EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31995F0073

95/73/ΔΕΥ: Κοινή δράση της 10ης Μαρτίου 1995 που θεσπίζεται από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με τη μονάδα ναρκωτικών της Europol

ΕΕ L 62 της 20.3.1995, p. 1–3 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO, HR)

Legal status of the document In force: This act has been changed. Current consolidated version: 31/12/1996

ELI: http://data.europa.eu/eli/joint_action/1995/73/oj

31995F0073

95/73/ΔΕΥ: Κοινή δράση της 10ης Μαρτίου 1995 που θεσπίζεται από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με τη μονάδα ναρκωτικών της Europol

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 062 της 20/03/1995 σ. 0001 - 0003


ΚΟΙΝΗ ΔΡΑΣΗ της 10ης Μαρτίου 1995 που θεσπίζεται από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με τη μονάδα ναρκωτικών της Europol (95/73/ΔΕΥ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

το άρθρο Κ.3 παράγραφος 2 στοιχείο β) της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση,

την πρωτοβουλία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας,

Εκτιμώντας:

ότι τα κράτη μέλη θεωρούν θέμα κοινού ενδιαφέροντος τη δημιουργία της μονάδας ναρκωτικών της Europol, σύμφωνα με το άρθρο Κ.1 σημείο 9 της συνθήκης-

ότι, κατά τη συνεδρίαση της 28ης και 29ης Ιουνίου 1991 που έγινε στο Λουξεμβούργο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σημείωσε τις προτάσεις για τη συγκρότηση ευρωπαϊκής αστυνομικής υπηρεσίας (Europol), δέχτηκε τους στόχους που καθορίζονται στις προτάσεις αυτές και συνέστησε να εξεταστούν λεπτομερέστερα-

ότι, στην έκθεση που υποβλήθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 4ης Δεκεμβρίου 1991, οι υπουργοί δήλωσαν ότι συμφωνούν ομόφωνα για τη συγκρότηση της Europol, δημιουργώντας κατ' αρχάς μια μονάδα πληροφοριών στον τομέα των ναρκωτικών, η οποία εν συνεχεία θα αναπτυχθεί στο εγγύς μέλλον-

ότι, κατά τη συνεδρίαση της 9ης και 10ης Δεκεμβρίου 1991 που έγινε στο Μάαστριχτ, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε τη δημιουργία της Europol, αρχικό καθήκον της οποίας είναι η οργάνωση ανταλλαγής πληροφοριών για τα ναρκωτικά μεταξύ των κρατών μελών και ανέθεσε στους υπουργούς να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για το σκοπό αυτό, σε σύντομο χρονικό διάστημα-

ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, κατά τη συνεδρίαση της 26ης και 27ης Ιουνίου 1992 που έγινε στη Λισαβόνα, συνέστησε να εκπονηθεί σύμβαση για την ίδρυση της Europol-

ότι τα κράτη μέλη είναι ανάγκη να συνεργαστούν πριν από την έναρξη ισχύος της σύμβασης αυτής, εντός του πλαισίου κατάλληλης δομής-

ότι, επειδή πρέπει να αντιμετωπιστούν επειγόντως τα προβλήματα του διεθνούς λαθρεμπορίου ναρκωτικών, της νομιμοποίησης προσόδων από παράνομες δραστηριότητες η οποία συνδέεται με το λαθρεμπόριο αυτό και του οργανωμένου εγκλήματος, οι υπουργοί, κατά την ειδική συνεδρίαση της 18ης Σεπτεμβρίου 1992, συνέστησαν να συγκροτηθεί, έως την 1η Ιανουαρίου 1993 το αργότερο, η μονάδα ναρκωτικών της Europol (UDE), ως πρώτη φάση υλοποίησης της Europol-

την απόφαση των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών, συνελθόντων σε επίπεδο αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων, προκειμένου να καθορίσουν τις έδρες ορισμένων οργανισμών και υπηρεσιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Europol, σύμφωνα με την οποία η Europol, καθώς και η μονάδα ναρκωτικών της Europol, θα έχουν την έδρα τους στη Χάγη-

ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ήδη μια προσωρινή δομή συνεργασίας μέσω της μονάδας ναρκωτικών της Europol, η οποία δημιουργήθηκε με την υπουργική συμφωνία της 2ας Ιουνίου 1993 όσον αφορά τη συγκρότηση της μονάδας αυτής, η οποία λειτουργεί ήδη από τον Ιανουάριο 1994-

ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, κατά τη συνεδρίαση της 9ης και 10ης Δεκεμβρίου 1994 που έγινε στο Έσεν, αποφάσισε να επεκτείνει τα καθήκοντα της μονάδας ναρκωτικών της Europol ώστε να περιλάβουν την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου ραδιενεργών και πυρηνικών υλών, την εγκληματικότητα που συνιστούν τα κυκλώματα λαθρομετανάστευσης, το λαθρεμπόριο οχημάτων και τη νομιμοποίηση προσόδων από παράνομες δραστηριότητες που συνδέονται με τις εν λόγω μορφές εγκληματικότητας-

τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 9ης και 10ης Δεκεμβρίου 1994, σύμφωνα με τα οποία η σύμβαση για την ίδρυση της Europol θα πρέπει να συναφθεί το αργότερο για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Κανών, καθώς και ότι υπάρχει η βούληση να αναληφθούν όλες οι αναγκαίες προς τον σκοπό αυτόν ενέργειες,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

Στη μονάδα ναρκωτικών της Europol, καλούμενη εφεξής "μονάδα", η οποία δημιουργήθηκε αρχικά με την υπουργική συμφωνία της 2ας Ιουνίου 1993, εφαρμόζονται οι εξής κανόνες:

Άρθρο 2

Στόχοι και πεδίο εφαρμογής

1. Κάθε κράτος μέλος αποστέλλει έναν ή περισσότερους αξιωματικούς συνδέσμους στη Χάγη, προκειμένου να συμμετάσχει μαζί με τους αξιωματικούς συνδέσμους των άλλων κρατών μελών σε ομάδα, η οποία θα συνεργάζεται στα πλαίσια της μονάδας.

2. Η μονάδα λειτουργεί ως μη επιχειρησιακή ομάδα η οποία ασχολείται με την ανταλλαγή και την ανάλυση στοιχείων και πληροφοριών, που αφορούν, εφόσον καλύπτουν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη:

α) το λαθρεμπόριο ναρκωτικών-

β) το λαθρεμπόριο ραδιενεργών και πυρηνικών υλών-

γ) την εγκληματικότητα που συνιστούν τα κυκλώματα λαθρομετανάστευσης-

δ) το λαθρεμπόριο οχημάτων-

καθώς και τις ενεχόμενες εγκληματικές οργανώσεις και τις παρεπόμενες δραστηριότητες νομιμοποίησης παράνομων προσόδων.

3. Στόχος της μονάδας είναι να επικουρεί την αστυνομία και τις άλλες αρμόδιες υπηρεσίες για την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση των εγκληματικών δραστηριοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, εντός των κρατών μελών και μεταξύ τους.

Προς τον σκοπό αυτόν, τα μέλη της μονάδας, δρώντας σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, τους άλλους σχετικούς νομικούς κανόνες, και τις οδηγίες που παρέχονται από τα οικεία κράτη μέλη τους, εκτελούν τα ακόλουθα καθήκοντα:

α) ανταλλαγή πληροφοριών (συμπεριλαμβανομένων των προσωπικών πληροφοριών) μεταξύ των κρατών μελών, προκειμένου να προωθούνται συγκεκριμένες έρευνες στα πλαίσια της διώξεως του εγκλήματος που αφορούν τις μορφές εγκληματικότητας που αναφέρονται στην παράγραφο 2-

β) προετοιμασία εκθέσεων για τη γενική κατάσταση και την ανάλυση εγκληματικών δραστηριοτήτων βάσει μη προσωπικών πληροφοριών που παρέχονται από τα κράτη μέλη ή προέρχονται από άλλες πηγές.

