις ΣΙΠ που αντιμετωπίζουν συνεχή αθέμιτο ανταγωνισμό από εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και επιδοτήσεων από τρίτες χώρες. Η μείωση της ικανότητας είναι επομένως ιδιαίτερα σημαντική για τον προσδιορισμό της ζημίας αλλά ειδικότερα, για την ανάλυση της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, η οποία εξετάζεται στη συνέχεια. (104) Βάσει αυτών, θεωρείται ότι οι ισχυρισμοί των αρχών της Αυστραλίας δεν είναι βάσιμοι. Ως εκ τούτου επιβεβαιώνονται τα παρεχόμενα στοιχείαι, η μέθοδος που περιγράφεται για την εκτίμηση της παραγωγικής ικανότητας για τις ΣΙΠ και τα συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 72 έως 74 του κανονισμού για τον προσωρινό δασμό. 4.6.3. Τιμές πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής (105) Μετά από μια πιο λεπτομερή ανάλυση των τιμών πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα στοιχεία που παρατίθενται στον πίνακα της αιτιολογικής σκέψης 76 του κανονισμού για τον προσωρινό δασμό πρέπει να τροποποιηθούν ελαφρά, ως εξής: >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ> (106) Ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς υποστήριξαν ότι η μείωση των τιμών πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο της έντονης μείωσης της τιμής αγοράς των πρώτων υλών, ιδίως κατά την ΠΕ. Επομένως, η μείωση των τιμών πώλησης δεν αποτελεί έγκυρο δείκτη της ζημίας στην παρούσα υπόθεση. (107) Εν προκειμένω, πρέπει να διευκρινιστεί ότι στην αιτιολογική σκέψη 79 του κανονισμού για τον προσωρινό δασμό ως μείωση κατά 31 % του κόστους παραγωγής νοείται στην πράξη μείωση κατά 31 % του κόστους των πρώτων υλών. Η Επιτροπή ανέλυσε τις επιπτώσεις της μείωσης του κόστους των πρώτων υλών επί των τιμών πώλησης. Η ανάλυση κατέδειξε ότι, για το σύνολο του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, η παραπάνω μείωση του κόστους των πρώτων υλών αντιπροσωπεύει περίπου 23 % του συνολικού κόστους παραγωγής ή 21 % των τιμών πώλησης μεταξύ του 1996 και της ΠΕ. Βάσει αυτών, ο ισχυρισμός που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 79 του κανονισμού για τον προσωρινό δασμό, σύμφωνα με τον οποίο το κόστος παραγωγής μειώθηκε γρηγορότερα από τις τιμές πώλησης, επιβεβαιώνεται. Η κατάσταση αυτή επέτρεψε στην πράξη να αυξηθεί η αποδοτικότητα κατά 10,7 % σε απόλυτες τιμές κατά την υπό εξέταση περίοδο (από - 4 % το 1996 σε 6,7 % κατά την ΠΕ). (108) Ωστόσο, θεωρείται ότι η εξέλιξη των τιμών πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής πρέπει να εξεταστεί με βάση την εξέλιξη των τιμών των οικείων χωρών. Πράγματι, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 69 του κανονισμού για τον προσωρινό δασμό, υπενθυμίζεται ότι οι ΣΙΠ που εισήχθησαν από τις οικείες χώρες ακολουθούσαν συνεχώς φθίνουσα πορεία καθόλη την υπό εξέταση περίοδο. Η μείωση αυτή ήταν 22 % κατά την εν λόγω περίοδο. Αν ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής είχε ακολουθήσει την τάση αυτή, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής θα εξακολουθούσε να σημειώνει τις ίδιες απώλειες όπως το 1996. (109) Τέλος, κατα την ανάλυση των τιμών του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στην αγορά της Κοινότητας, δεν πρέπει να λησμονείται ότι ο εν λόγω κλάδος δεν εξασφάλισε το ελάχιστο επίπεδο κέρδους 10 % κατά την ΠΕ. Υπό τις περιστάσεις αυτές, θεωρείται ότι οι τιμές πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αποτελούν κατάλληλο δείκτη ζημίας, δεδομένου ότι επηρεάζουν τη κατάστασή του. 4.6.4. Αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής (110) Οι αρχές της Αυστραλίας υποστήριξαν ότι λόγω της ελλείψεως στοιχείων σχετικών με την αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής πριν από την εμφάνιση των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, δεν μπορούσε να αξιολογηθεί δεόντως η σημαντική ζημία του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. (111) Ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς υποστήριξαν ότι η βελτίωση της αποδοτικότητας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αποδείκνυε την έλλειψη ζημίας. Πράγματι, η αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής βελτιώθηκε σημαντικά κατά την περίοδο της έρευνας, και συγκεκριμένα από απώλειες περίπου 4 % σε κέρδος άνω του 6 %. Επιπλέον, προέβαλαν το επιχείρημα ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν μπορεί να βελτιώσει την αποδοτικότητα που επέτυχε κατά την ΠΕ με το να συνεχίσει να παράγει τα τρέχοντα βασικά προϊόντα και τα προϊόντα με ειδική ποιότητα στις ίδιες αναλογίες, εκτός αν παράγει και πωλεί περισσότερες ειδικές ποιότητες ΣΙΠ. (112) Όσον αφορά στην αποδοτικότητα, η παρούσα έρευνα έδειξε ότι η βελτίωσή της ήταν κυρίως το αποτέλεσμα τόσο της διαδικασίας αναδιάρθρωσης που αναλήφθηκε από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής όσο και της επακόλουθης μείωσης των πωλήσεων, των γενικών και διοικητικών εξόδων και της μείωσης των τιμών αγοράς πρώτων υλών. Το κόστος παραγωγής μειώθηκε ταχύτερα από τη μείωση των τιμών πώλησης, συμβάλλοντας κατ' αυτόν τον τρόπο στην ανάκαμψη του κοινοτικού κλάδου παραγωγής το 1998. Εντούτοις, υπογραμμίστηκε ότι αυτή η βελτίωση της αποδοτικότητας μπορεί να είναι απλώς προσωρινή και κάθε αντίξοος παράγοντας, ιδίως όπως η πιθανή