EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32000D0667

2000/667/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 20ής Οκτωβρίου 2000, για τον τερματισμό της εξεταστικής διαδικασίας σχετικά με τις μεταβολές που επιφέρουν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής στους κανόνες καταγωγής τους για τα κλωστοϋφαντουργικά και τα είδη ένδυσης [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2000) 3070]

ΕΕ L 278 της 31.10.2000, p. 35–38 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2000/667/oj

32000D0667

2000/667/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 20ής Οκτωβρίου 2000, για τον τερματισμό της εξεταστικής διαδικασίας σχετικά με τις μεταβολές που επιφέρουν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής στους κανόνες καταγωγής τους για τα κλωστοϋφαντουργικά και τα είδη ένδυσης [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2000) 3070]

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 278 της 31/10/2000 σ. 0035 - 0038


Απόφαση της Επιτροπής

της 20ής Οκτωβρίου 2000

για τον τερματισμό της εξεταστικής διαδικασίας σχετικά με τις μεταβολές που επιφέρουν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής στους κανόνες καταγωγής τους για τα κλωστοϋφαντουργικά και τα είδη ένδυσης

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2000) 3070]

(2000/667/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3286/94 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, που καθορίζει κοινοτικές διαδικασίες στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής για να διασφαλιστεί η άσκηση των δικαιωμάτων της Κοινότητας στο πλαίσιο των κανόνων του διεθνούς εμπορίου, ιδίως αυτών που έχουν θεσπιστεί στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου(1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 356/95(2), και ιδίως το άρθρο 11 παράγραφος 1,

Μετά από διαβούλευση της συμβουλευτικής επιτροπής,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Α. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(1) Στις 11 Οκτωβρίου 1996, η Federtessile (ιταλική ομοσπονδία κλωστοϋφαντουργικών βιομηχανιών) κατέθεσε καταγγελία σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3286/94 (εφεξής, "ο κανονισμός") εξ ονόματος της ένωσης που αντιπροσωπεύει την ιταλική μεταξοβιομηχανία και της ένωσης που αντιπροσωπεύει την ιταλική βιομηχανία πολυτελούς κατεργασίας κλωστοϋφαντουργικών και τα μέλη της, όσον αφορά τους νέους κανόνες καταγωγής των ΗΠΑ για τα κλωστοϋφαντουργικά και τα είδη ένδυσης, όπως προβλέπονται βάσει του νόμου για τις συμφωνίες του Γύρου της Ουρουγουάης, "Uruguay Round Agreements Act", τον οποίο ενέκρινε το Κογκρέσο των ΗΠΑ τον Ιούλιο του 1995.

(2) Ο καταγγέλλων ισχυρίζεται ότι οι αλλαγές που επέφεραν οι ΗΠΑ στη νομοθεσία τους για τους κανόνες καταγωγής των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων συνιστούν εμπόδιο για το εμπόριο, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 του κανονισμού. Ειδικότερα, ο καταγγέλλων αναφέρεται στις δύο συμφωνίες που επισυνάπτονται στη συμφωνία για τη σύσταση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (εφεξής "συμφωνία ΠΟΕ"): στο άρθρο 4 παράγραφος 2 της συμφωνίας για τα κλωστοϋφαντουργικά και τα είδη ένδυσης και στο άρθρο 2 στοιχεία β) και γ) της συμφωνίας για τους κανόνες καταγωγής. Σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα οι νέοι αυτοί κανόνες αρνούνται το καθεστώς κοινοτικής καταγωγής σε προϊόντα τα οποία προέρχονται μεν από μη κατεργασμένα υφάματα που έχουν παραχθεί σε μη κράτη μέλη αλλά έχουν βαφεί, τυπωθεί και υποστεί εργασίες τελειώματος στην Κοινότητα. Βάσει της προηγούμενης νομοθεσίας των ΗΠΑ, τουτέστιν πριν από τον Ιούλιο του 1995, τα προϊόντα αυτά ήταν κοινοτικής καταγωγής. Σύμφωνα με τους νέους κανόνες του 1995, ορισμένα υφάσματα, μεταξωτά μαντίλια και εσάρπες θεωρήθηκαν ότι έχουν την καταγωγή της χώρας στην οποία το βασικό ύφασμα είχε πλεχθεί ή υφανθεί, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω επεξεργασία.

