EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32022R1917

Κανονισμός (ΕΕ) 2022/1917 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 29ης Σεπτεμβρίου 2022 σχετικά με τις διαδικασίες σε περίπτωση παραβάσεων λόγω μη συμμόρφωσης με υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων και την κατάργηση της απόφασης ΕΚΤ/2010/10 (ΕΚΤ/2022/31)

ECB/2022/31

ΕΕ L 263 της 10.10.2022, p. 6–16 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2022/1917/oj

10.10.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 263/6


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2022/1917 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

της 29ης Σεπτεμβρίου 2022

σχετικά με τις διαδικασίες σε περίπτωση παραβάσεων λόγω μη συμμόρφωσης με υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων και την κατάργηση της απόφασης ΕΚΤ/2010/10 (ΕΚΤ/2022/31)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 132 παράγραφος 3,

Έχοντας υπόψη το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και ιδίως τα άρθρα 5 και 34,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2532/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επιβολή κυρώσεων (1),και ιδίως το άρθρο 6 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2533/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με τη συλλογή στατιστικών πληροφοριών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (2), και ιδίως το άρθρο 7,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) μπορεί να επιβάλλει κυρώσεις σε μονάδες παροχής στοιχείων βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2533/98, θα πρέπει δε να θεσπίσει πλαίσιο για τον περαιτέρω καθορισμό των όρων εφαρμογής τους σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2532/98. Επομένως, κρίνεται σκόπιμος ο καθορισμός των διαδικασιών σύμφωνα με τις οποίες θα πρέπει να εφαρμόζονται οι εν λόγω κυρώσεις.

(2)

Προς μείωση της διοικητικής επιβάρυνσης θα πρέπει οι διαδικασίες αυτές να εναρμονίζονται με τυχόν υφιστάμενους διαδικαστικούς κανόνες στο μέτρο του δυνατού. Κατά συνέπεια, οι διαδικασίες σε περίπτωση παραβάσεων και οι διαδικασίες εκτέλεσης τις οποίες ρυθμίζει ο παρών κανονισμός θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2157/1999 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/1999/4) (3) και τα άρθρα 3 και 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2532/98 του Συμβουλίου. Το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2532/98 ορίζει ότι η ΕΚΤ ή η εθνική κεντρική τράπεζα (ΕθνΚΤ) του κράτους μέλους στη δικαιοδοσία του οποίου εμπίπτει ορισμένη εικαζόμενη παράβαση μπορεί να κινεί διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων με ίδια πρωτοβουλία ή κατόπιν σχετικής πρότασης την οποία απευθύνει η μία στην άλλη, κατά περίπτωση.

(3)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2157/1999 (ΕΚΤ/1999/4) διασφαλίζει την τήρηση της αρχής ne bis in idem όσον αφορά τις διαδικασίες σε περίπτωση παραβάσεων, ορίζοντας ότι δεν μπορούν να κινηθούν περισσότερες τέτοιες διαδικασίες κατά της ίδιας επιχείρησης για τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Για τον σκοπό αυτό, καμία απόφαση σχετικά με την κίνηση ή μη διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων δεν θα πρέπει να λαμβάνεται από την ΕΚΤ ή από την αρμόδια ΕθνΚΤ χωρίς να προηγηθεί μεταξύ τους ενημέρωση και διαβούλευση. Ομοίως, καμία τέτοια απόφαση δεν θα πρέπει να λαμβάνεται από την ΕΚΤ ή από την αρμόδια ΕθνΚΤ έως ότου η τελευταία ενημερώσει την εθνική αρμόδια αρχή (ΕΑΑ) η οποία συλλέγει στατιστικές πληροφορίες και τις διαβιβάζει στην αρμόδια ΕθνΚΤ βάσει συμφωνιών συνεργασίας σε τοπικό επίπεδο. Παρομοίως, ενδέχεται να απαιτείται συντονισμός με τον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό (ΕΕΜ) σε περιπτώσεις χρήσης εποπτικών πληροφοριών για την εκπλήρωση υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων πριν από την κίνηση διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων ή την επιβολή κύρωσης.

(4)

Εξάλλου, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2157/1999 (ΕΚΤ/1999/4) καθορίζει τη διαδικασία βάσει της οποίας η ανεξάρτητη εξεταστική μονάδα της ΕΚΤ ή η αρμόδια ΕθνΚΤ υποβάλλει πρόταση στην εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ για να διαπιστωθεί αν η οικεία μονάδα παροχής στοιχείων έχει διαπράξει παράβαση και να προσδιοριστεί το ύψος της επιβλητέας κύρωσης, ενώ σε περίπτωση παραβάσεων ήσσονος σημασίας προβλέπει απλοποιημένη διαδικασία επιβολής κυρώσεων.

(5)

Προς διασφάλιση της νομιμότητας της διαδικασίας και της προστασίας των δικαιωμάτων των μονάδων παροχής στοιχείων είναι αναγκαίο να διασφαλιστούν η εφαρμογή συνεπούς προσέγγισης της επιβολής κυρώσεων στους επιμέρους στατιστικούς τομείς και ο σαφής καθορισμός, αφενός, των ρόλων της ΕΚΤ και των ΕθνΚΤ στις διαδικασίες σε περίπτωση παραβάσεων και, αφετέρου, όλων των διαδικαστικών διατάξεων που αφορούν την κίνησή τους και την επιβολή κυρώσεων στον στατιστικό τομέα.

(6)

Για να διασφαλιστεί η ίση μεταχείριση των μονάδων παροχής στοιχείων θα πρέπει το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) να υιοθετήσει εναρμονισμένη προσέγγιση των στοιχείων που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων και την αξιολόγηση εικαζόμενων παραβάσεων, της ίδιας της διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων, καθώς και του υπολογισμού και της επιβολής των κυρώσεων που επισύρουν οι εν λόγω παραβάσεις. Για τον λόγο αυτό είναι επίσης σημαντικό να διασφαλιστεί ότι θα παρακολουθούνται και θα γνωστοποιούνται στην ΕΚΤ ή την αρμόδια ΕθνΚΤ επαναλαμβανόμενες περιπτώσεις εικαζόμενων παραβάσεων οποιασδήποτε υποχρέωσης παροχής στοιχείων βάσει του ίδιου κανονισμού ή της ίδιας απόφασης της ΕΚΤ, ανάλογα με την περίπτωση.

