Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32005R1068

    Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1068/2005 της Επιτροπής, της 6ης Ιουλίου 2005, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 824/2000 περί των διαδικασιών ανάληψης σιτηρών από τους οργανισμούς παρέμβασης, καθώς και των αναλυτικών μεθόδων για τον καθορισμό της ποιότητας

    ΕΕ L 174 της 7.7.2005, p. 65–68 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)
    ΕΕ L 306M της 15.11.2008, p. 363–366 (MT)

    Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (BG, RO)

    Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 01/07/2008; καταργήθηκε εμμέσως από 32008R0687

    ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2005/1068/oj

    7.7.2005   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 174/65


    ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1068/2005 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

    της 6ης Ιουλίου 2005

    για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 824/2000 περί των διαδικασιών ανάληψης σιτηρών από τους οργανισμούς παρέμβασης, καθώς και των αναλυτικών μεθόδων για τον καθορισμό της ποιότητας

    Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

    τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1784/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με την κοινή οργάνωση της αγοράς σιτηρών (1), και ιδίως το άρθρο 6,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1)

    Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1784/2003 δεν προβλέπει πλέον παρέμβαση για τη σίκαλη από την περίοδο εμπορίας 2004/2005. Συνεπώς, κρίνεται σκόπιμο να προσαρμοστεί ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 824/2000 της Επιτροπής (2) ώστε να ληφθεί υπόψη η νέα αυτή κατάσταση.

    (2)

    Ο μαλακός σίτος και ο σκληρός σίτος είναι σιτηρά για τα οποία καθορίζονται κριτήρια ελάχιστης ποιότητας για την ανθρώπινη κατανάλωση· τα σιτηρά αυτά πρέπει να πληρούν τα υγειονομικά πρότυπα που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 315/93 του Συμβουλίου, της 8ης Φεβρουαρίου 1993, για τη θέσπιση κοινοτικών διαδικασιών για τις προσμείξεις των τροφίμων (3). Τα άλλα σιτηρά προορίζονται κυρίως για τη διατροφή των ζώων και πρέπει να είναι σύμφωνα με την οδηγία 2002/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 2002, σχετικά με τις ανεπιθύμητες ουσίες στις ζωοτροφές (4). Πρέπει να προβλεφθεί ότι τα πρότυπα αυτά θα εφαρμόζονται κατά την ανάληψη των σχετικών προϊόντων σύμφωνα με το παρόν καθεστώς παρέμβασης.

    (3)

    Ορισμένα από τα πρότυπα αυτά εφαρμόζονται από την 1η Ιουλίου 2006 κατά την πρώτη μεταποίηση των προϊόντων. Για να εξασφαλιστεί ότι τα σιτηρά που έχουν αναληφθεί πριν από την ημερομηνία αυτή μπορούν να τεθούν σε εμπορία υπό τις καλύτερες συνθήκες κατά την παράδοσή τους μετά την έξοδο από το καθεστώς παρέμβασης, πρέπει να προβλεφθεί από την περίοδο εμπορίας 2005/2006 ότι τα προϊόντα που προσφέρονται στην παρέμβαση πληρούν τις απαιτήσεις που έχουν τεθεί από τα πρότυπα αυτά.

    (4)

    Οι δυνατότητες ανάπτυξης μυκοτοξινών αποδείχτηκε ότι συνδέονται με ειδικούς αναγνωρίσιμους όρους κυρίως βάσει των κλιματικών συνθηκών που διαπιστώνονται κατά την ανάπτυξη και ιδίως, κατά την άνθηση των σιτηρών.

    (5)

    Οι κίνδυνοι που προκύπτουν από την υπέρβαση των ανώτατων ορίων των αποδεκτών προσμείξεων μπορούν να ταυτοποιηθούν από τους οργανισμούς παρέμβασης βάσει των πληροφοριών που λαμβάνονται εκ μέρους των προσφερόντων και των δικών τους κριτηρίων ανάλυσης. Για τον περιορισμό του οικονομικού κόστους, συνεπώς, αιτιολογείται η απαίτηση αναλύσεων, υπό την ευθύνη των οργανισμών παρέμβασης, πριν από την ανάληψη των προϊόντων και μόνο βάσει ανάλυσης επικινδυνότητας που επιτρέπει την εξασφάλιση της ποιότητας των προϊόντων κατά την είσοδό τους στο καθεστώς παρέμβασης.