(3) Ο καταγγέλλων τονίζει ότι η αλλαγή αυτή απειλεί τις κοινοτικές εξαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων. Οι κοινοτικές εξαγωγές δεν επωφελούνται πλέον από ελεύθερη πρόσβαση στην αγορά των ΗΠΑ την οποία απολάμβαναν προηγουμένως, αλλά υπόκεινται σε ποσοτικούς περιορισμούς που διατηρούν οι ΗΠΑ έναντι της τρίτης χώρας στην οποία πραγματοποιήθηκε η ύφανση του μη κατεργασμένου υφάσματος (τουτέστιν, του υφάσματος επί του οποίου πραγματοποιήθηκαν στη συνέχεια περαιτέρω εργασίες τελειώματος στην ΕΚ). Ο καταγγέλλων επικαλείται επίσης και άλλες επιπτώσεις που προκύπτουν από την επίθεση ετικετών στα κοινοτικά προϊόντα που εξάγονται στις ΗΠΑ. Για παράδειγμα, οι μεταξωτές εσάρπες από κινεζικά υφάσματα τα οποία υφίστανται επεξεργασία στην Ιταλία δεν μπορούν πλέον να πωλούνται υπό την ετικέτα "made in Italy" αλλά πρέπει να αναγράφουν "made in China", σε ορισμένες περιπτώσεις δίπλα στο εμπορικό σήμα. Η απαίτηση αυτή επιρεάζει σαφώς την εικόνα του εμπορικού σήματος στην αγορά, δεδομένου μάλιστα ότι τα προϊόντα που εξάγονται από την Κοινότητα στις ΗΠΑ συγκαταλέγονται στην υψηλότερη κατηγορία όσον αφορά την ποιότητα και την αξία.

(4) Αφού εξέτασε τη δυνατότητα αποδοχής της καταγγελίας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεώρησε ότι η καταγγελία περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για να δικαιολογηθεί η κίνηση διαδικασίας σύμφωνα με τον κανονισμό. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί ότι το άρθρο 4 παράγραφος 2 της συμφωνίας για τα κλωστοϋφαντουργικά και τα είδη ένδυσης θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για ανάληψη δράσης σχετικά με όλες τις κοινοτικές εξαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προς τις ΗΠΑ οι οποίες θα έχουν αποτελέσει ή ενδεχομένως αποτελέσουν αντικείμενο ποσοτικών περιορισμών που επιβάλλονται από τις ΗΠΑ στου παραγωγούς ινών. Η κατάσταση αυτή προβλέπεται ρητά στο άρθρο 4 παράγραφος 2 της συμφωνίας για τα κλωστοϋφαντουργικά και τα είδη ένδυσης, όπου ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η τροποποίηση των κανόνων εφαρμογής ή διαχείρισης των περιορισμών αυτών που κοινοποιείται ή εφαρμόζεται βάσει της συμφωνίας δεν πρέπει να επηρεάζει αρνητικά την πρόσβαση που διαθέτει ένα μέλος ή να διαταράσσει το εμπόριο κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων.