δυσμενής ανάπτυξη των τιμών πρώτων υλών θα μπορούσε να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην τρέχουσα αποδοτικότητα. Η δήλωση αυτή ενισχύθηκε από το γεγονός ότι οι τιμές των κύριων πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται στον κλάδο των ΣΙΠ επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από την τιμή του αργού πετρελαίου. (113) Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι μια βελτίωση της αποδοτικότητας κατά την υπό εξέταση περίοδο δεν συνεπάγεται αυτεπαγγέλτως ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν υπέστη σημαντική ζημία. Η εκτίμηση του μεγέθους της ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν μπορεί να βασιστεί μόνο στην αποδοτικότητα ούτε στη σύγκριση της αποδοτικότητας μεταξύ του 1996 και της ΠΕ. Πράγματι, οι διατάξεις του βασικού κανονισμού απαριθμούν ορισμένους παράγοντες μεταξύ των οποίων ο όγκος των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και η επίδραση των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην κοινοτική αγορά και διευκρινίζουν ότι κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε πλείονες εξ αυτών ομού, δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθούν βαρύνουσας σημασίας για τη συναγωγή αρνητικού συμπεράσματος ως προς τη ζημία. (114) Όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 82 έως 85 του κανονισμού για τον προσωρινό δασμό όσον αφορά τα συμπεράσματα για την οικονομική κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, το επίπεδο αποδοτικότητας που επετεύχθη δεν θεωρείται ως ένας από τους κυριότερους δείκτες της ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής. Πράγματι, οι περισσότεροι οικονομικοί δείκτες όσον αφορά τον κλάδο αυτό - μερίδιο αγοράς, παραγωγική ικανότητα, όγκος πωλήσεων, τιμές πώλησης, αποθέματα, επενδύσεις, απασχόληση και εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ από τις οικείες χώρες σε τιμές αισθητά χαμηλότερες από τις κοινοτικές - εξελίχθηκαν αρνητικά. (115) Με βάση τα ανωτέρω, δεδομένου ότι δεν ελήφθησαν περαιτέρω παρατηρήσεις όσον αφορά την αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, επιβεβαιώνεται το συμπέρασμα ότι η αποδοτικότητα κατά την ΠΕ είναι ανεπαρκής. 4.6.5. Μερίδιο αγοράς (116) Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 77 του κανονισμού για τον προσωρινό δασμό, το μερίδιο αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκε αισθητά από 68 % στο 50,3 % της συνολικής κοινοτικής αγοράς μεταξύ του 1996 και της ΠΕ. (117) Ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς υποστήριξαν ότι η απώλεια του μεριδίου αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής έπρεπε να εξεταστεί με βάση τη μειονεκτική θέση του ως προς το κόστος σε σχέση με τις οικείες χώρες. Κατά την άποψή τους, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν μπορεί να διατηρήσει το μερίδιο αγοράς του, δεδομένου ότι το κόστος παραγωγής του είναι είναι αισθητά υψηλότερο από το κόστος των οικείων παραγωγών/εξαγωγέων. (118) Το επιχείρημα αυτό δεν θεωρήθηκε αποδεκτό στο πλαίσιο έρευνας αντιντάμπινγκ. Μία τέτοια έρευνα πρέπει να καθορίζει αν οι εισαγωγές αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και προξενούν ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, όπως συνέβη στη συγκεκριμένη περίπτωση. Έτσι, οι παραγωγοί-εξαγωγείς μπορούν να μεταφέρουν το σύνολο των πλεονεκτημάτων τους ως προς το κόστος στις τιμές πώλησής τους, εφόσον το πράττουν τόσο στην εγχώρια όσο και στην εξαγωγική αγορά. 4.6.6. Συμπέρασμα (119) Βάσει των προεκτεθέντων, θεωρείται ότι τα προαναφερόμενα επιχειρήματα και ισχυρισμοί δεν μπορούν να τροποποιήσουν τα συμπεράσματα του κανονισμού για τον προσωρινό δασμό. Επομένως, οι επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 82 έως 85 του κανονισμού για τον προσωρινό δασμό και το συμπέρασμα σύμφωνα με το οποίο ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υπέστη σημαντική ζημία κατα την ΠΕ. 5. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ 5.1. Επίπτωση των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ (120) Οι αρχές της Αυστραλίας προέβαλαν το επιχείρημα ότι δεν υπήρχε κανένα αποδεικτικό στοιχείο σύμφωνα με το οποίο η ζημία του κοινοτικού κλάδου παραγωγής είχε προκληθεί από τις περιορισμένες σε όγκο εισαγωγές καταγωγής Αυστραλίας. Οι αρχές της Αυστραλίας υποστήριξαν ότι το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών της Αυστραλίας ήταν ιδιαίτερα περιορισμένο (2 % της κατανάλωσης) για να έχει ενδεχομένως κάποια επίδραση στις τιμές στην κοινοτική αγορά. Αντίθετα, έπρεπε να παρακολουθήσουν τις τάσεις των τιμών που επέβαλαν οι μεγάλοι επιχειρηματίες στην κοινοτική αγορά. Επομένως, οι αρχές της Αυστραλίας διατύπωσαν την υπόθεση ότι οι τυχόν ζημίες είχαν προκληθεί από τις σημαντικές εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες. (121) Κατά τον ίδιο τρόπο, οι ταϊλανδικές αρχές προέβαλαν το επιχείρημα ότι οι εισαγωγές από την Ταϊλάνδη ήταν αμελητέες το 1996 και το 1997 και, επομένως, η ανάλυση των επιπτώσεων των εισαγωγών αυτών έπρεπε να αρχίσει από το 1998. (122) Οι ταϊλανδικές αρχές και ένας Ινδονήσιος παραγωγός-εξαγωγέας προέβαλαν το επιχείρημα ότι, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που δημοσιεύθηκαν στον κανονισμό για τον