    (6)

    Τα άρθρα 2 και 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3492/90 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1990, για τον καθορισμό των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη στους ετήσιους λογαριασμούς για τη χρηματοδότηση των μέτρων παρέμβασης με τη μορφή δημόσιας αποθεματοποίησης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων, Τμήμα Εγγυήσεων (5), καθορίζουν τους κανόνες ευθύνης. Τα εν λόγω άρθρα προβλέπουν επίσης ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα μέτρα για να εξασφαλιστεί η ορθή διατήρηση του προϊόντος που αποτέλεσε αντικείμενο κοινοτικών παρεμβάσεων και ότι οι ποσότητες που έχουν υποστεί φθορά λόγω των κανονικών φυσικών συνθηκών αποθήκευσης ή λόγω υπερβολικά μακροχρόνιας διατήρησης καταχωρίζονται λογιστικά ως εξελθούσες από το απόθεμα παρέμβασης κατά την ημερομηνία διαπίστωσης της φθοράς. Διευκρινίζουν επίσης ότι ένα προϊόν θεωρείται ότι έχει υποστεί φθορά όταν δεν ανταποκρίνεται πλέον στους ποιοτικούς όρους που ισχύουν κατά την αγορά. Κατά συνέπεια, μόνο οι φθορές που συνδέονται με τις διατάξεις αυτές μπορούν να αναληφθούν από τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Εφόσον ληφθεί ακατάλληλη απόφαση από ένα κράτος μέλος κατά την αγορά του προϊόντος, όσον αφορά την ανάλυση επικινδυνότητας που απαιτείται σύμφωνα με τη συγκεκριμένη νομοθεσία, υπέχει ευθύνη το ίδιο το κράτος μέλος εάν προκύψει μεταγενέστερα ότι το προϊόν δεν τηρούσε τα ελάχιστα πρότυπα. Μία τέτοια απόφαση δε θα επέτρεπε πράγματι να εξασφαλιστεί η ποιότητα του προϊόντος και άρα η ορθή διατήρησή του. Για το λόγο αυτό, πρέπει να διευκρινιστούν οι όροι βάσει των οποίων το κράτος μέλος πρέπει να υπέχει ευθύνη.

    (7)

    Για τον καθορισμό της ποιότητας των σιτηρών που προσφέρονται στην παρέμβαση, το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 824/2000 περιλαμβάνει κατάλογο των μεθόδων ανάλογα με τα προς ανάλυση κριτήρια. Από τις εν λόγω μεθόδους, ο Διεθνής Οργανισμός Τυποποίησης προσάρμοσε εκείνη που αφορά τον καθορισμό του δείκτη κατακρήμνισης Hagberg. Πρέπει να προσαρμοστεί η εν λόγω αναφορά. Κρίνεται επίσης σκόπιμο να διευκρινιστούν οι μέθοδοι ανάλυσης για την τήρηση των προτύπων σε θέματα προσμείξεων.

    (8)

    Για λόγους σαφήνειας και ακρίβειας, απαιτείται η εκ νέου σύνταξη του άρθρου 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 824/2000, ιδίως όσον αφορά τη σειρά των σχετικών διατάξεων. Λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της ανάλυσης επικινδυνότητας που λαμβάνεται υπόψη για τον έλεγχο των μυκοτοξινών, δικαιολογείται να συμπεριληφθούν αναλύσεις για τον προσδιορισμό του ποσοστού μυκοτοξινών, μεταξύ εκείνων των οποίων το κόστος βαρύνει τον προσφέροντα.

    (9)

    Κρίνεται σκόπιμο να τροποποιηθεί αναλόγως ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 824/2000.