(5) Η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι σημαντική πτυχή του προβλήματος αποτελεί η υποχρέωση επίθεσης ετικέτας στα εν λόγω προϊόντα ως καταγόμενα από τη χώρα στην οποία παράγεται το αρχικό, ύφασμα και όχι στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα ή σε ένα από το κράτη μέλη της. Η πρακτική αυτή ενδέχεται να απομακρύνει τον Αμερικανό καταναλωτή από τις κοινοτικές εξαγωγές των συγκεκριμένων κλωστοϋφαντουργικών, δεδομένου ότι δε θα μπορεί να τα αναγνωρίσει. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή θεωρεί ότι η συμφωνία για τους κανόνες καταγωγή πρέπει επίση να χρησιμοποιηθεί ως βάση για την ανάληψη δράσης, δεδομένου ότι το άρθρο της εν λόγω συμφωνίας ορίζει ότι οι κανόνες καταγωγής δεν χρησιμεύουν ως μέσα άμεσης ή έμμεσης επιδίωξης εμπορικών στόχων και δεν μπορούν από μόνοι, τους να επιφέρουν περιορισμούς, στρεβλώσεις ή διατάραξη του διεθνούς εμπορίου.

(6) Ως εκ τούτου κινήθηκε εξεταστική διαδικασία στις 22 Νοεμβρίου 1996(3).

Β. Η ΚΙΝΗΣΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ ΣΤΟΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ ΕΜΠΟΡΙΟΥ

(7) Με τη δημοσίευση της ανακοίνωσης για την έναρξη διαδικασίας εξέτασης, η Επιτροπή άρχισε έρευνα για να ολοκληρώσει τη νομική της ανάλυση και να προσδιορίσει το πραγματικό βαθμό στον οποίο οι εξαγωγές κοινοτικών κλωστοϋφαντουργικών θίγονται ενδεχομένως από τους νέους κανόνες των ΗΠΑ. Τον Μάρτιο του 1997, φάνηκε ότι τα πληροφοριακά στοιχεία που είχε συγκεντρώσει μέχρι τότε η Επιτροπή παρείχαν ήδη επαρκείς αποδείξεις για την ύπαρξη ορισμένων αρνητικών επιπτώσεων στο εμπόριο και την ενδεχόμενη επιδείνωσή τους.

(8) Επιπλέον, όπως προέκυψε από τις πολλές διαβουλεύσεις που πραγματοποιήθηκαν πριν και μετά την έναρξη διαδικασίας εξέτασης μεταξύ των αντιπροσώπων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των ΗΠΑ προκειμένού να εξευρεθεί ικανοποιητική λύση στο πόβλημα μόνο μια επιπλέον τροποποίηση, της νομοθεσίας των ΗΠΑ σχετικά με τους κανόνες καταγωγής των κλωστοϋφαντουργικών θα μπορούσε να αποκαταστήσει την ασφάλεια των κοινοτικών εξαγωγέων. Ως εκ τούτου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστήριξε την άποψη ότι μέχρις ότου το Κογκρέσο των ΗΠΑ εξετάσει μια τέτοια τροπολογία, περαιτέρω διαβουλεύσεις με τη διοίκηση των ΗΠΑ δεν θα παρήγαγαν τελικά και ικανοποιητικά αποτελέσματα, δεδομένου ότι η εν λόγω διοίκηση δεν είχε την εξουσία να αναλάβει δεσμεύσεις.

(9) Ως εκ τούτου, εκτός αν υποβληθεί πρόταση νόμου για την τροποποίηση των αμερικανικών κανόνων καταγωγής για τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα στο αμερικανικό Κογκρέσο, με σκοπό τη θέσπιση νομοθεσίας που να συμμορφούται πλήρως προς τις υποχρεώσεις των ΗΠΑ οι οποίες απορρέουν από το Γύρο της Ουρουγουάης, η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας να ενεργήσει ταχέως κατά των ΗΠΑ μέσω επίσημων ενεργειών.

(10) Απόφαση της Επιτροπής για την έναρξη διαδικασίας διευθέτησης διαφοράς στον ΠΟΕ, η οποία λήφθηκε σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 4ης Μαρτίου 1997(4).