(7)

Είναι επίσης αναγκαίο να θεσπιστούν εναρμονισμένοι κανόνες για την εφαρμογή συμφωνιών συνεργασίας σε τοπικό επίπεδο όταν η αρμόδια ΕθνΚΤ διαβιβάζει στην ΕΚΤ στατιστικές πληροφορίες που έχει συλλέξει από ΕΑΑ και όχι απευθείας από μονάδα παροχής στοιχείων. Αυτές οι συμφωνίες συνεργασίας δεν θα πρέπει επ’ ουδενί να οδηγούν σε μεταβολή ή σε περιορισμό του καθήκοντος συμμόρφωσης οποιασδήποτε μονάδας παροχής στοιχείων με τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων που υπέχει βάσει των κανονισμών ή αποφάσεων της ΕΚΤ. Στις περιπτώσεις αυτές έχει πλήρη εφαρμογή το νομικό πλαίσιο επιβολής κυρώσεων για παραβάσεις των υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων. Ωστόσο, προς διασφάλιση της συμμόρφωσης με την αρχή ne bis in idem θα πρέπει να υπάρχει επαρκής επικοινωνία μεταξύ της αρμόδιας ΕθνΚΤ και της οικείας ΕΑΑ αναφορικά με τα μέτρα που θα πρέπει να λαμβάνονται βάσει του εν λόγω πλαισίου.

(8)

Με εξαίρεση τις περιπτώσεις παραβάσεων των υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1333/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2014/48) (4), ως προς τις οποίες τα σχέδια διορθωτικών μέτρων δεν θεωρούνται κατάλληλα για την έγκαιρη αποκατάσταση των εικαζόμενων παραβάσεων λόγω της υψηλής συχνότητας της παροχής των οικείων στατιστικών πληροφοριών, καθώς και τις περιπτώσεις σοβαρών παραπτωμάτων, ενδέχεται να είναι δυνατή και σκόπιμη η αποκατάσταση των εικαζόμενων παραβάσεων με τη συνεργασία της μονάδας παροχής στοιχείων. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να διευκολύνεται η επίτευξη συμφωνίας επί σχεδίου διορθωτικών μέτρων μεταξύ, αφενός, της αρμόδιας ΕθνΚΤ ή της ΕΚΤ και, αφετέρου, της μονάδας παροχής στοιχείων. Εξάλλου, το σχέδιο διορθωτικών μέτρων θα μπορούσε μεταξύ άλλων να ορίζει επίσης τις μεθόδους, τις διαδικασίες, τους πόρους και το προσωπικό με τα οποία η μονάδα παροχής στοιχείων θα προτείνει να συντελείται η αποκατάσταση κάθε εικαζόμενης παράβασης, τις διαδικασίες ελέγχου και επίβλεψης που η ίδια θα εφαρμόζει προς τούτο, καθώς και τις διαδικαστικές βελτιώσεις με σκοπό τη μείωση της πιθανότητας επανάληψης των παραβάσεων από την ίδια.

(9)

Ταυτόχρονα, προς ελάφρυνση της διοικητικής επιβάρυνσης και προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη η εφαρμογή στην πράξη της εκάστοτε διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων, θα πρέπει οι διαδικασίες σε περίπτωση παραβάσεων στις περιπτώσεις εικαζόμενων παραβάσεων που δεν θεωρούνται σωρευτικές να κινούνται όπως κρίνεται σκόπιμο, λαμβανομένων υπόψη των κρίσιμων περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης.

(10)

Δεδομένου ότι το ΕΣΚΤ ενεργεί βάσει της αρχής της αναλογικότητας, είναι σκόπιμο να λαμβάνονται υπόψη οι περιστάσεις που μπορεί να θεωρηθεί ότι εν δυνάμει εκφεύγουν του ελέγχου της μονάδας παροχής στοιχείων και να προβλεφθεί σχετικά εξαίρεση από την κίνηση της διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων. Η εξαίρεση αυτή θα πρέπει να ισχύει μόνο για τις μονάδες παροχής στοιχείων που έχουν καταβάλει κάθε εύλογη προσπάθεια για την αποτροπή τυχόν παράβασης των υποχρεώσεων παροχής στοιχείων. Επιπλέον, η εξωτερική ανάθεση από μονάδα παροχής στοιχείων ορισμένων δραστηριοτήτων σχετιζόμενων με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής στοιχείων της ή τυχόν δυσκολίες συντήρησης ή αναβάθμισης της υποδομής τεχνολογίας πληροφορικής (ΤΠ) της δεν θα πρέπει από μόνες τους να θεωρούνται περιστάσεις πέραν του ελέγχου της μονάδας παροχής στοιχείων. Ομοίως, η αρμόδια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος δεν θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη περιστάσεις πέραν του ελέγχου της μονάδας παροχής στοιχείων σε περιπτώσεις σοβαρών παραπτωμάτων.

(11)

Για λόγους αναγόμενους στη σχέση του κόστους προς την αποδοτικότητα και προκειμένου να μειωθεί η διοικητική επιβάρυνση, δεν θα πρέπει να κινείται η διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων προκειμένου για ποσά μικρότερα των ελάχιστων ποσών προστίμου που τυχόν αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό. Ωστόσο, σε περίπτωση κίνησης της διαδικασίας αυτής είναι δυνατή η επιβολή ποσών προστίμου μικρότερων από τα αναφερόμενα στον παρόντα κανονισμό.

(12)

Για όλες τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων που προβλέπονται σε κανονισμούς ή αποφάσεις της ΕΚΤ θα πρέπει να εφαρμόζεται εναρμονισμένη προσέγγιση. Προκειμένου να δίδεται στις μονάδες παροχής στοιχείων επαρκής χρόνος για να προσαρμόζονται στις νέες υποχρεώσεις παροχής στοιχείων, δεν θα πρέπει να ασκείται από την ΕΚΤ η εξουσία επιβολής κυρώσεων για περίοδο 12 μηνών από τη γένεση της υποχρέωσης παροχής στοιχείων βάσει εφαρμοστέου κανονισμού ή απόφασης της ΕΚΤ. Είναι επίσης αναγκαίο να προβλεφθεί ότι τυχόν τροποποιήσεις των υποχρεώσεων παροχής στοιχείων που μεταβάλλουν το υποκείμενο εννοιολογικό πλαίσιο ή επηρεάζουν τον φόρτο εργασίας όσον αφορά την παροχή στοιχείων θα πρέπει να θεωρούνται ουσιώδεις για τους σκοπούς των μεταβατικών ρυθμίσεων. Σε περιπτώσεις σοβαρού παραπτώματος δεν θα πρέπει να ισχύει μεταβατική περίοδος.

