EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 02017R2394-20220101

Consolidated text: Κανονισμός (ΕΕ) 2017/2394 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών και με την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2017/2394/2022-01-01

Το παρόν ενοποιημένο κείμενο μπορεί να μην περιλαμβάνει τις ακόλουθες τροποποιήσεις:

Τροποποιητική πράξη Τύπος τροποποίησης Σχετική υποδιαίρεση Ημερομηνία θέσης σε ισχύ
32023R2854 τροποποιήθηκε από παράρτημα σημείο 29 12/09/2025

02017R2394 — EL — 01.01.2022 — 002.001


Το κείμενο αυτό αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης και δεν έχει καμία νομική ισχύ. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν φέρουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του. Τα αυθεντικά κείμενα των σχετικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προοιμίων τους, είναι εκείνα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμα στο EUR-Lex. Αυτά τα επίσημα κείμενα είναι άμεσα προσβάσιμα μέσω των συνδέσμων που περιέχονται στο παρόν έγγραφο

►B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/2394 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 12ης Δεκεμβρίου 2017

σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών και με την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(ΕΕ L 345 της 27.12.2017, σ. 1)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  αριθ.

σελίδα

ημερομηνία

►M1

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2018/302 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 28ης Φεβρουαρίου 2018

  L 60I

1

2.3.2018

►M2

ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2019/770 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 20ής Μαΐου 2019

  L 136

1

22.5.2019

►M3

ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2019/771 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 20ής Μαΐου 2019

  L 136

28

22.5.2019




▼B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/2394 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 12ης Δεκεμβρίου 2017

σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών και με την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)



ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους οι αρμόδιες αρχές οι οποίες έχουν οριστεί από τα κράτη μέλη ως αρμόδιες για την επιβολή της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών, συνεργάζονται και συντονίζουν τις δράσεις μεταξύ τους και με την Επιτροπή, προκειμένου να επιβάλλουν τη συμμόρφωση με τη νομοθεσία αυτή, να εξασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να ενισχύουν την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.  
Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις ενδοενωσιακές παραβάσεις, στις εκτεταμένες παραβάσεις και στις εκτεταμένες παραβάσεις με ενωσιακή διάσταση, ακόμη και αν οι εν λόγω παραβάσεις έπαυσαν πριν από την έναρξη ή την ολοκλήρωση της επιβολής του νόμου.
2.  
Ο παρών κανονισμός ισχύει υπό την επιφύλαξη των κανόνων της Ένωσης περί ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, ιδίως των κανόνων περί δικαιοδοσίας των δικαστηρίων και του εφαρμοστέου δικαίου.
3.  
Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή στα κράτη μέλη μέτρων περί δικαστικής συνεργασίας σε υποθέσεις αστικού και ποινικού δικαίου, ιδίως όσον αφορά τη λειτουργία του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου.
4.  
Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εκπλήρωση από τα κράτη μέλη πρόσθετων υποχρεώσεων σχετικά με την αμοιβαία συνδρομή για την προστασία των συλλογικών οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων στο πλαίσιο ποινικών υποθέσεων, οι οποίες απορρέουν από άλλες νομικές πράξεις, συμπεριλαμβανομένων διμερών ή πολυμερών συμφωνιών.
5.  
Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή της οδηγίας 2009/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 1 ).
6.  
Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τη δυνατότητα περαιτέρω μέτρων επιβολής, ιδιωτικών ή δημόσιων, βάσει του εθνικού δικαίου.
7.  
Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία που διέπει την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
8.  
Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εθνική νομοθεσία που διέπει την αποζημίωση των καταναλωτών για βλάβη που οφείλεται σε παράβαση της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών.
9.  
Ο παρών κανονισμός δεν θίγει το δικαίωμα των αρμόδιων αρχών να διεξαγάγουν έρευνα και να λάβουν μέτρα επιβολής κατά περισσότερων του ενός εμπόρων για παρόμοιες παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.
10.  
Το κεφάλαιο III του παρόντος κανονισμού δεν εφαρμόζεται στις ενδοενωσιακές παραβάσεις που αφορούν στις οδηγίες 2014/17/ΕΕ και 2014/92/ΕΕ.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών» : οι κανονισμοί και οι οδηγίες, όπως έχουν μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών που απαριθμούνται στο παράρτημα·

2)

«ενδοενωσιακή παράβαση» :

κάθε πράξη ή παράλειψη που είναι αντίθετη προς την ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών, η οποία έβλαψε, βλάπτει ή ενδέχεται να βλάψει τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών που κατοικούν σε κράτος μέλος εκτός από το κράτος μέλος:

α) 

από το οποίο προήλθε ή στο οποίο πραγματοποιήθηκε η πράξη ή η παράλειψη·

β) 

στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο έμπορος που είναι υπεύθυνος για την πράξη ή την παράλειψη· ή

γ) 

στο οποίο μπορούν να βρεθούν αποδείξεις ή περιουσιακά στοιχεία του εμπόρου που συνδέονται με την πράξη ή την παράλειψη·

3)

«εκτεταμένη παράβαση»: :

α) 

κάθε πράξη ή παράλειψη που είναι αντίθετη προς την ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών, η οποία έβλαψε, βλάπτει ή ενδέχεται να βλάψει τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών που κατοικούν σε δύο τουλάχιστον κράτη μέλη εκτός από το κράτος μέλος:

i) 

από το οποίο προήλθε ή στο οποίο πραγματοποιήθηκε η πράξη ή η παράλειψη·

ii) 

στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο έμπορος που είναι υπεύθυνος για την πράξη ή την παράλειψη· ή

iii) 

στο οποίο μπορούν να βρεθούν αποδείξεις ή περιουσιακά στοιχεία του εμπόρου που συνδέονται με την πράξη ή την παράλειψη· ή

β) 

οποιεσδήποτε πράξεις ή παραλείψεις που είναι αντίθετες προς την ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών, οι οποίες έχουν βλάψει, βλάπτουν ή ενδέχεται να βλάψουν τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών και έχουν κοινά χαρακτηριστικά, περιλαμβανομένων της ίδιας παράνομης πρακτικής, της προσβολής του ίδιου συμφέροντος, διαπράττονται δε ταυτόχρονα από τον ίδιο έμπορο, σε τρία τουλάχιστον κράτη μέλη·

4)

«εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση» : εκτεταμένη παράβαση που έβλαψε, βλάπτει ή ενδέχεται να βλάψει τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών τουλάχιστον στα δύο τρίτα των κρατών μελών, τα οποία συνολικά αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον τα δύο τρίτα του πληθυσμού της Ένωσης·

5)

«παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό» : ενδοενωσιακές παραβάσεις, εκτεταμένες παραβάσεις και εκτεταμένες παραβάσεις με ενωσιακή διάσταση·

6)

«αρμόδια αρχή» : κάθε δημόσια αρχή που έχει δημιουργηθεί σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο και έχει οριστεί από το κράτος μέλος ως υπεύθυνη για την επιβολή της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών·

7)

«ενιαίο γραφείο σύνδεσης» : δημόσια αρχή που έχει οριστεί από το κράτος μέλος ως υπεύθυνη για το συντονισμό της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού εντός αυτού του κράτους μέλους·

8)

«εντεταλμένος φορέας» : φορέας με έννομο συμφέρον για την παύση ή την απαγόρευση των παραβάσεων της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών ο οποίος έχει οριστεί από κράτος μέλος και εντέλλεται από αρμόδια αρχή με σκοπό να συγκεντρώνει τις αναγκαίες πληροφορίες και να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα επιβολής που είναι διαθέσιμα στον εν λόγω φορέα δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, ώστε να επιτύχει την παύση ή την απαγόρευση της παράβασης και ο οποίος δρα εξ ονόματος της εν λόγω αρμόδιας αρχής·

9)

«αιτούσα αρχή» : η αρμόδια αρχή που υποβάλλει αίτηση αμοιβαίας συνδρομής·

10)

«αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση» : η αρμόδια αρχή η οποία δέχεται αίτηση αμοιβαίας συνδρομής·

11)

«έμπορος» : κάθε φυσικό πρόσωπο ή κάθε νομικό πρόσωπο, ιδιωτικό ή δημόσιο, το οποίο ενεργεί, μεταξύ άλλων μέσω οποιουδήποτε άλλου προσώπου ενεργούντος εξ ονόματός του ή για λογαριασμό του, για σκοπούς που αφορούν την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή επαγγελματική του δραστηριότητα·

12)

«καταναλωτής» : κάθε φυσικό πρόσωπο που ενεργεί για σκοπούς που δεν εντάσσονται στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή επαγγελματική του δραστηριότητα·

13)

«καταγγελία καταναλωτή» : δήλωση, η οποία υποστηρίζεται από εύλογα αποδεικτικά στοιχεία, ότι ο έμπορος διέπραξε, διαπράττει ή ενδέχεται να διαπράξει παράβαση της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών·

14)

«βλάβη συλλογικών συμφερόντων καταναλωτών» : πραγματική ή δυνητική βλάβη των συμφερόντων ορισμένων καταναλωτών, οι οποίοι θίγονται από ενδοενωσιακές παραβάσεις, εκτεταμένες παραβάσεις ή εκτεταμένες παραβάσεις με ενωσιακή διάσταση·

15)

«επιγραμμική διεπαφή» : κάθε λογισμικό, περιλαμβανομένου του δικτυακού τόπου, μέρους αυτού ή μιας εφαρμογής, το οποίο διαχειρίζεται έμπορος ή άλλος εξ ονόματος του εμπόρου και χρησιμεύει για να δοθεί στους καταναλωτές πρόσβαση στα αγαθά ή τις υπηρεσίες του εμπόρου·

16)

«σάρωση» : συντονισμένες έρευνες στις καταναλωτικές αγορές μέσω ταυτόχρονα συντονισμένων δράσεων ελέγχου προκειμένου να ελεγχθεί η συμμόρφωση, ή να διαπιστωθούν παραβάσεις της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών.

