Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32014L0049

Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014 , περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (αναδιατύπωση) Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

ΕΕ L 173 της 12.6.2014, p. 149–178 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force: This act has been changed. Current consolidated version: 02/07/2014

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2014/49/oj

12.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 173/149


ΟΔΗΓΊΑ 2014/49/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 16ης Απριλίου 2014

περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων

(αναδιατύπωση)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 53 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Μετά τη διαβίβαση του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) έχει τροποποιηθεί σημαντικά (4). Επειδή πρόκειται να τροποποιηθεί περαιτέρω, κρίνεται σκόπιμο να αναδιατυπωθεί η οδηγία για λόγους σαφήνειας.

(2)

Είναι αναγκαίο, προκειμένου να διευκολυνθούν η ανάληψη της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος και η άσκησή της, να απαλειφθούν ορισμένες διαφορές μεταξύ των δικαίων των κρατών μελών ως προς το καθεστώς των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΣΕΚ) στο οποίο υπόκεινται τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα.

(3)

Η παρούσα οδηγία αποτελεί ουσιώδες μέσο για την εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς, τόσο όσον αφορά την ελευθερία εγκατάστασης όσο και την ελεύθερη παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων, με την ταυτόχρονη ενίσχυση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος και της προστασίας των καταθετών. Λόγω του κόστους που συνεπάγεται για την οικονομία στο σύνολό της η πτώχευση ενός πιστωτικού ιδρύματος και των αρνητικών της επιπτώσεων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την εμπιστοσύνη των καταθετών, δεν θα πρέπει μόνο να προβλέπεται η αποζημίωση των καταθετών αλλά και να παρέχεται στα κράτη μέλη επαρκής ευελιξία ώστε να μπορούν τα ΣΕΚ να εφαρμόζουν μέτρα για τον περιορισμό της πιθανότητας μελλοντικής άσκησης αξιώσεων κατ’ αυτών. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει πάντα να συμμορφώνονται με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων.

(4)

Προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη η προϊούσα ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, θα πρέπει να είναι δυνατή η συγχώνευση των ΣΕΚ διάφορων κρατών μελών ή η δημιουργία ξεχωριστών διασυνοριακών συστημάτων σε εκούσια βάση. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν επαρκή σταθερότητα και ισόρροπη σύνθεση των νέων και των υπαρχόντων ΣΕΚ. Θα πρέπει να αποφεύγονται οι αρνητικές επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, π.χ. όταν μόνο πιστωτικά ιδρύματα με υψηλό προφίλ κινδύνου μεταφέρονται σε διασυνοριακό ΣΕΚ.

(5)

Η οδηγία 94/19/ΕΚ επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να υποβάλλει, κατά περίπτωση, προτάσεις για την τροποποίηση της εν λόγω οδηγίας. Η παρούσα οδηγία περιλαμβάνει την εναρμόνιση των μηχανισμών χρηματοδότησης των ΣΕΚ, την εισαγωγή εισφορών με βάση τους κινδύνους και την εναρμόνιση του εύρους των καλυπτόμενων προϊόντων και καταθετών.

(6)

Η οδηγία 94/19/ΕΚ βασίζεται στην αρχή της ελάχιστης εναρμόνισης. Κατά συνέπεια, υπάρχει σήμερα στην Ένωση μια ποικιλία ΣΕΚ με πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά. Ως αποτέλεσμα των κοινών απαιτήσεων που θεσπίζονται με την παρούσα οδηγία, θα πρέπει να παρέχεται ομοιόμορφο επίπεδο προστασίας στους καταθέτες όλης της Ένωσης, ενώ ταυτοχρόνως εξασφαλίζεται ίδιο επίπεδο σταθερότητας όσον αφορά τα ΣΕΚ. Συγχρόνως, αυτές οι κοινές απαιτήσεις είναι ύψιστης σπουδαιότητας προκειμένου να εξαλειφθούν οι στρεβλώσεις της αγοράς. Η παρούσα οδηγία συμβάλλει συνεπώς στην ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς.

(7)

Με τη θέσπιση της παρούσας οδηγίας οι καταθέτες θα επωφελούνται από σημαντικά βελτιωμένη πρόσβαση στα ΣΕΚ, χάρη σε ευρύτερο και σαφέστερο πεδίο κάλυψης, συντομότερες προθεσμίες καταβολής αποζημιώσεων, καλύτερη ενημέρωση και αυστηρές απαιτήσεις χρηματοδότησης. Κατά τον τρόπο αυτό θα βελτιωθεί η εμπιστοσύνη του καταναλωτή στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο σύνολο της εσωτερικής αγοράς.

(8)

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα ΣΕΚ να λειτουργούν σύμφωνα με υγιείς πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης και να υποβάλλουν ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων.

(9)

Με την παύση των εργασιών ενός αφερέγγυου πιστωτικού ιδρύματος, οι καταθέτες υποκαταστημάτων εγκατεστημένων σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο της έδρας του πιστωτικού ιδρύματος θα πρέπει να προστατεύονται από το ίδιο ΣΕΚ όπως οι υπόλοιποι καταθέτες του πιστωτικού ιδρύματος.

(10)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη να περιλαμβάνουν στο πεδίο εφαρμογής της τα πιστωτικά ιδρύματα όπως καθορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) που εξαιρούνται από το πεδίο της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 5 αυτής. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να αποφασίζουν ότι, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ο κεντρικός οργανισμός και όλα τα συνδεόμενα με αυτόν ιδρύματα αντιμετωπίζονται ως ένα μοναδικό πιστωτικό ίδρυμα.

(11)

Η παρούσα οδηγία απαιτεί καταρχήν από όλα τα πιστωτικά ιδρύματα να συμμετέχουν σε ένα ΣΕΚ. Το κράτος μέλος που επιτρέπει την εγκατάσταση υποκαταστημάτων πιστωτικού ιδρύματος το οποίο έχει την έδρα του σε τρίτη χώρα θα πρέπει να αποφασίζει πώς θα εφαρμόζει την παρούσα οδηγία στα εν λόγω υποκαταστήματα και θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ανάγκη να προστατεύονται οι καταθέτες και να διατηρηθεί η ακεραιότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι καταθέτες αυτών των υποκαταστημάτων θα πρέπει να έχουν πλήρη γνώση των εγγυήσεων που τους αφορούν.

(12)

Θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι υπάρχουν θεσμικά συστήματα προστασίας (ΘΣΠ) που προστατεύουν το ίδιο το πιστωτικό ίδρυμα και που, ιδίως, διασφαλίζουν τη ρευστότητα και τη φερεγγυότητά τους. Όταν τα συστήματα αυτά είναι χωριστά από τα ΣΕΚ, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο επιπρόσθετος διασφαλιστικός ρόλος τους κατά τον προσδιορισμό των εισφορών των μελών στα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων. Το εναρμονισμένο επίπεδο κάλυψης που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να επηρεάζει τα συστήματα που προστατεύουν το ίδιο το πιστωτικό ίδρυμα, εκτός εάν επιστρέφουν καταθέσεις.

(13)

Κάθε πιστωτικό ίδρυμα θα πρέπει να αποτελεί μέρος ενός ΣΕΚ αναγνωρισμένου βάσει της παρούσας οδηγίας, προκειμένου να εξασφαλίζεται το υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και ίσοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και να αποφεύγεται η καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας. Τα ΣΕΚ θα πρέπει να διασφαλίζουν την προστασία αυτή ανά πάσα στιγμή.

(14)

Η βασική αποστολή των ΣΕΚ έγκειται στην προστασία των καταθετών από τις συνέπειες της αφερεγγυότητας ενός πιστωτικού ιδρύματος. Τα ΣΕΚ θα πρέπει να διασφαλίζουν την προστασία αυτή με διάφορους τρόπους. Τα ΣΕΚ θα πρέπει να χρησιμοποιούνται κατά πρώτο λόγο για την καταβολή αποζημιώσεων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία (να προορίζονται αμιγώς για την παροχή αποζημίωσης).

(15)

Τα ΣΕΚ θα πρέπει επίσης να συμβάλλουν στη χρηματοδότηση της εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με την οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

(16)

Θα πρέπει εξάλλου να είναι δυνατόν, όταν επιτρέπεται από το εθνικό δίκαιο, να υπερβαίνουν τα ΣΕΚ τον ρόλο τους που συνίσταται αμιγώς στην παροχή αποζημίωσης και να χρησιμοποιούν τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα ώστε να προλαμβάνεται η πτώχευση πιστωτικού ιδρύματος και να αποφεύγονται τα έξοδα αποζημίωσης των καταθετών και άλλες αρνητικές επιπτώσεις. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει ωστόσο να εφαρμόζονται εντός σαφώς καθορισμένου πλαισίου και εν πάση περιπτώσει σύμφωνα με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Τα ΣΕΚ θα πρέπει ιδίως να έχουν κατάλληλα συστήματα και διαδικασίες για την επιλογή και την εφαρμογή των μέτρων και για την παρακολούθηση των σχετικών κινδύνων. Η εφαρμογή των μέτρων αυτών θα πρέπει να συνδέεται με την επιβολή όρων στο πιστωτικό ίδρυμα, οι οποίοι περιλαμβάνουν τουλάχιστον αυστηρότερη παρακολούθηση του κινδύνου και ενισχυμένα δικαιώματα ελέγχου του ΣΕΚ. Το κόστος των μέτρων που λαμβάνονται για την πρόληψη της πτώχευσης ενός πιστωτικού ιδρύματος δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το κόστος εκπλήρωσης της εκ του νόμου ή συμβατικής εντολής του αντίστοιχου ΣΕΚ όσον αφορά την προστασία των καλυπτόμενων καταθέσεων στο πιστωτικό ίδρυμα ή του ίδιου του ιδρύματος.

(17)

Τα ΣΕΚ θα πρέπει επίσης να μπορούν να λάβουν τη μορφή θεσμικού συστήματος προστασίας. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να αναγνωρίζουν τα θεσμικά συστήματα προστασίας ως ΣΕΚ, εφόσον πληρούν όλα τα κριτήρια της παρούσας οδηγίας.

(18)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στα συστήματα συμβατικής προστασίας ή στα ΘΣΠ που δεν είναι αναγνωρισμένα επίσημα ως ΣΕΚ, παρά μόνο για περιορισμένες απαιτήσεις σχετικά με τη διαφήμιση και την ενημέρωση των καταθετών σε περίπτωση αποκλεισμού ή αποχώρησης ενός πιστωτικού ιδρύματος. Εν πάση περιπτώσει, τα συστήματα συμβατικής προστασίας και τα ΘΣΠ υπόκεινται στους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων.

(19)

Κατά την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση, οι ασυντόνιστες αυξήσεις της κάλυψης στα διάφορα κράτη μέλη της Ένωσης ώθησαν σε ορισμένες περιπτώσεις τους καταθέτες να μεταφέρουν χρήματα σε πιστωτικά ιδρύματα χωρών όπου οι εγγυήσεις των καταθέσεων ήταν υψηλότερες. Αυτές οι ασυντόνιστες αυξήσεις έχουν στερήσει ρευστότητα από τα πιστωτικά ιδρύματα σε καιρούς ακραίων καταστάσεων. Σε καιρούς σταθερότητας, η διαφορετική κάλυψη ενδέχεται να οδηγήσει τους καταθέτες να επιλέξουν την υψηλότερη προστασία των καταθέσεων και όχι το καταθετικό προϊόν που τους αρμόζει περισσότερο. Η διαφορετική αυτή κάλυψη ενδέχεται να οδηγήσει σε στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά. Επομένως, είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί εναρμονισμένο επίπεδο προστασίας των καταθέσεων από όλα τα αναγνωρισμένα ΣΕΚ, ανεξαρτήτως του τόπου όπου ευρίσκονται οι καταθέσεις εντός της Ένωσης. Ωστόσο, θα πρέπει να είναι δυνατόν ορισμένες καταθέσεις, λόγω της ιδιαίτερης προσωπικής κατάστασης των καταθετών, να καλύπτονται σε υψηλότερο επίπεδο, αλλά για περιορισμένο χρονικό διάστημα.

(20)

Το ίδιο επίπεδο κάλυψης θα πρέπει να ισχύει για όλους τους καταθέτες, ανεξαρτήτως του αν το νόμισμα του κράτους μέλους είναι το ευρώ. Τα κράτη μέλη που δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να στρογγυλοποιούν τα ποσά που προκύπτουν από τη μετατροπή, χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο την ισοδύναμη προστασία των καταθετών.

(21)

Αφενός, για την προστασία των καταναλωτών και για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η κάλυψη που ορίζει η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να αφήνει απροστάτευτο υπερβολικά μεγάλο μέρος των καταθέσεων. Αφετέρου, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το κόστος της χρηματοδότησης των συστημάτων. Είναι συνεπώς εύλογο να καθοριστεί η εναρμονισμένη κάλυψη σε 100 000 EUR.

(22)

Η παρούσα οδηγία διατηρεί την αρχή του εναρμονισμένου ύψους ανά καταθέτη και όχι ανά κατάθεση. Είναι ως εκ τούτου σκόπιμο να ληφθούν υπόψη οι καταθέσεις καταθετών που είτε δεν αναφέρονται ως δικαιούχοι του λογαριασμού είτε δεν είναι οι μόνοι δικαιούχοι του λογαριασμού. Το όριο αυτό θα πρέπει να εφαρμόζεται για κάθε καταθέτη του οποίου διαπιστώνεται η ταυτότητα. Η αρχή ότι το ύψος εφαρμόζεται για κάθε καταθέτη του οποίου διαπιστώνεται η ταυτότητα δεν θα πρέπει να ισχύει στην περίπτωση των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες, οι οποίοι υπόκεινται σε ειδικούς κανόνες προστασίας που δεν υπάρχουν για τις εν λόγω καταθέσεις.

(23)

Η εισαγωγή, με την οδηγία 2009/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), σταθερού επιπέδου κάλυψης που ανέρχεται σε 100 000 EUR, έχει οδηγήσει ορισμένα κράτη μέλη σε μια κατάσταση που τους επιβάλλει να μειώσουν το επίπεδο κάλυψής τους, με αποτέλεσμα κίνδυνο υπονόμευσης της εμπιστοσύνης των καταναλωτών. Μολονότι η εναρμόνιση είναι ουσιώδης προκειμένου να εξασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού και χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην εσωτερική αγορά, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο κίνδυνος υπονόμευσης της εμπιστοσύνης των καταθετών. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να εφαρμόσουν υψηλότερο επίπεδο κάλυψης εάν προέβλεπαν επίπεδο κάλυψης υψηλότερο από το εναρμονισμένο πριν από την εφαρμογή της οδηγίας 2009/14/ΕΚ. Το υψηλότερο αυτό επίπεδο θα πρέπει να είναι περιορισμένο, τόσο χρονικά όσο και από άποψη εμβέλειας, και τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσαρμόσουν ανάλογα το επίπεδο-στόχο και τις εισφορές που καταβάλλονται ανάλογα στα ΣΕΚ. Δεδομένου ότι δεν είναι δυνατόν να προσαρμοστεί το επίπεδο-στόχος εάν το επίπεδο κάλυψης είναι απεριόριστο, θα ήταν σκόπιμο να αφορά η εναλλακτική δυνατότητα μόνο τα κράτη μέλη τα οποία την 1η Ιανουαρίου 2008 εφήρμοζαν επίπεδο κάλυψης εντός ορίων που καθορίζονται μεταξύ 100 000 και 300 000 EUR. Προκειμένου να περιοριστούν οι επιπτώσεις των διαφορετικών επιπέδων κάλυψης και δεδομένου ότι η Επιτροπή θα επανεξετάσει την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας έως τις 31 Δεκεμβρίου 2018, είναι σκόπιμο να υπάρχει η δυνατότητα αυτή το αργότερο έως την ημερομηνία αυτή.