    (10)

    Η επιτροπή διαχείρισης σιτηρών δε διατύπωσε γνώμη εντός της προθεσμίας που καθόρισε ο πρόεδρός της,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    Άρθρο 1

    Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 824/2000 τροποποιείται ως εξής:

    1)

    Στο άρθρο 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Κατά τις περιόδους που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1784/2003, οι κάτοχοι ομογενών παρτίδων τουλάχιστον 80 τόνων μαλακού σίτου, κριθής, αραβόσιτου, σόργου ή 10 τόνων σκληρού σίτου που έχουν συγκομιστεί στην Κοινότητα, δικαιούνται να προσφέρουν τα σιτηρά αυτά στον οργανισμό παρέμβασης.»

    2)

    Στο άρθρο 2 παράγραφος 2, το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Τα σιτηρά θεωρούνται ως υγιή, ανόθευτα και ποιότητας σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη, εφόσον έχουν το χρώμα που προσιδιάζει στο συγκεκριμένο σιτηρό, δεν έχουν οσμή και ζώντα παράσιτα (συμπεριλαμβανομένων των ακάρεων) σε όλα τα στάδια ανάπτυξης, ανταποκρίνονται στα κριτήρια ελάχιστης ποιότητας που περιλαμβάνονται στο παράρτημα I και δεν υπερβαίνουν τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα προσμείξεων, συμπεριλαμβανομένης της ραδιενέργειας, που ισχύουν σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία. Στο πλαίσιο αυτό, τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα προσμείξεων είναι τα ακόλουθα:

    για το μαλακό σίτο και το σκληρό σίτο είναι εκείνα που καθορίζονται κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 315/93 του Συμβουλίου (6), συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων σχετικά με το επίπεδο των τοξινών του μύκητα Fusarium για το μαλακό σίτο και το σκληρό σίτο που καθορίζεται στα σημεία 2.4 έως 2.7 του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 466/2001 της Επιτροπής (7),

    για την κριθή, τον αραβόσιτο και το σόργο είναι εκείνα που καθορίζονται στην οδηγία 2002/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8).

    Τα κράτη μέλη διενεργούν έλεγχο των επιπέδων προσμείξεων, συμπεριλαμβανομένης της ραδιενέργειας, βάσει ανάλυσης επικινδυνότητας, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως τις πληροφορίες που παρασχέθηκαν από τον προσφέροντα και τις δεσμεύσεις του σχετικά με την τήρηση των απαιτούμενων προτύπων, ιδίως όσον αφορά τα αποτελέσματα των αναλύσεων που έλαβε. Σε περίπτωση ανάγκης, η συχνότητα και το πεδίο εφαρμογής των μέτρων ελέγχου καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1784/2003 του Συμβουλίου, ιδίως στην περίπτωση που η κατάσταση της αγοράς μπορεί να διαταραχθεί σοβαρά από τις προσμείξεις.

    3)

    Το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

    α)

    το σημείο 3.7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3.7.

    Ο δείκτης κατακρήμνισης Hagberg (δοκιμασία αμυλασικής δράσης) προσδιορίζεται σύμφωνα με τη μέθοδο ISO 3093:2004·»

    β)

    προστίθεται το ακόλουθο σημείο 3.10:

    «3.10.

    οι μέθοδοι δειγματοληψίας και οι μέθοδοι ανάλυσης αναφοράς για τον προσδιορισμό του ποσοστού μυκοτοξινών είναι εκείνες που αναφέρονται στο παράτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 466/2001».

    4)

    Το άρθρο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 6

    1.   Ο οργανισμός παρέμβασης αναθέτει την ανάλυση υπ’ ευθύνη του των φυσικών και τεχνολογικών χαρακτηριστικών των ληφθέντων δειγμάτων εντός προθεσμίας είκοσι εργάσιμων ημερών από τη λήψη του αντιπροσωπευτικού δείγματος.