προσωρινό δασμό, το συμπέρασμα της Επιτροπής σύμφωνα με το οποίο ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αποδυναμώθηκε είναι ανακριβές. Η δήλωσή τους βασίστηκε ιδίως στη βελτίωση της αποδοτικότητας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την ΠΕ. Επιπλέον, βασίστηκε στην ανάλυση του μεριδίου αγοράς και στους δείκτες των πωλήσεων τόσο για την τρέχουσα έρευνα όσο και στους αντίστοιχους δείκτες του 1996 που προέκυψαν από την επανεξέταση δυνάμει της λήξεως των μέτρων για τις ΣΙΠ καταγωγής Ταϊβάν και Κορέας, όπως έδειξε ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1728/1999(5). (123) Τα ίδια μέρη υποστήριξαν επιπλέον ότι ορισμένοι παραγωγοί που συμπεριελήφθησαν στον ορισμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής συγκεντρώνουν την παραγωγή τους σε ιδιαίτερα αποδοτικά προϊόντα με ειδική ποιότητα. Επομένως, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής είναι ευάλωτος, ιδίως έναντι των ινδονησιακών εισαγωγών που αποτελούνται σε μεγάλο μέρος από συνήθεις ΣΙΠ. Κατά την άποψή τους, τα ιδιαίτερα υψηλά κέρδη που δημιουργήθηκαν από τις ίνες με ειδική ποιότητα φανερώνουν ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής είναι ιδιαίτερα προστατευμένος από τις επιπτώσεις των εισαγωγών. (124) Όσον αφορά τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι αρχές της Αυστραλίας όσον αφορά το μερίδιο αγοράς, υπενθυμίζεται ότι οι εισαγωγές από την Αυστραλία ήταν σαφώς υψηλότερες από το ελάχιστο επίπεδο κατά την ΠΕ. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι συντρέχουν όλες οι συνθήκες που είναι απαραίτητες για μια σωρευτική ανάλυση. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι παρατηρήσεις που αφορούν τα μεμονωμένα μερίδια αγοράς που κατείχαν οι μεμονωμένες χώρες κατά την ΠΕ και τα έτη που προηγήθηκαν της έρευνας δεν λαμβάνονται υπόψη. Η ίδια παρατήρηση ισχύει και για το παρόμοιο επιχείρημα που προέβαλαν οι ταϊλανδικές αρχές. (125) Επιπλέον, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι οι τιμές εισαγωγών ΣΙΠ που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις οικείες χώρες προκάλεσαν τιμές αισθητά χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στην αγορά της Κοινότητας, πράγμα που επηρέασε ιδιαίτερα την οικονομική κατάσταση του εν λόγω κλάδου παραγωγής. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι η αγορά ΣΙΠ είναι διαφανής και ότι, επομένως, οι διαφορές τιμών ή προσφοράς χαμηλών τιμών μπορούν να έχουν επιπτώσεις στην ύφεση των τιμών. (126) Επιπλέον, θεωρείται ότι οι αρχές της Αυστραλίας δεν προσκόμισαν κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να μπορεί να αντικρούσει το προσωρινό συμπέρασμα σύμφωνα με το οποίο ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υπέστη σημαντική ζημία λόγω των εισαγωγών σε χαμηλές τιμές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Επομένως, επιβεβαιώνεται το συμπέρασμα σύμφωνα με το οποίο οι εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, εξεταζόμενες μεμονωμένα, προκάλεσαν σημαντική ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. (127) Η εξέλιξη της αποδοτικότητας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής εξετάστηκε με προσοχή στην αιτιολογική σκέψη 79 του κανονισμού για τον προσωρινό δασμό και στο σημείο 4.6.4 παραπάνω έχουν παρασχεθεί συμπληρωματικές πληροφορίες. Εν προκειμένω, αξίζει να σημειωθεί ότι η δήλωση σύμφωνα με την οποία ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής συγκεντρώνονται στους τύπους ΣΙΠ μεγαλύτερης αξίας είναι ανακριβής. Πράγματι, κατά την ΠΕ, οι πωλήσεις των γνωστών ως βασικών προϊόντων ΣΙΠ, που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των εισαγωγών από τις οικείες χώρες, αντιπροσώπευαν πάνω από το 72 % των συνολικών πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Επομένως, το πόρισμα αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, στο σύνολό του, θίγεται από τις εισαγωγές σε χαμηλές τιμές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. (128) Όσον αφορά την εγκυρότητα των δεδομένων για το 1996, τα οποία εξήχθησαν από την επανεξέταση ενόψει της λήξεως ισχύος των μέτρων σχετικά με τις ΣΙΠ καταγωγής Ταϊβάν και Κορέας, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 99 παραπάνω, οι κοινοτικοί παραγωγοί που αποτελούσαν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής στην εν λόγω επανεξέταση ενόψει της λήξεως ισχύος των μέτρων δεν ήταν οι ίδιοι με εκείνους που αποτελούν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής στην παρούσα διαδικασία. Επομένως, είναι αδύνατο να καθοριστεί συνεκτική και αξιόπιστη τάση με βάση τους οικονομικούς δείκτες που έχουν αναφερθεί για το 1996 στο πλαίσιο της εν λόγω επανεξέτασης ενόψει της λήξεως ισχύος των μέτρων και με βάση τα στοιχεία για τα μεταγενέστερα έτη που αναφέρθηκαν στην παρούσα διαδικασία. Μία τέτοια προσέγγιση μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένα και άνευ σημασίας αποτελέσματα. 