(11) Στις 22 Μαΐου 1997, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα ζήτησε διαβουλεύσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (WT/DS85/1) σύμφωνα με το άρθρο 4 του μνημονίου για τους κανόνες και τις διαδικασίες που διέπουν την διευθέτηση διαφορών, το άρθρο 8 παράγραφος 4 της συμφωνίας για τα κλωστοϋφαντουργικά και τα είδη ένδυσης, το άρθρο 7 της συμφωνίας για τους κανόνες καταγωγής, το άρθρο 14 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τα τεχνικά εμπόδια στο εμπόριο (συμφωνία ΤΒΤ) και το άρθρο ΧΧΙΙ της γενικής συμφωνίας δασμών και εμπορίου 1994 ("GATT 94") όσον αφορά την τροποποίηση των κανόνων καταγωγής που εφαρμόζουν οι ΗΠΑ για τα κλωστοϋφαντουργικά και τα είδη ένδυσης.

(12) Στην αίτηση για διαβουλεύσεις τονίζεται ότι το άρθρο 2 παράγραφος 4 της συμφωνίας για τα κλωστοϋφαντουργικά και τα είδη ένδυσης όρίζει ότι δεν θα εισαχθούν νέοι περιορισμοί όσον αφορά προϊόντα ή μέλη. Το άρθρο 4 παράγραφος 2 της ίδιας συμφωνίας προβλέπει ότι τροποποιήσεις που επέρχονται στην εφαρμογή ή τη διαχείριση περιορισμών που κοινοποιούνται στον ΠΟΕ δεν πρέχει να ανατρέπουν την ισορροπία μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μελών, να επηρεάζουν αρνητικά την πρόσβαση ενός μέλους, να εμποδίζουν την πλήρη χρησιμοποίηση της πρόσβασης αυτής και να διαταράσσουν το εμπόριο κατά την έννοια της συμφωνίας. Προς το σκοπό αυτό, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα είναι της άποψης ότι οι αλλαγές που επέφεραν οι ΗΠΑ το 1995 στους κανόνες καταγωγής δημιουργεί ακριβώς αυτά τα αποτελέσματα και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έπρεπε να έχουν προβεί σε διαβουλεύσεις, με την Κοινότητα πριν από την εφαρμογή των αλλαγών αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 4 της συμφωνίας.

(13) Στην αίτηση για διαβουλεύσεις αμφισβητείται επιπλέον η συμβατότητα των προαναφερθεισών αλλαγών στους κανόνες καταγωγής με το άρθρο 2 της συρφωνίας για τους κανόνες καταγωγής, το οποίο περιέχει τους όρους που πρέπει να πληροί ένα μέλος όταν τροποποιεί τους κανόνες καταγωγής κατά τη μεταβατική περίοδο. Οι όροι αυτοί προβλέπουν, μεταξύ άλλων, ότι οι κανόνες καταγωγής δεν χρησημοποιούνται ως μέσα επιδίωξης, αμέσως ή εμμέσως, εμπορικών στόχων, ότι δεν επιφέρουν από μόνοι τους περιορισμούς, στρεβλώσεις ή διαταράξεις του διεθνούς εμπορίου και ότι η διαχείρισή τους πρέπει να γίνεται με συνεκτικό, ομοιόμορφο, αμερόληπτο και ορθολογικό τρόπο. Η Κοινότητα εξέφρασε την άποψη ότι οι κανόνες καταγωγής που θέσπισαν οι ΗΠΑ το 1995 δεν πληρούν τις απαιτήσεις αυτές.

(14) Τέλος, στην αίτηση για διαβουλεύσεις εκφράζεται η άποψη ότι οι απαίτησεις των ΗΠΑ όσον αφορά την αναγραφή της χώρας καταγωγής αντιστοιχούν σε τεχνικό κανονισμό κατά την έννοια του παραρτήματος Ι της συμφωνίας ΤΒΤ και ότι ο τρόπος εφαρμογής τους, μετά την τροποποίηση των κανόνων καταγωγής των ΗΠΑ, δεν εγγυώνται στα εισαγόμενα κοινοτικά προϊόντα μεταχείριση ισότιμη με αυτήν που παραχωρείται στα εγχώρια προϊόντα· όμως, η διακριτική μεταχείριση δεν είναι συμβατή με το άρθρο ΙΙΙ της GΑΤΤ 1994 και με το άρθρο 2 της συμφωνίας ΤΒΤ.