    2.   Ο προσφέρων επιβαρύνεται με τις δαπάνες σχετικά με:

    α)

    τον ποσοτικό προσδιορισμό του ποσοστού τανινών του σόργου·

    β)

    τη δοκιμασία αμυλασικής δράσης (Hagberg)·

    γ)

    τον ποσοτικό προσδιορισμό της πρωτεΐνης, όσον αφορά το σκληρό και το μαλακό σίτο·

    δ)

    τη δοκιμασία Zeleny·

    ε)

    τη δοκιμασία της ικανότητας της ζύμης να υποστεί μηχανική επεξεργασία·

    στ)

    τις αναλύσεις προσμείξεων.

    3.   Σε περίπτωση που οι αναλύσεις οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 1 αποδεικνύουν ότι τα προσφερθέντα σιτηρά δεν ανταποκρίνονται στην απαιτούμενη ελάχιστη ποιότητα για την παρέμβαση, τα εν λόγω σιτηρά αναλαμβάνονται με έξοδα του προσφέροντος, ο οποίος αναλαμβάνει επίσης και όλα τα πραγματοποιηθέντα έξοδα.

    4.   Σε περίπτωση αμφισβήτησης, ο οργανισμός παρέμβασης υποβάλλει εκ νέου τα εν λόγω προϊόντα στους αναγκαίους ελέγχους και οι σχετικές δαπάνες βαρύνουν τον ηττηθέντα.»

    5)

    Το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:

    α)

    τα στοιχεία γ) και δ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «γ)

    Όταν το ποσοστό των θραυσμένων σπόρων υπερβαίνει το 3 % για το σκληρό σίτο, το μαλακό σίτο και την κριθή και το 4 % για τον αραβόσιτο και το σόργο, εφαρμόζεται μείωση 0,05 ευρώ για κάθε συμπληρωματική απόκλιση κατά 0,1 %.

    δ)

    Όταν το ποσοστό των ξένων προσμείξεων που αποτελούνται από σπόρους υπερβαίνει το 2 % για το σκληρό σίτο, 4 % για τον αραβόσιτο και το σόργο και 5 % για το μαλακό σίτο και την κριθή, εφαρμόζεται μείωση 0,05 ευρώ για κάθε συμπληρωματική απόκλιση κατά 0,1 %.»·

    β)

    το στοιχείο στ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «στ)

    Όταν το ποσοστό των διαφόρων προσμείξεων (Schwarzbesatz) υπερβαίνει το 0,5 % για το σκληρό σίτο και 1 % για το μαλακό σίτο, την κριθή, τον αραβόσιτο και το σόργο, εφαρμόζεται μείωση 0,1 ευρώ για κάθε συμπληρωματική απόκλιση κατά 0,1 %.»·

    6)

    Στο άρθρο 10 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 3:

    «3.   Όταν οι έλεγχοι που προβλέπονται στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού πρέπει να διενεργούνται βάσει της ανάλυσης επικινδυνότητας που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο, οι οικονομικές επιπτώσεις που προκύπτουν από τη μη τήρηση των μέγιστων επιτρεπτών επιπέδων προσμείξεων αποτελεί οικονομική ευθύνη του κράτους μέλους. Το κράτος μέλος υπέχει ευθύνη με την επιφύλαξη των προσφυγών που διαθέτει το κράτος μέλος έναντι του προσφέροντος ή του αποθεματοποιητή, σε περίπτωση μη τήρησης των δεσμεύσεων ή των υποχρεώσεών τους.

    Ωστόσο, στην περίπτωση της ωχρατοξίνης A και της αλφατοξίνης, εάν το σχετικό κράτος μέλος μπορεί να παράσχει στην Επιτροπή την απόδειξη της τήρησης των προτύπων κατά την είσοδο, της τήρησης των κανονικών συνθηκών αποθήκευσης, καθώς και της τήρησης των άλλων υποχρεώσεων του αποθεματοποιητή, η χρηματοδοτική ευθύνη βαρύνει τον κοινοτικό προϋπολογισμό.»

    7)

    Στο παράρτημα I, η στήλη «σίκαλη» διαγράφεται.