Άρθρο 4

Κοινοποίηση των προθεσμιών παραγραφής

Κάθε ενιαίο γραφείο σύνδεσης κοινοποιεί στην Επιτροπή τις προθεσμίες παραγραφής που εφαρμόζονται στο κράτος μέλος του, και οι οποίες εφαρμόζονται για τα μέτρα επιβολής που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 4. Η Επιτροπή συνοψίζει τις κοινοποιούμενες προθεσμίες παραγραφής και θέτει τη σύνοψη στη διάθεση των αρμόδιων αρχών.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΟΙ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΟΥΣ

Άρθρο 5

Αρμόδιες αρχές και ενιαία γραφεία σύνδεσης

1.  
Κάθε κράτος μέλος ορίζει μία ή περισσότερες αρμόδιες αρχές και το ενιαίο γραφείο σύνδεσης, που είναι αρμόδια για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.
2.  
Οι αρμόδιες αρχές πληρούν τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό σαν να ενεργούν εκ μέρους των καταναλωτών στο κράτος μέλος τους και για δικό τους λογαριασμό.
3.  
Σε κάθε κράτος μέλος το ενιαίο γραφείο σύνδεσης είναι υπεύθυνο για τον συντονισμό των δραστηριοτήτων έρευνας και επιβολής τον οποίο ασκούν οι αρμόδιες αρχές, άλλες δημόσιες αρχές όπως αναφέρονται στο άρθρο 6 και, κατά περίπτωση, εντεταλμένοι φορείς που σχετίζονται με παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.
4.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές και τα ενιαία γραφεία σύνδεσης έχουν τους απαιτούμενους πόρους για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων επαρκών δημοσιονομικών και άλλων πόρων, εμπειρογνωμοσύνης, διαδικασιών και άλλων ρυθμίσεων.
5.  
Τα κράτη μέλη μεριμνούν, σε περίπτωση που υπάρχουν περισσότερες της μιας αρμόδιες αρχές στο έδαφός τους, για τον σαφή καθορισμό των αντίστοιχων καθηκόντων των εν λόγω αρμόδιων αρχών καθώς και για τη στενή συνεργασία μεταξύ τους, ώστε να εκπληρώνουν αποτελεσματικά τα εν λόγω καθήκοντά τους.

Άρθρο 6

Συνεργασία για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού στα κράτη μέλη

1.  
Για τον σκοπό της ορθής εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι οι αρμόδιες αρχές του, άλλες δημόσιες αρχές του και, κατά περίπτωση, οι εντεταλμένοι φορείς του συνεργάζονται μεταξύ τους αποτελεσματικά.
2.  
Οι άλλες δημόσιες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 λαμβάνουν, κατ’ αίτηση αρμόδιας αρχής, όλα τα απαραίτητα μέτρα που διαθέτουν βάσει του εθνικού δικαίου προκειμένου να επιτύχουν την παύση ή την απαγόρευση παραβάσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.
3.  
Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι άλλες δημόσιες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 να διαθέτουν επαρκή μέσα και εξουσίες για να συνεργάζονται αποτελεσματικά με τις αρμόδιες αρχές κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Οι εν λόγω άλλες δημόσιες αρχές ενημερώνουν σε τακτά χρονικά διαστήματα τις αρμόδιες αρχές για τα μέτρα που ελήφθησαν κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 7

Ρόλος των εντεταλμένων φορέων

1.  
Κατά περίπτωση μια αρμόδια αρχή («εντέλλουσα αρχή») μπορεί, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, να παράσχει εντολές σε εντεταλμένο φορέα ώστε να συγκεντρώσει τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό ή να λάβει τα αναγκαία μέτρα επιβολής που έχει στη διάθεσή του δυνάμει του εθνικού δικαίου, για την παύση ή την απαγόρευση της εν λόγω παράβασης. Η εντέλλουσα αρχή παρέχει εντολές στον εντεταλμένο φορέα μόνο εάν, έπειτα από διαβούλευση με την αιτούσα αρχή ή τις άλλες αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό, τόσο η αιτούσα αρχή όσο και η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ή όλες οι σχετικές αρμόδιες αρχές συμφωνούν ότι ο εντεταλμένος φορέας είναι πιθανό να συγκεντρώσει τις αναγκαίες πληροφορίες ή να επιτύχει την παύση ή την απαγόρευση της παράβασης τουλάχιστον εξίσου αποδοτικά και αποτελεσματικά σε σχέση με αυτό που θα έκανε η εντέλλουσα αρχή.
2.  
Σε περίπτωση που η αιτούσα αρχή ή άλλες αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό είναι της άποψης ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1, ενημερώνουν την εντέλλουσα αρχή γραπτώς και αμελλητί, αναφέροντας τους λόγους στους οποίους βασίζεται η εν λόγω άποψη. Σε περίπτωση που η εντέλλουσα αρχή δεν συμμερίζεται την εν λόγω άποψη, μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην Επιτροπή, η οποία διατυπώνει γνώμη για το ζήτημα αμελλητί.
3.  

Η εντέλλουσα αρχή εξακολουθεί να υποχρεούται να συλλέξει τις αναγκαίες πληροφορίες ή να λάβει τα αναγκαία μέτρα επιβολής σε περίπτωση που:

α) 

ο εντεταλμένος φορέας δεν είναι σε θέση να συγκεντρώσει τις απαραίτητες πληροφορίες ή να επιτύχει την παύση ή την απαγόρευση της παράβασης που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό αμελλητί· ή

β) 

οι αρμόδιες αρχές στις οποίες αφορά παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό δεν συμφωνούν να παράσχουν εντολές στον εντεταλμένο φορέα σύμφωνα με την παράγραφο 1.

4.  
Η εντέλλουσα αρχή λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να αποφευχθεί η αποκάλυψη πληροφοριών που υπόκεινται στους κανόνες περί εμπιστευτικότητας και επαγγελματικού και εμπορικού απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 33.

Άρθρο 8

Πληροφόρηση και κατάλογοι

1.  

Κάθε κράτος μέλος ανακοινώνει πάραυτα στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες και τυχόν αλλαγές για:

α) 

τις ονομασίες και τα στοιχεία επαφής των αρμόδιων αρχών, του ενιαίου γραφείου σύνδεσης, των εντεταλμένων φορέων και των οντοτήτων που εκδίδουν εξωτερικές προειδοποιήσεις σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1· και

β) 

πληροφορίες για την οργάνωση, τις εξουσίες και τις ευθύνες των αρμόδιων αρχών.

2.  
Η Επιτροπή τηρεί και επικαιροποιεί στον δικτυακό της τόπο δημόσιο κατάλογο των αρμόδιων αρχών, των ενιαίων γραφείων σύνδεσης, των εντεταλμένων φορέων και των οντοτήτων που εκδίδουν εξωτερικές προειδοποιήσεις, σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 ή 2.

Άρθρο 9

Ελάχιστες εξουσίες των αρμόδιων αρχών

1.  
Κάθε αρμόδια αρχή διαθέτει τις ελάχιστες εξουσίες έρευνας και επιβολής, που ορίζονται στις παραγράφους 3, 4, 6 και 7 του παρόντος άρθρου, οι οποίες είναι αναγκαίες για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και ασκεί τις εν λόγω εξουσίες σύμφωνα με το άρθρο 10.
2.  
Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν να μην αναθέσουν όλες τις εξουσίες σε κάθε αρμόδια αρχή, υπό τον όρο ότι καθεμία από τις εν λόγω εξουσίες μπορεί να ασκείται αποτελεσματικά και όπως απαιτείται σε σχέση με παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό, σύμφωνα με το άρθρο 10.
3.  

Οι αρμόδιες αρχές έχουν τουλάχιστον τις ακόλουθες εξουσίες έρευνας:

α) 

την εξουσία να έχουν πρόσβαση σε οποιαδήποτε σχετικά έγγραφα, δεδομένα ή πληροφορία όσον αφορά παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό, υπό οποιαδήποτε μορφή ή μορφότυπο και ανεξαρτήτως του μέσου αποθήκευσής τους ή του τόπου όπου αποθηκεύονται·

β) 

την εξουσία να απαιτούν, από κάθε δημόσια αρχή, φορέα ή οργανισμό του κράτους μέλους ή κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο την παροχή κάθε σχετικής πληροφορίας, δεδομένων ή εγγράφων, υπό οποιονδήποτε μορφή ή μορφότυπο και ανεξαρτήτως του μέσου αποθήκευσής τους ή του τόπου όπου είναι αποθηκευμένα με σκοπό την εξέταση του κατά πόσον έχει επέλθει ή επέρχεται παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό και με σκοπό τον καθορισμό των στοιχείων της εν λόγω παράβασης, περιλαμβανομένου του εντοπισμού των χρηματοοικονομικών ροών και των ροών δεδομένων ή τη διαπίστωση της ταυτότητας των προσώπων που συμμετέχουν σε χρηματοοικονομικές ροές και ροές δεδομένων, και τη διαπίστωση των στοιχείων τραπεζικού λογαριασμού και της ιδιοκτησίας των δικτυακών τόπων·

γ) 

την εξουσία διενέργειας των απαραίτητων επιτόπιων επιθεωρήσεων, περιλαμβανομένης της εξουσίας πρόσβασης σε κάθε χώρο, έδαφος ή μέσο μεταφοράς που χρησιμοποιεί ο έμπορος, τον οποίο αφορά η επιθεώρηση, για τους σκοπούς της εμπορικής, επιχειρηματικής, βιοτεχνικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας, ή την απαίτηση από άλλες δημόσιες αρχές να προβαίνουν στις εν λόγω ενέργειες, ώστε να εξετάζει, να κατάσχει, να λαμβάνει ή να αποκτά αντίγραφα στοιχείων, δεδομένων ή εγγράφων, ανεξαρτήτως του μέσου αποθήκευσής τους· την εξουσία κατάσχεσης κάθε πληροφορίας, δεδομένου ή εγγράφου για το απαραίτητο χρονικό διάστημα και στον βαθμό που απαιτείται για την επιθεώρηση· την εξουσία να απαιτεί, από κάθε εκπρόσωπο ή μέλος του προσωπικού του εμπόρου τον οποίο αφορά η επιθεώρηση, να παρέχει εξηγήσεις όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά, τις πληροφορίες, τα δεδομένα ή τα έγγραφα που σχετίζονται με το αντικείμενο της επιθεώρησης και να καταγράφει τις απαντήσεις·

δ) 

την εξουσία να αγοράζουν αγαθά ή υπηρεσίες ως δοκιμαστικές αγορές, κατά περίπτωση ακόμη και με καλυμμένη ταυτότητα, ώστε να εντοπίζουν τις παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό και να συγκεντρώνουν αποδεικτικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας να επιθεωρούν, να παρατηρούν, να μελετούν, να αποσυναρμολογούν ή να υποβάλουν σε δοκιμές τα αγαθά ή τις υπηρεσίες.

4.  