(13)

Προς εναρμόνιση των διαδικασιών σε περίπτωση παραβάσεων των υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων και προς διασφάλιση της διαφάνειας κρίνεται σκόπιμη η έκδοση κανονισμού για τη θέσπιση εναρμονισμένου πλαισίου βάσει του οποίου θα μπορούν να επιβάλλονται κυρώσεις σε μονάδες παροχής στοιχείων λόγω μη συμμόρφωσής τους με τις εν λόγω υποχρεώσεις. Για τους λόγους αυτούς είναι αναγκαίο να καταργηθεί η απόφαση ΕΚΤ/2010/10 (5). Ωστόσο, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχεια και η σαφήνεια, η απόφαση ΕΚΤ/2010/10 θα πρέπει να εξακολουθήσει να εφαρμόζεται στις εικαζόμενες παραβάσεις που λαμβάνουν χώρα πριν από την αντίστοιχη ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(14)

Για τους ίδιους λόγους είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ότι οι αρμόδιες ΕθνΚΤ και η ΕΚΤ θα εξακολουθήσουν να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την απόφαση ΕΚΤ/2010/10 στις περιπτώσεις εικαζόμενων παραβάσεων που λαμβάνουν χώρα πριν από την αντίστοιχη ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων επαναλαμβανόμενης μη συμμόρφωσης, όταν μία ή περισσότερες περιπτώσεις μη συμμόρφωσης λαμβάνουν χώρα πριν και μετά από την αντίστοιχη ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(15)

Ο παρών κανονισμός δεν θα εφαρμόζεται για χρονικό διάστημα 18 μηνών από την ημερομηνία της έναρξης ισχύος του, προκειμένου να δοθεί επαρκής χρόνος στις ΕθνΚΤ για να προσαρμοστούν στις διαδικαστικές και τεχνικές μεταβολές που πρόκειται να εισαγάγει το νέο εναρμονισμένο πλαίσιο το οποίο καθορίζεται στις διατάξεις του. Πάντως, κρίνεται κατάλληλη και σκόπιμη η αμεσότερη εφαρμογή του παρόντος κανονισμού σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων που απορρέουν από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1333/2014 (ΕΚΤ/2014/48), δεδομένου ότι είναι κρίσιμη η λήψη έγκαιρων, ακριβών και πλήρων στατιστικών πληροφοριών για την άσκηση των καθηκόντων της ΕΚΤ στον τομέα της νομισματικής πολιτικής και η μη συμμόρφωση με αυτές μπορεί να παρακωλύσει σημαντικά την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων. Ως εκ τούτου, ο παρών κανονισμός θα πρέπει εφαρμοστεί τρεις μήνες μετά την ημερομηνία της έναρξης ισχύος του στις περιπτώσεις μη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων που απορρέουν από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1333/2014 (ΕΚΤ/2014/48),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει εναρμονισμένο πλαίσιο βάσει του οποίου μπορούν να επιβάλλονται σε μονάδες παροχής στοιχείων κυρώσεις λόγω μη συμμόρφωσής τους με υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων προβλεπόμενες σε κανονισμούς και αποφάσεις της ΕΚΤ. Ειδικότερα, καθορίζει την έκταση της παρακολούθησης της συμμόρφωσης των μονάδων παροχής στοιχείων με τις εν λόγω υποχρεώσεις και ορίζει τις ακόλουθες διαδικασίες που πρέπει να εφαρμόζει η αρμόδια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος:

1)

διαδικασία παρακολούθησης και καταγραφής·

2)

διαδικασία γνωστοποίησης·

3)

διαδικασία κοινοποίησης·

4)

έγκριση και εφαρμογή σχεδίου διορθωτικών μέτρων·

5)

διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

ως «αρμόδια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος» νοείται η αρμόδια ΕθνΚΤ ή, σε περίπτωση απευθείας παροχής στοιχείων, η ΕΚΤ·

2)

ως «αρμόδια ΕθνΚΤ» νοείται η ΕθνΚΤ του κράτους μέλους της ζώνης του ευρώ στην επικράτεια του οποίου έλαβε χώρα η εικαζόμενη παράβαση·

3)

ως «σωρευτική εικαζόμενη παράβαση» νοείται σειρά εικαζόμενων παραβάσεων οποιουδήποτε εκ των στοιχείων α) έως ε) του άρθρου 8 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, οι οποίες λαμβάνουν χώρα σε σχέση με μία ή περισσότερες υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων βάσει του ίδιου κανονισμού ή της ίδιας απόφασης της ΕΚΤ·

4)

ως «απευθείας παροχή στοιχείων» νοείται η απευθείας παροχή στατιστικών πληροφοριών από τις μονάδες παροχής στοιχείων στην ΕΚΤ σύμφωνα με απόφαση αρμόδιας ΕθνΚΤ λαμβανόμενη δυνάμει κανονισμού ή απόφασης της ΕΚΤ·

5)

η φράση «πέραν του ελέγχου της μονάδας παροχής στοιχείων» νοείται σε σχέση με απρόβλεπτο εξωτερικό γεγονός το οποίο εκφεύγει του εύλογου ελέγχου μονάδας παροχής στοιχείων και του οποίου οι συνέπειες θα ήταν αναπόφευκτες, παρά τις όποιες εύλογες προσπάθειες αποτροπής τους·

6)

ως «μονάδες παροχής στοιχείων» νοούνται οι μονάδες παροχής στοιχείων, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2533/98·

7)

ως «παράβαση» νοείται η παράβαση, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 σημείο 4) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2532/98·

8)

ως «κυρώσεις» νοούνται οι κυρώσεις, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 σημείο 7) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2532/98·

9)

ως «υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων» νοούνται οι υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων στην ΕΚΤ, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2533/98·

10)

ως «εικαζόμενη παράβαση» νοείται η μη συμμόρφωση μονάδας παροχής στοιχείων με υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων που προβλέπονται σε κανονισμό ή απόφαση της ΕΚΤ:

α)

η οποία έχει εντοπιστεί από αρμόδια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος· και

β)

η επιβεβαίωση του χαρακτήρα της οποίας ως παράβασης βάσει αιτιολογημένης απόφασης της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ κατά το άρθρο 3 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2532/98 του Συμβουλίου εκκρεμεί.