    8)

    Το παράρτημα II τροποποιείται ως εξής:

    α)

    στο σημείο 1.2.α), το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «συρρικνωμένοι σπόροι: σπόροι οι οποίοι μετά την απομάκρυνση όλων των άλλων στοιχείων του δείγματος, τα οποία εξετάζονται στο παρόν παράρτημα, διέρχονται δια των σχισμών κοσκίνων με τις ακόλουθες διαστάσεις: μαλακός σίτος 2,0 mm, σκληρός σίτος 1,9 mm, κριθή 2,2 mm.»·

    β)

    το σημείο 2.3 διαγράφεται.

    9)

    Στο παράρτημα III, το σημείο 1 τροποποιείται ως εξής:

    α)

    το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Για το μαλακό σίτο, το σκληρό σίτο, την κριθή, ένα μέσο δείγμα 250 g πρέπει να διέλθει δια δύο κοσκίνων, εκ των οποίων το ένα πρέπει να έχει σχισμές 3,5 mm και το άλλο 1,0 mm, επί μισό λεπτό της ώρας για το καθένα.»·

    β)

    το έβδομο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Το μερικό δείγμα θα διέλθει επί ήμισυ λεπτό της ώρας από ένα κόσκινο των 2,0 mm για το μαλακό σίτο, από κόσκινο 1,9 mm για το σκληρό σίτο, από κόσκινο 2,2 mm για την κριθή. Οι ύλες οι οποίες διέρχονται από το κόσκινο αυτό θεωρούνται ως σπόροι συρρικνωμένοι. Οι σπόροι οι οποίοι έχουν καταστραφεί από τον παγετό και οι πράσινοι μη πλήρους ωρίμανσης σπόροι ανήκουν στην ομάδα των συρρικνωμένων σπόρων.»·

    10)

    Στην υποσημείωση της σελίδας 2 του παραρτήματος IV, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Ο κλίβανος θα πρέπει να διαθέτει αερισμό τέτοιο ώστε, όταν ξηραίνονται όλα τα δείγματα σιμιγδαλιού ή κατά περίπτωση αραβόσιτου που δύναται να χωρέσει, επί 2 ώρες στην περίπτωση των σιτηρών σε μικρούς κόκκους (μαλακός σίτος, σκληρός σίτος, κριθή και σόργο) και επί 4 ώρες όσον αφορά τον αραβόσιτο, τα αποτελέσματα να εμφανίζουν διαφορά κατώτερη από 0,15 % σε σχέση με τα αποτελέσματα που λαμβάνονται μετά από 3 ώρες ξήρανσης για τα μικρόκοκκα σιτηρά και 5 ώρες ξήρανσης για τον αραβόσιτο»·

    Άρθρο 2

    Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την έβδομη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Ωστόσο, οι διατάξεις σχετικά με τις τοξίνες του μύκητα Fusariums και με τη μέθοδο ελέγχου των επιπέδων προσμείξεων που έχουν εισαχθεί με το σημείο 2, δεν εφαρμόζονται στα σιτηρά που συγκομίζονται και αναλαμβάνονται από την περίοδο εμπορίας 2005/2006.

    Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

    Βρυξέλλες, 6 Ιουλίου 2005.

    Για την Επιτροπή

    Mariann FISCHER BOEL

    Μέλος της Επιτροπής


    (1)  ΕΕ L 270 της 21.10.2003, σ. 78.

    (2)  ΕΕ L 100 της 20.4.2000, σ. 31· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 777/2004 (ΕΕ L 123 της 27.4.2004, σ. 50).

    (3)  ΕΕ L 37 της 13.2.1993, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

    (4)  ΕΕ L 140 της 30.5.2002 σ. 10· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2005/8/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 27 της 29.1.2005, σ. 44).

    (5)  ΕΕ L 337 της 4.12.1990 σ. 3.

    (6)  ΕΕ L 37 της 13.2.1993, σ. 1.

    (7)  ΕΕ L 77 της 16.3.2001, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 856/2005 (ΕΕ L 143 της 7.6.2005, σ. 3).

    (8)  ΕΕ L 140 της 30.5.2002, σ. 10».


    Top