5.2. Λοιποί παράγοντες 5.2.1. Συναλλαγματικές διακυμάνσεις (129) Οι αρχές της Αυστραλίας υποστήριξαν ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τις επιπτώσεις των συναλλαγματικών διακυμάνσεων επί των εισαγωγικών τιμών της Αυστραλίας, διευκρινίζοντας ότι κατά την περίοδο της έρευνας οι ΣΙΠ που εισήχθησαν από την Αυστραλία έτυχαν ευνοϊκής συναλλαγματικής ισοτιμίας. (130) Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι οι εισαγωγές από την εν λόγω χώρα τιμολογήθηκαν σε USD, DEM και GBP και όχι σε ΑUD στην αγορά της Κοινότητας. Η ισοτιμία του νομίσματος της Αυστραλίας δεν υπεισέρχετο επομένως στους υπολογισμούς. (131) Εν πάση περιπτώσει, είναι σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι το νόμισμα της Αυστραλίας υποτιμήθηκε τους πρώτους επτά μήνες της ΠΕ και εν συνεχεία ανατιμήθηκε κατά τους πέντε επόμενους μήνες της ΠΕ, σε σχέση με το ECU/EUR κατά τον πρώτο μήνα της ΠΕ. Επομένως, δεν υπήρξε καμία σταθερή πτωτική τάση του νομίσματος της Αυστραλίας κατά την ΠΕ. 5.2.2. Τιμές των πρώτων υλών στις χώρες εξαγωγής (132) Οι ταϊλανδικές αρχές προέβαλαν το επιχείρημα ότι κατά τον καθορισμό των επιπτώσεων των τιμών των ταϊλανδικών εισαγωγών στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, η Επιτροπή θα έπρεπε να είχε λάβει υπόψη την αισθητή πτώση των τιμών των πρώτων υλών στην Ταϊλάνδη. (133) Θεωρείται ότι το παραπάνω επιχείρημα δεν είναι κατάλληλο για την ανάλυση της αιτίας της ζημίας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Πράγματι, το κόστος των συντελεστών παραγωγής σε μια χώρα εξαγωγής λαμβάνεται υπόψη μόνο για τον προσδιορισμό του ντάμπινγκ. Το στοιχείο που έχει σημασία για την εξέταση της ζημίας και της αιτιώδους συνάφειας είναι η τιμή στην οποία το εισαγόμενο υπό εξέταση προϊόν πωλείται στην αγορά της Κοινότητας. 5.3. Συμπέρασμα (134) Δεδομένου ότι δεν έχει ληφθεί κανένα νέο επιχείρημα σχετικά με την αιτία της ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, επιβεβαιώνεται το συμπέρασμα σύμφωνα με το οποίο οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ προξένησαν, εξεταζόμενες μεμονωμένα, ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 99 του κανονισμού για τον προσωρινό δασμό. 6. ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ 6.1. Συμφέρον του κοινοτικού κλάδου παραγωγής (135) Δεδομένου ότι δεν ελήφθη καμία παρατήρηση σχετικά με το θέμα αυτό, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα για το συμφέρον του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 101 του κανονισμού για τον προσωρινό δασμό. 6.2. Επιπτώσεις στους χρήστες (136) Μετά τη δημοσίευση του κανονισμού για τον προσωρινό δασμό, πολλοί χρήστες της Κοινότητας υποστήριξαν ότι η επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα των κατάντη προϊόντων και θα απειλούσε σε τελική ανάλυση την επιβίωσή τους. Κατά την άποψή τους, η επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ θα συνεπάγετο αύξηση των τιμών, τις οποίες οι χρήστες θα έπρεπε να μεταφέρουν στα κατάντη προϊόντα. Τούτο, με τη σειρά του, θα προκαλούσε αύξηση των εισαγωγών των κατάντη προϊόντων σε χαμηλές τιμές που προέρχονταν από άλλες τρίτες χώρες και από τις χώρες που αφορά η παρούσα έρευνα. (137) Επιπλέον, η Eurofibrefill αντέδρασε στον κανονισμό για τον προσωρινό δασμό και υποστήριξε ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν παρήγαγε ειδικές ΣΙΠ που δεν προορίζονται για νηματοποίηση ή τουλάχιστον όχι σε επαρκείς ποσότητες για την κάλυψη της κοινοτικής ζήτησης. Κατά την άποψή τους, η κατάσταση αυτή οφείλετο στο γεγονός ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής συγκεντρώνεται κυρίως στην παραγωγή ΣΙΠ που προορίζονται για νηματοποίηση. Επομένως, θα πρέπει να εξακολουθήσει να εφοδιάζεται από το εξωτερικό ΣΙΠ που δεν προορίζονται για νηματοποίηση, παρά την προτεινόμενη επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ. (138) Η Eurofibrefill υποστήριξε επιπλέον ότι ο αντίκτυπος των προτεινόμενων μέτρων στους χρήστες θα έπρεπε επίσης να εκτιμηθεί με βάση τα υφιστάμενα μέτρα αντιντάμπινγκ και αντεπιδοτήσεων στις εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες (π.χ. από την Ταϊβάν). Κατά την άποψή της, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής καταφεύγει συνεχώς σε άμυνα και, στο άμεσο μέλλον, όλες οι πηγές εφοδιασμού θα υπόκεινται σε δασμούς αντιντάμπινγκ ή σε αντισταθμιστικά μέτρα. (139) Προς επίρρωση των ισχυρισμών της Eurofibrefill, δύο από τα μέλη της προσκόμισαν στην Επιτροπή επιστολές που απευθύνονταν σε παραγωγούς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, από τις οποίες γίνεται φανερό ότι οι εν λόγω παραγωγοί δεν είναι σε θέση να παράσχουν βραχυπρόθεσμα τους απαιτούμενους τύπους ΣΙΠ. (140) Πρέπει να επισημανθεί ότι ορισμένοι από τους ανωτέρω χρήστες που εμφανίστηκαν μετά την επιβολή των προσωρινών μέτρων δεν αναγγέλθηκαν εντός της προθεσμίας που καθορίστηκε στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας ή δεν απάντησαν στο ερωτηματολόγιο που τους απεστάλη από την Επιτροπή. Συνεπώς, οι περισσότεροι από αυτούς δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ενδιαφερόμενα μέρη δυνάμει του άρθρου 21 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, και οι απόψεις τους δεν πρέπει κανονικά να ληφθούν υπόψη στο οριστικό στάδιο της διαδικασίας. (141) Επιπλέον, όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 102 του κανονισμού για τον προσωρινό δασμό, ο βαθμός συνεργασίας στην έρευνα για το συμφέρον της Κοινότητας ήταν συνολικά πολύ χαμηλός. Οι χρήστριες εταιρείες που έλαβαν μέρος στην έρευνα αυτή αντιπροσώπευαν μόνο το 4 % περίπου