Οι αρμόδιες αρχές έχουν τουλάχιστον τις ακόλουθες εξουσίες επιβολής:

α) 

την εξουσία να θεσπίζουν προσωρινά μέτρα για την αποφυγή κινδύνου σοβαρής βλάβης σε βάρος των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών·

β) 

την εξουσία να επιδιώκουν την απόκτηση ή αποδοχή δεσμεύσεων από τον έμπορο που είναι υπεύθυνος για την παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό, με σκοπό την παύση της εν λόγω παράβασης·

γ) 

την εξουσία να λαμβάνουν από τον έμπορο, με πρωτοβουλία του εμπόρου, επιπροσθέτως διορθωτικές δεσμεύσεις προς όφελος των καταναλωτών που έχουν θιγεί από την εικαζόμενη παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό ή ανάλογα με την περίπτωση προκειμένου να επιτευχθεί η ανάληψη υποχρεώσεων από τον έμπορο, να προσφέρει κατάλληλα μέσα έννομης προστασίας για τους καταναλωτές που έχουν θιγεί από την εν λόγω παράβαση·

δ) 

κατά περίπτωση, την εξουσία να ενημερώνουν, με τα κατάλληλα μέσα, τους καταναλωτές που ισχυρίζονται ότι έχουν υποστεί ζημία ως συνέπεια παράβασης που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό σχετικά με το πώς μπορούν να διεκδικήσουν αποζημίωση όπως προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο·

ε) 

την εξουσία να διατάσσουν εγγράφως την παύση των παραβάσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό από τον έμπορο·

στ) 

την εξουσία να επιτυγχάνουν την παύση ή την απαγόρευση των παραβάσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό·

ζ) 

όταν δεν υπάρχουν άλλα αποτελεσματικά μέσα για την επίτευξη της παύσης ή της απαγόρευσης της παράβασης που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό και προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος σοβαρής βλάβης των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών:

i) 

την εξουσία να αφαιρούν περιεχόμενο ή να περιορίζουν την πρόσβαση σε επιγραμμική διεπαφή ή να διατάσσουν τη ρητή αναγραφή προειδοποίησης προς τους καταναλωτές κατά την πρόσβασή τους σε επιγραμμική διεπαφή·

ii) 

την εξουσία να διατάσσουν έναν πάροχο υπηρεσιών υποδοχής να διαγράψει, να απενεργοποιήσει ή να περιορίσει την πρόσβαση σε επιγραμμική διεπαφή· ή

iii) 

κατά περίπτωση, την εξουσία να διατάσσουν καταχωρητές ή μητρώα τομέα να διαγράψουν ένα πλήρως εγκεκριμένο όνομα τομέα και να επιτρέπουν στην οικεία αρμόδια αρχή να προβεί σε σχετική καταχώρηση,

μεταξύ άλλων, ζητώντας από τρίτο μέρος ή άλλη δημόσια αρχή να εφαρμόσει αυτά τα μέτρα·

η) 

την εξουσία να επιβάλουν κυρώσεις, όπως πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές, για παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό και για τη μη συμμόρφωση με οποιαδήποτε απόφαση, διαταγή, προσωρινό μέτρο, δέσμευση του εμπόρου ή άλλο μέτρο που λαμβάνεται βάσει του παρόντος κανονισμού.

Οι κυρώσεις που αναφέρονται στο στοιχείο η) πρέπει να είναι αποτελεσματικές και να έχουν αναλογικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών. Ειδικότερα, πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη, κατά περίπτωση, η φύση, η σοβαρότητα και η διάρκεια της εν λόγω παράβασης.

5.  
Η εξουσία επιβολής κυρώσεων όπως προστίμων ή περιοδικών χρηματικών ποινών, για παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό ισχύει για κάθε παραβίαση της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών, εφόσον η οικεία νομική πράξη της Ένωσης που περιλαμβάνεται στο παράρτημα προβλέπει την επιβολή κυρώσεων. Αυτό ισχύει με την επιφύλαξη της εξουσίας των εθνικών αρχών να επιβάλουν κυρώσεις υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει το εθνικό δίκαιο, όπως διοικητικά ή άλλα πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές, σε περιπτώσεις όπου οι νομικές πράξεις της Ένωσης που περιλαμβάνονται στο παράρτημα δεν προβλέπουν την επιβολή κυρώσεων.
6.  
Οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να κινούν με δική τους πρωτοβουλία έρευνες ή διαδικασίες για την παύση ή την απαγόρευση παραβάσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.
7.  
Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να δημοσιεύουν οποιαδήποτε τελική απόφαση, δεσμεύσεις του εμπόρου ή διαταγές που εκδίδουν δυνάμει του παρόντος κανονισμού, περιλαμβανομένης της δημοσίευσης των στοιχείων ταυτότητας του εμπόρου που είναι υπεύθυνος για παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό.
8.  
Κατά περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να διαβουλεύονται με οργανώσεις καταναλωτών, ενώσεις εμπόρων, εντεταλμένους φορείς ή άλλα ενδιαφερόμενα πρόσωπα σχετικά με την αποτελεσματικότητα των προτεινόμενων δεσμεύσεων για την παύση της παράβασης που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 10

Άσκηση των ελάχιστων εξουσιών

1.  

Οι εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 9 ασκούνται:

α) 

απευθείας υπό δική τους ευθύνη·

β) 

ανάλογα με την περίπτωση, με προσφυγή σε άλλες αρμόδιες αρχές ή άλλες δημόσιες αρχές·

γ) 

ενδεχομένως με διαβίβαση εντολών σε εντεταλμένους φορείς· ή

δ) 

μέσω αίτησης στα δικαστήρια που είναι αρμόδια για την έκδοση της αναγκαίας απόφασης, περιλαμβανομένης, εφόσον ενδείκνυται, της άσκησης έφεσης στην περίπτωση ανεπιτυχούς έκβασης της αίτησης έκδοσης της αναγκαίας απόφασης.

2.  
Η εφαρμογή και η άσκηση των εξουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 9 δυνάμει του παρόντος κανονισμού έχει αναλογικό χαρακτήρα και συμμορφώνεται με το ενωσιακό και το εθνικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων των εφαρμοστέων διαδικαστικών εγγυήσεων και των αρχών του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα μέτρα έρευνας και τα μέτρα επιβολής που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού πρέπει να είναι ενδεδειγμένα για τη φύση και τη συνολική πραγματική ή δυνητική βλάβη από την παράβαση της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΑΜΟΙΒΑΙΑΣ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ

Άρθρο 11

Αιτήσεις παροχής πληροφοριών

1.  
Κατόπιν αίτησης της αιτούσας αρχής η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, χωρίς καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός 30 ημερών, εκτός αντίθετης συμφωνίας, παρέχει στην αιτούσα αρχή όλες τις σχετικές πληροφορίες που απαιτούνται για να αποδειχθεί εάν έχει επέλθει ή επέρχεται ενδοενωσιακή παράβαση και για να επιτευχθεί η παύση της παράβασης αυτής.
2.  
Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση διενεργεί τις κατάλληλες και αναγκαίες έρευνες ή λαμβάνει οποιαδήποτε άλλα αναγκαία ή κατάλληλα μέτρα για να συλλέξει τις απαραίτητες πληροφορίες. Εφόσον είναι αναγκαίο, οι έρευνες αυτές διεξάγονται με τη βοήθεια άλλων οριζόμενων δημόσιων αρχών ή εντεταλμένων φορέων.
3.  
Με αίτηση της αιτούσας αρχής, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση μπορεί να επιτρέψει σε υπαλλήλους της αιτούσας αρχής να συνοδεύουν τους υπαλλήλους της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση κατά τη διάρκεια των ερευνών τους.

Άρθρο 12

Αιτήσεις λήψης μέτρων επιβολής

1.  
Κατόπιν αίτησης της αιτούσας αρχής, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση λαμβάνει, κάθε αναγκαίο και αναλογικό μέτρο επιβολής για να εξασφαλίσει την παύση ή την απαγόρευση της ενδοκοινοτικής παράβασης ασκώντας τις εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 9 και οποιεσδήποτε πρόσθετες εξουσίες της χορηγεί το εθνικό δίκαιο. Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ορίζει τα κατάλληλα μέτρα επιβολής που απαιτούνται ώστε να επιτευχθεί η παύση ή απαγόρευση της ενδοενωσιακής παράβασης, λαμβάνει δε τα μέτρα αυτά αμελλητί και το αργότερο εντός έξι μηνών από την παραλαβή της αίτησης, εκτός εάν επικαλεστεί ειδικούς λόγους για την επέκταση της εν λόγω περιόδου. Ανάλογα με την περίπτωση, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση επιβάλλει κυρώσεις, όπως πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές, στον έμπορο που είναι υπεύθυνος για ενδοενωσιακή παράβαση. Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση μπορεί να λαμβάνει από τον έμπορο, με πρωτοβουλία του εμπόρου, πρόσθετες διορθωτικές δεσμεύσεις προς όφελος των καταναλωτών που έχουν θιγεί από την εικαζόμενη ενδοενωσιακή παράβαση ή ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να επιδιώκει την ανάληψη υποχρεώσεων από τον έμπορο, να προσφέρει κατάλληλα μέσα έννομης προστασίας για τους καταναλωτές που έχουν θιγεί από την εν λόγω παράβαση.
2.  

Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ενημερώνει την αιτούσα αρχή σχετικά με τις ενέργειες και τα μέτρα που λαμβάνει και σχετικά με τις ενέργειες και τα μέτρα που σκοπεύει να λάβει. Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση χρησιμοποιεί την ηλεκτρονική βάση δεδομένων, που προβλέπεται στο άρθρο 35, ώστε να κοινοποιεί χωρίς καθυστέρηση, στην αιτούσα αρχή, στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών και στην Επιτροπή τα ληφθέντα μέτρα και τα αποτελέσματά των εν λόγω μέτρων ως προς την ενδοενωσιακή παράβαση μαζί με τις ακόλουθες πληροφορίες:

α) 

εάν τα προσωρινά μέτρα έχουν επιβληθεί·

β) 

εάν η παράβαση έχει παύσει·

γ) 

ποια μέτρα έχουν ληφθεί και κατά πόσο τα μέτρα αυτά έχουν εφαρμοστεί·

δ) 

το βαθμό στον οποίο έχουν παρασχεθεί διορθωτικές δεσμεύσεις στους καταναλωτές που έχουν θιγεί από την εικαζόμενη παράβαση.