(24)

Η δυνατότητα των ΣΕΚ να συμψηφίζουν τις οφειλές του καταθέτη με τις απαιτήσεις του για καταβολή αποζημιώσεων θα πρέπει να επιτρέπεται μόνο αν οι εν λόγω οφειλές κατέστησαν ληξιπρόθεσμες κατά ή πριν από την ημερομηνία μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων. Ο συμψηφισμός αυτός δεν θα πρέπει να εμποδίζει τη δυνατότητα των ΣΕΚ να επιστρέφουν καταθέσεις εντός της οριζόμενης από την παρούσα οδηγία προθεσμίας. Τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να εμποδίζονται να λαμβάνουν τα δέοντα μέτρα όσον αφορά τα δικαιώματα των ΣΕΚ στο πλαίσιο διαδικασίας εκκαθάρισης ή αναδιοργάνωσης πιστωτικού ιδρύματος.

(25)

Θα πρέπει να είναι δυνατόν να αποκλείονται από την καταβολή αποζημιώσεων καταθέσεις κατά τις οποίες, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τα κατατιθέμενα κεφάλαια δεν είναι στη διάθεση του καταθέτη επειδή ο καταθέτης και το πιστωτικό ίδρυμα έχουν συμφωνήσει συμβατικά ότι η κατάθεση θα χρησιμεύσει αποκλειστικά για την εξόφληση δανείου που συνάπτεται για την αγορά ιδιωτικής ακίνητης ιδιοκτησίας. Οι καταθέσεις αυτές θα πρέπει να συμψηφίζονται με το εναπομένον ποσό του δανείου.

(26)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε οι καταθέσεις που απορρέουν από ορισμένες συναλλαγές ή εξυπηρετούν ορισμένους κοινωνικούς ή άλλους σκοπούς να προστατεύονται άνω του ορίου των 100 000 EUR για δεδομένο χρονικό διάστημα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αποφασίζουν προσωρινή ανώτατη κάλυψη όσον αφορά τις καταθέσεις αυτές και κατά τη λήψη της σχετικής απόφασης θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τη σημασία της προστασίας για τους καταθέτες και τις συνθήκες διαβίωσης στα κράτη μέλη. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να τηρούνται οι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων.

(27)

Είναι απαραίτητο να εναρμονιστούν οι μέθοδοι χρηματοδότησης των ΣΕΚ. Αφενός, το κόστος της χρηματοδότησης των ΣΕΚ θα πρέπει να βαρύνει, καταρχήν, τα ίδια τα πιστωτικά ιδρύματα και, αφετέρου, η χρηματοδοτική ικανότητα των ΣΕΚ θα πρέπει να είναι ανάλογη των υποχρεώσεών τους. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι καταθέτες σε όλα τα κράτη μέλη θα απολαύουν αντίστοιχα υψηλού επιπέδου προστασίας, θα πρέπει να εναρμονιστεί σε υψηλό επίπεδο η χρηματοδότηση των ΣΕΚ, με ενιαία εκ των προτέρων κάλυψη του επιπέδου-στόχου για όλα τα ΣΕΚ.

(28)

Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα πιστωτικά ιδρύματα είναι δυνατόν να δρουν σε αγορά με υψηλή συγκέντρωση, όπου τα περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα έχουν τέτοιο μέγεθος και βαθμό διασύνδεσης που θα καθιστούσαν μάλλον αδύνατη την εκκαθάρισή τους με τις συνήθεις διαδικασίες αφερεγγυότητας χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και συνεπώς θα ήταν πιθανότερο να υπόκεινται σε διαδικασίες εύρυθμης εξυγίανσης. Στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να εφαρμόζεται στα συστήματα χαμηλότερο επίπεδο-στόχος.

(29)

Το ηλεκτρονικό χρήμα και τα ποσά που λαμβάνονται έναντι ηλεκτρονικού χρήματος δεν θα πρέπει, σύμφωνα με την οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), να θεωρούνται ως καταθέσεις ούτε, επομένως, να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

(30)

Προκειμένου να περιοριστεί η προστασία των καταθέσεων στον αναγκαίο βαθμό για να κατοχυρωθούν ασφάλεια δικαίου και διαφάνεια για τους καταθέτες και να αποφευχθεί η μεταφορά των επενδυτικών κινδύνων στα ΣΕΚ, ορισμένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα θα πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο κάλυψης, εξαιρουμένων των υπαρχόντων αποταμιευτικών προϊόντων που βεβαιώνονται με πιστοποιητικό καταθέσεων στο όνομα συγκεκριμένου προσώπου.

(31)

Ορισμένοι καταθέτες δεν θα πρέπει να είναι επιλέξιμοι για προστασία των καταθέσεων, ιδίως οι δημόσιες αρχές ή άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Ο περιορισμένος αριθμός τους, σε σύγκριση με όλους τους άλλους καταθέτες, ελαχιστοποιεί τις επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, σε περίπτωση πτώχευσης πιστωτικού ιδρύματος. Εξάλλου, οι αρχές διαθέτουν πολύ ευκολότερη πρόσβαση σε πιστώσεις από ό,τι οι πολίτες. Τα κράτη μέλη θα πρέπει ωστόσο να επιτρέπεται να αποφασίζουν ότι καλύπτονται οι καταθέσεις των τοπικών αρχών με ετήσιο προϋπολογισμό που δεν υπερβαίνει τα 500 000 EUR. Οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις θα πρέπει, καταρχήν, να καλύπτονται, ανεξαρτήτως του μεγέθους τους.

(32)

Καταθέτες οι δραστηριότητες των οποίων περιλαμβάνουν τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, υπό την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 2 ή 3 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10), θα πρέπει να αποκλείονται από επιστροφή από ΣΕΚ.

(33)

Το κόστος, για τα πιστωτικά ιδρύματα, της συμμετοχής σε ένα ΣΕΚ είναι ασυγκρίτως χαμηλότερο από το κόστος μιας γενικευμένης απόσυρσης καταθέσεων, όχι μόνο από ένα πιστωτικό ίδρυμα που θα αντιμετώπιζε δυσχέρειες, αλλά επίσης και από υγιή πιστωτικά ιδρύματα, κατόπιν απώλειας της εμπιστοσύνης των καταθετών στη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος.

(34)

Είναι απαραίτητο να ανέρχονται τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα των ΣΕΚ σε ένα ορισμένο επίπεδο-στόχο και να μπορούν να εισπράττονται έκτακτες εισφορές. Όπου χρειάζεται, τα ΣΕΚ θα πρέπει να έχουν προβλέψει κατάλληλες ρυθμίσεις εναλλακτικής χρηματοδότησης, ώστε να είναι σε θέση να εξασφαλίσουν βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση, προκειμένου να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις έναντι αυτών. Θα πρέπει να είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα των ΣΕΚ ρευστά, καταθέσεις, δεσμεύσεις πληρωμής και στοιχεία ενεργητικού χαμηλού κινδύνου, που μπορούν να ρευστοποιούνται εντός σύντομου χρονικού διαστήματος. Τα ποσά εισφορών στα ΣΕΚ θα πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τον οικονομικό κύκλο ή, αλλιώς, τη σταθερότητα του τομέα καταθέσεων και τις υπάρχουσες υποχρεώσεις του συστήματος.

(35)

Τα ΣΕΚ θα πρέπει να επενδύουν στα στοιχεία ενεργητικού χαμηλού κινδύνου.

(36)

Οι εισφορές στα ΣΕΚ θα πρέπει να βασίζονται στο ύψος των καλυπτόμενων καταθέσεων και στο βαθμό κινδύνου που αναλαμβάνει το αντίστοιχο μέλος. Με τον τρόπο αυτόν, θα μπορεί να αντικατοπτρίζονται τα προφίλ κινδύνου των επιμέρους πιστωτικών ιδρυμάτων, περιλαμβανομένων των διάφορων επιχειρηματικών μοντέλων τους. Θα πρέπει επίσης να υπολογίζονται δίκαια οι εισφορές, όπως και να παρέχονται κίνητρα λειτουργίας με λιγότερο ριψοκίνδυνο επιχειρηματικό μοντέλο. Προκειμένου να προσαρμόζονται οι εισφορές στις συνθήκες της αγοράς και τα προφίλ κινδύνου, τα ΣΕΚ θα πρέπει να είναι σε θέση να χρησιμοποιούν τις μεθόδους με βάση τον κίνδυνο που εφαρμόζουν. Προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι τομείς ιδιαίτερα χαμηλού κινδύνου που ρυθμίζονται βάσει του εθνικού δικαίου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν αντίστοιχες μειώσεις των εισφορών, τηρώντας ταυτοχρόνως το επίπεδο-στόχο για κάθε ΣΕΚ. Εν πάση περιπτώσει οι μέθοδοι υπολογισμού θα πρέπει να εγκρίνονται από τις αρμόδιες αρχές. Η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) («ΕΑΤ»), η οποία συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11) θα πρέπει να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές για τον προσδιορισμό των μεθόδων υπολογισμού των εισφορών.

(37)

Η προστασία των καταθέσεων αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς και απαραίτητο συμπλήρωμα του συστήματος εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, λόγω της αλληλεγγύης που επιβάλλει μεταξύ όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων μιας δεδομένης χρηματοπιστωτικής αγοράς σε περίπτωση που ένα ίδρυμα αδυνατεί να τηρήσει τις υποχρεώσεις του. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να παρέχουν στα ΣΕΚ τη δυνατότητα αμοιβαίου δανεισμού σε εκούσια βάση.

(38)

Η ισχύουσα προθεσμία καταβολής αποζημιώσεων αντίκειται στην ανάγκη να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη των καταθετών και δεν ικανοποιεί τις ανάγκες τους. Επομένως, η προθεσμία καταβολής αποζημιώσεων θα πρέπει να μειωθεί ώστε να καλύπτει χρονικό διάστημα επτά εργάσιμων ημερών.

(39)

Σε πολλές, ωστόσο, περιπτώσεις δεν υφίστανται ακόμη οι απαραίτητες διαδικασίες για την καταβολή αποζημιώσεων σε σύντομο χρονικό διάστημα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει συνεπώς να έχουν την εναλλακτική δυνατότητα, κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου, να μειώσουν βαθμιαία την προθεσμία καταβολής αποζημιώσεων σε επτά εργάσιμες ημέρες. Η μέγιστη προθεσμία καταβολής αποζημιώσεων που ορίζεται στην παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα ΣΕΚ να επιστρέφουν νωρίτερα τις καταθέσεις. Προκειμένου να διασφαλιστεί ωστόσο ότι οι καταθέτες, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, δεν θα αντιμετωπίσουν οικονομικές δυσκολίες σε περίπτωση αφερεγγυότητας του πιστωτικού τους ιδρύματος, θα πρέπει να προβλέπεται η πρόσβασή τους, κατόπιν αιτήσεως, σε τμήμα των καλυπτόμενων καταθέσεών τους ανάλογο με το κόστος ζωής τους. Η πρόσβαση αυτή θα πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά στα δεδομένα που παρέχει το πιστωτικό ίδρυμα. Λόγω του διαφορετικού κόστους ζωής στα διάφορα κράτη μέλη, το ποσό αυτό θα πρέπει να προσδιορίζεται από τα κράτη μέλη.

(40)

Κατά τον καθορισμό του χρόνου που απαιτείται για την καταβολή αποζημιώσεων θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι περιπτώσεις στις οποίες τα συστήματα δυσκολεύονται να καθορίσουν το ποσό προς αποζημίωση και τα δικαιώματα του καταθέτη, ιδίως αν οι καταθέσεις προκύπτουν από συναλλαγές επί ακινήτων ή από ιδιαίτερα γεγονότα της ζωής, αν ο καταθέτης δεν είναι ο απόλυτος δικαιούχος των ποσών του λογαριασμού, αν ο λογαριασμός είναι αντικείμενο διαφοράς ή υπάρχουν ανταγωνιστικές απαιτήσεις για τα έσοδα του λογαριασμού ή εάν η κατάθεση υπόκειται στην επιβολή οικονομικών κυρώσεων από μέρους εθνικών κυβερνήσεων ή διεθνών φορέων.

(41)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η καταβολή αποζημιώσεων, τα ΣΕΚ θα πρέπει να μπορούν να υποκατασταθούν στα δικαιώματα των σχετικών καταθετών έναντι πτωχεύσαντος πιστωτικού ιδρύματος. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να περιορίσουν το χρονικό διάστημα εντός του οποίου οι καταθέτες στους οποίους δεν επιστράφηκαν καταθέσεις ή των οποίων οι καταθέσεις δεν αναγνωρίστηκαν εντός της προθεσμίας καταβολής αποζημιώσεων μπορούν να αξιώσουν την καταβολή της αποζημίωσής τους, ώστε να επιτραπεί στο ΣΕΚ να ασκήσει τα δικαιώματα στα οποία έχει υποκατασταθεί έως την ημερομηνία κατά την οποία τα εν λόγω δικαιώματα πρέπει να ασκηθούν στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

(42)

Τα ΣΕΚ στα κράτη μέλη όπου ένα πιστωτικό ίδρυμα έχει ιδρύσει υποκαταστήματα θα πρέπει να ενημερώνουν τους καταθέτες και να επιστρέφουν τις καταθέσεις για λογαριασμό του ΣΕΚ του κράτους μέλους όπου έχει λάβει άδεια λειτουργίας το πιστωτικό ίδρυμα. Είναι αναγκαία η παροχή διασφαλίσεων για να εξασφαλιστεί ότι το ΣΕΚ που επιστρέφει τις καταθέσεις λαμβάνει από το ΣΕΚ του κράτους μέλους καταγωγής τα απαραίτητα χρηματοδοτικά μέσα και οδηγίες πριν από την καταβολή αποζημιώσεων. Τα σχετικά ΣΕΚ θα πρέπει να συνάπτουν συμφωνίες εκ των προτέρων, προκειμένου να διευκολυνθούν οι εργασίες αυτές.

(43)

Η πληροφόρηση των καταθετών αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο για την προστασία τους. Επομένως, οι καταθέτες θα πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με την κάλυψή τους και το αρμόδιο ΣΕΚ στο αντίγραφο κίνησης του λογαριασμού τους. Οι μελλοντικοί καταθέτες θα πρέπει να λαμβάνουν την ίδια ενημέρωση μέσω τυποποιημένου ενημερωτικού δελτίου το οποίο θα τους ζητείται να λάβουν υπόψη. Το περιεχόμενο των πληροφοριών αυτών θα πρέπει να είναι ταυτόσημο για όλους τους καταθέτες. Η ανεξέλεγκτη, στο πλαίσιο διαφημίσεων, χρήση πληροφοριών για το επίπεδο κάλυψης και την εμβέλεια ενός ΣΕΚ θα μπορούσε να υπονομεύσει τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος ή να κλονίσει την εμπιστοσύνη των καταθετών. Επομένως, αναφορές σε ΣΕΚ στις διαφημίσεις θα πρέπει να περιορίζονται σε σύντομη απλή μνεία.