της συνολικής κατανάλωσης στην κοινοτική αγορά. Επομένως, θεωρήθηκε ότι, σε γενικότερο επίπεδο, η επίπτωση της επιβολής μέτρων αντιντάμπινγκ για τις ΣΙΠ στις δραστηριότητές τους δεν τις αφορούσε πράγματι. Εν πάση περιπτώσει, θεωρήθηκε ότι δεν μπορούσε να συναχθεί κανένα αξιόπιστο συμπέρασμα από τόσο περιορισμένες πληροφορίες. (142) Όσον αφορά τον ισχυρισμό της Eurofibrefill σύμφωνα με τον οποίο ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής συγκεντρώνεται στην ουσία στις ΣΙΠ που προορίζονται για νηματοποίηση, αξίζει να σημειωθεί ότι, όπως έχει ήδη διευκρινιστεί παραπάνω, η παραγωγή και οι πωλήσεις των τύπων που προορίζονται για σκοπούς άλλους από τη νηματοποίηση αντιπροσώπευαν πάνω από το 75 % της συνολικής παραγωγής του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την ΠΕ. Επομένως, ο ισχυρισμός σύμφωνα με τον οποίο ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ήταν συγκεντρωμένος στις ΣΙΠ που προορίζονται για νηματοποίηση δεν επιβεβαιώθηκε από την έρευνα. (143) Όσον αφορά τη διάθεση ορισμένων ειδικών τύπων ΣΙΠ, υπενθυμίζεται ότι η παραγωγή ενός οποιουδήποτε τύπου ινών παρουσιάζει ελάχιστες τεχνικές δυσχέρειες αν όχι καμία. Όσον αφορά τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής και όπως έχει ήδη αναφερθεί στην αιτιολογική σκέψη 20 παραπάνω, διαπιστώθηκε ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής μπορεί να κατασκευάσει όλους τους τύπους των ΣΙΠ χωρίς να προβεί σε σημαντικές συμπληρωματικές επενδύσεις. Η σημαντική παράμετρος από την οποία εξαρτάται η απόφαση για την παραγωγή ορισμένων τύπων είναι κατά πόσο η τιμή που προτίθεται να πληρώσει ο χρήστης καλύπτει το κόστος παραγωγής και επιτρέπει την πραγματοποίηση κέρδους. Ενόσω οι παραγωγοί-εξαγωγείς που εφάρμοζαν πρακτική ντάμπινγκ αντλούσαν οφέλη από αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και πρότειναν ΣΙΠ σε χαμηλές τιμές στην κοινοτική αγορά, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν ήταν σε θέση ούτε επιθυμούσε να τους ανταγωνιστεί και επομένως δεν παρήγε τους τύπους αυτούς υπό τις επικρατούσες συνθήκες αγοράς. Ωστόσο, στο μέλλον, μπορεί να αναμένεται ότι ο κοινοτικός κλάδος θα αρχίσει εκ νέου την παραγωγή των εν λόγω τύπων του προϊόντος, όταν οι παραγωγοί-εξαγωγείς θα πραγματοποιούν εκ νέου εξαγωγές υπό θεμιτές συνθήκες αγοράς. (144) Εν πάση περιπτώσει, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με τη διάρθρωση του κόστους της χρήστριας βιομηχανίας, το επίπεδο των προτεινόμενων μέτρων και το μερίδιο μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και των λοιπών πηγών προμήθειας, συνάγονται τα ακόλουθα: - οι ΣΙΠ αντιπροσωπεύουν μεταξύ 25 και 45 % του συνολικού κόστους παραγωγής κατάντη προϊόντων που επιβαρύνει τους χρήστες, - ο μέσος δασμός αντιντάμπινγκ είναι περίπου 22 % για τις ενδιαφερόμενες χώρες, - το μερίδιο των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ είναι 9 % της συνολικής κατανάλωσης ΣΙΠ. Έτσι, τα προτεινόμενα μέτρα μπορούν να έχουν ως επίπτωση την αύξηση του κόστους παραγωγής των χρηστών κατα 0,5 έως 0,9 % κατά ανώτατο όριο. Η πιθανή αυτή μέγιστη αύξηση θεωρείται σχετικά χαμηλή σε σύγκριση με τις θετικές συνέπειες των προτεινόμενων μέτρων για την αποκατάσταση του γνήσιου ανταγωνισμού στην κοινοτική αγορά. (145) Η ανάλυση αυτή για την επίπτωση των προτεινόμενων μέτρων στους χρήστες φανερώνει επομένως ότι η επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ δεν θα προκαλέσει πιθανώς αύξηση των εισαγωγών κατάντη φθηνών προϊόντων στην Κοινότητα. Εξάλλου, οι χρήστες δεν προσκόμισαν κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς επίρρωση του ισχυρισμού τους, βεβαιώνοντας για παράδειγμα ότι τα προηγούμενα μέτρα για το εν λόγω προϊόν είχαν οδηγήσει σε αυτές τις επιπτώσεις. (146) Επιπλέον, όσον αφορά τον αντίκτυπο των υφιστάμενων μέτρων στο κόστος παραγωγής των χρηστριών βιομηχανιών, είναι σκόπιμο να σημειωθεί ότι τα μέτρα αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις ΣΙΠ καταγωγής τρίτων χωρών έχουν ήδη ληφθεί υπόψη στις πληροφορίες για το κόστος που χρησιμοποιεί η Επιτροπή στην παρούσα έρευνα σχετικά με το συμφέρον της Κοινότητας. (147) Όσον αφορά τα επιβληθέντα αντισταθμιστικά μέτρα στο πλαίσιο της παράλληλης διαδικασίας κατά των επιδοτήσεων, έχει καθοριστεί ότι θα μπορούσαν να προκαλέσουν αύξηση μεταξύ 0,1 και 0,16 % του κόστους παραγωγής των χρηστριών βιομηχανιών. Επομένως, τα προτεινόμενα μέτρα αντιντάμπινγκ και κατά των επιδοτήσεων θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πιθανή αύξηση των τιμών μεταξύ 0,6 και 1,06 % του κόστους παραγωγής των χρηστριών βιομηχανιών στο σύνολό τους. (148) Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι οι εισαγωγές από τις χώρες που αφορούν όλες οι διαδικασίες αντιντάμπινγκ, συμπεριλαμβανομένης της παρούσας διαδικασίας και της παράλληλης διαδικασίας κατά των επιδοτήσεων, αντιπροσώπευαν περίπου το 37 % των συνολικών εισαγωγών στην κοινοτική αγορά κατά την ΠΕ. Επομένως, υπάρχουν σημαντικές πηγές εφοδιασμού που δεν υπόκεινται σε δασμούς αντιντάμπινγκ ή σε αντισταθμιστικούς δασμούς. (149) Δεδομένου ότι η εξέταση των παραπάνω επιχειρημάτων που υπέβαλαν οι χρήστριες εταιρείες δεν οδηγεί σε νέα συμπεράσματα, επιβεβαιώνεται η αιτιολογική σκέψη 105 του κανονισμού για τον προσωρινό δασμό σχετικά με την επίπτωση των προτεινόμενων μέτρων στους χρήστες. 