Άρθρο 3

Παρακολούθηση και καταγραφή

1.   Οι αρμόδιες ΕθνΚΤ παρακολουθούν σε συνεχή βάση τη συμμόρφωση των μονάδων παροχής στοιχείων με τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων και καταγράφουν τις εικαζόμενες παραβάσεις σε ειδικό σύστημα. Κάθε αρμόδια ΕθνΚΤ διατηρεί ένα τέτοιο σύστημα για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

2.   Στην περίπτωση της απευθείας παροχής στοιχείων η ΕΚΤ παρακολουθεί σε συνεχή βάση τη συμμόρφωση των μονάδων παροχής στοιχείων με τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων, σε συνεργασία με την αρμόδια ΕθνΚΤ κατόπιν σχετικού αιτήματος της ΕΚΤ, και καταγράφει τις εικαζόμενες παραβάσεις των εν λόγω υποχρεώσεων σε ειδικό σύστημα. Η ΕΚΤ διατηρεί το σύστημα αυτό για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

3.   Όταν μονάδα παροχής στοιχείων ισχυρίζεται ότι ορισμένη εικαζόμενη παράβαση οφείλεται σε περιστάσεις πέραν του ελέγχου της, η αρμόδια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος καταχωρίζει τον ισχυρισμό κατά την καταγραφή των στοιχείων της εικαζόμενης παράβασης.

4.   Όταν αρμόδια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος εντοπίζει περισσότερες εικαζόμενες παραβάσεις υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων από την ίδια μονάδα παροχής στοιχείων, καταγράφει χωριστά κάθε εικαζόμενη παράβαση.

Άρθρο 4

Συμφωνίες συνεργασίας σε τοπικό επίπεδο

1.   Όταν αρμόδια ΕθνΚΤ παρέχει στην ΕΚΤ στατιστικές πληροφορίες τις οποίες έχει συλλέξει μέσω εθνικής αρμόδιας αρχής (ΕΑΑ) βάσει συμφωνιών συνεργασίας σε τοπικό επίπεδο, διασφαλίζει ότι οι πληροφορίες που συλλέγονται και διαβιβάζονται μέσω της οικείας ΕΑΑ επιτρέπουν την αποτελεσματική παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων.

2.   Όταν μονάδα παροχής στοιχείων παρέχει στην αρμόδια ΕθνΚΤ στατιστικές πληροφορίες μέσω ΕΑΑ βάσει συμφωνιών συνεργασίας σε τοπικό επίπεδο πριν από την κίνηση διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων, η αρμόδια ΕθνΚΤ επικοινωνεί με την οικεία ΕΑΑ προκειμένου να λάβει πληροφορίες σχετικά με το εάν η εικαζόμενη παράβαση οφείλεται σε ενέργειες ή παραλείψεις της μονάδας παροχής στοιχείων και να διασφαλίσει ότι κατά της ίδιας μονάδας παροχής στοιχείων δεν κινούνται περισσότερες διαδικασίες σε περίπτωση παραβάσεων για τα ίδια πραγματικά περιστατικά.

3.   Όταν μονάδα παροχής στοιχείων παρέχει στατιστικές πληροφορίες στην αρμόδια ΕθνΚΤ μέσω ΕΑΑ βάσει συμφωνιών συνεργασίας σε τοπικό επίπεδο, η αρμόδια ΕθνΚΤ ενημερώνει την οικεία ΕΑΑ σε περιπτώσεις στις οποίες έχει υποβληθεί από τη μονάδα παροχής στοιχείων σχέδιο διορθωτικών μέτρων κατά το άρθρο 7 και έχει εγκριθεί από την αρμόδια ΕθνΚΤ, όπως και για την επιτυχή ή μη εφαρμογή του, καθώς και σε περιπτώσεις στις οποίες η εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ έχει επιβάλει κύρωση σε μονάδα παροχής στοιχείων σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2532/98 και το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2533/98.

Άρθρο 5

Γνωστοποίηση παραβάσεων

1.   Οι αρμόδιες ΕθνΚΤ υποχρεούνται να γνωστοποιούν έγκαιρα στην ΕΚΤ κάθε εικαζόμενη παράβαση ως εξής:

α)

κάθε εικαζόμενη παράβαση ημερήσιων υποχρεώσεων παροχής στοιχείων μονάδας παροχής στοιχείων·

β)

τουλάχιστον τρεις εικαζόμενες παραβάσεις μηνιαίων υποχρεώσεων παροχής στοιχείων μονάδας παροχής στοιχείων, οι οποίες λαμβάνουν χώρα εντός έξι διαδοχικών μηνών·

γ)

τουλάχιστον τρεις εικαζόμενες παραβάσεις τριμηνιαίων υποχρεώσεων παροχής στοιχείων μονάδας παροχής στοιχείων, οι οποίες λαμβάνουν χώρα εντός τεσσάρων διαδοχικών τριμήνων·

δ)

τουλάχιστον δύο διαδοχικές εικαζόμενες παραβάσεις εξαμηνιαίων υποχρεώσεων παροχής στοιχείων μονάδας παροχής στοιχείων·

ε)

κάθε εικαζόμενη παράβαση ετήσιων υποχρεώσεων παροχής στοιχείων μονάδας παροχής στοιχείων.

Για τους σκοπούς της παροχής στοιχείων για τις εικαζόμενες παραβάσεις της παρούσας παραγράφου οι αρμόδιες ΕθνΚΤ καταγράφουν τις εν λόγω παραβάσεις στο ειδικό σύστημα του άρθρου 3 παράγραφος 1.