Άρθρο 13

Διαδικασία για την υποβολή αιτήσεων αμοιβαίας συνδρομής

1.  
Με τις αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής, η αιτούσα αρχή παρέχει τις απαραίτητες πληροφορίες ώστε να μπορέσει η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση να ικανοποιήσει την εν λόγω αίτηση, περιλαμβανομένου οποιουδήποτε αναγκαίου αποδεικτικού στοιχείου, το οποίο μπορεί να αποκτηθεί μόνον στο κράτος μέλος της αιτούσας αρχής.
2.  
Η αιτούσα αρχή αποστέλλει τις αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής στο ενιαίο γραφείο σύνδεσης του κράτους μέλους της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση και στο ενιαίο γραφείο σύνδεσης του κράτους μέλους της αιτούσας αρχής προς ενημέρωση. Το ενιαίο γραφείο σύνδεσης του κράτους μέλους της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση διαβιβάζει αμελλητί τις αιτήσεις στην αρμόδια αρχή.
3.  
Οι αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής και κάθε επικοινωνία σχετική με αυτές διατυπώνονται γραπτώς μέσω τυποποιημένων εντύπων και γνωστοποιούνται ηλεκτρονικά μέσω της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων που προβλέπεται στο άρθρο 35.
4.  
Οι οικείες αρμόδιες αρχές συμφωνούν για τις γλώσσες που θα χρησιμοποιούνται για τις αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής και για κάθε επικοινωνία σχετική με αυτές.
5.  
Σε περίπτωση που δεν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία σχετικά με τις γλώσσες, οι αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής διατυπώνονται στην επίσημη γλώσσα, ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες, του κράτους μέλους της αιτούσας αρχής και οι απαντήσεις στην επίσημη γλώσσα, ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες, του κράτους μέλους της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση. Στην περίπτωση αυτή, κάθε αρμόδια αρχή είναι υπεύθυνη για τις αναγκαίες μεταφράσεις των αιτήσεων, των απαντήσεων και των άλλων εγγράφων που λαμβάνει από άλλη αρμόδια αρχή.
6.  
Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση απαντά απευθείας τόσο στην αιτούσα αρχή όσο και στα ενιαία γραφεία σύνδεσης του κράτους μέλους της αιτούσας αρχής και της αρχής του δικού της κράτους μέλους.

Άρθρο 14

Απόρριψη αίτησης αμοιβαίας συνδρομής

1.  

Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση μπορεί να απορρίψει την αίτηση για παροχή πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 11, εάν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες περιστάσεις:

α) 

έπειτα από διαβούλευση με την αιτούσα αρχή, φαίνεται ότι οι πληροφορίες που έχουν ζητηθεί δεν είναι απαραίτητες για να μπορέσει η αιτούσα αρχή να διαπιστώσει κατά πόσον έχει επέλθει ή επέρχεται ενδοενωσιακή παράβαση ή κατά πόσον υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι πρόκειται να επέλθει·

β) 

η αιτούσα αρχή δεν συμφωνεί ότι οι πληροφορίες υπόκεινται στους κανόνες περί εμπιστευτικότητας και επαγγελματικού και εμπορικού απορρήτου που ορίζονται στο άρθρο 33·

γ) 

έχει ήδη κινηθεί ποινική έρευνα ή δικαστική διαδικασία κατά του ίδιου εμπόρου για την ίδια ενδοενωσιακή παράβαση ενώπιον των δικαστικών αρχών στο κράτος μέλος της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ή της αιτούσας αρχής.

2.  

Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση μπορεί να απορρίψει την αίτηση λήψης μέτρων εκτέλεσης δυνάμει του άρθρου 12, εάν, κατόπιν διαβούλευσης με την αιτούσα αρχή, συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες περιστάσεις:

α) 

έχει ήδη κινηθεί ποινική έρευνα ή δικαστική διαδικασία ή υπάρχει απόφαση, δικαστικός συμβιβασμός ή δικαστική διαταγή για την ίδια ενδοενωσιακή παράβαση και κατά του ίδιου εμπόρου ενώπιον των δικαστικών αρχών του κράτους μέλους της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση·

β) 

έχουν ήδη ασκηθεί οι απαραίτητες εξουσίες επιβολής, ή έχει ήδη ληφθεί διοικητική απόφαση για την ίδια ενδοενωσιακή παράβαση και σε βάρος του ίδιου εμπόρου στο κράτος μέλος της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση προκειμένου να επέλθει η ταχεία και αποτελεσματική παύση ή απαγόρευση της ενδοενωσιακής παράβασης·

γ) 

έπειτα από κατάλληλη έρευνα, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν έχει επέλθει ενδοενωσιακή παράβαση·

δ) 

η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αιτούσα αρχή δεν έχει παράσχει τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1·

ε) 

η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση έχει αποδεχθεί δεσμεύσεις που προτείνονται από τον έμπορο για την παύση της ενδοενωσιακής παράβασης εντός ταχθείσας προθεσμίας και η εν λόγω προθεσμία δεν έχει λήξει ακόμη.

Ωστόσο, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση συμμορφώνεται με την αίτηση για λήψη μέτρων επιβολής δυνάμει του άρθρου 12, εάν ο έμπορος παραλείψει να εφαρμόσει τις αποδεχθείσες δεσμεύσεις εντός του χρονικού ορίου που αναφέρεται στο στοιχείο ε) του πρώτου εδαφίου.

3.  
Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ενημερώνει την αιτούσα αρχή και την Επιτροπή όσον αφορά οποιαδήποτε άρνησή της να δεχθεί αίτηση αμοιβαίας συνδρομής και αιτιολογεί την εν λόγω άρνηση.
4.  
Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ της αιτούσας αρχής και της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, είτε η αιτούσα αρχή είτε η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην Επιτροπή, η οποία διατυπώνει γνώμη για το ζήτημα αμελλητί. Εάν το ζήτημα δεν έχει παραπεμφθεί στην Επιτροπή, η Επιτροπή μπορεί να αποφανθεί πάραυτα με δική της πρωτοβουλία. Για τον σκοπό της έκδοσης της εν λόγω γνωμοδότησης, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει σχετικές πληροφορίες και σχετικά έγγραφα που έχουν ανταλλάξει μεταξύ τους η αιτούσα αρχή και η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση.
5.  
Η Επιτροπή παρακολουθεί τη λειτουργία του μηχανισμού αμοιβαίας συνδρομής και τη συμμόρφωση των αρμόδιων αρχών με τις διαδικασίες και τις προθεσμίες για τη διεκπεραίωση των αιτήσεων αμοιβαίας συνδρομής. Η Επιτροπή έχει πρόσβαση στις αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής καθώς και στις πληροφορίες και τα έγγραφα που έχουν ανταλλάξει μεταξύ τους η αιτούσα αρχή και η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση.
6.  
Κατά περίπτωση, η Επιτροπή δύναται να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και να παρέχει συμβουλές στα κράτη μέλη ώστε να διασφαλίζεται η αποδοτική και αποτελεσματική λειτουργία του μηχανισμού αμοιβαίας συνδρομής.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΕΝΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΓΙΑ ΕΚΤΕΤΑΜΕΝΕΣ ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΕΚΤΕΤΑΜΕΝΕΣ ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ ΜΕ ΕΝΩΣΙΑΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ

Άρθρο 15

Διαδικασία λήψης αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών

Για τα ζητήματα που καλύπτονται από το παρόν κεφάλαιο, οι οικείες αρμόδιες αρχές ενεργούν σε συναινετική βάση.

Άρθρο 16

Γενικές αρχές της συνεργασίας

1.  
Όταν υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι διαπράττεται εκτεταμένη παράβαση ή εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση, οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η εν λόγω παράβαση και η Επιτροπή αλληλοενημερώνονται και ενημερώνουν τα ενιαία γραφεία σύνδεσης τα οποία αφορά η εν λόγω παράβαση αμελλητί, εκδίδοντας προειδοποιήσεις σύμφωνα με το άρθρο 26.
2.  
Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η εκτεταμένη παράβαση ή η εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση συντονίζουν τα μέτρα έρευνας τους και επιβολής που λαμβάνουν για να αντιμετωπίσουν τις εν λόγω παραβάσεις. Ανταλλάσσουν όλα τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία και πληροφορίες και παρέχουν αμελλητί η μία στην άλλη και στην Επιτροπή την αναγκαία συνδρομή.
3.  
Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η εκτεταμένη παράβαση ή η εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση εξασφαλίζουν τη συλλογή όλων των απαραίτητων αποδεικτικών στοιχείων και πληροφοριών και τη λήψη κάθε μέτρου επιβολής που απαιτείται για την παύση ή την απαγόρευση της εν λόγω παράβασης.
4.  
Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, ο παρών κανονισμός δεν θίγει τις έρευνες και την εφαρμογή της νομοθεσίας σε εθνικό επίπεδο που διεξάγονται από τις αρμόδιες αρχές για την ίδια παράβαση και τον ίδιο έμπορο.
5.  
Ανάλογα με την περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καλούν υπαλλήλους της Επιτροπής και λοιπό βοηθητικό προσωπικό εξουσιοδοτημένο από την Επιτροπή, να συμμετέχουν στις συντονισμένες έρευνες, τις δράσεις επιβολής και άλλα μέτρα που καλύπτονται από το παρόν κεφάλαιο.

Άρθρο 17

Ανάληψη συντονισμένης δράσης και καθορισμός του συντονιστή

1.  
Όταν υπάρχουν εύλογες υπόνοιες περί εκτεταμένης παράβασης οι οικείες αρμόδιες αρχές για την εν λόγω παράβαση βάσει μεταξύ τους συμφωνίας, αναλαμβάνουν συντονισμένη δράση. Η ανάληψη της συντονισμένης δράσης γνωστοποιείται χωρίς καθυστέρηση στα ενιαία γραφεία σύνδεσης τα οποία αφορά η εν λόγω παράβαση και στην Επιτροπή.
2.  
Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η εικαζόμενη εκτεταμένη παράβαση ορίζουν μία αρμόδια αρχή την οποία αφορά η εικαζόμενη εκτεταμένη παράβαση ως συντονιστή. Εάν οι εν λόγω αρμόδιες αρχές δεν μπορούν να συμφωνήσουν για τον εν λόγω καθορισμό, η Επιτροπή αναλαμβάνει ρόλο συντονιστή.
3.  
Εάν η Επιτροπή έχει εύλογες υπόνοιες για εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση, ενημερώνει αμελλητί, τις αρμόδιες αρχές και τα ενιαία γραφεία σύνδεσης που αφορά η εν λόγω εικαζόμενη παράβαση σύμφωνα με το άρθρο 26. Η Επιτροπή αναφέρει με την ενημέρωση αυτή τους λόγους που δικαιολογούν πιθανή συντονισμένη δράση. Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η εικαζόμενη εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση διεξάγουν κατάλληλες έρευνες με βάση τις πληροφορίες που είναι διαθέσιμες ή εύκολα προσβάσιμες σε αυτές. Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η εικαζόμενη εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση κοινοποιούν τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών σε άλλες αρμόδιες αρχές, στα ενιαία γραφεία σύνδεσης τα οποία αφορά η εν λόγω παράβαση και στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 26, εντός ενός μηνός από την ημερομηνία της γνωστοποίησης της Επιτροπής. Όταν οι εν λόγω έρευνες αποκαλύπτουν ότι ενδέχεται να λαμβάνει χώρα εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση, οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η εν λόγω παράβαση εκκινούν συντονισμένη δράση και λαμβάνουν τα μέτρα που ορίζονται στο άρθρο 19 καθώς και, κατά περίπτωση, τα μέτρα που ορίζονται στα άρθρα 20 και 21.
4.  
Τις συντονισμένες δράσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 συντονίζει η Επιτροπή.
5.  
Μια αρμόδια αρχή συμμετέχει στη συντονισμένη δράση εάν καθίσταται προφανές κατά τη διάρκεια της συντονισμένης δράσης ότι η εκτεταμένη παράβαση ή η εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση αφορά την αρμόδια αρχή.