Οι δραστηριότητες της μονάδας δεν θίγουν καμία άλλη μορφή διμερούς ή πολυμερούς συνεργασίας για την καταπολέμηση των μορφών εγκληματικότητας που αναφέρονται στην παράγραφο 2, ούτε τις αρμοδιότητες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 3

Επεξεργασία των δεδομένων

1. Όσον αφορά τις μορφές εγκληματικότητας που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, οι αξιωματικοί σύνδεσμοι, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, τους άλλους σχετικούς νομικούς κανόνες και τις οδηγίες που παρέχονται από τα οικεία κράτη μέλη τους, γνωστοποιούν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την προώθηση συγκεκριμένων ερευνών στα πλαίσια της διώξεως του εγκλήματος οι οποίες αφορούν τις μορφές εγκληματικότητας που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, καθώς και για την ανάπτυξη των στοιχείων και των στρατηγικών αναλύσεων.

Για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, οι αξιωματικοί σύνδεσμοι έχουν πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες και τα στοιχεία της αστυνομίας διώξεως του εγκλήματος που διαθέτουν τα οικεία κράτη μέλη τους, τα οποία έχουν σχέση με την αποστολή τους.

Εξασφαλίζεται η προστασία κάθε πληροφορίας κατά οιασδήποτε άνευ άδειας πρόσβασης καθώς και κατά οιασδήποτε μορφής καταστροφής, συμπεριλαμβανομένης της φυσικής προστασίας των συστημάτων επεξεργασίας των δεδομένων καθώς και των δικτύων.

2. Οι αιτήσεις πληροφοριών προς τη μονάδα, που διατυπώνονται από την αστυνομία ή από οιαδήποτε άλλη αρμόδια υπηρεσία, υποβάλλονται μέσω μιας κεντρικής εθνικής υπηρεσίας. Η αρχή αυτή είναι επίσης αρμόδια να λαμβάνει και να επαναδιαβιβάζει τις απαντήσεις της μονάδας.

Άρθρο 4

Προστασία των δεδομένων

1. Οι προσωπικές πληροφορίες γνωστοποιούνται μέσω ανταλλαγής μεταξύ των αξιωματικών συνδέσμων, οι οποίοι δρουν σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, τους άλλους σχετικούς νομικούς κανόνες και τις οδηγίες που παρέχονται από τα οικεία κράτη μέλη τους στον τομέα της επεξεργασίας των προσωπικών πληροφοριών και τηρώντας όλους τους όρους που θέτει το παρέχον την πληροφορία κράτος όσον αφορά τη χρήση των πληροφοριών αυτών.

Κάθε ανταλλαγή πληροφοριών, μεταξύ του αιτούντος κράτους και του χορηγούντος την πληροφορία κράτους, γίνεται μόνο σε διμερή βάση μέσω των αξιωματικών συνδέσμων των κρατών αυτών.

Εάν, κατά την εξέταση ενός αιτήματος, το κράτος χορηγός ανακαλύψει πληροφορίες αναφερόμενες σε μορφή εγκληματικότητας που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, οι οποίες ενδιαφέρουν ένα άλλο κράτος μέλος, οι πληροφορίες αυτές μπορούν να καταστούν διαθέσιμες για το εν λόγω κράτος μέλος μέσω των αξιωματικών συνδέσμων των ενδιαφερομένων κρατών, σύμφωνα με τις αντίστοιχες εθνικές τους νομοθεσίες.

2. Οι αξιωματικοί σύνδεσμοι δεν διαβιβάζουν καμία πληροφορία προσωπικού χαρακτήρα σε κράτη εκτός των κρατών μελών, ούτε σε διεθνή οργάνωση.

Στο βαθμό που προβλέπεται από την εθνική τους νομοθεσία για την επεξεργασία των δεδομένων, οι αξιωματικοί σύνδεσμοι φυλάττουν, μόνο για λόγους προστασίας των δεδομένων, τις προσωπικές πληροφορίες που έχουν διαβιβάσει σύμφωνα με την παράγραφο 1. Επιπλέον, η μονάδα δεν αποθηκεύει κανένα προσωπικό δεδομένο στο κεντρικό επίπεδο, αυτομάτως ή με άλλα μέσα.

3. Τα κράτη μέλη συνιστούν προς τις οικείες αρχές προστασίας των δεδομένων να ελέγχουν εάν οι δραστηριότητες των αξιωματικών συνδέσμων τους διεξάγονται σύμφωνα με τις εθνικές τους νομοθεσίες για την προστασία των προσωπικών δεδομένων και εάν η κοινή βάση δεδομένων της μονάδας, εάν υπάρχει τέτοια βάση, περιέχει μόνον μη προσωπικά δεδομένα.