2.   Οι αρμόδιες ΕθνΚΤ γνωστοποιούν στην ΕΚΤ κάθε περίπτωση σοβαρού παραπτώματος, μόλις αυτό διαπιστωθεί, ως εξής:

α)

τυχόν συστηματική ή εκ προθέσεως παράλειψη παροχής στατιστικών πληροφοριών στην αρμόδια ΕθνΚΤ εντός της ταχθείσας προθεσμίας·

β)

τυχόν συστηματική ή εκ προθέσεως παράλειψη παροχής ορθών ή πλήρων στατιστικών πληροφοριών·

γ)

τυχόν συστηματική ή εκ προθέσεως παράλειψη συμμόρφωσης με την προβλεπόμενη μορφή των υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων·

δ)

τυχόν αδυναμία αποτελεσματικής συνεργασίας με την αρμόδια ΕθνΚΤ ή εφαρμογής εύλογου βαθμού επιμέλειας.

Για τον εντοπισμό σοβαρών παραπτωμάτων η αρμόδια ΕθνΚΤ μπορεί να ζητά πρόσθετες πληροφορίες από τη μονάδα παροχής στοιχείων.

Για τους σκοπούς της παροχής στοιχείων για σοβαρά παραπτώματα της παρούσας παραγράφου οι αρμόδιες ΕθνΚΤ καταγράφουν κάθε τέτοιο παράπτωμα στο ειδικό σύστημα του άρθρου 3 παράγραφος 1.

3.   Η ΕΚΤ ενημερώνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση την αρμόδια ΕθνΚΤ για τυχόν εικαζόμενες παραβάσεις ή σοβαρό παράπτωμα των παραγράφων 1 και 2 που εντοπίζει σε περιπτώσεις απευθείας παροχής στοιχείων και προβαίνει σε καταγραφή τους στο ειδικό σύστημα του άρθρου 3 παράγραφος 2.

Άρθρο 6

Κοινοποίηση

1.   Πριν από την κίνηση διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων κατά το άρθρο 8 η αρμόδια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος προειδοποιεί την οικεία μονάδα παροχής στοιχείων με έγγραφη κοινοποίηση κατ’ ελάχιστον για τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τη φύση των εικαζόμενων παραβάσεων·

β)

το ενδεχόμενο κίνησης διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων και, σε καταφατική περίπτωση, επιβολής κύρωσης στη μονάδα παροχής στοιχείων·

γ)

τη δυνατότητα της μονάδας παροχής στοιχείων να αιτιολογήσει τις εικαζόμενες παραβάσεις, μεταξύ άλλων, λόγω της συνδρομής περιστάσεων πέραν του ελέγχου της·

δ)

την ανάγκη αποκατάστασης των εικαζόμενων παραβάσεων, αν δεν έχει ήδη επέλθει, προς διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων· και

ε)

εφόσον κρίνεται σκόπιμο, τη δυνατότητα της αρμόδιας κεντρικής τράπεζας του Ευρωσυστήματος να εγκρίνει την εφαρμογή σχεδίου διορθωτικών μέτρων, εφόσον υποβληθεί τέτοιο, από τη μονάδα παροχής στοιχείων.

2.   Εάν αρμόδια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος εντοπίσει περίπτωση σοβαρού παραπτώματος κατά το άρθρο 5 παράγραφος 2, επικοινωνεί εγγράφως με την οικεία μονάδα παροχής στοιχείων για να της κοινοποιήσει κατ’ ελάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τη φύση του σοβαρού παραπτώματος·

β)

το ενδεχόμενο κίνησης διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων και, σε καταφατική περίπτωση, επιβολής κύρωσης στη μονάδα παροχής στοιχείων·

γ)

τη δυνατότητα της μονάδας παροχής στοιχείων να αιτιολογήσει το σοβαρό παράπτωμα· και

δ)

την ανάγκη αποκατάστασης του σοβαρού παραπτώματος από τη μονάδα παροχής στοιχείων προς διασφάλιση της συμμόρφωσης με την υποχρέωση παροχής στατιστικών στοιχείων και, κατά περίπτωση, της αποτελεσματικής συνεργασίας με την αρμόδια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος, χωρίς καθυστέρηση.

3.   Το συντομότερο δυνατό μετά τη συντέλεση της εικαζόμενης παράβασης ή μετά την περιέλευση σε γνώση της του σοβαρού παραπτώματος, η αρμόδια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος προβαίνει σε έγγραφη κοινοποίηση προς τη μονάδα παροχής στοιχείων κατά τις παραγράφους 1 και 2. Σε περίπτωση εικαζόμενης παράβασης των ημερήσιων υποχρεώσεων παροχής στοιχείων η αρμόδια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος προβαίνει στην παραπάνω κοινοποίηση πριν από τη συντέλεση σωρευτικής εικαζόμενης παράβασης, εφόσον είναι εφικτό.

Άρθρο 7

Σχέδιο διορθωτικών μέτρων

1.   Η αρμόδια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος, αφού προειδοποιήσει την οικεία μονάδα παροχής στοιχείων σχετικά με εικαζόμενη παράβαση σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1, και εφόσον συμπληρωθεί το αναφερόμενο στο άρθρο 8 παράγραφος 2 ελάχιστο όριο για τη σωρευτική εικαζόμενη παράβαση, ενημερώνει την εν λόγω μονάδα παροχής στοιχείων ότι μπορεί να υποβάλει σχέδιο διορθωτικών μέτρων.

2.   Εντός 60 ημερολογιακών ημερών από την αναφερόμενη στην παράγραφο 1 κοινοποίηση, η αρμόδια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος μπορεί να εγκρίνει το σχέδιο διορθωτικών μέτρων που έχει υποβάλει μονάδα παροχής στοιχείων σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

3.   Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

σοβαρό παράπτωμα του άρθρου 5 παράγραφος 2· ή

β)

εικαζόμενη παράβαση υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1333/2014 (ΕΚΤ/2014/48).

4.   Η μονάδα παροχής στοιχείων καταρτίζει σχέδιο διορθωτικών μέτρων το οποίο κατ’ ελάχιστον:

α)

παραθέτει τους λόγους της εικαζόμενης παράβασης·

β)

καθορίζει τα διορθωτικά μέτρα που η ίδια πρέπει να λάβει και περιλαμβάνει διάταξη σχετικά με την υποβολή των ορθών ή ελλειπουσών στατιστικών πληροφοριών χωρίς καθυστέρηση·

γ)

περιλαμβάνει χρονοδιάγραμμα εφαρμογής των μέτρων του στοιχείου β)· και

δ)

περιλαμβάνει τα στοιχεία των (ενός ή περισσότερων) υπεύθυνων επικοινωνίας.