Άρθρο 18

Λόγοι για την άρνηση συμμετοχής στη συντονισμένη δράση

1.  

Μια αρμόδια αρχή μπορεί να αρνηθεί να συμμετάσχει σε συντονισμένη δράση για τους ακόλουθους λόγους:

α) 

όσον αφορά τον ίδιο έμπορο, έχει ήδη κινηθεί ποινική δίωξη ή δικαστική διαδικασία, έχει εκδοθεί απόφαση ή έχει επιτευχθεί δικαστικός συμβιβασμός για την ίδια παράβαση στο κράτος μέλος της εν λόγω αρμόδιας αρχής·

β) 

έχουν ήδη ασκηθεί οι απαραίτητες εξουσίες εκτέλεσης πριν από την έκδοση προειδοποίησης, που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 3, ή έχει ήδη ληφθεί διοικητική απόφαση κατά του ίδιου εμπόρου σε σχέση με την ίδια παράβαση στο κράτος μέλος της εν λόγω αρμόδιας αρχής προκειμένου να επέλθει η ταχεία και αποτελεσματική παύση ή απαγόρευση της εκτεταμένης παράβασης ή της εκτεταμένης παράβασης με ενωσιακή διάσταση·

γ) 

έχει καταστεί σαφές, κατόπιν κατάλληλης έρευνας, ότι ο πραγματικός ή πιθανός αντίκτυπος της εικαζόμενης εκτεταμένης παράβασης ή εκτεταμένης παράβασης με ενωσιακή διάσταση στο κράτος μέλος της εν λόγω αρμόδιας αρχής είναι ασήμαντος και επομένως ότι δεν χρειάζεται να ληφθούν μέτρα εκτέλεσης από την εν λόγω αρμόδια αρχή·

δ) 

η εκάστοτε εκτεταμένη παράβαση ή η εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση δεν επήλθε στο κράτος μέλος της εν λόγω αρμόδιας αρχής και επομένως δεν χρειάζεται να ληφθούν μέτρα εκτέλεσης από την αρμόδια αρχή·

ε) 

η αρμόδια αρχή έχει αποδεχθεί δεσμεύσεις που προτάθηκαν από τον έμπορο ο οποίος είναι υπεύθυνος για την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση για την παύση την εν λόγω παράβασης στο κράτος μέλος της εν λόγω αρμόδιας αρχής, και οι εν λόγω δεσμεύσεις έχουν εκπληρωθεί και δεν χρειάζεται επομένως να ληφθούν μέτρα επιβολής από την αρμόδια αρχή.

2.  
Όταν μια αρμόδια αρχή αρνείται να λάβει μέρος στη συντονισμένη δράση, ενημερώνει αμελλητί για την απόφασή της την Επιτροπή καθώς και τις λοιπές αρμόδιες αρχές και τα οικεία ενιαία γραφεία σύνδεσης για την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση, αναφέροντας τους λόγους της απόφασής της και παρέχοντας όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά έγγραφα.

Άρθρο 19

Μέτρα έρευνας σε συντονισμένες δράσεις

1.  
Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση εξασφαλίζουν ότι οι έρευνες και οι επιθεωρήσεις διεξάγονται με τρόπο αποτελεσματικό, αποδοτικό και συντονισμένο. Επιδιώκουν να διεξάγουν τις έρευνες και τις επιθεωρήσεις ταυτόχρονα και να εφαρμόζουν προσωρινά μέτρα στο βαθμό που επιτρέπεται από το εθνικό δικονομικό δίκαιο.
2.  
Ο μηχανισμός αμοιβαίας συνδρομής του κεφαλαίου III μπορεί να χρησιμοποιείται, εφόσον είναι απαραίτητο, ιδίως για τη συλλογή αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων και άλλων πληροφοριών από κράτη μέλη άλλα από τα κράτη μέλη τα οποία αφορά η συντονισμένη δράση ή για να διασφαλιστεί ότι ο οικείος έμπορος δεν καταστρατηγεί τα μέτρα εκτέλεσης.
3.  
Ανάλογα με την περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση παρουσιάζουν τα αποτελέσματα της έρευνας και την αξιολόγηση της εκτεταμένης παράβασης ή, κατά περίπτωση, της εκτεταμένης παράβασης με ενωσιακή διάσταση με μια κοινή θέση που συμφωνείται μεταξύ τους.
4.  
Εάν δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά μεταξύ των αρμόδιων αρχών τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση, ο συντονιστής κοινοποιεί την κοινή θέση στον έμπορο που είναι υπεύθυνος για την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση. Στον έμπορο ο οποίος είναι υπεύθυνος για την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή δράση δίνεται η ευκαιρία να διατυπώσει τις απόψεις του επί των ζητημάτων τα οποία αφορά η κοινή θέση.
5.  
Ανάλογα με την περίπτωση και με την επιφύλαξη του άρθρου 15 ή των κανόνων περί εμπιστευτικότητας και επαγγελματικού και εμπορικού απορρήτου που ορίζονται στο άρθρο 33, οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση αποφασίζουν τη δημοσίευση της κοινής θέσης ή μέρους αυτής στους δικτυακούς τόπους τους και μπορούν να ζητούν τις απόψεις των οργανώσεων καταναλωτών, των ενώσεων εμπόρων και άλλων ενδιαφερόμενων μερών. Η Επιτροπή δημοσιεύει την κοινή θέση ή μέρη αυτής στον δικτυακό τόπο της σε συμφωνία με τις οικείες αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 20

Δεσμεύσεις στο πλαίσιο συντονισμένων δράσεων

1.  
Με βάση την κοινή θέση που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3, οι οικείες αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση μπορούν να καλέσουν τον έμπορο που είναι υπεύθυνος για την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση να προτείνει, εντός ταχθείσας προθεσμίας, να αναλάβει υποχρεώσεις για την παύση της εν λόγω παράβασης. Ο έμπορος μπορεί, επίσης, με δική του πρωτοβουλία, να προτείνει να αναλάβει υποχρεώσεις για την παύση της παράβασης ή να προσφέρει διορθωτικές δεσμεύσεις προς όφελος των καταναλωτών που έχουν θιγεί από την εν λόγω παράβαση.
2.  
Κατά περίπτωση και με την επιφύλαξη των κανόνων περί εμπιστευτικότητας και επαγγελματικού και εμπορικού απορρήτου που ορίζονται στο άρθρο 33, οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση μπορούν να δημοσιεύουν στους δικτυακούς τους τόπους τις προταθείσες από τον έμπορο, ο οποίος ευθύνεται για την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση, δεσμεύσεις στο δικτυακό τους τόπο ή, ανάλογα με την περίπτωση, η Επιτροπή μπορεί να δημοσιεύει τις προταθείσες από τον εν λόγω έμπορο δεσμεύσεις στον δικτυακό της τόπο εφόσον το ζητήσουν οι οικείες αρμόδιες αρχές. Οι αρμόδιες αρχές και η Επιτροπή μπορούν να ζητούν τις απόψεις των οργανώσεων καταναλωτών και των ενώσεων εμπόρων και άλλων ενδιαφερόμενων μερών.
3.  
Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση αξιολογούν τις προτεινόμενες δεσμεύσεις, κοινοποιούν στον έμπορο, ο οποίος ευθύνεται για την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση το αποτέλεσμα της αξιολόγησης, και, κατά περίπτωση, όταν παρέχονται διορθωτικές δεσμεύσεις από τον έμπορο, ενημερώνουν τους καταναλωτές που ισχυρίζονται ότι έχουν υποστεί ζημία λόγω της εν λόγω παράβασης. Εφόσον οι δεσμεύσεις είναι αναλογικές και επαρκείς προς αυτό που απαιτείται για να παύσει η εκτεταμένη παράβαση ή η εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση, οι αρμόδιες αρχές αποδέχονται τις εν λόγω δεσμεύσεις και καθορίζουν προθεσμία εντός της οποίας οι δεσμεύσεις πρέπει να εκπληρωθούν.
4.  
Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση παρακολουθούν την υλοποίηση των δεσμεύσεων. Διασφαλίζουν ιδίως ότι ο έμπορος ο οποίος ευθύνεται για την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση υποβάλλει τακτικά εκθέσεις στον συντονιστή σχετικά με την πρόοδο στην εκπλήρωση των δεσμεύσεων. Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση μπορούν, κατά περίπτωση, να ζητούν τις απόψεις οργανώσεων καταναλωτών και εμπειρογνωμόνων, για να εξακριβώσουν κατά πόσο τα μέτρα που έλαβε ο έμπορος συμμορφώνονται με τις δεσμεύσεις.

Άρθρο 21

Μέτρα εκτέλεσης σε συντονισμένες δράσεις

1.  
Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση λαμβάνουν εντός της δικαιοδοσίας τους, κάθε απαραίτητο μέτρο εκτέλεσης σε βάρος του εμπόρου που ευθύνεται για την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση, ώστε να επιτευχθεί η παύση ή η απαγόρευση της εν λόγω παράβασης.

Κατά περίπτωση, επιβάλλουν στον έμπορο που είναι υπεύθυνος για την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση κυρώσεις, όπως πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να λαμβάνουν από τον έμπορο, με πρωτοβουλία του εμπόρου, πρόσθετες διορθωτικές δεσμεύσεις προς όφελος των καταναλωτών που θίγονται από την εικαζόμενη εκτεταμένη παράβαση ή την εικαζόμενη εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση ή, ανάλογα με την περίπτωση, προκειμένου να επιτευχθεί η ανάληψη υποχρεώσεων από τον έμπορο, να προσφέρει κατάλληλα μέσα έννομης προστασίας για τους καταναλωτές που θίγονται από την εν λόγω παράβαση.