(44)

Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12) εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Τα ΣΕΚ και οι σχετικές αρχές θα πρέπει να χειρίζονται τα δεδομένα που αφορούν ατομικές καταθέσεις με εξαιρετική προσοχή και να εφαρμόζουν υψηλό επίπεδο προστασίας δεδομένων σύμφωνα με την οδηγία αυτή.

(45)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την ευθύνη των κρατών μελών ή των αρχών τους έναντι των καταθετών, εφόσον το κράτος μέλος ή η εν λόγω αρχή έχουν θεσπίσει και επίσημα αναγνωρίσει ένα ή περισσότερα ΣΕΚ ή των πιστωτικών ιδρυμάτων, ώστε να εξασφαλίζεται η αποζημίωση ή η προστασία των καταθετών υπό τους όρους που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

(46)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ανέθεσε ορισμένα καθήκοντα όσον αφορά την οδηγία 94/19/ΕΚ στην ΕΑΤ.

(47)

Σεβόμενη την εποπτεία των ΣΕΚ από τα κράτη μέλη, η ΕΑΤ θα πρέπει να συντελέσει στην επίτευξη του στόχου ο οποίος συνίσταται στη διευκόλυνση των πιστωτικών ιδρυμάτων να αναλαμβάνουν και να ασκούν τις δραστηριότητές τους, με ταυτόχρονη διασφάλιση της αποτελεσματικής προστασίας των καταθετών και ελαχιστοποίηση του κινδύνου για τους φορολογουμένους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να γνωστοποιούν στην Επιτροπή και την ΕΑΤ την ταυτότητα της ορισθείσας αρχής τους, λόγω της απαίτησης συνεργασίας μεταξύ της ΕΑΤ και των ορισθεισών αρχών που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία.

(48)

Είναι αναγκαία η καθιέρωση κατευθυντήριων γραμμών στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, ώστε να διασφαλίζονται ισότιμοι όροι ανταγωνισμού και επαρκής προστασία των καταθετών σε ολόκληρη την Ένωση. Αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές θα πρέπει να εκδίδονται για τον καθορισμό της μεθόδου υπολογισμού των εισφορών που βασίζονται στον κίνδυνο.

(49)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποδοτική και αποτελεσματική λειτουργία των ΣΕΚ και η ισόρροπη εξέταση της θέσης τους στα διάφορα κράτη μέλη, η ΕΑΤ θα πρέπει να μπορεί να επιλύει τις μεταξύ τους διαφορές, με δεσμευτικό αποτέλεσμα.

(50)

Τα κράτη μέλη, λόγω των διαφορετικών διοικητικών πρακτικών που εφαρμόζουν όσον αφορά τα ΣΕΚ, θα πρέπει να έχουν την ευχέρεια να αποφασίζουν ποια αρχή καθορίζει τη μη διαθεσιμότητα των καταθέσεων.

(51)

Οι αρμόδιες ορισθείσες αρχές, οι ορισθείσες αρχές, οι αρχές εξυγίανσης, οι αρμόδιες διοικητικές αρχές και το ΣΕΚ θα πρέπει να συνεργάζονται μεταξύ τους και να ασκούν τις αρμοδιότητές τους σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Θα πρέπει να συνεργάζονται από τα πρώτα στάδια της εκπόνησης και εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης, καθορίζοντας το ποσό για το οποίο είναι υπεύθυνα τα ΣΕΚ όταν χρησιμοποιούνται τα χρηματοδοτικά μέσα στο πλαίσιο της εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων.

(52)

Θα πρέπει να δοθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), προκειμένου να προσαρμόζει το επίπεδο κάλυψης που θεσπίζει η παρούσα οδηγία για το σύνολο των καταθέσεων του ίδιου καταθέτη, ανάλογα με τον πληθωρισμό στην Ένωση, με βάση τις αλλαγές του δείκτη τιμών καταναλωτή. Έχει ιδιαίτερη σημασία να διεξάγει η Επιτροπή τις απαιτούμενες διαβουλεύσεις κατά τη διάρκεια του προπαρασκευαστικού έργου της, συμπεριλαμβανομένων διαβουλεύσεων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, κατά την προπαρασκευή και κατάρτιση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, θα πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και δέουσα διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

(53)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα (13), τα κράτη μέλη έχουν αναλάβει την υποχρέωση να συνοδεύουν, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο με ένα ή περισσότερα έγγραφα που επεξηγούν τη σχέση ανάμεσα στα συστατικά στοιχεία μιας οδηγίας και στα αντίστοιχα μέρη των νομικών πράξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης κρίνει ότι είναι αιτιολογημένη η διαβίβαση των εγγράφων αυτών.

(54)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, και ιδίως η εναρμόνιση των κανόνων περί λειτουργίας των ΣΕΚ, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(55)

Η υποχρέωση μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο θα πρέπει να περιοριστεί στις διατάξεις που συνιστούν ουσιαστική τροποποίηση σε σύγκριση με τις παλαιότερες οδηγίες. Η υποχρέωση μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των διατάξεων που παραμένουν αμετάβλητες απορρέει από τις προϋπάρχουσες οδηγίες.

(56)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών που παρατίθενται στο παράρτημα II,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες και διαδικασίες που αφορούν τη σύσταση και τη λειτουργία των συστημάτων εγγύησης καταθέσεων (ΣΕΚ).

2.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα εξής:

α)

νομοθετικά προβλεπόμενα ΣΕΚ·

β)

συμβατικά ΣΕΚ που αναγνωρίζονται επίσημα ως ΣΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2·

γ)

θεσμικά συστήματα προστασίας που αναγνωρίζονται επίσημα ως ΣΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2·

δ)

πιστωτικά ιδρύματα που συμμετέχουν στα συστήματα τα οποία αναφέρονται στα στοιχεία α), β) ή γ) της παρούσας παραγράφου.

3.   Κατά παρέκκλιση του άρθρου 16 παράγραφοι 5 και 7, τα ακόλουθα συστήματα δεν διέπονται από την παρούσα οδηγία:

α)

συμβατικά συστήματα που δεν αναγνωρίζονται επίσημα ως ΣΕΚ, περιλαμβανομένων των συστημάτων που προσφέρουν επιπλέον προστασία πέραν του επιπέδου κάλυψης που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1·

β)

θεσμικά συστήματα προστασίας (ΘΣΠ) που δεν αναγνωρίζονται επίσημα ως ΣΕΚ.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα συστήματα που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του πρώτου εδαφίου έχουν προβλέψει κατάλληλα χρηματοδοτικά μέσα ή σχετικές ρυθμίσεις χρηματοδότησης ώστε να μπορούν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους.

Άρθρο 2

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «συστήματα εγγύησης καταθέσεων» ή «ΣΕΚ»: τα συστήματα που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) ή γ) του άρθρου 1 παράγραφος 2·

2)   «θεσμικά συστήματα προστασίας» ή «ΘΣΠ»: τα θεσμικά συστήματα προστασίας που αναφέρονται στο άρθρο 113 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

3)   «κατάθεση»: το πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει από κεφάλαια κατατεθειμένα σε λογαριασμό ή από μεταβατικές καταστάσεις απορρέουσες από συνήθεις τραπεζικές συναλλαγές και το οποίο το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να επιστρέψει βάσει των ισχυόντων νόμιμων και συμβατικών όρων, περιλαμβανομένων των καταθέσεων προθεσμίας και των καταθέσεων ταμιευτηρίου, αλλά εξαιρουμένου του πιστωτικού υπολοίπου όταν:

α)

η ύπαρξή του μπορεί να αποδειχθεί μόνον με χρηματοπιστωτικό μέσο, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 17) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14), εκτός εάν πρόκειται για αποταμιευτικό προϊόν που βεβαιώνεται με πιστοποιητικό κατάθεσης στο όνομα συγκεκριμένου προσώπου και το οποίο υφίσταται ήδη σε κράτος μέλος στις 2 Ιουλίου 2014,

β)

το κεφάλαιό του δεν είναι επιστρεπτέο στο άρτιο,

γ)

το κεφάλαιό του είναι επιστρεπτέο στο άρτιο μόνον δυνάμει ειδικής εγγύησης ή συμφωνίας που παρέχεται από το πιστωτικό ίδρυμα ή τρίτο μέρος·

4)   «επιλέξιμες καταθέσεις»: καταθέσεις που δεν εξαιρούνται από την προστασία σύμφωνα με το άρθρο 5·

5)   «καλυπτόμενες καταθέσεις»: το τμήμα των επιλέξιμων καταθέσεων που δεν υπερβαίνει το επίπεδο κάλυψης που αναφέρεται στο άρθρο 6·

6)   «καταθέτης»: ο κάτοχος ή, σε περίπτωση κοινού λογαριασμού, κάθε κάτοχος της κατάθεσης·

7)   «κοινός λογαριασμός»: λογαριασμός που ανοίγεται στο όνομα δύο ή περισσότερων προσώπων ή επί του οποίου δύο ή περισσότερα πρόσωπα έχουν δικαιώματα που ασκούνται μέσω της υπογραφής ενός ή περισσότερων από τα πρόσωπα αυτά·

8)   «μη διαθέσιμη κατάθεση»: κατάθεση ληξιπρόθεσμη και απαιτητή η οποία δεν έχει καταβληθεί από πιστωτικό ίδρυμα βάσει των ισχυόντων νόμιμων ή συμβατικών όρων, και ως προς την οποία:

α)

οι σχετικές διοικητικές αρχές έχουν διαπιστώσει ότι, κατά τη γνώμη τους, το οικείο πιστωτικό ίδρυμα δεν φαίνεται προς το παρόν ικανό να επιστρέψει την κατάθεση, για λόγους που έχουν άμεση σχέση με την οικονομική του κατάσταση, και δεν προβλέπεται ότι το ίδρυμα θα καταστεί ικανό στο προσεχές μέλλον, ή

β)

δικαστική αρχή, βασιζόμενη σε λόγους που έχουν άμεση σχέση με την οικονομική κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος, έλαβε απόφαση η οποία έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή του δικαιώματος των καταθετών να εγείρουν αξιώσεις έναντι του ιδρύματος·

9)   «πιστωτικό ίδρυμα»: το πιστωτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

10)   «υποκατάστημα»: η έδρα εκμετάλλευσης ενός πιστωτικού ιδρύματος σε κράτος μέλος, η οποία δεν έχει ίδια νομική προσωπικότητα και διενεργεί απευθείας, εν όλω ή εν μέρει, πράξεις που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος·

11)   «επίπεδο-στόχος»: το ύψος των διαθέσιμων χρηματοδοτικών μέσων στο οποίο πρέπει να φθάνουν τα ΣΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2, εκφραζόμενο ως ποσοστό των καλυπτόμενων καταθέσεων των μελών τους·

12)   «διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα»: μετρητά, καταθέσεις και στοιχεία ενεργητικού χαμηλού κινδύνου, τα οποία μπορούν να ρευστοποιηθούν εντός προθεσμίας που δεν υπερβαίνει την καθοριζόμενη στο άρθρο 8 παράγραφος 1, και δεσμεύσεις πληρωμής έως το όριο που καθορίζεται στο άρθρο 10 παράγραφος 3·

13)   «δεσμεύσεις πληρωμής»: δεσμεύσεις πληρωμής πιστωτικού ιδρύματος έναντι ΣΕΚ οι οποίες είναι πλήρως εξασφαλισμένες, με την προϋπόθεση ότι η εξασφάλιση:

α)

συνίσταται σε στοιχεία ενεργητικού χαμηλού κινδύνου,

β)

δεν βαρύνεται από δικαιώματα τρίτων και ευρίσκεται στη διάθεση του ΣΕΚ·

14)   «στοιχεία ενεργητικού χαμηλού κινδύνου»: στοιχεία ενεργητικού που εμπίπτουν στην πρώτη ή στη δεύτερη κατηγορία που αναφέρονται στον πίνακα 1 του άρθρου 336 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή οποιαδήποτε στοιχεία ενεργητικού που κρίνονται εξίσου ασφαλή και ρευστά από την αρμόδια ή ορισθείσα αρχή·

15)   «κράτος μέλος προέλευσης»: κράτος μέλος προέλευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 43) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

16)   «κράτος μέλος υποδοχής»: κράτος μέλος υποδοχής όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 44) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

17)   «αρμόδια αρχή»: εθνική αρμόδια αρχή όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 40) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

18)   «ορισθείσα αρχή»: ο φορέας που διοικεί ένα ΣΕΚ σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή, όταν τη λειτουργία του ΣΕΚ διοικεί ιδιωτική οντότητα, μια δημόσια αρχή που ορίζει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος για την εποπτεία του συστήματος αυτού σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

2.   Όταν η παρούσα οδηγία παραπέμπει στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, ένας φορέας που διοικεί ΣΕΚ ή, η αρμόδια για την εποπτεία του συστήματος αυτού δημόσια αρχή, όταν το ΣΕΚ διοικείται από ιδιωτική οντότητα, θεωρείται, η αρμόδια αρχή για τους σκοπούς του κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού.

3.   Τα μερίδια οικοδομικών συνεταιρισμών του Ηνωμένου Βασιλείου ή της Ιρλανδίας, εκτός από εκείνα που έχουν χαρακτήρα κεφαλαίου και καλύπτονται από το άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο β), θεωρούνται ως καταθέσεις.

Άρθρο 3

Σχετικές διοικητικές αρχές

1.   Τα κράτη μέλη προσδιορίζουν τη σχετική διοικητική αρχή στο έδαφός τους για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 8) στοιχείο α).

2.   Οι αρμόδιες αρχές, οι ορισθείσες αρχές, οι αρχές εξυγίανσης και οι σχετικές διοικητικές αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους και ασκούν τις αρμοδιότητές τους σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

Η αρμόδια διοικητική αρχή προβαίνει στη διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 8) στοιχείο α) το συντομότερο δυνατόν και οπωσδήποτε εντός πέντε εργάσιμων ημερών από τη στιγμή κατά την οποία απεδείχθη για πρώτη φορά ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει επιστρέψει τις ληξιπρόθεσμες και απαιτητές καταθέσεις.

Άρθρο 4

Επίσημη αναγνώριση, συμμετοχή και εποπτεία

1.   Κάθε κράτος μέλος φροντίζει να συσταθούν και να αναγνωριστούν επίσημα στο έδαφός του ένα ή περισσότερα ΣΕΚ.

Αυτό δεν εμποδίζει τη συγχώνευση ΣΕΚ διαφορετικών κρατών μελών ή τη σύσταση διασυνοριακών ΣΕΚ. Οι συστάσεις διασυνοριακών ΣΕΚ ή η συγχώνευση ΣΕΚ εγκρίνονται από τα κράτη μέλη όπου έχουν συσταθεί τα σχετικά ΣΕΚ.

2.   Συμβατικό σύστημα όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο β) της παρούσας οδηγίας είναι δυνατόν να αναγνωρίζεται επίσημα ως ΣΕΚ εφόσον είναι σύμφωνο με την παρούσα οδηγία.