Γ. ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

(15) Εν τω μεταξύ η έρευνα συνεχίστηκε με σκοπό να διερευνηθούν ακριβέστερα οι επιπτώσεις της πρακτικής των ΗΠΑ επί των κοινοτίκών εξαγωγών όσον αφορά τα συγκεκριμένα προϊόντα.

(16) Στις 28 Μαΐου 1997, διαβιβάστηκε στα κράτη μέλη της ΕΚ έκθεση σχετικά με την έρευνα. Από τα αποτελέσματα της έρευνας επιβεβαιώθηκε ότι οι νέοι κανόνες καταγωγής που εισήγαγαν οι ΗΠΑ την 1η Ιουλίου 1996 αντίκεινται στο άρθρο 2 παράγραφος 4 και στο άρθρο 4 παράγραφος 2 της συμφωνίας ΠΟΕ για τα κλωστοϋφαντουργικά και τα είδη ένδυσης, στο άρθρο 2 της συμφωνίας ΠΟΕ για τους κανόνες καταγωγής, στο άρθρο 2 της συμφωνίας ΤΒΤ και στο άρθρο ΙΙΙ της GATT 1994. Σύμφωνα με την Επιτροπή, η εφαρμογή του συστήματος αυτού επηρεάζει αρνητικά τις κοινοτιές εξαγωγές στις ΗΠΑ βαμμένων και τυπωμένων υφασμάτων και προϊόντων χου προέρχονται από τα υφάσματα αυτά (όπως εσάρπες, σεντόνια και τραπεζομάντιλα, μαντήλια κ.λπ.) και ότι η Ιταλία θιγόταν ιδιαίτερα από την κατάσταση αυτή.

Δ. ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΘΕΙΣΑ ΛΥΣΗ

(17) Η διαδικασία διευθέτησης της διαφοράς του ΠΟΕ ανεστάλη στις 15 Ιουλίου 1997, ενόψει ενδεχόμενης λύσης που διεφάνη κατά τις διαπραγματεύσεις και η οποία ενεγράφη σε πρακτικά που συνήφθησαν μεταξύ των δύο μερών την ίδια ημέρα. Σύρφωνα με τα πρακτικά αυτά, η διοίκηση των ΗΠΑ συμφώνησε να επιφέρει νομοθετικές αλλαγές με σκοπό να επανεισαγάγει τους κανόνες καταγωγής που ίσχυαν πριν υπό το νόμο για το Γύρο της Ουρουγουάης όσον αφορά τα κλωστοϋφαντουργικά που θίγονται από τη διαδικασία. Η λύση αυτή κοινοποιήθηκε στον πρόεδρο του οργάνου διευθέτησης των διαφορών του ΠΟΕ στις 11 Φεβρουαρίου 1998. Δυστυχώς, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν τήρησαν τις υποχρεώσεις τους όπως περιέχονται στα προαναφερθέντα πρακτικά. Για το λόγο αυτό, κατά την άποψη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η κατάσταση παραμένει ασύμβατη ως προς τις υποχρεώσεις των ΗΠΑ στο πλαίσιο του ΠΟΕ.

(18) Στις 25 Νοεμβρίου 1998 υποβλήθηκε νέα αίτηση για διαβουλεύσεις στο πλαίσιο του ΠΟΕ (WT/DS151/1). Οι διαβουλεύσεις πραγματοποιήθηκαν στη Γενεύη στις 15 Ιανουαρίου 1999, παρουσία του Σαλβαδόρ, των Ονδούρων, του Χονγκ Κονγκ (Κίνα), της Ινδίας, της Ιαπωνίας, του Πακιστάν και της Ελβετίας. Οι διαβουλεύσεις αυτές δεν κατέληξαν σε εξεύρεση λύσης.