Τα μέτρα εκτέλεσης κρίνονται κατάλληλα ιδίως σε περιπτώσεις όταν:

α) 

απαιτείται η άμεση λήψη δράσης επιβολής προκειμένου να εξασφαλιστεί η ταχεία και αποτελεσματική παύση ή απαγόρευση της παράβασης·

β) 

δεν φαίνεται πιθανόν ότι η παράβαση θα παύσει λόγω των δεσμεύσεων που προτείνει ο έμπορος που είναι υπεύθυνος για την παράβαση·

γ) 

ο υπεύθυνος για την παράβαση έμπορος δεν έχει προτείνει δεσμεύσεις πριν από τη λήξη προθεσμίας που έχουν ορίσει οι οικείες αρμόδιες αρχές·

δ) 

οι δεσμεύσεις που πρότεινε ο υπεύθυνος για την παράβαση έμπορος δεν αρκούν για να εξασφαλιστεί η παύση της παράβασης ή, κατά περίπτωση, για να επανορθωθεί η ζημία που υπέστησαν οι καταναλωτές από την παράβαση· ή

ε) 

ο υπεύθυνος για την παράβαση έμπορος δεν εφάρμοσε τις δεσμεύσεις για παύση της παράβασης ή, κατά περίπτωση, για επανόρθωση της ζημίας που υπέστησαν οι καταναλωτές από την παράβαση εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 3.

2.  
Τα μέτρα εκτέλεσης με βάση την παράγραφο 1 λαμβάνονται με αποτελεσματικό, αποδοτικό και συντονισμένο τρόπο ώστε να επιτευχθεί η παύση ή η απαγόρευση της εκτεταμένης παράβασης ή της εκτεταμένης παράβασης με ενωσιακή διάσταση. Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση επιδιώκουν την ταυτόχρονη λήψη μέτρων εκτέλεσης στα κράτη μέλη τα οποία αφορά η εν λόγω παράβαση.

Άρθρο 22

Περάτωση των συντονισμένων δράσεων

1.  
Η συντονισμένη δράση περατώνεται εάν οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω εκτεταμένη παράβαση ή η εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση έπαυσε ή απαγορεύθηκε σε όλα τα οικεία κράτη μέλη, ή ότι δεν διαπράχθηκε τέτοια παράβαση.
2.  
Ο συντονιστής ενημερώνει πάραυτα την Επιτροπή και, κατά περίπτωση, τις αρμόδιες αρχές και τα ενιαία γραφεία σύνδεσης των κρατών μελών τα οποία αφορά η συντονισμένη δράση για την περάτωση της συντονισμένης δράσης χωρίς καθυστέρηση.

Άρθρο 23

Ρόλος του συντονιστή

1.  

Ο συντονιστής που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 17 ή 29 προβαίνει ιδίως στα εξής:

α) 

διασφαλίζει ότι όλες οι οικείες αρμόδιες αρχές και η Επιτροπή ενημερώνονται δεόντως και εγκαίρως για την πρόοδο της έρευνας ή για τα μέτρα επιβολής, κατά περίπτωση, και για τις τυχόν προβλεπόμενες επόμενες ενέργειες και τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν·

β) 

συντονίζει και παρακολουθεί τα μέτρα έρευνας που λαμβάνουν οι οικείες αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό·

γ) 

συντονίζει την προετοιμασία και την ανταλλαγή όλων των απαραίτητων εγγράφων μεταξύ των οικείων αρμόδιων αρχών και της Επιτροπής·

δ) 

σιατηρεί επαφή με τον έμπορο και τα άλλα μέρη τα οποία αφορούν τα μέτρα έρευνας ή επιβολής, κατά περίπτωση, εκτός αν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά από τις οικείες αρμόδιες αρχές και τον συντονιστή·

ε) 

κατά περίπτωση, συντονίζει την αξιολόγηση, τις διαβουλεύσεις και την παρακολούθηση από τις οικείες αρμόδιες αρχές, καθώς και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για τον καθορισμό και την εκπλήρωση των δεσμεύσεων που προτείνουν οι οικείοι έμποροι·

στ) 

κατά περίπτωση, συντονίζει τα μέτρα εκτέλεσης που λαμβάνουν οι οικείες αρμόδιες αρχές·

ζ) 

συντονίζει τις αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής που υποβάλλουν οι οικείες αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το κεφάλαιο III.

2.  
Ο συντονιστής δεν θεωρείται υπεύθυνος για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οικείων αρμόδιων αρχών, κατά την άσκηση των εξουσιών που προβλέπονται στο άρθρο 9.
3.  
Όταν οι συντονισμένες δράσεις αφορούν εκτεταμένες παραβάσεις ή εκτεταμένες παραβάσεις με ενωσιακή διάσταση των ενωσιακών νομικών πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 10 του άρθρου 2, ο συντονιστής καλεί την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών να δράσει ως παρατηρητής.

Άρθρο 24

Γλωσσικό καθεστώς

1.  
Οι γλώσσες που χρησιμοποιούνται από τις αρμόδιες αρχές για τις κοινοποιήσεις καθώς και για όλες τις άλλες ανακοινώσεις που καλύπτονται από το παρόν κεφάλαιο και που συνδέονται με τις συντονισμένες δράσεις και τις σαρώσεις συμφωνούνται από τις οικείες αρμόδιες αρχές.
2.  
Εάν δε μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των οικείων αρμόδιων αρχών, οι κοινοποιήσεις και λοιπές ανακοινώσεις διαβιβάζονται στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους το οποίο προβαίνει στην κοινοποίηση ή σε άλλου είδους ανακοίνωση. Στην περίπτωση αυτή, εάν είναι απαραίτητο, κάθε οικεία αρμόδια αρχή είναι υπεύθυνη για να μεταφράσει τις κοινοποιήσεις, τις ανακοινώσεις και τα άλλα έγγραφα που λαμβάνει από άλλες αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 25

Γλωσσικό καθεστώς για την επικοινωνία με τους εμπόρους

Για τους σκοπούς των διαδικασιών που ορίζονται στο παρόν κεφάλαιο, ο έμπορος έχει το δικαίωμα να επικοινωνεί στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες που χρησιμοποιούνται για επίσημους σκοπούς στο κράτος μέλος στο οποίο ο έμπορος είναι εγκατεστημένος ή διαμένει.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΣΕ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΩΣΗΣ

Άρθρο 26

Προειδοποιήσεις

1.  
Η αρμόδια αρχή γνωστοποιεί αμελλητί στην Επιτροπή, στις λοιπές αρμόδιες αρχές και στα ενιαία γραφεία σύνδεσης κάθε εύλογη υπόνοια ότι συντελείται στο έδαφός τους παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό, η οποία ενδέχεται να θίγει τα συμφέροντα των καταναλωτών σε άλλα κράτη μέλη.
2.  
Η Επιτροπή γνωστοποιεί αμελλητί στις οικείες αρμόδιες αρχές και στα οικεία εναία γραφεία σύνδεσης κάθε εύλογη υποψία ότι έχει επέλθει παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό.
3.  

Κατά τη γνωστοποίηση (έκδοση προειδοποίησης) δυνάμει των παραγράφων 1 και 2, η αρμόδια αρχή ή η Επιτροπή παρέχει πληροφορίες σχετικά με την εικαζόμενη παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό, και ιδιαίτερα, και εφόσον διατίθενται, τα ακόλουθα:

α) 

περιγραφή της πράξης ή παράλειψης που συνιστά την παράβαση·

β) 

λεπτομέρειες του προϊόντος ή της υπηρεσίας που αφορά η παράβαση·

γ) 

τα ονόματα των κρατών μελών τα οποία αφορά ή ενδέχεται να αφορά η παράβαση·

δ) 

την ταυτότητα του εμπόρου ή των εμπόρων, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι ή εικάζεται ότι είναι υπεύθυνοι για την παράβαση·

ε) 

τη νομική βάση για πιθανή δράση με βάση την εθνική νομοθεσία και τις σχετικές διατάξεις των ενωσιακών νομικών πράξεων, οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα·

στ) 

περιγραφή όλων των νομικών διαδικασιών, των μέτρων εκτέλεσης ή άλλων μέτρων που λαμβάνονται σχετικά με την παράβαση και τις ημερομηνίες και τη διάρκειά τους καθώς και το καθεστώς τους·

ζ) 

τις ταυτότητες των αρμόδιων αρχών για τη διεξαγωγή δικαστικών διαδικασιών και τη λήψη άλλων μέτρων.

4.  
Στην έκδοση προειδοποίησης, η αρμόδια αρχή μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές και τα σχετικά ενιαία γραφεία σύνδεσης στα λοιπά κράτη μέλη και την Επιτροπή, ή η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές και τα σχετικά ενιαία γραφεία σύνδεσης, να επαληθεύσουν, βάσει πληροφοριών που είναι διαθέσιμες ή εύκολα προσβάσιμες στις σχετικές αρμόδιες αρχές ή στην Επιτροπή αντιστοίχως, κατά πόσο παρόμοιες εικαζόμενες παραβάσεις διαπράττονται στο έδαφος των άλλων εν λόγω κρατών μελών ή κατά πόσο τυχόν μέτρα εκτέλεσης έχουν ήδη ληφθεί κατ’ αυτών των παραβάσεων στα εν λόγω κράτη μέλη. Οι αρμόδιες αυτές αρχές άλλων κρατών μελών και η Επιτροπή απαντούν στο αίτημα αμελλητί.

Άρθρο 27

Εξωτερικές προειδοποιήσεις

1.  
Κάθε κράτος μέλος αναθέτει, εκτός αντίθετης αιτιολόγησης, σε εντεταλμένους φορείς, ευρωπαϊκά κέντρα καταναλωτών, οργανώσεις και ενώσεις καταναλωτών και, κατά περίπτωση, ενώσεις εμπόρων, που έχουν την κατάλληλη τεχνογνωσία, την εξουσία να εκδίδουν προειδοποίηση στις αρμόδιες αρχές των σχετικών κρατών μελών και στην Επιτροπή για τις εικαζόμενες παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό και να παρέχουν τις πληροφορίες που διαθέτουν κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 26 («εξωτερική προειδοποίηση»). Κάθε κράτος μέλος γνωστοποιεί αμελλητί στην Επιτροπή τον κατάλογο των εν λόγω οντοτήτων και την ενημερώνουν για κάθε αλλαγή του.
2.  
Η Επιτροπή, κατόπιν διαβούλευσης με τα κράτη μέλη, αναθέτει σε ενώσεις που εκπροσωπούν καταναλωτές και, κατά περίπτωση, εμπόρους, συμφέροντα σε ενωσιακό επίπεδο την εξουσία να εκδίδει εξωτερική προειδοποίηση.
3.  
Οι αρμόδιες αρχές δεν υποχρεούνται να κινήσουν διαδικασία ή να λάβουν οποιοδήποτε άλλο μέτρο για να ανταποκριθούν σε εξωτερική προειδοποίηση. Οι οντότητες που εκδίδουν εξωτερικές προειδοποιήσεις διασφαλίζουν ότι οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι ορθές, επίκαιρες και ακριβείς και διορθώνουν αμελλητί τις κοινοποιούμενες πληροφορίες ή τις αποσύρουν κατά περίπτωση.