Ένα ΘΣΠ είναι δυνατόν να αναγνωρίζεται επίσημα ως ΣΕΚ εφόσον πληροί τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 113 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και είναι σύμφωνο με την παρούσα οδηγία.

3.   Ένα πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ δεν επιτρέπεται να αποδέχεται καταθέσεις εάν δεν συμμετέχει σε σύστημα αναγνωρισμένο επίσημα στο κράτος μέλος προέλευσής του σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

4.   Εάν ένα πιστωτικό ίδρυμα δεν τηρεί τις υποχρεώσεις που υπέχει ως μέλος ΣΕΚ, ενημερώνονται άμεσα οι αρμόδιες αρχές οι οποίες, σε συνεργασία με το ΣΕΚ, λαμβάνουν αμελλητί όλα τα κατάλληλα μέτρα, περιλαμβανομένης, εάν είναι αναγκαίο, της επιβολής κυρώσεων, για να εξασφαλίσουν ότι το πιστωτικό ίδρυμα τηρεί τις υποχρεώσεις του.

5.   Εάν, παρά τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με την παράγραφο 4, το πιστωτικό ίδρυμα δεν τηρεί τις υποχρεώσεις του, το ΣΕΚ μπορεί, με την επιφύλαξη του εθνικού δικαίου και τη ρητή συναίνεση των αρμόδιων αρχών, να κοινοποιεί εντός προθεσμίας ενός μηνός τουλάχιστον ότι προτίθεται να αποκλείσει το πιστωτικό ίδρυμα από τη συμμετοχή του στο ΣΕΚ. Οι καταθέσεις που έγιναν πριν από τη λήξη της προθεσμίας αυτής εξακολουθούν να καλύπτονται πλήρως από το ΣΕΚ. Εάν μετά την πάροδο της προθεσμίας το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του, το ΣΕΚ αποκλείει το εν λόγω ίδρυμα.

6.   Οι καταθέσεις που υφίστανται κατά την ημερομηνία αποκλεισμού του πιστωτικού ιδρύματος από τη συμμετοχή στο ΣΕΚ εξακολουθούν να καλύπτονται από το εν λόγω ΣΕΚ.

7.   Τα ΣΕΚ που αναφέρονται στο άρθρο 1 εποπτεύονται από τις ορισθείσες αρχές, επί συνεχούς βάσεως, ως προς τη συμμόρφωσή τους με την παρούσα οδηγία.

Τα διασυνοριακά ΣΕΚ εποπτεύονται από εκπροσώπους των ορισθεισών αρχών των κρατών μελών όπου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας τα συμμετέχοντα πιστωτικά ιδρύματα.

8.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ΣΕΚ, ανά πάσα στιγμή και κατ’ αίτησή τους, λαμβάνουν από τα μέλη τους κάθε αναγκαία πληροφορία προκειμένου να προετοιμάσουν την καταβολή αποζημιώσεων, περιλαμβανομένων των επισημάνσεων σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 4.

9.   Τα ΣΕΚ διασφαλίζουν το απόρρητο και την προστασία των δεδομένων που αφορούν τους λογαριασμούς των καταθετών. Η επεξεργασία των δεδομένων αυτών πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ.

10.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα ΣΕΚ να διενεργούν ελέγχους αντοχής των συστημάτων τους και να ενημερώνονται σε περίπτωση που οι αρμόδιες για την εποπτεία του ιδρύματος αρχές διαπιστώνουν προβλήματα σε κάποιο πιστωτικό ίδρυμα, τα οποία ενδέχεται να ενεργοποιήσουν την παρέμβαση των ΣΕΚ.

Οι εν λόγω έλεγχοι πρέπει να διενεργούνται τουλάχιστον ανά τριετία και συχνότερα όποτε απαιτείται. Ο πρώτος έλεγχος διενεργείται το αργότερο στις 3 Ιουλίου 2017.

Βάσει των αποτελεσμάτων των ασκήσεων προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων, η ΕΑΤ διενεργεί, τουλάχιστον ανά πενταετία, αξιολογήσεις από ομότιμους φορείς, σύμφωνα με το άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, προκειμένου να εξεταστεί η ανθεκτικότητα των ΣΕΚ. Τα ΣΕΚ υπόκεινται στις απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 70 του εν λόγω κανονισμού, όταν ανταλλάσσουν πληροφορίες με την ΕΑΤ.

11.   Τα ΣΕΚ χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που απαιτούνται για τη διενέργεια ελέγχων αντοχής στα συστήματά τους αποκλειστικά στο πλαίσιο των ελέγχων αυτών και τις διατηρούν μόνο για το διάστημα που απαιτείται για τον σκοπό αυτό.

12.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ΣΕΚ τους εφαρμόζουν χρηστές και διαφανείς πρακτικές διακυβέρνησης. Τα ΣΕΚ εκπονούν ετήσια έκθεση για τις δραστηριότητές τους.

Άρθρο 5

Επιλεξιμότητα των καταθέσεων

1.   Εξαιρούνται από οποιαδήποτε καταβολή αποζημιώσεων από τα ΣΕΚ τα ακόλουθα:

α)

με την επιφύλαξη του άρθρου 7 παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας, οι καταθέσεις που γίνονται από άλλα πιστωτικά ιδρύματα στο όνομά τους και για ίδιο λογαριασμό·

β)

τα ίδια κεφάλαια όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 118) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

γ)

οι καταθέσεις που απορρέουν από συναλλαγές σε σχέση με τις οποίες υπήρξε ποινική καταδίκη για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ·

δ)

οι καταθέσεις πιστωτικών ιδρυμάτων όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 26) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

ε)

οι καταθέσεις των επιχειρήσεων επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ·

στ)

οι καταθέσεις των οποίων η ταυτότητα κατόχου δεν έχει διαπιστωθεί ποτέ, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ, όταν καθίστανται μη διαθέσιμες·

ζ)

οι καταθέσεις των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφοι 1 έως 6 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15)·

η)

οι καταθέσεις των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων·

θ)

οι καταθέσεις των συνταξιοδοτικών ταμείων·

ι)

οι καταθέσεις δημόσιων αρχών·

ια)

πιστωτικοί τίτλοι εκδοθέντες από πιστωτικό ίδρυμα και οφειλές που προέκυψαν από αποδοχές ιδίων συναλλαγματικών και γραμματίων.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη μπορούν να μεριμνούν ώστε να περιλαμβάνονται τα κατωτέρω στο επίπεδο κάλυψης που ορίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1:

α)

καταθέσεις από ατομικά συνταξιοδοτικά προγράμματα και επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα μικρομεσαίων επιχειρήσεων·

β)

καταθέσεις τοπικών αρχών με ετήσιο προϋπολογισμό που δεν υπερβαίνει τα 500 000 EUR.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι καταθέσεις που μπορούν να αποδεσμευθούν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο αποκλειστικά για την εξόφληση δανείου επί ιδιωτικής ακίνητης ιδιοκτησίας προς το πιστωτικό ίδρυμα ή άλλο οργανισμό που έχει την κατάθεση εξαιρούνται από επιστροφή από ΣΕΚ.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα επισημαίνουν τις επιλέξιμες καταθέσεις κατά τρόπο που να επιτρέπει τον άμεσο εντοπισμό των εν λόγω καταθέσεων.

Άρθρο 6

Επίπεδο κάλυψης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το ποσό για το επίπεδο κάλυψης του συνόλου των καταθέσεων κάθε καταθέτη ορίζεται σε 100 000 EUR σε περίπτωση που οι καταθέσεις καθίστανται μη διαθέσιμες.

2.   Επιπλέον από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ακόλουθες καταθέσεις προστατεύονται άνω των 100 000 EUR για τρεις μήνες τουλάχιστον και όχι πέραν των 12 μηνών από το χρονικό σημείο κατά το οποίο το ποσό πιστώθηκε ή από τη στιγμή κατά την οποία οι καταθέσεις αυτές καθίσταται δυνατόν να μεταβιβασθούν νομίμως:

α)

καταθέσεις από συναλλαγές επί ακινήτων που αφορούν ιδιωτικές κατοικίες·

β)

καταθέσεις που εξυπηρετούν κοινωνικούς σκοπούς οριζόμενους στο εθνικό δίκαιο και οι οποίες συνδέονται με ιδιαίτερα γεγονότα της ζωής, όπως ο γάμος, το διαζύγιο, η συνταξιοδότηση, η απόλυση και η απόλυση για οικονομικούς λόγους, η αναπηρία ή ο θάνατος του καταθέτη·

γ)

καταθέσεις που εξυπηρετούν σκοπούς οριζόμενους στο εθνικό δίκαιο και οι οποίες προέρχονται από την καταβολή ασφαλιστικών παροχών ή αποζημιώσεων για σωματική βλάβη από εγκληματική πράξη ή δικαστική πλάνη.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εμποδίζουν τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να καθιερώνουν συστήματα που προστατεύουν προϊόντα ασφάλισης γήρατος και συντάξεις, υπό την προϋπόθεση ότι τα συστήματα αυτά δεν καλύπτουν μόνον τις καταθέσεις, αλλά προσφέρουν συνολική κάλυψη για όλα τα σχετικά προϊόντα και καταστάσεις.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εκταμιεύσεις καταβάλλονται σε οποιοδήποτε από τα κατωτέρω νομίσματα:

α)

στο νόμισμα του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το ΣΕΚ·

β)

στο νόμισμα του κράτους μέλους στο οποίο κατοικεί ο κάτοχος του λογαριασμού·

γ)

σε ευρώ·

δ)

στο νόμισμα του λογαριασμού·

ε)

στο νόμισμα του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο λογαριασμός.

Οι καταθέτες πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με το νόμισμα στο οποίο γίνεται η καταβολή αποζημιώσεων.

Εάν οι λογαριασμοί τηρούνταν σε άλλο νόμισμα, διαφορετικό από το νόμισμα της εξόφλησης, εφαρμόζεται η συναλλαγματική ισοτιμία που ισχύει κατά την ημερομηνία κατά την οποία η αρμόδια διοικητική αρχή προβαίνει στη διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 8) στοιχείο α) ή κατά την οποία η δικαστική αρχή εκδίδει την απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 8) στοιχείο β).

5.   Τα κράτη μέλη τα οποία μετατρέπουν στο εθνικό τους νόμισμα το προβλεπόμενο στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ποσό χρησιμοποιούν αρχικά για τη μετατροπή τη συναλλαγματική ισοτιμία η οποία ισχύει στις 3 Ιουλίου 2015.

Τα κράτη μέλη μπορούν να στρογγυλοποιούν τα ποσά τα οποία προκύπτουν από τη μετατροπή, υπό την προϋπόθεση ότι η στρογγυλοποίηση αυτή δεν υπερβαίνει τα 5 000 EUR.

Υπό την επιφύλαξη του δευτέρου εδαφίου, τα κράτη μέλη προσαρμόζουν, ανά πενταετία, τα επίπεδα κάλυψης που έχουν μετατραπεί σε άλλο νόμισμα στο ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Τα κράτη μέλη προβαίνουν νωρίτερα στην προσαρμογή των επιπέδων κάλυψης, αφού συμβουλευθούν την Επιτροπή, σε περίπτωση απρόβλεπτων γεγονότων, π.χ. συναλλαγματικών διακυμάνσεων.

6.   Το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο 1 επανεξετάζεται περιοδικά, και τουλάχιστον ανά πενταετία, από την Επιτροπή. Η Επιτροπή υποβάλλει, ενδεχομένως, πρόταση οδηγίας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο για την αναπροσαρμογή του ποσού που αναφέρεται στην παράγραφο 1, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως την εξέλιξη του τραπεζικού τομέα και την οικονομική και νομισματική κατάσταση στην Ένωση. Η πρώτη επανεξέταση γίνεται αφού παρέλθει η 3η Ιουλίου 2020 εκτός αν χρειαστεί να διεξαχθεί νωρίτερα λόγω απρόβλεπτων γεγονότων.

7.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 18 για την αναπροσαρμογή του ποσού, τουλάχιστον ανά πενταετία, που αναφέρεται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου, ανάλογα με τον πληθωρισμό στην Ένωση βάσει των από την προηγούμενη αναπροσαρμογή μεταβολών του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή που δημοσιεύει η Επιτροπή.

Άρθρο 7

Προσδιορισμός του ποσού προς αποζημίωση

1.   Το όριο του άρθρου 6 παράγραφος 1 ισχύει για το σύνολο των καταθέσεων που διατηρούνται στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα, ανεξάρτητα από τον αριθμό των καταθέσεων, το νόμισμα και τον τόπο κατάθεσης εντός της Ένωσης.

2.   Το μερίδιο που αναλογεί σε κάθε καταθέτη κοινού λογαριασμού συνυπολογίζεται κατά τον υπολογισμό του ορίου που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1.

Εάν δεν υπάρχει ειδική πρόβλεψη, ο λογαριασμός κατανέμεται κατά ίσα μέρη μεταξύ των καταθετών.

Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν ότι οι καταθέσεις σε λογαριασμό του οποίου δύο ή περισσότερα πρόσωπα είναι δικαιούχοι υπό την ιδιότητά τους ως εταίρων προσωπικής εταιρείας, ένωσης ή οντότητας παρόμοιου χαρακτήρα, χωρίς νομική προσωπικότητα, είναι δυνατόν να ενοποιούνται και να θεωρούνται κατάθεση ενός καταθέτη, για τον υπολογισμό του ορίου του άρθρου 6 παράγραφος 1.

3.   Όταν ο καταθέτης δεν δικαιούται απόλυτα τα ποσά που τηρούνται σε έναν λογαριασμό, από την εγγύηση καλύπτεται το άτομο που τα δικαιούται απόλυτα, εφόσον η ταυτότητά του διαπιστώνεται ή μπορεί να διαπιστωθεί πριν από την ημερομηνία κατά την οποία η αρμόδια διοικητική αρχή προβαίνει στη διαπίστωση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 8) στοιχείο α) ή η δικαστική αρχή λαμβάνει την απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 8) στοιχείο β). Στην περίπτωση που πολλά άτομα δικαιούνται απόλυτα τα ποσά, κατά τον υπολογισμό του ορίου που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 λαμβάνεται υπόψη το μερίδιο που αναλογεί στον καθένα δυνάμει των ρυθμίσεων που διέπουν τη διαχείριση των ποσών.

4.   Η ημερομηνία αναφοράς για τον υπολογισμό του ποσού προς αποζημίωση είναι η ημερομηνία κατά την οποία η σχετική διοικητική αρχή προβαίνει στη διαπίστωση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος σημείο 8) στοιχείο α) ή η δικαστική αρχή λαμβάνει την απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 8) στοιχείο β). Κατά τον υπολογισμό του ποσού προς αποζημίωση, δεν λαμβάνονται υπόψη οι υποχρεώσεις του καταθέτη έναντι του πιστωτικού ιδρύματος.

5.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ότι οι υποχρεώσεις του καταθέτη έναντι του πιστωτικού ιδρύματος λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του ποσού προς αποζημίωση, όταν έχουν καταστεί απαιτητές κατά ή πριν από την ημερομηνία κατά την οποία η σχετική διοικητική αρχή προβαίνει στη διαπίστωση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 8) στοιχείο α) ή η δικαστική αρχή λαμβάνει την απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 8) στοιχείο β) στον βαθμό που επιτρέπεται ο συμψηφισμός σύμφωνα με τις νομικές και συμβατικές διατάξεις που διέπουν τη σύμβαση μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και του καταθέτη.