(19) Μετά από περαιτέρω διμερείς διατραγματεύσεις, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΚ κατέληξαν τελικά σε μιά κοινή βάση διευθέτησης της διαφοράς και στις 16 Αυγούστου 1999 και τα δύο μέρη υπέγραψαν δεύτερα πρακτικά. Στο νέο αυτό συμβιβασμό λήφθηκε υπόψη το γεγονός ότι τα πρακτικά του 1997 δεν οδήγησαν σε ταχεία επίλυση και κατά συνέπεια συμφωνήθηκε να τροποποιηθούν τα πρακτικά του 1997. Η νέα ρύθμιση υποχρέωνε τη διοίκηση των ΗΠΑ να θεσπίσει νομοθεσία που τροποποιούσε τις απαιτήσεις για τους κανόνες καταγωγής στο τμήμα 334 του νόμου για τις συμφωνίες του Γύρου της Ουρουγουάης με τρόπο ώστε η βαφή, η τύπωση και δύο ή περισσότερες εργασίες τελειώματος να προσδίδουν την καταγωγή σε ορισμένα υφάσματα και εμπορεύματα. Ειδικότερα, συμφωνήθηκε ότι: 1. η διοίκηση των ΗΠΑ θα υποβάλει στο Κογκρέσο σχέδιο νόμου συνημμένο στα πρακτικά με το οποίο τροποποιούνται οι κανόνες καταγωγής που ορίζονται στο 19 U.S.C. 3592 και καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια να εξασφαλίσει ότι το Κογκρέσο θα εγκρίνει το νόμο αυτό αμέσως και οι νέοι κανόνες σχετικά με τις θεωρήσεις θα επιτρέπουν τη χρησιμοποίηση μιας ενιαίας θεωρημένης άδειας/απόδειξης εισαγωγής για διαδοχικές αποστολές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων από βαμβάκι ή από μεικτές ίνες περιεκτικότητας σε βαμβάκι τουλάχιστον 16 % κατά βάρος και εξάγονται από την ΕΚ ή προϊόντα από βαμβάκι όταν τα προϊόντα αυτά κατασκευάζονται στην ΕΚ από ύφασμα που βάφεται και τυπώνεται στην ΕΚ και έχει υποστεί στην ΕΚ δύο ή περισσότερες εργασίες τελειώματος.

(20) Κατ' εφαρμογή του σημείου 2 των πρακτικών, η διοίκηση των ΗΠΑ δημοσίευσε στον ομοσπονδιακό κατάλογο της 6ης Δεκεμβρίου 1999 (τόμος 64 ΝΟ 233/ανακοινώσεις) τροπολογία για τις απαιτήσεις θεώρησης εξαγωγής, και ποσοστώσεων για ορισμένα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα που παράγονται και κατασκευάζονται σε όλες τις χώρες και τελειοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα ("Amendment of Export Visa and Quota Requirements for Certain Teχtile Products Produced and Manufactured in All Countries and Made Up in the European Community"). Με το νόμο αυτό τροποποιείται το σύστημα θεώρησης και ποσοστώσεων των Ηνωμένων Πολιτειών ώστε να επιτρέπεται η χρησιμοποίηση ενός ενιαίου θεωρημένου εγγράφου για ορισμένους τύπους προϊόντων που εξάγονται από την ΕΚ από τις 16 Αυγούστου 1999 και μετά. Πρόκειται για κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα από βαμβάκι ή από μεικτές ίνες περιεκτικότητας σε βαμβάκι τουλάχιστον 16 % κατά βάρος και εξάγονται από την ΕΚ ή προϊόντα από βαμβάκι που κατασκευάζονται στην ΕΚ από ύφασμα, εφόσον βάφονται και τυπώνονται στην ΕΚ και έχουν υποστεί στην ΕΚ δύο ή περισσότερες εργασίες τελειώματος, και υπό τον όρο ότι η αρχική θεωρημένη απόδειξη/άδεια ισχύει και δεν γίνεται υπέρβαση της ποσότητας.