Άρθρο 28

Ανταλλαγή άλλων κατάλληλων πληροφοριών για τον εντοπισμό παραβάσεων

Στο βαθμό που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν αμελλητί, μέσω της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 35, την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών σχετικά με κάθε μέτρο που έχουν λάβει, εντός της δικαιοδοσίας τους, για την αντιμετώπιση παραβάσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, εάν έχουν υπόνοιες ότι η επίμαχη παράβαση μπορεί να θίγει συμφέροντα των καταναλωτών σε άλλα κράτη μέλη.

Άρθρο 29

Σαρώσεις

1.  
Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αποφασίσουν να διενεργήσουν σάρωση για να ελέγξουν τη συμμόρφωση με την ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών ή για να εντοπίσουν παραβάσεις της εν λόγω νομοθεσίας. Εκτός αν άλλως συμφωνηθεί από τις οικείες αρμόδιες αρχές, τη σάρωση συντονίζει η Επιτροπή.
2.  
Όταν διενεργούν σάρωση, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να ασκούν τις εξουσίες έρευνας που καθορίζονται στο άρθρο 9 παράγραφος 3, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες εξουσίες που τους αναθέτει το εθνικό δίκαιο.
3.  
Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καλούν εντεταλμένους φορείς, υπαλλήλους της Επιτροπής και λοιπό βοηθητικό προσωπικό με εξουσιοδότηση από την Επιτροπή να συμμετέχουν στη σάρωση.

Άρθρο 30

Συντονισμός των λοιπών δραστηριοτήτων που συμβάλλουν στην έρευνα και την επιβολή

1.  

Στον βαθμό που απαιτείται για την επίτευξη του στόχου του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη ενημερώνουν το ένα το άλλο και την Επιτροπή για τις δραστηριότητές τους στους ακόλουθους τομείς:

α) 

κατάρτιση των υπαλλήλων τους που ασχολούνται με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού·

β) 

συλλογή, ταξινόμηση και ανταλλαγή δεδομένων σχετικά με τις καταγγελίες των καταναλωτών·

γ) 

ανάπτυξη ειδικών ανά τομέα δικτύων υπαλλήλων·

δ) 

ανάπτυξη μέσων ενημέρωσης και επικοινωνίας· και

ε) 

κατά περίπτωση, ανάπτυξη προτύπων, μεθόδων και κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

2.  
Στον βαθμό που απαιτείται για την επίτευξη του στόχου του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη μπορούν να συντονίζουν και να οργανώνουν από κοινού δραστηριότητες στους τομείς που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 31

Ανταλλαγή υπαλλήλων μεταξύ των αρμόδιων αρχών

1.  
Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να συμμετέχουν σε προγράμματα ανταλλαγής υπαλλήλων άλλων κρατών μελών με σκοπό τη βελτίωση της συνεργασίας τους. Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι υπάλληλοι από άλλα κράτη μέλη να είναι σε θέση να συμμετέχουν αποτελεσματικά σε δραστηριότητες μιας αρμόδιας αρχής. Προς τον σκοπό αυτόν, οι εν λόγω υπάλληλοι εξουσιοδοτούνται να επιτελούν τα καθήκοντα που τους αναθέτει η αρμόδια αρχή υποδοχής σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο αυτή ανήκει.
2.  
Κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής, η αστική και η ποινική ευθύνη του υπαλλήλου αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο όπως και εκείνη των υπαλλήλων της αρμόδιας αρχής υποδοχής. Οι υπάλληλοι από άλλα κράτη μέλη συμμορφώνονται με τα επαγγελματικά πρότυπα και τους κατάλληλους εσωτερικούς κανόνες συμπεριφοράς της αρμόδιας αρχής υποδοχής. Οι εν λόγω κανόνες συμπεριφοράς διασφαλίζουν, ιδίως, την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τον δίκαιο χαρακτήρα των διαδικασιών και την ορθή τήρηση των κανόνων περί εμπιστευτικότητας και επαγγελματικού και εμπορικού απορρήτου που ορίζονται στο άρθρο 33.

Άρθρο 32

Διεθνής συνεργασία

1.  
Στον βαθμό που απαιτείται για την επίτευξη του στόχου του παρόντος κανονισμού, η Ένωση συνεργάζεται με τρίτες χώρες και με τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς στους τομείς που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό με σκοπό την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών. Η Ένωση και οι ενδιαφερόμενες τρίτες χώρες μπορούν να συνάπτουν συμφωνίες που να καθορίζουν τις ρυθμίσεις συνεργασίας, περιλαμβανομένων της σύναψης ρυθμίσεων αμοιβαίας συνδρομής, της ανταλλαγής εμπιστευτικών πληροφοριών και των προγραμμάτων ανταλλαγής προσωπικού.
2.  
Οι συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών σχετικά με τη συνεργασία και την αμοιβαία συνδρομή για την προστασία και την ενίσχυση των συμφερόντων των καταναλωτών σέβονται τους οικείους κανόνες προστασίας δεδομένων που διέπουν τη μεταφορά προσωπικών δεδομένων προς τρίτες χώρες.
3.  
Οσάκις αρμόδια αρχή λαμβάνει από αρχή τρίτης χώρας πληροφορίες που ενδεχομένως αφορούν τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών, διαβιβάζει τις πληροφορίες αυτές στις εν λόγω οικείες αρμόδιες αρχές στον βαθμό που αυτό επιτρέπεται από τυχόν ισχύουσες διμερείς συμφωνίες συνδρομής με την εν λόγω τρίτη χώρα και στο βαθμό που οι εν λόγω πληροφορίες είναι σύμφωνες με το ενωσιακό δίκαιο για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
4.  
Πληροφορίες που διαβιβάζονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό μπορούν επίσης να διαβιβάζονται σε αρχή τρίτης χώρας από αρμόδια αρχή σύμφωνα με διμερή συμφωνία συνδρομής με την εν λόγω τρίτη χώρα, εφόσον έχει εξασφαλιστεί η έγκριση της αρμόδιας αρχής η οποία κοινοποίησε αρχικά τις πληροφορίες και με την προϋπόθεση ότι είναι σύμφωνες με το ενωσιακό δίκαιο για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΚΟΙΝΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Άρθρο 33

Χρήση και γνωστοποίηση των πληροφοριών και επαγγελματικό και εμπορικό απόρρητο

1.  
Οι πληροφορίες που συλλέγονται από τις αρμόδιες αρχές και την Επιτροπή ή τους κοινοποιούνται κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού χρησιμοποιούνται μόνον για σκοπούς διασφάλισης της συμμόρφωσης με την ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών.
2.  
Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 θεωρούνται εμπιστευτικές, χρησιμοποιούνται δε και γνωστοποιούνται μόνο λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την προστασία των εμπορικών συμφερόντων ενός φυσικού προσώπου ή νομικού προσώπου, συμπεριλαμβανομένων των εμπορικών απορρήτων και των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.
3.  

Ωστόσο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή που παρέσχε την πληροφορία, να αποκαλύπτουν τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες:

α) 

για την απόδειξη παραβάσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό· ή

β) 

για την παύση ή την απαγόρευση παραβάσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 34

Χρήση αποδεικτικών στοιχείων και πορισμάτων έρευνας

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χρησιμοποιούν ως αποδεικτικά στοιχεία κάθε πληροφορία, έγγραφο, εύρημα, δήλωση, επικυρωμένο αντίγραφο ή απόρρητη πληροφορία που γνωστοποιήθηκε, επί της αυτής βάσεως όπως και προκειμένου για όμοια έγγραφα που απέκτησαν στο κράτος μέλος τους, ανεξάρτητα από το μέσο αποθήκευσής τους.

Άρθρο 35

Ηλεκτρονική βάση δεδομένων

1.  
Η Επιτροπή καταρτίζει και διατηρεί ηλεκτρονική βάση δεδομένων για όλες τις επικοινωνίες μεταξύ των αρμόδιων αρχών, των ενιαίων γραφείων σύνδεσης και της Επιτροπής στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού. Όλες οι πληροφορίες που διαβιβάζονται μέσω της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων αποθηκεύονται και υποβάλλονται σε επεξεργασία στην εν λόγω ηλεκτρονική βάση δεδομένων. Στην εν λόγω βάση δεδομένων έχουν άμεση πρόσβαση οι αρμόδιες αρχές, τα ενιαία γραφεία σύνδεσης και η Επιτροπή.
2.  
Οι πληροφορίες που παρέχονται από οντότητες που εκδίδουν εξωτερική προειδοποίηση με βάση το άρθρο 27 παράγραφοι 1 και 2 αποθηκεύονται και υποβάλλονται σε επεξεργασία στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων. Ωστόσο οι εν λόγω οντότητες δεν έχουν πρόσβαση στην εν λόγω βάση δεδομένων.
3.  
Όταν μια αρμόδια αρχή, ένας εντεταλμένος φορέας ή μια οντότητα που εκδίδει εξωτερική προειδοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 ή 2 διαπιστώνει ότι μία προειδοποίηση που αφορά παράβαση την οποία εξέδωσε σύμφωνα με τα άρθρα 26 και 27 αποδείχθηκε αργότερα αβάσιμη, αποσύρει την εν λόγω προειδοποίηση. Η Επιτροπή αποσύρει αμελλητί τη σχετική πληροφορία από τη βάση δεδομένων και ενημερώνει τα μέρη σχετικά με τους λόγους της απόσυρσης.

Τα δεδομένα που σχετίζονται με μια παράβαση αποθηκεύονται στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων μόνο για όσο διάστημα είναι απαραίτητο για τους σκοπούς για τους οποίους συλλέχθηκαν και υποβλήθηκαν σε επεξεργασία και πάντως δεν αποθηκεύονται για περισσότερο από πέντε έτη από την ημερομηνία κατά την οποία:

α) 

μια αρχή στην οποία έχει υποβληθεί αίτηση κοινοποιεί στην Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 12 παράγραφος 2, ότι μια ενδοενωσιακή παράβαση έχει παύσει·

β) 

ο συντονιστής γνωστοποιεί την περάτωση της συντονισμένης δράσης σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 1· ή

γ) 

οι πληροφορίες καταχωρίστηκαν στη βάση δεδομένων σε όλες τις άλλες περιπτώσεις.