Το πιστωτικό ίδρυμα ενημερώνει τους καταθέτες πριν από τη σύναψη της σύμβασης πότε λαμβάνονται υπόψη οι υποχρεώσεις τους έναντι του ιδρύματος κατά τον υπολογισμό του ποσού προς αποζημίωση.

6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ΣΕΚ δύνανται, ανά πάσα στιγμή, να ζητήσουν από τα πιστωτικά ιδρύματα να τα ενημερώσουν σχετικά με το συνολικό ποσό των επιλέξιμων καταθέσεων κάθε καταθέτη.

7.   Οι τόκοι των καταθέσεων, οι οποίοι είναι δεδουλευμένοι αλλά δεν έχουν πιστωθεί κατά την ημερομηνία κατά την οποία η σχετική διοικητική αρχή προβαίνει στη διαπίστωση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 8) στοιχείο α) ή μία δικαστική αρχή λαμβάνει την απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 8) στοιχείο β) επιστρέφονται από το ΣΕΚ, χωρίς υπέρβαση του ορίου που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1.

8.   Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν ότι ορισμένες κατηγορίες καταθέσεων οι οποίες εξυπηρετούν κοινωνικό σκοπό που καθορίζεται στο εθνικό δίκαιο, για τις οποίες έχει παρασχεθεί από τρίτο μέρος εγγύηση σύμφωνη με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, δεν λαμβάνονται υπόψη όταν ενοποιούνται οι καταθέσεις τις οποίες διατηρεί ο ίδιος καταθέτης στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Στις περιπτώσεις αυτές, η εγγύηση του τρίτου μέρους περιορίζεται στο επίπεδο κάλυψης που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1.

9.   Όταν στα πιστωτικά ιδρύματα επιτρέπεται βάσει της εθνικής νομοθεσίας να χρησιμοποιούν διαφορετικά εμπορικά σήματα όπως ορίζονται στο άρθρο 2 της οδηγίας 2008/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16), τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι καταθέτες ενημερώνονται σαφώς ότι το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί διαφορετικά σήματα και ότι το επίπεδο κάλυψης που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφοι 1, 2 και 3 της παρούσας οδηγίας ισχύει για το σύνολο των καταθέσεων που διατηρεί ο καταθέτης στο πιστωτικό ίδρυμα. Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνονται στις πληροφορίες για τους καταθέτες σύμφωνα με το άρθρο 16 και το παράρτημα I της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 8

Καταβολή αποζημιώσεων

1.   Τα ΣΕΚ διασφαλίζουν ότι το ποσό της αποζημίωσης είναι διαθέσιμο εντός επτά εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία μια σχετική διοικητική αρχή προβαίνει στη διαπίστωση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 8) στοιχείο α) ή μια δικαστική αρχή λαμβάνει την απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 8) στοιχείο β).

2.   Ωστόσο τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν για μεταβατική περίοδο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2023 τις ακόλουθες περιόδους αποζημίωσης μέχρι:

α)

20 εργάσιμες ημέρες έως τις 31 Δεκεμβρίου 2018·

β)

15 εργάσιμες ημέρες από την 1η Ιανουαρίου 2019 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020·

γ)

10 εργάσιμες ημέρες από την 1η Ιανουαρίου 2021 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2023.

3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν να προβλέπεται μεγαλύτερη περίοδος καταβολής αποζημιώσεων για τις καταθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 3, η οποία, πάντως, δεν θα υπερβαίνει τους τρεις μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία η σχετική διοικητική αρχή προβαίνει στη διαπίστωση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 8) στοιχείο α) ή μια δικαστική αρχή λαμβάνει την απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 8) στοιχείο β)

4.   Στη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2023 και όταν τα ΣΕΚ δεν μπορούν να καταστήσουν το ή τα ποσά προς αποζημίωση διαθέσιμα εντός επτά εργάσιμων ημερών, τα ΣΕΚ διασφαλίζουν ότι οι καταθέτες αποκτούν πρόσβαση σε ποσό από τις καλυπτόμενες καταθέσεις τους που επαρκεί για την κάλυψη του κόστους διαβίωσής τους, εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την υποβολή αιτήματος.

Τα ΣΕΚ ορίζουν ότι η πρόσβαση σε επαρκές ποσό όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο πραγματοποιείται με βάση τα στοιχεία που παρέχει το ΣΕΚ ή το πιστωτικό ίδρυμα.

Το επαρκές ποσό όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο αφαιρείται από το επιστρεπτέο ποσό προς αποζημίωση όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 7.

5.   Η καταβολή αποζημιώσεων που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 4 είναι δυνατόν να αναβληθεί όταν:

α)

είναι αβέβαιο εάν ένα πρόσωπο έχει νόμιμο δικαίωμα να λάβει αποζημίωση ή η κατάθεση αποτελεί αντικείμενο αντιδικίας·

β)

η κατάθεση υπόκειται σε περιοριστικά μέτρα που έχουν επιβληθεί από εθνικές κυβερνήσεις ή διεθνή όργανα·

γ)

κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 9 του παρόντος άρθρου, τους τελευταίους 24 μήνες δεν έχει πραγματοποιηθεί συναλλαγή σχετική με την κατάθεση (ο λογαριασμός είναι αδρανής)·

δ)

το ποσό προς αποζημίωση κρίνεται ότι αποτελεί μέρος πρόσκαιρου υψηλού υπολοίπου, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2· ή

ε)

το ποσό προς αποζημίωση πρέπει να καταβληθεί από το ΣΕΚ του κράτους μέλους υποδοχής, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2.

6.   Το ποσό προς αποζημίωση είναι διαθέσιμο χωρίς να απαιτείται η υποβολή σχετικού αιτήματος στα ΣΕΚ. Για τον σκοπό αυτό, το πιστωτικό ίδρυμα διαβιβάζει τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τις καταθέσεις και τους καταθέτες, μόλις ζητηθούν από τα ΣΕΚ.

7.   Κάθε αλληλογραφία μεταξύ του ΣΕΚ και του καταθέτη συντάσσεται:

α)

στην επίσημη γλώσσα των οργάνων της Ένωσης την οποία χρησιμοποιεί το πιστωτικό ίδρυμα, στο οποίο τηρείται η καλυπτόμενη κατάθεση, όταν επικοινωνεί με τον καταθέτη· ή

β)

στην ή στις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η καλυπτόμενη κατάθεση.

Εάν πιστωτικό ίδρυμα δραστηριοποιείται άμεσα σε άλλο κράτος μέλος, χωρίς να έχει ιδρύσει υποκαταστήματα, οι πληροφορίες παρέχονται στη γλώσσα που επελέγη από τον καταθέτη όταν ανοίχτηκε ο λογαριασμός.

8.   Παρά την προθεσμία της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, σε περίπτωση όπου καταθέτης ή άλλο άτομο που δικαιούται ή έχει συμφέρον σε ποσά που τηρούνται σε λογαριασμό, βαρύνεται με κατηγορία σχετική με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ, το ΣΕΚ μπορεί να αναστέλλει οποιαδήποτε καταβολή, εν αναμονή της απόφασης του δικαστηρίου.

9.   Δεν καταβάλλεται αποζημίωση όταν τους τελευταίους 24 μήνες δεν έλαβε χώρα συναλλαγή σχετική με την κατάθεση και η αξία της κατάθεσης είναι μικρότερη από το διοικητικό κόστος που θα προκαλούσε στο ΣΕΚ η καταβολή της αποζημίωσης αυτής.

Άρθρο 9

Απαιτήσεις έναντι των ΣΕΚ

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα δικαιώματα αποζημίωσης των καταθετών θα δύνανται να αποτελούν αντικείμενο αγωγής κατά του ΣΕΚ.

2.   Υπό την επιφύλαξη δικαιωμάτων που ενδεχομένως έχει δυνάμει του εθνικού δικαίου, το ΣΕΚ που προβαίνει σε πληρωμές καλυπτόμενες από την εγγύηση σε εθνικό πλαίσιο έχει το δικαίωμα υποκατάστασης στα δικαιώματα των καταθετών σε διαδικασίες εκκαθάρισης ή αναδιοργάνωσης και για ποσό ίσο προς τις πληρωμές τους. Όταν ένα ΣΕΚ προχωρά σε πληρωμές στο πλαίσιο διαδικασίας εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης εργαλείων εξυγίανσης ή της άσκησης εξουσιών εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 11, το ΣΕΚ έχει απαίτηση έναντι του σχετικού πιστωτικού ιδρύματος για ποσό ίσο με τις πληρωμές του. Η εν λόγω απαίτηση κατατάσσεται στην ίδια σειρά όπως και οι καλυπτόμενες καταθέσεις βάσει του εθνικού δικαίου που διέπει τις κοινές διαδικασίες αφερεγγυότητας όπως καθορίζονται από την οδηγία 2014/59/ΕΕ.

3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να περιορίσουν την προθεσμία εντός της οποίας οι καταθέτες, των οποίων οι καταθέσεις δεν αποζημιώθηκαν ούτε αναγνωρίστηκαν από το ΣΕΚ εντός των προθεσμιών των άρθρων 8 παράγραφοι 1 και 3, μπορούν να απαιτήσουν την αποζημίωση των καταθέσεών τους.

Άρθρο 10

Χρηματοδότηση των ΣΕΚ

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ΣΕΚ διαθέτουν επαρκείς μηχανισμούς για τον προσδιορισμό των δυνητικών υποχρεώσεών τους. Τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα των ΣΕΚ πρέπει να είναι ανάλογα των υποχρεώσεων αυτών.

Τα ΣΕΚ αντλούν τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα από εισφορές που καταβάλλουν τα μέλη τους τουλάχιστον σε ετήσια βάση. Αυτό δεν αποκλείει πρόσθετη χρηματοδότηση από άλλες πηγές.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, έως τις 3 Ιουλίου 2024, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα ενός ΣΕΚ θα αντιστοιχούν τουλάχιστον στο επίπεδο-στόχο του 0,8 % επί του ύψους των καλυπτόμενων καταθέσεων των μελών του. Σε περίπτωση που η ικανότητα χρηματοδότησης υστερεί έναντι του επιπέδου-στόχου, η καταβολή των εισφορών συνεχίζεται τουλάχιστον μέχρις ότου επιτευχθεί εκ νέου το επίπεδο-στόχος.

Εάν, αφού έχει επιτευχθεί για πρώτη φορά το επίπεδο-στόχος, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα μειωθούν σε λιγότερο από τα δύο τρίτα του επιπέδου-στόχου, η τακτική εισφορά ορίζεται σε επίπεδο που επιτρέπει να επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος μέσα σε έξι χρόνια.

Η τακτική εισφορά λαμβάνει δεόντως υπόψη τη φάση του οικονομικού κύκλου και την επίπτωση που μπορεί να έχουν οι προκυκλικές εισφορές κατά τον καθορισμό των ετήσιων εισφορών στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου.

Τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν την αρχική χρονική περίοδο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο κατά τέσσερα έτη κατά μέγιστο, εφόσον το ΣΕΚ εκταμίευσε σωρευτικά ποσά που υπερβαίνουν το 0,8 % των καλυπτόμενων καταθέσεων.

3.   Τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα που λαμβάνονται υπόψη ώστε να επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος μπορούν να περιλαμβάνουν δεσμεύσεις πληρωμής. Το συνολικό μερίδιο των δεσμεύσεων πληρωμής ανέρχεται, κατ’ ανώτερο, σε 30 % επί του συνολικού ύψους των διαθέσιμων χρηματοδοτικών μέσων που συγκεντρώνονται δυνάμει του παρόντος άρθρου.

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις δεσμεύσεις πληρωμής.

4.   Ανεξάρτητα από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, ένα κράτος μέλος μπορεί, προκειμένου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του βάσει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, να αυξήσει τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα μέσω των υποχρεωτικών εισφορών που καταβάλλουν τα πιστωτικά ιδρύματα σε υφιστάμενα συστήματα υποχρεωτικών εισφορών τα οποία έχει θεσπίσει ένα κράτος μέλος στην επικράτειά του με σκοπό να καλύψει το κόστος που σχετίζεται με τον συστημικό κίνδυνο, την περιέλευση σε αδυναμία και την εξυγίανση ιδρυμάτων.

Τα ΣΕΚ δικαιούνται ποσό ίσο με το ύψος αυτών των εισφορών μέχρι το επίπεδο-στόχο της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, το οποίο το κράτος μέλος θα καταστήσει άμεσα διαθέσιμο στα εν λόγω ΣΕΚ ύστερα από αίτημα, προς χρήση αποκλειστικά για τους σκοπούς που προβλέπονται στο άρθρο 11.

Τα ΣΕΚ δικαιούνται το ποσό αυτό μόνο όταν η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι δεν είναι σε θέση να συγκεντρώσουν έκτακτες εισφορές από τα μέλη τους, και τα ΣΕΚ οφείλουν να επιστρέψουν το ποσό αυτό μέσω εισφορών από τα μέλη τους σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφοι 1 και 2.

5.   Οι εισφορές σε ρυθμίσεις χρηματοδότησης της εξυγίανσης βάσει του τίτλου VII της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των διαθέσιμων χρηματοδοτικών μέσων που λαμβάνονται υπόψη ώστε να επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος των ρυθμίσεων χρηματοδότησης της εξυγίανσης του άρθρου 102 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, δεν συνυπολογίζονται για την επίτευξη του επιπέδου-στόχος.

6.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα, όταν αυτό δικαιολογείται δεόντως και κατόπιν έγκρισης από την Επιτροπή, να ορίσουν ελάχιστο επίπεδο-στόχο χαμηλότερο από αυτό που ορίζεται στην παράγραφο 2, με την προϋπόθεση να πληρούνται οι εξής όροι:

α)

η μείωση βασίζεται στην παραδοχή ότι είναι απίθανο ένα σημαντικό μέρος των διαθέσιμων χρηματοπιστωτικών μέσων να χρησιμοποιηθεί για μέτρα προστασίας των καλυπτόμενων καταθετών, εκτός από αυτά που ορίζονται στο άρθρο 11 παράγραφοι 2 και 6· και

β)

ο τραπεζικός τομέας εντός του οποίου δραστηριοποιούνται τα πιστωτικά ιδρύματα που συνδέονται με το ΣΕΚ παρουσιάζει υψηλή συγκέντρωση με μεγάλη αξία στοιχείων του ενεργητικού να κατέχονται από μικρό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων ή τραπεζικών ομίλων, που υπόκεινται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, τα οποία, λόγω του μεγέθους τους, σε περίπτωση περιέλευσης σε αδυναμία, είναι πιθανό να υποβληθούν σε διαδικασίες εξυγίανσης.

Το εν λόγω μειωμένο επίπεδο-στόχος δεν δύναται να είναι χαμηλότερο από 0,5 % των καλυπτόμενων καταθέσεων.

7.   Τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα των ΣΕΚ επενδύονται κατά τρόπο που εξασφαλίζει χαμηλό κίνδυνο και επαρκή διαφοροποίηση.