6.3. Συμπέρασμα (150) Τα νέα επιχειρήματα που έχουν ληφθεί σχετικά με τον καθορισμό του συμφέροντος της Κοινότητας, δεν θεωρείται ότι θα ανατρέψουν το συμπέρασμα σύμφωνα με το οποίο δεν υπάρχουν αποχρώντες λόγοι που είναι αντίθετοι με την επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ. Επομένως επιβεβαιώνονται τα προσωρινά συμπεράσματα. 7. ΟΡΙΣΤΙΚΟΣ ΔΑΣΜΟΣ (151) Ενόψει των συναχθέντων συμπερασμάτων όσον αφορά το ντάμπινγκ, τη ζημία, την αιτιώδη συνάφεια και το συμφέρον της Κοινότητας, θεωρείται ότι πρέπει να ληφθούν οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ για να αποφευχθεi η περαιτέρω πρόκληση ζημίας στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από την Αυστραλία, την Ινδονησία και την Ταϊβάν. 7.1. Επίπεδο εξάλειψης της ζημίας (152) Όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 108 του κανονισμού για τον προσωρινό δασμό, καθορίστηκε μη ζημιογόνο επίπεδο τιμών που θα κάλυπτε το κόστος παραγωγής του κοινοτικού κλάδου και εύλογο κέρδος το οποίο θα μπορούσε να επιτευχθεί εάν δεν υπήρχαν εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις ενδιαφερόμενες χώρες. (153) Οι ταϊλανδικές αρχές και ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς υποστήριξαν ότι η αποδοτικότητα 6,7 % που επέτυχε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής κατά την ΠΕ και η οποία κρίθηκε ανεπαρκής στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, είχε κριθεί εύλογη στο πλαίσιο των προγενέστερων διαδικασιών(6) σχετικά με τις ΣΙΠ και τα ελαστικοποιημένα νήματα από πολυεστέρες. Βάσει αυτών, έθεσαν υπό αμφισβήτηση το απαιτούμενο περιθώριο κέρδους 10 % που έχει καθοριστεί στην παρούσα διαδικασία και το οποίο, κατά την άποψή τους, δεν έχει αιτιολογηθεί από την Επιτροπή. (154) Διάφοροι άλλοι παραγωγοί-εξαγωγείς υποστήριξαν ότι το επιχείρημα που προέβαλε η Επιτροπή στον κανονισμό για τον προσωρινό δασμό, δηλαδή ότι τα κέρδη πρέπει να είναι επαρκή για να εξασφαλιστεί μακροπρόθεσμα η βιωσιμότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, δεν είναι αποδεκτό, λαμβανομένης υπόψη της πρόσφατης νομολογίας του Πρωτοδικείου επί του θέματος αυτού. (155) Όσον αφορά το απαιτούμενο κέρδος, είναι σκόπιμο να σημειωθεί ότι η Επιτροπή είχε διευκρινίσει στην αιτιολογική σκέψη 79 του κανονισμού για τον προσωρινό δασμό ότι πρέπει να προστεθεί ελάχιστο περιθώριο 10 % που επιτρέπει να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο της αιτιολογικής σκέψης 101 του κανονισμού για τον προσωρινό κανονισμό σύμφωνα με τη οποία ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υφίσταται τις επιπτώσεις των φθηνών εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από διάφορες χώρες και σημειώνει απώλειες από δεκαετίας. Στο πλαίσιο αυτό, το κέρδος που εξασφάλισε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής πριν από την εμφάνιση των εισαγωγών με ντάμπινγκ από την Αυστραλία, την Ινδονησία και την Ταϊλάνδη δεν αποτελεί αξιόπιστη βάση για τον καθορισμό του απαραίτητου περιθωρίου κέρδους. (156) Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως έχουν αναγνωρίσει οι ίδιοι οι παραγωγοί-εξαγωγείς, ο κλάδος ελαστικοποιημένων νημάτων από πολυεστέρες είναι εντελώς διαφορετικός από τον κλάδο ΣΙΠ. Επομένως, θεωρήθηκε ότι το περιθώριο κέρδους για τα ελαστικοποιημένα νήματα από πολυεστέρες δεν έχει σημασία για τον καθορισμό του περιθωρίου κέρδους των ΣΙΠ. (157) Εξάλλου, θεωρεiται ότι το επίπεδο κέρδους που ήταν εύλογο για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής το 1994 δεν πρέπει κατ' ανάγκη να καθορίζει το περιθώριο κέρδους που πρέπει να εφαρμοστεί τέσσερα έτη αργότερα και αυτό για διάφορους λόγους: πρώτον, επειδή ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής εξακολούθησε να σημειώνει χρηματοοικονομικές απώλειες μετά το 1994· δεύτερον, επειδή το κέρδος που θεωρήθηκε εύλογο το 1994 καθορίστηκε με βάση τις μακροπρόθεσμες επενδυτικές ανάγκες ενώ, στην παρούσα υπόθεση, ελήφθησαν δεόντως υπόψη οι μακροπρόθεσμες απώλειες που σημειώθηκαν από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, και, όπως υπογράμμισαν ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς, το περιθώριο κέρδους που θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί ελλείψει εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Εν πάση περιπτώσει, η χρησιμοποίηση του προτεινόμενου περιθωρίου κέρδους 6 % δεν θα είχε καμία επίπτωση στο επίπεδο των προτεινόμενων μέτρων, δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά βασίζονται στα περιθώρια ντάμπινγκ. (158) Τέλος, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι προαναφερόμενοι παραγωγοί-εξαγωγείς δεν έχουν προσκομίσει κανένα αποδεικτικό στοιχείο που ανατρέπει την προσέγγιση της Επιτροπής όσον αφορά το εύλογο περιθώριο κέρδους και ότι δεν έχουν υποβάλει καμία έγκυρη ανάλυση για το ποιό θα έπρεπε να είναι το περιθώριο αυτό. (159) Συνεπώς, βάσει των ανωτέρω, επιβεβαιώνεται το περιεχόμενο της αιτιολογικής σκέψης 108 του κανονισμού για τον προσωρινό δασμό. 