4.  
Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις που καθορίζουν τις πρακτικές και λειτουργικές ρυθμίσεις για τη λειτουργία της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 38 παράγραφος 2.

Άρθρο 36

Παραίτηση από την επιστροφή των δαπανών

1.  
Τα κράτη μέλη παραιτούνται από κάθε απαίτηση για επιστροφή των δαπανών που προκλήθηκαν κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.
2.  
Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, όσον αφορά αιτήματα για μέτρα επιβολής με βάση το άρθρο 12, το κράτος μέλος της αιτούσας αρχής παραμένει υπεύθυνο έναντι του κράτους μέλους της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση για έξοδα και ζημίες που προέκυψαν ως αποτέλεσμα μέτρων που απορρίφθηκαν και κρίθηκαν μη δικαιολογημένα από δικαστήριο όσον αφορά την ουσία της εν λόγω παράβασης.

Άρθρο 37

Προτεραιότητες όσον αφορά την εφαρμογή

1.  
Το αργότερο έως τις 17 Ιανουαρίου 2020 και στη συνέχεια κάθε δύο έτη, τα κράτη μέλη ανταλλάσσουν μεταξύ τους και με την Επιτροπή πληροφορίες για τις προτεραιότητες επιβολής όσον αφορά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν:

α) 

πληροφορίες σχετικά με τις τάσεις της αγοράς οι οποίες ενδέχεται να θίγουν τα συμφέροντα των καταναλωτών στο οικείο κράτος μέλος και σε άλλα κράτη μέλη·

β) 

επισκόπηση της δράσης που έχει αναληφθεί δυνάμει του παρόντος κανονισμού τα τελευταία δύο έτη, ιδίως μέτρα έρευνας και επιβολής σχετικά με τις εκτεταμένες παραβάσεις·

γ) 

στατιστικά στοιχεία που ανταλλάσσονται μέσω των προειδοποιήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 26·

δ) 

τους προσωρινούς τομείς προτεραιότητας κατά τα επόμενα δύο έτη, όσον αφορά την εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών στο οικείο κράτος μέλος· και

ε) 

τους προτεινόμενους τομείς προτεραιότητας κατά τα επόμενα δύο έτη, όσον αφορά την εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών σε ενωσιακό επίπεδο.

2.  
Με την επιφύλαξη του άρθρου 33, κάθε δύο έτη, η Επιτροπή συντάσσει, επισκόπηση των πληροφοριών που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 1 και τη δημοσιοποιεί. Η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
3.  
Σε περιπτώσεις που επέρχεται ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων ή των συνθηκών της αγοράς κατά τη διάρκεια των δύο ετών μετά την τελευταία υποβολή πληροφοριών για τις προτεραιότητές τους όσον αφορά την εφαρμογή, τα κράτη μέλη επικαιροποιούν τις εν λόγω προτεραιότητες και ενημερώνουν τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή αναλόγως.
4.  
Η Επιτροπή συνοψίζει τις προτεραιότητες επιβολής όσον αφορά την εφαρμογή που υποβάλλουν τα κράτη μέλη δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και υποβάλλει ετήσια έκθεση στην επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 38 παράγραφος 1 για να διευκολύνει την ιεράρχηση προτεραιοτήτων όσον αφορά τις δράσεις σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Η Επιτροπή ανταλλάσσει με τα κράτη μέλη βέλτιστες πρακτικές και συγκριτική αξιολόγηση, με στόχο ιδίως την ανάπτυξη δραστηριοτήτων για δημιουργία ικανοτήτων.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 38

Επιτροπή

1.  
Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.
2.  
Όποτε γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 39

Κοινοποιήσεις

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν αμελλητί στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων εθνικού δικαίου για ζητήματα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, τις οποίες θεσπίζουν, καθώς και το κείμενο των συμφωνιών για ζητήματα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, εκτός εκείνων των συμφωνιών που αφορούν ατομικές περιπτώσεις, τις οποίες συνάπτουν.

Άρθρο 40

Υποβολή εκθέσεων

1.  
Το αργότερο έως τις 17 Ιανουαρίου 2023 η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.
2.  
Η έκθεση αυτή περιέχει αξιολόγηση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένης εκτίμησης της αποτελεσματικής εφαρμογής της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, ιδίως σε ό, τι αφορά τις εξουσίες των αρμόδιων αρχών που ορίζονται στο άρθρο 9, καθώς και, ιδίως, εξέταση του τρόπου με τον οποίο εξελίχθηκε η συμμόρφωση με την ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών από τους εμπόρους σε πρωταρχικής σημασίας καταναλωτικές αγορές τις οποίες αφορά το διασυνοριακό εμπόριο.

Η έκθεση αυτή συνοδεύεται, όπου είναι απαραίτητο, από νομοθετική πρόταση.

Άρθρο 41

Κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 καταργείται από τις 17 Ιανουαρίου 2020.

Άρθρο 42

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 17 Ιανουαρίου 2020.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Οδηγίες και κανονισμοί που αναφέρονται στο άρθρο 3 σημείο 1)

1. Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ L 95 της 21.4.1993, σ. 29).

2. Οδηγία 98/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, περί της προστασίας των καταναλωτών όσον αφορά την αναγραφή των τιμών των προϊόντων που προσφέρονται στους καταναλωτές (ΕΕ L 80 της 18.3.1998, σ. 27).

▼M3

3. Οδηγία (ΕΕ) 2019/771 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, σχετικά με ορισμένες πτυχές που αφορούν τις συμβάσεις για τις πωλήσεις αγαθών, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2394 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 1999/44/ΕΚ (ΕΕ L 136 της 22.5.2019, σ. 28).

▼B

4. Οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά (οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο) (ΕΕ L 178 της 17.7.2000, σ. 1).

5. Οδηγία 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση (ΕΕ L 311 της 28.11.2001, σ. 67): άρθρα 86 έως 100.

6. Οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (ΕΕ L 201 της 31.7.2002, σ. 37): άρθρο 13.

7. Οδηγία 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές και την τροποποίηση των οδηγιών 90/619/ΕΟΚ του Συμβουλίου, 97/7/ΕΚ και 98/27/ΕΚ (ΕΕ L 271 της 9.10.2002, σ. 16).

8. Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 295/91 (ΕΕ L 46 της 17.2.2004, σ. 1).

9. Οδηγία 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («Οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές») (ΕΕ L 149 της 11.6.2005, σ. 22).

10. Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1107/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, σχετικά με τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία και των ατόμων με μειωμένη κινητικότητα όταν ταξιδεύουν αεροπορικώς (ΕΕ L 204 της 26.7.2006, σ. 1).

11. Οδηγία 2006/114/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για την παραπλανητική και τη συγκριτική διαφήμιση (ΕΕ L 376 της 27.12.2006, σ. 21): άρθρο 1, άρθρο 2 στοιχείο γ) και άρθρα 4 έως 8.

12. Οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ L 376 της 27.12.2006, σ. 36): άρθρο 20.

13. Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1371/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των επιβατών σιδηροδρομικών γραμμών (ΕΕ L 315 της 3.12.2007, σ. 14).

14. Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 133 της 22.5.2008, σ. 66).

15. Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1008/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με κοινούς κανόνες εκμετάλλευσης των αεροπορικών γραμμών στην Κοινότητα (ΕΕ L 293 της 31.10.2008, σ. 3): άρθρα 22, 23 και 24.

16. Οδηγία 2008/122/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιανουαρίου 2009, για την προστασία των καταναλωτών ως προς ορισμένες πτυχές των συμβάσεων χρονομεριστικής μίσθωσης, μακροπρόθεσμων προϊόντων διακοπών, μεταπώλησης και ανταλλαγής (ΕΕ L 33 της 3.2.2009, σ. 10).

17. Οδηγία 2010/13/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2010, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων (οδηγία για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων) (ΕΕ L 95 της 15.4.2010, σ. 1): άρθρα 9, 10, 11 και άρθρα 19 έως 26.

18. Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1177/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τα δικαιώματα των επιβατών στις θαλάσσιες και εσωτερικές πλωτές μεταφορές και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 (ΕΕ L 334 της 17.12.2010, σ. 1).

19. Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 181/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τα δικαιώματα των επιβατών λεωφορείων και πούλμαν και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 1).

20. Οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 304 της 22.11.2011, σ. 64).

21. Οδηγία 2013/11/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για την εναλλακτική επίλυση καταναλωτικών διαφορών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ (οδηγία ΕΕΚΔ) (ΕΕ L 165 της 18.6.2013, σ. 63): άρθρο 13.

22. Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 524/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για την ηλεκτρονική επίλυση καταναλωτικών διαφορών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ (κανονισμός για την ΗΕΚΔ) (ΕΕ L 165 της 18.6.2013, σ. 1): άρθρο 14.

23. Οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/EE και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 60 της 28.2.2014, σ. 34): άρθρα 10, 11, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 21, 22 και 23, κεφάλαιο 10 και παραρτήματα I και II.

24. Οδηγία 2014/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, για τη συγκρισιμότητα των τελών που συνδέονται με λογαριασμούς πληρωμών, την αλλαγή λογαριασμού πληρωμών και την πρόσβαση σε λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 214): άρθρα 3 έως 18 και άρθρο 20 παράγραφος 2.

25. Οδηγία (EE) 2015/2302 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με τα οργανωμένα ταξίδια και τους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς, η οποία τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και την οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και καταργεί την οδηγία 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 326 της 11.12.2015, σ. 1).

26. Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1128 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για τη διασυνοριακή φορητότητα των υπηρεσιών επιγραμμικού περιεχομένου στην εσωτερική αγορά (ΕΕ L 168 της 30.6.2017, σ. 1).

▼M1

27. Κανονισμός (ΕΕ) 2018/302 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2018, για την αντιμετώπιση του αδικαιολόγητου γεωγραφικού αποκλεισμού και άλλων μορφών διακριτικής μεταχείρισης με βάση την ιθαγένεια, τον τόπο διαμονής ή τον τόπο εγκατάστασης των πελατών εντός της εσωτερικής αγοράς και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και (ΕΕ) 2017/2394 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ (ΕΕ L 60 I της 2.3.2018, σ. 1) μόνο όταν ο πελάτης είναι καταναλωτής οριζόμενος στο άρθρο 2 σημείο 12) του ανωτέρω κανονισμού.

▼M2

28. Οδηγία (ΕΕ) 2019/770 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, σχετικά με ορισμένες πτυχές που αφορούν τις συμβάσεις για την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου και ψηφιακών υπηρεσιών (ΕΕ L 136 της 22.5.2019, σ. 1).



( 1 ) Οδηγία 2009/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών (ΕΕ L 110 της 1.5.2009, σ. 30).

Top