8.   Εάν τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα ενός ΣΕΚ δεν επαρκούν για την καταβολή αποζημιώσεων όταν οι καταθέσεις καθίστανται μη διαθέσιμες, τα μέλη του καταβάλλουν έκτακτες εισφορές οι οποίες δεν υπερβαίνουν το 0,5 % των καλυπτόμενων καταθέσεών τους ανά ημερολογιακό έτος. Τα ΣΕΚ μπορούν σε εξαιρετικές περιπτώσεις και με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής να απαιτούν υψηλότερες εισφορές.

Η αρμόδια αρχή μπορεί να χορηγήσει σε πιστωτικό ίδρυμα συνολική ή μερική απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής έκτακτων εισφορών στο ΣΕΚ αν οι εισφορές θα έθεταν σε κίνδυνο τη ρευστότητα ή τη φερεγγυότητα του πιστωτικού ιδρύματος. Η απαλλαγή αυτή δεν χορηγείται για περίοδο μεγαλύτερη των έξι μηνών, αλλά δύναται να ανανεωθεί, κατόπιν αιτήματος του πιστωτικού ιδρύματος. Οι απαλλαχθείσες δυνάμει του παρόντος εδαφίου εισφορές καταβάλλονται όταν η πληρωμή αυτή δεν θέτει πια σε κίνδυνο τη ρευστότητα και τη φερεγγυότητα του πιστωτικού ιδρύματος.

9.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ΣΕΚ έχουν καθιερώσει κατάλληλες ρυθμίσεις εναλλακτικής χρηματοδότησης, ώστε να είναι σε θέση να εξασφαλίσουν βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση προκειμένου να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις έναντι αυτών των ΣΕΚ.

10.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν, πριν από τις 31 Μαρτίου κάθε έτους, την ΕΑΤ σχετικά με το ύψος των καλυπτόμενων καταθέσεων στην επικράτειά τους, καθώς και σχετικά με το ύψος των διαθέσιμων χρηματοδοτικών μέσων των ΣΕΚ τους από τις 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους.

Άρθρο 11

Χρήση των κεφαλαίων

1.   Τα χρηματοδοτικά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 10 χρησιμοποιούνται πρωτίστως για την καταβολή αποζημιώσεων στους καταθέτες σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

2.   Τα χρηματοδοτικά μέσα ενός ΣΕΚ χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση της εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 109 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ. Κατόπιν διαβούλευσης με το ΣΕΚ, η αρχή εξυγίανσης ορίζει το ποσό για το οποίο ευθύνεται το ΣΕΚ.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στο ΣΕΚ να χρησιμοποιήσει τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα για τη λήψη εναλλακτικών μέτρων προκειμένου να εμποδίσει τη θέση σε εκκαθάριση ενός πιστωτικού ιδρύματος υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι εξής όροι:

α)

η αρχή εξυγίανσης δεν έχει προβεί σε δράση εξυγίανσης δυνάμει του άρθρου 32 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

β)

το ΣΕΚ έχει τα κατάλληλα συστήματα και διαδικασίες για την επιλογή και την υλοποίηση εναλλακτικών μέτρων και για την παρακολούθηση σχετικών κινδύνων·

γ)

το κόστος των μέτρων δεν υπερβαίνει το κόστος εκπλήρωσης του εκ του νόμου ή συμβατικού σκοπού του ΣΕΚ·

δ)

η χορήγηση της δυνατότητας λήψης εναλλακτικών μέτρων από το ΣΕΚ συνδέεται με την επιβολή όρων στο υποστηριζόμενο πιστωτικό ίδρυμα, οι οποίοι περιλαμβάνουν τουλάχιστον αυστηρότερη παρακολούθηση του κινδύνου και ενισχυμένα δικαιώματα ελέγχου για το ΣΕΚ·

ε)

η χορήγηση της δυνατότητας λήψης εναλλακτικών μέτρων από το ΣΕΚ συνδέεται με δεσμεύσεις εκ μέρους του υποστηριζόμενου πιστωτικού ιδρύματος προκειμένου να διασφαλιστεί η πρόσβαση στις καλυπτόμενες καταθέσεις·

στ)

η ικανότητα των συμμετεχόντων στο σύστημα πιστωτικών ιδρυμάτων να καταβάλουν τις έκτακτες εισφορές σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου είναι, σύμφωνα με την αξιολόγηση της αρμόδιας αρχής, επιβεβαιωμένη.

Το ΣΕΚ συμβουλεύεται την αρχή εξυγίανσης και την αρμόδια αρχή σχετικά με τα μέτρα και τους όρους που θα επιβληθούν στο πιστωτικό ίδρυμα.

4.   Εναλλακτικά μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται όταν η αρμόδια αρχή, κατόπιν διαβούλευσης με την αρχή εξυγίανσης, θεωρεί ότι πληρούνται οι όροι για δράση εξυγίανσης δυνάμει του άρθρου 27 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

5.   Αν τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα χρησιμοποιηθούν βάσει της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, τα συμμετέχοντα στο σύστημα πιστωτικά ιδρύματα παρέχουν αμέσως στο ΣΕΚ τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν για τη λήψη εναλλακτικών μέτρων, όπου κρίνεται σκόπιμο με τη μορφή έκτακτων εισφορών, αν:

α)

προκύψει ανάγκη να αποζημιωθούν οι καταθέτες και τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα του ΣΕΚ ανέρχονται σε λιγότερο από τα δύο τρίτα του επιπέδου-στόχου·

β)

στον βαθμό που τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα κατέλθουν του 25 % του επιπέδου-στόχου.

6.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση μέτρων διατήρησης της πρόσβασης των καταθετών σε καλυπτόμενες καταθέσεις, συμπεριλαμβανομένης της μεταφοράς στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού και της λογιστικής μεταφοράς καταθέσεων, στο πλαίσιο των εθνικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, υπό τον όρο ότι το κόστος που βαραίνει το ΣΕΚ δεν υπερβαίνει το καθαρό ποσό αποζημίωσης των καλυπτόμενων καταθετών στο οικείο πιστωτικό ίδρυμα.

Άρθρο 12

Δανεισμός μεταξύ ΣΕΚ

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στα ΣΕΚ να χορηγούν δάνεια σε άλλα ΣΕΚ εντός της Ένωσης, σε εκούσια βάση, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το ΣΕΚ που λαμβάνει δάνειο δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 1 λόγω έλλειψης διαθέσιμων χρηματοδοτικών μέσων όπως αναφέρονται στο άρθρο 10·

β)

το δανειοληπτικό ΣΕΚ έχει προσφύγει σε έκτακτες εισφορές, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 8·

γ)

το δανειοληπτικό ΣΕΚ αναλαμβάνει την έννομη υποχρέωση ότι τα δανειακά κεφάλαια θα χρησιμοποιηθούν για την πληρωμή απαιτήσεων βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 1·

δ)

το δανειοληπτικό ΣΕΚ δεν οφείλει ήδη να εξοφλήσει δάνειο σε άλλα ΣΕΚ βάσει του παρόντος άρθρου·

ε)

το δανειοληπτικό ΣΕΚ αναφέρει το ζητούμενο ποσό χρημάτων·

στ)

το συνολικό ποσό του δανείου δεν υπερβαίνει το 0,5 % των καλυπτόμενων καταθέσεων του δανειοληπτικού ΣΕΚ·

ζ)

το δανειοληπτικό ΣΕΚ ενημερώνει αμελλητί την ΕΑΤ και αναφέρει τους λόγους για τους οποίους πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρούσας παραγράφου, καθώς και το ζητούμενο ποσό χρημάτων.

2.   Το δάνειο υπόκειται στους ακόλουθους όρους:

α)

το δανειοληπτικό ΣΕΚ πρέπει να εξοφλήσει το δάνειο το αργότερο εντός πέντε ετών. Δύναται να εξοφλεί το δάνειο με ετήσιες δόσεις. Οι τόκοι είναι πληρωτέοι μόνον κατά την ημερομηνία εξόφλησης·

β)

το επιτόκιο πρέπει να είναι τουλάχιστον ισοδύναμο με το οριακό επιτόκιο της δανειοδοτικής διευκόλυνσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά τη διάρκεια της περιόδου δανεισμού·

γ)

το δανειοδοτικό ΣΕΚ πρέπει να ενημερώσει την ΕΑΤ για το αρχικό επιτόκιο καθώς και για τη διάρκεια του δανείου.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εισφορές που επιβάλλονται από το δανειοληπτικό ΣΕΚ είναι επαρκείς για την επιστροφή του ποσού του δανείου και για την επάνοδο, το συντομότερο δυνατόν, στο επίπεδο-στόχο.

Άρθρο 13

Υπολογισμός των εισφορών στα ΣΕΚ

1.   Οι εισφορές στα ΣΕΚ που αναφέρονται στο άρθρο 10 βασίζονται στο ύψος των καλυπτόμενων καταθέσεων και στον βαθμό κινδύνου που αναλαμβάνει το αντίστοιχο μέλος.

Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν μικρότερες εισφορές για τομείς χαμηλού κινδύνου που ρυθμίζονται βάσει του εθνικού δικαίου.

Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν ότι τα μέλη ενός ΘΣΠ καταβάλλουν χαμηλότερες εισφορές στο ΣΕΚ.

Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στον κεντρικό οργανισμό και σε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία είναι μόνιμα συνδεδεμένα με αυτόν σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 να υπόκεινται ως σύνολο στη στάθμιση κινδύνου που καθορίζεται για τον κεντρικό οργανισμό και τα συνδεόμενα με αυτόν ιδρύματα σε ενοποιημένη βάση.

Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να καταβάλλουν ελάχιστη εισφορά, ανεξαρτήτως του ύψους των καλυπτόμενων καταθέσεών τους.

2.   Τα ΣΕΚ δύνανται να χρησιμοποιούν τις δικές τους μεθόδους υπολογισμού κινδύνου για τον προσδιορισμό και τον υπολογισμό των εισφορών των μελών τους με βάση τον κίνδυνο. Ο υπολογισμός των εισφορών είναι ανάλογος του κινδύνου των μελών και λαμβάνει δεόντως υπόψη το προφίλ κινδύνου των διαφόρων επιχειρηματικών προτύπων. Οι μέθοδοι αυτές μπορούν επίσης να λαμβάνουν υπόψη τα στοιχεία που αφορούν το ενεργητικό του ισολογισμού και δείκτες κινδύνου, όπως η κεφαλαιακή επάρκεια, η ποιότητα του ενεργητικού καθώς και η ρευστότητα.

Κάθε μέθοδος εγκρίνεται από την αρμόδια αρχή σε συνεργασία με την ορισθείσα αρχή. Η ΕΑΤ ενημερώνεται σχετικά με τις μεθόδους που έχουν εγκριθεί.

3.   Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΤ μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015 εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 για τον καθορισμό των μεθόδων υπολογισμού των εισφορών στα ΣΕΚ σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

Η μέθοδος αυτή περιλαμβάνει, ειδικότερα, τύπο υπολογισμού, ειδικούς δείκτες, κατηγορίες κινδύνου για τα μέλη, κατώτατα όρια των σταθμίσεων κινδύνου που αποδίδονται στις συγκεκριμένες κατηγορίες κινδύνου και άλλα αναγκαία στοιχεία.

Έως τις 3 Ιουλίου 2017 και τουλάχιστον κάθε πέντε έτη στη συνέχεια, η ΕΑΤ επανεξετάζει τις κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο βάσει κινδύνου ή την εναλλακτική μέθοδο βάσει ιδίου κινδύνου που εφαρμόζουν τα ΣΕΚ.

Άρθρο 14

Συνεργασία εντός της Ένωσης

1.   Τα ΣΕΚ καλύπτουν τους καταθέτες υποκαταστημάτων τα οποία έχουν ιδρυθεί από πιστωτικά ιδρύματα του κράτους μέλους τους σε άλλα κράτη μέλη.

2.   Οι καταθέτες υποκαταστημάτων τα οποία έχουν ιδρυθεί από πιστωτικά ιδρύματα σε άλλο κράτος μέλος αποζημιώνονται από το ΣΕΚ στο κράτος μέλος υποδοχής για λογαριασμό του ΣΕΚ του κράτους μέλους καταγωγής. Το ΣΕΚ του κράτους μέλους υποδοχής καταβάλλει τα ποσά προς αποζημίωση σύμφωνα με τις οδηγίες του ΣΕΚ του κράτους μέλους καταγωγής. Το ΣΕΚ του κράτους μέλους υποδοχής δεν ευθύνεται όσον αφορά ενέργειες που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις οδηγίες του ΣΕΚ του κράτους μέλους καταγωγής. Το ΣΕΚ του κράτους μέλους καταγωγής παρέχει την αναγκαία χρηματοδότηση πριν από την εκταμίευση και αποζημιώνει το ΣΕΚ του κράτους μέλους υποδοχής για όλα τα πραγματοποιηθέντα έξοδα.

Το ΣΕΚ του κράτους μέλους υποδοχής ενημερώνει επίσης τους ενδιαφερόμενους καταθέτες για λογαριασμό του ΣΕΚ του κράτους μέλους καταγωγής και είναι αρμόδιο να λαμβάνει αλληλογραφία από τους εν λόγω καταθέτες για λογαριασμό του ΣΕΚ του κράτους μέλους καταγωγής.

3.   Εάν ένα πιστωτικό ίδρυμα παύσει να είναι μέλος ενός ΣΕΚ και προσχωρήσει σε άλλο ΣΕΚ, οι εισφορές τις οποίες κατέβαλε κατά το δωδεκάμηνο προτού παύσει να είναι μέλος του ΣΕΚ, εξαιρέσει των δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 8 έκτακτων εισφορών, μεταφέρονται στο άλλο ΣΕΚ. Η παρούσα διάταξη δεν ισχύει εάν το πιστωτικό ίδρυμα έχει αποκλειστεί από το σύστημα σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 5.

Αν ορισμένες δραστηριότητες ενός πιστωτικού ιδρύματος μεταφερθούν σε άλλο κράτος μέλος και έτσι καλύπτονται από άλλο ΣΕΚ, οι εισφορές που κατέβαλε το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα κατά το δωδεκάμηνο που προηγείται της μεταφοράς, εξαιρέσει των δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 8 έκτακτων εισφορών, μεταφέρονται στο άλλο ΣΕΚ κατ’ αναλογία του ύψους των καλυπτόμενων καταθέσεων που μεταφέρθηκαν.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ΣΕΚ του κράτους μέλους καταγωγής ανταλλάσσουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 7 ή παράγραφοι 8 και 10 με τα ΣΕΚ των κρατών μελών υποδοχής. Ισχύουν οι περιορισμοί που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο.

Αν ένα πιστωτικό ίδρυμα προτίθεται να μεταφερθεί από ένα ΣΕΚ σε άλλο σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, γνωστοποιεί την πρόθεσή του αυτή τουλάχιστον ένα εξάμηνο νωρίτερα. Στη διάρκεια της περιόδου αυτής, το πιστωτικό ίδρυμα εξακολουθεί να έχει υποχρέωση εισφοράς στο αρχικό ΣΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 10, σε επίπεδο τόσο εκ των προτέρων όσο και εκ των υστέρων χρηματοδότησης.

5.   Προκειμένου να διευκολυνθεί η αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των ΣΕΚ, ιδίως όσον αφορά το παρόν άρθρο και το άρθρο 12, τα ΣΕΚ ή, ενδεχομένως, οι ορισθείσες αρχές συνάπτουν έγγραφες συμφωνίες συνεργασίας. Στις συμφωνίες αυτές λαμβάνονται υπόψη οι απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 9.