(21) Κατ' εφαρμογή του σημείου 1 των πρακτικών, τροποποίηση των κανόνων καταγωγής των ΗΠΑ επισυνάφθηκε στο νόμο για το εμπόριο και την ανάπτυξη του 2000 ("Trade and Development Act 2000"). Ο νόμος αυτός εγκρίθηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ στις 2 Μαΐου 2000, από τη Γερουσία των ΗΠΑ στις 11 Μαΐου 2000 και υπογράφηκε από τον πρόεδρο στις 21 Μαΐου 2000.

(22) Στο τμήμα 405 με τίτλο "αποσαφήνιση του τμήματος 33 του νόμου για τις συμφωνίες του Γύρου της Ουρουγουάης" ("Clarification of Section 33 of the Uruguay Round Agreements Act"), επανεισάγονται οι κανόνες καταγωγής που ίσχυαν για ορισμένα προϊόντα πριν από το νόμο για τη συμφωνίες του Γύρου της Ουρουγουάης. Ειδικότερα, οι νέοι κανόνες προσδίδουν την καταγωγή της χώρας στην οποία η βαφή, η τύπωση και δύο ή περισσότερες εργασίες τελειώματος πραγματοποιήθηκαν σε υφάσματα που κατατάσσονται βάσει του εναρμονισμένου συστήματος (ΕΣ) ως μετάξι, βαμβάκι, χειροποίητες και φυτικές ίνες. Ισχύει επίσης για διάφορα προϊόντα που ταξινομούνται σε δεκαοκτώ συγκεκριμένες κλάσεις του ΕΣ (κυρίως πλατέα προϊόντα), με εξαίρεση τα είδη που παρασκευάζονται από βαμβάκι, μαλλί ή μεικτές ίνες περιεκτικότητας σε βαμβάκι τουλάχιστον 16 % κατά βάρος.

(23) Μετά από προσεκτική εξέταση της "τροπολογίας για τις απαιτήσεις θεώρησης εξαγωγής και ποσοστώσεων για ορισμένα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα που παράγονται και κατασκευάζονται σε όλες τις χώρες και τελειοποιούνται στην Ευρωταϊκή Κοινότητα" και του τμήματος 405 του νόμου για το εμπόριο και την ανάπτυξη του 2000, και μετά ατό διαβουλεύσεις με τον καταγγέλλοντα ο οποίος εξέφρασε την ικανοποίησή του, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνεπέρανε ότι το τμήμα 405 του νόμου για το εμπόριο και την ανάπτύξη του 2000 καλύπτει τις δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει οι ΗΠΑ με την απόφαση της 16ης Αυγούστου 1999 και ότι πραγματικά αίρονται τα εμπόδια στο εμπόριο που αναφέρονται στη καταγγελία της Federtessilc της 11η Οκτωβρίου 1996.

Ε. ΣΥΣΤΑΣΗ

(24) Η διαδικασία εξέτασης σχετικά με τις αλλαγές που επέφεραν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής στους κανόνες καταγωγής τους για τα κλωστοϋφαντουργικά και τα είδη ένδυσης πρέπει, κατά συνέπεια, να τερματιστεί,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο μόνο

Τερματίζεται η διαδικασία εξέτασης σχετικά με τις αλλαγές που επέφεραν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής στους κανόνες καταγωγής τους για τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα και τα είδη ένδυσης, η οποία κινήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 1996.

Βρυξέλλες, 20 Οκτωβρίου 2000.

Για την Επιτροπή

Pascal Lamy

Μέλος της Επιτροπής

(1) ΕΕ L 349 της 31.12.1994, σ. 71.

(2) ΕΕ L 41 της 23.2.1995, σ. 3.

(3) ΕΕ C 351 της 22.11.1996, σ. 6.

(4) ΕΕ L 62 της 4.3.1997, σ. 43.

Top