5.   Η αρμόδια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος αξιολογεί χωρίς καθυστέρηση το σχέδιο διορθωτικών μέτρων που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 4, σε κάθε περίπτωση εντός 12 ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία υποβολής του, και, κατά περίπτωση, αφού λάβει δεόντως υπόψη τυχόν παρατηρήσεις της ΕΚΤ σύμφωνα με την παράγραφο 7:

α)

εγκρίνει το σχέδιο και ορίζει οριστική προθεσμία έως και 60 ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία έγκρισής του για τη συνολική εφαρμογή του· ή

β)

αν το σχέδιο δεν επαρκεί για την αποκατάσταση της εικαζόμενης παράβασης, ζητεί από τη μονάδα παροχής στοιχείων να καταρτίσει και να υποβάλει αναθεωρημένο σχέδιο διορθωτικών μέτρων εντός 10 ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία υποβολής του σχετικού αιτήματος.

6.   Όταν υποβάλλεται αναθεωρημένο σχέδιο διορθωτικών μέτρων εντός της προθεσμίας της παραγράφου 5 στοιχείο β), η αρμόδια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος το αξιολογεί χωρίς καθυστέρηση, σε κάθε περίπτωση εντός 8 ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία υποβολής του, και, αφού λάβει δεόντως υπόψη τυχόν παρατηρήσεις της ΕΚΤ σύμφωνα με την παράγραφο 7:

α)

εγκρίνει το αναθεωρημένο σχέδιο διορθωτικών μέτρων και ορίζει οριστική προθεσμία έως και 42 ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία έγκρισής του για τη συνολική εφαρμογή του ή

β)

το απορρίπτει, αν αυτό δεν επαρκεί για την αποκατάσταση της εικαζόμενης παράβασης, και κινεί διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων σύμφωνα με το άρθρο 8.

7.   Η αρμόδια ΕθνΚΤ υποβάλλει κάθε σχέδιο διορθωτικών μέτρων ή κάθε αναθεωρημένο σχέδιο διορθωτικών μέτρων που λαμβάνει σύμφωνα με το παρόν άρθρο στην ΕΚΤ χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Εάν η ΕΚΤ θεωρεί ότι το σχέδιο δεν αρκεί για την αποκατάσταση της εικαζόμενης παράβασης, ισχύουν τα ακόλουθα:

α)

στην περίπτωση σχεδίου διορθωτικών μέτρων κατά την παράγραφο 5, η αρμόδια ΕθνΚΤ ζητεί από τη μονάδα παροχής στοιχείων να καταρτίσει και να υποβάλει αναθεωρημένο σχέδιο διορθωτικών μέτρων εντός 10 ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία υποβολής του σχετικού αιτήματος· και

β)

στην περίπτωση αναθεωρημένου σχεδίου διορθωτικών μέτρων κατά την παράγραφο 6, η αρμόδια ΕθνΚΤ το απορρίπτει και κινεί διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων σύμφωνα με το άρθρο 8.

8.   Όταν αρμόδια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος εγκρίνει σχέδιο διορθωτικών μέτρων σύμφωνα με την παράγραφο 5 ή 6, παρακολουθεί την εφαρμογή του και επαληθεύει ότι τα διορθωτικά μέτρα που αυτό περιλαμβάνει εφαρμόστηκαν αποτελεσματικά και χωρίς καθυστέρηση.

9.   Η αρμόδια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος μπορεί να παρατείνει άπαξ την προθεσμία εφαρμογής σχεδίου διορθωτικών μέτρων που έχει εγκριθεί σύμφωνα με την παράγραφο 5 ή 6, εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις και η μονάδα παροχής στοιχείων αποδεικνύει ότι το σχέδιο διορθωτικών μέτρων εφαρμόζεται αποτελεσματικά. Κάθε παράταση περιορίζεται στο χρονικό διάστημα που η αρμόδια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος κρίνει αναγκαίο για την εφαρμογή του σχεδίου διορθωτικών μέτρων από τη μονάδα παροχής στοιχείων και, σε κάθε περίπτωση, δεν υπερβαίνει τις 30 ημερολογιακές ημέρες από την εκπνοή της οριστικής προθεσμίας της παραγράφου 5 ή 6, κατά περίπτωση.

10.   Οι αρμόδιες ΕθνΚΤ και η ΕΚΤ γνωστοποιούν μεταξύ τους κάθε σχέδιο διορθωτικών μέτρων που έχει συμφωνηθεί με μονάδα παροχής στοιχείων αμέσως μόλις αυτό εγκριθεί, και αλληλοενημερώνονται σχετικά με την εφαρμογή του.

11.   Σε περίπτωση έγκρισης και εφαρμογής σχεδίου διορθωτικών μέτρων σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η αρμόδια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος δεν κινεί διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων βάσει του άρθρου 8 σε σχέση με την ίδια εικαζόμενη παράβαση από την ίδια μονάδα παροχής στοιχείων πριν από την εκπνοή της οριστικής προθεσμίας της παραγράφου 5 ή 6, κατά περίπτωση, με την επιφύλαξη τυχόν παράτασης που χορηγείται βάσει της παραγράφου 9.

12.   Εάν η μονάδα παροχής στοιχείων δεν συμμορφωθεί με προθεσμία κατά την παράγραφο 5 ή 6, ή με τυχόν παράταση προθεσμίας που χορηγείται βάσει της παραγράφου 9, ή εάν η εικαζόμενη παράβαση δεν αποκατασταθεί εντός της οριστικής προθεσμίας της παραγράφου 5 ή 6, ή τυχόν παράτασης προθεσμίας που χορηγείται βάσει της παραγράφου 9, κατά περίπτωση, η αρμόδια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος κινεί διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων σύμφωνα με το άρθρο 8.

13.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 έως 12, οι αρμόδιες κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος συνεχίζουν να παρακολουθούν μία ή περισσότερες εικαζόμενες παραβάσεις που αποτελούν αντικείμενο σχεδίου διορθωτικών μέτρων και τη συμμόρφωση των μονάδων παροχής στοιχείων με τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων, ενώ συνεχίζουν να καταγράφουν και να γνωστοποιούν τυχόν εικαζόμενες παραβάσεις σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 5.