Η ορισθείσα αρχή ενημερώνει την ΕΑΤ σχετικά με την ύπαρξη και το περιεχόμενο τέτοιων συμφωνιών και η ΕΑΤ μπορεί να εκδώσει γνώμες σύμφωνα με το άρθρο 34 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Εάν οι ορισθείσες αρχές ή τα ΣΕΚ δεν μπορούν να καταλήξουν σε συμφωνία ή εάν προκύψει διαφορά ως προς την ερμηνεία μιας συμφωνίας, έκαστο των μερών μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και η ΕΑΤ ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο αυτό.

Η απουσία τέτοιων συμφωνιών δεν επηρεάζει τις απαιτήσεις των καταθετών βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 1 ή των πιστωτικών ιδρυμάτων βάσει της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

6.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την ύπαρξη κατάλληλων διαδικασιών ώστε τα ΣΕΚ να έχουν τη δυνατότητα να ανταλλάσσουν πληροφορίες και να επικοινωνούν αποτελεσματικά με άλλα ΣΕΚ, με τα συνδεόμενα με αυτά πιστωτικά ιδρύματα και με τις σχετικές αρμόδιες και ορισθείσες αρχές εντός της επικράτειάς τους καθώς και, ανάλογα με την περίπτωση, με άλλους φορείς σε διασυνοριακή βάση.

7.   Η ΕΑΤ και οι αρμόδιες και ορισθείσες αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους και ασκούν τις εξουσίες τους σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή και την ΕΑΤ την ταυτότητα της ορισθείσας αρχής τους μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

8.   Η ΕΑΤ συνεργάζεται με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) το οποίο θσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17) για την ανάλυση του συστημικού κινδύνου που αφορά τα ΣΕΚ.

Άρθρο 15

Υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε τρίτες χώρες

1.   Τα κράτη μέλη ελέγχουν κατά πόσον τα υποκαταστήματα που ιδρύονται στην επικράτειά τους από πιστωτικά ιδρύματα με έδρα εκτός της Ένωσης διαθέτουν προστασία ισοδύναμη με αυτή της παρούσας οδηγίας.

Αν η προστασία δεν είναι ισοδύναμη, τα κράτη μέλη δύνανται να ορίζουν, με την επιφύλαξη του άρθρου 47 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, ότι τα υποκαταστήματα που ιδρύονται από πιστωτικό ίδρυμα με έδρα εκτός της Ένωσης υποχρεωτικά συμμετέχουν σε ΣΕΚ που λειτουργεί στην επικράτειά τους.

Όταν προχωρούν στον έλεγχο που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, τα κράτη μέλη ελέγχουν τουλάχιστον ότι οι καταθέτες απολαύουν του ίδιου επιπέδου κάλυψης και την ίδια έκταση προστασίας με αυτά που προβλέπει η παρούσα οδηγία.

2.   Κάθε υποκατάστημα που ιδρύεται από πιστωτικό ίδρυμα το οποίο έχει έδρα εκτός της Ένωσης και το οποίο δεν είναι μέλος ΣΕΚ που λειτουργεί σε κράτος μέλος παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τις ρυθμίσεις εγγύησης των καταθέσεων των σημερινών και των μελλοντικών καταθετών στο εν λόγω υποκατάστημα.

3.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 παρέχονται στη γλώσσα που συμφωνήθηκε μεταξύ του καταθέτη και του πιστωτικού ιδρύματος όταν ανοίχτηκε ο λογαριασμός ή στην ή στις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους στο οποίο ιδρύεται το υποκατάστημα όπως ορίζει η εθνική νομοθεσία, και είναι σαφείς και κατανοητές.

Άρθρο 16

Πληροφόρηση καταθετών

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα παρέχουν στους υφιστάμενους και τους μελλοντικούς καταθέτες τις αναγκαίες πληροφορίες για την αναγνώριση του ΣΕΚ στο οποίο το ίδρυμα και τα οικεία υποκαταστήματα είναι μέλη εντός της Ένωσης. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα ενημερώνουν τους υφιστάμενους και τους μελλοντικούς καταθέτες σχετικά με τις ισχύουσες εξαιρέσεις από την προστασία των ΣΕΚ.

2.   Πριν από τη σύναψη σύμβασης αποδοχής καταθέσεων, παρέχονται στους καταθέτες οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Οι καταθέτες επιβεβαιώνουν ότι παρέλαβαν τις πληροφορίες αυτές. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιείται το υπόδειγμα του παραρτήματος I.

3.   Στο αντίγραφο κίνησης του λογαριασμού των καταθετών παρέχεται επιβεβαίωση ότι οι καταθέσεις τους είναι επιλέξιμες καταθέσεις, συμπεριλαμβανομένης αναφοράς στο ενημερωτικό δελτίο του παραρτήματος I. Στο ενημερωτικό δελτίο αναφέρεται ο δικτυακός τόπος του σχετικού ΣΕΚ. Το ενημερωτικό δελτίο του παραρτήματος I παρέχεται στον καταθέτη τουλάχιστον ετησίως.

Ο δικτυακός τόπος του ΣΕΚ περιλαμβάνει τις απαραίτητες για τους καταθέτες πληροφορίες, και ειδικότερα πληροφορίες σχετικά με τις διατάξεις για τη διαδικασία και τους όρους της εγγύησης των καταθέσεων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

4.   Οι πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 παρέχονται με τον τρόπο που ορίζει η εθνική νομοθεσία στη γλώσσα που συμφωνήθηκε μεταξύ του καταθέτη και του πιστωτικού ιδρύματος όταν ανοίχτηκε ο λογαριασμός ή στην ή στις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους στο οποίο ιδρύεται υποκατάστημα.

5.   Τα κράτη μέλη περιορίζουν τη χρήση των πληροφοριών των παραγράφων 1, 2 και 3 στις διαφημίσεις σε απλή μνεία του ΣΕΚ το οποίο εγγυάται το προϊόν που αναφέρεται στη διαφήμιση και στις επιπλέον πληροφορίες που απαιτεί η εθνική νομοθεσία.

Οι εν λόγω πληροφορίες μπορούν ακόμα να περιλαμβάνουν την απλή περιγραφή της λειτουργίας του ΣΕΚ, αλλά δεν μπορούν να κάνουν αναφορά σε απεριόριστη κάλυψη των καταθέσεων.

6.   Στην περίπτωση μιας συγχώνευσης, μετατροπής θυγατρικών σε υποκαταστήματα ή παρεμφερών εταιρικών πράξεων, οι καταθέτες ενημερώνονται τουλάχιστον έναν μήνα πριν η πράξη αρχίσει να παράγει έννομα αποτελέσματα, εκτός αν η αρμόδια αρχή επιτρέψει συντομότερη προθεσμία για λόγους επιχειρηματικού απορρήτου ή χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

Στους καταθέτες παρέχεται τρίμηνη προθεσμία μετά τη γνωστοποίηση της συγχώνευσης ή μετατροπής ή παρόμοιας πράξης προκειμένου να τους δοθεί η ευκαιρία να αποσύρουν ή να μεταφέρουν σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα, χωρίς να επιβαρυνθούν με οποιαδήποτε ποινή, τις επιλέξιμες καταθέσεις τους συμπεριλαμβανομένων όλων των δεδουλευμένων τόκων και των οφελών, στον βαθμό που αυτές υπερβαίνουν το επίπεδο κάλυψης του άρθρου 6 κατά τον χρόνο της πράξης.

7.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι αν ένα πιστωτικό ίδρυμα αποσυρθεί ή αποκλειστεί από ΣΕΚ, το πιστωτικό ίδρυμα γνωστοποιεί στους καταθέτες του την εν λόγω απόσυρση ή αποκλεισμό εντός ενός μηνός.

8.   Εάν ο καταθέτης χρησιμοποιεί διαδικτυακή τραπεζική, οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται βάσει της παρούσας οδηγίας μπορούν να γνωστοποιούνται με ηλεκτρονικά μέσα. Κατόπιν αιτήματος του καταθέτη, οι πληροφορίες παρέχονται εγγράφως.

Άρθρο 17

Κατάλογος αδειοδοτημένων πιστωτικών ιδρυμάτων

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές, όταν γνωστοποιούν στην ΕΑΤ τις άδειες λειτουργίας που χορηγούν σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, δηλώνουν το ΣΕΚ στο οποίο είναι μέλος το πιστωτικό ίδρυμα.

2.   Όταν δημοσιεύει και επικαιροποιεί τον κατάλογο πιστωτικών ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, η ΕΑΤ υποδεικνύει το ΣΕΚ στο οποίο είναι μέλος κάθε πιστωτικό ίδρυμα.

Άρθρο 18

Άσκηση της ανάθεσης αρμοδιότητας

1.   Η αρμοδιότητα έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η αρμοδιότητα έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 7 ανατίθεται στην Επιτροπή επ’ αόριστον.

3.   Η αναφερόμενη στο άρθρο 6 παράγραφος 7 ανάθεση αρμοδιότητας μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ήδη ισχύουν.

4.   Η Επιτροπή, μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, τη γνωστοποιεί συγχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 7 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την ημέρα γνωστοποίησης της πράξης αυτής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες.

Άρθρο 19

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Σε περίπτωση που ορισμένες καταθέσεις ή κατηγορίες καταθέσεων ή άλλα μέσα παύσουν να καλύπτονται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από ΣΕΚ μετά την ενσωμάτωση της παρούσας οδηγίας ή της οδηγίας 2009/14/ΕΚ στο εθνικό δίκαιο, τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέψουν να καλύπτονται οι καταθέσεις και τα άλλα μέσα με συγκεκριμένη αρχική ημερομηνία λήξης μέχρι αυτή την αρχική ημερομηνία λήξης εφόσον καταβλήθηκαν ή εκδόθηκαν πριν από τις 2 Ιουλίου 2014.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι καταθέτες ενημερώνονται σχετικά με τις καταθέσεις ή τις κατηγορίες καταθέσεων ή άλλα μέσα που δεν θα καλύπτονται πλέον από ΣΕΚ από τις 3 Ιουλίου 2015.

3.   Μέχρις ότου επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος για πρώτη φορά, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν τα όρια του άρθρου 11 παράγραφος 5 σε ό,τι αφορά τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα.

4.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 6 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη τα οποία, την 1η Ιανουαρίου 2008, παρείχαν επίπεδο κάλυψης μεταξύ 100 000 EUR και 300 000 EUR μπορούν να εφαρμόσουν ξανά αυτό το υψηλότερο επίπεδο κάλυψης μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2018. Στην περίπτωση αυτή, το επίπεδο-στόχος και οι εισφορές των πιστωτικών ιδρυμάτων προσαρμόζονται αναλόγως.

5.   Έως τις 3 Ιουλίου 2019, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση και, εφόσον ενδείκνυται, νομοθετική πρόταση, στην οποία περιγράφεται με ποιον τρόπο τα ΣΕΚ που λειτουργούν στην Ένωση μπορούν να συνεργαστούν στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού συστήματος για την πρόληψη των κινδύνων που προκύπτουν από τις δραστηριότητες διασυνοριακού χαρακτήρα και την προστασία των καταθέσεων από τους κινδύνους αυτούς.

6.   Έως τις 3 Ιουλίου 2019, η Επιτροπή επικουρούμενη από την ΕΑΤ υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση προόδου της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Η εν λόγω έκθεση θα πρέπει να καλύπτει ιδίως:

α)

το επίπεδο-στόχο βάσει των καλυπτόμενων καταθέσεων, με αξιολόγηση του κατά πόσον το ποσοστό που έχει οριστεί είναι το ενδεδειγμένο, λαμβάνοντας υπόψη την αδυναμία των πιστωτυικών ιδρυμάτων στην Ένωση κατά το παρελθόν·

β)

τον αντίκτυπο των εναλλακτικών μέτρων που χρησιμοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 στην προστασία των καταθετών και τη συνοχή τους με τη διαδικασία συντεταγμένης εκκαθάρισης στον τραπεζικό τομέα·

γ)

τον αντίκτυπο στην ποικιλομορφία των τραπεζικών μοντέλων·

δ)

την επάρκεια του υφιστάμενου επιπέδου κάλυψης για τους καταθέτες· και

ε)

κατά πόσον τα ζητήματα που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο έχουν αντιμετωπιστεί κατά τρόπον ώστε να διατηρείται η προστασία των καταθετών.

Έως τις 3 Ιουλίου 2019, η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τα μοντέλα υπολογισμού και τη σχετικότητα που έχουν για τον επιχειρηματικό κίνδυνο των μελών. Στην έκθεσή της η ΕΑΤ λαμβάνει δεόντως υπόψη τα προφίλ κινδύνου των διαφόρων επιχειρηματικών μοντέλων.

Άρθρο 20

Μεταφορά

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν προς τα άρθρα 1 έως 4, το άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχεία δ) έως ια), το άρθρο 5 παράγραφοι 2, 3 και 4 το άρθρο 6 παράγραφοι 2 έως 7, το άρθρο 7 παράγραφοι 4 έως 9, το άρθρο 8 παράγραφοι 1, 2, 3, 5, 6, 7 και 9, το άρθρο 9 παράγραφοι 2 και 3, τα άρθρα 10 έως 16, 18 και 19 και το παράρτημα I έως τις 3 Ιουλίου 2015. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω μέτρων.

Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με το άρθρο 8 παράγραφος 4 έως την 31η Μαΐου 2016.

Αν, ύστερα από ενδελεχή εξέταση, οι κατάλληλες αρχές βεβαιωθούν ότι ένα ΣΕΚ δεν είναι ακόμα σε θέση να συμμορφωθεί με το άρθρο 13 έως τις 3 Ιουλίου 2015, οι σχετικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις τίθενται σε ισχύ μέχρι τις 31 Μαΐου 2016.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα εν λόγω μέτρα, τα μέτρα αυτά περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από τέτοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Τα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνουν επίσης δήλωση που διευκρινίζει ότι αναφορές στις οδηγίες που καταργούνται από την παρούσα οδηγία, οι οποίες περιέχονται στις ισχύουσες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, νοούνται ως αναφορές στην παρούσα οδηγία. Ο τρόπος πραγματοποίησης αυτής της αναφοράς και η διατύπωση αυτής της δήλωσης καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στο πεδίο που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 21

Κατάργηση διατάξεων

Η οδηγία 94/19/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με τις οδηγίες που απαριθμούνται στο παράρτημα II, καταργείται από τις 4 Ιουλίου 2019, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και τις ημερομηνίες εφαρμογής των οδηγιών που ορίζονται στο παράρτημα II.

Οι αναφορές στις καταργούμενες οδηγίες νοούνται ως αναφορές στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος III.

Άρθρο 22

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ), το άρθρο 6 παράγραφος 1, το άρθρο 7 παράγραφοι 1 έως 3, το άρθρο 8 παράγραφος 8, το άρθρο 9 παράγραφος 1 και το άρθρο 17 τίθενται σε ισχύ από τις 4 Ιουλίου 2015.