7.2. Μορφή και επίπεδο του δασμού (160) Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού, το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ αντιστοιχεί στα περιθώρια ντάμπινγκ, δεδομένου ότι τα περιθώρια ζημίας διαπιστώθηκε ότι είναι υψηλότερα για όλους τους εξαγωγείς στις ενδιαφερόμενες χώρες. (161) Εντούτοις, όσον αφορά την παράλληλη διαδικασία κατά των επιδοτήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2026/97(7) (εφεξής "ο βασικός κανονισμός κατά των επιδοτήσεων") και το άρθρο 14 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, κανένα προϊόν δεν επιτρέπεται να υπόκειται ταυτόχρονα σε δασμούς αντιντάμπινγκ και σε αντισταθμιστικούς δασμούς για, την αντιμετώπιση των συνεπειών μιας και της αυτής κατάστασης, η οποία είναι αποτέλεσμα πρακτικής ντάμπινγκ ή επιδότησης των εξαγωγών. Κατά την παρούσα έρευνα, διαπιστώθηκε ότι θα πρέπει να επιβληθεί οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Αυστραλίας, Ινδονησίας και Ταϊλάνδης, και, ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να προσδιοριστεί αν και κατά πόσον η επιδότηση και τα περιθώρια ντάμπινγκ προκύπτουν από την ίδια κατάσταση. (162) Κατά την παράλληλη διαδικασία κατά των επιδοτήσεων διαπιστώθηκε ότι, μεταξύ άλλων, στην Ταϊλάνδη (όλες οι εταιρείες) και στην Ινδονησία (μόνο οι συνεργασθείσες εταιρείες), το επίπεδο των επιδοτήσεων ήταν κατώτερο από το ελάχιστο επίπεδο και ως εκ τούτου δεν πρέπει να επιβληθούν αντισταθμιστικοί δασμοί. (163) Όσον αφορά την Αυστραλία, προτάθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, οριστικός αντισταθμιστικός δασμός που αντιστοιχεί στο ποσό της επιδότησης, το οποίο διαπιστώθηκε ότι είναι κατώτερο από το περιθώριο της ζημίας. Όλα τα καθεστώτα επιδοτήσεων που αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας στην Αυστραλία αποτελούσαν εξαγωγικές επιδοτήσεις κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων. Οι επιδοτήσεις αυτές μπορούσαν να επηρεάσουν μόνο την τιμή εξαγωγής του Αυστραλού παραγωγού εξαγωγέα, με αποτέλεσμα υψηλότερο περιθώριο ντάμπινγκ. Με άλλα λόγια, το οριστικό περιθώριο ντάμπινγκ που καθορίσθηκε για το μοναδικό συνεργασθέντα Αυστραλό παραγωγό οφείλεται εν μέρει στην ύπαρξη εξαγωγικών επιδοτήσεων. Υπό τις συνθήκες αυτές δεν θεωρείται σκόπιμο να επιβληθούν συγχρόνως αντισταθμιστικός δασμός και δασμός αντιντάμπινγκ για το σύνολο των περιθωρίων επιδότησης και ντάμπινγκ που καθορίστηκαν οριστικά. Ως εκ τούτου, ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ πρέπει να προσαρμοστεί ώστε να αντανακλά το πραγματικό περιθώριο ντάμπινγκ, το οποίο απομένει μετά την επιβολή του οριστικού αντισταθμιστικού δασμού που εξουδετερώνει την επίπτωση των εξαγωγικών επιδοτήσεων. (164) Όσον αφορά τους Ινδονήσιους παραγωγούς-εξαγωγείς, προτάθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, οριστικός αντισταθμιστικός δασμός που αντιστοιχεί στο ποσό της επιδότησης, το οποίο διαπιστώθηκε ότι είναι κατώτερο από το περιθώριο της ζημίας. Καθορίστηκε ότι το ήμισυ των καθεστώτων επιδοτήσεων στην Ινδονησία αποτελούσαν εξαγωγικές επιδοτήσεις κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού κατα των επιδοτήσεων. Οι επιδοτήσεις αυτές μπορούσαν να επηρεάσουν μόνο την τιμή εξαγωγής των Ινδονήσιων μη συνεργασθέντων παραγωγών/εξαγωγέων, με αποτέλεσμα υψηλότερο περιθώριο ντάμπινγκ. Με άλλα λόγια, το οριστικό περιθώριο ντάμπινγκ που καθορίσθηκε για τους εν λόγω μη συνεργασθέντες παραγωγούς-εξαγωγείς οφείλεται εν μέρει στην ύπαρξη εξαγωγικών επιδοτήσεων. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν θεωρείται σκόπιμο να επιβληθούν ταυτόχρονα αντισταθμιστικός δασμός και δασμός αντιντάμπινγκ για το σύνολο των περιθωρίων επιδότησης και ντάμπινγκ που καθορίστηκαν οριστικά. Επομένως, ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ πρέπει να προσαρμοστεί για τους μη συνεργασθέντες Ινδονήσιους παραγωγούς-εξαγωγείς ώστε να αντανακλά το πραγματικό περιθώριο ντάμπινγκ που απομένει μετά την επιβολή του οριστικού αντισταθμιστικού δασμού για την εξουδετέρωση των επιπτώσεων των εξαγωγικών επιδοτήσεων. (165) Με βάση τα παραπάνω, οι οριστικοί δασμοί, εκφραζόμενοι ως ποσοστό της τιμής CIF στα σύνορα της Κοινότητας, πριν από την καταβολή δασμού, λαμβανομένων υπόψη των αποτελεσμάτων της διαδικασίας κατά των επιδοτήσεων που διεξήχθη παράλληλα, καθορίζονται ως εξής: >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ> (166) Οι μεμονωμένοι δασμοί αντιντάμπινγκ των εταιρειών που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό καθορίστηκαν με βάση τα πορίσματα της παρούσας έρευνας. Επομένως, οι δασμοί αυτοί αντικατοπτρίζουν την κατάσταση που διαπιστώθηκε κατά τη διάρκεια της εν λόγω έρευνας όσον αφορά τις εν λόγω εταιρείες. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω δασμοί (σε αντιδιαστολή προς τους δασμούς χώρας που ισχύουν για "όλες τις άλλες εταιρείες") εφαρμόζονται αποκλειστικά στις εισαγωγές προϊόντων καταγωγής της ενδιαφερόμενης χώρας, τα οποία έχουν παραχθεί από τις συγκεκριμένες εταιρείες, άρα και από τα συγκεκριμένα νομικά πρόσωπα που αναφέρονται. Τα εισαχθέντα προϊόντα που παρήχθησαν από άλλη εταιρεία που δεν αναφέρεται ρητά στο διατακτικό του παρόντος κανονισμού μέ την επωνυμία και τη διεύθυνσή της, συμπεριλαμβανομένων των νομικών προσώπων που συνδέονται με τις εταιρείες που αναφέρονται ρητά, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο των εν λόγω δασμών και υπόκεινται στο δασμό που εφαρμόζεται σε "όλες τις άλλες εταιρείες". (167) Οποιοδήποτε αίτημα για την εφαρμογή των εν λόγω δασμών αντιντάμπινγκ για μεμονωμένες εταιρείες (π.