Άρθρο 8

Διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων

1.   Οι αρμόδιες ΕθνΚΤ ή η ΕΚΤ κινούν διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων κατά μονάδας παροχής στοιχείων σε κάθε μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

σοβαρό παράπτωμα κατά το άρθρο 5 παράγραφος 2·

β)

σωρευτική εικαζόμενη παράβαση υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1333/2014 (ΕΚΤ/2014/48) κατά την παράγραφο 2·

γ)

σωρευτική εικαζόμενη παράβαση της παραγράφου 2, εφόσον δεν έχει υποβληθεί σχέδιο διορθωτικών μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 7 ή το σχέδιο διορθωτικών μέτρων ή το αναθεωρημένο σχέδιο που υπέβαλε η μονάδα παροχής στοιχείων δεν έχει εγκριθεί από την αρμόδια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 5 ή παράγραφος 6· ή

δ)

σωρευτική εικαζόμενη παράβαση της παραγράφου 2, εφόσον η οριστική προθεσμία για την εφαρμογή σχεδίου διορθωτικών μέτρων ή αναθεωρημένου σχεδίου κατά το άρθρο 7 παράγραφος 5 ή παράγραφος 6, κατά περίπτωση, ή η παράτασή της κατά το άρθρο 7 παράγραφος 9, έχει εκπνεύσει πριν από την αποκατάσταση της μη συμμόρφωσης.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχεία β), γ) και δ) η σωρευτική εικαζόμενη παράβαση περιλαμβάνει καθένα από τα ακόλουθα:

α)

τουλάχιστον τρεις εικαζόμενες παραβάσεις ημερήσιων υποχρεώσεων παροχής στοιχείων μονάδας παροχής στοιχείων, οι οποίες λαμβάνουν χώρα εντός του ίδιου μήνα ή τουλάχιστον πέντε εικαζόμενες παραβάσεις εντός τριών διαδοχικών ημερολογιακών μηνών·

β)

τουλάχιστον τρεις εικαζόμενες παραβάσεις μηνιαίων υποχρεώσεων παροχής στοιχείων μονάδας παροχής στοιχείων, οι οποίες λαμβάνουν χώρα εντός έξι διαδοχικών μηνών·

γ)

τουλάχιστον τρεις εικαζόμενες παραβάσεις τριμηνιαίων υποχρεώσεων παροχής στοιχείων μονάδας παροχής στοιχείων, οι οποίες λαμβάνουν χώρα εντός τεσσάρων διαδοχικών τριμήνων·

δ)

οποιεσδήποτε δύο διαδοχικές εικαζόμενες παραβάσεις εξαμηνιαίων υποχρεώσεων παροχής στοιχείων μονάδας παροχής στοιχείων·

ε)

οποιεσδήποτε δύο διαδοχικές εικαζόμενες παραβάσεις ετήσιων υποχρεώσεων παροχής στοιχείων μονάδας παροχής στοιχείων.

3.   Οι αρμόδιες ΕθνΚΤ ή η ΕΚΤ μπορούν να κινούν κατά μονάδας παροχής στοιχείων διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων προκειμένου για εικαζόμενες παραβάσεις πέραν εκείνων της παραγράφου 1. Στις περιπτώσεις αυτές η αρμόδια ΕθνΚΤ ή η ΕΚΤ λαμβάνει υπόψη τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης όταν προσδιορίζει εάν θα κινηθεί ή όχι τέτοια διαδικασία, συμπεριλαμβανομένων των ακόλουθων κατά περίπτωση:

α)

εάν η μονάδα παροχής στοιχείων έχει επιδείξει καλή πίστη στην ερμηνεία και την εκπλήρωση της υποχρέωσης παροχής στατιστικών στοιχείων·

β)

εάν η μονάδα παροχής στοιχείων έχει επιδείξει επιμέλεια και συνεργασία στην ερμηνεία και την εκπλήρωση της υποχρέωσης παροχής στατιστικών στοιχείων·

γ)

εάν η μονάδα παροχής στοιχείων έχει επιδείξει δόλο στην ερμηνεία και την εκπλήρωση της υποχρέωσης παροχής στατιστικών στοιχείων·

δ)

τη σοβαρότητα των συνεπειών της εικαζόμενης παράβασης·

ε)

την επανάληψη, τη συχνότητα ή τη διάρκεια της εικαζόμενης παράβασης·

στ)

τυχόν οφέλη για τη μονάδα παροχής στοιχείων που προκύπτουν από την εικαζόμενη παράβαση·

ζ)

το οικονομικό μέγεθος της μονάδας παροχής στοιχείων·

η)

εάν η μονάδα παροχής στοιχείων έχει υποστεί παλαιότερα κυρώσεις για μη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων.

4.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 3 οι αρμόδιες ΕθνΚΤ ή η ΕΚΤ κινούν διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις:

α)

το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2157/1999 (ΕΚΤ/1999/4)· και

β)

τα άρθρα 3 και 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2532/98.

5.   Οι αρμόδιες ΕθνΚΤ ή η ΕΚΤ μπορούν να κινήσουν διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων ακόμη και όταν η αρμόδια κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος δεν έχει καταγράψει ή γνωστοποιήσει την εικαζόμενη παράβαση σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 5.

6.   Με εξαίρεση τις περιπτώσεις σοβαρού παραπτώματος, η αρμόδια ΕθνΚΤ ή η ΕΚΤ δεν κινούν διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων εάν θεωρούν ότι η εικαζόμενη παράβαση οφειλόταν σε περιστάσεις πέραν του ελέγχου της μονάδας παροχής στοιχείων. Όταν οι αρμόδιες ΕθνΚΤ και η ΕΚΤ διαπιστώνουν αν συντρέχει εικαζόμενη παράβαση λόγω περιστάσεων πέραν του ελέγχου της μονάδας παροχής στοιχείων, λαμβάνουν ιδίως υπόψη εάν οι περιστάσεις αυτές:

α)

ήταν επαρκώς ασυνήθιστες·

β)

ήταν εξαιρετικές·

γ)

ήταν απρόβλεπτες·

δ)

μπορούν να αποδοθούν σε οποιαδήποτε ενέργεια ή παράλειψη της μονάδας παροχής στοιχείων.