Άρθρο 23

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 16 Απριλίου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  ΕΕ C 99 της 31.3.2011, σ. 1.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2012 (ΕΕ C 249 E της 30.8.2013, σ. 81) και απόφαση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση της 3ης Μαρτίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  Οδηγία 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 135 της 31.5.1994, σ. 5).

(4)  Βλέπε παράρτημα III.

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(6)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(7)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (βλέπε σελίδα 190 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(8)  Οδηγία 2009/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, για την τροποποίηση της οδηγίας 94/19/ΕΚ περί των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων όσον αφορά το επίπεδο κάλυψης και την προθεσμία εκταμίευσης (ΕΕ L 68 της 13.3.2009, σ. 3).

(9)  Οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, την τροποποίηση των οδηγιών 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 2000/46/ΕΚ (ΕΕ L 267 της 10.10.2009, σ. 7).

(10)  Οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(12)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995 της σ. 31).

(13)  Κοινή πολιτική δήλωση, της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα (ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14).

(14)  Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).

(15)  Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).

(16)  Οδηγία 2008/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (κωδικοποιημένη έκδοση) (ΕΕ L 299 της 8.11.2008, σ. 25).

(17)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΘΕΤΕΣ

Βασικές πληροφορίες σχετικά με την προστασία των καταθέσεων

Οι καταθέσεις στο [συμπληρώνεται η επωνυμία του πιστωτικού ιδρύματος] προστατεύονται από:

[συμπληρώνεται η επωνυμία του σχετικού ΣΕΚ] (1)

Όριο προστασίας:

100 000 EUR ανά καταθέτη ανά πιστωτικό ίδρυμα (2)

[αντικαθίσταται από το ανάλογο ποσό εφόσον ο λογαριασμός δεν τηρείται σε ευρώ]

[όπου ισχύει:] Τα ακόλουθα εμπορικά σήματα είναι μέρη του πιστωτικού σας ιδρύματος [συμπληρώνονται όλα τα σήματα που λειτουργούν βάσει της ίδιας άδειας]

Αν έχετε περισσότερες καταθέσεις στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα:

Όλες οι καταθέσεις σας στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα «ενοποιούνται» και το σύνολο υπόκειται στο όριο των 100 000 EUR [αντικαθίσταται από το ανάλογο ποσό εφόσον ο λογαριασμός δεν τηρείται σε ευρώ] (2)

Αν έχετε κοινό λογαριασμό με άλλο(-α) πρόσωπο(-α):

Το όριο των 100 000 EUR [αντικαθίσταται από το ανάλογο ποσό εφόσον ο λογαριασμός δεν τηρείται σε ευρώ] ισχύει για κάθε καταθέτη χωριστά (3)

Περίοδος αποζημίωσης σε περίπτωση πτώχευσης του πιστωτικού ιδρύματος:

7 εργάσιμες ημέρες (4)

[σημειώνεται άλλη ημερομηνία αν ισχύει]

Νόμισμα της αποζημίωσης:

ευρώ [σημειώνεται άλλο νόμισμα κατά περίπτωση]

Επικοινωνία:

[συμπληρώνονται τα στοιχεία επικοινωνίας του σχετικού ΣΕΚ

(διεύθυνση, τηλέφωνο, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κ.λπ.)]

Για περισσότερες πληροφορίες:

[συμπληρώνεται ο δικτυακός τόπος του σχετικού ΣΕΚ]

Επιβεβαίωση εκ μέρους του καταθέτη:

 

Πρόσθετες πληροφορίες (όλα ή κάποια από τα παρακάτω)


(1)  [Μόνον όπου ισχύει:] Η κατάθεσή σας καλύπτεται από συμβατικό σύστημα που αναγνωρίζεται επίσημα ως σύστημα εγγύησης των καταθέσεων. Σε περίπτωση αφερεγγυότητας του πιστωτικού σας ιδρύματος, οι καταθέσεις σας θα αποζημιωθούν μέχρι το ύψος των 100 000 EUR [αντικαθίσταται από το ανάλογο ποσό εφόσον ο λογαριασμός δεν τηρείται σε EUR].

[Μόνον όπου ισχύει:] Το πιστωτικό σας ίδρυμα αποτελεί μέλος θεσμικού συστήματος προστασίας που αναγνωρίζεται επίσημα ως σύστημα εγγύησης των καταθέσεων. Αυτό σημαίνει ότι όλα τα ιδρύματα που είναι μέλη αυτού του συστήματος υποστηρίζονται αμοιβαία για την αποφυγή αφερεγγυότητας. Σε περίπτωση αφερεγγυότητας, οι καταθέσεις σας θα αποζημιωθούν μέχρι το ύψος των 100 000 EUR [αντικαθίσταται από το ανάλογο ποσό εφόσον ο λογαριασμός δεν τηρείται σε EUR].

[Μόνον όπου ισχύει:] Η κατάθεσή σας καλύπτεται από σύστημα εγγύησης των καταθέσεων που προβλέπεται από τον νόμο και συμβατικό σύστημα εγγύησης των καταθέσεων. Σε περίπτωση αφερεγγυότητας του πιστωτικού σας ιδρύματος, οι καταθέσεις σας θα αποζημιωθούν σε κάθε περίπτωση μέχρι το ύψος των 100 000 EUR [αντικαθίσταται από το ανάλογο ποσό εφόσον ο λογαριασμός δεν τηρείται σε EUR].

[Μόνον όπου ισχύει:] Η κατάθεσή σας καλύπτεται από σύστημα εγγύησης των καταθέσεων που προβλέπεται από τον νόμο. Επιπλέον, το πιστωτικό σας ίδρυμα αποτελεί μέλος θεσμικού συστήματος προστασίας στο οποίο όλα τα μέλη υποστηρίζονται αμοιβαία για την αποφυγή αφερεγγυότητας. Σε περίπτωση αφερεγγυότητας, οι καταθέσεις σας θα αποζημιωθούν μέχρι το ύψος των 100 000 EUR [αντικαθίσταται από το ανάλογο ποσό εφόσον ο λογαριασμός δεν τηρείται σε EUR] από το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων.

(2)  Αν μια κατάθεση δεν είναι διαθέσιμη επειδή ένα πιστωτικό ίδρυμα δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις, το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων καταβάλλει αποζημίωση στους καταθέτες. Η καταβολή αποζημιώσεων καλύπτει κατ’ ανώτατο όριο ποσό 100 000 EUR [αντικαθίσταται από το ανάλογο ποσό εφόσον ο λογαριασμός δεν τηρείται σε ευρώ] ανά πιστωτικό ίδρυμα. Αυτό σημαίνει ότι όλες οι καταθέσεις στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα προστίθενται προκειμένου να προσδιοριστεί το επίπεδο κάλυψης. Εάν, για παράδειγμα, ένας καταθέτης διατηρεί λογαριασμό ταμιευτηρίου με 90 000 EUR και τρεχούμενο λογαριασμό με 20 000 EUR, θα αποζημιωθεί μόνον 100 000 EUR.

[Μόνον όπου ισχύει:] Η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται επίσης και στην περίπτωση που το πιστωτικό ίδρυμα λειτουργεί με διαφορετικά σήματα. Ο/η/το [συμπληρώνεται η επωνυμία του πιστωτικού ιδρύματος όπου τηρείται ο λογαριασμός] λειτουργεί επίσης υπό την επωνυμία [συμπληρώνονται όλα τα άλλα εμπορικά σήματα του ιδίου πιστωτικού ιδρύματος]. Αυτό σημαίνει ότι όλες οι καταθέσεις σε ένα ή περισσότερα από αυτά τα σήματα καλύπτονται συνολικά μέχρι το ύψος των 100 000 EUR.

(3)  Σε περίπτωση κοινών λογαριασμών, το όριο των 100 000 EUR ισχύει για έκαστο καταθέτη.

[Μόνον όπου ισχύει:] Ωστόσο, οι καταθέσεις σε λογαριασμό του οποίου είναι δικαιούχοι δύο ή περισσότερα πρόσωπα υπό την ιδιότητά τους ως εταίρων προσωπικής εταιρείας, ένωσης ή οντότητας παρόμοιου χαρακτήρα, χωρίς νομική προσωπικότητα, ενοποιούνται και θεωρούνται ως κατάθεση ενός καταθέτη, για τον υπολογισμό του ορίου των 100 000 EUR [αντικαθίσταται από το ανάλογο ποσό εφόσον ο λογαριασμός δεν τηρείται σε EUR].

Σε ορισμένες περιπτώσεις [να σημειωθούν περιπτώσεις που ορίζονται στην εθνική νομοθεσία] οι καταθέσεις προστατεύονται πάνω από τα 100 000 EUR [αντικαθίσταται από το ανάλογο ποσό εφόσον ο λογαριασμός δεν τηρείται σε EUR]. Για περισσότερες πληροφορίες: [συμπληρώνεται ο δικτυακός τόπος του σχετικού ΣΕΚ].

(4)  

Αποζημίωση

Το αρμόδιο σύστημα εγγύησης των καταθέσεων είναι [συμπληρώνονται επωνυμία και διεύθυνση, αριθμός τηλεφώνου, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και δικτυακός τόπος]. Θα σας αποζημιώσει για τις καταθέσεις σας (μέχρι το ύψος των 100 000 EUR [αντικαθίσταται από το ανάλογο ποσό εφόσον ο λογαριασμός δεν τηρείται σε ευρώ]) εντός [συμπληρώνεται η περίοδος καταβολής αποζημιώσεων βάσει της εθνικής νομοθεσίας] το αργότερο, από [την 31η Δεκεμβρίου 2023] εντός [7 εργάσιμων ημερών].

[Προστίθενται πληροφορίες σχετικά με την επείγουσα/ενδιάμεση καταβολή αποζημίωσης αν το ή τα ποσά προς αποζημίωση δεν είναι διαθέσιμα εντός 7 εργάσιμων ημερών].

Εάν δεν σας έχει επιστραφεί το ποσό μέσα σε αυτές τις προθεσμίες, θα πρέπει να έρθετε σε επαφή με το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων, διότι μπορεί να λήξει η προθεσμία εντός της οποίας μπορεί να απαιτηθεί αποζημίωση. Για περισσότερες πληροφορίες: [συμπληρώνεται ο δικτυακός τόπος του αρμόδιου ΣΕΚ].

Άλλες σημαντικές πληροφορίες

Όλες οι καταθέσεις του κοινού και των επιχειρήσεων καλύπτονται εν γένει από συστήματα εγγύησης των καταθέσεων. Οι εξαιρέσεις ορισμένων καταθέσεων αναφέρονται στον δικτυακό τόπο του αρμόδιου συστήματος εγγύησης των καταθέσεων. Το πιστωτικό σας ίδρυμα θα σας ενημερώσει επίσης, εφόσον το ζητήσετε, αν καλύπτονται ή όχι ορισμένα προϊόντα. Εάν καλύπτονται οι καταθέσεις, το πιστωτικό ίδρυμα το επιβεβαιώνει επίσης στο αντίγραφο κίνησης λογαριασμού.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΜΕΡΟΣ A

Καταργούμενες οδηγίες μαζί με τις διαδοχικές τροποποιήσεις τους (που αναφέρονται στο άρθρο 21)

Οδηγία 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

Οδηγία 2009/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

ΜΕΡΟΣ B

Προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο (που αναφέρονται στο άρθρο 21)

Οδηγία

Προθεσμία μεταφοράς

94/19/ΕΚ

1.7.1995

2009/14/ΕΚ

30.6.2009

2009/14/ΕΚ [άρθρο 1 σημείο) 3i) δεύτερο εδάφιο, άρθρο 7 παράγραφοι 1α και 3 και άρθρο 10 παράγραφος 1 της οδηγίας 94/19/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/14/ΕΚ]

31.12.2010


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Οδηγία 94/19/ΕΚ

Οδηγία 2009/14/ΕΚ

Παρούσα οδηγία

Άρθρο 1

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 1)

Άρθρο 1 παράγραφος 1

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 3)

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 4)

Άρθρο 1 παράγραφος 2

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 7)

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 8)

Άρθρο 1 παράγραφος 4

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 9)

Άρθρο 1 παράγραφος 5

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 10)

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημεία 11) έως 18)

 

 

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρο 1 παράγραφος 1

 

Άρθρο 2 παράγραφος 3

 

 

Άρθρο 3

Άρθρο 3 παράγραφος 1

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1

 

 

Άρθρο 4 παράγραφος 2

Άρθρο 3 παράγραφος 1

 

Άρθρο 4 παράγραφος 3

Άρθρο 3 παράγραφος 2

 

Άρθρο 4 παράγραφος 4

Άρθρο 3 παράγραφος 3

 

Άρθρο 4 παράγραφοι 5 και 6

 

 

Άρθρο 4 παράγραφος 9

 

 

Άρθρο 4 παράγραφοι 10 και 11

Άρθρο 2

 

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ)

Άρθρο 7 παράγραφος 2, παράρτημα I σημείο 1

 

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

 

 

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο ε)

Άρθρο 7 παράγραφος 2, παράρτημα I σημείο 10

 

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο στ)

Άρθρο 7 παράγραφος 2, παράρτημα I σημείο 2

 

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο ζ)

Άρθρο 7 παράγραφος 2, παράρτημα I σημείο 5

 

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο η)

Άρθρο 7 παράγραφος 2, παράρτημα I σημείο 6

 

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο θ)

Άρθρο 7 παράγραφος 2, παράρτημα I σημεία 3, 4

 

Άρθρο παράγραφος 1 στοιχείο ι)

Άρθρο 7 παράγραφος 2, παράρτημα I σημείο 12

 

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο ια)

Άρθρο 7 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 3 στοιχείο α)

Άρθρο 6 παράγραφος 1

 

 

Άρθρο 6 παράγραφοι 2 και 3

 

Άρθρο 1 παράγραφος 3 στοιχείο α)

Άρθρο 6 παράγραφος 4

 

 

Άρθρο 6 παράγραφος 5

Άρθρο 7 παράγραφος 5

 

Άρθρο 6 παράγραφος 6

 

Άρθρο 1 παράγραφος 3 στοιχείο δ)

Άρθρο 6 παράγραφος 7

Άρθρο 8

 

Άρθρο 7 παράγραφοι 1, 2 και 3

 

 

Άρθρο 7 παράγραφοι 4 έως 9

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 6 στοιχείο α)

Άρθρο 8 παράγραφος 1

 

 

Άρθρο 8 παράγραφοι 2 έως 6

Άρθρο 10 παράγραφος 4

 

Άρθρο 8 παράγραφος 7

Άρθρο 10 παράγραφος 5

 

Άρθρο 8 παράγραφος 8

 

 

Άρθρο 8 παράγραφος 9

Άρθρο 7 παράγραφος 6

 

Άρθρο 9 παράγραφος 1

Άρθρο 11

 

Άρθρο 9 παράγραφος 2

 

 

Άρθρο 9 παράγραφος 3

 

 

Άρθρα 10-13

Άρθρο 4 παράγραφος 1

 

Άρθρο 14 παράγραφος 1

 

 

Άρθρο 14 παράγραφοι 2 έως 8

Άρθρο 6

 

Άρθρο 15

Άρθρο 9 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 5

Άρθρο 16 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 9 παράγραφος 2

 

Άρθρο 16 παράγραφος 4

 

 

Άρθρο 16 παράγραφος 5

Άρθρο 13

 

Άρθρο 17

 

Άρθρο 1 παράγραφος 4

Άρθρο 18


Top