Προκειμένου να μπορέσουν να τηρηθούν οι συστάσεις αυτές, τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να παρέχουν οι αξιωματικοί σύνδεσμοι κάθε συνεργασία στις αρμόδιες εθνικές τους αρχές για την προστασία των δεδομένων.

Άρθρο 5

Προσωπικό

1. Η μονάδα διευθύνεται από συντονιστή. Η διευθύνουσα ομάδα περιλαμβάνει, το πολύ, εκτός από το συντονιστή, δύο αναπληρωτές συντονιστές και δύο άλλα μέλη που έχουν άμεση ιεραρχική σχέση με το συντονιστή καθώς και καθορισμένο πεδίο δράσης.

Το Συμβούλιο διορίζει το συντονιστή, τους δύο αναπληρωτές συντονιστές και τα δύο άλλα μέλη της διευθύνουσας ομάδας, σύμφωνα με τις διαδικασίες του τίτλου VI της συνθήκης.

Η διευθύνουσα ομάδα είναι υπεύθυνη για την καθημερινή λειτουργία της μονάδας. Τα κράτη μέλη υποχρεώνουν τους αξιωματικούς συνδέσμους τους να ακολουθούν τις οδηγίες του συντονιστή, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, τους άλλους σχετικούς νομικούς κανόνες καθώς και τις οδηγίες που τους παρέχονται.

2. Εκτός από τους αξιωματικούς συνδέσμους που στέλλονται απευθείας από τα κράτη μέλη, και άλλα πρόσωπα τοποθετούνται στη μονάδα, σύμφωνα με έναν αριθμό που καθορίζεται από το Συμβούλιο με τις διαδικασίες του τίτλου VI της συνθήκης. Ο συντονιστής της μονάδας συμμετέχει στο διορισμό του προσωπικού αυτού.

Άρθρο 6

Ευθύνη

Υπό την επιφύλαξη της ευθύνης κάθε κράτους μέλους στον τομέα του ελέγχου των εθνικών του αξιωματικών συνδέσμων, το Συμβούλιο ασκεί γενική εποπτεία στις δραστηριότητες της μονάδας. Προς τούτο, ο συντονιστής υποβάλλει κάθε έξι μήνες γραπτή έκθεση σχετικά με τη διαχείρισή του και με τις δραστηριότητες της μονάδας. Ο συντονιστής παρέχει επίσης κάθε έκθεση ή κάθε άλλη πληροφορία που ενδέχεται να του ζητήσει το Συμβούλιο.

Άρθρο 7

Οικονομικά

Τα κράτη μέλη καλύπτουν το κόστος αποστολής των αξιωματικών συνδέσμων τους, καθώς και κάθε υλικού που είναι αναγκαίο στη μονάδα. Οι άλλες δαπάνες εγκατάστασης και λειτουργίας της μονάδας, που κατεβλήθησαν αρχικά από τη φιλοξενούσα χώρα, επιβαρύνουν από κοινού τα κράτη μέλη. Για το σκοπό αυτό, η ετήσια συνδρομή κάθε κράτους μέλους καθορίζεται, τηρουμένων των οικείων δημοσιονομικών κανόνων και διαδικασιών, σε συνάρτηση με το ακαθάριστο εθνικό προϊόν (ΑΕΠ) του κράτους μέλους, σύμφωνα με την κλείδα που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό του στοιχείου ΑΕΠ των ιδίων πόρων οι οποίοι προορίζονται για τη χρηματοδότηση του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Κάθε χρόνο, το ΑΕΠ του προηγούμενου χρόνου αποτελεί τη βάση αναφοράς που χρησιμοποιείται για κάθε κράτος μέλος.

Άρθρο 8

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα κοινή δράση αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα και υποκαθιστά την υπουργική συμφωνία της 2ας Ιουνίου 1993 για τη συγκρότηση της μονάδας ναρκωτικών της Europol.

Βρυξέλες, 10 Μαρτίου 1995.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

P. MEHAIGNERIE

Top