Δεν θεωρούνται πέραν του ελέγχου της μονάδας παροχής στοιχείων τεχνικές δυσκολίες ή δυσκολίες συντήρησης και αναβάθμισης της υποδομής ΤΠ, συμπεριλαμβανομένης της εξωτερικής ανάθεσης της υποδομής αυτής.

7.   Η αρμόδια ΕθνΚΤ ή η ΕΚΤ δεν κινεί διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων όταν συντρέχει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

το ενδεχόμενο πρόστιμο για την εικαζόμενη παράβαση δεν είναι πιθανό να υπερβεί τις 10 000 ευρώ σε περίπτωση εικαζόμενης παράβασης που αφορά την παράλειψη εμπρόθεσμης παροχής στατιστικών πληροφοριών στην ΕΚΤ ή στην αρμόδια ΕθνΚΤ· ή

β)

το ενδεχόμενο πρόστιμο για την εικαζόμενη παράβαση δεν είναι πιθανό να υπερβεί τις 20 000 ευρώ σε περίπτωση εικαζόμενων παραβάσεων που αφορούν στατιστικές πληροφορίες οι οποίες είναι λανθασμένες, ελλιπείς ή η μορφή τους δεν είναι συμβατή με την εκάστοτε απαίτηση.

Εάν έχει κινηθεί διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων, είναι δυνατή η επιβολή των ποσών του προστίμου που υπολείπονται των αναφερόμενων στο στοιχείο α) ποσών.

8.   Η αρμόδια ΕθνΚΤ ή η ΕΚΤ δεν κινεί διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων κατά μονάδας παροχής στοιχείων όταν έχει κινηθεί άλλη τέτοια διαδικασία ή έχει επιβληθεί κύρωση κατά της ίδιας μονάδας παροχής στοιχείων με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά.

9.   Η αρμόδια ΕθνΚΤ ή η ΕΚΤ τηρεί ηλεκτρονικά αρχεία στα οποία καταγράφεται κάθε διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων που έχει κινηθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 9

Μεθοδολογία κυρώσεων

Η ΕΚΤ εκδίδει απόφαση σχετικά με τη μεθοδολογία υπολογισμού του προτεινόμενου ποσού κυρώσεων.

Άρθρο 10

Επανεξέταση

Το διοικητικό συμβούλιο επανεξετάζει τη γενική εφαρμογή και εκτέλεση του παρόντος κανονισμού το αργότερο εντός πέντε ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του και, στη συνέχεια, ανά τριετία, και αξιολογεί εάν χρήζει τροποποίησης.

Άρθρο 11

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Το άρθρο 8 δεν εφαρμόζεται για περίοδο 12 μηνών από την πρώτη παροχή στοιχείων βάσει εφαρμοστέου κανονισμού ή απόφασης της ΕΚΤ σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

οι στατιστικές πληροφορίες παρέχονται για πρώτη φορά βάσει του κανονισμού ή της απόφασης της ΕΚΤ·

β)

οι υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων έχουν τροποποιηθεί ουσιωδώς από τον κανονισμό ή την απόφαση της ΕΚΤ, με αποτέλεσμα το υποκείμενο εννοιολογικό πλαίσιο να μεταβληθεί ή να επηρεαστεί ο φόρτος παροχής στοιχείων, και οι αντίστοιχες στατιστικές πληροφορίες παρέχονται για πρώτη φορά μετά την εν λόγω τροποποίηση·

γ)

οι στατιστικές πληροφορίες παρέχονται από νέες μονάδες παροχής στοιχείων ή μονάδες παροχής στοιχείων νέων επιχειρήσεων οι οποίες έως τότε δεν υπόκεινταν σε υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων βάσει του ίδιου κανονιστικού πλαισίου.

2.   Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις σοβαρών παραπτωμάτων του άρθρου 5.

3.   Όταν οποιαδήποτε εικαζόμενη παράβαση λάβει χώρα πριν από την αντίστοιχη ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού κατά το άρθρο 14, η αρμόδια ΕθνΚΤ ή η ΕΚΤ συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της απόφασης ΕΚΤ/2010/10, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων επαναλαμβανόμενης μη συμμόρφωσης κατά το άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο β) της εν λόγω απόφασης, όπου μία ή περισσότερες περιπτώσεις μη συμμόρφωσης λαμβάνουν χώρα πριν και μετά από την αντίστοιχη ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 12

Ειδική εφαρμογή για παραβάσεις υποχρεώσεων παροχής στατιστικών στοιχείων χρηματαγοράς

Σε περιπτώσεις εικαζόμενων παραβάσεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1333/2014 (ΕΚΤ/2014/48) οι αρμόδιες ΕθνΚΤ και η ΕΚΤ συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού από την 31η Ιανουαρίου 2023.

Άρθρο 13

Κατάργηση

Με τον παρόντα κανονισμό καταργείται η απόφαση ΕΚΤ/2010/10 με ισχύ από την 31η Ιανουαρίου 2023. Ωστόσο, εξακολουθεί να ισχύει για εικαζόμενες παραβάσεις που λαμβάνουν χώρα πριν από την αντίστοιχη ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, όπως ορίζεται στο άρθρο 14.

Άρθρο 14

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 30ή Απριλίου 2024, με εξαίρεση το άρθρο 12, το οποίο θα εφαρμοστεί από την 31η Ιανουαρίου 2023.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Φρανκφούρτη, 29 Σεπτεμβρίου 2022.

Για το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ

Η Πρόεδρος της ΕΚΤ

Christine LAGARDE


(1)  ΕΕ L 318 της 27.11.1998, σ. 4.

(2)  ΕΕ L 318 της 27.11.1998, σ. 8.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2157/1999 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 23ης Σεπτεμβρίου 1999, σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την επιβολή κυρώσεων (ΕΚΤ/1999/4) (ΕΕ L 264 της 12.10.1999, σ. 21).

(4)  Κανονισμός (EE) αριθ. 1333/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 26ης Νοεμβρίου 2014, σχετικά με τα στατιστικά στοιχεία χρηματαγορών (EKT/2014/48) (ΕΕ L 359 της 16.12.2014, σ. 97).

(5)  Απόφαση ΕΚΤ/2010/10 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 19ης Αυγούστου 2010, σχετικά με τη μη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις παροχής στατιστικών στοιχείων, (ΕΕ L 226 της 28.8.2010, σ. 48).


Top