χ. μετά από αλλαγή της επωνυμίας της επιχείρησης ή μετά τη δημιουργία νέας επιχείρησης παραγωγής ή πωλήσεων) θα πρέπει να απευθύνεται στην Επιτροπή(8) μαζί με όλες τις σχετικές πληροφορίες, και ιδίως οποιαδήποτε αλλαγή των δραστηριοτήτων της εταιρείας που σχετίζεται με την παραγωγή, τις εγχώριες και εξαγωγικές πωλήσεις, όπως για παράδειγμα αλλαγή της επωνυμίας ή των εν λόγω επιχειρήσεων παραγωγής και πωλήσεων. Η Επιτροπή, εάν το κρίνει σκόπιμο, μετά από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή, θα τροποποιήσει ανάλογα τον κανονισμό, ενημερώνοντας τον κατάλογο των εταιρειών στις οποίες εφαρμόζεται μεμονωμένος δασμός. (168) Δεδομένου ότι χρησιμοποιήθηκε δειγματοληψία στο πλαίσιο της έρευνας για το ντάμπινγκ στην Ινδονησία, δεν μπορεί να αρχίσει, για τη χώρα αυτή, η διεξαγωγή επανεξέτασης για νέους εξαγωγείς, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού, με σκοπό τον προσδιορισμό μεμονωμένων περιθωρίων ντάμπινγκ. Ωστόσο, για να διασφαλιστεί η ίση μεταχείριση έναντι κάθε νέου Ινδονήσιου παραγωγού-εξαγωγέα και των συνεργασθεισών εταιρειών που δεν συμπεριελήφθησαν στο δείγμα για την Ινδονησία, εκτιμάται ότι ο σταθμισμένος μέσος δασμός που επιβάλλεται στις τελευταίες αυτές εταιρείες είναι σκόπιμο να εφαρμοστεί σε κάθε νέο Ινδονήσιο παραγωγό-εξαγωγέα που θα μπορούσε να είχε ζητήσει επανεξέταση σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. 8. ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΔΑΣΜΟΥ (169) Ενόψει της έκτασης των περιθωρίων ντάμπινγκ που διαπιστώθηκαν για τους παραγωγούς-εξαγωγείς και βάσει της σοβαρότητας της ζημίας που προκλήθηκε στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, θεωρείται αναγκαίο τα ποσά που κατατέθηκαν ως εγγύηση υπό μορφή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ σύμφωνα με τον κανονισμό για τον προσωρινό δασμό να εισπραχθούν οριστικά μέχρι το ποσό των οριστικά επιβαλλόμενων δασμών, αν το ποσό αυτό είναι ίσο ή χαμηλότερο από το ποσό του προσωρινού δασμού. Διαφορετικά, μόνο το ποσό του προσωρινού δασμού πρέπει να εισπραχθεί οριστικά, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ: Άρθρο 1 1. Επιβάλλεται οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές συνθετικών μη συνεχών ινών από πολυεστέρες, που δεν είναι λαναρισμένες, χτενισμένες ή με άλλο τρόπο παρασκευασμένες για νηματοποίηση, οι οποίες υπάγονται στον κωδικό ΣΟ 55032000, καταγωγής Αυστραλίας, Ινδονησίας και Ταϊλάνδης. 2. Ο οριστικός δασμός που εφαρμόζεται στην καθαρή τιμή "ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας", πριν από την καταβολή του δασμού, για τα προϊόντα που παράγονται από τις ακόλουθες εταιρείες, καθορίζεται ως εξής: >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ> 3. Εφαρμόζονται οι ισχύουσες διατάξεις σχετικά με τους δασμούς, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά. Άρθρο 2 Όταν ένας νέας παραγωγός-εξαγωγέας στην Ινδονησία προσκομίζει στην Επιτροπή επαρκή αποδεικτικά στοιχεία: - ότι δεν εξήγαγε στην Κοινότητα τα προϊόντα που περιγράφονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 κατά την ΠΕ, - ότι δεν συνδέεται με εξαγωγείς ή παραγωγούς της Ινδονησίας, οι οποίοι υπόκεινται στα μέτρα αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται με τον παρόντα κανονισμό, - ότι έχει πράγματι εξαγάγει στην Κοινότητα τα υπό εξέταση προϊόντα μετά την ΠΕ στην οποία βασίζονται τα μέτρα ή ότι έχει συνάψει ανέκκλητο συμβατική υποχρέωση να εξάγει σημαντικές ποσότητες προς την Κοινότητα, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με απλή πλειοψηφία κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής που υποβάλλεται αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής, μπορεί να τροποποιήσει το άρθρο 1 παράγραφος 2, προσθέτοντας το νέο παραγωγό-εξαγωγέα στις εταιρείες που υπόκεινται σε σταθμισμένο μέσο δασμό και οι οποίες απαριθμούνται στα εν λόγω άρθρο. Άρθρο 3 Τα ποσά που κατεβλήθησαν ως εγγύηση υπό μορφή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές καταγωγής Αυστραλίας, Ινδονησίας και Ταϊλάνδης δυνάμει του κανονισμού για τον προσωρινό δασμό εισπράττονται μέχρι του ύψους του οριστικού δασμού που επιβάλλεται από τον παρόντα κανονισμό. Τα ποσά που έχουν εισπραχθεί πέραν του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ αποδεσμεύονται. Όταν ο οριστικός δασμός είναι υψηλότερος από τον προσωρινό, εισπράττονται οριστικά μόνο τα ποσά του προσωρινού δασμού. Άρθρο 4 Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Βρυξέλλες, 10 Ιουλίου 2000. Για το Συμβούλιο Ο Πρόεδρος H. Védrine (1) ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1. Κανονισμός που τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 905/98 (ΕΕ L 128 της 30.4.1998, σ. 18). (2) ΕΕ L 16 της 21.1.2000, σ. 3. (3) ΕΕ L 16 της 21.1.2000, σ. 30. (4) ΕΕ L 113 της 12.5.2000, σ. 1. (5) ΕΕ L 204 της 4.8.1999, σ. 3. (6) Νήματα από πολυεστέρες με ίνες μερικώς προσανατολισμένες (PSF) από τη Λευκορωσία, ελαστικοποιημένα νήματα από πολυεστέρες (ΡΤΥ) από την Ινδονησία και την Ταϊλάνδη. (7) ΕΕ L 288 της 21.10.1997, σ. 1. (8) European Commission, Directorate-General Trade, Directorate C, DM 24 - 8/38, Rue de la Loi/Wetstraat 200, Β-1049 Brussels/Belgium.